ΤΟ ΙΚΑΙΩΜΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ: Η ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΚΥΟΦΟΡΟΥΜΕΝΟΥ



Σχετικά έγγραφα
ΕΡΓΑΣΙΑ 1 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΑΠΑΡΑΒΙΑΣΤΟΥ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ. Θέµα: Η αρχή της ανθρώπινης αξίας ΒΑΣΙΛΙΚΗ. ΓΡΙΒΑ. ιδάσκων Καθηγητής: Ανδρέας Γ. ηµητρόπουλος

Η γενική αρχή του σεβασµού και της προστασίας της ανθρώπινης αξίας

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ,ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ, ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ(α.25παρ.3Σ) Με τον όρο γενικές συνταγµατικές αρχες εννοούµε ένα σύνολο

Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

Του Συνεργάτη μας Ηλία Κοντάκου, Δικηγόρου, υπ. διδάκτορος Παν/μίου Αθηνών ΦΥΣΙΚΟ ΠΡΟΣΩΠΟ

ΕΡΓΑΣΙΑ 5 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η εφαρµογή του δικαιώµατος της επικοινωνίας στον οικογενειακό χώρο» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Θέµα εργασίας. Η Θεσµική Προσαρµογή των Συνταγµατικών ικαιωµάτων I (Μον.Πρωτ.Θεσ/νίκης 1080/1995)

ΕΡΓΑΣΙΑ 6 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «ΤΟ ΙΚΑΙΩΜΑ ΕΠΙ ΤΗΣ Ι ΙΑΣ ΕΙΚΟΝΑΣ ΤΩΝ ΗΜΟΣΙΩΝ

ΤΟ ΙΚΑΙΩΜΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ: Η ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΚΥΟΦΟΡΟΥΜΕΝΟΥ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ- ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ. ΕΡΓΑΣΙΑ 5 η :

05 Ευτυχία Γ. Αρµένη Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΙΣΟΤΗΤΑΣ

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 2: Κράτος Δικαίου 2

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ : Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΛΟΥΚΟΥ ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΑΘΗΝΑ ΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2003

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ :

ΕΡΓΑΣΙΑ. «Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας, ως γενικής συνταγµατικής αρχής της ελληνικής έννοµης τάξης»

Θέµα εργασίας. Η Θεσµική Προσαρµογή των Συνταγµατικών ικαιωµάτων ΙΙ (ΣτΕ 438/2001)

Σελίδα 1 από 5. Τ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

Η σχολιαζόμενη απόφαση παρουσιάζει σημαντικό. ενδιαφέρον τόσο γιατί πραγματεύεται σημαντικά νομικά ζητήματα

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟ ΙΣΤΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ,ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ,ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Το Σύνταγμα της Ελλάδας του 1975/86/01 στο δεύτερο μέρος του περιλαμβάνει τις διατάξεις τις σχετικές με τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα.

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ. ΕΡΓΑΣΙΑ 4 η :

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγµατος ΙΚΑΙΩΜΑ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

«ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΣΩΜΑΤΕΙΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑΣ Ο.Σ.Π.Α.»

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ ΤΑ ΘΕΜΕΛΙΩΔΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. Εξωσυμβατική ευθύνη Δημοσίου 12/4/2016

"Τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα στο Σύνταγμα του Μαυροβουνίου"

Θέµα εργασίας : Γενικές Συνταγµατικές Αρχές «Απαγόρευση κατάχρησης δικαιώµατος» Καµιντζή Ιωάννα Α.Μ:322 Ε Mail:

Θέµα εργασίας : Άρθρο 2 παρ. 1 Συντάγµατος( Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας) Σχολιασµός Αποφ. 40/1998 Α.Π

# εργασία αρ.3# ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣτΕ ΟΠΟΥ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ Σ Χ Ε Ι Α Γ Ρ Α Μ Μ Α 5]ΑΝΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ

Δικαίωμα στην εκπαίδευση. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 9 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Π.Μ.Σ. ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

«Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΗ ΤΗΣ ΑΜΒΛΩΣΗΣ» Προπτυχιακή εργασία. στο μάθημα των Ατομικών και Κοινοτικών Δικαιωμάτων. της φοιτήτριας

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 4: Πηγές του Δικαίου

Αρχή της αναλογικότητας. Λίνα Παπαδοπούλου Aν. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

Άρθρο 1. Άρθρο 2. Άρθρο 3. Άρθρο 4. Επίσημα κείμενα και διδακτικό υλικό. Ορισμός του παιδιού. Παιδί θεωρείται ένα άτομο κάτω των 18 ετών.

ΕΛΕΝΗ Α. ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ ρ.ν Ι Κ Η Γ Ο Ρ Ο Σ ΤΟ ΑΠΟΡΡΗΤΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΚΑΙ Η ΤΑΧΥ ΡΟΜΙΚΗ ΕΠΙΤΑΓΗ

Ο ΠΕΡΙ ΤΕΚΝΩΝ (ΣΥΓΓΕΝΕΙΑ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΗ ΥΠΟΣΤΑΣΗ) ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 1991 ΚΑΤΑΤΑΞΗ ΑΡΘΡΩΝ ΜΕΡΟΣ Ι ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΙΑΤΑΞΕΙΣ ΜΕΡΟΣ ΙΙ ΣΥΓΓΕΝΕΙΑ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

ΕΘΝΙΚΟ & ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

Βασικές Αρχές για το Ρόλο των Δικηγόρων 1

ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΑ - ΠΡΟΣΘΗΚΗ. Στο σ/ν «Μεταρρυθµίσεις ποινικών διατάξεων, κατάργηση των καταστηµάτων κράτησης Γ τύπου και άλλες διατάξεις»

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ

Κύκλος ικαιωµάτων του Ανθρώπου ΣΥΝΟΨΗ ΘΕΣΕΩΝ ΤΟΥ ΣΥΝΗΓΟΡΟΥ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ ΑΠΟΤΕΦΡΩΣΗ ΝΕΚΡΩΝ. Αναφορά υπ αρ. πρωτ / , πόρισµα της 24.4.

Δικαίωμα δικαστικής προστασίας. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

Τα Συνταγματικά δικαιώματα των αλλοδαπών

ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΙΠΛΩΜΑ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΜΑΘΗΜΑ «ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ» Ι ΑΣΚΩΝ: Α. ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΧΡΥΣΟΥΛΑ-ΕΙΡΗΝΗ ΜΑΛΛΙ Η. ΕΡΓΑΣΙΑ 4 η

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Διοικητικό Δίκαιο Ι. Μαθητική σχέση έννομη σχέση δημόσιου διοικητικού δικαίου. Αντικείμενο Διοικητικού Δικαίου Διοίκηση

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Ν. 3126/2003 ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ»

Ψήφισµα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά µε τα νοµικά επαγγέλµατα και το γενικό συµφέρον στην οµαλή λειτουργία των νοµικών συστηµάτων

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος

Α Π Ο Φ Α Σ Η 14/2012

1ο Κεφάλαιο Το δικαίωµα του συνεταιρίζεσθαι στα πλαίσια του άρθρου 12 του Συντάγµατος

Αθήνα, ΑΠ: Γ/ΕΞ/133-1/

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/550-1/ Γ Ν Ω Μ Ο Ο Τ Η Σ Η ΑΡ. 1 /2018

Ν. 23(Ι)/2018 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΝ ΠΟΙΝΙΚΟ ΚΩΔΙΚΑ

ΕΘΝΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ Β Ι Ο Η Θ Ι Κ Η Σ. Υπόδειγµα Κώδικα εοντολογίας Για την έρευνα στις βιολογικές επιστήµες

Θέµα εργασίας: «Θεσµική εφαρµογή των θεµελιωδών δικαιωµάτων».υπόθεση Κλόντια Σίφερ.

ΓΝΩΜΟΛΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Με το παρόν σας υποβάλουµε τις παρατηρήσεις της ΑΠ ΠΧ επί του σχεδίου κανονισµού της Α ΑΕ σχετικά µε τη διασφάλιση του απορρήτου των επικοινωνιών.

Κύκλος Κοινωνικής Προστασίας. ΠΟΡΙΣΜΑ [Ν. 3094/03 Συνήγορος του Πολίτη και άλλες διατάξεις, άρ. 4 6]

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ ΠΡΟΣΘΕΤΟ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ ΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΗ ΒΙΟΪΑΤΡΙΚΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΜΕΤΑΜΟΣΧΕΥΣΕΙΣ ΙΣΤΩΝ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΩΝ

Ένα κουίζ για μικρούς και μεγάλους!

Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα

ΕΙΣΑΓΩΓΗ. Τα ατομικά δικαιώματα συνιστούν εξουσίες που το εκάστοτε. ισχύον δίκαιο απονέμει στα άτομα προκειμένου να τους εξασφαλίσει

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1091/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 4 /2019

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

16542/1/09 REV 1 ΛΜ/νικ 1 DG H 2B

ΕΡΓΑΣΙΑ 4 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Ένα ερµηνευτικό παράδειγµα από το Σύνταγµα» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 8: Η θέση του ανηλίκου ως κατηγορουμένου

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΑΘΗΝΑ 2012

Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα. Δικαίωμα συνέρχεσθαι

Α Π Ο Φ Α Σ Η 31/2012

Α Π Ο Φ Α Σ Η 56/2012

Α Π Ο Φ Α Σ Η 13/2012

ΝΟΜΙΚΑ ΚΑΙ ΗΘΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΑΝΑΚΟΠΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΑΖΩΟΓΟΝΗΣΗ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΑΙΔΕΙΑ ΕΝΟΤΗΤΑ Β : TO ΔΙΚΑΙΟ

Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 3: Ποινικό Δίκαιο των Ανηλίκων

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ 5 ο ΜΑΘΗΜΑ

Αθήνα, ΑΠ: Γ/ΕΞ/2107/

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1382/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 24/2014

1843 Ν. 187/91. Ο ΠΕΡΙ ΤΕΚΝΩΝ (ΣΥΓΓΕΝΕΙΑ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΗ ΥΠΟΣΤΑΣΗ) ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 1991 ΚΑΤΑΤΑΞΗ ΑΡΘΡΩΝ Άρθρο 1. Συνοπτικός τίτλος. ΜΕΡΟΣ Ι ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Αθήνα 1Ο Απριλίου 2013 ΠΡΟΣ

Διοικητικό Δίκαιο. Δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα και δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

ΓΝΩΜΟ ΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Στρατιωτικό προσωπικό και Ανθρώπινα Δικαιώματα. Πρόσφατες Εξελίξεις στην Ελλάδα

Α Π Ο Φ Α Σ Η 15/ 2011

Α Π Ο Φ Α Σ Η 6/2012

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/65-2/

Transcript:

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ Ν.Ο.Π.Ε. ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΟ ΕΤΟΣ 2008-2009 ΜΑΘΗΜΑ: ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΤΟ ΙΚΑΙΩΜΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ: Η ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΚΥΟΦΟΡΟΥΜΕΝΟΥ ΤΣΟΚΑΪΤΗ ΜΑΡΙΑ-ΑΓΓΕΛΙΚΗ Α.Μ: 1340200500446 Η ΕΞΑΜΗΝΟ, ΚΛΙΜΑΚΙΟ ΜΑΪΟΣ 2009

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Παρουσίαση του θέµατος και γενικές παρατηρήσεις... 3 Ιστορική αναδροµή... 3 ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: ΤΟ ΙΚΑΙΩΜΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ... 4 1. Έννοια ανθρώπινης ζωής... 4 2. Συνταγµατική προστασία της ζωής. Συνταγµατική και διεθνής ρύθµιση.... 4 3. Περιεχόµενο... 6 Α) Αµυντικό... 6 Β) Προστατευτικό... 7 Γ) ιασφαλιστικό περιεχόµενο... 8 4. Φορείς... 9 5. Εξαιρέσεις και περιορισµοί... 10 ΜΕΡΟΣ ΕΥΤΕΡΟ: ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΖΩΗ ΚΑΙ ΚΥΟΦΟΡΟΥΜΕΝΟ... 12 1. Το κυοφορούµενο ως φορέας δικαιώµατος... 12 Α) Κατά το Σύνταγµα... 12 Β) Κατά το Αστικό ίκαιο... 13 Γ) Κατά το ποινικό δίκαιο... 14 2. Η συνταγµατική προστασία του κυοφορουµένου... 15 3. Η προβληµατική της άµβλωσης... 17 4. Σύγκρουση µεταξύ του δικαιώµατος της ζωής του εµβρύου και της ελευθερίας ανάπτυξης της προσωπικότητας της µητέρας... 20 5. Κυοφορούµενο και προγεννητικός έλεγχος... 22 6. Αντιµετώπιση του κυοφορουµένου από αλλοδαπές έννοµες τάξεις... 25 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ... 28 ΠΕΡΙΛΗΨΗ... 28 SUMMARY... 28 ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ... 29 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ... 30 2

ΕΙΣΑΓΩΓΗ Παρουσίαση του θέµατος και γενικές παρατηρήσεις Η παρούσα εργασία έχει ως θέµα την ανάπτυξη της προβληµατικής του δικαιώµατος της ζωής και ειδικότερα στοχεύει στην ανάλυση του ζητήµατος της προστασίας του κυοφορουµένου ως ειδικής µορφής ζωής, τόσο σε συνταγµατικό και νοµοθετικό επίπεδο στη χώρα µας, όσο και σε διεθνές επίπεδο. Η έννοια της ζωής είναι αναµφίβολη. Αµφίβολος ωστόσο είναι ο ακριβής χρόνος ενάρξεως αυτής περί του οποίου υπάρχει µια έντονη διαφοροποίηση των σχετικών απόψεων. Οι απόψεις αυτές θα αναλυθούν, µεταξύ άλλων, στο δεύτερο µέρος της εργασίας, ενώ στο πρώτο µέρος παρατίθενται γενικές πληροφορίες περί του δικαιώµατος στη ζωή. Ιστορική αναδροµή Προτού περάσουµε στην διεξοδική εξέταση του περί ου ο λόγος δικαιώµατος, σκόπιµη κρίνεται µια σύντοµη αναδροµή στην ιστορική κατοχύρωσή του. Το δικαίωµα στη ζωή (µαζί µε τα δικαιώµατα στην τιµή και την ελευθερία) διακηρύχθηκε κατ αρχήν από την Ελληνική Επανάσταση υπέρ όλων των ανθρώπων (Ελλήνων και αλλοδαπών). Ήδη η πρώτη προκήρυξη του Αρείου Πάγου της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος της 21 ης Νοεµβρίου 1821 εγγυόταν τη ζωή και την τιµή κάθε ανθρώπου «άνευ διαφοράς θρησκείας, πατρίδος και καταστάσεως». Το Σύνταγµα της Τροιζήνας (άρθρο 12) προστάτευε τα δικαιώµατα στη ζωή και την τιµή ως ανθρώπινα, διάταξη, η οποία περιλήφθηκε και στο Σύνταγµα του 1832 (άρθρο 32). Τα Συντάγµατα του 1844,1864 και 1911 δεν περιέλαβαν ανάλογη διάταξη προφανώς ως περιττή. ιατάξεις περί προστασίας της ζωής και της ελευθερίας όλων των ανθρώπων περιλήφθηκαν πάλι στο άρθρο 6 του Συντάγµατος του 1925, µε τις οποίες αντικαταστάθηκε η διάταξη, που περιλήφθηκε για πρώτη φορά στο Σύνταγµα του Άστρους και επαναλήφθηκε σε όλα τα µεταγενέστερα Συντάγµατα. Οι διατάξεις αυτές περί προστασίας της ζωής περιλήφθηκαν αµετάβλητες στα Συντάγµατα του 1927 (άρθρο 7) και του 1952 (άρθρο 13) και µε ορισµένες τροποποιήσεις στο άρθρο 5 2 του ισχύοντος Συντάγµατος. Οι ισχύουσες σήµερα διατάξεις εποµένως κατοχυρώνουν το δικαίωµα στη ζωή (την τιµή και την ελευθερία) υπέρ όλων των ανθρώπων, όπως επίσης και το συναφές µε το δικαίωµα στη ζωή, δικαίωµα στη σωµατική και ψυχική ακεραιότητα κάθε ανθρώπου συγκεκριµένα από τη διάταξη 7 2 του Συντάγµατος. 3

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: ΤΟ ΙΚΑΙΩΜΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ 1. Έννοια ανθρώπινης ζωής Το φαινόµενο της ζωής αποτελεί την κορωνίδα της δηµιουργίας. Είναι το πολυτιµότερο αγαθό του ανθρώπου που προσφέρεται ως δώρο από τη θεία πρόνοια. Είναι ένα φυσικό φαινόµενο, του οποίου η ύπαρξη αποτελεί ένα από τα πρώτα και βασικά κριτήρια διαχωρισµού των όσων µας περιβάλλουν: έµβια και άβια όντα. Από βιολογική άποψη η ζωή αποτελεί βιολογικό, «φυσικό» αγαθό και ως τέτοιο προστατεύεται από το Σύνταγµά µας. Η βιολογική έννοια της ζωής καθορίζεται από την ιατρική επιστήµη, µε τους κανόνες της οποίας προσδιορίζεται τόσο η έναρξη όσο και η λήξη της. Όπως κάθε έννοια, έτσι και η ζωή ως πραγµατικό και έννοµο αγαθό έχει υλικοπνευµατική υπόσταση, αποτελείται από «ύλη» και «πνεύµα» (corpus και animus). Η διάταξη του άρθρου 5 2, της οποίας η ερµηνεία και θα µας απασχολήσει στην παρούσα εργασία, δεν προστατεύει τη ζωή γενικότερα, αλλά την ανθρώπινη ζωή και µόνο. Η νοµική, συνταγµατική έννοια της ζωής αναφέρεται µόνο στην ανθρώπινη ζωή και είναι κατά συνέπεια είναι στενότερη της πραγµατικής. Πάντως, η συνταγµατική ερµηνεία της λέξης πρέπει να είναι ευρεία, ώστε να παρέχεται η ευρύτερη δυνατή προστασία. Η ανθρώπινη ζωή προστατεύεται από το Σύνταγµα σε κάθε µορφή ή έκφανσή της και δεν απαιτείται να πρόκειται για ολοκληρωµένη ανθρώπινη ύπαρξη. Το Σύνταγµά µας στο άρθρο 5 2 δεν προστατεύει µόνο την «πλήρη» αλλά κάθε µορφή ανθρώπινης ζωής π.χ. τον κυοφορούµενο, σύµφωνα µε την ορθότερη θέση. Η άποψη που αποκλείει κάθε διαφοροποίηση της ζωής από τη στιγµή της σύλληψης µπορεί να έχει το «πλεονέκτηµα» της απλότητας, αλλά παρουσιάζει και τα µειονεκτήµατα της απλουστεύσεως. Γι αυτό και σκοπός της εργασίας αυτής είναι να ρίξει φως στο ζήτηµα της προστασίας του κυοφορουµένου, εξετάζοντας εγγύτερα τις απόψεις που έχουν διατυπωθεί επί του θέµατος αυτού. 2. Συνταγµατική προστασία της ζωής. Συνταγµατική και διεθνής ρύθµιση. Κατά το άρθρο 5 2 του Συντάγµατος 1975/2001 «Όλοι όσοι βρίσκονται στην Ελληνική Επικράτεια απολαµβάνουν την απόλυτη προστασία της ζωής, της τιµής και της ελευθερίας τους, χωρίς διάκριση εθνικότητας, φυλής, γλώσσας και θρησκευτικών ή πολιτικών πεποιθήσεων. Εξαιρέσεις επιτρέπονται στις περιπτώσεις που προβλέπει το διεθνές δίκαιο». Με τη διάταξη αυτή ο Έλληνας συντακτικός νοµοθέτης παρέχει απόλυτη προστασία της ζωής σε όλους, όσοι βρίσκονται στην Ελληνική Επικράτεια. Η νοµική φύση των διατάξεων του άρθρου 5 2 υποπαρ. 1 του Συντάγµατος είναι αναµφίβολη. Ειδικότερα, οι διατάξεις δεν περιέχουν απλώς κανόνες του αντικειµενικού δικαίου που προστατεύουν τα τρία αγαθά, αλλά κατοχυρώνουν αυτά ως ατοµικά δικαιώµατα. Στο κέντρο της ανωτέρω διάταξης βρίσκεται όχι τόσο η εγγύηση του δικαιώµατος της ζωής καθ εαυτήν, όσο η καταχώρηση του πανανθρώπινου χαρακτήρα του και η ίση προστασία ηµεδαπών και αλλοδαπών, 4

οµογενών και αλλογενών, οµοφύλων και αλλοφύλων, οµογλώσσων και αλλογλώσσων, οµοθρήσκων και αλλοθρήσκων, οµοφρονούντων και αντιφρονούντων. Σύµφωνα µε τη διατύπωσή της η διάταξη του άρθρου 5 2 Σ αναφέρεται αντικειµενικά στην προστασία της ανθρώπινης ζωής, κατοχυρώνει την αντικειµενική αρχή του απαραβίαστου της ανθρώπινης ζωής. Από την αντικειµενική αυτή κατοχύρωση απορρέει η υποκειµενική προστασία, το δικαίωµα της ζωής ενός εκάστου. Ο συντακτικός νοµοθέτης προστατεύει την ανθρώπινη ζωή αντικειµενικά και παράλληλα κατοχυρώνει υπέρ κάθε φορέα δικαίωµα στη ζωή. Η αντικειµενική συνταγµατική κατοχύρωση της ανθρώπινης ζωής, εποµένως, σηµαίνει αναγκαία ότι κάθε φορέας έχει δικαίωµα ζωής. Η προστασία του δικαιώµατος αυτού συνιστά πρωταρχική και αναγκαία συνέπεια της καταστατικής αρχής του απαραβίαστου της ανθρώπινης αξίας και ως αντικειµενικός συνταγµατικός κανόνας δικαίου, έχει καθολική εφαρµογή στη συνολική έννοµη τάξη. Αξιοσηµείωτη είναι στο σηµείο αυτό και η προστασία του δικαιώµατος στη ζωή σε διεθνές επίπεδο. Ήδη το άρθρο 3 της Οικουµενικής ιακήρυξης των ικαιωµάτων του Ανθρώπου διακήρυξε ότι «Καθένας έχει δικαίωµα στη ζωή, την ελευθερία και την προσωπική του ασφάλεια». Στη συνέχεια, το δικαίωµα κατοχυρώθηκε από το άρθρο 6 1 του ιεθνούς Συµφώνου περί των Ατοµικών και Πολιτικών ικαιωµάτων του ΟΗΕ, το οποίο κυρώθηκε από την Ελλάδα µε τον ν. 2462/1997, που ορίζει τα εξής: «Το δικαίωµα στη ζωή είναι εγγενές στον άνθρωπο. Το δικαίωµα αυτό πρέπει να προστατεύεται από τον νόµο. Από κανέναν δεν µπορεί να αφαιρεθεί αυθαίρετα η ζωή». Εξάλλου, το άρθρο 2 1 εδ. α της Ευρωπαϊκής Σύµβασης των Ανθρώπινων ικαιωµάτων κατοχύρωσε το δικαίωµα, ορίζοντας ότι: «Το δικαίωµα εκάστου προσώπου εις την ζωήν προστατεύεται υπό του νόµου». Τέλος, η Σύµβαση για την πρόληψη και την καταστολή του εγκλήµατος της γενοκτονίας της 9 ης εκεµβρίου 1948 προέβλεψε την νοµοθετική καθιέρωση αποτελεσµατικών ποινικών κυρώσεων από τα συµβαλλόµενα µέρη για τα πρόσωπα, τα οποία ενέχονται στο έγκληµα της γενοκτονίας, που αποτελεί τη χειρότερη προσβολή του δικαιώµατος στη ζωή την προσαγωγή των κατηγορουµένων για γενοκτονία ή οποιαδήποτε από τις πράξεις που απαριθµούνται στο άρθρο 3 ενώπιον των αρµόδιων δικαστηρίων του κράτους, στο έδαφος του οποίου συντελέστηκε η πράξη, ή ενώπιον διεθνούς ποινικού δικαστηρίου που καθίσταται αρµόδιο για εκείνα από τα συµβαλλόµενα µέρη, τα οποία θα έχουν αναγνωρίσει τη δικαιοδοσία του (άρθρο 6) και την υποχρεωτική έκδοση των προσώπων που κατηγορούνται για γενοκτονία και τις άλλες σχετικές πράξεις, οι οποίες δε θα θεωρούνται πολιτικά εγκλήµατα σχετικά µε την έκδοση (άρθρο 7). Πρέπει, τέλος, να προσθέσω ότι το δικαίωµα στη ζωή περιλαµβάνεται και στο Χάρτη Θεµελιωδών ικαιωµάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (άρθρο 2). 5

3. Περιεχόµενο Α) Αµυντικό i. Αµυντικό erga omnes δικαίωµα Η λεκτική διατύπωση του Συντάγµατος διαγράφει το δικαίωµα στη ζωή ως προστατευτικό δικαίωµα. εν υπάρχει όµως αµφιβολία ότι το δικαίωµα έχει και την αµυντική του αξίωση, η οποία άλλωστε εµπεριέχεται στην προστατευτική. Το δικαίωµα στη ζωή κατοχυρώνεται ως αµυντικό δικαίωµα και ως τέτοιο έχει απόλυτο χαρακτήρα και στρέφεται κατά παντός (erga omnes). Αποδέκτες της ενέργειας του αµυντικού δικαιώµατος της ζωής είναι η κρατική, αλλά και η ιδιωτική εξουσία. Το Σύνταγµα απαγορεύει την προσβολή της ανθρώπινης ζωής, πέρα και ανεξάρτητα από την πηγή του κινδύνου, απαγόρευση, η οποία αποτελεί βασικό αξίωµα µε απόλυτο χαρακτήρα. Το αµυντικό δικαίωµα στη ζωή «τριτενεργεί» αυτοδίκαια. Το Σύνταγµα υποχρεώνει όχι µόνο το κράτος, αλλά και οποιονδήποτε άνθρωπο να σέβεται τη ζωή του άλλου. Ο απόλυτος χαρακτήρας της αµυντικής αξίωσης του δικαιώµατος προκύπτει και απ αυτήν την ίδια την λεκτική διατύπωση της συνταγµατικής διάταξης, κατά την οποία «όλοι όσοι βρίσκονται στην Ελληνική Επικράτεια απολαµβάνουν την απόλυτη προστασία της ζωής». Ο συντακτικός νοµοθέτης κάνει λόγο για απόλυτη προστασία εποµένως και για απόλυτη ενέργεια του δικαιώµατος στη ζωή. ii. Κατά του κράτους ενέργεια Ως αµυντικό δικαίωµα το δικαίωµα στη ζωή στρέφεται κατά του κράτους και δεσµεύει την νοµοθετική, τη δικαστική και την εκτελεστική εξουσία. Η δέσµευση αυτή του κοινού νοµοθέτη έχει ιδιαίτερη σηµασία στο πεδίο της ποινικής νοµοθεσίας. iii. ιαπροσωπική ενέργεια Το αµυντικό δικαίωµα της ζωής στρέφεται κατά της ιδιωτικής εξουσίας. Η διαπροσωπική ενέργεια του δικαιώµατος αυτού, εκτός από την γενική έχει και ειδική θεµελίωση στην κατά τα παραπάνω ρητή αναφορά της «απόλυτης» προστασίας. Το αµυντικό δικαίωµα στη ζωή «τριτενεργεί», όπως άλλωστε ρητά πλέον ορίζεται στο άρθρο 25 1γ του ισχύοντος Συντάγµατος. 1 Το Σύνταγµα υποχρεώνει όχι µόνο το κράτος, αλλά και τους ιδιώτες να σέβονται τη ζωή των άλλων. 1 Αντίθ. αγτόγλου, Ατοµικά ικαιώµατα Α (2005), σ.239 6

Β) Προστατευτικό i. Προστατευτικό ικαίωµα Το δικαίωµα της ζωής κατοχυρώνεται επίσης ρητά από το Σύνταγµα και ως προστατευτικό δικαίωµα. Η προστατευτική διάσταση του δικαιώµατος στη ζωή προκύπτει από αυτή την ίδια τη διατύπωση της συνταγµατικής διάταξης, στην οποί α περιλαµβάνεται η λέξη προστασία. Η προστατευτική αξίωση του δικαιώµατος στη ζωή έχει µακρά ιστορία. Η ζωή ανάχθηκε σε προστατευτικό αντικείµενο (Schutzobjekt) του κράτους ήδη την εποχή του φιλελευθερισµού. Πράγµατι, αυτή µόνο η αµυντική διάσταση δεν θα ήταν αρκετή, αν δεν υπήρχε και η προστατευτική αξίωση. Φορέας της προστατευτικής αξίωσης που απορρέει από το δικαίωµα στη ζωή είναι κάθε άνθρωπος, χωρίς καµία διάκριση. Η προστατευτική αξίωση του συνταγµατικού δικαιώµατος στρέφεται προς την κρατική εξουσία και µόνο όχι προς τους ιδιώτες. Το κράτος οφείλει όχι απλά και µόνο να σέβεται, αλλά και να προστατεύει την ανθρώπινη ζωή. Η προστατευτική αξίωση του πολίτη και γενικότερα του ατόµου συνίσταται στην ενεργοποίηση του κράτους για τη λήψη όλων των αναγκαίων µέτρων για την προστασία της ζωής. Η προστατευτική αξίωση του δικαιώµατος στη ζωή, όπως άλλωστε και όλων των θεµελιωδών δικαιωµάτων, δεν αναπτύσσει διαπροσωπική ενέργεια, αλλά στρέφεται µόνο προς την κρατική εξουσία. Αντίθετα, ο ιδιώτης υποχρεούται απλά και µόνο να σέβεται, όχι όµως και να προστατεύει τη ζωή των άλλων. Στο πλαίσιο όµως της εκπλήρωσης του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης µπορεί ο κοινός νοµοθέτης να αξιώσει την ενεργοποίηση των συνανθρώπων για την προστασία της ανθρώπινης ζωής. Το δικαίωµα στη ζωή αναπτύσσει διαπροσωπική ενέργεια όχι µόνον ως αµυντικό αλλά κάτω από συγκεκριµένες συνθήκες και προϋποθέσεις και ως προστατευτικό δικαίωµα µε τη µεσολάβηση ποινικής διάταξης, η οποία καθιερώνει υποχρέωση λύτρωσης άλλου από κίνδυνο ζωής. Όποιος µε πρόθεση παραλείπει να σώσει άλλον από κίνδυνο ζωής, αν και µπορεί να το πράξει χωρίς κίνδυνο της δικής του ζωής ή υγείας, τιµωρείται µε φυλάκισης ενός έτους. 2 Εκτός από την παράλειψη λυτρώσεως από κίνδυνο ζωής, που διαπλάσσεται στο πλαίσιο της γενικής διαπροσωπικής σχέσης, προστατευτική υποχρέωση της ζωής γεννάται επίσης και διαπλάσσεται µέσω της κοινής νοµοθεσίας σε ορισµένες ειδικές διαπροσωπικές σχέσεις, όπως π.χ. η σχέση γονέα και τέκνου κ.λπ.. ii. Η προστατευτική υποχρέωση του κράτους Στην προστατευτική αυτή αξίωση αντιστοιχεί ανάλογη προστατευτική υποχρέωση της κρατικής εξουσίας. Η προστατευτική υποχρέωση του κράτους προκύπτει όχι µόνο από τις γενικές διατάξεις (άρθρο 2 1 και 25 Σ), αλλά και από τη διάταξη που ειδικά 2 Άρθρο 307 ΠΚ. Κατά τη συναφή διάταξη του άρθρου 288 2 ΠΚ, σύµφωνα µε το οποίο «όποιος σε περίπτωση δυστυχήµατος ή κοινού κινδύνου κοινής ανάγκης δεν προσφέρει τη βοήθεια που του ζητήθηκε και που µπορούσε να την προσφέρει, χωρίς ο ίδιος να διατρέξει ουσιώδη κίνδυνο, τιµωρείται µε φυλάκιση µέχρι έξι µηνών». 7

προστατεύει τη ζωή. Ρητά ορίζει ο συντακτικός νοµοθέτης ότι «όλοι όσοι βρίσκονται στην Ελληνική Επικράτεια απολαµβάνουν την απόλυτη προστασία της ζωής». Η νοµοθετική εξουσία είναι υποχρεωµένη να λαµβάνει όλα τα απαιτούµενα νοµοθετικά µέτρα για την προστασία της ανθρώπινης ζωής. Στα µέτρα αυτά ανήκουν οι προβλέψεις των άρθρων 299-307 ΠΚ που τιµωρούν τα εγκλήµατα κατά της ζωής, όπως επίσης και πολλές άλλες διατάξεις της κοινής νοµοθεσίας. Παράλληλα, η εκτελεστική εξουσία δεσµεύεται συνταγµατικά να ενεργεί προς την κατεύθυνση της προστασίας της ανθρώπινης ζωής. Στο πλαίσιο αυτό ανήκουν διάφορα διοικητικά µέτρα. Η δικαστική εξουσία οφείλει επίσης να προστατεύει το υπέρτατο αυτό αγαθό κατά την απονοµή της δικαιοσύνης. Γ) ιασφαλιστικό περιεχόµενο Γεννάται το ερώτηµα αν η συνταγµατική προστασία της ζωής περιορίζεται στο αµυντικό και προστατευτικό περιεχόµενο ή αν εκτείνεται και στη διασφαλιστική διάσταση. Ο συντακτικός νοµοθέτης προστατεύει τη ζωή µόνον από επιθετικές ενέργειες των συνανθρώπων ή και από την οικονοµική ανάγκη; Αν δώσουµε θετική απάντηση, υπάρχει αξίωση παροχής ελάχιστων µέσων απαραίτητων γι αυτή την ίδια την επιβίωση του ανθρώπου, όπως π.χ. αξίωση παροχής στοιχειωδών µέσων διατροφής ή φαρµάκων (Existenzminimum). 3 Ο συντακτικός νοµοθέτης δεν αναφέρεται ρητά στο ιδιαίτερα ευαίσθητο αυτό θέµα. Όπως όµως προκύπτει από τη συνδυασµένη ερµηνεία των άρθρων 2 1, 5 2, 7 3,21 και 25 4, η παροχή των στοιχειωδών µέσων για την επιβίωση του ανθρώπου φαίνεται να αποτελεί επιταγή του Συντάγµατος. Η παροχή των στοιχειωδών αυτών µέσων προκύπτει από τη θεµελιώδη αρχή του απαραβίαστου της ανθρώπινης αξίας, από τη συνταγµατική κατοχύρωση του δικαιώµατος στη ζωή και ανήκει στο στοιχειώδες περιεχόµενο της αρχής της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης. Ο συντακτικός νοµοθέτης µάλλον φαίνεται να στρέφεται προς τη διαµόρφωση ενός «δικαιώµατος επιβίωσης». 3 Πρβλ. αγτόγλου, Ατοµικά ικαιώµατα Α (2005), σ.238 8

4. Φορείς Φορείς των δικαιωµάτων που κατοχυρώνονται από τη διάταξη του άρθρου 5 2 Σ είναι τόσο οι Έλληνες όσο και οι αλλοδαποί ερµηνεία, υπέρ της οποίας συνηγορεί η σαφής διατύπωσή της («Όλοι»). Η διάταξη αποβλέπει βέβαια κυρίως στην προστασία των αλλοδαπών, αλλά η διατύπωσή της δικαιολογεί την ισχύ της και υπέρ των Ελλήνων. Ο συντακτικός νοµοθέτης αποσκοπεί εδώ όχι τόσο στο να προστατεύσει τα αγαθά της ζωής, της τιµής και της ελευθερίας καθεαυτά, όσο µάλλον στο να διευκρινίσει ότι ειδικά ως προς την κατοχύρωσή τους δεν επιτρέπεται διάκριση µεταξύ ηµεδαπών και αλλοδαπών. Η διευκρίνιση αυτή καθίσταται απαραίτητα ενόψει του ότι οι αλλοδαποί δεν είναι φορείς των δικαιωµάτων που απορρέουν από τη γενική αρχή της ισότητας (άρθρο 4 1 Σ) και συνεπώς ο κοινός νοµοθέτης µπορεί καταρχήν να τους υποβάλλει σε διαφορετική µεταχείριση από τους Έλληνες. Η ισχύς της διάταξης υπέρ των ηµεδαπών και αλλοδαπών έχει σηµασία για τα δικαιώµατα στη ζωή και την τιµή, που δεν κατοχυρώνονται ρητά από άλλη συνταγµατική διάταξη. Συνεπώς, τα δικαιώµατα προστατεύονται από τη διάταξη ως ανθρώπινα. Εφόσον, σύµφωνα µε το πρώτο τµήµα της διάταξης, φορείς των εν λόγω δικαιωµάτων είναι «όλοι» οι άνθρωποι, το δεύτερο τµήµα της είναι πρόδηλα περιττό, αφού δεν έχει καµία νοµική σηµασία. εδοµένου ότι ο αναµφίβολος σκοπός της διάταξης είναι η προστασία όλων ανεξαιρέτως των ανθρώπων, οι όροι που περιλαµβάνονται στη φράση (για παράδειγµα ο όρος «πολιτικών πεποιθήσεων») πρέπει να ερµηνεύονται ευρέως. Από την ίση προστασία ηµεδαπών και αλλοδαπών το άρθρο 5 2 επιτρέπει µόνο τις εξαιρέσεις που προβλέπει το διεθνές δίκαιο (συµβατικό ή εθιµικό) 4. Ειδικά για την προστασία της ζωής, η ΕΣ Α (άρθρο 15) περιορίζει τις εξαιρετικές εξουσίες που έχουν τα κράτη σε περίπτωση πολέµου ή άλλου δηµόσιου κινδύνου, που απειλεί την ζωή του έθνους, στις «κανονικές» ( ορθότερα νόµιµες) πράξεις πολέµου. Στο προστατευτικό πεδίο της διάταξης 5 2 δεν εµπίπτουν τα νοµικά πρόσωπα, τα οποία είναι «πρόσωπα» µόνο κατά πλάσµα δικαίου και δεν έχουν «δικαίωµα ζωής». Αυτά έχουν κατ αρχήν δικαίωµα υποστάσεως και λειτουργίας στο πλαίσιο του δικαιώµατος ενώσεως, του δικαιώµατος ιδρύσεως και λειτουργίας πολιτικών κοµµάτων, καθώς και του δικαιώµατος οικονοµικής δραστηριότητας. 4 Βλ. Εµµ. Ρούκουνα, ιεθνές ίκαιο,i, 2 η έκδοση 1997, αρ. 84 επ. 9

5. Εξαιρέσεις και περιορισµοί Το δικαίωµα της ζωής ως εκ της φύσεώς του δεν επιδέχεται χρονικούς κλπ περιορισµούς, παρά µόνον τον συνολικό και µόνιµο «περιορισµό», που ισοδυναµεί µε απώλεια του δικαιώµατος, τον θάνατο. Υπό την έννοια αυτή «περιορισµό» αποτελεί η θανατική ποινή, στο πλαίσιο της κυριαρχικής ποινικής σχέσης. Η επιβολή της ποινής του θανάτου είναι η προφανέστερη εξαίρεση από το δικαίωµα της ζωής, την οποία προβλέπει το ίδιο το Σύνταγµα. Το άρθρο 7 3 εδ. β Σ, όπως τροποποιήθηκε µε την αναθεώρηση του 2001, η οποία υιοθέτησε το Έκτο Πρωτόκολλο της ΕΣ Α, ορίζει πως επιτρέπεται η επιβολή θανατικής ποινής σε καιρό πολέµου για κακουργήµατα που προβλέπονται στον νόµο και σχετίζονται µε αυτόν. Στο σηµείο αυτό αναγκαίο είναι να αναφέρουµε ότι ο νοµοθέτης το 1993 είχε καταργήσει πλήρως την ποινή του θανάτου µε τον νόµο 2172/1993, στο άρθρο 33 1 του οποίου οριζόταν «Η ποινή του θανάτου καταργείται. Όπου στις κείµενες διατάξεις προβλέπεται για ορισµένη αξιόποινη πράξη αποκλειστικώς η ποινή του θανάτου νοείται ότι απειλείται η ποινή της ισόβιας κάθειρξης. Αν η ποινή του θανάτου προβλέπεται διαζευκτικώς µε άλλη ποινή νοείται ότι απειλείται µόνο η τελευταία» δηλαδή το Σύνταγµα το 2001 υπαναχωρεί σε σύγκριση µε τον ν 2172/1993. Επειδή ωστόσο η νέα συνταγµατική διάταξη επιτρέπει απλώς κατ εξαίρεση τη θανατική ποινή, και το Σύνταγµα δεν εµποδίζει τον νοµοθέτη να κατοχυρώνει σε ευρύτερο βαθµό από το Σύνταγµα ένα ατοµικό δικαίωµα, η νέα διάταξη του άρθρου 7 3 εδ. β Σ δεν εµποδίζει τη γενική απαγόρευση της θανατικής ποινής που εισήγαγε το άρθρο 33 1 του ν 2172/1993. Η θανατική ποινή δεν αντέκειτο στις πριν από την αναθεώρηση του 2001συνταγµατικές διατάξεις και ήταν δυνατή η εισαγωγή της µε νόµο, γεγονός που δεν σήµαινε ασφαλώς απόλυτη ελευθερία του ποινικού νοµοθέτη να προβλέπει την εσχάτη των ποινών για διάφορα, χωρίς διάκριση, αδικήµατα. 5 Παράλληλα, το άρθρο 1 του εύτερου Πρωτοκόλλου του ιεθνούς Συµφώνου για τα Ατοµικά και Πολιτικά ικαιώµατα της 15 ης εκεµβρίου 1985, που κυρώθηκε από τη χώρα µας µε τον νόµο 2462/1997, απαγορεύει την εκτέλεση οποιουδήποτε προσώπου και επιτάσσει την κατάργηση της θανατικής ποινής µέσα στα όρια της δικαιοδοσίας του κάθε συµβαλλοµένου κράτους. Η Ελλάδα πάντως επιφυλάχθηκε (άρθρο 2 ν. 2462/1997) για την εφαρµογή της θανατικής ποινής σύµφωνα µε τις διατάξεις του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα σε καιρό πολέµου, µετά από καταδίκη για έγκληµα στρατιωτικού χαρακτήρα υψίστης σηµασίας. Οµοίως µε το έκατο Τρίτο Πρωτόκολλο της ΕΣ Α της 3 ης Μαΐου 2002 απαγορεύθηκε σε όλες τις περιστάσεις η ποινή του θανάτου, όπου ορίζονται τα εξής: «Η ποινή του θανάτου καταργείται. Κανείς δεν µπορεί να καταδικαστεί στην ποινή αυτή ή να εκτελεστεί». Το Πρωτόκολλο αυτό, όµως, δεν έχει υπογραφεί ακόµα από τη χώρα µας. Κυρωθέν από την Ελλάδα Πρωτόκολλο είναι το Έκτο της 28 ης Απριλίου 1983, το οποίο και κύρωσε η χώρα µας (µε δεκαπέντε χρόνια καθυστέρηση) µε τον 5 Αξίζει να σηµειωθεί ότι, όταν το Σύνταγµα το επιτρέπει, νοµοθετική πρόβλεψη της θανατικής ποινής είναι κατ αρχήν δυνατή, εφόσον συνδέεται µε δεσµό αιτιώδους συνάφειας µε τη συγκεκριµένη ποινική σχέση. 10

νόµο 2610/1998. Το Πρωτόκολλο αυτό καταργεί τη θανατική ποινή, αλλά εξαιρώντας εγκλήµατα σε περίοδο πολέµου ή όταν επίκειται πόλεµος (στα οποία βέβαια δεν την επιβάλλει, αλλά µόνο την επιτρέπει). Πάντως από το 1972 δεν είχε εκτελεστεί θανατική ποινή στην Ελλάδα και οι θανατικές καταδίκες µετατρέπονταν σε ισόβια κάθειρξη. Άλλη εξαίρεση από το δικαίωµα της ζωής αποτελεί κατά το Σύνταγµα (άρθρο 4 6) η ένοπλη και άρα µε κίνδυνο θανάτωσης µεγάλου αριθµού προσώπων άµυνα της χώρας. Η υποχρέωση αυτή κάθε πολίτη «να συντελεί στην άµυνα της Πατρίδας» και ο συναγόµενος από αυτήν περιορισµός του δικαιώµατος αφορά µόνο την περίπτωση που διεξάγεται αµυντικός πόλεµος και µάλιστα προς υπεράσπιση της πατρίδας. Τα µόνιµα στελέχη των ενόπλων δυνάµεων, της αστυνοµίας, του λιµενικού ή πυροσβεστικού σώµατος υποχρεούνται σε διακινδύνευση της ζωής τους στα πλαίσια εκπλήρωσης των εκάστοτε καθηκόντων τους, καθώς αυτοί έχουν εκούσια υπαχθεί σε ειδική κυριαρχική σχέση, στον πυρήνα της οποίας ανήκει η υποχρέωση εύλογης διακινδύνευσης της ζωής. Η οργάνωση όµως εθελοντικών επιχειρήσεων αυτοκτονίας δεν καλύπτεται από την υποχρέωση διακινδύνευσης της ζωής και αποτελεί πάντοτε παραβίαση του άρθρου 5 2 Σ. Άλλοι περιορισµοί προβλέπονται στο άρθρο 2 2 της ΕΣ Α. Συγκεκριµένα, καθένας δικαιούται να προσβάλει χωρίς τιµωρία τη ζωή κάποιου, όταν πρόκειται να αµυνθεί σε παράνοµη βία. Η διάταξη εξειδικεύεται στις διατάξεις της ελληνικής έννοµης τάξης για την κατάσταση άµυνας ή ανάγκης. Όπως έχει ορθά παρατηρηθεί «δεν φαίνεται να εισάγει στην πραγµατικότητα εξαίρεση, αλλά ρύθµιση της άσκησης του δικαιώµατος: καθορίζει την παρεχόµενη προστασία, σε περίπτωση που παράνοµα απειλείται το έννοµο αγαθό που καθιερώνει, η ανθρώπινη ζωή». Κατά το άρθρο 2 2 στοιχ. α της ΕΣ Α µόνον η υπεράσπιση προσώπου που βρίσκεται σε κατάσταση άµυνας ή ανάγκης δηλαδή όχι πράγµατος, οποιασδήποτε αξίας) δικαιολογεί ενδεχοµένως θανάτωση άλλου προσώπου και η διάταξη του άρθρου 22 3 ΠΚ σχετικά µε την άµυνα είναι κατά τούτο προσαρµοστέα στην υπερισχύουσα ΕΣ Α. Η προστασία κάµπτεται επίσης στα πλαίσια νόµιµης σύλληψης ή απόδρασης κρατουµένου και της καταστολής, σύµφωνα µε τον νόµο στάσης ή ανταρσίας. Πρόκειται για περιπτώσεις νόµιµου κρατικού καταναγκασµού που µπορεί να ασκηθεί από τα όργανα δηµόσιας τάξης. Η άσκηση κρατικής βίας είναι όµως νόµιµη µόνο στο πλαίσιο της αρχής της αναλογικότητας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 25 1 Σ. Αυτό άλλωστε έχει επανειληµµένως απαιτήσει και το Ε Α. Η διακινδύνευση και πολύ περισσότερο η αφαίρεση της ζωής ακόµα και του ατόµου που παρανοµεί, µε τη χρήση όπλων από τα όργανα της κρατικής εξουσίας, είναι επιτρεπτή µόνο όταν δεν µπορεί να αποτραπεί µε άλλο, ηπιότερο τρόπο, άµεσος και σπουδαίος κίνδυνος που απειλεί άλλα ισοδύναµα έννοµα αγαθά. Πρέπει δηλαδή η αστυνοµική επέµβαση να είναι απολύτως αναγκαία και η µόνη πρόσφορη και ιδίως να αντιτάσσεται σε παράνοµη συµπεριφορά και να µη θέτει σε κίνδυνο τη ζωή αµέτοχων πολιτών. Ενόψει της ανωτέρω υποχρέωσης πρέπει τα κρατικά όργανα να λαµβάνουν ειδικά µέτρα προστασίας των πολιτών κατά τη διάρκεια π.χ. αστυνοµικών καταδιώξεων. 11

ΜΕΡΟΣ ΕΥΤΕΡΟ: ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΖΩΗ ΚΑΙ ΚΥΟΦΟΡΟΥΜΕΝΟ 1. Το κυοφορούµενο ως φορέας δικαιώµατος Α) Κατά το Σύνταγµα Η διάταξη του άρθρου 5 2 υποπαρ. 1 εδ. α του Συντάγµατος κατοχυρώνει το δικαίωµα στη ζωή προβλέποντας ότι «Όλοι όσοι βρίσκονται στην Ελληνική Επικράτεια απολαµβάνουν την απόλυτη προστασία της ζωής». Η κατοχύρωση του δικαιώµατος στη ζωή από την παραπάνω διάταξη έχει απλώς αναγνωριστικό και όχι δηµιουργικό χαρακτήρα. Η διάταξη µε άλλες λέξεις κατοχυρώνει το δικαίωµα που είναι αυτονόητο αφού αποτελεί την αναγκαία προϋπόθεση για την άσκηση όλων των ατοµικών δικαιωµάτων. Ο όρος «απόλυτη» αναφέρεται προφανώς στο περιεχόµενο και όχι στους φορείς ή τους αποδέκτες του. Πράγµατι, οι φορείς των δικαιωµάτων προκύπτουν από τη διατύπωση της υπόλοιπης διάταξης(«όλοι όσοι βρίσκονται στην Ελληνική Επικράτεια»), ενώ αποδέκτες όλων των ατοµικών δικαιωµάτων είναι κατ αρχήν µόνο οι φορείς δηµόσιας εξουσίας και όχι οι ιδιώτες (τρίτοι). Είναι αλήθεια πως το Σύνταγµα έχει υπ όψη του κυρίως πλήρη και αυτοτελή πρόσωπα. Κατ αρχήν, και σε περίπτωση αµφιβολίας, πρέπει να δεχτούµε ότι η ικανότητα ατοµικού δικαιώµατος αρχίζει (το αργότερο) µε τη γέννηση και δεν παύει πριν το θάνατο του προσώπου. Προκειµένου για τον κυοφορούµενο, το ελληνικό δίκαιο πάντοτε τον προστάτευε, ώστε θα ήταν άτοπο να ισχυριστούµε ότι το κατοχυρωµένο στο Σύνταγµα δικαίωµα ζωής δεν τον αφορά. Αντιθέτως, κατ αρχήν το δικαίωµα της ζωής του άρθρου 5 2 αφορά και την ζωή του κυοφορουµένου. Η διατύπωση της διάταξης φαίνεται να συνηγορεί µε την άποψη ότι φορέας του εν λόγω δικαιώµατος δεν είναι µόνο ο άνθρωπος που γεννήθηκε, αλλά και το παιδί που δεν γεννήθηκε ακόµη αλλά αναπτύσσεται στο µητρικό σώµα (nasciturus). Πράγµατι «όλοι» µε την έννοια της διάταξης είναι όλα τα ζώντα ανθρώπινα όντα (τα γεννηθέντα και τα κυοφορούµενα). 6 Είναι αναµφίβολο ότι το έµβρυο είναι ένα ζωντανό ανθρώπινο ον, µετά την πάροδο ενός µικρού χρονικού διαστήµατος από τη σύλληψη. Η ευρεία ερµηνεία της διάταξης επιβάλλεται για την προστασία της ζωής του κυοφορουµένου, όπως και κάθε άλλης διάταξης που κατοχυρώνει ατοµικό δικαίωµα, έτσι ώστε να περιλαµβάνει και το κυοφορούµενο. Όπως σε περίπτωση αµφιβολίας σχετικά µε την ελευθερία το τεκµήριο οµιλεί υπέρ αυτής, έτσι και στην παρούσα περίπτωση το τεκµήριο οµιλεί υπέρ της οποιαδήποτε ζωής(της «έτοιµης» και της αναπτυσσόµενης). Είναι αυτονόητο ότι δεν µπορεί να συναχθεί οποιοδήποτε επιχείρηµα κατά της άποψης αυτής από τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα (άρθρ. 35-36), που δεν αναγνωρίζουν την πλήρη ικανότητα δικαίου. Η νοµοθετική ικανότητα δικαίου δεν µπορεί να χρησιµοποιηθεί για τον καθορισµό της συνταγµατικής ικανότητας ενός ανθρώπινου όντος να είναι υποκείµενο ενός ατοµικού δικαιώµατος. Αντίθετα, από τη συνταγµατική ικανότητα του ανθρώπου να είναι υποκείµενο ενός ατοµικού δικαιώµατος πρέπει να συναχθεί επιχείρηµα υπέρ της ατοµικής ικανότητας δικαίου 6 Βλ. Α.Θ.Ραΐκου, Τα Θεµελιώδη ικαιώµατα, τοµ. Β, Αθήνα-Κοµοτηνή 2002, σ.487 12

αυτού. Εποµένως το κυοφορούµενο σύµφωνα µε τη θέση αυτή είναι φορέας του δικαιώµατος στη ζωή. Για το ζήτηµα του αν η «ζωή» του εµβρύου προστατεύεται συνταγµατικώς έχουν διατυπωθεί ωστόσο διάφορες απόψεις, που δεν συµφωνούν µε την ανωτέρω παρατεθείσα. Σύµφωνα µε άλλη άποψη 7 λοιπόν, το άρθρο 5 2 Συντ., αναφερόµενο σε όλους όσοι βρίσκονται στην Ελληνική Επικράτεια, σαφώς υπονοεί ότι φορείς του δικαιώµατος στη ζωή είναι (µόνο) πρόσωπα υπαρκτά σε ενεστώτα χρόνο και τέτοια δεν είναι ούτε το κυοφορούµενο ούτε ο νεκρός. Κάθε διεύρυνση της έννοιας του δυνητικού υποκειµένου της διάταξης του 5 2 Σ σε χρόνο προγενέστερο της γεννήσεως οδηγεί ουσιαστικά στην αποδυνάµωση της κανονιστικής τους αξίας, αφού έχει ως τίµηµα την απώλεια της ίδιας της σηµασίας του «υποκειµένου» για τη συνταγµατική τάξη. Οι υποστηρικτές της θέσεως αυτής ισχυρίζονται ότι πριν από τη στιγµή της γέννησης δεν µπορεί κανείς να κάνει λόγο για την ύπαρξη υποκειµένου, δηλαδή «προσώπου», ούτε συνεπώς για την ύπαρξη οποιουδήποτε συνταγµατικού δικαιώµατος, όπως το δικαίωµα στη ζωή. Ο άνθρωπος, διατείνονται κάποιοι, µετατρέπεται σε πρόσωπο, και άρα υποκείµενο δικαιωµάτων, µε τη γέννησή του, διότι τότε συντελείται η υλική προϋπόθεση της αυτονοµίας του και το πρόσωπο εισέρχεται στο δηµόσιο χώρο, όπου µπορεί να αναγνωριστεί ως τέτοιο από τους άλλους ανθρώπους. Αυτή η εικόνα περί ανθρώπινου προσώπου, άξιου συνταγµατικής προστασίας, κλονίζεται ιδιαίτερα από τις εξελίξεις της γενετικής τεχνολογίας. Στις περιπτώσεις αυτές λοιπόν sedes materiae θα πρέπει να θεωρηθεί µάλλον το άρθρο 2 1 Συντ. Β) Κατά το Αστικό ίκαιο Σύµφωνα µε την ΑΚ 35, η οποία καθορίζει την έναρξη του φυσικού προσώπου, «το πρόσωπο αρχίζει να υπάρχει µόλις γεννηθεί ζωντανό». Η ρύθµιση αυτή θα ήταν ανεπιεικής όσον αφορά την αστική προστασία των κυοφορουµένων, αν δεν συµπληρωνόταν µε τον κανόνα της ΑΚ 36. Κι αυτό γιατί συµβαίνει συχνά να λαµβάνουν χώρα κατά της διάρκεια της κυοφορίας περιστατικά, τα οποία θα επηρέαζαν ουσιωδώς τις έννοµες σχέσεις του κυοφορουµένου, εάν είχε ήδη γεννηθεί. Την παράµετρο αυτή δεν µπορούσε να παραβλέψει ο νοµοθέτης, ιδίως σήµερα που οι κυοφορούµενοι γεννιούνται σε µέγιστο ποσοστό ζωντανοί. Για τον λόγο αυτό και µε σκοπό την προστασία και µόνο των κυοφορουµένων η ΑΚ 36 προβλέπει ότι «ως προς τα δικαιώµατα που του επάγονται το κυοφορούµενο θεωρείται γεννηµένο, αν γεννηθεί ζωντανό» (nasciturus pro jam nato habetur, quotiens de commodis ejus agitur). Εποµένως, η διάταξη καθιερώνει ένα πλάσµα δικαίου, δεδοµένου ότι δικαιώµατα που προϋποθέτουν την ύπαρξη φυσικής προσωπικότητας απονέµονται σε οντότητες που ο νόµος εξοµοιώνει µε φυσικά πρόσωπα, µολονότι δεν έχει λάβει χώρα το γεγονός της γέννησης και µάλιστα ζωντανού- του φορέα αυτών των 7 Βλ. Χρυσόγονου Κ.Χ., Ατοµικά και Κοινωνικά ικαιώµατα, Αντ.Ν.Σάκκουλας, 2002 Αθήνα- Κοµοτηνή, σ. 211 13

δικαιωµάτων. Σπουδαία εφαρµογή βρίσκει η διάταξη στα κληρονοµικά δικαιώµατα, για τα οποία άλλωστε ισχύουν οι ειδικές διατάξεις των άρθρων 1711,1867,1936 ΑΚ. Προϋποθέσεις εφαρµογής του πλάσµατος είναι: Πρώτον, να υπάρχει κυοφορούµενος, δηλαδή να έχει ήδη λάβει χώρα το γεγονός της σύλληψης κατά το χρόνο επαγωγής του δικαιώµατος. εύτερον, το κυοφορούµενο να γεννηθεί ζωντανό. Αυτή η προϋπόθεση αποτελεί νοµική αίρεση (condition juris) µε αποτέλεσµα, η κτήση των δικαιωµάτων από τον κυοφορούµενο να είναι προσωρινή και µετέωρη µέχρι την πλήρωση ή την οριστική µαταίωση της αίρεσης. Αν η αίρεση πληρωθεί, δηλαδή ο κυοφορούµενος γεννηθεί ζωντανός, η κτήση των δικαιωµάτων καθίσταται οριστική, και βέβαια αναδροµικά από το χρονικό σηµείο της επαγωγής τους. Για παράδειγµα, η επαγωγή της κληρονοµίας θεωρείται ότι έγινε ήδη κατά το χρόνο θανάτου του κληρονοµουµένου (ΑΚ 1711), µολονότι ο κληρονόµος ήταν τότε µόνο συνειληµµένος αλλά όχι και γεννηµένος. Επίσης, το δικαίωµα αποζηµίωσης του προσώπου λόγω στέρησης της διατροφής (ΑΚ 928 εδ. β ), έναντι αυτού που θανάτωσε τον πατέρα του ενόσω το ίδιο κυοφορείτο, θεωρείται ότι αποκτήθηκε από τη θανάτωση, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι το δικαίωµα αυτό καθίσταται ενεργό µε την πλήρωση της αίρεσης. 8 Αν η αίρεση µαταιωθεί, δηλαδή ο κυοφορούµενος δεν γεννηθεί ζωντανός, τότε θεωρείται ότι δεν απέκτησε ποτέ δικαιοκτητική ικανότητα και τα επαχθέντα σε αυτόν δικαιώµατα αναιρούνται αναδροµικά. Γ) Κατά το ποινικό δίκαιο Ο Ποινικός µας Κώδικας, στο κεφάλαιο για τα εγκλήµατα κατά της ζωής, περιέχει στα άρθρα 304 και 305 ρυθµίσεις για την άµβλωση, µια κατ αρχήν άδικη πράξη, η οποία δεν στρέφεται κατά της έτοιµης, γεννηµένης ζωής, αλλά κατά της εν γενέσει, εγείροντας έτσι την προβληµατική της αντιµετώπισης του κυοφορουµένου ως φορέα δικαιώµατος από το ποινικό δίκαιο. Η υπάρχουσα ζωή του εµβρύου δεν ενδιαφέρει το ποινικό δίκαιο καθ εαυτήν, αλλά ως δυνάµει ανθρώπινη ζωή. 9 Η ανθρώπινη ζωή σύµφωνα µε αυτόν τον κλάδο του δικαίου αρχίζει µετά την έναρξη του τοκετού και πριν την ολοκλήρωση αυτού. Όταν, δηλαδή, ξεκινήσει η φυσική εκείνη αλληλουχία φάσεων, η οποία κατά τα διδάγµατα της µαιευτικής επιστήµης οδηγεί στην ολοκλήρωση της γεννήσεως και κατά συνέπεια στη δηµιουργία της ανθρώπινης ιδιότητας του τικτοµένου. 10 Η εν γενέσει ζωή κατά το ποινικό δίκαιο, λοιπόν, δεν είναι κάτι ουσιωδώς διάφορο, αλλά υπό κάποια έννοια, «προσωρινά λιγότερο» σε σχέση µε την υπάρχουσα. Το έµβρυο, ως στερούµενο βούλησης και, εποµένως, συµφερόντων, δεν είναι αποδεκτό ως φορέας εννόµων 8 Μπορεί βέβαια να ζητηθεί προσωρινή δικαστική προστασία βάσει της ΚΠολ 69, όπως ακριβώς ισχύει και για την προστασία των κληρονοµικών δικαιωµάτων του κυοφορουµένου (βλ. και Σπυριδάκη, αρ. 78στ). 9 Αντίθετος ο Arthur Kaufmann, ο οποίος στο έργο του Rechtsphilosophie im Wandel, 1972, σ.186, όπου υποστηρίζει ότι είναι«βιολογικά εσφαλµένο» να γίνεται λόγος περί «εν γενέσει ζωής», εφόσον η ζωή του εµβρύου είναι πραγµατική και «ανθρώπινη». 10 Βλ. Ανδρουλάκης, Ποινικό ίκαιο-ειδικό Μέρος, Αντ.Ν.Σάκκουλας, 1974, Αθήνα-Κοµοτηνή, σ. 20-22 14

δικαιωµάτων. Αν όµως φορέας του προστατευόµενου µε τις διατάξεις της αµβλώσεως συµφέροντος και εννόµου αγαθού δεν είναι ο κυοφορούµενος, ποιος είναι τελικώς; Κάποιοι υποστήριξαν ότι είναι η Κοινωνία, ότι προστατεύεται δηλαδή το δηµογραφικό συµφέρον του Έθνους και του Κράτους έναντι άλλων Εθνών και Κρατών, όπως έχουν ένα πολυάριθµο και εποµένως, ισχυρό πληθυσµό. Άλλοι υποστήριξαν ότι προασπίζεται το συµφέρον της µητέρας, όσον αφορά στην ίδια της τη ζωή και σωµατική ακεραιότητα, αγαθά τα οποία τίθενται σε κίνδυνο µέσω της πρακτικής της αµβλώσεως. Το µόνο που µετά βεβαιότητος δέχεται το ποινικό δίκαιο είναι ότι το έννοµο αγαθό, το οποίο προστατεύεται από τις περί αµβλώσεως διατάξεις, µπορεί να είναι µόνο η εν γενέσει ανθρώπινη ζωή ως ιδία αξία, έλκοντας την περιωπή και τη βαρύτητά της από την αξία της γεννηµένης ανθρώπινης ζωής, προς την οποία κατά τον προορισµό της κατατείνει και εξελίσσεται. Σε αντίθεση προς την γεννηµένη, η εν γενέσει ανθρώπινη ζωή, ούσα «κάτι λιγότερο» έναντι της πρώτης, δεν έχει απόλυτη αλλά σχετική αξία, όπως σχετικός είναι και ο χαρακτήρας της ποινικής της προστασίας. Το κατ αρχήν αξιόποινο της άµβλωσης δεν πρέπει να υπόκειται σε αµφισβήτηση. Το κυοφορούµενο δεν είναι pars ventris της εγκύου γυναίκας, που µπορεί να διατεθεί ελεύθερα από αυτήν, αλλά ιδία αξία που µετέχει στην ιερότητα της ανθρώπινης ζωής, φορέας ανθρώπινου δυναµικού, ανθρώπινης ουσίας. Αξία, όµως, όπως προαναφέρθηκε, σχετική, απολαύουσα σχετικής µόνο ποινικής προστασίας. Αρξαµένης δε της ανθρώπινης ζωής προστατεύεται και η σωµατική ακεραιότητα του κυοφορουµένου, γεγονός που δεν προβλέπεται ρητώς στις σχετικές ποινικές διατάξεις, αλλά συνάγεται ως αναγκαίο επακόλουθο. Έτσι, ως εκ τούτου, το κυοφορούµενο λογίζεται ως «άνθρωπος» πριν ακόµα του αναγνωριστεί η ιδιότητα του προσώπου κατά το αστικό δίκαιο. 2. Η συνταγµατική προστασία του κυοφορουµένου Το Σύνταγµα στο άρθρο 5 2 δεν προστατεύει µόνο την «πλήρη», αλλά κάθε µορφή ανθρώπινης ζωής, εποµένως και του κυοφορουµένου (nasciturus). Το ελληνικό δίκαιο πάντα προστάτευε τον κυοφορούµενο, ώστε θα ήταν άτοπος ο ισχυρισµός ότι το κατοχυρωµένο στο Σύνταγµα δικαίωµα στη ζωή δεν τον αφορά. Αντιθέτως, κατ αρχήν το δικαίωµα της ζωής του άρθρου 5 2 αφορά και την ζωή του κυοφορούµενου. Το ζήτηµα της συνταγµατικής προστασίας του κυοφορουµένου συζητήθηκε ευρέως υπό τη διάταξη του άρθρου 2 2 εδ. α του Θεµελιώδους Νόµου της Βόννης. Η κρατούσα γνώµη δέχεται ότι η διάταξη αυτή κατοχυρώνει το δικαίωµα στη ζωή και υπέρ του κυοφορουµένου. Υποστηρίζεται όµως και η αντίθετη γνώµη που επικαλείται τη διατύπωση και ιδίως την ιστορία της διάταξης. Την κρατούσα γνώµη υιοθέτησε κατ αποτέλεσµα και η νοµολογία του Οµοσπονδιακού Συνταγµατικού ικαστηρίου κατά την εξέταση της συνταγµατικότητας των νέων ποινικών διατάξεων περί αµβλώσεως. Συγκεκριµένα η BVerfGE 39 δέχτηκε τη βασική θέση ότι «Η ζωή που αναπτύσσεται στο µητρικό σώµα προστατεύεται από το Σύνταγµα ως αυτοτελές έννοµο αγαθό (άρθρο 2 2 εδ. α, άρθρο 1 1 Θεµελιώδους Νόµου)». Το ικαστήριο θεµελίωσε τη θέση του αυτή κυρίως στη διατύπωση και επικουρικά σε µια ευρεία 15

ερµηνεία της διάταξης του άρθρου 2 2 εδ. α του Θεµελιώδους Νόµου. Σχετικά µε τη διατύπωση της διάταξης το ικαστήριο νοµολόγησε τα εξής:«ζωή υπό την έννοια της ιστορικής ύπαρξης ενός ανθρώπινου ατόµου υπάρχει σύµφωνα µε ασφαλή βιολογικοφυσιολογική διάγνωση σε κάθε περίπτωση από τη 14 η µέρα µετά τη σύλληψη Η διαδικασία αναπτύξεως που άρχισε έτσι είναι ένα συνεχές γεγονός, το οποίο δεν παρουσιάζει σαφή στάδια και δεν επιτρέπει µια ακριβή οριοθέτηση των διαφόρων βαθµίδων ανάπτυξης της ανθρώπινης ζωής. Αυτό δεν τελειώνει µε τη γέννηση για παράδειγµα τα χαρακτηριστικά για την ανθρώπινη προσωπικότητα, συναισθηµατικά φαινόµενα, εµφανίζονται µετά από πολύ µακρύ χρόνο από τη γέννηση. Για το λόγο αυτό η προστασία του άρθρου 2 2 εδ. α του Θεµελιώδους Νόµου δεν µπορεί να περιοριστεί ούτε στον «έτοιµο» άνθρωπο µετά τη γέννηση, ούτε στο κυοφορούµενο που είναι ικανό να ζήσει από µόνο του. Το δικαίωµα στη ζωή κατοχυρώνεται σε καθέναν, που «ζει» δεν µπορεί εδώ να γίνει καµία διάκριση µεταξύ των επιµέρους σταδίων της αναπτυσσόµενης ζωής πριν από τη γέννηση ή µεταξύ γεννηθείσας και µη γεννηθείσας ζωής. «Καθένας» υπό την έννοια του άρθρου 2 2 εδ. α Θεµελ. Νόµου είναι «κάθε Ζων», µε άλλες λέξεις: κάθε ανθρώπινο άτοµο που έχει ζωή συνεπώς, «καθένας» είναι και το ακόµα µη γεννηθέν ανθρώπινο ον». Στη συνέχεια το ικαστήριο δέχτηκε, ότι «σε κάθε περίπτωση έννοια και σκοπός της διατάξεως αυτής του Θεµελιώδους Νόµου απαιτούν την επέκταση της προστασίας της ζωής και στην αναπτυσσόµενη ζωή. Η εξασφάλιση της ανθρώπινης ύπαρξης απέναντι στις κρατικές προσβολές θα ήταν ατελής, αν αυτή δεν περιελάµβανε την προβαθµίδα της «έτοιµης ζωής», την αγέννητη ζωή».η ευρεία αυτή ερµηνεία της διάταξης στηρίχθηκε στην αρχή, που καθιερώθηκε από την πάγια νοµολογία του ικαστηρίου και κατά την οποία «σε περιπτώσεις αµφιβολίας πρέπει να προκρίνεται η ερµηνεία εκείνη, που αναπτύσσει ισχυρότερα τη νοµική δύναµη ενέργειας του κανόνα του θεµελιώδους δικαιώµατος. Η ζωή του nasciturus είναι πάντως µέχρι τον τοκετό άρρηκτα συνδεδεµένη µε την ζωή και την υγεία της εγκύου (αν και είναι πλέον δυνατή η «εξωσωµατική κύηση», δηλαδή η κύηση σε σωλήνα επιστηµονικού εργαστηρίου). εν είναι λοιπόν δυνατή χωρίς σταθµίσεις και αξιολογήσεις η προστασία της µιας ή της άλλης ζωής, προπάντων στην περίπτωση της βιολογικής συγκρούσεως των δύο ζωών (επιβίωση είτε της κυοφορούσας είτε του κυοφορουµένου), αλλά και της συγκρούσεως της ζωής του κυοφορουµένου και της υγείας της κυοφορούσας. Σπουδαία σηµασία έχει επίσης ο παράγοντας του χρόνου, αφού µέσα στον χρόνο της εγκυµοσύνης το απλό έµβρυο µετουσιώνεται σε πρόσωπο. Το Σύνταγµα δεν απαγορεύει τον νοµοθετικό καθορισµό της ενάρξεως του προσώπου, τη ζωή του οποίου προστατεύει. Η σταδιακή διαµόρφωση του «προσώπου» του ανθρώπου, δηµιουργεί- όπως είναι φυσικόπροβλήµατα κατηγοριοποιήσεων στην νοµική προσέγγιση ο συνταγµατικός χαρακτηρισµός του ανθρώπινου γενετικού υλικού προϋποθέτει την αναγκαία κατάταξή του σε µια από τις δύο κατηγορίες των πραγµάτων και των προσώπων. Σε αυτό το σηµείο παρατηρητέα τα ακόλουθα: πρώτον, ανεξάρτητα από το αν ένα «δυνάµει» πρόσωπο θεωρηθεί διαφορετικό από ένα οποιοδήποτε «πράγµα», σηµασία έχει ότι κανένα από τα δύο δεν είναι «πρόσωπο». Το έµβρυο δηλαδή, ανεξάρτητα από το αν προστατεύεται σε οποιονδήποτε βαθµό από την έννοµη τάξη, δεν µπορεί να 16

θεωρείται υποκείµενο συνταγµατικών δικαιωµάτων ακριβώς επειδή δεν είναι «πρόσωπο», του λείπει δηλαδή η χαρακτηριστική οντολογική ενότητα, ο συνδυασµός του corpus και του animus ενός «υποκειµένου». εύτερον, η παραπάνω διάκριση µεταξύ του «δυνάµει» προσώπου και του «προσώπου» δεν προκύπτει µεν ρητά από το Σύνταγµα, είναι όµως λογικά αναγκαία ώστε να µην αποδίδεται η ιδιότητα του «προσώπου» στο γενετικό υλικό εν γένει και ανεξάρτητα από τη διαµόρφωσή του. Πράγµατι, αν θεωρηθεί ότι σε κάποια φάση της εξέλιξής του το έµβρυο αποκτά την ιδιότητα του «προσώπου»,θα πρέπει να δικαιολογηθεί γιατί στην αµέσως προηγούµενη φάση αυτή η- νοµική και όχι βιολογική- ιδιότητα δεν υπήρχε, κ.ο.κ., µέχρι να φτάσουµε στο status των απλών γαµετών. Έτσι όµως η νοµική επιχειρηµατολογία της προστασίας αυτού του υλικού µπορεί να οδηγηθεί σε αδιέξοδο. Με βάση τα όσα υποστηρίζονται σ αυτό το σηµείο συµπερασµατικά µπορεί να ειπωθεί πως από την άποψη του Συντάγµατος δικαιολογείται η διάκριση ποιοτικά διαφορετικών καταστάσεων του εµβρύου, διότι υπάρχει πράγµατι ένα διάστηµα κατά το οποίο το γενετικό υλικό είναι επιδεκτικό διαχείρισης. Ο κοινός νοµοθέτης βεβαίως δεσµεύεται από το Σύνταγµα να ορίσει συγκεκριµένα το διάστηµα της επιτρεπτής διαχείρισης και τους όρους της τελευταίας. Τα παραπάνω, λοιπόν, ισχύουν για το θεµιτό του πειραµατισµού µε ανθρώπινα έµβρυα. Στην περίπτωση εξωσωµατικής κυήσεως, ο πειραµατισµός µε το έµβρυο υπόκειται στους ίδιους κανόνες, όπως και ο πειραµατισµός µε το σώµα ανικάνου προς δικαιοπραξία 3. Η προβληµατική της άµβλωσης Η ποινική νοµοθεσία των διαφόρων κρατών ρυθµίζει το θέµα της αµβλώσεως µε δύο τρόπους και, συγκεκριµένα, είτε µε την κατ αρχήν απαγόρευσή της και την καθιέρωση εξαιρέσεων για ορισµένους λόγους, είτε µε την καθιέρωση του επιτρεπτού αυτής χωρίς κανέναν περιορισµό, µέσα σε ορισµένη προθεσµία. Η πρώτη ρύθµιση ονοµάζεται «ρύθµιση ή λύση των ενδείξεων» («Indikationenregelung ή lοsung»), ενώ η δεύτερη ρύθµιση είναι γνωστή ως «ρύθµιση ή λύση των προθεσµιών» («Fristenregelung ή losung»). Μέχρι το 1986 ο ελληνικός Ποινικός Κώδικας (άρθρο 304) καθιέρωνε τη ρύθµιση των ενδείξεων, ο οποίος προέβλεπε την «ιατρική ένδειξη», δηλαδή την άρση του άδικου χαρακτήρα της αµβλώσεως λόγω κινδύνου για τη ζωή ή κινδύνου για σοβαρή βλάβη της υγείας της εγκύου, και την «ηθική ένδειξη», δηλαδή να αίρεται ο άδικος χαρακτήρας της στην περίπτωση που η εγκυµοσύνη είναι αποτέλεσµα ενός εγκλήµατος κατά των ηθών και, ειδικότερα, βιασµού, αποπλάνησης ανήλικης, αιµοµιξίας και κατάχρησης γυναίκας ανίκανης να αντισταθεί. Τη ρύθµιση των προθεσµιών ακολούθησε ο Ν. 1609/1986 «Τεχνητή διακοπή της εγκυµοσύνης και προστασία της υγείας της γυναίκας και άλλες διατάξεις», που τροποποίησε τον τίτλο(«τεχνητή διακοπή της εγκυµοσύνης») και τις διατάξεις του άρθρ. 304 του Π.Κ.(άρθρα 2-3). Η 4 του άρθρου αυτού, όπως αντικαταστάθηκε µε το άρθρο 2 του Ν1609 και όπως ισχύει έως σήµερα, ορίζει τα εξής: «εν είναι άδικη πράξη η τεχνητή διακοπή της εγκυµοσύνης που ενεργείται µε τη συναίνεση της εγκύου από γιατρό µαιευτήρα-γυναικολόγο µε τη συµµετοχή αναισθησιολόγου σε οργανωµένη 17

νοσηλευτική µονάδα, αν συντρέχει µια από τις ακόλουθες περιπτώσεις: α) εν έχουν συµπληρωθεί δώδεκα εβδοµάδες εγκυµοσύνης. β) Έχουν διαπιστωθεί, µε τα σύγχρονα µέσα προγεννητικής διάγνωσης, ενδείξεις σοβαρής ανωµαλίας του εµβρύου που επάγονται τη γένεση παθολογικού νεογνού και η εγκυµοσύνη δεν έχει διάρκεια περισσότερο από είκοσι τέσσερις εβδοµάδες. γ)υπάρχει αναπότρεπτος κίνδυνος για τη ζωή της εγκύου ή κίνδυνος σοβαρής και διαρκούς βλάβης της σωµατικής ή ψυχικής υγείας της. Στην περίπτωση αυτή απαιτείται σχετική βεβαίωση και του κατά περίπτωση αρµόδιου γιατρού. δ)η εγκυµοσύνη είναι αποτέλεσµα βιασµού, αποπλάνησης ανήλικης, αιµοµιξίας ή κατάχρησης γυναίκας ανίκανης να αντισταθεί και εφόσον δεν έχουν συµπληρωθεί δεκαεννέα εβδοµάδες εγκυµοσύνης». Όπως προκύπτει από τις διατάξεις αυτές, ο άδικος χαρακτήρας της προσβολής της ζωής του κυοφορουµένου είναι δυνατόν να αίρεται, εφ όσον η τελευταία έλαβε χώρα χάριν σωτηρίας αγαθού µείζονος αξίας κατά την εκτίµηση της έννοµης τάξης. Σε αντίθεση δηλαδή προς τη γεννηµένη, η εν γενέσει ανθρώπινη ζωή δεν εξέρχεται πάντοτε νικήτρια από τη σύγκρουσή της µε άλλα αγαθά, αναδεικνύοντας έτσι τη σχετική ποινική προστασία που αυτή απολαµβάνει ως αγαθό«κατώτερης αξίας» σε σχέση µε την ολοκληρωµένη ζωή. Εν προκειµένω τίθεται πρόδηλα ζήτηµα συµφωνίας της διάταξης του άρθρου 304 4 περ. α Π.Κ. µε τη διάταξη του άρθρου 5 2 υποπαρ. 1 εδ. α του Συντάγµατος, όπου κατοχυρώνεται «απόλυτα» το δικαίωµα στη ζωή. Από την πλευρά του Συντάγµατος ορθότερο είναι να δεχθούµε πως από το χρονικό σηµείο που αρχίζει το έµβρυο να«ζει» (δηλαδή το αργότερο δεκατέσσερις ηµέρες µετά τη σύλληψη) αυτό υπόκειται στο προστατευτικό πλαίσιο της διάταξης του Συντάγµατος. Πράγµατι η ανθρώπινη προγεννητική εξέλιξη, σύµφωνα µε τα πορίσµατα της ιατρικής επιστήµης, αρχίζει µε τη γονιµοποίηση, όταν ένα σπερµατοζωάριο ενώνεται µε ένα ωάριο και σχηµατίζει το ζυγωτό, το πρώτο κύτταρο από τον νέο ανθρώπινο οργανισµό. Η διαδικασία ανάπτυξης που αρχίζει έτσι είναι ένα συνεχές γεγονός, το οποίο δεν παρουσιάζει σαφή στάδια και δεν επιτρέπει ακριβή οριοθέτηση των διαφόρων βαθµίδων ανάπτυξης της ανθρώπινης ζωής. Ανεπίτρεπτη θα πρέπει να θεωρηθεί η διάκριση µεταξύ του γεννηθέντος ανθρώπου και του εµβρύου, γιατί η συνταγµατική διάταξη δεν κάνει και ούτε εξουσιοδοτεί τον κοινό νοµοθέτη να κάνει µια τέτοια διάκριση. Εποµένως, η διάταξη του Π.Κ. που καθιερώνει κατ ουσίαν το δικαίωµα της εγκύου γυναίκας να διακόπτει ελεύθερα και δωρεάν την εγκυµοσύνη κατά τη διάρκεια των δώδεκα πρώτων εβδοµάδων αυτής, είναι προφανώς αντίθετη µε τη συνταγµατική διάταξη. Η διακοπή της εγκυµοσύνης είναι συνταγµατικά επιτρεπτή µόνο στις περιπτώσεις που προβλέπονται ρητά από το Σύνταγµα και στις περιπτώσεις που υπάρχουν ευγονικοί, ιατρικοί και ηθικοί λόγοι, τις οποίες προβλέπουν οι άλλες διατάξεις της 4 του ίδιου άρθρου (αντίστοιχα περ. β, γ και δ ). Πράγµατι, στις περιπτώσεις αυτές δεν µπορεί να αξιωθεί από τη γυναίκα να θυσιάσει τη ζωή ή την υγεία της για χάρη του παιδιού ή να γεννήσει παθολογικό παιδί ή παιδί που προήλθε από αξιόποινη πράξη. Γι αυτό η εν προκειµένω νοµοθετική λύση της σύγκρουσης µεταξύ της εγκύου και του εµβρύου υπέρ της πρώτης δεν είναι αντισυνταγµατική. Αντίθετα, θα ήταν προφανώς αντισυνταγµατική µια διάταξη, η οποία θα επέτρεπε την άµβλωση για κοινωνικούς και ιδίως οικονοµικούς λόγους. 18

Η αντίθεση µάλιστα της νοµοθετικής ρύθµισης µε το Σύνταγµα είναι πρόδηλη. Γιατί η τελευταία κατοχυρώνει το δικαίωµα της ζωής απόλυτα και όχι υπό την επιφύλαξη του νόµου. Η διατύπωση της ελληνικής συνταγµατικής διάταξης συνηγορεί επίσης σαφέστερα υπέρ της νοµοθετικής υποχρεώσεως της ποινικοποίησης της αδικαιολόγητης διακοπής της εγκυµοσύνης. Πράγµατι, το κράτος εκπληρώνει πλήρως το καθήκον της «απόλυτης» προστασίας της ανθρώπινης ζωής µόνο µε τη χρησιµοποίηση και του αποτελεσµατικότερου µέσου που διαθέτει, δηλαδή την απειλή ποινής. Πρόσθετο επιχείρηµα υπέρ της ποινικοποιήσεως της αµβλώσεως παρέχουν προφανώς οι διατάξεις των άρθρ. 6 3 εδ. β και 9 2 του Συντάγµατος, οι οποίες ποινικοποιούν απευθείας την προσβολή της προσωπικής ελευθερίας και του ασύλου της κατοικίας αντίστοιχα. Συγκεκριµένα, εφόσον ο συνταγµατικός νοµοθέτης ποινικοποιεί ρητά την προσβολή των δύο αυτών ατοµικών αγαθών από τους φορείς της δηµόσιας εξουσίας, κατά µείζονα λόγο προϋποθέτει ή επιτάσσει την ποινικοποίηση του υπέρτατου ατοµικού δικαιώµατος από οποιοδήποτε πρόσωπο (κρατικό όργανο ή ιδιώτη). Ενόψει ακριβώς του αναµφίβολου γεγονότος της µεγαλύτερης σπουδαιότητας του δικαιώµατος στη ζωή από την προσωπική ελευθερία και το οικιακό άσυλο δεν µπορεί να συναχθεί από τις εν λόγω συνταγµατικές διατάξεις επιχείρηµα εξ αντιδιαστολής υπέρ της αντίθετης γνώµης. Ωστόσο, η ποινικοποίηση της διακοπής της εγκυµοσύνης περιορίζει σοβαρά το δικαίωµα αυτοδιάθεσης της γυναίκας, που κατοχυρώνεται από τη διάταξη του άρθρου 5 1 Σ. Ο περιορισµός του δικαιώµατος αυτού της γυναίκας όµως καλύπτεται πλήρως από «τα δικαιώµατα των άλλων» και ίσως «τα χρηστά ήθη», υπό τη ρητή επιφύλαξη των οποίων προστατεύεται η ελευθερία ανάπτυξης της προσωπικότητας από την εν λόγω συνταγµατική διάταξη. Τα δικαιώµατα των κυοφορουµένων στη ζωή είναι αναµφίβολα «δικαιώµατα των άλλων» υπό την έννοια της συνταγµατικής διάταξης. Τέλος, το κύρος της διάταξης του άρθρου 304 4 περ. α Π.Κ. πρέπει να εξεταστεί και από την άποψη της συµφωνίας της µε τις διατάξεις του άρθρου 2 της Ευρωπαϊκής Σύµβασης των Ανθρωπίνων ικαιωµάτων. Από τη διατύπωση της διάταξης του άρθρ.2 1 εδ. α της Σύµβασης («Το δικαίωµα εκάστου προσώπου») πρέπει µάλλον να συναχθεί ότι αυτή κατοχυρώνει το δικαίωµα στη ζωή µόνο υπέρ του «προσώπου» υπό τη γνωστή έννοιά του στο αστικό δίκαιο (35 Α.Κ.). Μ άλλα λόγια, φορέας του δικαιώµατος στη ζωή φαίνεται να είναι µόνο ο γεννηθείς άνθρωπος και όχι το κυοφορούµενο. Την έννοια αυτή της φράσης επιβεβαιώνουν και οι επόµενες διατάξεις του άρθρου, που χρησιµοποιούν τους όρους «θάνατος» και «θανατική ποινή». Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή των Ανθρωπίνων ικαιωµάτων δεν έλυσε το ζήτηµα, αν η ζωή του κυοφορουµένου µπορεί να θεωρηθεί ως ζωή υπό την έννοια του άρθρου 2 της Σύµβασης, ούτε και το ζήτηµα αν το κυοφορούµενο µπορεί να θεωρηθεί ως «άλλος» υπό την έννοια του άρθρου 8 2 αυτής. 11 Έτσι, η διάταξη δεν καλύπτει πλήρως την αντίστοιχη διάταξη του ελληνικού Συντάγµατος, µη προστατεύοντας τη 11 «εν επιτρέπεται να υπάρξη επέµβασις δηµοσίας αρχής εν τη ασκήσει του δικαιώµατος τούτου (του σεβασµού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής), εκτός εάν η επέµβασις αύτη προβλέπεται υπό τον νόµον και αποτελεί µέτρον το οποίον, εις µίαν δηµοκρατικήν κοινωνίαν, είναι αναγκαίον δια την προστασίαν των δικαιωµάτων και ελευθεριών άλλων» 12 «Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωµα στη ζωή» 19

ζωή οποιουδήποτε ανθρώπινου όντος. Κατ ακολουθία, η διάταξη της Σύµβασης δεν καθιερώνει οποιονδήποτε περιορισµό σχετικά µε τη ρύθµιση του θέµατος της αµβλώσεως. Υπό την αντίθετη ερµηνεία της διάταξης δεν θα ήταν ενόψει της σαφούς διατυπώσεως των άλλων διατάξεων του άρθρου επιτρεπτή ούτε η ιατρικά επιβαλλόµενη διακοπή της εγκυµοσύνης. Πρέπει να προσθέσω ότι τη διατύπωση της διάταξης του άρθρ. 2 1 εδ. α της Σύµβασης υιοθέτησε και το άρθρο 2 1 του Χάρτη Θεµελιωδών ικαιωµάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. 12 4. Σύγκρουση µεταξύ του δικαιώµατος της ζωής του εµβρύου και της ελευθερίας ανάπτυξης της προσωπικότητας της µητέρας Σύγκρουση θεµελιωδών δικαιωµάτων διαφόρων φορέων αυτών συντρέχει, όταν η άσκηση ενός θεµελιώδους δικαιώµατος ενός προσώπου αποκλείει αναγκαίως εν όλω ή εν µέρει τη σύγχρονη άσκηση του ίδιου ή άλλου θεµελιώδους δικαιώµατος άλλου ή άλλων προσώπων. Εν προκειµένω συγκρούεται το δικαίωµα στη ζωή του εµβρύου µε το δικαίωµα της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας της γυναίκας και εποµένως τίθεται το θέµα ποιο από τα δύο έχει το προβάδισµα. Η άρση των συγκρούσεων των θεµελιωδών δικαιωµάτων µπορεί να γίνεται µόνο µε τη στάθµιση συµφερόντων. Σε κάθε συγκεκριµένη περίπτωση ο τρόπος αυτός άρσης των εν λόγω συγκρούσεων υποστηρίζεται και από την κρατούσα στη γερµανική επιστήµη γνώµη και εφαρµόζεται από την πάγια νοµολογία του δυτικογερµανικού Οµοσπονδιακού Συνταγµατικού ικαστηρίου. Το αρµόδιο κρατικό όργανο έχει βέβαια διακριτική ευχέρεια σχετικά µε την πρόκριση του δικαιώµατος που θα επικρατήσει στην κάθε φορά κρινόµενη περίπτωση. Η πρόκριση πρέπει ωστόσο να γίνει µε αντικειµενικά κριτήρια. Οπωσδήποτε, αποκλείεται εν προκειµένω οποιαδήποτε ιεράρχηση των θεµελιωδών δικαιωµάτων. Γιατί το Σύνταγµα δεν καθιερώνει καµία ιεράρχησή τους. Μόνο το άρθρο 110 1 αυτού κάνει µια ιεράρχηση των θεµελιωδών δικαιωµάτων και τα διακρίνει σε αναθεωρητέα και µη αναθεωρητέα, από κάθε άλλη άποψη αυτά είναι ισότιµα. Η πλήρης ισοτιµία των θεµελιωδών δικαιωµάτων προκύπτει όχι µόνο από την καθιέρωσή τους από το ίδιο όργανο (το συντακτικό νοµοθέτη), αλλά και από το γεγονός ότι αυτά αποτελούν συγκεκριµενοποιήσεις της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Από την αρχή της ισοτιµίας των θεµελιωδών δικαιωµάτων υπάρχει όµως µια αυτονόητη εξαίρεση που αφορά την ανθρώπινη ζωή. Αυτή είναι η υπέρτατη αξία και αποτελεί µάλιστα την προϋπόθεση όλων των άλλων θεµελιωδών δικαιωµάτων. Για το λόγο αυτό το δικαίωµα της ζωής δεν µπορεί να «σταθµιστεί» σε καµία περίπτωση µε τα άλλα ουσιώδη δικαιώµατα, έχοντας πάντοτε το προβάδισµα έναντι αυτών. Εποµένως, ο καθορισµός της προτεραιότητας µεταξύ των συγκρουόµενων δικαιωµάτων είναι ζήτηµα πραγµατικό και πρέπει να γίνεται ανάλογα µε τη σηµασία που έχουν τα δικαιώµατα αυτά στη συγκεκριµένη περίπτωση. 12 «Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωµα στη ζωή» 20