ΕΚΠΑ ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ Α.Μ. 1340201000601 Η ΕΞΑΜΗΝΟ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΙΣ ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΘΕΜΑ: «ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. Η ΠΟΙΝΙΚΗ ΣΧΕΣΗ ΩΣ ΕΙΔΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΚΗ ΣΧΕΣΗ» ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΑΝΔΡΕΑΣ Γ. ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΟ ΕΤΟΣ: 2013-2014 1
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ C:\Users\κατερινα\Documents\νομικη\εργασίες\Περιεχόμενα.docx 2
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ ΣτΕ: Συμβούλιο της Επικρατείας ΑΠ: Άρειος Πάγος ΕΣ: Ελεγκτικό Συνέδριο ΕφΑθ: Εφετείο Αθηνών ΤοΣ: Το Σύνταγμα ( περιοδικό) ΔτΑ :Δικαιώματα του Ανθρώπου ( περιοδικό ) ΕΔΔΔ: Επιθεώρηση Δημοσίου Δικαίου και Διοικητικού Δικαίου ( περιοδικό ) ΔιΔικ : Διοικητική Δίκη ( περιοδικό ) ΠοινΧρον : Ποινικά Χρονικά ( περιοδικό ) ΝοΒ : Νομικό Βήμα ( περιοδικό ) ΕλλΔνη : Ελληνική Δικαιοσύνη ( περιοδικό ) Βλ.: Βλέπε σελ. : Σελίδα(ες) όπ. παρ.: Όπου παραπάνω 3
4
I. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Το Ποινικό δίκαιο αποτελεί έναν από τους πλέον ζωντανούς κλάδους του δικαίου. Με αντικείμενό του το έγκλημα, οριακό φαινόμενο της κοινωνικής ζωής, συνδεδεμένο με ανθρώπινα πάθη, εντάσεις και ανυπέρβλητα διλήμματα, το ποινικό δίκαιο αναδεικνύει την έννοια της επιείκειας και τη σπουδαιότητα των ατομικών ελευθεριών, διαφυλάσσει την αξία του ανθρώπου και τις αρχές του κράτους δικαίου, επικοινωνεί με υπέροχες έννοιες που προάγουν τον πολιτισμό, υπενθυμίζει τη σημασία της νηφαλιότητας αντί της αγοραίας αντίδρασης και αποβλέπει στην πραγμάτωση έλλογης δικαιοσύνης σε πνεύμα δημοκρατίας, με γνώμονα τον άνθρωπο του πλατωνικού Πρωταγόρα και τη σκέψη: homo sum; nihil humanum a me alienum puto. Για το λόγο αυτό επισημαίνεται γλαφυρά από θεωρητικούς 1 η έντονη ανατροφοδοτική λειτουργία που υπάρχει μεταξύ συνταγματικών διατάξεων και διατάξεων του ποινικού δικαίου. Το κύριο σημείο επαφής απορρέει από τον ίδιο το δημόσιο χαρακτήρα του ποινικού δικαίου, αφού στο συνταγματικό κείμενο εντοπίζει κανείς διατάξεις που προδιαγράφουν άμεσα τα όρια της ποινικής διαδικασίας (άρθρα 5 και 6 του Συντάγματος), κατοχυρώνουν θεμελιώδη δικαιώματα του κατηγορουμένου (άρθρο 20 1,2 του Συντάγματος) και θεσπίζουν βασικές αρχές του ουσιαστικού ποινικού δικαίου (άρθρο 7 του Συντάγματος). Η ποινική δίκη είναι το πεδίο στο οποίο κρίνεται η αποτελεσματικότητα της προστασίας σειράς ολόκληρης θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται από το Σύνταγμα και από διεθνείς συμβάσεις με αυξημένη τυπική ισχύ σύμφωνα με το άρθρο 28 1 του Συντάγματος. 2 Από την άλλη, στο Σύνταγμα προβλέπονται πολλοί περιορισμοί των συνταγματικών δικαιωμάτων στο πλαίσιο της ποινικής σχέσης ως ειδικής κυριαρχικής σχέσης η οποία προκύπτει από την κυριαρχία ως εννοιολογικό στοιχείο του κράτους και έχει ως άκρα όρια τα ατομικά δικαιώματα του ανθρώπου και του πολίτη. Στο πλαίσιο αυτής της εργασίας, στόχος είναι να αναδειχτεί η σχέση μεταξύ συνταγματικών δικαιωμάτων και ποινικού δικαίου, η προστασία που παρέχεται μέσω του Συντάγματος αλλά και οι περιορισμοί που επιβάλλονται στο πλαίσιο της ποινικής σχέσης ως ειδικής σχέσης κυριαρχίας. Έτσι σε ένα πρώτο μέρος εξετάζονται συνοπτικά ορισμένες γενικές συνταγματικές αρχές που διατρέχουν όλο το συνταγματικό και ποινικό δίκαιο, ενώ στο δεύτερο μέρος της εργασίας γίνεται μια προσπάθεια ανάδειξης της σημασίας των 1 Jean Pradel, Les principles constitutionnels du proces penal, Cahiers du Conseil Constitutionnel, στην ηλ. Διεύθυνση www. Conseil-constitutionnel.fr 2 Για αυτό το ποινικό δικονομικό δίκαιο χαρακτηρίζεται κάποτε εύλογα ως «εφαρμοσμένο συνταγματικό δίκαιο», Νικόλαος Κ. Ανδρουλάκης, Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, Δίκαιο και Οικονομία Π.Ν.Σάκκουλας, Αθήνα 2012, σελ. 34 5
ατομικών δικαιωμάτων στο χώρο της ποινικής διαδικασίας, όπου αποτελεί καίριας σημασίας ζήτημα η προστασία των δικαιωμάτων του κατηγορούμενου. Επιπλέον, αναγκαία προϋπόθεση για να κατανοηθεί η προστασία των ατομικών δικαιωμάτων υπό το πρίσμα της αλληλεπίδρασης συνταγματικού και ποινικού δικαίου είναι η ανάλυση της ποινικής σχέσης ως ειδικής κυριαρχικής σχέσης, στο τρίτο μέρος της εργασίας, καθώς λόγω της ύπαρξής της επιβάλλονται αναγκαστικά ορισμένοι περιορισμοί των ατομικών, θεμελιωδών δικαιωμάτων. Σε ένα τελευταίο μέρος, η εργασία εξετάζει ορισμένα ειδικά θέματα, όπως την προβληματική σχετικά με τα βασανιστήρια καθώς όχι μόνο θίγουν σε μεγάλο βαθμό τις γενικές συνταγματικές αρχές που κατοχυρώνουν τα δικαιώματα του ατόμου, αλλά προσβάλλουν και τις δικονομικές εγγυήσεις των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου. Ακόμη, σημαντικό θέμα αποτελεί η επίδραση του διεθνούς και ευρωπαϊκού δικαίου στο εθνικό δίκαιο, κυρίως μέσω του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (εφεξής ΕΣΔΑ) και εξάγονται τα συμπεράσματα της εργασίας. 6
Α. ΓΕΝΙΚΕΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ 1. ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ Το ποινικό δίκαιο, ως ρυθμιστής δραστικότατων επεμβάσεων της κρατικής εξουσίας σε βασικά έννομα αγαθά και θεμελιώδη ατομικά δικαιώματα του πολίτη, όπως: ελευθερία, περιουσία, τιμή κλπ., συνδέεται στενά με τη συνταγματική νομοθεσία μας, πολλές δε από τις θεμελιώδεις αρχές του προβλέπονται ήδη και στο Σύνταγμα ως κανόνες υπέρτερης τυπικής ισχύος. Με την κατοχύρωσή τους αυτή όχι μόνο αναδεικνύεται η σημασία τους αλλά και εξασφαλίζεται η τήρησή τους σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό. Οι αρχές αυτές είναι: 1. Η αρχή της ενοχής (nullum crimen, nulla poena sine culpa): άρθρο 2 1 Συντ. με την οποία αποκλείεται η αντικειμενική ευθύνη και η χρησιμοποίηση του ανθρώπου ως μέσου προς επίτευξη κρατικών στόχων. 2. Η αρχή ουδέν έγκλημα, ουδεμία ποινή χωρίς πράξη ( nullum crimen, nulla poena sine actu) : άρθρο 7 1 και άρθρο 2 1 Συντ., με την οποία τίθεται φραγμός στην ποινικοποίηση του φρονήματος. 3. Η αρχή της νομιμότητας (nullum crimen, nulla poena sine lege) : άρθρο 7 1 Συντ., η οποία αποτελεί τη σημαντικότερη αρχή του ποινικού δικαίου και επιδιώκει όχι μόνο ασφάλεια δικαίου και προστασία του πολίτη από την αυθαιρεσία της κρατικής εξουσίας, αλλά και προβλεψιμότητα των ποινικών νόμων. 4. Η αρχή της αναλογικότητας: άρθρο 25 1 τελ. εδάφ. Συντ., η οποία αποτελεί την κυριότερη δέσμευση του νομοθέτη και υποδηλώνει ότι μια ποινική κύρωση ως επέμβαση στα ατομικά δικαιώματα του πολίτη μόνο τότε είναι νόμιμη, όταν είναι αναγκαία, κατάλληλη και ανάλογη προς τον επιδιωκόμενο σκοπό, δηλαδή την προστασία από το έγκλημα. 5. Η αρχή ουδεμία ποινή χωρίς δίκη (nulla poena sine processu): άρθρο 96 1 Συντ. η οποία είχε ήδη καθιερωθεί από την αγγλική Magna Charta libertatum το 1215. Για να κατανοήσουμε τη διττή αποστολή του ποινικού δικαίου, που είναι αφενός η προστασία των εννόμων αγαθών και αφετέρου η εξασφάλιση των ατομικών ελευθεριών, καθώς και τις αρχές που το διέπουν, θα πρέπει να κατανοήσουμε αρχικά την υπέρτερη αρχή της έννομης τάξης μας, την αρχή του σεβασμού της ανθρώπινης αξίας. 7
2. Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΣΕΒΑΣΜΟΥ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ Ο άνθρωπος, η αξία του ανθρώπου και η ανθρώπινη αξιοπρέπεια αποτελούν την ανώτατη αξία στην ελεύθερη δημοκρατική τάξη. Εμφαντική της σημασίας της είναι και η θέση της σχετικής συνταγματικής διάταξης καθώς ο συντακτικός νομοθέτης προστατεύει την αξία του ανθρώπου όχι στο δεύτερο μέρος του Συντάγματος που είναι αφιερωμένο στα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, αλλά στο πρώτο μέρος στο οποίο περιέχονται βασικές διατάξεις και καθορίζεται η μορφή του πολιτεύματος. Η αρχή του σεβασμού της ανθρώπινης αξίας, μολονότι δεν αποτελεί κατά κυριολεξία ατομικό δικαίωμα, συνιστά κύριο κατευθυντήριο πρόσταγμα που διατρέχει όλο το συνταγματικό δίκαιο και επηρεάζει άμεσα την ερμηνεία και την εφαρμογή των ουσιαστικών και κυρίως δικονομικών διατάξεων του ποινικού δικαίου. Η αρχή του απαραβίαστου της ανθρώπινης αξίας «χρωματίζει» το συνολικό νομικοπολιτικό σύστημα, στο οποίο προσδίδει ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα. Κατά το άρθρο 2 1 Σ: «Ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας.» Η διάταξη του άρθρου 2 1 ακολουθεί την αντίστοιχη διάταξη του ισχύοντος γερμανικού ομοσπονδιακού συντάγματος του 1949, το οποίο, ύστερα από την απαίσια πείρα της καταπατήσεως της ανθρώπινης προσωπικότητας από το εθνικοσοσιαλιστικό καθεστώς, ήταν το πρώτο που διακήρυξε γενικά το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και την υποχρέωση κάθε κρατικής εξουσίας να την σέβεται και να την προστατεύει. Το Σύνταγμα δεν διακηρύσσει ρητώς το απαραβίαστο της αξίας του ανθρώπου αλλά, ορίζει απευθείας την έννομη συνέπειά της, δηλαδή την πρωταρχική υποχρέωση της πολιτείας να σέβεται και να προστατεύει την αξία του ανθρώπου. Πρόκειται για μία από τις λίγες περιπτώσεις που το Σύνταγμα επιβάλλει ρητώς όχι απλώς όρια, αλλά υποχρεώσεις στο κράτος οι οποίες αφορούν τη λήψη των αναγκαίων νομοθετικών και διοικητικών μέτρων καθώς και την επίδειξη συμπεριφοράς των διοικητικών οργάνων που σέβονται και προστατεύουν την αξία του ανθρώπου. Στη σύγχρονη έννομη τάξη οι διατάξεις των συνταγματικών δικαιωμάτων έχουν διπλή φύση, αντικειμενική και υποκειμενική. Από την αντικειμενική αρχή της προστασίας του ανθρώπου προκύπτει το δικαίωμα ανθρώπινης αξίας του κάθε πολίτη. Ο συντακτικός νομοθέτης προστατεύει αντικειμενικά τον άνθρωπο, την ανθρώπινη αξία και παράλληλα κατοχυρώνει υπέρ κάθε φορέα δικαίωμα ανθρώπινης αξίας. Η διάταξη του άρθρου 2 1, είναι η πρώτη κατά σειρά διάταξη η οποία, όπως ρητά ορίζεται στο άρθρο 110 1Σ, δεν υπόκειται σε αναθεώρηση. Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας αποτελεί την πρώτη αρχή, που 8
συγκροτεί το «αιώνιο Σύνταγμα». 3 Η αναθεώρηση της διάταξης δεν είναι δυνατή προς την κατεύθυνση της ελάττωσης της συνταγματικής προστασίας. Αντίθετα, είναι δυνατή η αναθεώρηση της διάταξης προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης της προστασίας της ανθρώπινης αξίας. 4 Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας, ως αντικειμενική αρχή, είναι ανώτατη δικαιοπολιτική αρχή, καταστατική και γενική αρχή της έννομης τάξης, αλλά και ερμηνευτική αρχή. Η ανθρώπινη αξία είναι το θεμέλιο, το ύψιστο αγαθό και η κατευθυντήρια αρχή του κοινωνικού ανθρωπισμού. Ο κοινωνικός ανθρωπισμός αποσκοπεί στην προστασία της ανθρώπινης αξίας, στην προστασία του ανθρώπου από τον συνάνθρωπο, είτε ως φορέα δημόσιας, είτε ως φορέα ιδιωτικής εξουσίας. Η ανθρώπινη αξία είναι ο σκοπός και η καταστατική αρχή του δικαίου. Στο νομικό χώρο η ανθρώπινη αξία αποτελεί τη βάση, την αρχή και το τέλος της έννομης τάξης. Από την αρχή αυτή αναπτύσσονται όλοι οι κανόνες δικαίου. Νομική διάταξη που βρίσκεται σε αντίθεση προς την αρχή της ανθρώπινης αξίας δεν έχει θέση στο δικαιϊκό σύστημα του κοινωνικού ανθρωπισμού. Η αρχή του απαραβίαστου της ανθρώπινης αξίας συνδέεται άρρηκτα με δύο θεμελιώδεις συνταγματικές υποχρεώσεις: την υποχρέωση των ατόμων να σέβονται και την υποχρέωση του κράτους να σέβεται και να προστατεύει την ανθρώπινη αξία. Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας αποτελεί γενική αρχή του δικαίου, η οποία εφαρμόζεται σε όλη την έννομη τάξη. 5 Πρόκειται για ρητά διατυπωμένη «υπεργενική» αρχή, η οποία ως εκ του περιεχομένου της εφαρμόζεται σε όλες τις μερικότερες δικαιϊκές περιοχές. Αποτελεί, επίσης, ερμηνευτικό κανόνα που αναφέρεται στη συνολική έννομη τάξη και προσδιορίζει το περιεχόμενο όλων των διατάξεων του Συντάγματος αλλά και του κοινού δικαίου. 6 2.1 ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΑΞΙΑ Το δικαίωμα στην ανθρώπινη αξία είναι το ανώτατο μητρικό δικαίωμα. Ανήκει, ως κεντρικό δικαίωμα μαζί με τις δύο γενικές εξειδικεύσεις του στην τριάδα των μητρικών δικαιωμάτων (ανθρώπινη αξία, ελευθερία, ισότητα) και είναι κατεξοχήν ανθρώπινο δικαίωμα. Επομένως, φορείς του δικαιώματος δεν μπορεί παρά να είναι μόνο φυσικά και όχι νομικά πρόσωπα, διότι μόνον άνθρωποι μπορούν να έχουν ανθρώπινη αξία. Το δικαίωμα αναγνωρίζεται σε κάθε άνθρωπο και όχι μόνο στους Έλληνες πολίτες, συνεπώς φορείς του δικαιώματος είναι και οι αλλοδαποί και οι ανιθαγενείς. Ακόμη, το δικαίωμα στην ανθρώπινη αξία είναι απαράγραπτο 3 Δημητρόπουλος, Γενική Συνταγματική Θεωρία (2004), σελ. 257, 288 επ., 292 επ. 4 Δημητρόπουλος, Γενική Συνταγματική Θεωρία (2004), σελ. 289. 5 Δημητρόπουλος, Γενική Συνταγματική Θεωρία (2004), σελ. 104 επ. και 265. 6 Δαγτόγλου, Ατομικά Δικαιώματα Β (2005), σελ. 1323. 9
και αναπαλλοτρίωτο. Παραίτηση από το δικαίωμα της ανθρώπινης αξίας δεν είναι δυνατή, καθώς το δικαίωμα αυτό, ως κατεξοχήν προσωπικό δεν είναι επιδεκτικό ούτε γενικής αλλά ούτε και ειδικής παραίτησης. Αντικείμενο του δικαιώματος είναι το σύνολο της σωματικής, πνευματικής και κοινωνικής υπόστασης του ανθρώπου, επί της οποίας ασκείται η από το δικαίωμα παρεχόμενη εξουσία. Η διάταξη του άρθρου 2 1 Σ ανάγει τον άνθρωπο σε υποκείμενο του δικαίου, καθώς αντικείμενο της συνταγματικής προστασίας είναι ο ίδιος ο άνθρωπος ως σωματική, πνευματική και κοινωνική υπόσταση. Στην ιδέα της προστασίας τη ανθρώπινης αξίας, δεν βρίσκει νομικό έρεισμα ο «πολιτικός θάνατος», η στέρηση δηλαδή της ικανότητας δικαίου προς τον βιολογικό θάνατο. Τον «πολιτικό θάνατο» απαγόρευαν ρητώς τα ελληνικά συντάγματα ως το 1952. Το 1975 θεωρήθηκε αυτονόητη η απαγόρευση του πολιτικού θανάτου και δεν κρίθηκε πια αναγκαία η ρητή διακήρυξή της στο νέο σύνταγμα. Ως αντικείμενο του δικαιώματος η ανθρώπινη αξία αποτελεί πραγματικό και συνταγματικό αγαθό και συντίθεται από τα δύο βασικά στοιχεία που συνθέτουν τη φύση του πράγματος, ύλη και πνεύμα, corpus και animus. Α) Σωματική υπόσταση (corpus) Η ανθρώπινη αξία περιλαμβάνει καταρχήν τη συνολική σωματική υπόσταση του ανθρώπου. Στη σωματική υπόσταση υπάγεται οποιοδήποτε μέρος του ανθρώπινου σώματος. Οποιαδήποτε επέμβαση πάνω στο σώμα του ανθρώπου αντίθετα προς τη θέλησή του δεν είναι σύμφωνη με την αρχή του απαραβίαστου της ανθρώπινης αξίας. Η άσκηση οποιασδήποτε σωματικής βίας (vis absoluta) αντίκειται στην ανθρώπινη αξία. Β) Πνευματική υπόσταση (animus) Η πνευματική υπόσταση ανάγεται στο ανθρώπινο πνεύμα ως λογική, φαντασία ή ως συναισθηματική λειτουργία. Η πνευματική υπόσταση του ανθρώπου προστατεύεται ως ικανότητα και δυνατότητα χρήσης των πνευματικών ιδιοτήτων και ικανοτήτων του ανθρώπου, του ανθρώπινου πνεύματος. Στην ανθρώπινη αξία αντίκειται όχι μόνο η σωματική βία (vis absoluta) αλλά και η ψυχολογική βία (vis compulsiva). 10
2.2 Η ΦΥΣΙΚΗ ΥΠΟΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ. ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΤΗ ΖΩΗ Το δικαίωμα ζωής είναι σύμφυες στον άνθρωπο. Η προστασία του γίνεται ακόμη πιο αναγκαία από το ανέκκλητο της απώλειας της ζωής. Είναι αξιοσημείωτο ότι ο εικοστός αιώνας, που δημιούργησε το κοινωνικό κράτος, παρήγαγε επίσης όχι μόνο τους φονικότερους πολέμους στην ανθρώπινη ιστορία, αλλά και ένα εξωπολεμικό, κρατικά οργανωμένο όλεθρο: τα ολοκληρωτικά καθεστώτα ποικίλης μορφής και πολιτικής απόχρωσης, όπως προπάντων το εθνικοσοσιαλιστικό καθεστώς του Χίτλερ όπου εξοντώθηκαν δεκάδες εκατομμύρια άνθρωποι. Το φαινόμενο της ζωής αποτελεί την κορωνίδα της δημιουργίας. Η ζωή αποτελεί πράγματι το υπέρτατο, το πρωταρχικό αγαθό, τη βάση της ανθρώπινης αξίας. Η ανθρώπινη ζωή απειλείται από διάφορους παράγοντες, τόσο από την κρατική όσο και από την ιδιωτική εξουσία. Χωρίς την προστασία της ζωής περιττεύει οποιαδήποτε άλλη προστασία. Κατά το άρθρο 5 2 Σ «όλοι όσοι βρίσκονται στην Ελληνική Επικράτεια απολαμβάνουν την απόλυτη προστασία της ζωής, της τιμής και της ελευθερίας τους, χωρίς διάκριση εθνικότητας, φυλής, γλώσσας και θρησκευτικών ή πολιτικών πεποιθήσεων. Εξαιρέσεις επιτρέπονται στις περιπτώσεις που προβλέπει το διεθνές δίκαιο». Με τη διάταξη αυτή ο Έλληνας συντακτικός νομοθέτης παρέχει απόλυτη προστασία της ζωής σε όλους όσους βρίσκονται στην Ελληνική Επικράτεια. Παρά την πομπώδη αναφορά, κανένα διεθνές κείμενο δεν περιέχει αληθινές και πρακτικές εγγυήσεις ενός δικαιώματος στη ζωή. Το ΔΣΑΠΔ απαιτεί απλώς να υπάρχει νομοθετημένη απαγόρευση της αυθαίρετης αφαιρέσεως της ζωής, αφενός να τιμωρείται από την πολιτεία η εγκληματική πράξη της αφαίρεσης της ζωής και αφετέρου, αν ισχύει η θανατική ποινή, αυτή να προβλέπεται δια νόμου και «μόνο για τα πιο σοβαρά εγκλήματα» (άρθρο 6 ΔΣΑΠΔ). Η έννοια «πιο σοβαρά εγκλήματα» σημαίνει ότι η θανατική ποινή θα επιβάλλεται σε περιπτώσεις όλως εξαιρετικές και με αυστηρή τήρηση των δικονομικών εγγυήσεων της ποινικής δίκης. Το άρθρο 2 της ΕΣΔΑ, ακόμη, περιέχει μερική εξασφάλιση του δικαιώματος στη ζωή. Εξαγγέλει δέσμευση του κράτους να παρέχει τις απαραίτητες νομικές εγγυήσεις για την προστασία της ανθρώπινης ζωής και να εξασφαλίζει την προστασία στις μεταξύ των ατόμων σχέσεις. Η ζωή προστατεύεται και από το ποινικό δίκαιο απολύτως. Για το λόγο αυτό, η τυχόν συναίνεση του παθόντος στην κατάλυση της ζωής του δεν ισχύει ως λόγος άρσης του αδίκου χαρακτήρα της ανθρωποκτονίας. Το δίκαιο δεν μπορεί να προσδώσει νομικό κύρος στην ελευθερία διαθέσεως της ίδιας ζωής, εφόσον αυτή οδηγεί στο θάνατο και επομένως στην άρση κάθε ελευθερίας. Η ποινική λοιπόν προστασία της ανθρώπινης ζωής χωρεί απολύτως, άνευ όρων, υπό οποιαδήποτε μορφή και υπό οποιεσδήποτε συνθήκες. Όσον αφορά τη μορφή, και κάτω από την πιο 11
αποτρόπαια και άθλια όψη, η ανθρώπινη ζωή συνιστά πρόσφορο αντικείμενο ανθρωποκτονίας. Έτσι, ανθρωποκτονία διαπράττει και ο φονεύς κυοφορούμενου αλλά και όποιος επιταχύνει το θάνατο ενός ήδη ετοιμοθάνατου. Σχετικά με τις συνθήκες πρέπει να παρατηρηθεί ότι δεν είναι νοητή η ύπαρξη συνθηκών κάτω από τις οποίες η θανάτωση ανθρώπου από άνθρωπο παρίσταται δικαιολογημένη. Παρ όλα αυτά, γίνεται δεκτό ότι δύο τουλάχιστον άλλα έννομα αγαθά είναι τόσο σημαντικά, ώστε χάρη της προστασίας τους να δικαιολογείται και η θυσία της ανθρώπινης ζωής. Αυτά είναι η αυθεντία της εννόμου τάξεως και η ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Επομένως, η αφαίρεση ζωής μπορεί να δικαιολογηθεί μόνον όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 21ΠΚ (προσταγή) ή του άρθρου 22ΠΚ (άμυνα). Ειδικότερα η ανθρωποκτονία σε άμυνα δικαιολογείται μόνο όταν αποκρούεται βία κατά ανθρώπου και όχι όταν προσβάλλονται περιουσιακά αγαθά. Η ποινική σχέση πολιτείας και δράστη αποτελεί ειδική κυριαρχική σχέση ιδιαίτερης έντασης και δοκιμασίας των συνταγματικών δικαιωμάτων. Στο πλαίσιο της ποινικής σχέσης επέτρεπε η προηγούμενη συνταγματική ρύθμιση την επιβολή της θανατικής ποινής για ορισμένα εγκλήματα. Τα όρια της νομικής προστασίας του δικαιώματος στη ζωή, εχαράσσοντο από τις διατάξεις που επέτρεπαν την επιβολή της θανατικής ποινής για ορισμένα εγκλήματα, η οποία προβλεπόταν στο άρθρο 50ΠΚ και καταργήθηκε με το άρθρο 33 του Ν.2172/1993, ενώ συνταγματικά καταργήθηκε με την αναθεώρηση του 2001. 7 Στην κλίμακα της αναγκαιότητας και της εντεύθεν σημασιολογικής κατάταξης, μετά τη ζωή ακολουθεί η υγεία του ανθρώπου. Η φυσική κατάσταση του ανθρώπου αποτελεί τη βάση και την προϋπόθεση της άσκησης πολλών συνταγματικών δικαιωμάτων. Η υγεία αποτελεί φυσικό αγαθό που δέχεται παντοειδείς απειλές. Απειλείται όχι μόνο από φυσικούς λόγους αλλά και από ανθρώπινες ενέργειες, τόσο των φορέων της κρατικής εξουσίας, όσο και των ιδιωτών. Οι κίνδυνοι αυτοί είτε είναι άμεσοι, π.χ. βασανιστήρια, είτε έμμεσοι, π.χ. καταστροφή του περιβάλλοντος και εντεύθεν βλάβη της υγείας. 8 Στο πλαίσιο της ειδικής κυριαρχικής ποινικής σχέσης δεν επιτρέπεται ουδεμία βλάβη της υγείας, ουδείς περιορισμός του δικαιώματος υγείας. Ιδιαίτερα απαγορεύονται τα βασανιστήρια είτε ως ανακριτικό μέσο, είτε ως ποινή. Ποινές που επεβάλλοντο παλαιότερα, όπως μαστίγωμα, ακρωτηριασμοί κλπ., δεν είναι ανεκτοί στη σύγχρονη έννομη τάξη. Παρόλα αυτά, ιδιαίτερης μορφής 7 Εκτός από τον φυσικό, παλαιότερα ήταν δυνατή η επιβολή της ποινής του πολιτικού θανάτου. Πολιτικός θάνατος είναι ο τερματισμός της κατά δίκαιο προσωπικότητας. Με τον πολιτικό θάνατο τερματίζονται οι έννομες σχέσεις ως να επρόκειτο για φυσικό θάνατο και επέρχονται όλες οι έννομες συνέπειες της επέλευσής του, όπως μεταβίβαση της περιουσίας στους κληρονόμους κλπ. Ο πολιτικός θάνατος, που προβλεπόταν αρχικά από την ποινική νομοθεσία, απαγορεύτηκε συνταγματικά. Στο ισχύον Σύνταγμα η απαγόρευση, ως αυτονόητη, δεν περιέχεται. 8 Δημητρόπουλος, Συνταγματικά Δικαιώματα, εκδ. Σάκκουλα Αθήνα- Θεσσαλονίκη 2008, σελ.405. 12
περιορισμό, δηλαδή συρρίκνωση του περιεχομένου του δικαιώματος υγείας αποτελεί η συναίνεση. Η συναίνεση, κατ εξαίρεση επιτρέπει παρεμβάσεις στην προστατευόμενη περιοχή, εφόσον γίνονται σύμφωνα με τη θέληση του φορέα του δικαιώματος και αίρει τον αντισυνταγματικό χαρακτήρα της επέμβασης, εφόσον και κατά το μέτρο που υπάρχει αιτιώδης συνάφεια ανάμεσα στο δικαίωμα και στη σχέση, εφόσον δηλαδή υπάρχει ασθένεια και η επέμβαση είναι κατά τους κανόνες της επιστήμης απαραίτητη για την αντιμετώπισή της, π.χ. αιμοληψία, χειρουργική επέμβαση κλπ. Ευθανασία- Αυτοκτονία Η συνταγματική προστασία της ζωής αποκρούει οποιαδήποτε αντίληψη «αναξιότητας προς το ζην» για λόγους σωματικής ή πνευματικής αναπηρίας, «κατώτερης καταγωγής, φυλής» κλπ. Η άσκηση οποιασδήποτε μορφής ευγονικής πολιτικής είναι αντίθετη προς το Σύνταγμα. Αλλά και η ακούσια ευθανασία δεν είναι σύμφωνη με την απόλυτη προστασία του αγαθού της ζωής (300, 301 ΠΚ). Κατά τον Ανδρουλάκη, ευθανασία είναι η σύντμησις της επιθανάτιου αγωνίας ενός επωδύνου θνήσκοντος. 9 Η ευθανασία δεν αποτελεί λόγο άρσης του αδίκου της ανθρωποκτονίας, το αντίθετο θα αντέφασκε καιρίως προς το γνωστό μας απόλυτο χαρακτήρα της προστασίας του εννόμου αγαθού της ανθρώπινης ζωής. Ακόμη, το Σύνταγμα στο άρθρο 5 2 κατοχυρώνει το δικαίωμα στη ζωή ως δικαίωμα θετικού και όχι αρνητικού περιεχομένου, δεν αναγνωρίζει δηλαδή δικαίωμα στο θάνατο, «δικαίωμα αυτοκτονίας» ή «εκούσιας ευθανασίας». Η τιμώρηση της απόπειρας αυτοκτονίας θα ήταν ολωσδιόλου άσκοπη και αδικαιολόγητη. Γι αυτό και ο Ποινικός Κώδικας ορίζει σαφώς στο άρθρο 299 1 ότι αξιόποινη είναι η θανάτωση άλλου. Η απόπειρα αυτοκτονίας δεν είναι ποινικώς αξιόλογη αδικοπραγία. Στο πλαίσιο της θεωρίας του ωφελιμισμού (utilitarianism), ο Άγγλος φιλόσοφος John Stuart Mill διατύπωσε την αρχή της ετερο-βλάβης (harm principle), σύμφωνα με την οποία, ο μόνος λόγος για τον οποίο μπορεί να ασκηθεί νομίμως κρατική βία σε οποιοδήποτε μέλος μιας πολιτισμένης κοινωνίας ενάντια στη θέλησή του, είναι να αποτραπεί η πρόκληση βλάβης σε άλλους. 10 Μόνον όταν υπάρχει ανάγκη να αποτραπεί βλάβη άλλων, συμμετεχόντων στην κοινή συμβίωση, επιτρέπεται να απειληθεί και να 9 Ανδρουλάκης Ν., Ποινικόν Δίκαιον, Ειδικό Μέρος, εκδ. Αντ.Ν.Σάκκουλα 1974, σελ. 25 10 «The only purpose for which power can be rightfully exercised over any member of a civilized community against his will is to prevent harm to others» Bl. Mill, On Liberty, 1859, του ίδιου, Utilitarianism, London 1863, Urmson, The Interpretation of the Moral Philosophy of J.S.Mill, The Philosophical Quarterly 3 (1953) 33 επ. 13
επιβληθεί ποινή. 11 Αν αντίθετα υπάρχει ανάγκη να προστατευθεί ο ίδιος ο πράττων από αυτοβλάβη, ποινή δεν επιτρέπεται. Ο νομικός πατερναλισμός (legal paternalism) δεν αναγνωρίζεται ειμή μόνον σε εντελώς εξαιρετικές περιπτώσεις, όπου ο βλαπτόμενος στερείται αυτονομίας, είναι π.χ. ανήλικος ή παράφρων. Έτσι, δεν τιμωρείται η απόπειρα αυτοκτονίας, τιμωρείται όμως η συμμετοχή σε αυτοκτονία άλλου. Ομοίως τιμωρείται η χρήση ναρκωτικών και η καλλιέργεια ναρκωτικών προς ιδία χρήση, διότι η λήψη ναρκωτικών συνιστά μεν αυτοβλάβη αλλά συγχρόνως οδηγεί σε ολοκληρωτική άρση της αυτονομίας του ατόμου. Με τη χρήση ναρκωτικών δεν βλάπτεται μόνο ο ίδιος ο χρήστης, αλλά και άλλοι: η οικογένειά του, ο κοινωνικός του περίγυρος και η κοινωνία γενικότερα, μπορεί δε και να επηρεάσει δυσμενώς με το παράδειγμά του τους άλλους. Η θέση λοιπόν ότι η ποινή μπορεί να απειληθεί μόνον προς αποτροπή βλάβης άλλου είναι θεμελιώδης και για το ποινικό μας δίκαιο, τελεί δε σε αρμονία με τη φύση του ποινικού δικαίου, με τις θεμελιώδεις συνταγματικές αρχές μας αλλά και με τον ίδιο το σκοπό του δικαίου, που είναι η εξασφάλιση της κοινωνικής ειρήνης με ρύθμιση των εξωτερικών σχέσεων του ατόμου. 2.3 ΠΟΙΝΙΚΗ ΣΧΕΣΗ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΑΞΙΑ Η ποινική σχέση αποτελεί πεδίο ορισμού, πεδίο δοκιμασίας της ανθρώπινης αξίας και γενικότερα των συνταγματικών δικαιωμάτων. Μέσα στο πλαίσιο της ποινικής σχέσης η ανθρώπινη αξία περιορίζεται σημαντικά, υπόκειται σε περιορισμούς των οποίων η νομιμότητα εξαρτάται από την αιτιώδη συνάφεια. Η εφαρμογή της αρχής της ανθρώπινης αξίας αποκλείει την επιβολή ορισμένων ποινών, όπως είναι ο βασανισμός, η μαστίγωση κλπ., η απαγόρευση των οποίων προβλέπεται ρητά από το Σύνταγμα και από Διεθνείς Συμβάσεις, όπως θα αναλυθεί στον οικείο τόπο. Από την αρχή της αξίας του ανθρώπου συνάγεται η αρχή της ενοχής (nullum crimen, nulla poena sine culpa). Η διαπίστωση ότι έχει τελεσθεί μια πράξη τελειωτικά άδικη, μη καλυπτόμενη από κάποιον λόγο άρσης του αδίκου, δεν αρκεί για την επιβολή ποινής στο δράστη, έστω και αν ο τελευταίος είναι αντικειμενικά επικίνδυνος για την κοινωνία. Η ποινή, ως έκφραση ιδιαίτερης αποδοκιμασίας και προσωπικός στιγματισμός του δράστη, προϋποθέτει επιπλέον, ότι η έννομη τάξη μπορεί και να τον μεμφθεί, να του απευθύνει ψόγο. Θα πρέπει, επομένως, το άδικο που έθεσε ο δράστης με την πράξη του να μπορεί να καταλογισθεί στην ενοχή του. Αν δεν υπάρχει ενοχή, ποινική κύρωση σε βάρος του δράστη δεν είναι 11 Έτσι και το άρθρο 5 της Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη: Ο νόμος δεν δικαιούται να απαγορεύσει ειμή μόνον τις βλαπτικές για την κοινωνία πράξεις. 14
δυνατή, όσο βαρύ κι αν είναι το άδικο που έθεσε, η δε τυχόν ιδιαίτερη επικινδυνότητα του δράστη μόνο με μέσο ασφαλείας μπορεί να αντιμετωπισθεί. Ποινή χωρίς ενοχή είναι συνταγματικώς ανεπίτρεπτη, διότι μια ποινή χωρίς ενοχή παραβιάζει την αρχή της αξίας του ανθρώπου αφού σημαίνει χρησιμοποίηση του ανθρώπου ως μέσου, ως πράγματος προς εκφοβισμό, αλλά και την αρχή του κράτους δικαίου, αφού συνίσταται σε μεταχείριση άδικη, αποδίδει στο δράστη μια κοινωνικοηθική μομφή χωρίς να υπάρχει η λογικώς απαραίτητη δικαιολογική βάση της, η ενοχή. 12 3. ΤΟ ΤΕΚΜΗΡΙΟ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ Η ΑΡΧΗ «IN DUBIO PRO REO» Το ελληνικό Σύνταγμα δεν κατοχυρώνει ρητά το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου αν και προκύπτει κατά λογική αναγκαιότητα από τις συνταγματικές επιταγές για την προσωπική ασφάλεια. Αυτό κατοχυρώνεται σήμερα προεχόντως από το άρθρο 6 2 ΕΣΔΑ («Παν πρόσωπον κατηγορούμενον επί αδικήματι τεκμαίρεται ότι είναι αθώον μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του») αλλά και από το άρθρο 14 2 ΔΣΑΠΔ και έτσι έχει αυξημένο τυπικό κύρος. Το τεκμήριο αθωότητας αποτελεί μια δικονομική εγγύηση υπέρ του κατηγορουμένου και των ατομικών δικαιωμάτων του και από αυτό συνάγεται υποχρέωση της πολιτείας και ειδικότερα του εθνικού νομοθέτη για τη λήψη θετικών μέτρων για την αποτροπή ενεργειών που προσβάλλουν τα ατομικά δικαιώματα το κατηγορουμένου. Ως προς τη φύση του τεκμηρίου υπάρχει η άποψη που υποστηρίζει ότι το τεκμήριο θα μπορούσε να είναι μια γενικότερη αρχή του σεβασμού της ανθρώπινης αξίας και όχι μια δικαιοκρατική αρχή 13, καθώς για εμάς σήμερα είναι προτιμότερο να ξεφύγει από την επιβολή ποινής ένας ενδεχομένως ένοχος, παρά να καταδικασθεί και να τιμωρηθεί ένας ενδεχομένως αθώος. 14 Επομένως, ο κανόνας in dubio pro reo ανήκει στο ουσιαστικό ποινικό δίκαιο και η παράβασή του θεμελιώνει τον αντίστοιχο λόγο αναίρεσης (άρθρα 510 1 Ε, 484 1 β ΚΠΔ). Το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου πρώτη φορά κατοχυρώθηκε στο δίκαιο της Γαλλικής Επανάστασης με την εισαγωγή του συστήματος της ηθικής απόδειξης. Πράγματι, στο άρθρο 9 της «Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη» του 1789 αναφέρεται: «κάθε 12 Ανδρουλάκη I, 472, Κοτσαλή, Ενοχή, ποινή και ελευθερία της βουλήσεως, ΝοΒ 49 (2001) 1258. 13 Κάβουρας Γ., Το τεκμήριο αθωότητας, Η έκταση ισχύος και η λειτουργία του- Η δικονομική θέση του κατηγορουμένου στο σύστημα δικαίου, εκδ. Αντ. Σάκκουλα Αθήνα- Κομοτηνή 2003, σελ. 109. 14 Άλλοι (π.χ. Stree, In dubio pro reo, 1962, σελ.19) καταλήγουν στο ίδιο συμπέρασμα με τη σκέψη ότι η αρχή in dubio pro reo συνάγεται από την αρχή nullum crimen sine lege υπό τη σκέψη ότι το sine lege δεν σημαίνει απλά και μόνο την ύπαρξη του οικείου ποινικού νόμου αλλά και την in concreto βεβαιότητα ως προς τη συνδρομή των προϋποθέσεων του. Περιεχόμενο των ποινικών νόμων είναι: «όποιος με βεβαιότητα έπραξε αυτό και εκείνο τιμωρείται» και όχι: «όποιος πιθανώς έπραξε αυτό και εκείνο τιμωρείται». 15
άνθρωπος τεκμαίρεται αθώος μέχρις ότου κηρυχθεί ένοχος» («Tout home est présumé innocent jusqu á ce qu il ait été déclaré coupable»). Αντίθετα με άλλα ξένα συνταγματικά κείμενα, τα ελληνικά Συντάγματα δεν κατοχυρώνουν ρητά το τεκμήριο της αθωότητας, με μόνη εξαίρεση το Σύνταγμα της Τροιζήνας του 1827 (άρ. 15 «Έκαστος προ της καταδίκης του δεν λέγεται ένοχος»). 3.1 ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΟΥ ΣΥΝΘΕΤΟΥΝ ΤΟ ΤΕΚΜΗΡΙΟ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ Από τη γραμματική ερμηνεία του άρθρου 6 2 της ΕΣΔΑ προκύπτουν τα εξής τρία στοιχεία που συνθέτουν την έννοια του τεκμηρίου αθωότητας: α)οι προϋποθέσεις για την αναγνώριση του τεκμηρίου, β)η έκταση ισχύος του τεκμηρίου και γ)ποια πρόσωπα δεσμεύει το τεκμήριο της αθωότητας του κατηγορουμένου. Για τη συνδρομή του τεκμηρίου της αθωότητας πρέπει να υφίστανται τα ακόλουθα: πρέπει να υπάρχει πρόσωπο με την ιδιότητα του κατηγορούμενου που να έχει κατηγορηθεί για τη διάπραξη εγκλήματος. Ως πρόσωπο δεν νοείται μόνο κάθε φυσικό πρόσωπο, ημεδαπός ή αλλοδαπός, αλλά και τα νομικά πρόσωπα, εφόσον προβλέπεται η ποινική ευθύνη τους από την εθνική νομοθεσία. Η ιδιότητα του κατηγορούμενου ποικίλλει από έννομη τάξη σε έννομη τάξη αλλά γενικά ισχύει ότι η ιδιότητα αυτή αποκτάται μόνο μετά την άσκηση της ποινικής δίωξης και αποτελεί μια μορφή εγγύησης και προστασίας, αφού με αυτήν γίνεται φορέας και μπορεί να ασκήσει τα δικαιώματα που του παρέχονται από την εθνική νομοθεσία στο πλαίσιο της ποινικής δίκης. Το τεκμήριο αθωότητας ισχύει για τη διάπραξη εγκλήματος με την τεχνική έννοια του όρου στο ποινικό δίκαιο (άρ. 14 ΠΚ), επομένως δεν ισχύει για πειθαρχικά παραπτώματα, διότι η φύση τους είναι διαφορετική από αυτήν των εγκλημάτων και δεν καταγράφονται στο ποινικό μητρώο, εκτός αν συγκεντρώνουν τα ουσιαστικά στοιχεία του εγκλήματος. Σχετικά με τη διάρκεια ισχύος του τεκμηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 6 2 ΕΣΔΑ το τεκμήριο αθωότητας ισχύει όχι μέχρι την κήρυξη της ενοχής, αλλά μέχρι το σχηματισμό δικανικής πεποίθησης ως προς αυτήν, δηλαδή μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής, οπότε και καταλύεται. Αποδεικτέα, επομένως, είναι η ενοχή και όχι η αθωότητα. Ως προς την απόδειξη, στο τεκμήριο αθωότητας δεν έχουμε να κάνουμε με το βάρος της αποδείξεως, αφού στην ποινική δίκη δεν τίθεται τέτοιο ζήτημα. Το τεκμήριο αθωότητας αποτελεί κανόνα για το περιεχόμενο της απόδειξης, ορίζει δηλαδή τι πρέπει να αποδειχτεί και όχι ποιος θα το αποδείξει. Από το γράμμα της 2 του άρ. 6 ΕΣΔΑ προκύπτει ότι η απόδειξη που θα οδηγήσει στην καταδίκη 16
οφείλει να είναι πλήρης απόδειξη με την έννοια του ποινικού δικονομικού δικαίου. Επίσης, είναι προφανές ότι το τεκμήριο ισχύει όχι μόνο κατά την αποδεικτική διαδικασία, αλλά και στη συνέχεια, δηλαδή στο στάδιο της κύριας διαδικασίας μέχρι την ολοκλήρωσή της. Εφόσον δεν αποδεικνύεται νόμιμα η ενοχή του κατηγορουμένου, το δικαστήριο υποχρεούται να εκδώσει αθωωτική απόφαση, ακόμη και αν εξακολουθεί να έχει υπόνοια. Η παλιά «ποινή της υπόνοιας» αντίκειται στο τεκμήριο της αθωότητας. 15 Κατά κύριο λόγο, το τεκμήριο αθωότητας δεσμεύει τους δικαστές που συγκροτούν το δικαστήριο και που θα αποφασίσουν τελικά για την ενοχή ή όχι του κατηγορούμενου. Επίσης, δεσμεύονται όλα τα δικαστικά πρόσωπα και τα κρατικά όργανα που λαμβάνουν μέρος στην ποινική διαδικασία με οποιοδήποτε τρόπο (π.χ. γραμματείς, εισαγγελείς, ανακριτικοί υπάλληλοι, αστυνομικά όργανα, δικηγόροι). Τέλος, επειδή το τεκμήριο αθωότητας περιέχεται σε νόμο αυξημένης τυπικής ισχύος στη χώρα μας (ΕΣΔΑ), δεσμεύει και τον κοινό νομοθέτη να εξαλείψει από τις διατάξεις του ποινικού δικονομικού διακαίου ρυθμίσεις οι οποίες προσβάλλουν το τεκμήριο. 3.2 Η ΣΧΕΣΗ ΤΟΥ ΤΕΚΜΗΡΙΟΥ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΑΡΧΗ «IN DUBIO PRO REO» Το τεκμήριο αθωότητας είναι συγγενές με την αρχή «in dubio pro reo», αλλά όχι ταυτόσημο. Η αρχή «in dubio pro reo» εφαρμόζεται στο τελικό στάδιο της ποινικής διαδικασίας, δηλαδή στην έκδοση της αποφάσεως, ενώ το τεκμήριο αθωότητας έχει ευρύτερο περιεχόμενο και διατρέχει όλα τα στάδια της ποινικής δίκης. Ο συνδετικός κρίκος μεταξύ της αρχής των αμφιβολιών και το τεκμηρίου αθωότητας είναι το ότι ο κατηγορούμενος αν δεν αποδειχθεί η εναντίον του κατηγορία, δεν πρέπει να αποδείξει την αθωότητά του και επανέρχεται στη νομική κατάσταση στην οποία βρισκόταν πριν την εξαγγελία της εις βάρος του κατηγορίας. 16 Το τεκμήριο αθωότητας αποτελεί ανεξάρτητη αρχή του ποινικού δικαίου και βασίζεται σε άλλες βασικές αρχές τόσο του ουσιαστικού, όσο και του δικονομικού δικαίου. Η σχέση μεταξύ της αρχής των αμφιβολιών και του τεκμηρίου της αθωότητας δεν είναι σχέση αλληλεξάρτησης και υπόταξης, αλλά γίνονται αντιληπτές ως δύο αυτοτελείς 15 Ο Μέγας Φρειδερίκος με μυστική του διαταγή της 8-10-1754 όριζε ότι, εφόσον, καίτοι δεν αποδείχθηκε πλήρως η ενοχή, υφίσταται μέγιστη υπόνοια για την ύπαρξή της, ο κατηγορούμενος για ανθρωποκτονία που δεν ομολόγησε πρέπει να φυλακίζεται σιδηροδέσμιος για όλη του τη ζωή. Ο θεσμός της «ποινής υπόνοιας» έδωσε αφορμή σε πολλές καταχρήσεις και αδικίες, με αποτέλεσμα να γίνει γρήγορα αντιληπτό, ότι αυτές οι δήθεν ποινές οι οποίες επεβάλλοντο στην πραγματικότητα όχι για το σχετικό έγκλημα, αλλά για κάτι άλλο (την υπόνοια), για το οποίο ο κατηγορούμενος δεν έφερε σώνει και καλά ευθύνη, αποτελούσαν τον «τάφο της δικαιοσύνης». Νικόλαος Κ. Ανδρουλάκης, Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, Δίκαιο και Οικονομία Π.Ν.Σάκκουλας, Αθήνα 2012, σελ. 218. 16 Κάβουρας Γ., Το τεκμήριο αθωότητας, Η έκταση ισχύος και η λειτουργία του- Η δικονομική θέση του κατηγορουμένου στο σύστημα δικαίου, εκδ. Αντ. Σάκκουλα Αθήνα- Κομοτηνή 2003, σελ. 219. 17
αρχές. Κάθε φορά που μια από τις δύο αρχές παραβιάζονται, ταυτόχρονα παραβιάζονται και άλλες θεμελιώδεις αρχές δικαίου στις οποίες αυτές βασίζονται. 4. Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΕΓΚΛΗΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΟΙΝΩΝ. NULLUM CRIMEN, NULLA POENA SINE LEGE. Το άρθρο 7 1 Σ. αναφέρει τα εξής: «Έγκλημα δεν υπάρχει, ούτε ποινή επιβάλλεται χωρίς νόμο που να ισχύει πριν από την τέλεση της πράξης και να ορίζει τα στοιχεία της. Ποτέ δεν επιβάλλεται ποινή βαρύτερη από εκείνη που προβλεπόταν κατά της τέλεση της πράξης.» Με αυτόν τον τρόπο κατοχυρώνεται η θεμελιώδης αρχή της νομοθετικής πρόβλεψης του εγκλήματος και της ποινής, σημαντικότερη αρχή του ποινικού δικαίου, θεμέλιο και οδηγός του ποινικού νομοθέτη και του ποινικού δικαστή. Η αρχή της νομιμότητας είναι, πρώτα απ όλα, μια αρχή του δικαίου. Είναι δηλαδή κανόνας δικαίου που αποτελεί θεμέλιο των λοιπών, οι οποίοι δεν ισχύουν αν την παραβιάζουν. Εκτός από το Σύνταγμα ( άρθρο 7 1) και τον ΠΚ ( άρθρο 1), καθιερώνεται και σε υπερεθνικά νομοθετικά κείμενα, υπέρτερης τυπικής ισχύος, όπως στην ΕΣΔΑ και στο ΔΣΑΠΔ. 17 Το ΔΕΚ την αναγνωρίζει ως μέρος των γενικών αρχών του δικαίου επί των οποίων έχουν θεμελιωθεί οι κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. 18 Με την αρχή αυτή δεν επιδιώκεται μόνο ασφάλεια δικαίου και προστασία του πολίτη από την αυθαιρεσία της κρατικής εξουσίας, αλλά και προβλεψιμότητα των ποινικών νόμων. Η αρχή της νομιμότητας θεμελιώνεται ακόμη στην αρχή της διάκρισης των λειτουργιών: ούτε ο δικαστής επιτρέπεται να νομοθετεί και να θεσπίζει την ποινή που ο ίδιος επιβάλλει, αλλά ούτε και ο νομοθέτης επιτρέπεται να δικάζει συγκεκριμένη πράξη την οποία ο ίδιος κατέστησε αξιόποινη. Η αρχή της νομιμότητας, τέλος, διασφαλίζει τη δημοκρατική θεμελίωση της ποινικής εξουσίας: η ποινή, ως το φραστικότερο μέσο κρατικού καταναγκασμού, επιτρέπεται να στηρίζεται μόνον σε απόφαση των εκπροσώπων της λαϊκής κυριαρχίας. Αντίστροφα, ο δικαστής δεν επιτρέπεται να είναι ο δημιουργός του ποινικού νόμου. Η αρχή ουδέν έγκλημα, ουδεμία ποινή χωρίς νόμο, εξειδικεύεται σε τέσσερις επί μέρους αρχές: 17 Άρθρο 7 1 Σ.: «Έγκλημα δεν υπάρχει ούτε ποινή επιβάλλεται χωρίς νόμο που να ισχύει πριν από την τέλεση της πράξης και να ορίζει τα στοιχεία της. Ποτέ δεν επιβάλλεται ποινή βαρύτερη από εκείνη που προβλεπόταν κατά την τέλεση της πράξης.» και άρθρο 1 ΠΚ: «Ποινή δεν επιβάλλεται παρά για τις πράξεις εκείνες για τις οποίες ο νόμος την είχε ρητά ορίσει πριν από την τέλεσή τους». Ακόμη, άρθρο 7 ΕΣΔΑ, άρθρο 15 1 ΔΣΑΠΔ, άρθρο 11 2 Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (1948), αλλά και τα «Δίκαια του Ανθρώπου» του Ρήγα Βελεστινλή. Εν όψει των ανωτέρω, λοιπόν, δικαίως θεωρείται ότι η εν λόγω αρχή έχει σήμερα οικουμενικό χαρακτήρα. 18 Απόφ. C-303/05, Advocaten voor Wereld Leden van den Ministerraad της 3 ης Μαΐου 2007 (τμ. Μείζονος συνθέσεως). 18
1. Απαγορεύεται η θεμελίωση ή η επιβάρυνση του αξιοποίνου βάσει εθίμου (n.c.n.p.s.l.scripta). Ο νόμος του άρθρου 7 Σ. είναι ο κανόνας δικαίου, δηλαδή ο γραπτός κανόνας δικαίου, ο τυπικός νόμος, που ψηφίστηκε από τη Βουλή και εκδόθηκε σύμφωνα με τους νόμιμους τύπους, με τον οποίο θεμελιώνεται το αξιόποινο μιας συγκεκριμένης συμπεριφοράς ή μιας πράξης. Ως γραπτός κανόνας δεν νοείται βεβαίως το έθιμο που μπορεί να μειώνει ή να εξαλείφει το αξιόποινο. Το έθιμο προϋποθέτει όχι μόνον συνείδηση δικαίου (opinion iuris) αλλά και «μακρά χρήση» (longus usus). Η «εν συνειδήσει δικαίου», λοιπόν, μακρά χρήση ενός εθιμικού κανόνα που θεμελιώνει ή επιβαρύνει το αξιόποινο συνιστά παρανομία που δεν μπορεί ούτε κατά την εφαρμογή της να δικαιολογήσει την επιβολή ποινής, διότι στην περίπτωση αυτή θα επρόκειτο περί αυθαιρεσίας και προσχηματικής καταστρατήγησης της δημοκρατικής θεμελίωσης της αρχής της νομιμότητας. 19 Επιπροσθέτως, γραπτό κανόνα δικαίου δεν αποτελούν οι γενικές αρχές του δικαίου, λόγω της αοριστίας τους και της δυνατότητας καταχρήσεων που παρέχει η επίκληση των γενικών αυτών αρχών. 2. Απαγορεύεται η αναλογία προς θεμελίωση ή επιβάρυνση του αξιοποίνου (n.c.n.p.s.l. stricta). Η δικαιολογία της απαγόρευσης αυτής είναι ότι ο συνταγματικός νόμος δεν έχει κενά δικαίου, δεν είναι δεκτικός, ούτε έχει ανάγκη από αναλογική ερμηνεία. Η αναλογία, δηλαδή η εφαρμογή κανόνα δικαίου σε παρόμοιες περιπτώσεις που είναι αρρύθμιστες, απαγορεύεται στο ποινικό δίκαιο, μόνο όταν πρόκειται για θέσπιση ή επίταση του αξιοποίνου, δηλαδή in mallam partem. Αντίθετα, αναλογική εφαρμογή επιεικέστερου ποινικού νόμου (in bonam partem) όχι μόνο επιτρέπεται αλλά και επιβάλλεται με βάση το άρθρο 7 Σ., το άρθρο 15 1 του αυξημένης τυπικής ισχύος ΔΣΑΠΔ και το άρθρο 2 1 ΠΚ σύμφωνα με το οποίο: «Αν από την τέλεση της πράξης έως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν δύο ή περισσότεροι νόμοι, εφαρμόζεται αυτός που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις». 3. Απαγορεύεται η αναδρομική εφαρμογή ποινικών νόμων προς θεμελίωση ή επιβάρυνση του αξιοποίνου (n.c.n.p.s.l. praevia). Ο νόμος που προβλέπει το αξιόποινο μιας πράξης πρέπει να βρίσκεται σε ισχύ κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης. Η αναδρομική ισχύς νόμου που ποινικοποιεί μια συμπεριφορά ή που επαυξάνει την ποινή δεν επιτρέπεται. Αντίθετα, αναδρομική εφαρμογή επιεικέστερου ποινικού νόμου (in bonam partem) όχι μόνο επιτρέπεται αλλά και επιβάλλεται με βάση το άρθρο 7 Σ., το άρθρο 15 1 του αυξημένης τυπικής ισχύος ΔΣΑΠΔ και το άρθρο 2 1 ΠΚ σύμφωνα με το οποίο: «Αν από την 19 Μυλωνόπουλος Χ. Χρίστος, Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος I, Δίκαιο και Οικονομία Π.Ν. Σάκκουλας, Αθήνα 2007, σελ. 64. 19
τέλεση της πράξης έως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν δύο ή περισσότεροι νόμοι, εφαρμόζεται αυτός που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις». Εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα εισάγουν τα άρθρα 3, 4 του ΠΚ που αναφέρονται στους νόμους προσωρινής ισχύος, οι οποίοι εφαρμόζονται και μετά την παρέλευση της ισχύος τους, προκειμένου για πράξεις που τελέστηκαν για όσο ήταν ενεργοί. 4. Απαγορεύεται η θέσπιση εντελώς αόριστων ποινικών διατάξεων (n.c.n.p.s.l. certa). Ο νόμος θα πρέπει να προσδιορίζει επαρκώς τις έννομες προϋποθέσεις και συνέπειες του εγκλήματος, να είναι δηλαδή πλήρης και σαφής. Πλήρης είναι ο ποινικός νόμος όταν περιγράφει όλα τα στοιχεία της αξιόποινης συμπεριφοράς και προβλέπει την επιβλητέα ποινή. Σαφής είναι ο νόμος ο οποίος περιγράφει με ακρίβεια και βεβαιότητα τα στοιχεία τόσο της αξιόποινης συμπεριφοράς, όσο και της ποινής. Επομένως, ένας νόμος ο οποίος περιέχει αόριστες ποινές ή η αξιόποινη συμπεριφορά περιγράφεται γενικά και αόριστα είναι αντισυνταγματικός. Ακόμη, από τη θεμελιώδη αρχή της νομιμότητας απορρέουν και άλλες: α) απαγορεύεται η επιβολή αυθαίρετης ποινής. Έτσι, ο δικαστής απαγορεύεται να επινοήσει μια ποινή που δεν προβλέπεται διόλου στο νόμο, ή να επιβάλει ποινή προβλεπόμενη μεν αφηρημένα στο νόμο, αλλά όχι για τη συγκεκριμένη πράξη, 20 β) απαγορεύεται η αυθαίρετη εκτέλεση της ποινής. Η εκτέλεση της ποινής πρέπει να πραγματοποιείται σύμφωνα με το Σύνταγμα και τους νόμους, γ) απαγορεύεται και η αυθαίρετη διαπίστωση των προϋποθέσεων της ποινής. Αυτή η αρχή, κατά την οποία η διαπίστωση της ενοχής και η απαγγελία της ποινής πρέπει να γίνονται από τον φυσικό δικαστή μετά νόμιμη διαδικασία, προβλέπεται και αυτοτελώς από το άρθρο 96 1 Σ. Προβληματισμοί σχετικά με την αρχή τη νομιμότητας τίθενται για τους λεγόμενους «λευκούς ποινικούς νόμους», νόμους δηλαδή που προβλέπουν μόνο τις κυρώσεις ενώ για τις προϋποθέσεις του αξιοποίνου παραπέμπουν σε άλλες διατάξεις (π.χ. 398 ΠΚ- χρεωκοπία, 404 2 ΠΚ- τοκογλυφία). Η ΑΠ 940/1984 που έκρινε για σχετικό λευκό ποινικό νόμο για την προστασία του εθνικού νομίσματος έκρινε ότι δεν αντίκειται στο άρθρο 7 1 Σ, γιατί αποτελεί «οργανικό σύνολο με τον πρωτεύοντα κανόνα δικαίου που περιγράφει την πράξη, αν και είναι διατυπωμένοι σε διαφορετικά νομοθετικά κείμενα». 21 Τέλος, από τις βασικές διατάξεις των άρθρων 7 1 Σ. και 14 1 ΠΚ προκύπτει ευθέως ότι θεμελιώδης προϋπόθεση για την ύπαρξη εγκλήματος 20 Π.χ. να επιβάλει κατ οίκον περιορισμό ενώ αυτός δεν προβλέπεται διόλου, ή δημοσίευση της καταδικαστικής απόφασης, καίτοι αυτή δεν προβλέπεται για τη συγκεκριμένη πράξη. 21 ΑΠ 940/1984 ΠοινΧρ 1985, 142, ΑΠ 1009/2005 ΠοινΧρ 2006, 68 (και οι δύο αποφάσεις αφορούν τη χρεωκοπία). 20
αλλά και για τη γένεση της ποινικής αξίωσης της Πολιτείας είναι η πράξη, δηλαδή ανθρώπινη συμπεριφορά ενέργεια ή παράλειψη (14 2 ΠΚ). Χωρίς πράξη δεν μπορεί να υπάρξει ούτε άδικο αλλά ούτε και ενοχή, πολύ δε περισσότερο δεν μπορεί να επιβληθεί ποινή. Η ποινή δεν επιβάλλεται στον πολίτη ούτε για ό,τι είναι, ούτε για ό,τι σκέφτεται, αλλά για ό,τι πράττει. 22 5.Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ- Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΤΗΤΑΣ Ο ποινικός νομοθέτης υπόκειται σε ορισμένες δεσμεύσεις, τόσο ως προς το αν θα τιμωρήσει κάποια πράξη όσο και με πόσο βαρειά ποινή θα την τιμωρήσει. Τις δεσμεύσεις αυτές καθιερώνουν και εξειδικεύουν δύο βασικές αρχές του δικαίου μας: η αρχή της αναλογικότητας και η αρχή της επικουρικότητας. Α) Η αρχή της αναλογικότητας Η κυριότερη δέσμευση του νομοθέτη, εδραζόμενη στο άρθρο 25 1 Σ. είναι η αρχή της αναλογικότητας. Σύμφωνα με αυτή, μια ποινική κύρωση ως επέμβαση στα ατομικά δικαιώματα του πολίτη μόνον τότε είναι νόμιμη, όταν είναι αναγκαία, κατάλληλη και «υπό στενή έννοια ανάλογη» προς τον επιδιωκόμενο σκοπό, δηλαδή την προστασία από το έγκλημα. Η ποινή είναι αναγκαία όταν υπάρχει ανάγκη να επιδιωχθεί ο στόχος. Είναι κατάλληλη όταν βάσει της εμπειρίας επιτρέπεται η πιθανολόγηση ότι η κύρωση είναι αποτελεσματική, επιτυγχάνει δηλαδή τον επιδιωκόμενο στόχο. 23 Είναι δε υπό στενή έννοια ανάλογη όταν τελεί σε δίκαιη αναλογία προς την αδικοπραγία του δράστη. Μια δυσαναλόγως βαρειά ποινή, π.χ., δεν είναι μόνον άδικη, είναι και αντισυνταγματική, αφού δεν τελεί σε δίκαιη αναλογία προς τη βαρύτητα του εγκλήματος. Η «αναλογικότητα υπό στενή έννοια», είναι στην πραγματικότητα μια αναλογικότητα μέσα στην αναλογικότητα. Αυτή συντρέχει όταν το προσδοκώμενο αποτέλεσμα αναφορικά προς τον επιδιωκόμενο σκοπό δεν είναι δυσανάλογο προς την προσβολή του ατομικού δικαιώματος του πολίτη στον οποίο αφορά η προσβολή. Η απαγόρευση της υπερβολής 22 Μυλωνόπουλος Χ. Χρίστος, Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος I, Δίκαιο και Οικονομία Π.Ν. Σάκκουλας, Αθήνα 2007, σελ. 95. 23 Η τιμώρηση του ακαταλόγιστου, π.χ., προκειμένου να μην τελέσει ανθρωποκτονία δεν υπόσχεται αποτέλεσμα, καίτοι η αποτροπή της πράξης του είναι αναγκαία. Όμως η καταλληλότητα δεν αρκεί: ο χημικός ευνουχισμός, π.χ., εγκληματιών κατά της γενετήσιας αυτοδιάθεσης (παιδεραστές, βιαστές κλπ) με τη χορήγηση του αντισυλληπτικού Depo-Provera, έχει μεν αποδειχθεί από στατιστικά στοιχεία ότι συνιστά αποτελεσματικό μέτρο. Η σχετική ρύθμιση, ωστόσο, που εισήχθη στην Πολιτεία του Όρεγκον στις ΗΠΑ (αλλά και στην Ευρώπη: Γερμανία, Δανία, Σουηδία, Νορβηγία και Ελβετία) επικρίθηκε υπό την έννοια ότι συνιστά σκληρή και ασυνήθη τιμωρία (cruel and unusual punishment, σ εμάς άρθρο 2 1 Σ) και επομένως παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας που καθιερώνεται από τον 8 ο Τροποποιητικό Νόμο του Συντάγματος των ΗΠΑ, Wong, Chemical Castration: Oregons innovative approach to sex offender rehabilitation or unconstitutional punishment? Oregon Law Review 80 (2001) 267 επ., Μυλωνόπουλος Χ. Χρίστος, Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος I, Δίκαιο και Οικονομία Π.Ν. Σάκκουλας, Αθήνα 2007, σελ. 14, παραπομπή 26. 21
προς το νομοθέτη κατά την αφηρημένη απειλή ποινών συνιστά τη συγκεκριμένη έκφραση της αρχής της αναλογικότητας, η οποία άλλωστε διαπνέει όλο το ποινικό δίκαιο. Ακόμη, μια δυσανάλογα βαρειά ποινή που υπερβαίνει προδήλως και κατά τρόπο ανυπόφορο τη βαρύτητα της πράξης, δεν παραβιάζει μόνο το άρθρο 25 1, αλλά και το άρθρο 2 1 Σ, διότι μεταχειρίζεται τον πολίτη ως «πράγμα», ως μέσο προς επίτευξη κρατικών στόχων και όχι ως φορέα ανθρώπινης αξίας. Το σημασιολογικό φορτίο της αρχής της αναλογικότητας τελεί σε άμεση συνάρτηση και με το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου. Όταν αυτό συμπιέζεται με την επιβολή κάποιου δικονομικού μέτρου, η αρχή της αναλογικότητας αποτελεί το ύστατο όριο που μπορεί να διασώσει μερικά έστω την ισχύ αυτού του τεκμηρίου. Στη ΣυμβΕφΑιγ 26/2002 εκρίθη αφενός μεν ότι η προσωρινή κράτηση αποτελεί εξαιρετικό μέτρο και πρέπει να εναρμονίζεται με το τεκμήριο αθωότητας, αφετέρου δε ότι πρέπει να επιβάλλεται όταν μόνο είναι το απολύτως αναγκαίο μέτρο δικονομικού καταναγκασμού. 24 Β) Η αρχή της επικουρικότητας. Η ποινή ως ultima ratio του νομοθέτη Σύμφωνα με αυτήν την αρχή, ποινή δεν επιτρέπεται να απειληθεί για μια πράξη, έστω και αν η αποτροπή της τελευταίας είναι κοινωνικώς αναγκαία, ειμή μόνον όταν αυτό το αποτέλεσμα δεν μπορεί να επιτευχθεί με άλλα, ηπιότερα μέσα. Αν, αντίθετα, το αυτό αποτέλεσμα μπορεί να επιτευχθεί με ηπιότερο μέσο, π.χ., διοικητικό πρόστιμο, αστική κύρωση, τότε δεν νομιμοποιείται ο νομοθέτης να απειλήσει ποινή. Η ποινή είναι επικουρική έναντι όλων των λοιπών μέσων κρατικού καταναγκασμού. Δεν αρκεί απλώς να είναι αναγκαία προς επίτευξη του κοινωνικώς αναγκαίου στόχου, αλλά πρέπει να είναι και απολύτως αναγκαία, δηλαδή να μην υπάρχει ηπιότερο μέσο προς επίτευξη του στόχου αυτού, δηλαδή της προστασίας από το έγκλημα (αναγκαιότητα του μέσου). Η ποινή αποτελεί το έσχατο καταφύγιο (ultimum refugium, ultima ratio) του νομοθέτη για την επίτευξη ενός κοινωνικά αναγκαίου στόχου και μόνο σε αυτήν την περίπτωση είναι νόμιμη. 24 Ποιν. Δικαιοσύνη 4/2002, σελ. 387 22
Β. ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ 1.«ΦΥΣΙΚΟΣ» ΔΙΚΑΣΤΗΣ (άρ. 8 Σ) ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΕΝΝΟΜΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ (άρ. 20 Σ) - άρθ. 8 Σ.: Κανένας δεν στερείται χωρίς τη θέλησή του το δικαστή που του έχει ορίσει ο νόμος. Δικαστικές επιτροπές και έκτακτα δικαστήρια, με οποιοδήποτε όνομα, δεν επιτρέπεται να συσταθούν. Η δικαστική προστασία είναι ουσιαστική και αντικειμενική μόνον όταν παρέχεται από δικαστή που δεν ορίζεται ειδικώς για να δικάσει ένα συγκεκριμένο άτομο ή μια συγκεκριμένη υπόθεση, αλλά από δικαστή που ορίζεται γενικά εκ των προτέρων από το νόμο. Αυτό ορίζουν όχι μόνο το Σύνταγμα, αλλά ρητώς και οι δικονομικοί νόμοι. 25 Μόνο με αυτόν τον τρόπο μπορεί να αποφευχθεί, ή τουλάχιστον να περιοριστεί, η προκατειλημμένη και προαποφασισμένη απονομή της δικαιοσύνης. Στις περιπτώσεις που, παρά τον γενικό από το νόμο προκαθορισμό του δικαστή, συμβαίνει στη συγκεκριμένη περίπτωση να τελεί αυτός προς τον διάδικο ή την υπόθεση σε ιδιαίτερη σχέση που διεγείρει υπόνοια μεροληψίας, ο δικαστής αποκλείεται από την εκδίκαση της υποθέσεως ή μπορεί ή οφείλει να προτείνει ο ίδιος την εξαίρεσή του ή να εξαιρεθεί από οποιονδήποτε διάδικο. 26 Η αρχή του νόμιμου δικαστή (ή «φυσικού» δικαστή) αναφέρεται ιστορικά στην ποινική δίκη. Αποτελούσε συμπλήρωμα της αρχής της προσωπικής ασφάλειας. Οι πρώτες καταβολές της αρχής του νόμιμου δικαστή και της απαγορεύσεως των έκτακτων δικαστηρίων βρίσκονται στα αγγλικά συνταγματικά κείμενα της Magna Charta του 1215 και του Bill of Rights του 1689. Η γαλλική διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη το 1789 δεν αναφερόταν στην αρχή αυτή, αλλά τα συνταγματικά κείμενα που ακολούθησαν την κατοχυρώνουν για πρώτη φορά με τρόπο παρόμοιο προς τις σύγχρονες διατάξεις. Στην Ελλάδα η αρχή του νόμιμου δικαστή καθιερώθηκε ήδη στα Συντάγματα του Άστρους («Νόμος της Επιδαύρου») του 1823 και της Τροιζήνας του 1827. Διακηρύχθηκε για πρώτη φορά στο Σύνταγμα του 1844 και επαναλήφθηκε σε όλα τα επόμενα συντάγματα. Κατά το άρθρο 8 Σ., κανένας δεν στερείται χωρίς τη θέλησή του το δικαστή που του έχει ορίσει ο νόμος. Τα δικαστήρια δηλαδή και οι δικαστές που είναι αρμόδιοι για τη διεξαγωγή μιας συγκεκριμένης δίκης ορίζονται από τον νόμο, με την ουσιαστική έννοια του όρου, που περιλαμβάνει και την κανονιστική πράξη της διοικήσεως βάσει νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως. Η συνταγματική 25 Βλ. άρθρο 109 ΚΠολΔ. 26 Βλ. άρθρα 14 επ. ΚΠΔ, 52 επ. ΚΠολΔ, 14 επ. ΚΔΔ 23
κατοχύρωση του νόμιμου δικαστή είναι τόσο αντικειμενικός κανόνας λειτουργίας των δικαστηρίων, όσο και ατομικό δικαίωμα των διαδίκων. Επιβάλλει τον καθορισμό του αρμόδιου δικαστηρίου κατά γενικές και αφηρημένες κατηγορίες, με κριτήρια άσχετα εντελώς προς τις συγκεκριμένες δικαζόμενες υποθέσεις ή τα πρόσωπα των διαδίκων. Το δικαίωμα του νόμιμου δικαστή προστατεύει τους πάντες, φυσικά και νομικά πρόσωπα, ημεδαπούς και αλλοδαπούς. Με τη συγκατάθεση των διαδίκων δεν μπορεί να μεταβληθεί ο κανονισμός της αρμοδιότητας των δικαστηρίων που είναι κανόνας δημόσιου δικαίου, ανεξάρτητος από τη θέληση των διαδίκων, μπορεί όμως μια συγκεκριμένη διαφορά που πηγάζει από μια συγκεκριμένη πηγή, π.χ. μία σύμβαση, να υπαχθεί στην αρμοδιότητα διαιτητικού οργάνου. Βέβαια, υποχρεωτική διαιτησία επιβαλλόμενη έστω από νόμο, παρά τη θέληση των ενδιαφερομένων αντίκειται στο Σύνταγμα, εκτός αν επιτρέπεται από το ίδιο το Σύνταγμα, όπως στην περίπτωση των συλλογικών διαφορών εργασίας (άρθρο 22 2 Σ). Κατά το άρθρο 8 2 Σ., «δικαστικές επιτροπές και έκτακτα δικαστήρια, με οποιοδήποτε όνομα, δεν επιτρέπεται να συσταθούν». Η διάταξη αυτή εκφράζει αποθετικά μέρος του περιεχομένου της πρώτης παραγράφου. Νοηματικά καλύπτεται ήδη από την πρώτη παράγραφο 27, ιστορικά όμως αναφέρεται στη συχνότερη μορφή παραβάσεως της αρχής του νόμιμου δικαστή καθ εαυτήν. Η απαγόρευση των δικαστικών επιτροπών έχει υπόψη της ειδικές επιτροπές αποτελούμενες εν μέρει ή και στο σύνολό τους από μη δικαστές (δημόσιους λειτουργούς, εκκλησιαστικούς λειτουργούς ή ιδιώτες) με προκατειλημμένη ήδη την καταδικαστική ή αθωωτική απόφαση. 28 Τα επίσης απαγορευμένα έκτακτα δικαστήρια είναι μεν δικαστήρια κατά την έννοια του άρθρου 87 1 Σ., αλλά συνιστώνται ή καθορίζεται η σύνθεσή τους ad hoc και ex post facto, για να δικάσουν μια συγκεκριμένη υπόθεση ή ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, μετά συνήθως την τέλεση της αξιόποινης πράξεως ή την δημιουργία της διαφοράς. 29 Από τα έκτακτα δικαστήρια διακρίνονται τα εξαιρετικά δικαστήρια, τα οποία και δεν απαγορεύονται, αντίθετα προβλέπονται ρητά από το Σύνταγμα στην περίπτωση της κατάστασης πολιορκίας. Εφόσον συντρέξουν οι προϋποθέσεις που ορίζει ο συντακτικός νομοθέτης στο άρθρο 48 1, η βουλή συνιστά εξαιρετικά δικαστήρια. Το Σύνταγμα δεν απαγορεύει, αντίθετα σε ορισμένες περιπτώσεις προβλέπει την σύσταση ειδικών δικαστηρίων. Ο ειδικός χαρακτήρας των δικαστηρίων αυτών αναφέρεται σε συγκεκριμένο είδος υποθέσεων και δεν συνδέεται με συγκεκριμένη υπόθεση, δεν είναι εξατομικευμένος 30. 27 Αρ. Μάνεσης, Ατομ. Ελευθερίες, σελ. 218 28 Αρ. Μάνεσης, Ατομ. Ελευθερίες, σελ. 218 29 Αρ. Μάνεσης, Ατομ. Ελευθερίες, σελ. 218 30 Ειδικό δικαστήριο είναι το υπουργοδικείο του άρθρου 86 Σ, το οποίο δικάζει και τα αδικήματα του προέδρου της Δημοκρατίας, κατά το άρθρο 46 3. Ειδικό χαρακτήρα έχουν επίσης το δικαστήριο αγωγών κακοδικίας (άρθρ. 99), το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 100. Την σύσταση ειδικών δικαστηρίων από τον κοινό νομοθέτη προβλέπει το άρθρο 96 Σ. Ειδικό χαρακτήρα έχουν τα δικαστήρια ανηλίκων, τα στρατοδικεία, ναυτοδικεία αεροδικεία και το δικαστήριο λειών. 24