Η ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΣΩΜΑΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ Αλεξάνδρου Χατζίρη Εκπαιδευτικού Μουσικής --Θεολογίας Κυρίες και κύριοι. Ευχαριστώ την πρόεδρο της συντονιστικής επιτροπής του συνεδρίου κ. Πετρίδου καθώς επίσης και τα μέλη του για την τιμή που μου έκαναν να συμμετάσχω στο συνέδριο αυτό. Όμως οικογενειακοί λόγοι δεν μου επέτρεψαν να παραβρίσκομαι. Θα παραβρεθώ όμως στο μουσικό διάλειμμα της παιδικής νεανικής χορωδίας ορχήστρας της Ι. Μ. Σύρου Τήνου την οποία και διευθύνω. H ποιμαντική ψυχολογία αποτελεί μέρος του μαθήματος της Γενικής Ποιμαντικής. Ερευνά και μελετά τις ψυχικές αντιδράσεις της ανθρώπινης προσωπικότητας σε συνδιασμό με τη θρησκευτική ζωή των ανθρώπων. Η σχέση της Ποιμαντικής ψυχολογίας με την ψυχολογία του βάθους είναι ότι και οι δύο ασχολούνται με τον άνθρωπο. Η ψυχολογία του βάθους εξετάζει τις ψυχικές αντιδράσεις του ανθρώπου σε σχέση με τον άνθρωπο, ενώ η Ποιμαντική ψυχολογία ερευνά τις ψυχικές αντιδράσεις του ανθρώπου σε σχέση πρός τον συνάνθρωπο και τον Θεό. Σκοπός λοιπόν των δύο επιστημών είναι να βοηθήσουν τον άνθρωπο να συνάψει και να διατηρήσει αρμονικές σχέσεις με τον συνάνθρωπο αλλά και να τον θεραπεύουν, να τον φέρουν δηλ. στην αρχική του θέση. Τα μέσα τα οποία χρησιμοποιούν η ψυχολογία του βάθους και η ποιμαντική ψυχολογία έχουν αρκετές ομοιότητες αλλά και διαφορές. Έτσι η ψυχολογία του βάθους ως μέσο αποφυγής των ασθενειών συνιστά κυρίως την κοινωνικότητα του ανθρώπου. (Άντλερ). Όταν όμως ο άνθρωπος πάσxει ψυχικά χρησιμοποιεί το διάλογο. Η Ποιμαντική ψυχολογία συνιστά τον διάλογο με την ευρύτερη και τη στενότερη έννοιά του. Με την ευρύτερη έννοια ως ζωντανή παρουσία του ανθρώπου μέσα στην Εκκλησία, όπου με τη συμμετοχή του στα Μυστήρια,απαλλάσσεται απο τα αμαρτήματά του και βρίσκεται σε
συνεχή κοινωνία με τους υπόλοιπους πιστούς και με το Θεό. Όταν όμως ο άνθρωπος παύσει να βρίσκεται μέσα στην Εκκλησία, όταν έχει υποπέσει σε βαριά αμαρτήματα, οπότε πιεζόμενος απο τα αισθήματα ενοχής παύει να διαλέγεται με τον συνάνθρωπο και τον Θεό,τότε χρειάζεται ο ποιμαντικός διάλογος με τη στενότερή του έννοια, με την έννοια των διαπροσωπικών σχέσεων. Έτσι η Ποιμαντική ψυχολογία έχει ως αντικείμενο τη μελέτη των συμπερασμάτων του ψυχολογικού προβληματισμού και την αναζήτηση τρόπων με τους οποίους μπορούν αυτά να αξιοποιηθούν μέσα στην περιοχή του διακονικού έργου της Εκκλησίας και ιδιαίτερα στην πνευματική καθοδήγηση του πιστού που προσπαθεί να βιώσει την αλήθεια του Ευαγγελίου στον πρακτικό του βίο. Η πνευματική καθοδήγηση δεν αφορά πάντοτε σε θέματα της καθαυτό πνευματικής ζωής αλλά και σε προβλήματα καθημερινού βίου. Πάντοτε, ο απώτερος σκοπός είναι η οικονομία της σωτηρίας του πιστού ο οποίος ζητά τη «συμβουλευτική» του εξομολόγου, ή του «γέροντά» του στην προσπάθεια να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες ψυχολογικές και πρακτικές του βίου του με γνώμονα την εν Χριστώ αλήθεια. Βασικές πηγές της Ποιμαντικής ψυχολογίας σε αυτό το έργο είναι η γνώση περί του προσώπου και της ζωής του Χριστού και το παράδειγμα και η διδασκαλία των Θεοφόρων Πατέρων όπως το διασώζει η γραπτή και η ζώσα Παράδοση της Εκκλησίας. Έργο της, επίσης, αποτελεί η έρευνα και η θεωρητική αναζήτηση σημείων επαφής και διαφοροποίησης μεταξύ Θεολογίας και Ψυχολογίας, στα όρια, πάντοτε, του προβληματισμού και τον εμπλουτισμό της ποιμαντικής πρακτικής. Ο θεολόγος που προσεγγίζει τον προσφερόμενο προς αξιοποίηση γνωστικό πλούτο της σύγχρονης Ψυχολογίας έχει καθήκον να γνωρίζει ότι η αδιάλειπτη καταφυγή στην ορθόδοξη Παράδοση αποτελεί πάντοτε το μέτρο και τον ασφαλή γνώμονα μιας πορείας προφυλαγμένης από τον κίνδυνο αλλοιώσεων και παραχαράξεων των ουσιωδών της πίστης. Με δεδομένους αυτούς τους προορισμούς, η Θεολογία μπορεί να δανειστεί από την Ψυχολογία μια χρήσιμη γλώσσα, για να παρουσιάσει την πατερική ανθρωπολογική διδασκαλία, τη μέθοδο με την οποία οι νηπτικοί πατέρες προσέγγισαν
τα πνευματικά φαινόμενα καθώς και τις θεραπευτικές μεθόδους που εφάρμοσαν κατά την πνευματική και ποιμαντική τους πορεία. Η ψυχολογική γνώση και κυρίως το ψυχολογικό γλωσσάρι τιθέμενα στη υπηρεσία της Θεολογίας, μπορεί να αποδειχτούν χρήσιμα εργαλεία που θα βοηθήσουν να γίνουν οικεία και καταληπτά τα πλούσια αποθέματα της πατερικής εμπειρικής γνώσης σχετικά με την ενδοψυχική δομή του ανθρώπου, τη φύση και τη λειτουργία των παθών, των πειρασμών και των εμποδίων κατά την προσπάθεια εμπέδωσης της αρετής. Στο σημείο αυτό θα αναφέρουμε μερικές βασικές κατευθύνσεις διεξαγωγής του ποιμαντικού διαλόγου όπως χαρακτηριστικά περιγράφει ο καθηγητής κ. Βάντσος. α) Ο διάλογος είναι μέσο και ψυχική ανάγκη του ανθρώπου που τον καταξιώνει σαν πρόσωπο τόσο από θεολογική, όσο και από ψυχολογική άποψη. Από θεολογική άποψη ο διάλογος είναι μέσο κοινωνίας του ανθρώπου με τον Θεό και τον συνάνθρωπο μέσα στο χώρο της Εκκλησίας. Με την κοινωνία αυτή ο άνθρωπος όχι μόνο προφυλάσσεται από την αμαρτία, αλλά δίνεται η δυνατότητα να καλλιεργήσει τα χαρίσματά του για να φθάσει στον προορισμό του, τη θέωση ή όπως λέγεται στη θεολογική γλώσσα να γίνει θεοειδής άνθρωπος. β) Ο διάλογος δεν είναι μόνο μέσο αποφυγής των ψυχικών ασθενειών, αλλά και μέσο θεραπείας. Η ψυχανάλυση χρησιμοποιεί το διάλογο για να μπορέσει να διεισδύσει στο ασυνείδητο του ασθενή και να βρεί τα αίτια που προκαλούν τη νόσο. Η Εκκλησία αιώνες πριν από αυτές τις ανακαλύψεις και διαπιστώσεις χρησιμοποίησε και χρησιμοποιεί και σήμερα το διάλογο για να βοηθήσει τους πιστούς πχ. με το Μυστήριο της εξομολόγησης όπου ο άνθρωπος θεραπεύεται από την κατεξοχήν ψυχική νόσο την αμαρτία και οδηγείται σε πραγματική κοινωνία με τον Θεό και τον συνάνθρωπο. γ) Ο ποιμαντικός διάλογος αποτελεί ένα από τα κατ εξοχή μέσα άσκησης του Ποιμαντικού έργου της Εκκλησίας. Πρότυπα ποιμαντικού διαλόγου μας έδωσε ο ίδιος ο Χριστός.
Ο ποιμένας που θα αναλάβει να κάνει το διάλογο αυτό παράλληλα με την ζέση πίστης και την αγάπη για το συνάνθρωπο θα πρέπει να έχει και ειδικά χαρίσματα δηλ. θεολογικές και ψυχολογικές γνώσεις για να μπορεί να διακρίνει τον τύπο του ποιμαινόμενου και να μιλά στην ψυχή του. Η Εκκλησία μεριμνά και φροντίζει για τον άνθρωπο από τη γέννησή του μέχρι και τον θάνατο. Είναι παρούσα αμέσως μετά τη γέννηση κάθε ανθρώπου, αφού με τις ευχές στη λεχώ και το παιδί ευλογεί τη γέννηση του ανθρώπου. Τα βιώματα της ηλικίας αυτής έχουν περιέλθει στο ασυνείδητο δηλ. δεν τα θυμάται. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι τα βιώματα αυτά δεν παίζουν κανένα ρόλο στη μετέπειτα ζωή του. Αντίθετα παίζουν το σπουδαιότερο ρόλο στη διαμόρφωση του χαρακτήρα και στη ψυχοσωματική υγεία και ανάπτυξη του ανθρώπου. Ο Φρόιντ δίδασκε ότι «κάθε ενήλικας κρύβει μέσα του ένα παιδί, τη δική του παιδική ζωή, από την οποία δεν μπορεί να ξεφύγει». Λόγω του περιορισμένου χρόνου θα περιοριστούμε επισημαίνοντας δυο ορθόδοξες ποιμαντικές-- ψυχολογικές εφαρμογές που αφορά το παιδί της προσχολικής ηλικίας: α) την συμμετοχή του στη θεια κοινωνία και την ταύτιση από μέρους του παιδιού, του ιερέα με τον Θεό. Σπουδαιότητα για μας τους θεολόγους έχει το γεγονός ότι τα παιδιά της προσχολικής ηλικίας θέτουν ερωτήσεις σχετικές με τον Θεό, με τη μορφή Του, με την κατοικία Του. Πολύ συχνά ρωτούν τι είναι η θεία κοινωνία. Οι ερωτήσεις αυτές πρέπει να απαντηθούν απλά και σωστά. Ο διάλογος θα πρέπει να γίνει στο πνευματικό επίπεδο του παιδιού. Χρειάζεται μεγάλη προσοχή στις παρομοιώσεις. Ένα παράδειγμα: το παιδί δεν μπορεί να καταλάβει τι είναι η θεία κοινωνία. Τυχόν παρομοιώσεις με τροφές καθημερινής χρήσης, όπως με το τσάι ή με το ίδιο το ψωμί και το κρασί αποπροσανατολίζουν το παιδί από το Μυστήριο της Θειας Ευχαριστίας. Η σωστή εξήγηση είναι, ότι με τη θεια κοινωνία ο άνθρωπος παίρνει το σώμα και το αίμα του Χριστού. Το γεγονός ότι το παιδί δεν μπορεί να καταλάβει την εξήγηση αυτή αρκετά καλά δεν πειράζει. Καταλαβαίνει όμως ότι πρόκειται για κάτι το θειο, το ιερό. Με την πάροδο του χρόνου θα συνειδητοποιήσει καλύτερα την
έννοια του Μυστηρίου, οπότε ο διάλογος θα γίνει σε υψηλότερο επίπεδο. Το ίδιο ισχύει και για τις ερωτήσεις που έχουν σχέση με τον Θεό και την κατοικία Του. Στην προσχολική ηλικία έχουμε μια ταύτιση από μέρους του παιδιού με τον ιερέα όπου ο κ. Βάντσος μας επισημαίνει ότι αυτή η ταύτιση είναι θετική διότι προάγει και καλλιεργεί το θρησκευτικό συναίσθημα. Χρειάζεται από πολύ μικρό ακόμα να αγαπήσει το πρόσωπο του ιερέα. Είναι πολύ σημαντικό αν το συσχετίσουμε με τη μετάδοση της θειας κοινωνίας. Πολλοί γονείς άθελά τους τραυματίζουν το θρησκευτικό συναίσθημα του παιδιού, καταστρέφουν την ταύτιση αυτή του ιερέα με τον Θεό, όταν το παιδί αρνείται να λάβει τη θεία κοινωνία ασκούν πίεση, κρατούν τα χέρια του κλπ. για να του μεταδώσουν έτσι τη θεία κοινωνία. Τα τραύματα που δημιουργούνται στον ψυχικό κόσμο του παιδιού είναι θανάσιμα και αθεράπευτα. Χαράζεται στη συνείδηση του παιδιού περνώντας στο ασυνείδητο, τη χειρότερη εικόνα για το πρόσωπο του ιερέα τον οποίο σε όλη του τη ζωή θα φοβάται θα τον αποφεύγει και θα τον καταπολεμά. Το εμπόδιο αυτό μπορεί να ξεπεραστεί μόνο με τον διάλογο και με τον μιμητισμό. Θα κουβεντιάσουμε με το παιδί και θα του υποδείξουμε και άλλα παιδιά της δικής του ηλικίας που μεταλαμβάνουν με πολλή χαρά. Θα επιδιώξουμε να πλησιάσουμε στη θεια κοινωνία φέρνοντας το παιδί με τα συνομήλικα παιδιά που αναφέραμε. Έτσι όσο περνάνε τα χρόνια μόνο του θα συνειδητοποιήσει τη σημασία και τη σπουδαιότητα της θέσης του ιερέα μέσα στο χώρο της Εκκλησίας. Έτσι με τον γνήσιο διάλογο, χωρίς βία μπορεί το πρόσωπο αυτό να εξελιχθεί σε ένθερμο υποστηρικτή της πίστης και της Εκκλησίας. Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια του σύγχρονου αγίου Πορφυρίου του Καυσοκαλυβίτη τον οποίο είχα την θεία ευλογία να γνωρίσω που αναφέρει τα εξής : «να βλέπομε τον Θεό στο πρόσωπο των παιδιών και να δώσομε την αγάπη του Θεού στα παιδιά. Να μάθουν και τα παιδιά να προσεύχονται. Για να προσεύχονται τα παιδιά, πρέπει να έχουν αίμα προσευχομένων γονέων. Εδώ πέφτουν έξω μερικοί και λένε: «Εφόσον οι γονείς προσεύχονται, είναι ευσεβείς, μελετούν την Αγία Γραφή και τα παιδιά τα ανάθρεψαν «έν παιδεία και νουθεσία Κυρίου»
(Εφ. 6,4). επόμενο είναι να γίνουν καλά παιδιά». Ορίστε. όμως, που βλέπομε αντίθετα αποτελέσματα λόγω της καταπιέσεως. Δεν είναι αρκετό να είναι οι γονείς ευσεβείς. Πρέπει να μην καταπιέζουν τα παιδιά, για να τα κάνουν καλά με τη βία. Είναι δυνατό να διώξομε τα παιδιά απ τον Χριστό, όταν ακολουθούμε τα της θρησκείας με εγωισμό. Τα παιδιά δεν θέλουν καταπίεση. Μην τα εξαναγκάζετε να σας ακολουθήσουν στην εκκλησία. Μπορείτε να πείτε: «Όποιος θέλει, μπορεί να έλθει τώρα μαζί μου ή αργότερα». Αφήστε να μιλήσει στις ψυχές τους ο Θεός. Η αιτία που μερικών ευσεβών γονέων τα παιδιά, όταν μεγαλώσουν, γίνονται ατίθασα κι αφήνουν και την Εκκλησία κι όλα και τρέχουν αλλού να ικανοποιηθούν είναι αυτή η καταπίεση που τους ασκούν οι «καλοί» γονείς. Οι τάχα «ευσεβείς» γονείς, που είχαν τη φροντίδα να κάνουν τα παιδιά τους «καλούς σε εισαγωγικά χριστιανούς», μ αυτή την αγάπη τους, την ανθρώπινη, τα καταπίεσαν κι έγινε το αντίθετο. Πιέζονται, δηλαδή, όταν είναι μικρά τα παιδιά κι όταν γίνουν δεκαέξι χρονών δεκαεφτά ή δεκαοχτώ, φθάνουν στο αντίθετο αποτέλεσμα..» Σε άλλο σημείο αναφέρει ότι: «όταν τα παιδιά αναπτύσσονται μέσα στην ελευθερία, βλέποντας συγχρόνως το καλό παράδειγμα των μεγάλων, χαιρόμαστε να τα βλέπομε. Αυτό είναι το μυστικό, να είσαι καλός, να είσαι άγιος, για να εμπνέεις, να ακτινοβολείς. Η ζωή των παιδιών φαίνεται να επηρεάζεται απ την ακτινοβολία των γονέων. Επιμένουν οι γονείς: «Άντε να εξομολογηθείς, άντε να μεταλάβεις, άντε να κάνεις εκείνο», τίποτα δεν γίνεται. Ενώ βλέπει εσένανε. Αυτό που ζεις, αυτό και ακτινοβολείς. Ακτινοβολεί ο Χριστός μέσα σου; Αυτό πηγαίνει στο παιδί σου. Εκεί βρίσκεται το μυστικό. Κι αν γίνει αυτό, όταν το παιδί είναι μικρό στην ηλικία, δεν θα χρειασθεί να κοπιάσει πολύ όταν μεγαλώσει. Φαίνεται πολύ δύσκολο να γίνεις καλός, αλλά στην πραγματικότητα είναι πολύ εύκολο, όταν από μικρός ξεκινήσεις με καλά βιώματα. Μεγαλώνοντας δεν χρειάζεται κόπος, το έχεις μέσα σου το καλό, το ζεις. Δεν κοπιάζεις, το έχεις ζήσει, είναι περιουσία σου, που τη διατηρείς, αν προσέξεις, σε όλη σου τη ζωή. Από τα παραπάνω λόγια του Αγίου Πορφυρίου διαπιστώνουμε ότι την ευθύνη της αγωγής των παιδιών την έχουν οι γονείς. Η συμπαράσταση
της Εκκλησίας αναφέρεται κυρίως στη βοήθεια και ενημέρωση κατάλληλα στους γονείς ώστε να αναθρέψουν και να διαπαιδαγωγήσουν σωστά τα παιδιά τους. Τελειώνοντας την συνοπτική εισήγηση αυτή υπενθυμίζουμε ότι η Ποιμαντική ψυχολογία ως κλάδος της Ποιμαντικής θεολογίας, είναι ο αρμόδιος επιστημονικός τομέας για τον διάλογο ψυχολογίας και ορθόδοξης θεολογίας στο επίπεδο των πρακτικών εφαρμογών. Αυτό τον διάλογο καλείται να επιτελέσει, αφού προσδιορίσει με σαφήνεια τα όρια, τους περιορισμούς και τις βασικές αρχές βάσει των οποίων θα επιτελέσει το ερευνητικό και θεωρητικό της έργο. Τα συμπεράσματα που προκύπτουν από τον διάλογο και την έρευνα έχει καθήκον να τα αξιοποιήσει, στο επίπεδο των εφαρμογών τους στο πλαίσιο της Ποιμαντικής διακονίας της Εκκλησίας. Ευχαριστώ Βιβλιογραφία: π. Αδ. Αυγουστίδης, «Ο Διάλογος θεολογίας- ψυχολογίας και η Ποιμαντική μέριμνα» στο: «Η Ορθοδοξία απέναντι σε θέματα της εποχής μας» ΕΑΠ 2002, σελ. 141-162. Ιερά Μονή Χρυσοπηγής Χανίων: «Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου--- Βιος και Λόγοι» 2007 Χρήστου Κ. Βάντσου, Θέματα ποιμαντικής ψυχολογίας, τεύχος Α, Εκδόσεις, ΑΙΒΑΖΗΣ, Θεσσαλονίκη, σελ. 9, 10, 80, 101, 107-113.
Ιεράς Μονής Χρυσοπηγής Χανίων: «Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου Βίος και Λόγοι». 2007