Έναν καιρό και μια φορά, ιταν ζνασ Καλικάντηαροσ τόςο ηωθρόσ που οφτε οι ίδιοι οι καλικάντηαροι δεν τον άντεχαν! Φανταςτείτε και θ ίδια του θ φυλι αγανακτοφςε με τθ ςυμπεριφορά του! Γι αυτό το λόγο τον ζδιωξαν από τα ζγκατα τθσ γθσ νωρίτερα απ ότι ςυνικωσ και τον ζςτειλαν ςτον Άγιο Βαςίλθ που εκείνεσ τισ μζρεσ ζκανε περιοδείεσ ςτθ γθ για να τον ςυμμορφϊςει λιγουλάκι. Ο καλικάντηαρόσ μασ δεν ιταν μόνο άτακτοσ αλλά και πολφ τεμπζλθσ.του άρεςε μόνο να τραγουδάει καλικά καλιτηοφμ-καλικατηαροφμ και να χορεφει καλικατηεμπζκικο.το όνομά του ιταν Οβριατηουλίμ.
Αφοφ λοιπόν τακτοποιικθκαν όλα τα διαδικαςτικά για τθν εγγραφι του ςτο δθμοτικό, ο φίλοσ μασ πιγε ςτο ςχολείο. Στθν αρχι λοιπόν ιταν λιγάκι μαηεμζνοσ, ντρεπόταν βλζπετε το νζο περιβάλλον και γι αυτό ιταν διςτακτικόσ.μόλισ όμωσ γνϊριςε τουσ ςυμμακθτζσ του αλλά και τθ νζα του δαςκάλα που ιταν πολφ καλι και κακόλου αυςτθρι όπωσ περίμενε, άρχιςε τα ίδια Οι ςκανταλιζσ του δεν είχαν όρια: Ηωγράφιηε το κρανίο του, βάραγε και κορόιδευε τουσ ςυμμακθτζσ του, μουτηοφρωνε τισ εργαςίεσ τουσ, ζςκιηε τα βιβλία τουσ, ζβαηε τρικλοποδιζσ, βρϊμιηε τθν τάξθ και το κυριότερο δε διάβαηε κακόλου οφτε μελετοφςε. Κάποια ςτιγμι ο κόμποσ ζφταςε ςτο χτζνι. Οι ςυμμακθτζσ και θ δαςκάλα του κάλεςαν ςε ςυνζλευςθ τον Αϊ - Βαςίλθ και τον ενθμζρωςαν για τα κατορκϊματά του! Θ τιμωρία που κα του επιβαλλόταν ζπρεπε να ναι παραδειγματικι! «Ο κφβοσ ερρίφκθ», είπε θ δαςκάλα του θ Χαρά. «Φωνάξτε τον Οβριατηουλίμ», είπε με ςοβαρό φφοσ. Ο Άγγελοσ ο ςυμμακθτισ του ζτρεξε να τον φωνάξει. «Ζλα, ςε κζλουν» είπε εκείνοσ. Ο καλικάντηαροσ μπικε ςτθν αίκουςα των δαςκάλων χοροπθδϊντασ όπωσ πάντα καλικά καλιτηοφμκαλικατηαροφμ!
«Άκουςε Οβριατηουλίμ, ςε καλζςαμε εδϊ διότι ζχουμε μια ςθμαντικι ανακοίνωςθ να ςου κάνουμε...» είπε θ κα Χαρά ενϊ ο Αϊ - Βαςίλθσ κουνοφςε ςυγκαταβατικά το κεφάλι του. «Λα λα λα καλικατηοφμ», τραγοφδαγε αμζριμνοσ εκείνοσ. «Εεεε! ςταμάτα επιτζλουσ να ακοφςεισ!», τον μάλωςε ο Άγιοσ. «Αποφαςίςαμε από κοινοφ πρϊτον να ςου κόψουμε τθν ουρά που με τόςθ μανία κουνάσ ςυνζχεια επιδεικτικά και δεφτερον και ςθμαντικότερο, να ςε ςτρϊςουμε ςτθ δουλειά! Κα κάτςεισ να φτιάξεισ δϊρα για όλα τα παιδιά τθσ Ράτρασ και τθν ουρά πίςω κα πάρεισ μόλισ τθ δουλειά μασ κάνεισ!»
Καλικάντηαρε μικρζ, ςου χουμε ζνα ςεφτζ : κα μασ φτιάξεισ παιχνιδάκια,δϊςτα ς όλα τα παιδάκια!!
Αποςβολωμζνοσ ο Οβριατηουλίμ τουσ είπε με ςτόμφο: «Άγιε μου Βαςίλθ και λοιπά παιδάκια, ακοφςτε τα λογάκια που τϊρα κα ςασ πω. Αν είναι να φτιάξω δϊρα κα ζρκει μεγάλθ μπόρα, γιατί τθν όρεξι ςασ δεν ζχω πάλι εγϊ. Κα πάω ςτο γζρο χρόνο και κα του πω με πόνο : αλάργα, αλάργα χρόνε για τα χριςτοφγεννά μασ γιατί με τιμωριςαν και δοφλο τουσ με χριςαν, να φτιάχνω πακετάκια για τα μικρά ανκρωπάκια! «Χα, χα, χα!» ξζςπαςαν ςτα γζλια όλοι λζγοντάσ του : «Καθμενοφλθ μου αν δεν μπορείσ μονάχοσ φζρε και τ αδζρφια ςου για να μθν ζχεισ άγχοσ.τα χριςτοφγεννα ςτθν ϊρα τουσ κα φτάςουν και όλοι κα ξενοιάςουν!» Σκζφτθκε, ςκζφτθκε ο ιρωάσ μασ και τελικά ξεφϊνιςε αποφαςιςμζνοσ: «Εντάξει, το ςόι μου κα καλζςω γιατί τα πατρινάκια κζλουνε δωράκια και πρζπει να βιαςτϊ αν κζλω να ςωκϊ!»
Έτςι και ζγινε. Προςκάλεςε με χάρα τα αδερφάκια του και όλοι μαηί μαηεφτθκαν ςτο ςχολείο. Όμωσ αντί για μάκθμα ζφτιαχναν ςυνζχεια δώρα και αυτό προκάλεςε τθν αναςτάτωςθ τθσ δαςκάλασ.τι ακαταςταςία προκάλεςαν μθ τα ρωτάτε!όλθ θ τάξθ ζγινε άνω κάτω.
«Γιατί γελάτε μικρά μου; Ζχετε χαρά που ολοκλθρϊςατε τθν εργαςία ςασ;» ϊτθςε αμζριμνοσ ο Άγιοσ. «Ναι, ναι ακριβϊσ!» αναφϊνθςαν τα καλικαντηαράκια και τα γζλια τουσ ιταν τόςο δυνατά που δεν ακουγότανε κακόλου ο μικρόσ άμοιροσ Οβρυατηουλίμ! Ο Santa (όπωσ τον ζλεγαν οι νεότεροι) δεν άκουγε το δφςτυχο φίλο μασ από τθ μία εξαιτίασ των φωνϊν, αλλά και επειδι ιταν λίγο κουφόσ λόγω τθσ θλικίασ του. Ζτςι ςικωςε το ςάκο, τον ζβαλε ςτθν πλάτθ του με τθ βοικεια του κου Ρουρνάρθ,του πιςτοφ ξωτικοφ του, και κίνθςε για το ζλκθκρό του.
Ο Άγιοσ Βαςίλθσ κακοδόν για το ςπίτι ενόσ ακόμθ παιδιοφ Ροφ να ξερε όμωσ ςε ποιου τθ ςτζγθ και τι κα πζταγε μζςα αντί για δϊρο!
Σθκωκικαν όρκια τα μαλλιά τθσ δαςκάλασ και του Ο βριατηουλίμ μόλισ κατάλαβαν τι ςυνζβθ! Ο καλικάντηαροσ ςτο ςπίτι τθσ κασ Χαράσ!!!!
«Ζλα Ρουρνάρθ, δϊςε μου τον επόμενο ςάκο. Μα τι ςτο καλό; γιατί είναι τόςο βαρφσ; Βοικθςζ με να τον ςθκϊςω!» διζταξε ο Santa. «Μάλιςτα άγιε μου. Μα, μα τουσ χίλιουσ τάρανδουσ, γιατί είναι ζτςι αςικωτοσ ;» «Ζλα τελείωνε να πετάξουμε και αυτόν. Ζχουμε πολφ δουλειά ακόμα και εδϊ πάνω φυςάει αυτόσ ο τρελόσ αζρασ και δεν ακοφω τίποτα!» Και πραγματικά, ο άνεμοσ ςφφριηε ςα τρελόσ, λεσ και ςυνωμοτοφςε και εκείνοσ, τόςο δυνατά, που δεν ακουγόταν ο δφςτυχοσ Οβριατηουλίμ που οφρλιαηε πανικόβλθτοσ να τον βγάλουν από ϋκει μζςα! «Βοικεια! Με ακοφτε; Βγάλτε με χριςτιανοί, κάποιοσ, οποιοςδιποτε ςασ λζω!» Μάταια όμωσ παρακαλοφςε ο Καλικατηοφμ. Κανζνασ δεν μποροφςε να τον ακοφςει, κακϊσ ο βοριάσ κάλυπτε τισ εκκλιςεισ του για βοικεια. Και ζτςι ακολοφκθςε το αναπάντεχο..
Μπουμ, καλικαμποφμ και πάλι μπουμ μπουμ ζςκαςε ςα χλαπάτςα ο ςάκοσ ςτο τηάκι μζςα, που ευτυχϊσ να λζμε δεν ιταν και αναμμζνο! «Αου αου αου, τθν τφχθ μου μζςα! Μα τι ςτον άνεμο ςυνζβθ, που βρίςκομαι ; Δε κυμάμαι τίποτα!» Ο άμοιροσ από το χτφπθμα ζπακε και μια μικρι διάςειςθ. Ζτςι δε κυμόταν πολφ καλά τι είχε ςυμβεί! Απορθμζνοσ γφριηε μζςα ςτο ςπίτι ςα τρελόσ. Ξάφνου είδε κάτι που του προκάλεςε το ενδιαφζρον Γλυκά ζνα ςωρό :Τι κουραμπιζδεσ, τι δίπλεσ, τι μελομακάρονα όλα βαλμζνα μπροςτά του προκλθτικά! «Να και κάτι καλό ς αυτιν τθν ιςτορία. Κα φάω μζχρι να ςκάςω!» Ζπεςε με τα μοφτρα ςτα γλυκά και τα φαγε όλα. Γζμιςε και τισ τςζπεσ του για απόκεμα και ςυνζχιςε να ψαχουλεφει το υπόλοιπο ςπίτι μπασ και βρει και άλλουσ κθςαυροφσ.τα ζκανε όλα άνω κάτω: άδειαςε όλα τα ςυρτάρια με τα ροφχα, άδειαςε το ψυγείο, μπικε ςτα δωμάτια των παιδιϊν και ςκόρπιςε τα παιχνίδια τουσ,τρόμαξε το ςκυλάκι τθσ κασ Χαράσ και ςυνζχιςε ανζνδοτοσ να διαλφει τα πάντα ςτο πζραςμά του, ςα ςίφουνασ!
Μόλισ ξφπνθςε θ δαςκάλα τρόμαξαν και οι δφο τόςο πολφ που θ μία ζπιας ε τθ ςκοφπα και ο άλλοσ τθ πιατζλα με τα γλυκά!
Ο ηωθροφλθσ φίλοσ μασ ςυνζχιςε τισ ηαβολιζσ του. Ραςαλθμζνοσ λοιπόν με τα γλυκά και χορεφοντασ πάντα τον καλικατηοχορό του χοροπθδοφςε ανζμελοσ ςε όλο το ςπίτι. Κάποια ςτιγμθ εςτίαςε το βλζμμα του ςτισ φωτογραφίεσ του ςπιτιοφ και αναγνϊριςε αμζςωσ τθν ιδιοκτιτρια του. Θ οποία δεν ιταν άλλθ από τθ δαςκάλα του, τθν κα Χαρά. «Αμάν, είμαι τελειωμζνοσ», αναφϊνθςε ζντρομοσ. «Τι κα κάνω τϊρα;» Τθν ίδια ςτιγμι πετάχτθκε από το κρεβάτι θ κυρία του, αναςτατωμζνθ από τθ φαςαρία και φοβοφμενθ ότι κάποιοσ διαρρικτθσ είχε ειςβάλει ςτο ςπίτι τθσ. «Κεοφλθ μου, τι κόρυβοσ είναι αυτόσ; Ρρζπει να πάω κάτω να δω τι γίνεται!» Ριρε μια βακιά ανάςα και άρχιςε να κατεβαίνει με πανικό τισ ςκάλεσ. Για καλό και για κακό πιρε και το ςκουπόξυλο μαηί τθσ. Εντωμεταξφ ο Οβριατηουλίμ που είχε ςυνειδθτοποιιςει τι είχε ςυμβεί ζντρομοσ χϊκθκε κάτω από το κρεβάτι του ξενϊνα ςτον κάτω όροφο και περίμενε να ςκεφτεί πϊσ κα ξεφφγει.
Και τι να λζμε τϊρα ; Δεν ιταν και εφκολο πράγμα να κρυφτεί, κακϊσ οι κόρυβοι τθν είχαν αναςτατϊςει και ζψαχνε με πείςμα να βρει τθν αιτία του κακοφ! Κάποια ςτιγμι όπωσ ιταν αναμενόμενο ανακάλυψε το μικρό ατίκαςο Καλικαντηαροφμ κάτω από το κρεβάτι τθσ! -Οβρυατηουλίμ, τι κάνεισ εςφ εδϊ γιορτινζσ μζρεσ; Ιρκεσ να μου κάνεισ άνω κάτω το ςπίτι; Δεν ντρζπεςαι καθμζνε μου; Αν να ς ζβλεπε θ μθτζρα ςου τι κα ϋλεγε για τθν άκλια ςυμπεριφορά ςου; -Εμ κυρία Χαρά, ξεχνάτε ότι είμαι ζνασ καλικάντηαροσ και ωσ εκ τοφτου είναι ςτθ φφςθ μου να κάνω αταξίεσ και ηθμιζσ; -Ναι αλλά το πρόβλθμά ςου γλυκζ μου, δεν είναι θ φφςθ ςου αλλά το ότι δεν μάχεςαι να ανατρζψεισ αυτό που όλοι περιμζνουν από ςζνα! -Και τι είναι αυτό; ρϊτθςε απορθμζνοσ. -Πλοι κεωροφν πωσ αφοφ είςαι καλικάντηαροσ, δθλαδι ζκπτωτοσ από τθ γθ και βυκιςμζνοσ ςτα ζγκατά τθσ, κατά ςυνζπεια κα πρζπει να ςαι και κακόσ! Αυτό όμωσ δεν είναι αλικεια. Εςφ πιγεσ ςχολείο, ζκανεσ φίλουσ, βοικθςεσ τον Άγιο Βαςίλθ να φτιάξει δϊρα για τα μικρά παιδιά. Δε ςου λζνε τίποτα όλα αυτά;
Ριγε ςτο ςχολείο λοιπόν με τθν ελπίδα ότι κα δει τουσ φίλουσ του. Πμωσ, τι κρίμα! Κανείσ δεν ιταν εκεί κακϊσ τισ χριςτουγεννιάτικεσ μζρεσ όλοι ιταν ςτα ςπίτια τουσ, με τα αγαπθμζνα τουσ πρόςωπα. Ζνασ άνκρωποσ γνωρίηει βεβαίωσ τι ςυνθκίηεται, ζνασ καλικάντηαροσ όμωσ; «Μα ποφ πιγαν όλοι ; Τι κα κάνω μοναχόσ μου, βαριζμαι και κρυϊνω! Αχ είμαι τόςο άτυχοσ! Πλα ςτραβά μου πάνε! Κανείσ δε ςκζφτθκε ποφ βρίςκομαι. Ράει όλοι με εγκατζλειψαν Εδϊ που τα λζμε είχαν και τα δίκια τουσ,όλο προβλιματα τουσ δθμιουργοφςα! Ασ ξαπλϊςω να κοιμθκϊ αφοφ δεν ζχω και τίποτα καλφτερο να κάνω!». Ζτςι και ζκανε. Πμωσ πάνω που τον ζπαιρνε ο φπνοσ άκουςε βιματα ςτο διάδρομο. Κρυφοκοίταξε από τθν πόρτα του ςχολείου και τι να δει. -Οβρυατηουλίμ ςε βρικαμε! Εδϊ είναι παιδιά, ελάτε, τρζξτε να του δϊςουμε μια μεγάλθ αγκαλιά, είπαν τα παιδιά τθσ πρϊτθσ.πλοι οι ςυμμακθτζσ του μθδενόσ εξαιρουμζνου. Μαηί και θ κυρία και βεβαίωσ τελευταίοσ και καλφτεροσ (λόγω τθσ κοιλίτςασ που τον δυςκόλευε ) ο Άγιοσ Βαςίλθσ, λαχανιαςμζνοσ και κόκκινοσ από το τρζξιμο.
ΤΕΛΟΣ
«To μπλέξιμο των παραμυθιών!» Μια φορά κι ζναν καιρό, ςε μια παραλιακι πόλθ, ηοφςε ζνασ ξφλινοσ άνκρωποσ, ο Πινόκιο που όταν ζλεγε ψζματα μεγάλωνε θ μφτθ του. Μια μζρα λοιπόν που ιταν ςτο ςχολείο μίλθςε - ειλικρινά!- με τθ ταχτοποφτα, τθ διπλανι του, και κανόνιςαν να πάνε ςε ζνα χορό αποκριάτικο! Είχε φτάςει το Καρναβάλι και θ καθμζνθ θ Σταχτοποφτα δεν είχε βγει από το ςπίτι τθσ για μινεσ ολόκλθρουσ! Πταν ζφταςαν εκεί, ςτθν αίκουςα χοροφ, βρίςκονταν και τα τρία γουρουνάκια και μιλοφςαν με τον κακό τον λφκο που τα κοιτοφςε πονθρά Είχε να φάει μζρεσ και ζψαχνε τρόπο να τα ξεμοναχιάςει! Ο Ρινόκιο κατάλαβε τισ προκζςεισ του επειδι ιταν ζξυπνοσ και προςπάκθςε να τον απομακρφνει
Αφοφ το κατάφερε -με ευγενικό πάντα τρόπο για να μθν τον εξαγριϊςει - διαςκζδαςαν με τθν ψυχι τουσ! Χόρευαν, ζτρεχαν πάνωκάτω ςαν τρελοί, πζταγαν κομφετί και ςερπαντίνεσ ο ζνασ ςτον άλλο και ζφαγαν τα πάντα που είχε ο μπουφζσ! Ι μάλλον ςχεδόν τα πάντα. Απζφυγαν το χοιρινό από ςεβαςμό ςτα τρία γουρουνάκια! Ρζραςαν οι ϊρεσ κι αργά το απόγευμα που τελείωςε ο χορόσ, αποφάςιςαν να φφγουν όλοι μαηί για να είναι αςφαλείσ Ράντα ενωμζνοι πετυχαίνουμε καλφτερα πράγματα! Στο δρόμο ςυνάντθςαν τθ Χιονάτθ που είχε χάςει το δρόμο του γυριςμοφ για το ςπίτι τθσ. Βλζπετε είχε ςυναντιςει ςτθν εξοχι τθν κακιά μθτριά τθσ. Εκείνθ τθσ ζδειξε αντίκετθ πορεία ςτο μονοπάτι και χάκθκε θ μικροφλα! Ο Παπουτςωμζνοσ γάτοσ όμωσ που είχε πάει για κυνιγι (υπιρχαν πολλά ποντικάκια εκείνθ τθν εποχι ςτθν εξοχι!) τθν είχε βοθκιςει!
Ρορεφτθκαν όλοι μαηί λοιπόν και κατζλθξαν παρζα ςτο ςπίτι των εφτά νάνων, όπου φιλοξενοφταν θ μικρι Χιονάτθ. Οι εφτά νάνοι ανακουφιςμζνοι τθν αγκάλιαςαν, τθ φίλθςαν και τθν ζβαλαν για φπνο επειδι ιταν κουραςμζνθ και λίγο ταραγμζνθ ακόμθ. Το άλλο πρωί κάλεςαν για πρωινό τθν Ωραία Κοιμωμζνθ που ζμενε ςτο γειτονικό ςπίτι Ζτρεχαν ςτον κιπο πζρα-δϊκε, ζπαιηαν ποδόςφαιρο, μαντθλάκι αλλά και με τα τουβλάκια τουσ αςταμάτθτα όταν ξαφνικά χτφπθςε το κουδοφνι. Ιταν το Κοριτςάκι με τα ςπίρτα Ιταν ξενυχτιςμζνο από το προθγοφμενο βράδυ που τριγυρνοφςε ςτουσ δρόμουσ να πουλιςει λίγα ςπίρτα. Δυςτυχϊσ ιταν φτωχό κοριτςάκι και το ςπουδαιότερο ; Χωρίσ δικοφσ τθσ ανκρϊπουσ να τθν αγαποφν και να τθν προςζχουν...
Αφοφ τθν καλωςόριςαν, τθν αγκάλιαςαν και τθσ πρόςφεραν μια ηεςτι ςοκολάτα και φαγθτό για να ςυνζλκει. Ζπειτα πιγαν ςτθν εξοχι όλοι μαηί χαροφμενοι και γελαςτοί για να παίξουν. Πλο ζτρεχαν, ζπαιηαν κι ζκαναν γυμναςτικι. Πταν κουράςτθκαν για να κόψουν δρόμο και να επιςτρζψουν ςτο ςπίτι γρθγορότερα πιγαν από τθ φαςολιά του Σηακ και πζραςαν από ζνα άγνωςτο μονοπάτι. Βρζκθκαν ζκπλθκτοι μπροςτά από ζνα παράξενο και πελϊριο κάςτρο-μανιτάρι! Τουσ κίνθςε τθν περιζργεια και χτφπθςαν τθν πόρτα του κάςτρου. Τότε άνοιξε θ Κοκκινοςκουφίτςα. Ζνα χαριτωμζνο κοριτςάκι, περίπου εφτά χρονϊν που φοροφςε κατακόκκινα ροφχα!
Τουσ πιγε ςε μια κρεβατοκάμαρα που ιταν ξαπλωμζνθ θ γιαγιά τθσ, θ οποία παρά τθν κοφραςι τθσ με αγάπθ τουσ κζραςε μζλι με φρυγανιζσ. Θ γιαγιά ιταν λίγο άρρωςτθ και ζπινε ςιρόπι. «Μπλιαχ!», ζκανε ζνα μορφαςμό ο αυκόρμθτοσ Ρινόκιο Δίπλα από τθ γιαγιά κακόταν και τθσ διάβαηε παραμφκια ο Κοντορεβυθοφλθσ, ζνα μικροκαμωμζνο και γλυκό αγοράκι που ιταν ςυμμακθτισ τθσ Κοκκινοςκουφίτςασ. Ο Κοντορεβυκοφλθσ επειδι ιταν ξεχαςιάρθσ για να ξζρει πϊσ να γυρνάει ςτο ςπίτι του ςε όλο το δρόμο ζςπερνε τουβλάκια! Ραλιότερα τθν είχε πατιςει άςχθμα. Είχε ρίξει ψίχουλα και φυςικά τα ζφαγαν τα πουλάκια. Ζτςι το πάκθμα του ζγινε μάκθμα!
Θ ϊρα μ αυτά και μ αυτά πζραςε και αφοφ αποχαιρζτθςαν τθν Κοκκινοςκουφίτςα, τθ γιαγιά τθσ και τον Κοντορεβυκοφλθ θ υπόλοιπθ παρζα αποφάςιςε να φφγει. Στθ διαδρομι είδαν μια καταπράςινθ κάλαςςα. Εκεί ιταν και θ καλφβα το εβάχ του Θαλαςςινοφ. Ο ίδιοσ όμωσ ζλειπε. Είχε πάει να ςυναντιςει ζνα φίλο του, το Ροβινςώνα Κροφςο. Και οι δυο τουσ λάτρευαν τθ κάλαςςα και δεν τθν αποχωρίηονταν ποτζ! Πλθ τθν θμζρα ψάρευαν, κολυμποφςαν και λιάηονταν ςτα κατακάκαρα νερά τθσ παραλίασ! «Ασ πάμε να δοφμε τι ζχει θ καλφβα του Σεβάχ!», είπε ο περίεργοσ Ραπουτςωμζνοσ γάτοσ». «Χμμμ, ωραία ιδζα!», ςυμφϊνθςε ζνα από τρία γουρουνάκια.
«Μθν είςτε αδιάκριτοι. Δεν πρζπει να είμαςτε περίεργοι, οφτε να μπαίνουμε ςτα ςπίτια των άλλων ςτα κρυφά», τουσ επανζφερε ςτο ςωςτό θ λογικι και καλι Σταχτοποφτα. «Μποροφμε να χαροφμε τθν παραλία και τον ωραίο ιλιο», είπε ενκουςιαςμζνθ θ Ωραία Κοιμωμζνθ που λάτρευε τθ κάλαςςα ενϊ κοιτοφςε ζνα καράβι που πλθςίαηε από μακριά. Μάλιςτα ακοφγονταν και τραγοφδια! Θ παρζα των παραμυκοθρϊων πζραςε πολλζσ ϊρεσ παίηοντασ ςτθν άμμο. Ζφτιαξαν κάςτρα, ζπαιξαν κυνθγθτό, άνοιξαν λακκοφβεσ, πετοφςαν νερό ο ζνασ ςτον άλλο! Ζμακαν όμωσ και μερικά παραδοςιακά παιχνίδια που τα γνϊριηε ο Ρινόκιο από τον μπαμπά του Τηεπζτο.
Βλζπετε ο ξυλουργόσ Τηεπζτο ιταν λίγο θλικιωμζνοσ και τα παιχνίδια που ιξερε ιταν πιο παλιάσ εποχισ. Ζπαιξαν τυφλόμυγα και αμπάριηα μζχρι που ζνασ από τουσ εφτά νάνουσ χτφπθςε. Ευτυχϊσ όχι πολφ ςοβαρά αλλά αρκετά για να αναςτατωκοφν όλοι. «Ρρζπει να είμαςτε πιο προςεχτικοί άλλθ φορά», είπε το Κοριτςάκι με τα ςπίρτα. Δε χρειάηεται να πζφτουμε ο ζνασ πάνω ςτον άλλο με δφναμθ». «Εεεε», είπε απολογθτικά θ Χιονάτθ «δεν το ικελα φίλε μου Νάνε, ςυγνϊμθ!» «Εντάξει καλι μου. Δεν πειράηει! Τϊρα όμωσ ασ φφγουμε», απάντθςε ο καλοκάγακοσ νάνοσ. Άλλωςτε είχε βραδιάςει και ζπρεπε να γυρίςουν ςπίτι γιατί τθν άλλθ μζρα είχαν πρωινό ξφπνθμα για το ςχολείο τουσ! ΤΕΛΟΣ