Πανελλήνια Ομοσπονδία Συλλόγων Διδακτικού και Ερευνητικού Προσωπικού (ΠΟΣΔΕΠ), Ομοσπονδία Συλλόγων Εκπαιδευτικού Προσωπικού Τ.Ε.Ι. (ΟΣΕΠ-ΤΕΙ), Ένωση Ελλήνων Ερευνητών (EEE) ======================================= ΗΜΕΡΙΔΑ Το Ελληνικό ερευνητικό σύστημα ως δημιουργός νέας γνώσης και μοχλός ανάπτυξης 16 Φεβρουαρίου 2012, Αμφιθέατρο ΕΙΕ (Βασιλέως Κωνσταντίνου 48), ΑΘΗΝΑ ======================================= «Και όμως η έρευνα και η καινοτομία αποτελούν, ιδίως σήμερα, είδη πρώτης ανάγκης» Γιάννης Καλογήρου, Καθηγητής ΕΜΠ, Μέλος της ΔΕ της ΠΟΣΔΕΠ 1. Η ελληνική οικονομία συρρικνώνεται και η θέση της στον διεθνή καταμερισμό εργασίας επιδεινώνεται Η ελληνική οικονομία, πέρα από το οξύ δημοσιονομικό της πρόβλημα, δοκιμάζεται από τη μεγαλύτερη (σε διάρκεια) και τη βαθύτερη (σε ένταση) ύφεση της μεταπολιτευτικής περιόδου, δηλαδή των τελευταίων 37 ετών. Σύμφωνα, με ορισμένες εκτιμήσεις, στην πενταετία 2008-2012, η ελληνική οικονομία θα έχει συρρικνωθεί σε πραγματικούς όρους κοντά στο 15%. Η ιδιαίτερα δυσμενής αυτή εξέλιξη αποκτάει πολύ μεγαλύτερη βαρύτητα, καθώς εμφανίζεται μετά από μια δεκατετράχρονη διαδρομή μακρόχρονης ισχυρής μεγέθυνσης (1994-2007), κατά την οποία η ελληνική οικονομία αναπτύσσονταν ταχύτερα από τις οικονομίες 1
της ευρωζώνης- αλλά και της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 15- με αποτέλεσμα σχεδόν να συγκλίνει- λίγο πριν την κρίση- ως προς το κατά κεφαλή ΑΕΠ (σε ισοδύναμες μονάδες αγοραστικής δύναμης) με το μέσο επίπεδο της ΕΕ ΤΩΝ 27 1. Αυτή η πολύ γρήγορη απώλεια «αναπτυξιακού εδάφους» έχει, όπως είναι εύλογο, πολύ αρνητικές επιπτώσεις στην απασχόληση (με την πρωτοφανή αύξηση της ανεργίας), στα εισοδήματα, στο επιχειρηματικό και παραγωγικό δυναμικό, αλλά και στο ηθικό και την αυτοπεποίθηση των πολιτών και ιδιαίτερα των νεότερων. Ταυτόχρονα, η χώρα μας συνεχίζει να υποχωρεί στην κλίμακα της διεθνούς ανταγωνιστικότητας, χάνοντας- με βάση τα διάφορα συστήματα μέτρησης (π.χ. του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ ή του IMD)- δεκάδες θέσεις στην παγκόσμια κατάταξη σε σύγκριση με τη θέση που κατείχε στις αρχές της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα. Η ελληνική οικονομία έχει περιέλθει σε μια ευάλωτη θέση στον διεθνή καταμερισμό εργασίας. Το ελληνικό παραγωγικό/ επιχειρηματικό σύστημα», σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης, εντεινόμενου ανταγωνισμού και κρίσης, συμπιέζεται αμφίπλευρα από: παραγωγούς χωρών χαμηλού κόστους εργασίας- που δεν είναι πια μόνον ανειδίκευτη, αλλά διαρκώς αναβαθμίζεται, αλλά και από «ποιοτικά υπέρτερους παραγωγούς» που δραστηριοποιούνται σε χώρες υψηλού βιοτικού επιπέδου και σημαντικών τεχνολογικών & παραγωγικών ικανοτήτων Εξάλλου, η ασκούμενη πίεση στη χώρα μας για μείωση των κατώτατων μισθών δεν είναι άσχετη με τη συνεχή υποχώρηση της διεθνούς θέσης της ελληνικής οικονομίας και των ελληνικών επιχειρήσεων στο κάτω 1 Το μέσο βιοτικό επίπεδο στην Ελλάδα σταδιακά βελτιώθηκε από το 75% του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 15 το 1996, στο 90% το 2008 και στο 97% του μέσου όρου της ΕΕ των 27. 2
μέρος της κλίμακας της διεθνούς ανταγωνιστικότητας. Όταν, δηλαδή, παίζεις, στις όλο και χαμηλότερες κατηγορίες, τότε η ανταγωνιστικότητα προσδιορίζεται όλο και περισσότερο από την χαμηλή τιμή και από το χαμηλό κόστος εργασίας. Όταν ανεβαίνεις κατηγορία, τότε η ποιότητα, η ενσωματωμένη γνώση και η καλά αμειβόμενη εξειδικευμένη εργασία αποκτούν μεγαλύτερη βαρύτητα. Εκ των πραγμάτων, η εκδήλωση μιας κρίσης αυτής της έντασης και αυτής της κλίμακας θέτει στην ημερήσια διάταξη το πρόβλημα της βιωσιμότητας του προτύπου διαχείρισης και ανάπτυξης της οικονομίας και ευρύτερα τον προσανατολισμό της κοινωνίας. Άλλωστε, όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Keith Smith (1984): «Μια κρίση συμβαίνει, όταν τα είδη των δραστηριοτήτων στα οποία βασίζεται μια οικονομία και τα επίπεδα εισοδήματος που δημιουργεί δεν είναι πια διατηρήσιμα». Αναδεικνύεται, επομένως, επιτακτικά η ανάγκη επανεκκίνησης της διεργασίας οικονομικής μεγέθυνσης και η σταδιακή επάνοδος σε μια νέα διατηρήσιμη μακροχρόνια αναπτυξιακή τροχιά. Η αναγκαία και οδυνηρή δημοσιονομική προσαρμογή- και η ορθολογική διαχείριση των δημόσιων οικονομικών- πρέπει να συνδυαστεί άμεσα με την απαραίτητη παραγωγική αναδιάρθρωση και προσαρμογή προς ένα ποιοτικότερο αναπτυξιακό πρότυπο. Όμως, ο γενικός προσανατολισμός, ο χαρακτήρας, το περιεχόμενο του νέου αναπτυξιακού προτύπου, αλλά και η διαδρομή προς μια νέα αναπτυξιακή τροχιά είναι απαραίτητο να απασχολήσουν τους διαμορφωτές της οικονομικής και αναπτυξιακής πολιτικής, τους αναλυτές και τους εμπειρογνώμονες και ευρύτερα τον δημόσιο διάλογο. Με την έννοια αυτή, η κρίση εμπεριέχει τη δυνατότητα αλλαγών και ακόμη περισσότερο ενός μετασχηματισμού μεγάλης κλίμακας και εμβέλειας, που συνδέεται με την ανακατανομή πόρων και την αναδιάταξη του ανθρώπινου δυναμικού μεταξύ παραγωγικών δραστηριοτήτων, κλάδων και επιχειρήσεων. Ποιές όμως είναι, οι 3
εναλλακτικές διαδρομές που διαφαίνονται; Η πρώτη, η πλέον επιθυμητή αλλά και η πιο δύσκολη επιλογή, είναι η σχεδιασμένη δημόσια παρέμβαση για μια θετική αναδιάρθρωση με εξομάλυνση των παρενεργειών και μείωση των χασμάτων. Η δεύτερη επιλογή, που μπορεί να επιτύχει την αναδιάρθρωση, αλλά με τεράστιο κοινωνικό κόστος, περιλαμβάνει πολιτικές τύπου managed by the markets, όπου οι αγορές προσδιορίζουν σχεδόν αποκλειστικά τους μετασχηματισμούς. Υπάρχει, τέλος και η δυνατότητα παρατεταμένης παρακμής μέσω της ακινησίας και της συνεχούς μετάθεσης του προβλήματος που μπορεί να καταλήξει και στην κατάρρευση. Σε κάθε περίπτωση, το θεμελιώδες ερώτημα που πρέπει να αποσαφηνισθεί για τη διαμόρφωση μιας στρατηγικής θετικής παραγωγικής προσαρμογής είναι: Τι είδους κοινωνία θέλουμε να έχουμε μετά την κρίση και επομένως, τι είδους οικονομία θα υποστηρίξει το μοντέλο κοινωνίας που επιδιώκουμε. Και όμως, ενώ πολύς λόγος γίνεται για την ανάπτυξη και για ένα άλλο παραγωγικό πρότυπο, πολύ λίγη ουσιαστική συζήτηση γίνεται για τον ρόλο της επένδυσης στη γνώση και το ανθρώπινο δυναμικό, για τη συνεισφορά της έρευνας, της λειτουργικής αξιοποίησης της τεχνολογίας παντού και για όλους και την παραγωγή καινοτομιών. Και κυρίως δεν διαμορφώνεται και δεν προωθείται από σήμερα ένα ρεαλιστικό αλλά συνεκτικό πρόγραμμα που θα κινητοποιήσει τον κόσμο της έρευνας, της γνώσης και της νέας επιχειρηματικότητας εντάσεως γνώσης και ιδιαίτερα τους νέους. Η προσπάθεια αυτή θέλει χρόνο, αλλά γι αυτό 4
έπρεπε να είχε ήδη αρχίσει. Πέρα, από όλα τα άλλα, θα έδινε μέσα τη βαρειά ατμόσφαιρα και μια προοπτική αισιοδοξίας. 2. Το ελληνικό παραγωγικό σύστημα βελτίωσε την επίδοσή του και την παρουσία του Η ελληνική ερευνητική κοινότητα- στα Πανεπιστήμια και στα ερευνητικά κέντρα- παρά την υποχρηματοδότησή της από εθνικούς πόρους (δημόσιους και ιδιωτικούς) σε σύγκριση με όλες τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες- έχει βελτιώσει την επίδοσή της και έχει κατακτήσει μια σημαντική θέση και έναν αντίστοιχο αυξημένο ρόλο στις ερευνητικές συνεργασίες και στα αντίστοιχα διευρωπαϊκά ερευνητικά δίκτυα που έχουν προκύψει από την χρηματοδοτούμενη με ευρωπαϊκούς πόρους έρευνα κατά την περίοδο 1984-2009. Ειδικότερα, στη διάρκεια της εικοσιπενταετίας στα 7 ευρωπαϊκά Προγράμματα Πλαίσιο τεκμηριώνεται με βάση τις αναλύσεις του Εργαστηρίου Βιομηχανικής και Ενεργειακής Οικονομίας του ΕΜΠ- μια υψηλή συμμετοχή με κριτήριο τις συμμετοχές, τον συντονιστικό ρόλο και κυρίως τον κεντρικό ρόλο στα διευρωπαϊκά ερευνητικά δίκτυα που σχηματίζονται. Επιπροσθέτως, ο αριθμός των αναφορών- όπως έχει δείξει η μελέτη του Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης- έχει αισθητά βελτιωθεί, ενώ έχουν σχηματισθεί και νησίδες αριστείας ή συστηματικής ενεργού παρουσίας στην ευρωπαϊκή και τη διεθνή ερευνητική κοινότητα. 3. Τα συστατικά στοιχεία μιας πολιτικής για την έρευνα και την καινοτομία Η αναβάθμιση του ελληνικού δημόσιου Πανεπιστημίου απαιτεί τη θαρραλέα και σταθερή ενίσχυση της ερευνητικής δραστηριότητας αλλά και της αξιοποίησης των ερευνητικών αποτελεσμάτων από τη δημόσια 5
διοίκηση, την παραγωγή και την κοινωνία, με αξιόπιστες, διαφανείς, απλές και αποτελεσματικές διαδικασίες αξιολόγησης σύμφωνα με την ευρωπαϊκή και ευρύτερα τη διεθνή πρακτική. Η χρηματοδότηση της ερευνητικής δραστηριότητας πρέπει να καλύπτει τεσσάρων ειδών απαιτήσεις: α) την κάλυψη εθνικών αναπτυξιακών προτεραιοτήτων για την ερευνητική και τεχνολογική δραστηριότητα («από τα πάνω»), β) τις αναζητήσεις της ίδιας της ερευνητικής κοινότητας σε όλα τα επιστημονικά πεδία («από τα κάτω»), γ) την αναζήτηση απαντήσεων σε σημαντικά προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο, και δ) την επίλυση προβλημάτων της παραγωγής και των επιχειρήσεων. Η λειτουργική ενοποίηση του χώρου της πανεπιστημιακής έρευνας με τον αντίστοιχο των ερευνητικών κέντρων και ινστιτούτων αποτελεί βασικό πυλώνα της όλης προσπάθειας. Η αποκατάσταση ενός κλίματος εμπιστοσύνης μεταξύ των δημοσίων αρχών, της ερευνητικής κοινότητας, του παραγωγικού τομέα και της κοινωνίας αποτελεί θεμελιώδη προϋπόθεση επιτυχίας μιας εθνικής προσπάθειας μεγάλης εμβέλειας για την ερευνητική και τεχνολογική ανάπτυξη της χώρας. Στην κατεύθυνση αυτή προτείνονται 12 παρεμβάσεις: 1. Η ετήσια σταδιακή- έστω και μικρή στις συνθήκες της κρίσηςαλλά σταθερή αύξηση των δαπανών για την έρευνα και την αξιοποίηση των αποτελεσμάτων της, ούτως ώστε σε βάθος μιας πενταετίας ή επταετίας να αποκατασταθεί η ροή μιας κρίσιμης μάζας δημόσιων πόρων στη δραστηριότητα ερευνητικής και τεχνολογικής ανάπτυξης. 6
2. Η καθιέρωση ενός μόνιμου εθνικού προγράμματος έρευνας με τακτικές προκηρύξεις και πέντε μεγάλους άξονες: βασική έρευνα (ή καλύτερα έρευνα με βάση τις προτεραιότητες της ερευνητικής κοινότητας), εφαρμοσμένη έρευνα (με βάση τις αναπτυξιακές προτεραιότητες και την αντιμετώπιση μεγάλων κοινωνικοοικονομικών προβλημάτων), αξιοποίηση αποτελεσμάτων έρευνας, έρευνα στις κοινωνικοοικονομικές και ανθρωπιστικές επιστήμες, υποστήριξη νέων ερευνητών, 3. Η συστηματική προσέλκυση ιδιωτικών πόρων για χορηγίες, υποτροφίες και άλλες ενισχύσεις που θα συνδέονται με την ερευνητική δραστηριότητα και την αξιοποίηση των αποτελεσμάτων της, 4. Η μεσοπρόθεσμη στήριξη (3 έως 5 ετών) μετά από διαδικασία αξιολόγησης ερευνητικών ομάδων ως μέρους ενός σχεδίου θεσμικής υποστήριξης της ερευνητικής δραστηριότητας σε συγκεκριμένα θεματικά πεδία που διευκολύνουν τη δικτύωση και τη συνεργασία ερευνητικών ομάδων, 5. Η ουσιαστική και πλήρης λειτουργική ενοποίηση του ερευνητικού χώρου μεταξύ άλλων με τη διασφάλιση της κινητικότητας και της απόλυτης ισοτιμίας (π.χ. ως προς την επίβλεψη διδακτορικών διατριβών) μεταξύ των ερευνητών στα πανεπιστήμια και τα ερευνητικά κέντρα, 7
6. Η διασύνδεση της ερευνητικής και καινοτομικής δραστηριότητας με τις λειτουργικές και αναπτυξιακές ανάγκες του δημοσίου τομέα. Ο δημόσιος χώρος πρέπει να εκληφθεί ως ένας σημαντικός χρήστης αποτελεσμάτων έρευνας για την αποτελεσματικότερη και αποδοτικότερη λειτουργία του, για την επίλυση σημαντικών κοινωνικών και περιβαλλοντικών προβλημάτων, 7. Η υποστήριξη των πανεπιστημίων και των ερευνητικών κέντρων ως φορέων μεταφοράς γνώσης και τεχνογνωσίας προς την κοινωνία και την παραγωγή σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο και ως συστατικών στοιχείων για την ανάπτυξη περιφερειακών συστημάτων γνώσης και καινοτομίας, 8. Η συστηματική διευκόλυνση της διασύνδεσης του ερευνητικού δυναμικού με το παραγωγικό και επιχειρηματικό δυναμικό (δικτυώσεις, τεχνολογικές πλατφόρμες, συνεργατικά σχήματα κ.α) και η στήριξη νέων που έχουν εμπειρία στην έρευνα και επιθυμούν να αναπτύξουν επιχειρηματικά εγχειρήματα στηριγμένα στη γνώση και την αξιοποίηση αποτελεσμάτων έρευνας. 9. Η διαμόρφωση ενός μακροχρόνιου - και επαρκώς χρηματοδοτούμενου με απλές διαδικασίες- σχεδίου προσέλκυσης ελλήνων και ξένων επισκεπτών- ερευνητών από τον διεθνή χώρο για να συνεργασθούν για συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα (από 1 μήνα έως 1 χρόνο) με ελληνικές ερευνητικές ομάδες στο πλαίσιο ενός εθνικού σχεδίου διεθνοποίησης της πανεπιστημιακής έρευνας και εκπαίδευσης. 8
10. Η ενίσχυση ερευνητικών περιοχών, που από τη φύση τους προσελκύουν λιγότερους εξωτερικούς πόρους, μέσω της αξιοποίησης μέρους των παρακρατήσεων του ΕΛΚΕ. 11. Η συγκρότηση ενός σταθερού συστήματος παρατήρησης, καταγραφής, μέτρησης, σύγκρισης και παρακολούθησης της ερευνητικής, τεχνολογικής και καινοτομικής δραστηριότητας στη χώρα και η ανοιχτή πρόσβαση στα παραγόμενα στοιχεία. 12. Η φροντίδα για τους νέους ερευνητές και για την κατά το δυνατόν αποφυγή μόνιμης διαρροής από το εσωτερικό ή/και μη επιστροφής από το εξωτερικό αξιόλογου ερευνητικού δυναμικού. Τέλος, απαραίτητη είναι η συστηματική ελληνική παρουσία σε όλα τα ευρωπαϊκά όργανα και τις αντίστοιχες πρωτοβουλίες καθώς και η συμμετοχή των ελλήνων ερευνητών και των διαμορφωτών ερευνητικής και τεχνολογικής πολιτικής σε όλα τα αντίστοιχα φόρα και τις σχετικές συζητήσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο. 9