E ΕΦΗΜΕΡΙ Α ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ 1 29 Ιουλίου 2016 ΤΕΥΧΟΣ A.EI.Δ. Αρ. Φύλλου 1 TEYXOΣ ΤΟΥ AΝΩΤΑΤΟΥ ΕΙΔΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (Κατ άρθρον 100 του Συντάγματος) ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ 1 Άρση αποφατικής συγκρούσεως που δημιουργήθηκε μεταξύ των υπ αριθ. 126/2006 και 403/2014 αποφάσεων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ροδόπης και του Διοικητικού Εφετείου Κομοτηνής, αντίστοιχα. 2 Άρση αποφατικής συγκρούσεως που δημιουργήθηκε μεταξύ των υπ αριθ. 153/2005 και 742/2013 αποφάσεων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και του Τριμελούς Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, αντίστοιχα. 3 Άρση αμφισβητήσεως ως προς την έννοια της διατάξεως του αρθρ. 51 παρ. 2 του Ν. 345/1976 «Περί κυρώσεως του Κώδικος περί του κατά το άρθρον 100 του Συντάγματος Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου», η οποία ανέκυψε από την αντίθεση της υπ αριθμ. 1466/2014 αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας προς τις υπ αριθμ. 776/1981, 1574/1994, 1/2012 και 1722/2012 αποφάσεις του Αρείου Πάγου. ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ Αριθμός 1/2016 (1) Άρση αποφατικής συγκρούσεως που δημιουργήθηκε μεταξύ των υπ αριθ. 126/2006 και 403/2014 αποφάσεων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ροδόπης και του Διοικητικού Εφετείου Κομοτηνής, αντίστοιχα. ΤΟ ΑΝΩΤΑΤΟ ΕΙΔΙΚO ΔΙΚΑΣΤHΡΙΟ (κατά το άρθρο 100 του Συντάγματος) Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Σακελλαρίου, Αντιπρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, Προεδρεύοντα, (κωλυομένου του Προέδρου του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, Σωτηρίου Ρίζου, Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας και του αρχαιοτέρου αυτού Αντιπροέδρου), Νικόλαο Λεοντή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου,(κωλυομένου του Προέδρου του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κουτρομάνου και των αρχαιοτέρων αυτού Αντιπροέδρων), Ιωάννη Σαρμά, Αντιπρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου,(κωλυομένου του Προέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου Νικολάου Αγγελάρα και της αρχαιοτέρας αυτού Αντιπροέδρου), Χρήστο Ράμμο, Γεώργιο Παπαγεωργίου, Μαργαρίτα Γκορτζολίδου, Συμβούλους της Επικρατείας, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Ευφημία Λαμπροπούλου, Αρεοπαγίτες, Αντωνία Χλαμπέα -Εισηγήτρια, Σύμβουλο της Επικρατείας, Μαρία Βασιλάκη, Χρυσούλα Παρασκευά, Αρεοπαγίτες, Νικόλαο Μπιτζιλέκη, Καθηγητή Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, β αναπληρωματικό μέλος,(κωλυομένου του τακτικού Ιωάννη Δρόσου, Καθηγητή Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών), Γεώργιο Αρχανιωτάκη, Καθηγητή Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης α αναπληρωματικό μέλος,(κωλυομένου του τακτικού Νικολάου Νίκα, Καθηγητή Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης), ως μέλη και τη Γραμματέα Μαριάνθη Παπασαράντη, Προϊσταμένη της Διεύθυνσης της Γραμματείας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημα του Συμβουλίου της Επικρατείας, στις 13 Μαΐου 2015 και ώρα 18:00, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των: ΑΙΤΟΥΝΤΟΣ: Γεωργίου Χαραλαμπίδη του Σωκράτη, κατοίκου Αλεξανδρούπολης του Ν. Έβρου, ο οποίος παρέστη δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του, Αποστόλου Φωτιάδη (Α.Μ./Δ.Σ. Αλεξανδρούπολης: 37). ΚΑΘ ΟΥ Η ΑΙΤΗΣΗ: Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης με την επωνυμία «Δήμος Μαρωνείας - Σαπών», ο οποίος συστήθηκε κατόπιν συνένωσης (εκτός άλλων) και του Ο.Τ.Α. με την επωνυμία «Δήμος Σαπών», σύμφωνα με το άρθρο 1 και 283 παρ.1 του Ν. 3852/2010, που εδρεύει στις Σάπες του Ν. Ροδόπης, νόμιμα εκπροσωπουμένου από το Δήμαρχο αυτού, ο οποίος δεν παρέστη. Ο αιτών, με την από 4.11.2014 αίτησή του, ενώπιον του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, που κατέθεσε κατά νόμο στο Γραμματέα του, με αριθμό πράξης κατάθεσης 12/6.11.2014, ζήτησε όσα αναφέρονται στο αιτητικό της. Ακολούθως, η Εισηγήτρια, Αντωνία Χλαμπέα, Σύμβουλος της Επικρατείας, ανέγνωσε την από 7.5.2015 έκθεσή της.
2 ΕΦΗΜΕΡΙ Α TΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ Τεύχος ΑΕΙΔ 1/29.07.2016 Στη συνέχεια, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του αιτούντος, ανέπτυξε και προφορικά τις προτάσεις του. Μελέτησε τη δικογραφία Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο 1. Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση, για την άσκηση της οποίας δεν απαιτείται κατά νόμο καταβολή παραβόλου (Α.Ε.Δ. 1/2015, 4/2014 κ.ά.), ζητείται η άρση της αποφατικής συγκρούσεως που δημιουργήθηκε από τις αποφάσεις 126/2006 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ροδόπης και 403/2014 του Διοικητικού Εφετείου Κομοτηνής, με τις οποίες τα δύο αυτά δικαστήρια έκριναν ότι δεν έχουν δικαιοδοσία για την εκδίκαση διαφοράς που ανέκυψε μεταξύ του αιτούντος και του Δήμου Σαπών (και ήδη Μαρωνείας - Σαπών), και αφορά την καταβολή στον αιτούντα χρηματικού ποσού από την, κατά τους ισχυρισμούς του εκτέλεση εργασιών, καθώς και από τη προμήθεια και τοποθέτηση απαραίτητων υλικών - εξοπλισμού, για την ύδρευση περιοχών του Δήμου Σαπών, βάσει προφορικώς συναφθείσας συμφωνίας με αυτόν. 2. Επειδή, από τις υφιστάμενες στη δικογραφία εκθέσεις επιδόσεως προκύπτει ότι αντίγραφο της αιτήσεως με την πράξη του Προέδρου του Δικαστηρίου για τον ορισμό δικασίμου και εισηγητή δικαστή έχουν κοινοποιηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως προς τον αιτούντα και τον αντίκλητό του δικηγόρο Αθηνών, προς τον καθού στρέφεται η αίτηση, ήδη Δήμο Μαρωνείας - Σαπών, καθώς και προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης, τον Πρόεδρο του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ροδόπης, τον Πρόεδρο του Διοικητικού Πρωτοδικείου Κομοτηνής και τον Πρόεδρο του Διοικητικού Εφετείου Κομοτηνής (άρθρα 10 παρ. 2, 45, 46 παρ.2 και 47 παρ. 2 του Ν. 345/1976). Συνεπώς, το Δικαστήριο νομίμως προχωρεί στην συζήτηση της υποθέσεως αν και δεν παρίσταται ο καθ ου η αίτηση Οργανισμός Τοπικής Αυτοδιοικήσεως (άρθρο 16 παρ.3 του Ν. 345/1976). 3. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 100 παρ. 1 περ. δ του Συντάγματος, στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο υπάγεται, εκτός των άλλων, «Η άρση των συγκρούσεων μεταξύ των δικαστηρίων και των διοικητικών αρχών ή μεταξύ του Συμβουλίου της Επικρατείας και των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων αφενός και των αστικών και ποινικών δικαστηρίων αφετέρου ή, τέλος, μεταξύ του Ελεγκτικού Συνεδρίου και των λοιπών δικαστηρίων». Περαιτέρω, κατά το άρθρο 46 παρ. 1 του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του Ν. 345/1976 Κώδικα περί του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου (Α 141), εφόσον τα κατά το άρθρο 44 παρ. 1 του εν λόγω Κώδικα δικαστήρια, δηλαδή, μεταξύ άλλων, το Συμβούλιο της Επικρατείας ή τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια αφενός και τα αστικά δικαστήρια αφετέρου έκριναν τελεσιδίκως ότι στερούνται δικαιοδοσίας για την ίδια υπόθεση, η σύγκρουση αίρεται με την επιμέλεια κάθε διαδίκου δια καταθέσεως σχετικής αιτήσεως ενώπιον του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου εντός προθεσμίας ενενήντα ημερών από τη δημοσίευση της τελευταίας αποφάσεως. Εξάλλου, κατά το άρθρο 47 παρ. 1 του ιδίου ως άνω Κώδικα διάδικος ενώπιον του Α.Ε.Δ. είναι οι διάδικοι των δικών που προκαλούν την σύγκρουση και, τέλος, κατά το άρθρο 47 παρ. 4 του Κώδικα, η απόφαση του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου περιορίζεται στη λύση του αμφισβητούμενου ζητήματος δικαιοδοσίας, εξαφανίζει την απόφαση που εσφαλμένως αποφάνθηκε για το ζήτημα αυτό και παραπέμπει την υπόθεση στο δικαστήριο που κρίνεται ότι έχε. δικαιοδοσία, η δε απόφαση του είναι υποχρεωτική για το δικαστήριο που αρνήθηκε τη δικαιοδοσία του και για τους διαδίκους (βλ. Α.Ε.Δ. 19/2009, 28/2011, 3/2012, 11-12/2013). 4. Επειδή, ενόψει των προεκτεθέντων παραδεκτώς φέρεται προς επίλυση ενώπιον του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου το ζήτημα της αποφατικής συγκρούσεως που ανέκυψε από τις προαναφερθείσες αποφάσεις, εφόσον και οι δύο είναι τελεσίδικες. Ειδικότερα (η απόφαση 126/2006 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ροδόπης, η οποία δημοσιεύθηκε στις 21/12/2006, και της οποίας δεν προκύπτει επίδοση στον αιτούντα, κατέστη τελεσίδικη στις 22/12/2009, με την πάροδο δηλ. τριετίας χωρίς να έχει ασκηθεί έφεση κατ αυτής). Ο αιτών νομιμοποιείται να ασκήσει την υπό κρίση αίτηση εφόσον υπήρξε διάδικος ενώπιον των δικαστηρίων, των οποίων οι αποφάσεις δημιούργησαν την αποφατική σύγκρουση. Η δε υπό κρίση αίτηση, κατατεθείσα στη Γραμματεία του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου στις 6/11/2014 ασκείται εμπροθέσμως, κατά το άρθρο 46 παρ.1 του Ν. 345/1976, δεδομένου ότι η νεότερη απόφαση 403/2014 του Διοικητικού Εφετείου Κομοτηνής δημοσιεύτηκε στις 15/7/2014 ήτοι εντός του διαστήματος των δικαστικών διακοπών, και συνεπώς η εννενηκονθήμερη προθεσμία ασκήσεως της κρινομένης αιτήσεως, η οποία ανεστάλη κατά το διάστημα των δικαστικών διακοπών, ήτοι από 1/7/2009 έως και 15/9/2009, κατά το άρθρο 11 του Κώδικα περί δικών του Δημοσίου, άρθρο 28 παρ.4 Ν. 2579/98 (Α 31) και άρθρο 23 του Κώδικα περί Α.Ε.Δ., άρχισε από τις 16/9/2014 και έληξε στις 15/12/2014, ενόψει του ότι η 14/12/2014 (90η ημέρα) ήταν Κυριακή (Α.Ε.Δ. 5/2011 και πρβλ. Α.Ε.Δ. 4/2006). 5. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ.2 υποπαρ. 42 περ. Α, 3, σε συνδυασμό προς τα άρθρα 283 και 286 του Ν. 3852/2010 «Νέα Αρχιτεκτονική της Αυτοδιοίκησης και της Αποκεντρωμένης Διοίκησης - Πρόγραμμα Καλλικράτης»(Α 87) ο Δήμος Μαρωνείας - Σαπών, ο οποίος προήλθε από τη συνένωση του Δήμου Μαρωνείας και του Δήμου Σαπών, υπεισέρχεται αυτοδικαίως στα δικαιώματα και υποχρεώσεις και συνεχίζει τις εκκρεμείς δίκες του καταργηθέντος Δήμου Σαπών. Επομένως, ο Δήμος Μαρωνείας - Σαπών, ο οποίος δυνάμει των ανωτέρω διατάξεων ήταν εφεσίβλητος ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Κομοτηνής που εξέδωσε την απόφαση 403/2014 νομιμοποιείται ως διάδικος στην προκειμένη δίκη ενώπιον του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου (βλ. Α.Ε.Δ. 12, 11/2013, 28/2011). 6. Επειδή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 94 παρ. 1, 2 και 3 του Συντάγματος, όπως αυτές ισχύουν μετά την αναθεώρηση του εν λόγω άρθρου με το από 6 Απριλίου 2001 Ψήφισμα της Ζ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, ορίζεται ότι στο Συμβούλιο της Επικρατείας και τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια υπάγονται
Τεύχος ΑΕΙΔ 1/29.07.2016 ΕΦΗΜΕΡΙ Α TΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ 3 οι διοικητικές διαφορές, όπως νόμος ορίζει, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου (παρ. 1), ότι στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται οι ιδιωτικές διαφορές, καθώς και οι υποθέσεις εκουσίας δικαιοδοσίας, όπως νόμος ορίζει (παρ. 2), και ότι σε ειδικές περιπτώσεις και προκειμένου να επιτυγχάνεται η ενιαία εφαρμογή της αυτής νομοθεσίας μπορεί να ανατεθεί με νόμο η εκδίκαση κατηγοριών ιδιωτικών διαφορών στα διοικητικά δικαστήρια ή κατηγοριών διοικητικών διαφορών ουσίας στα πολιτικά δικαστήρια (παρ. 3). Περαιτέρω, με το άρθρο 1 παρ.1 του Ν. 1406/1983, που εκδόθηκε σε εκτέλεση της διατάξεως του άρθρου 94 παρ.1 του Συντάγματος, όπως αυτή ίσχυε πριν τη συνταγματική αναθεώρηση, και επέβαλε την εντός πενταετούς προθεσμίας, δυναμένης να παραταθεί με νόμο, υποβολή της εκδικάσεως στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια εκείνων εκ των διοικητικών διαφορών ουσίας που δεν είχαν ακόμη υπαχθεί στα δικαστήρια αυτά, υπήχθησαν στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων όλες οι διοικητικές διαφορές ουσίας, μεταξύ δε των ενδεικτικά προβλεπομένων στην παρ.2 του ίδιου άρθρου 1 περιπτώσεων περιελήφθησαν και οι διαφορές που αναφύονται κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας των διοικητικών συμβάσεων (εδάφιο ι), δηλαδή οι διαφορές που προέρχονται από διοικητική σύμβαση και ανάγονται στο κύρος, την ερμηνεία και την εκτέλεση αυτής ή σε οποιαδήποτε παρεπόμενη της συμβάσεως αξίωση. Η σύμβαση δε είναι διοικητική εάν ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη είναι το Ελληνικό Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και με τη σύναψη της συμβάσεως επιδιώκεται η ικανοποίηση σκοπού, τον οποίο ο νόμος έχει αναγάγει σε δημόσιο σκοπό, το δε Ελληνικό Δημόσιο ή το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, είτε βάσει του κανονιστικού καθεστώτος που διέπει τη σύμβαση, είτε βάσει ρητρών, οι οποίες προβλέπονται κανονιστικώς και έχουν περιληφθεί στη σύμβαση, αποκλίνουν δε από το κοινό δίκαιο, ευρίσκεται, προς ικανοποίηση του εν λόγω σκοπού, σε υπερέχουσα θέση έναντι του αντισυμβαλλομένου μέρους, δηλαδή σε θέση που δεν προσιδιάζει στον δυνάμει των διατάξεων του ιδιωτικού δικαίου συναπτόμενο συμβατικό δεσμό (βλ. Α.Ε.Δ. 12, 11/2013, 3/2012, 42, 28/2011, 18/2009, 6, 12, 14/2007, 10/2003, κ.ά.). Συμβάσεις που δεν συγκεντρώνουν σωρευτικά τα γνωρίσματα αυτά είναι ιδιωτικές και οι διαφορές αυτές υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων (βλ. Α.Ε.Δ. 3/2012, 29/2011). Εξάλλου, κατά την έννοια του άρθρου 94 παρ.1 του Συντάγματος, διοικητικές διαφορές ουσίας είναι και οι διαφορές από αδικαιολόγητο πλουτισμό του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, όταν η υποκείμενη σχέση που προκάλεσε τον πλουτισμό αυτό είναι σχέση δημοσίου δικαίου. Αντιθέτως, διαφορές από αδικαιολόγητο πλουτισμό του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων όταν δεν υφίσταται σχέση δημοσίου δικαίου, συνδέουσα το Δημόσιο ή το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με κάποιο πρόσωπο, από την οποία (σχέση), ή με αφορμή τη λειτουργία της οποίας, δημιουργείται ο πλουτισμός του Δημοσίου ή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (βλ. Α.Ε.Δ. 12, 11/2013, 3/2012, 28/2011, 18/2009, κ.ά.). 7. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση από τα δικόγραφα των αγωγών του αιτούντος και τις επ αυτών εκδοθείσες δικαστικές αποφάσεις προκύπτουν τα εξής: Ο αιτών, ο οποίος, όπως εκθέτει στα δικόγραφα των αγωγών του, διατηρεί στην Αλεξανδρούπολη γεωλογική τεχνική κατασκευαστική επιχείρηση με αντικείμενο την ανόρυξη αρδευτικών γεωτρήσεων και την εμπορία ειδών για την εκτέλεση έργων που αφορούν γεωτρήσεις, ισχυρίζεται ότι τον Απρίλιο του έτους 2002 ανέλαβε, κατόπιν προφορικώς συναφθείσας συμφωνίας με τον Δήμο Σαπών, την εκτέλεση έργων γεώτρησης και υδροδότησης των χωριών Εβρένου, Κιζαρίου, Κρωβύλης και Νέας Σάντας που ανήκουν στον εν λόγω Δήμο, όπως τα έργα αυτά εκτίθενται αναλυτικότερα στις αγωγές του αιτούντος. Για την εκτέλεση των έργων αυτών και την προμήθεια και τοποθέτηση των απαραίτητων υλικών - εξοπλισμού, εκδόθηκαν από τον αιτούντα αντίστοιχα τιμολόγια, συνολικού ύψους 74.936,99 ευρώ, τα οποία κατά τους ισχυρισμούς του, ουδέποτε εξοφλήθηκαν, παρά το γεγονός ότι τα εν λόγω έργα παραλήφθηκαν ανεπιφύλακτα από τον Δήμο Σαπών. Κατόπιν τούτου, ο αιτών, με την από 17/11/2005 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ροδόπης, ζήτησε να υποχρεωθεί ο Δήμος Σαπών να του καταβάλει το ποσό των 74.936,99 ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής αυτής. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Ροδόπης με την 126/2006 απόφασή του, αφού δέχθηκε, ότι ο ήδη αιτών ζήτησε να του καταβληθεί το εν λόγω ποσό κατ επίκληση της συμβατικής υποχρεώσεως του Δήμου, που απορρέει από τη συναφθείσα, κατά τον αιτούντα, ως άνω συμφωνία («το ανωτέρω οφειλόμενο από την επίδικη σύμβαση έργου ποσό»), απέρριψε την ασκηθείσα ενώπιον του αγωγή ως απαράδεκτη, λόγω ελλείψεως δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων επί της ένδικης διαφοράς. Ειδικότερα, όπως αναφέρεται στην απόφαση αυτή: «η κρινόμενη αγωγή απαράδεκτα εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο δεν έχει δικαιοδοσία για την εκδίκαση αυτής, διότι η διαφορά που απορρέει από την ανωτέρω (ανυπόστατη) σύμβαση αποτελεί και παραμένει διοικητική διαφορά ουσίας και όχι ιδιωτικού δικαίου, αφού η καταρτιθείσα μεταξύ των διαδίκων σύμβαση είναι διοικητική καθόσον, ένα τουλάχιστον από τα συμβαλλόμενα μέρη είναι Ο.Τ.Α. καταρτίστηκε προς εξυπηρέτηση δημοσίου σκοπού, και προσθέτως η κατάρτιση και εκτέλεσή της διέπεται έστω και εν μέρει από κανόνες διοικητικού δικαίου ή περιέχει νόμιμους όρους που εξασφαλίζουν υπέρ του συμβαλλόμενου Δημοσίου ή ΝΠΔΔ ή Ο.Τ.Α. δυνατότητες μονομερούς επέμβασης ή εξαιρετικό συμβατικό καθεστώς. Ως εκ τούτου η εκδίκαση της υπό κρίση αγωγής, υπάγεται στη δικαιοδοσία και αρμοδιότητα των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων». Ακολούθως, ο αιτών άσκησε την από 9/12/2008 αγωγή ενώπιον του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Κομοτηνής, με την οποία ζήτησε να υποχρεωθεί ο
4 ΕΦΗΜΕΡΙ Α TΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ Τεύχος ΑΕΙΔ 1/29.07.2016 Δήμος Σαπών να του καταβάλει το προαναφερθέν ποσό (74.936,99 ευρώ), νομιμοτόκως από την έκδοση «ενός εκάστου» προσκομισθέντος από αυτόν τιμολογίου ή άλλως, από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής, μετέτρεψε δε, με το από 22/9/2009 κατατεθέν, ενώπιον του εν λόγω Δικαστηρίου, υπόμνημα, το αίτημα της αγωγής του από «καταψηφιστικό» σε «αναγνωριστικό». Το Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Κομοτηνής, με την 371/2011 απόφασή του, έκρινε, ότι «η υπό κρίση διαφορά έχει ως πηγή προφορική (άτυπη) και δη στο σύνολό της άκυρη διοικητική σύμβαση και επομένως το ένδικο βοήθημα της αγωγής από αδικαιολόγητο πλουτισμό υπάγεται στην καθ ύλην αρμοδιότητα του Διοικητικού Εφετείου» και δη του Διοικητικού Εφετείου Κομοτηνής στο οποίο και παρέπεμψε το εν λόγω ένδικο βοήθημα της αγωγής. Το Διοικητικό δε Εφετείο Κομοτηνής, με την υπ αριθμ. 403/2014 απόφασή του, αφού δέχθηκε ότι ο ήδη αιτών ζήτησε με το ασκηθέν επώπιόν του δικόγραφο της αγωγής να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του Δήμου Σαπών (και ήδη Μαρωνείας - Σαπών), να του καταβάλει το εν λόγω ποσό (74.936,99 ευρώ), με βάση τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, απέρριψε την επίμαχη αγωγή, λόγω ελλείψεως δικαιοδοσίας των διοικητικών δικαστηρίων επί της ένδικης διαφοράς. Ειδικότερα, όπως αναφέρεται στην απόφαση αυτή: «το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη τον προφορικό χαρακτήρα της συμφωνίας που φέρεται ότι έχει συναφθεί μεταξύ του ενάγοντος και του Δήμου Σαπών, ενόψει του οποίου δεν είναι δυνατή η διάγνωση του κανονιστικού καθεστώτος που διέπει την εν λόγω συμφωνία και η διαπίστωση της πρόβλεψης ή μη σε αυτή ρήτρας που αποκλίνει από το κοινό δίκαιο και συνακόλουθα η διαπίστωση της ύπαρξης σχέσης δημοσίου δικαίου που να συνδέει τον ενάγοντα με το Δήμο, κρίνει ότι η διαφορά που, τυχόν, απορρέει από την ανωτέρω «συμφωνία» είναι ιδιωτικού δικαίου διαφορά - ανεξαρτήτως και του αν, τυχόν, αυτή απέβλεπε στην εξυπηρέτηση δημοσίου σκοπού - και, επομένως, η εκδίκασή της υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων». 8. Επειδή, με τα ανωτέρω δεδομένα και λαμβανομένου ιδιαιτέρως υπόψη του προφορικού χαρακτήρα της συμφωνίας, που φέρεται ότι έχει συναφθεί μεταξύ του αιτούντος και του Δήμου Σαπών (και ήδη Μαρωνείας - Σαπών), ενόψει του οποίου δεν είναι δυνατή η διάγνωση του κανονιστικού καθεστώτος που διέπει την εν λόγω συμφωνία και η διαπίστωση της προβλέψεως ή μη σε αυτή ρητρών που αποκλίνουν από το κοινό δίκαιο και, συνακόλουθα, η διαπίστωση της υπάρξεως σχέσεως δημοσίου δικαίου που να συνδέει τον αιτούντα με τον Δήμο Σαπών (και ήδη Μαρωνείας - Σαπών), η ένδικη διαφορά που απορρέει από τη συμφωνία αυτή είναι ιδιωτική, ανεξαρτήτως του σκοπού στον οποίο η εν λόγω συμφωνία απέβλεπε (βλ. Α.Ε.Δ. 12, 11/2013, 3/2012, 28/2011). Συνεπώς, το Μονομελές Πρωτοδικείο Ροδόπης εσφαλμένως έκρινε, με την απόφαση 126/2006, ότι τα πολιτικά δικαστήρια δεν έχουν δικαιοδοσία να εκδικάσουν την επίδικη διαφορά και, ως εκ τούτου, πρέπει να εξαφανισθεί η εν λόγω απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 47 παρ.4 του Κώδικα περί του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου (ν. 345/1976), και να παραπεμφθεί η υπόθεση στο ως άνω Δικαστήριο. Μειοψήφησε το μέλος του Δικαστηρίου Ν. Λεοντής, Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου, κατά την άποψη του οποίου μόνη η παράλειψη του εγγράφου τύπου της συμβάσεως δεν αποτελεί επαρκές έρεισμα για να θεωρηθεί η διοικητική ουσιαστικά σύμβαση έργου ως ιδιωτικού δικαίου, εφόσον γίνει επίκληση και αποδειχθεί ότι ο Δήμος συμβάλλεται δια των οργάνων του, που το εκπροσωπούν, με εξαιρετικό νομικό καθεστώς και για την εξυπηρέτηση σκοπών της λειτουργίας του δηλαδή για δημόσιο σκοπό. Στην άποψη αυτή προσχώρησε και το μέλος του Δικαστηρίου Ιω. Σαρμάς, Αντιπρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με την ειδικότερα γνώμη ότι στις περιπτώσεις αυτές τεκμαίρεται ότι εμπεριέχονται στην επίδικη σύμβαση οι ρήτρες δημοσίου δικαίου που προβλέπονται στην αντίστοιχη εφαρμοστέα νομοθεσία. Διά ταύτα Αίρει την αποφατική σύγκρουση δικαιοδοσίας μεταξύ πολιτικού και διοικητικού δικαστηρίου, κατά το σκεπτικό. Εξαφανίζει την 126/2006 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ροδόπης και Παραπέμπει την υπόθεση προς εκδίκαση στο Δικαστήριο αυτό. Απαλλάσσει τους διαδίκους από τη δικαστική δαπάνη. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Οκτωβρίου 2015. Ο Προεδρεύων Αντιπρόεδρος ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ Η Γραμματέας ΜΑΡΙΑΝΘΗ ΠΑΠΑΣΑΡΑΝΤΗ Και δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στις 25 Μαΐου 2016. Η Πρόεδρος Η Γραμματέας ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΘΑΝΟΥ-ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΟΥ ΣΟΥΛΤΑΝΑ ΚΟΥΦΙΑΔΟΥ Ι Αριθμός 2/2016 (2) Άρση αποφατικής συγκρούσεως που δημιουργήθηκε μεταξύ των υπ αριθ. 153/2005 και 742/2013 αποφάσεων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και του Τριμελούς Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, αντίστοιχα. ΤΟ ΑΝΩΤΑΤΟ ΕΙΔΙΚO ΔΙΚΑΣΤHΡΙΟ (κατά το άρθρο 100 του Συντάγματος) Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Σακελλαρίου, Πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, ως Πρόεδρο, (κωλυομένης της Προέδρου του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου Βασιλικής Θάνου - Χριστοφίλου, Προέδρου του Αρείου Πάγου), Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, (κωλυομένης της Προέδρου του Αρείου Πάγου), Ιωάννη Σαρμά,
Τεύχος ΑΕΙΔ 1/29.07.2016 ΕΦΗΜΕΡΙ Α TΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ 5 Αντιπρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου,(κωλυομένης της Προέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου Ανδρονίκης Θεοτοκάτου και της αρχαιοτέρας αυτού Αντιπροέδρου), Γεώργιο Παπαγεωργίου, Μαργαρίτα Γκορτζολίδου, Ευαγγελία Νίκα -Εισηγήτρια, Αντωνία Χλαμπέα, α αναπληρωματικό μέλος,(ελλείποντος του τακτικού μέλους), Συμβούλους της Επικρατείας, Μαρία Βασιλάκη, Χρυσούλα Παρασκευά, Ιωσήφ Τσαλαγανίδη, γ αναπληρωματικό μέλος,(ελλείποντος του τακτικού μέλους και κωλυομένου του β αναπληρωματικού μέλους, Μαρίας Βαρελά, Αρεοπαγίτη), Σοφία Ντάντου, α αναπληρωματικό μέλος,(ελλείποντος του τακτικού μέλους), Αρεοπαγίτες, Ιωάννη Δρόσο, Καθηγητή Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Γεώργιο Αρχανιωτάκη, Καθηγητή Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, α αναπληρωματικό μέλος,(ελλείποντος του τακτικού μέλους), ως μέλη και τη Γραμματέα Μάρθα Ψαραύτη, Προϊσταμένη Διεύθυνσης της Γραμματείας του Αρείου Πάγου. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημα του Αρείου Πάγου, στις 11 Νοεμβρίου 2015 και ώρα 18:00, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των: ΑΙΤΟΥΣΩΝ: 1) Ετερόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία: «ΔΟΜΕΣ - ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΕΣ Ε. ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗΣ & ΣΥΝ ΕΕ», που εδρεύει στην Αγία Παρασκευή του Ν. Αττικής, νόμιμα εκπροσωπουμένης και 2) ετερόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία:«τακησ ΓΑΒΡΙΛΗΣ & ΣΥΝ ΕΕ», που εδρεύει στην Αθήνα, νόμιμα εκπροσωπουμένης, οι οποίες παρέστησαν διά του πληρεξουσίου δικηγόρου τους, Κωνσταντίνου Μίχου του Εμμανουήλ (Α.Μ./Δ.Σ.Α. 23680). ΚΑΘ ΟΥ Η ΑΙΤΗΣΗ: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗ- ΣΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ», που εδρεύει στον Άλιμο του Ν. Αττικής, νόμιμα εκπροσωπουμένου, ο οποίος διαδέχτηκε το Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΚΑΤΟΙΚΙΑΣ», ως καθολικός διάδοχος αυτού, ο οποίος παρέστη διά της πληρεξουσίας δικηγόρου του, Δήμητρας Πολυκρέτη του Δημητρίου (Α.Μ./Δ.Σ.Α. 10709). Οι αιτούσες, με την από 20.5.2015 αίτησή τους, ενώπιον του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, που κατέθεσαν κατά νόμο στο Γραμματέα του, με αριθμό πράξης κατάθεσης 11/21.5.2015, ζήτησαν όσα αναφέρονται στο αιτητικό της. Ακολούθως, η Εισηγήτρια, Ευαγγελία Νίκα, Σύμβουλος της Επικρατείας, ανέγνωσε την από 26.10.2015 έκθεσή της. Στη συνέχεια, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ανέπτυξαν και προφορικά τις προτάσεις τους. Μελέτησε τη δικογραφία Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο 1. Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση [για την άσκηση της οποίας δεν απαιτείται κατά νόμο καταβολή παραβόλου (Α.Ε.Δ. 1/2015, 4/2014)], οι αιτούσες εταιρίες ζητούν την άρση της αποφατικής συγκρούσεως μεταξύ του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και του Τριμελούς Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, που έκριναν, με τις υπ αριθμ. 153/2005 και 742/2013 αποφάσεις τους, αντιστοίχως, ότι στερούνται δικαιοδοσίας και απέρριψαν τις ασκηθείσες ενώπιόν τους από τις ως άνω αιτούσες εταιρίες αγωγές. Το αίτημα και των δύο αυτών αγωγών ήταν να αναγνωρισθεί ότι ο Οργανισμός Εργατικής Κατοικίας (Ο.Ε.Κ.) οφείλει να καταβάλει στις εν λόγω εταιρίες το ποσό των 9.137.128 ευρώ, ως ελάχιστη νόμιμη αμοιβή, για την εκπόνηση της αρχιτεκτονικής και πολεοδομικής προμελέτης και οριστικής μελέτης για την οικιστική περιοχή - ζώνη κατοικίας του «Ολυμπιακού Χωριού» βάσει προφορικώς καταρτισθείσης μεταξύ αυτών και του καθ ου Οργανισμού συμβάσεως, άλλως κατά τις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις. 2. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 100 παρ.1 περ. δ του Συντάγματος, στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (Α.Ε.Δ.) υπάγεται, εκτός των άλλων,«η άρση των συγκρούσεων μεταξύ των δικαστηρίων και των διοικητικών αρχών ή μεταξύ του Συμβουλίου της Επικρατείας και των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων αφενός και των αστικών και ποινικών δικαστηρίων αφετέρου ή, τέλος, μεταξύ του Ελεγκτικού Συνεδρίου και των λοιπών δικαστηρίων». Περαιτέρω, κατά το άρθρο 46 παρ.1 του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του Ν. 345/1976 Κώδικα περί του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου (ΦΕΚ Α 141), εφ όσον τα κατά το άρθρο 44 παρ.1 του εν λόγω Κώδικα δικαστήρια, δηλαδή, μεταξύ άλλων, το Συμβούλιο της Επικρατείας ή τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, αφ ενός, και τα αστικά δικαστήρια, αφ ετέρου, έκριναν τελεσιδίκως ότι στερούνται δικαιοδοσίας για την ίδια υπόθεση, η σύγκρουση αίρεται με την επιμέλεια κάθε διαδίκου δια καταθέσεως σχετικής αιτήσεως ενώπιον του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου εντός προθεσμίας ενενήντα ημερών από την δημοσίευση της τελευταίας αποφάσεως. Εξ άλλου, κατά το άρθρο 47 παρ.1 του ιδίου ως άνω Κώδικα διάδικοι ενώπιον του Α.Ε.Δ. είναι οι διάδικοι των δικών που προκαλούν την σύγκρουση και, τέλος, σύμφωνα με την παρ.4 του αυτού άρθρου 47 του Κώδικα, η απόφαση του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου περιορίζεται στην λύση του αμφισβητουμένου ζητήματος δικαιοδοσίας, εξαφανίζει την απόφαση που εσφαλμένως αποφάνθηκε για το ζήτημα αυτό και παραπέμπει την υπόθεση στο δικαστήριο που κρίνεται ότι έχει δικαιοδοσία, η δε απόφασή του είναι υποχρεωτική για το δικαστήριο που αρνήθηκε την δικαιοδοσία του και για τους διαδίκους (βλ. Α.Ε.Δ. 11-12/2013, 3/2012, 28/2011 κ.ά.). 3. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, με την υπ αριθμ. 153/2005 απόφασή του, απέρριψε την ενώπιόν του ασκηθείσα από τις αιτούσες εταιρίες αγωγή κρίνοντας ότι η αχθείσα σ αυτό διαφορά, αφορώσα την εκτέλεση διοικητικής συμβάσεως, υπάγεται στην δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων. Από την άλλη πλευρά, το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, με την υπ αριθμ. 742/2015 απόφασή του, δημοσιευθείσα στις 24.2.2015, απέρριψε την από 4.6.2013 έφεση των αιτουσών κατά της υπ αριθμ. 1831/2013 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, επικυρώνοντας ούτω την πρωτόδικη αυτή απόφαση, με την οποία είχε απορριφθεί η ενώπιόν του ασκηθείσα στις 25.7.2006 αγωγή των ιδίων αιτουσών
6 ΕΦΗΜΕΡΙ Α TΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ Τεύχος ΑΕΙΔ 1/29.07.2016 εταιριών για τον λόγο ότι η αχθείσα σ αυτό διαφορά υπάγεται στην δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. Όπως προκύπτει από το περιεχόμενο των αγωγών τόσο ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών όσο και ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών [η απόφαση του οποίου, όπως αναφέρθηκε, επικυρώθηκε από το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών], τα αγωγικά αιτήματα ταυτίζονται τόσο κατά την πραγματική όσο και κατά τη νομική τους βάση. Περαιτέρω, αμφότερες οι αποφάσεις, από τις οποίες προέκυψε η κατά τους ισχυρισμούς των αιτουσών αποφατική σύγκρουση, είναι τελεσίδικες, εφ όσον κατά μεν της υπ αριθμ. 153/2005 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία δημοσιεύθηκε στις 14.6.2005 και της οποίας δεν προκύπτει επίδοση στις αιτούσες, δεν ασκήθηκε ένδικο μέσο (βλ. και υπ αριθμ. 5724/15.5.2015 πιστοποιητικό της Γραμματείας του Πρωτοδικείου Αθηνών)(Α.Ε.Δ. 1/2015, 12/2013), η δε υπ αριθμ. 742/2015 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών εκδόθηκε κατ έφεση. Υπό τα δεδομένα αυτά υφίσταται πράγματι αποφατική σύγκρουση μεταξύ των δύο ως άνω δικαστηρίων για την αυτή διαφορά, οι δε αιτούσες εταιρίες νομιμοποιούνται να ασκήσουν την κρινομένη αίτηση άρσεως αποφατικής συγκρούσεως, καθ όσον υπήρξαν διάδικοι (ομόδικοι) ενώπιον των δικαστηρίων, των οποίων οι τελεσίδες αποφάσεις δημιούργησαν την προαναφερθείσα αποφατική σύγκρουση. Παθητικώς στην παρούσα δίκη νομιμοποιείται ήδη ο και παραστάς κατά την επ ακροατηρίου συζήτηση Οργανισμός Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (Ο.Α.Ε.Δ.), ως καθολικός διάδοχος του Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας (Ο.Ε.Κ.) [βλ. άρθρο 35 του Ν. 4144/2013 (ΦΕΚ Α 88/18.4.2013)], που ήταν ο καθ ού διάδικος στις δίκες, στις οποίες εκδόθηκαν οι ως άνω αποφάσεις. Εξ άλλου, η υπό κρίση αίτηση ασκήθηκε εμπροθέσμως, εφ όσον κατατέθηκε στην Γραμματεία του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου στις 21.5.2015 (με αριθμό καταθέσεως 11/21.5.2015), εντός 90 ημερών από την ημερομηνία δημοσιεύσεως (24.2.2015) της ανωτέρω τελευταίας υπ αριθμ. 742/2015 (τελεσίδικης) αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών (Α.Ε.Δ. 3/2012). Συνεπώς, η αίτηση αυτή ασκείται εν γένει παραδεκτώς, εφ όσον δε έγιναν όλες οι κοινοποιήσεις που απαιτούνται από τις διατάξεις των άρθρων 10 παρ. 2, 45, 46 παρ.2 και 47 παρ.1 και 2 του Ν. 345/1976, είναι εξεταστέα περαιτέρω ως προς το αίτημα αυτής περί άρσεως της αποφατικής συγκρούσεως που δημιουργήθηκε από τις ανωτέρω δικαστικές αποφάσεις που απέρριψαν τις αντιστοίχως ασκηθείσες αγωγές ως απαράδεκτες ελλείψει δικαιοδοσίας. 4. Επειδή, κατά τις διατάξεις του άρθρου 94 παρ. 1, 2 και 3 του Συντάγματος, όπως αυτές ισχύουν μετά την αναθεώρηση του εν λόγω άρθρου με το από 6 Απριλίου 2001 Ψήφισμα της Ζ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, στο Συμβούλιο της Επικρατείας και τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές, όπως νόμος ορίζει, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου (παρ. 1), στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται οι ιδιωτικές διαφορές, καθώς και οι υποθέσεις εκουσίας δικαιοδοσίας, όπως νόμος ορίζει (παρ. 2), και σε ειδικές περιπτώσεις και προκειμένου να επιτυγχάνεται η ενιαία εφαρμογή της αυτής νομοθεσίας μπορεί να ανατεθεί με νόμο η εκδίκαση κατηγοριών ιδιωτικών διαφορών στα διοικητικά δικαστήρια ή κατηγοριών διοικητικών διαφορών ουσίας στα πολιτικά δικαστήρια (παρ. 3). Περαιτέρω, με το άρθρο 1 παρ.1 του Ν. 1406/1983, που εκδόθηκε σε εκτέλεση της διατάξεως του άρθρου 94 παρ.1 του Συντάγματος, όπως αυτή ίσχυε πριν την συνταγματική αναθεώρηση, και επέβαλλε την εντός πενταετούς προθεσμίας, δυναμένης να παραταθεί με νόμο, υποβολή της εκδικάσεως στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια εκείνων εκ των διοικητικών διαφορών ουσίας που δεν είχαν ακόμη υπαχθεί στα δικαστήρια αυτά, υπήχθησαν στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων όλες οι διοικητικές διαφορές ουσίας, μεταξύ δε των ενδεικτικά προβλεπομένων στην παρ.2 του ιδίου άρθρου 1 περιπτώσεων περιελήφθησαν και οι διαφορές που αναφύονται κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας των διοικητικών συμβάσεων (εδάφιο ι ), δηλαδή οι διαφορές που προέρχονται από διοικητική σύμβαση και ανάγονται στο κύρος, την ερμηνεία και την εκτέλεση αυτής ή σε οποιαδήποτε παρεπομένη της συμβάσεως αξίωση. Η σύμβαση δε είναι διοικητική εάν ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη είναι το Ελληνικό Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και με την σύναψη της συμβάσεως επιδιώκεται η ικανοποίηση σκοπού, τον οποίο ο νόμος έχει αναγάγει σε δημόσιο σκοπό, το δε Ελληνικό Δημόσιο ή το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, είτε βάσει του κανονιστικού καθεστώτος που διέπει την σύμβαση, είτε βάσει ρητρών, οι οποίες προβλέπονται κανονιστικώς και έχουν περιληφθεί στην σύμβαση, αποκλίνουν δε από το κοινό δίκαιο, ευρίσκεται, προς ικανοποίηση του εν λόγω σκοπού, σε υπερέχουσα θέση έναντι του αντισυμβαλλομένου μέρους, δηλαδή σε θέση που δεν προσιδιάζει στον δυνάμει των διατάξεων του ιδιωτικού δικαίου συναπτόμενο συμβατικό δεσμό (βλ. Α.Ε.Δ. 28/2011, 18, 21/2009, 6, 12, 14/2007, 10/2003, 3/1999, 21/1997, 10/1992). Εξ άλλου, κατά την έννοια του άρθρου 94 παρ.1 του Συντάγματος, διοικητικές διαφορές ουσίες είναι και οι διαφορές από αδικαιολόγητο πλουτισμό του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, όταν η υποκειμένη σχέση που προκάλεσε τον πλουτισμό αυτόν είναι σχέση δημοσίου δικαίου. Αντιθέτως, διαφορές από αδικαιολόγητο πλουτισμό του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου υπάγονται στην δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, όταν δεν υφίσταται σχέση δημοσίου δικαίου συνδέουσα το Δημόσιο ή το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με κάποιο πρόσωπο, από την οποία (σχέση) ή με αφορμή την λειτουργία της οποίας δημιουργείται ο πλουτισμός του Δημοσίου ή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (βλ. Α.Ε.Δ. 28/2011, 18/2009, 2/1993, 42/1990). 5. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση από τα δικόγραφα των αγωγών που άσκησαν οι αιτούσες εταιρίες και τις επ αυτών εκδοθείσες δικαστικές αποφάσεις προκύπτουν τα εξής: Οι εν λόγω εταιρίες, όπως είχαν
Τεύχος ΑΕΙΔ 1/29.07.2016 ΕΦΗΜΕΡΙ Α TΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ 7 εκθέσει στα δικόγραφα των αγωγών τους, ασχολούνται με την κατ επάγγελμα εκπόνηση χωροταξικών, πολεοδομικών και αρχιτεκτονικών μελετών, απασχολώντας σημαντικό αριθμό συνεργατών. Στο πλαίσιο της ανωτέρω επαγγελματικής τους δράσεως, ανέλαβαν, βάσει συμβάσεως, προφορικώς συναφθείσης με τον ΟΕΚ τον Αύγουστο του 2000, την εκπόνηση προμελέτης και οριστικής μελέτης αναφορικά με την οικιστική περιοχή - ζώνη κατοικίας του «Ολυμπιακού Χωριού» στη θέση «Λεκάνες» του Δήμου Αχαρνών Αττικής. Η υλοποίηση της μελέτης και της κατασκευής του «Ολυμπιακού Χωριού» είχε ανατεθεί νομοθετικά στον ΟΕΚ με την ΠΥΣ 18/22/24.4.2000 (ΦΕΚ Α 189). Ειδικότερα, κατά τα αναφερόμενα στα δικόγραφα των αγωγών και τις επίμαχες δικαστικές αποφάσεις, ο ΟΕΚ δεν ήταν σε θέση να πραγματοποιήσει όλα τα στάδια των αναγκαίων μελετών, προκειμένου να δημοπρατήσει στη συνέχεια το ανωτέρω έργο, για τον λόγο δε αυτό οι εκπρόσωποι των αιτουσών εταιριών συναντήθηκαν στις μεν 28.7.2000 με την Διευθύντρια της Διεύθυνσης Κατασκευών του Οργανισμού, η οποία τις κάλεσε να συζητήσουν την πιθανότητα εκτέλεσης του έργου, δεδομένου ότι είχαν λάβει μέρος σε προηγούμενο διαγωνισμό που είχε προκηρύξει η Οργανωτική Επιτροπή Ολυμπιακών Αγώνων «Αθήνα 2004» σχετικά με την διατύπωση ιδεών για το Σχέδιο Γενικής Διάταξης (Master Plan) του «Ολυμπιακού Χωριού» και είχαν υποβάλει σχετικές προτάσεις, την δε 1.8.2000 έγινε συνάντηση του Προέδρου του Οργανισμού με το νόμιμο αντιπρόσωπο της πρώτης των αιτουσών, αλλά και κατόπιν τηλεφωνικής επικοινωνίας με το νόμιμο εκπρόσωπο της δεύτερης των αιτουσών, και προτάθηκε σε αυτές η ανάθεση του έργου, που συνίστατο σε προμελέτη και οριστική μελέτη για το «Ολυμπιακό Χωριό», συμφωνήθηκε δε ο καθορισμός της αμοιβής με την υπογραφή της έγγραφης συμβάσεως, η οποία θα καταρτίζετο, σύμφωνα με τις διαβεβαιώσεις του Προέδρου του Οργανισμού, σε σύντομο χρονικό διάστημα. Οι αιτούσες, όπως εξέθεσαν στα δικόγραφα των αγωγών τους, συμφώνησαν να εκτελέσουν το έργο, το οποίο θα ολοκληρωνόταν σε τρεις φάσεις, ήτοι κατά την πρώτη φάση θα εκπονούσαν την πολεοδομική μελέτη, κατά την δεύτερη φάση την προμελέτη των τύπων των κατοικιών για ολυμπιακή και μεταολυμπιακή χρήση και κατά την τρίτη φάση την οριστική μελέτη των τύπων των κατοικιών και της οικιστικής οργάνωσης σε οικοδομικά τετράγωνα. Μετά δε την προφορική συμφωνία, προχώρησαν στην εκτέλεση του ανατεθέντος έργου, είχαν πολυάριθμες συναντήσεις με τους εκπροσώπους του Οργανισμού από 2.8.2000 έως 17.8.2000 και παρέδωσαν στις 18.8.2000 ολοκληρωμένη την πολεοδομική προμελέτη του Ολυμπιακού Χωριού. Ακολούθως, κατά τους μήνες Σεπτέμβριο έως Νοέμβριο του 2000 ολοκλήρωσαν την προμελέτη του έργου, την οποία παρέδωσαν στις 17.11.2000, ενώ κατά την διάρκεια της ανωτέρω χρονικής περιόδου (4.9.2000-16.11.2000), πραγματοποίησαν 14 συναντήσεις με όργανα του Οργανισμού, στο πλαίσιο της παρακο λουθήσεως της εξελίξεως του έργου. Ακολούθως, κατά την τρίτη φάση της εκπονήσεως των μελετών, υπήρξαν ομοίως πολυάριθμες συναντήσεις με όργανα και συνεργάτες του Οργανισμού, περαιτέρω δε η παράδοση της οριστικής μελέτης των τύπων των κατοικιών έγινε στις 20.12.2000, ενώ η παράδοση της οριστικής μελέτης της οικιστικής οργάνωσης των οικοδομικών τετραγώνων έγινε στις 7.2.2001 στα γραφεία του Οργανισμού. Ο τελευταίος όμως, σύμφωνα με όσα εξέθεσαν οι αιτούσες στην αγωγή τους, ουδέποτε προέβη στην σύναψη έγγραφης συμβάσεως του έργου με τις αιτούσες εταιρίες, αν και κατά τον Μάρτιο του 2001 προχώρησε, μέσω θυγατρικής του εταιρίας, στην δημοπράτηση του «Ολυμπιακού Χωριού», κάνοντας χρήση των σχεδίων και των μελετών των αιτουσών, χωρίς να καταβάλει οποιαδήποτε αμοιβή για την εκτέλεση του έργου, ενώ δεν εξόφλησε τις εταιρίες ακόμα και μετά την από 13.7.2001 εξώδικη διαμαρτυρία - πρόσκληση αυτών. Κατόπιν τούτων, οι αιτούσες εταιρίες κατέθεσαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την υπ αριθμ. καταθ. 397/11.9.2003 αγωγή, με την οποία ζήτησαν να αναγνωρισθεί ότι ο Οργανισμός οφείλει να καταβάλει για λογαριασμό τους στο Τεχνικό Επιμελητήριο της Ελλάδος το ποσόν των 9.137.128 ευρώ ως αμοιβή για το έργο που αυτές εκτέλεσαν βάσει της συμβάσεως που καταρτίσθηκε μεταξύ αυτών και του Οργανισμού, άλλως βάσει των διατάξεων περί αδικαιολογήτου πλουτισμού (άρ. 904 επ. ΑΚ), εντόκως, από την εξώδικη δήλωση που επέδωσαν στον Οργανισμό στις 13.7.2001, άλλως από της επιδόσεως της ανωτέρω αγωγής και μέχρι εξοφλήσεως. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, με την υπ αριθμ. 153/2005 απόφασή του, απέρριψε την αγωγή των αιτουσών ως απαράδεκτη ελλείψει δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων, με την ακόλουθη αιτιολογία:«η δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων επί διαφορών σχετικά με αμοιβές μελετητών για την εκπόνηση από [αυτούς] μελετών για ανάθεση είτε από το Δημόσιο είτε από ΝΠΔΔ γίνεται δεκτή από τη Νομολογία. Οι μελετητικές συμβάσεις που συνάπτονται ειδικά από τον Οργανισμό Εργατικής Κατοικίας φέρουν διοικητικό χαρακτήρα και οι όποιες σχετικές διαφορές υπάγονται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από το δικόγραφο της αγωγής, η επίδικη σύμβαση, η οποία έχει συναφθεί προφορικά και με τη διαδικασία της απ ευθείας ανάθεσης, φέρει διοικητικό χαρακτήρα, αφού α) έχει συναφθεί από ΝΠΔΔ (ΟΕΚ) που έχει συσταθεί και λειτουργεί για την ικανοποίηση των στεγαστικών αναγκών εργατών και υπαλλήλων, δηλαδή για ένα δημόσιο σκοπό, β) αφορά σε δημόσιο σκοπό, δηλαδή στην εκπλήρωση βασικών αναγκών σχετικά με τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων και στη μεταγενέστερη στέγαση οικογενειών στα ανεγειρόμενα κτήρια και εκπλήρωση βασικής αποστολής του κοινωνικού κράτους που έχει ανατεθεί στον ΟΕΚ ως ΝΠΔΔ ειδικού σκοπού, γ) διέπεται από ειδικό νομικό καθεστώς τόσο ως προς τη διαδικασία συνάψεως όσο και ως προς τους όρους και την εκτέλεσή της ιδίως
8 ΕΦΗΜΕΡΙ Α TΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ Τεύχος ΑΕΙΔ 1/29.07.2016 ως προς τις αμοιβές των μελετητών σε σχέση με αντίστοιχες συμβάσεις του ιδιωτικού δικαίου. Οι ενάγουσες ισχυρίζονται ότι, ενώ τους ανατέθηκε προφορικά και απ ευθείας από τον εναγόμενο ΟΕΚ η σύμβαση, ο τελευταίος δεν εκπλήρωσε τις συμβατικές του υποχρεώσεις σε σχέση με την καταβολή μελετητικής αμοιβής σ αυτές. Πρόκειται επομένως για διαφορά σχετικά με την εκτέλεση της σύμβασης, η οποία, για τους λόγους που προεκτέθηκαν, είναι διοικητική και οι διαφορές σχετικά με τέτοιες μελετητικές συμβάσεις υπάγονται λόγω συνάφειας στη δικαιοδοσία των δικαστηρίων που είναι αρμόδια σχετικά με διαφορά που αφορά την κατασκευή των οικείων έργων, στα οποία αναφέρονται οι μελέτες, δηλαδή στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων». Ακολούθως, οι αιτούσες άσκησαν την από 4.6.2013 αγωγή ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, με την ίδια βάση και αίτημα να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του Οργανισμού να καταβάλει στο ΤΕΕ, άλλως σε αυτές αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, το ποσόν των 9.137.128 ευρώ, ως αμοιβή για το έργο που εκτέλεσαν βάσει της συμβάσεως, που καταρτίσθηκε μεταξύ αυτών και του ΟΕΚ, άλλως σύμφωνα με τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, διότι ο ΟΕΚ πλούτισε αδικαιολόγητα εις βάρος της περιουσίας τους. Η αγωγή αυτή απερρίφθη ως απαράδεκτη για έλλειψη δικαιοδοσίας των διοικητικών δικαστηρίων με την προαναφερθείσα υπ αριθμ. 1831/2013 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία επικυρώθηκε με την υπ αριθμ. 742/2015 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, απορριπτική της από 4.6.2013 (αριθμ. καταθ. 1519/2013) εφέσεως που άσκησαν οι αιτούσες κατ αυτής. Συγκεκριμένα, με την εν λόγω απόφαση κρίθηκε ότι, εφ όσον δεν γίνεται επίκληση από τις αιτούσες ότι προηγήθηκε γραπτή εντολή ανάθεσης της μελέτης σε αυτές, ήταν αναγκαίο η σύμβαση να περιβληθεί τον έγγραφο τύπο, ο οποίος δεν θα είχε απλώς αποδεικτικό αλλά συστατικό χαρακτήρα, ενώ η σύνταξη και η υπογραφή αυτής ήταν επίσης απαραίτητη όχι μόνο για την έγκυρη κατάρτιση αλλά και για την διαπίστωση του διοικητικού χαρακτήρα της. Και τούτο γιατί, χωρίς τον έγγραφο τύπο δεν μπορεί να διαπιστωθεί αν οι συμβάσεις διέπονται από κανονιστικό καθεστώς ή περιλαμβάνουν εξαιρετικές ρήτρες που παρεκκλίνουν από το κοινό δίκαιο και δημιουργούν υπέρ του Οργανισμού την δυνατότητα να επεμβαίνει μονομερώς σε αυτές, έτσι ώστε να βρίσκεται σε υπερέχουσα θέση έναντι των μελετητικών εταιριών, δηλαδή σε θέση μη προσιδιάζουσα στο δυνάμει των διατάξεων του ιδιωτικού δικαίου συναπτόμενο συμβατικό δεσμό, προϋπόθεση από την οποία εξαρτάται κυρίως ο χαρακτηρισμός μιας συμβάσεως ως διοικητικής. Με τις σκέψεις αυτές το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι τα διοικητικά δικαστήρια στερούνται δικαιοδοσίας για την εκδίκαση της αχθείσης ενώπιόν του διαφοράς, αναφορικά με την απαίτηση των αιτουσών, η οποία δεν αφορά διαφορά από διοικητική σύμβαση, αλλά διαφορά από ιδιωτική σύμβαση, υπαγομένη στην δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, τόσο για τις αξιώσεις από την σύμβαση καθ εαυτήν, όσο και για τις αξιώσεις από αδικαιολόγητο πλουτισμό. 6. Επειδή με τα ανωτέρω εκτεθέντα δεδομένα, και λαμβανομένου ιδιαιτέρως υπ όψη του προφορικού χαρακτήρα της συμβάσεως, που φέρεται ότι έχει συναφθεί μεταξύ των αιτουσών εταιριών και του Ο.Ε.Κ., δεν μπορεί προδήλως να αναζητηθούν στην ίδια την συμφωνία, προκειμένου να διαγνωσθεί ο χαρακτήρας της ως διεπομένης από το διοικητικό ή το ιδιωτικό δίκαιο, ρήτρες αποκλίνουσες από το κοινό δίκαιο ούτε είναι δυνατόν να διαγνωσθεί το κανονιστικό καθεστώς που την διέπει, ώστε να διερευνηθεί εάν διέπεται από εξαιρετικό υπέρ του Δημοσίου νομοθετικό ή συμβατικό καθεστώς. Συνακόλουθα, αφού δεν είναι δυνατή η διαπίστωση της υπάρξεως σχέσεως δημοσίου δικαίου που να συνδέει τις αιτούσες με τον Οργανισμό, η επίδικη διαφορά που απορρέει από την σύμβαση αυτή είναι ιδιωτική, ανεξαρτήτως αν η εν λόγω σύμβαση απέβλεπε στην εξυπηρέτηση δημοσίου σκοπού (βλ. ΑΕΔ 11-12/2013, 3/2012, 28/2011, πρβλ. και 12/2007), ενώ δεν αρκεί για να χαρακτηρισθεί η σύμβαση ως διοικητική το γεγονός ότι ο ένας εκ των συμβαλλομένων, δηλαδή ο καθ ου Οργανισμός, είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου (βλ. ΑΕΔ 12/2007). Συνεπώς, το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών εσφαλμένως έκρινε, με την υπ αριθμ. 153/2005 απόφασή του, ότι τα πολιτικά δικαστήρια δεν έχουν δικαιοδοσία να εκδικάσουν την επίδικη διαφορά και, ως εκ τούτου, πρέπει να εξαφανισθεί η εν λόγω απόφασή του, σύμφωνα με το άρθρο 47 παρ.4 του Κώδικα περί του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, και να παραπεμφθεί η υπόθεση στο ως άνω δικαστήριο. Μειοψήφησε το μέλος του Δικαστηρίου Ιω. Σαρμάς, Αντιπρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, κατά την γνώμη του οποίου, σε περιπτώσεις όπως η κρινομένη τεκμαίρεται ότι εμπεριέχονται στην επίδικη σύμβαση οι ρήτρες δημοσίου δικαίου που προβλέπονται στην αντίστοιχη εφαρμοστέα νομοθεσία. 7. Επειδή, το δικαστήριο εκτιμώντας τις περιστάσεις, σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 3 του περί του εν λόγω Δικαστηρίου Κώδικα, απαλλάσει του διαδίκους από την δικαστική δαπάνη. Διά ταύτα Αίρει την αποφατική σύγκρουση δικαιοδοσίας μεταξύ πολιτικού και διοικητικού δικαστηρίου κατά το σκεπτικό. Εξαφανίζει την υπ αριθμ. 153/2005 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Παραπέμπει σ αυτό την υπόθεση. Απαλλάσσει τους διαδίκους από την δικαστική δαπάνη. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Δεκεμβρίου 2015. Ο Πρόεδρος Η Γραμματέας ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ ΜΑΡΘΑ ΨΑΡΑΥΤΗ Και δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στις 25 Μαΐου 2016. Η Πρόεδρος Η Γραμματέας ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΘΑΝΟΥ-ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΟΥ ΣΟΥΛΤΑΝΑ ΚΟΥΦΙΑΔΟΥ
Τεύχος ΑΕΙΔ 1/29.07.2016 ΕΦΗΜΕΡΙ Α TΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ 9 Αριθμός 3/2016 (3) Άρση αμφισβητήσεως ως προς την έννοια της διατάξεως του αρθρ. 51 παρ. 2 του Ν. 345/1976 «Περί κυρώσεως του Κώδικος περί του κατά το άρθρον 100 του Συντάγματος Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου», η οποία ανέκυψε από την αντίθεση της υπ αριθμ. 1466/2014 αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας προς τις υπ αριθμ. 776/1981, 1574/1994, 1/2012 και 1722/2012 αποφάσεις του Αρείου Πάγου. ΤΟ ΑΝΩΤΑΤΟ ΕΙΔΙΚO ΔΙΚΑΣΤHΡΙΟ (κατά το άρθρο 100 του Συντάγματος) Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Σακελλαρίου, Πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, ως Πρόεδρο, (κωλυομένης της Προέδρου του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου Βασιλικής Θάνου -Χριστοφίλου, Προέδρου του Αρείου Πάγου), Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, (κωλυομένης της Προέδρου του Αρείου Πάγου), Ιωάννη Σαρμά, Αντιπρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου,(κωλυομένης της Προέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου Ανδρονίκης Θεοτοκάτου και της αρχαιοτέρας αυτού Αντιπροέδρου), Γεώργιο Παπαγεωργίου, Μαργαρίτα Γκορτζολίδου, Ευαγγελία Νίκα, Παναγιώτα Καρλή Εισηγήτρια, γ αναπληρωματικό μέλος,(ελλείποντος του τακτικού μέλους και κωλυομένων των Συμβούλων της Επικρατείας, Αντωνίας Χλαμπέα και Διονυσίου Μαρινάκη, α και β αναπληρωματικών μελών, αντίστοιχα), Συμβούλους της Επικρατείας, Μαρία Βασιλάκη, Χρυσούλα Παρασκευά, Ιωσήφ Τσαλαγανίδη, γ αναπληρωματικό μέλος,(ελλείποντος του τακτικού μέλους και κωλυομένου του β αναπληρωματικού μέλους, Μαρίας Βαρελά, Αρεοπαγίτη), Σοφία Ντάντου, α αναπληρωματικό μέλος,(ελλείποντος του τακτικού μέλους), Αρεοπαγίτες, Ιωάννη Δρόσο, Καθηγητή Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Γεώργιο Αρχανιωτάκη, Καθηγητή Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, α αναπληρωματικό μέλος, (ελλείποντος του τακτικού μέλους), ως μέλη και τη Γραμματέα Μάρθα Ψαραύτη, Προϊσταμένη Διεύθυνσης της Γραμματείας του Αρείου Πάγου. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημα του Αρείου Πάγου, στις 11 Νοεμβρίου 2015 και ώρα 18:00, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των: ΑΙΤΟΥΝΤΟΣ: Θεοδώρου Θεοδωρόπουλου του Αθανασίου, κατοίκου Αθηνών, ο οποίος παραστάθηκε μετά της πληρεξούσιας δικηγόρου του, Γιαννούλας Κουρεμάδα του Ευσταθίου (Α.Μ./Δ.Σ.Α. 20102). ΚΑΘ ΟΥ Η ΑΙΤΗΣΗ: Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπουμένου από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών, o οποίος εκπροσωπήθηκε από τον Γεώργιο Ανδρέου του Σπυρίδωνος, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους. Ο αιτών με την από 24.07.2015 αίτηση του, ενώπιον του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, που κατέθεσε κατά νόμο στο Γραμματέα του, με αριθμό πράξης κατάθεσης 12/27.07.2015, ζήτησε όσα αναφέρονται στο αιτητικό της. Ακολούθως, η Εισηγήτρια, Παναγιώτα Καρλή, Σύμβουλος της Επικρατείας, ανέγνωσε την από 26.10.2015 έκθεση της. Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την πληρεξούσια δικηγόρο του αιτούντος καθώς και το Νομικό Σύμβουλο του Κράτους, οι οποίο, ανέπτυξαν και προφορικά τις προτάσεις τους. Μελέτησε τη δικογραφία Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο 1. Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση ζητείται η άρση της αμφισβητήσεως ως προς την έννοια της διατάξεως του άρθρου 51 παρ.2 του Ν. 345/1976 «Περί κυρώσεως του Κώδικος περί του κατά το άρθρον 100 του Συντάγματος Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου»(Α 141), η οποία (αμφισβήτηση) ανέκυψε, κατά τους ισχυρισμούς του αιτούντος, από την αντίθεση της αποφάσεως 1466/2014 του Συμβουλίου της Επικρατείας προς τις αποφάσεις 776/1981, 1574/1994, 1/2012 και 1722/2012 του Αρείου Πάγου. 2. Επειδή, νομίμως συζητήθηκε η υπόθεση μετά την εμπρόθεσμη και νομότυπη διενέργεια των δημοσιεύσεων και κοινοποιήσεων που προβλέπονται στα άρθρα 10 παρ. 2, 49 παρ. 2 και 50 παρ.1 και 2 του Κώδικα περί του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου (Α.Ε.Δ.). 3. Επειδή, κατά το άρθρο 100 παρ.1 του Συντάγματος, στο κατά το άρθρο αυτό Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (Α.Ε.Δ.) υπάγεται, μεταξύ άλλων,«η άρση της αμφισβήτησης για την ουσιαστική αντισυνταγματικότητα ή την έννοια διατάξεων τυπικού νόμου, αν εκδόθηκαν γι αυτές αντίθετες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου» (περ. ε). Η διάταξη αυτή επαναλαμβάνεται στο άρθρο 6 περ. ε του ως άνω Κώδικα περί Α.Ε.Δ., στο άρθρο 48 του οποίου ορίζονται τα εξής: «1. Το Ειδικόν Δικαστήριον εν περιπτώσει εκδόσεως περί της ουσιαστικής συνταγματικότητος ή της εννοίας τυπικού νόμου αντιθέτων αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου, αίρει την αμφισβήτησιν κατόπιν αιτήσεως: α) του Υπουργού Δικαιοσύνης, του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας παρά τω Ελεγκτικώ Συνεδρίω ή του Γενικού Επιτρόπου της Διοικητικής Δικαιοσύνης, β) παντός έχοντος έννομον συμφέρον. 2. Το Συμβούλιον της Επικρατείας, ο Άρειος Πάγος ή το Ελεγκτικόν Συνέδριον, εάν αποφασίση επί της συνταγματικότητος ή της εννοίας Νόμου τυπικού, κατ αποδοχήν απόψεως διαφόρου εκείνης υπό την οποίαν είχεν εκδοθή απόφασις ετέρου εκ των δικαστηρίων τούτων, την οποίαν επεκαλέσθη τις των διαδίκων ή είναι εξ άλλου λόγου γνωστή εις το Δικαστήριον, υποχρεούται, εκδίδον την αντίθετον ως προς το θέμα απόφασίν του, να παραπέμψη τούτο δι ειδικής αποφάσεώς του εις το Ειδικόν Δικαστήριον προς άρσιν της δημιουργηθείσης αμφισβητήσεως. Εν τη περιπτώσει ταύτη η υπόθεσις παραμένει κατά τα λοιπά εκκρεμής εις το
10 ΕΦΗΜΕΡΙ Α TΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ Τεύχος ΑΕΙΔ 1/29.07.2016 εκδόν την παραπεμπτικήν απόφασιν δικαστήριον, το οποίον μετά την έκδοσιν της αποφάσεως του Ειδικού Δικαστηρίου, κοινοποιουμένης προς αυτό μερίμνη του Γραμματέως τούτου, επιλαμβάνεται τη αιτήσει των διαδίκων ή και αυτεπαγγέλτως της εκδικάσεως εκ νέου της υποθέσεως υποχρεούμενον να συμμορφωθεί προς την απόφασιν του Ειδικού Δικαστηρίου. 3. Αι διατάξεις των προηγουμένων παραγράφων εφαρμόζονται εφ όσον η μία τουλάχιστον των αντιθέτων αποφάσεων εδημοσιεύθη μετά την έναρξιν της ισχύος τού Συντάγματος». Ακολούθως, στο άρθρο 49 του ίδιου Κώδικα ορίζεται, στη μεν παράγραφο 1 ότι:«διάδικοι κατά την ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου δίκην είναι, εκτός των αιτούντων, και πάντες οι διάδικοι της δίκης εφ ης εξεδόθη η δικαστική απόφασις, δια της οποίας παρεπέμφθη προς επίλυσιν η αμφισβήτησις», στη δε παράγραφο 2 ότι:«το εισαγωγικόν της δίκης δικόγραφον, μετά της πράξεως ορισμού δικασίμου κοινοποιείται, εν πάση περιπτώσει εις τον Υπουργόν Δικαιοσύνης, ο οποίος και αν δεν είναι διάδικος, δικαιούται να μετάσχει εις την συζήτησιν άνευ ετέρας διατυπώσεως». Περαιτέρω, στο άρθρο 50 του αυτού Κώδικα προβλέπονται τα ακόλουθα: «1. Η πράξις ορισμού της δικασίμου, μετά μνείας εν περιλήψει του αντικειμένου της αμφισβητήσεως, δημοσιεύεται δια δύο ημερησίων εφημερίδων της Πρωτευούσης είκοσιν ημέρας προ της δικασίμου. 2. Αντίγραφον της περί άρσεως αμφισβητήσεως αιτήσεως ή παραπεμπτικής αποφάσεως, μετά της πράξεως ορισμού δικασίμου, κοινοποιείται είκοσιν ημέρας προ ταύτης και εις τον Πρόεδρον του Συμβουλίου της Επικρατείας, τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, τον Επίτροπον του Ελεγκτικού Συνεδρίου και τον Γενικόν Επίτροπον επί της Διοικητικής Δικαιοσύνης προς ενημέρωσιν των οικείων δικαστηρίων, ως και εις τον Υπουργόν Δικαιοσύνης. Επί αιτήσεως ασκουμένης υπό ιδιώτου, συμφώνως προς το άρθρον 48 παρ.1 περίπτ. β, ομοία κοινοποίησις ενεργείται, επιμελεία του Εισηγητού, και προς παν πρόσωπον εις ο αφορά η υπόθεσις, ως εκ της οποίας νομιμοποιείται ο ασκήσας την αίτησιν άρσεως της αμφισβητήσεως. 3.». Τέλος, στο άρθρο 13 του ως άνω Κώδικα, το οποίο περιλαμβάνεται στο Κεφάλαιο Γ αυτού, με τον τίτλο «Γενικαί Διαδικαστικαί Διατάξεις», και αφορά όλες τις ενώπιον του Α.Ε.Δ. δίκες, ορίζεται ότι: «1. Εις δίκην ενώπιον του Ειδικού δικαστηρίου δύναται να παρέμβη προσθέτως πας έχων έννομον συμφέρον. 2. Η παρέμβασις ασκείται δια δικογράφου κατατιθεμένου εις την γραμματείαν του Ειδικού Δικαστηρίου και κοινοποιείται επιμελεία του παρεμβαίνοντος, επί ποινή απαραδέκτου, δώδεκα ημέρας προ της δια της πράξεως του Προέδρου ορισθείσης αρχικής δικασίμου εις τον αιτούντα, ως και εις τους λοιπούς διαδίκους. 3...». 4. Επειδή, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων όταν το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο επιλαμβάνεται για την άρση της αμφισβήτησης, ως προς την ουσιαστική συνταγματικότητα ή την έννοια διατάξεως τυπικού νόμου όχι κατόπιν παραπεμπτικής αποφάσεως ενός από τα ανώτατα δικαστήρια, αλλά ύστερα από αίτηση, κατά την παράγραφο 1 περ. β του άρθρου 48 του Κώδικα περί Α.Ε.Δ., οι διάδικοι στις δίκες, στις οποίες εκδόθηκαν οι αποφάσεις, οι οποίες, κατά τον αιτούντα, προκάλεσαν την αμφισβήτηση, δεν καθίστανται αυτοδικαίως διάδικοι και στην ενώπιον του Α.Ε.Δ. δίκη. Τούτο δε διότι, σύμφωνα με τη ρητή διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 49 του Κώδικα Α.Ε.Δ., στην ενώπιον του Α.Ε.Δ. δίκη διάδικοι είναι πάντες οι διάδικοι της δίκης ενώπιον ενός των ανωτάτων δικαστηρίων, επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση που προκάλεσε την αμφισβήτηση, μόνον όταν το Α.Ε.Δ. επιλαμβάνεται κατόπιν παραπεμπτικής αποφάσεως του εν λόγω ανωτάτου δικαστηρίου, στο οποίο, άλλωστε, κατά το άρθρο 48 παρ. 2, η υπόθεση παραμένει εκκρεμής και για την ενώπιον του οποίου έκβαση της δίκης η απόφαση του Α.Ε.Δ. αποτελεί πρόκριμα. Και ναι μεν, κατά τη διάταξη του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 50 του εν λόγω Κώδικα, όταν την αίτηση για την άρση της αμφισβήτησης ασκεί, σύμφωνα με το άρθρο 48 παρ.1 περ. β, ιδιώτης, η αίτηση κοινοποιείται, με επιμέλεια του εισηγητή, και σε κάθε πρόσωπο στο οποίο αφορά η υπόθεση, όπως είναι οι διάδικοι της δίκης ενώπιον του ανώτατου δικαστηρίου, στην οποία ο αιτών την άρση της αμφισβήτησης υπήρξε διάδικος και επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση, που προκάλεσε την αμφισβήτηση, προκειμένου, ωστόσο, να καταστεί διάδικος στην ενώπιον του Α.Ε.Δ. δίκη ένα πρόσωπο (φυσικό ή νομικό), το οποίο υπήρξε διάδικος στη δίκη εκείνη, η οποία έχει ήδη περατωθεί με την έκδοση οριστικής αποφάσεως, πρέπει να ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 13 του αυτού Κώδικα (Α.Ε.Δ. 8/2007, 1/2008, 1/2009 κ.ά.). 5. Επειδή, εν προκειμένω, στη δίκη ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία απέληξε στην έκδοση της αποφάσεως που προκάλεσε, κατά τον αιτούντα, την επίδικη αμφισβήτηση διάδικος, εκτός του αιτούντος, ήταν και ο Υπουργός Οικονομικών. Στον εν λόγω Υπουργό, ο οποίος, κατά τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη, δεν είναι αυτοδικαίως διάδικος στην παρούσα δίκη, την ανοιγείσα κατόπιν αιτήσεως, κατά το άρθρο 48 παρ.1 περ. β του Κώδικα περί Α.Ε.Δ., κοινοποιήθηκε νομίμως, κατά το άρθρο 50 παρ.2 του ίδιου Κώδικα, αντίγραφο της υπό κρίση αιτήσεως και της από 31.07.2015 πράξεως της Προέδρου του Δικαστηρίου, με την οποία ορίσθηκε αρχική δικάσιμος της υποθέσεως η 11.11.2015 (βλ. την από 8.09.2015 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού υπαλλήλου Α.Ε.Δ. Δ. Κουριδάκη). Ακολούθως, ο Υπουργός Οικονομικών κατέθεσε στην γραμματεία του Α.Ε.Δ., τις από 30.10.2015 «προτάσεις» του ζητώντας την απόρριψη της υπό κρίση αιτήσεως. Το δικόγραφο αυτό με τον τίτλο «προτάσεις», αν και η κατάθεσή του απέχει δώδεκα ημέρες από την ορισθείσα με την πράξη του Προέδρου δικάσιμο, δεν μπορεί, πάντως, να θεωρηθεί ως παραδεκτή παρέμβαση, προεχόντως διότι δεν έχει, κοινοποιηθεί στον αιτούντα, ανεξαρτήτως αν αυτός αντιλέγει σχετικώς. Τούτο δε διότι κατά την σχετική ρύθμιση του Κώδικα, για την άσκηση παραδεκτής παρεμβάσεως απαιτείται επί ποινή