Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α Εισαγωγικό σημείωμα της μεταφράστριας 9 v 1. Ξεχασμένα όνειρα 13 2. Η γκουβερνάντα 25 3. Αμόκ 49 4. Είκοσι τέσσερις ώρες από τη ζωή μιας γυναίκας 121 5. Λεπορέλα 209 6. Το χρέος που ξεπληρώθηκε αργά 245 7. Αυτός ήταν; 281 8. Καλοκαιρινή νουβέλα 327 9. Tο χρονικό μιας κατάρρευσης 343
Εισαγωγικό σημείωμα της μεταφράστριας v Ο Στέφαν Τσβάιχ γεννήθηκε στη Βιέννη στις 28 Νοεμβρίου του 1881 και πέθανε στις 23 Φεβρουαρίου του 1942 στην Πετρόπολη της Βραζιλίας, όπου είχε αυτοεξοριστεί εξαιτίας των πολιτικών συνθηκών που επικρατούσαν στην Ευρώπη. Αυτοκτόνησε μαζί με τη γυναίκα του, επειδή δεν άντεχαν να διαχειριστούν την απόγνωσή τους για το μέλλον της ανθρωπότητας, ένα μέλλον ζοφερό, ένα μέλλον που έβλεπαν να απειλείται θανάσιμα από τον ναζισμό. Πρόκειται για έναν από τους πιο γνωστούς γερμανόφωνους συγγραφείς πολυγραφότατος, με το συγγραφικό του έργο να εκτείνεται σε όλα σχεδόν τα είδη του γραπτού λόγου: γράφει ποιήματα και θεατρικά έργα με επιρροές από τον γαλλικό συμβολισμό και τον βιεννέζικο ιμπρεσιονισμό, γράφει μυθιστορήματα, διηγήματα, κριτικές και δοκίμια, αλλά στο ευρύτερο κοινό γίνεται γνωστός με τις νουβέλες του, οι οποίες αποτυπώνουν με χειρουργική ακρίβεια τα ψυχικά αδιέξοδα και τις εσωτερικές συγκρούσεις του σύγχρονου ανθρώπου. Επηρεασμένος από την ψυχανα- [9]
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ λυτική θεωρία του Ζίγκμουντ Φρόυντ, με τον οποίο τον συνέδεε μια σχέση αμοιβαίας εκτίμησης και θαυμασμού, καταφέρνει να δομήσει χαρακτήρες που ταλανίζονται από εμμονές, από αμφιθυμίες, από εντάσεις και ολέθρια πάθη. Ανήκει στους πιο πολυμεταφρασμένους γερμανόφωνους συγγραφείς και έχει αγαπηθεί και από το ελληνικό αναγνωστικό κοινό. Στον ελληνικό εκδοτικό χώρο υπάρχει ένας σημαντικός αριθμός μεταφρασμένων έργων του. Η συγκεκριμένη έκδοση περιλαμβάνει αφενός διηγήματα και νουβέλες που έχουν ήδη μεταφραστεί (όπως, λόγου χάριν, το «Αμόκ» και η «Λεπορέλα»), αλλά που η λογοτεχνική τους αξία είναι τόσο μεγάλη, που η ιδέα μιας νέας προσέγγισης είναι εξαιρετικά προκλητική, και αφετέρου κείμενα που μεταφράζονται για πρώτη φορά και αποκαλύπτουν εκ νέου την αριστοτεχνική γραφή του Τσβάιχ: Ο λόγος του είναι πυκνός και μακροπερίοδος, με εμβόλιμες προτάσεις και επαναλήψεις, περιγραφικός, απόλυτα ακριβής, ποιητικός. Κι αυτή ακριβώς είναι η γοητεία του ύφους του. Φυσικά, είναι μάλλον περιττό να αναφέρουμε ότι τα βιβλία έγιναν στόχος των εθνικοσοσιαλιστών, με αποτέλεσμα να καταλήξουν στην πυρά μαζί με πολλά άλλα. Στο έργο του Στέφαν Τσβάιχ οι υψηλές ηθικές αξίες συνδυάζονται με την προσπάθεια διατήρησης των ευρωπαϊκών πνευματικών αξιών: ο Τσβάιχ ήταν βαθύτατα ανθρωπιστής και ειρηνιστής, και αυτές του οι απόψεις διαπνέουν όλο το έργο του. Ένα από τα κεντρικά θέματα στο σύνολο του έργου του συγγραφέα είναι ο θάνατος. Στην παρούσα ανθολόγηση μάλιστα, χωρίς αυτό να είναι το βασικό κριτήριο επιλογής, αποτελεί κοινή κατάληξη των περισσότερων διηγημάτων για την ακρίβεια ο «εκούσιος θάνατος», η αυτοκτονία. Οι εκάστοτε συνθήκες ζωής των χαρακτήρων, απόλυτα εξαρτημένες από τις κοινωνικές δομές στις οποίες εντάσσονται, [10]
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ μοιάζουν να μην αφήνουν κανένα άλλο περιθώριο επιλογής: ο θάνατος ως λύτρωση. Η απώλεια της βιωμένης ευτυχίας και η ακύρωση των δομικών προσδοκιών του ανθρώπου συγκαταλέγονται στα βασικά κίνητρα αυτοκτονίας στο έργο του Τσβάιχ. Ο αναγνώστης παρακολουθεί όλη αυτήν την, κατά μία έννοια προδιαγεγραμμένη, πορεία είτε απ έξω, με βάση δηλαδή τη σημειολογική προσέγγιση των εκάστοτε χαρακτήρων, είτε «εκ των έσω», ακολουθώντας δηλαδή την εξελικτική διαδικασία της σκέψης τους. Και, βέβαια, οι άνθρωποι που οδηγούνται στην αυτοκτονία είναι άλλοτε εξαιρετικά εσωστρεφείς, με περιορισμένες ίσως νοητικές ικανότητες, και άλλοτε εξωστρεφείς και ευφυείς. Δεν είναι όμως αυτά τους τα χαρακτηριστικά που τους οδηγούν να επιλέξουν τον θάνατο ως ύστατη λύση και λύτρωση. Η αιτία της πεισιθάνατης θεώρησης της ζωής στο έργο του Τσβάιχ είναι η υπαρξιακή ακύρωση, η υποχρεωτική μετατόπιση του υπαρξια κού κέντρου βάρους αυτό συνιστά το οριακό, το καθοριστικό σημείο. Η γραφή του Τσβάιχ είναι απολύτως ανθρωποκεντρική. Οι εναλλαγές των συναισθημάτων, οι οποίες προκαλούνται από κάποιο φαινομενικά τυχαίο εξωτερικό γεγονός, η διαχείρισή τους, ο τρόπος με τον οποίο ο άνθρωπος έρχεται αντιμέτωπος με τις πιο μύχιες σκέψεις του ή με τους πιο μεγάλους φόβους του, περιγράφονται με εξαιρετική ψυχολογική ακρίβεια και συνέπεια. Συναντάμε ανθρώπους με εγγενή ροπή στην εξάρτηση, ανθρώπους που παραδίδονται στα πάθη τους με μοιραίες συνέπειες, ανθρώπους που μπορούν να απολαμβάνουν στο έπακρο τη χαρά της ζωής, ανθρώπους λιγομίλητους, ανθρώπους διαχυτικούς. Ένα από τα γοητευτικά στοιχεία της γραφής του Τσβάιχ είναι η κλιμάκωση του συναισθήματος, η κορύφωση της εσωτερικής πάλης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το διήγημα «Αμόκ», [11]
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ένα διήγημα που φέρνει επανειλημμένως τον αναγνώστη στο σημείο να θεωρήσει ότι η ιστορία τελειώνει, κι ωστόσο αυτό δεν συμβαίνει. Ένα άλλο κοινό στοιχείο στην αφηγηματική δομή του Τσβάιχ είναι το αίσθημα της ντροπής, της ενοχής, της υπακοής στους άγραφους κοινωνικούς νόμους, οι οποίοι ενίοτε αποδεικνύονται απάνθρωποι και καταστροφικοί για την ψυχική ισορροπία των ανθρώπων η ντροπή για κάτι που σύμφωνα με τις κοινωνικές επιταγές δεν θα έπρεπε να είχε γίνει. Κι ωστόσο οι άνθρωποι, ενδίδοντας στις εσωτερικές τους παρορμήσεις, αγνοούν το επιβεβλημένο και αφήνονται στη δίνη της ζωής. Αυτό ακριβώς συμβαίνει, παραδείγματος χάριν, και στο διήγημα «Είκοσι τέσσερις ώρες από τη ζωή μιας γυναίκας», όπου ένα περιστατικό το οποίο παραμένει κρυφό για είκοσι ολόκληρα χρόνια αποκαλύπτεται σε έναν άγνωστο άντρα, που μοιάζει ευθύς εξαρχής να διαθέτει όλες εκείνες τις προϋποθέσεις ώστε να ακούσει χωρίς να κρίνει, πολλώ δε μάλλον να επικρίνει. Η εσωτερική σύγκρουση που προκαλεί η ντροπή λύνεται όταν η αφηγήτρια μοιράζεται την εμπειρία της με κάποιον άλλον. Η συγκεκριμένη επιλογή διηγημάτων, τα οποία όσον αφορά το έτος γραφής τους εκτείνονται από το 1900 έως το 1940, θεωρώ ότι προσφέρει στον αναγνώστη, είτε γνωρίζει ήδη το έργο του Στέφαν Τσβάιχ είτε όχι, μια αντιπροσωπευτική και ομολογουμένως απολαυστική εικόνα του έργου του. Γιωτα Λαγουδάκου [12]