Όνοµα Λεοπόλδος, Σαξ - Κόµπουργκ - Leopold Georg Christian Friedrich von Saxe-Koburg- Gotha Σφραγίδα Ιδιότητα Υποψήφιος βασιλιάς της Ελλάδας - Βασιλιάς του Βελγίου Τόπος Γέννησης Koburg Χρόνος Γέννησης 16 Δεκεµβρίου 1790 Τόπος Καταγωγής Sax - Koburg Τόπος Θανάτου Laeken, Βρυξέλες Χρόνος Θανάτου 10 Δεκεµβρίου 1865 Βιογραφικά Στοιχεία Γερµανός πρίγκιπας, νεότερος γιος του Φραγκίσκου, πρίγκιπα του Σαξ- Κόµπουργκ και της κόµησας Αυγούσας Reuss-Ebersdorf, o οποίος σε ηλικία 5 ετών πήρε το βαθµό του συνταγµατάρχη και 12 ετών ονοµάστηκε υποστράτηγος. Αρνήθηκε να ενταχθεί στον ναπολεόντειο στρατό και κατατάχθηκε στον τσαρικό στρατό µε τον οποίο διακρίθηκε στις συγκρούσεις εναντίον του Ναπολέοντα. Το 1815, σε ηλικία 25 ετών έγινε αντιστράτηγος του ρωσικού στρατού. Το 1815 παντρεύτηκε την πριγκίπισσα Καρλότα της Ουαλίας, κόρη του αντιβασιλέα και µετέπειτα βασιλιά της Αγγλίας Γεωργίου Δ' και έγινε δεύτερος στη σειρά διεκδίκησης του αγγλικού θρόνου. Στις 26 Ιουνίου 1831 ορκίστηκε πίστη στο Σύνταγµα και ανέβηκε στο βελγικό θρόνο, αφού προηγουµένως αρνήθηκε ανάλογη πρόταση για τον ελληνικό θρόνο. *** Στις 3 Φεβρουαρίου 1830 υπογράφτηκε το 4ο Πρωτόκολλο του Λονδίνου, σύµφωνα µε το οποίο οι Μεγάλες Δυνάµεις συναίνεσαν στο σχηµατισµό ανεξάρτητου -και όχι αυτονόµου- ελληνικού κράτους, ρυθµίζοντας ταυτοχρόνως, και τη µορφή του πολιτεύµατος. Έτσι σύµφωνα µε το άρθρο 3 η Ελλάδα επρόκειτο να συγκροτηθεί σε βασίλειο µε µονάρχη, ο οποίος θα έφερε τον τίτλο Sovereign Prince. Περαιτέρω, µε ειδικό πρωτόκολλο της ίδιας ηµεροµηνίας, τοποθετήθηκε στο αξίωµα του Ηγεµόνος της Ελλάδας, ο Λεοπόλδος Σαξ- Κόµπουργκ. Το όνοµα του Λεοπόλδου, ως πιθανού ηγεµόνα των Ελλήνων, είχε εµφανισθεί από το 1825, όταν οι έλληνες απεσταλµένοι στο Λονδίνο για να διαπραγµατευτούν το δάνειο, είχαν λάβει πολιτική εντολή από τον τότε Γραµµατέα του Εκτελεστικού Σώµατος Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο να προωθήσουν τις σχετικές διαδικασίες. Όµως, η επιφυλακτική στάση που κράτησε, τότε, η Αγγλία και ιδίως η προσωπική αντιπάθεια του άγγλου βασιλιά Γεωργίου, κατά του Λεοπόλδου υπονόµευσαν τη συγκεκριµένη προοπτική. Από το 1829, όµως, η πίεση των
Φιλελευθέρων στην Αγγλία αλλά και η στάση της Ρωσίας και της Γαλλίας που αποφάνθηκαν υπέρ του Λεοπόλδου, ως του πλέον κατάλληλου για τον ελληνικό θρόνο, έπεισαν την κυβέρνηση Wellington να άρει τις επιφυλάξεις της και να συναινέσει υπέρ του γερµανού πρίγκιπα. Ο Λεοπόλδος σε επίσηµη επιστολή του, της 11ης Φεβρουαρίου 1830, έσπευδε "να δεχθεί το αγαθό κα έντιµο δρόµο τον οποίον ανοίγουν σε αυτόν οι Μεγάλες Δυνάµεις," ζήτησε όµως από αυτές να δώσουν στο νέο κράτος εγγυήσεις για βοήθεια σε περίπτωση εξωτερικής προσβολή, τη βελτίωση των χριστιανών της Σάµου και της Κρήτης, τη επέκταση των βορείων συνόρων της χώρας, οικονοµική βοήθεια και, τέλος, στρατιωτική συνδροµή. Οι εκπρόσωποι των Μεγάλων Δυνάµεων, µε απαντητική επιστολή (18 Φεβρουαρίου) εγγυήθηκαν την ασφάλεια του ελληνικού κράτους, συµφώνησαν στην οικονοµική του υποστήριξη δια της έγκρισης δανείου, αρνήθηκαν όµως στον ηγεµόνα της Ελλάδος το δικαίωµα παρέµβασης στον τρόπο µε τον οποίο η Οθωµανική Αυτοκρατορία "θα ασκεί την εξουσία της στην Κρήτη και τη Σάµο," καθώς και οποιαδήποτε διεύρυνση των συνόρων. Στις 16 Φεβρουαρίου ο Λεοπόλδος έστειλε επιστολή στον παλαιό του γνώριµο Ιωάννη Καποδίστρια µε την οποία τον προέτρεπε "µετά αυτή τη νέα µεταβολή των πραγµάτων" να µην διακόψει το έργο του και να παραµείνει "µέχρι να φτάσει ο ίδιος στο πηδάλιο του σκάφους της Πολιτείας, το οποίο έσωσε πολλές φορές από το ναυάγιο," και του ζήτησε να τον ενηµερώνει στο µεταξύ διάστηµα για την κατάσταση της χώρας. Σαράντα, περίπου, ηµέρες αργότερα (25 Μαρτίου) ο έλληνας κυβερνήτης, απέστειλε εµπιστευτικό έγγραφο, όπου του περιέγραφε την κατάσταση κα του ζητούσε να επισπεύσει την άφιξή του στην Ελλάδα. Από τότε, συνεχίστηκε η µεταξύ Καποδίστρια και Λεοπόλδου αλληλογραφία µέχρι της παραιτήσεως του τελευταίου, στις 9 Μαίου. Ορισµένοι ιστορικοί θεώρησαν ότι ο Καποδίστριας παρόλο που επανειληµµένα καλούσε τον πρίγκιπα να επιταχύνει την κάθοδο του στην Ελλάδα ταυτόχρονα, µε έντεχνο τρόπο και "στηµένες δολοπλοκίες," του µετέφερε µία "φρικτή" εικόνα της χώρας, ώστε να τον ωθήσει σε παραίτηση. Ο Θιέρσος, µάλιστα, σηµειώνει ότι ο έλληνας κυβερνήτης "έβαλε σε κίνηση όλα τα γρανάζια της πολιτικής του γιανα εµποδίσει τον πρίγκιπα [τον Λεοπόλδο] να λάβει τη µεγάλη απόφαση. Του περιέγραψε την Ελλάδα σαν µία χώρα βυθισµένη στην απόγνωση και στηληστεία [...] Ταυτόχρονα στην ίδια επιστολή του προς τον πρίγκιπα προϋπέθετε σαν κάτι συµφωνηµένο, ότι η µεγαλειότης του θα ασπαζόταν το ορθόδοξο δόγµα" ασκώντας του µε τον τρόπο αυτό "ηθική βία." Και όλα αυτά, σύµφωνα µε τον Θιέρσο, επειδή είχε ως στόχο να εγκαθιδρύσει "οίκο Καποδίστρια" στην Ελλάδα. Στο ίδιο µήκος κύµατος κινείται και η θέση του βαρόνου Στόκµαρ, διπλωµάτη στην υπηρεσία του Λεοπόλδου, που υποστήριζε ότι ο Καποδίστριας προσπάθησε και επέτυχε να αποτρέψει τον Λεοπόλδο, "για να καθίσει αυτός στο θρόνο." Κανένας, βεβαίως, δεν µπορεί να γνωρίζει τις µύχιες σκέψεις και τις κρυφές φιλοδοξίες του Καποδίστρια. Ωστόσο, είναι µάλλον απίθανο, ένας εξαιρετικά έµπειρος διπλωµάτης, όπως αυτός -αρετή κοινώς αναγνωρισµένη από εχθρούς και φίλους- να θεωρούσε πιθανό να αποδεχτούν οι ευρωπαϊκές αυλές την τοποθέτηση στον ελληνικό θρόνο
(άλλά και σε οποιοδήποτε θρόνο) ενός (κατ απονοµή) µικροευγενούς πολιτικού όπως αυτός, χωρίς δυναστικό γενεαλογικό δένδρο, και µάλιστα στο περιβάλλον της µεταναπολεόντειας Ευρώπης, όπου ηγεµόνευε ή αρχή της (δυναστικής) Νοµιµότητας και κυριαρχούσε ακόµη ο φόβος τής επανάληψής ενός βοναπαρτικού τύπου εγχειρήµατος. Ούτε, πάλι, είναι πιθανή η ερµηνεία που προβλήθηκε από τον επιµελητή του έργου του Φίνλεϊ, Τάσου Βουρνά, ο οποίος καταλήγει στο συµπέρασµα, υιοθετώντας την άποψη του σκοτσέζου ιστορικού, ότι ο Καποδίστριας δεν επιθυµούσε την άνοδο του Λεοπολδου στο θρόνο, επειδή ο τελευταίος ήταν όργανο των Άγγλων. Τίποτε όµως δεν δείχνει, παρά τοις ισχυρισµούς του Βουρνά, ότι οι Ρώσοι ήταν εναντίον του Λεοπόλδου. Αντίθετα, ο τσάρος είχε υποστηρίξει τη συγκεκριµένη υποψηφιότητα όταν ακόµη η Βρετανία κρατούσε επιφυλακτική στάση. Ο ίδιος ο Φίνλεϊ, από την άλλη πλευρά, ο οποίος δεν είχε, γενικώς, καµία δυσκολία να κατηγορήσει για ο,τιδήποτε τον Καποδίστρια, δεν δείχνει να ασχολείται µε τις προθέσεις του έλληνα κυβερνήτη, αλλά µε τη στάση του Λεοπόλδου, τον οποίο κατηγορεί για ασυνέπεια και τον χαρακτηρίζει άτοµο χωρίς τις αρετές του πολιτικού και του ηγέτη. Ούτε η φρικτή εικόνα που παρουσίαζε ο Καποδίστριας για την κατάσταση που επικρατούσε στην Ελλάδα ούτε ακόµη και οι δυσκολίες που µπορεί να αντιµετώπιζε ο πρίγκιπας φθάνοντας, είναι επακριβής δικαιολογία για την εγκατάλειψη των υποχρεώσεών του. Ο Λεοπόλδος δεν φαίνεται να είχε πάρει στα σοβαρά την τεράστια ευθύνη που είχε αναλάβει. Το γεγονός, πάντως, είναι ότι ο γερµανός πρίγκιπας παραιτήθηκε, και ως δικαιολογία προέβαλε την άρνηση των Ευρωπαϊκών Δυνάµεων να χορηγήσουν βιώσιµα σύνορα στο νέο κράτος. Ο Λεοπόλδος, ανεξαρτήτως του τι ήθελαν ο Καποδίστριας, οι Άγγλοι, οι Γάλλοι και οι Ρώσοι, φαίνεται ότι αρνήθηκε τελικώς το θρόνο διότι θεώρησε ασύµφορη την ανάρρησή του στην κεφαλή ενός µικρού και, εκτεθειµένου σε κάθε είδους κινδύνους, κράτος. Δεν είχε, άλλωστε, όπως η βαυαρική δυναστεία των Wittelbach, παραδείγµατος χάριν, να επιδείξει κάποιες "φιλελληνικές" περγαµηνές που θα τον διευκόλυναν να αγνοήσει αυτούς τους κινδύνους. Ο γερµανός πρίγκιπας ήταν άτοµο συνηθισµένο να ζει κάτω από εντελώς διαφορετικές, πολιτικές, κοινωνικές και οικονοµικές συνθήκες, και είχε, όπως αποδείχθηκε, πολύ καλύτερες προοπτικές σταδιοδροµίας. Το 1831, µετά την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας του Βελγίου, η Εθνική Συνέλευση της χώρας τον πρότεινε στο αξίωµα του συνταγµατικού µονάρχη. Ανέβηκε στο βελγικό θρόνο, ως Λεοπόλδος Α', στις 21 Ιουλίου 1831, και βασίλεψε µέχρι το 1865. Υπήρξε δε ο ιδρυτής της βασιλικής δυναστείας που εξακολουθεί να κατέχει το βελγικό θρόνο, µέχρι σήµερα. Πάντως, η παραίτησή του, τελικώς, λειτούργησε, έως ένα σηµείο, θετικά ως προς το ζήτηµα των βορείων ελληνικών συνόρων. Η αγγλική πρόταση, µε την οποία διαφώνησε ο Λεοπόλδος ήθελε την οροθετική γραµµή να εκτείνεται "ατό του Μαλιακού κόλπου, να διέλθει δια του Αγρινίου µέχρι του Αχελώου ποταµού, και εντεύθεν να καταλήγει εις την θάλασσα" θέτοντας έτσι την Άρτα και την βορείως του Παγασητικού κόλπου περιοχή εκτός της ελληνικής επικράτειας. Εκείνος αντιπρότεινε τη γραµµή Παγασητικού Κόλπου Αµβρακικού Κόλπου, την οποία θεωρούσε ως sine qua non όρο για την αποδοχή του θρόνου, για να δεχτεί την κατηγορηµατική απάντηση του βρετανού υπουργού των
Εξωτερικών Άµπερντιν, ότι οι όροι αποδοχής του ελληνικού στέµµατος δεν επιδέχονται καµία διαπραγµάτευση και καµία µεταβολή. Τελικώς, όµως, ο Καποδίστριας, µε επιτυχείς διπλωµατικούς χειρισµούς, κατόρθωσε (1831) να άρει τους εδαφικούς περιορισµούς του 4ου Πρωτοκόλλου του 1830, και να επαναφέρει τα σύνορα στη γραµµή που είχε αποφασίσει η Συνθήκη της Αδριανουπόλεως το 1829. Ωστόσο, το θέµα της παραίτησης του Λεοπόλδου χρησιµοποιήθηκε -και αυτό- εναντίον του Καποδίστρια από την αντιπολίτευση, η οποία θεώρησε το γεγονός ως µία καλή ευκαιρία για να απαλλαγούν από την "τυραννία" του. Φαίνεται, µάλιστα ότι οι αντιπολιτευόµενοι, και ιδιαιτέρως ο Μαυροκορδάτος, καθώς κα ορισµένα άλλα στελέχη του αγγλικού κόµµατος, διατηρούσαν µυστική αλληλογραφία µε τον Λεοπόλδο και πως παράλληλα τροφοδοτούσαν κύκλους του αγγλικού υπουργείου Εξωτερικών µε την πληροφορία "ότι οι Έλληνες θα ήθελαν να τον δεχθούν µε ευγνωµοσύνης ως ηγεµόνα τους." Οι πρώτες σχετικές κατηγορίες ξεκίνησαν από µέλη της Γερουσίας, µε τις οποίες µάλιστα συµφωνούσε και ο, γενικώς πράος, πρόεδρος της, Γεώργιος Σισίνης και εντάθηκαν όταν η αντιπολίτευση θεώρησε ότι ο κυβερνήτης µε τις επιστολές του προς τον Λεοπόλδο αποσκοπούσε στη µαταίωση της εκλογής. Ο Καποδίστριας αντέδρασε αντικαθιστώντας τον Σισίνη µε τον Δηµήτρη Τσαµαδό, ενώ παράλληλα απέστειλε εγκύκλιο προς τους Έκτακτους Επιτρόπους, καλώντας τους να περιορίσουν τη δραστηριότητα εκείνων που "νόµιζαν ότι είχαν χρέος να εκφράσουν απευθείας προς την Αυτού Βασιλική Υψηλότητα, τον πρίγκιπα Λεοπόλδο την ευγνωµοσύνη τους, παρακαλώντας τον να φτάσει όσο ταχύτερα στη νέα του πατρίδα." Βιβλιογραφία Νικόλαος Δραγούµης, Ιστορικαί Αναµνήσεις, [Ερµής], Αθήνα 1973, τόµος Α', σσ. 178-184. Διονύσιος Κόκκινος, Η Ελληνική Επανάστασις, [Μέλισσα], Αθήνα 1960, τόµος 12ος, σσ. 186, 189-197, 221 Νικόλαος Σπηλιάδης, Αποµνηµονεύµατα, Αθήνα 1851-1857, τόµος 3ος σσ. 192, 195-196. ΦρειδερίκοςΤιρς, Η Ελλάδα του Καποδίστρια, [Τολίδης] τόµος Β', Αθήνα, χ.χ.έ. σσ. 89, 91 C. Buffin, La jeunesse de Léopold Ier, Brussel, 1914. van een vorstenhuis, Diogenes, 1970. Gerty Colin, Rois et reines de Belgique, 1993. G. Kirschen, Léopold avant Léopold Ier, Brussel, 1998. Theodore Juste, Léopold Ier, roi des Belges, 2 vol., Brussel, 1868. J. L. Thonissen, La Belgique sous le règne de Leopold Ier, 3 Vol., Leuven, 1861.
Εικονογραφήσεις
Συντάκτης: Στέφανος Παπαγεωργίου