Νομική Σχολή ΔΠΘ Τομέας Ιδιωτικού Δικαίου

Σχετικά έγγραφα
ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ I ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΝ. τ. I: Οι διαδικαστικές προϋποθέσεις της δίκης

ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ Π Ε - ΤΕ ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1. ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ. Α. Έννοια Β. Πηγές.

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1. Δικονομία, έννοια και κλάδοι, λειτουργική

'Αρθρο 3 : Προσωρινή δικαστική προστασία 1. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητήσει προσωρινή δικαστική

Oργάνωση της δικαιοσύνης - Πορτογαλία

ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ. Εξουσία που απονέμεται από το δίκαιο στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο (δικαιούχος) για την ικανοποίηση έννομων συμφερόντων του.

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος... 7 Συντομογραφίες... 9 ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ΓΕΝΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ. ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α Εισαγωγικά

Σύνοψη περιεχομένων. ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ Ο δικαστικός έλεγχος της διοικήσεως και η έννομη προστασία του ιδιώτη

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΠολΠρωτΑθ 528/2002

Περιεχόμενο: H έννομη προστασία στην Ευρωπαϊκή Ένωση

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL) Αρθρο :0. Αρθρο :1 Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :12

ΣΧΕΤ. : Το με αριθ / έγγραφο του Γραφείου Νομικού Συμβούλου Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ.

Ενημερωτικό σημείωμα για το νέο νόμο 3886/2010 για τη δικαστική προστασία κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων. (ΦΕΚ Α 173)

ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. Εξωσυμβατική ευθύνη Δημοσίου 12/4/2016

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΟλΑΠ 18/1999

Administrative eviction act and right to a prior hearing: observations on Naxos Court 27/2012 judgment. Αθανάσιος Παπαθανασόπουλος

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

ΜΠρΑθ 10689/2008 [Διαδικασία συνδιαλλαγής κατά τον ΠτΚ - Προληπτικά μέτρα*] (παρατ. Ι. Σπυριδάκης)

ΜονΠρωτΑθ 4870/2006 Πρόεδρος: Δημήτριος Μάκος Γραμματέας: Χρυσάνθη Βαρβαρέσου Δικηγόροι: Γεώργιος Καπόγιαννης, Κωνσταντίνος Παπαβασιλείου

ΟΔΗΓΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΥ «Επιτομή Γενικού Διοικητικού Δικαίου» του Απ. Γέροντα, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2014

Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1. Ιστορικά Λειτουργική αποστολή της ρυθμίσεως Επισκόπηση των ρυθμίσεων 8-15α Αρχές της ρυθμίσεως και συγκρουόμενα

Ο ΠΡΟΕ ΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Εκδίδοµε τον ακόλουθο νόµο που ψήφισε η Βουλή:

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

Δημοσιονομικό Δίκαιο ΠΜΣ Τα δημόσια έσοδα. Ανδρέας Τσουρουφλής

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

Οργάνωση και Λειτουργία του Κράτους 19 ος Διαγωνισμός ΕΣΔΔ 2 ος Διαγωνισμός ΕΣΤΑ Σάββατο 09 Δεκεμβρίου 2006

Α. ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΥΛΗΣ

Η ΠΡΟΤΥΠΗ ΔΙΚΗ ΩΣ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΣ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΕΛΕΓΧΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ ΑΠΟ ΤΟ ΣτΕ

Nόµος 3994/2011. «Εξορθολογισµός και βελτίωση στην απονοµή της δικαιοσύνης»

ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 218/2016 Α2 Τμ.

ΕΝΩΣΗ ΑΣΚΟΥΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΝΕΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ ΣΕΜΙΝΑΡΙΑ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑΣ ΥΠΟΨΗΦΙΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ. Ακυρωτικές διαφορές

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

ΕΝΝΟΜΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ. Από 26/6/2017

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4229, 5/2/2010

Ενδικοφανής προσφυγή Δικαίωμα ακρόασης. Σύνθεση Δημοσίου Δικαίου Αικατερίνη Ηλιάδου

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2011/0059(CNS) Σχέδιο έκθεσης Alexandra Thein (PE v01-00)

Εισαγωγή Ι. Ο προβληματισμός για την αρχή της αμεσότητας

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ... 7

ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΔΙΚΑΙΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΛΟΓΩ ΥΠΕΡΒΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΛΟΓΗΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ, ΣΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ.

Δ Ι Κ Η Γ Ο Ρ Ι Κ Ο Γ Ρ Α Φ Ε Ι Ο Δ Η Μ Η Τ Ρ Ι Ο Υ Ε - Γ Κ Α Ρ Υ Δ Η

Δικαίωμα δικαστικής προστασίας. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

Προθεσμίες διενέργειας διαδικαστικών πράξεων

Εννοιολογικός προσδιορισμός της αναγκαίας ομοδικίας

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4526, (I)/2015 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΟΥ 2015

Της αναιρεσείουσας: Π. συζύγου Λ. Ν., κατοίκου..., η οποία δεν παρασταθηκε στο ακροατήριο.

Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Ειρηνοδικείου Αθηνών, με την παρουσία της Γραμματέως

ΗΜΕΡΙΔΑ Τ.Ε.Ε - ΤΜΗΜΑ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ. ΕΙΣΗΓΗΣΗ: «Θεσμικό Πλαίσιο λειτουργίας Εθνικού Κτηματολογίου»

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL) Αρθρο :15. Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :6. Αρθρο :16

Πρόλογος... VII Πρόλογος στην πέμπτη έκδοση... VIII Πρόλογος στην τέταρτη έκδοση... IΧ Πρόλογος στην τρίτη έκδοση... ΧI Πρόλογος στη δεύτερη

Οι κυριότερες τροποποιήσεις του ΚΠολΔ με το Ν. 4335/2015

ΕΞΙ ΠΙΝΑΚΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΟ ΚΠΟΛΔ (Ν. 4335/2015) 1

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Ν. 3126/2003 ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ»

Διοικητικό Δίκαιο. Αστική ευθύνη του δημοσίου 1 ο μέρος. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ. Δίκαιο είναι το σύνολο των ετερόνομων κανόνων που ρυθμίζουν με τρόπο υποχρεωτικό την κοινωνική συμβίωση των ανθρώπων.

ΑΠΟΦΑΣΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΠΙΧΕΙΡΟΥΜΕΝΟ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟ ΤΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΤΟΥ «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ»

Οι τροποποιήσεις του ν. 4335/2015 στις γενικές διατάξεις (άρθρ ΚΠολΔ) που αφορούν στα Πρωτοδικεία Η ενδιάμεση διαδικασία

Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Διοικητική δικονομία Διοικητικές διαφορές ουσίας

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Περιεχόμενο: Αρχή διάκρισης των λειτουργιών

ΕΝΩΣΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΛΟΓΩΝ Η ΑΚΥΡΩΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΤΕ ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ. Ιωάννης Ελ. Κοϊμτζόγλου. Δικηγόρος, Δ.Ν.

ΠΟΡΙΣΜΑ. ΘΕΜΑ: ιακοπή κρατήσεων της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (ΕΑΣ) στους συνταξιούχους του ηµοσίου

ΠΡΟΛΟΓΟΣ V ΕΙΣΑΓΩΓΗ Το προς επίλυση πρόβλημα Η διαχρονική νομοθετική προσπάθεια αντιμετώπισής του... 6 ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ Ο ΝΟΜΟΣ

ΕΞΙ ΠΙΝΑΚΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΟ ΚΠΟΛΔ (Ν. 4335/2015)

PUBLIC ΤΟΣΥΜΒΟΥΛΙΟ 9755/98 LIMITE JUSTCIV59 ΣΗΜΕΙΩΜΑ. της Προεδρίας ΡΩΜΗΙ

Περιεχόμενα. Χουρδάκης Ευστράτιος Σελίδα 1

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1382/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 24/2014

Α Π Ο Φ Α Σ Η Ο ΣΥΝΤΟΝΙΣΤΗΣ ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΜΕΝΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΑΙΓΑΙΟΥ

ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ

Αριθμός απόφασης. ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ (ειδική διαδικασία-ανακοπές)

14o Πρωτόκολλο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών το οποίο τροποποιεί το σύστημα ελέγχου της Σύμβασης

Η δικαστική προστασία στις δημόσιες συμβάσεις έργων κατά το στάδιο της ανάθεσης και κατά το στάδιο της εκτέλεσής τους

Αριθμός 2176/2004 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ. Διοικητική πράξη - Ανάκληση - Αρχή του κράτους δικαίου - Αρχή της

ΔΙΚΑΙΟ ΔΙΕΘΝΩΝ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ Διεθνείς Πτωχεύσεις

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/763/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 15 /2015

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL) Αρθρο :30. Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :4. Αρθρο :31. Αρθρο 30.

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4493,

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Σελίδα 1 από 5. Τ

ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2011/0059(CNS) Σχέδιο γνωμοδότησης Evelyne Gebhardt (PE v01-00)

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ι. ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ

ΑΡΧΗ ΕΞΕΤΑΣΗΣ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ. 3 ο ΚΛΙΜΑΚΙΟ

ΣΧΕΔΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΓΕΝ. Δ/ΝΣΗ ΟΙΚ. ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ Δ/ΝΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ Τ.Α. ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝ. Δ/ΣΗΣ & Π/Υ. Αθήνα 12 Νοεμβρίου 2013

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΚΩΔΙΚΑΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ

ΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΛΗΡΩΣΗ ΘΕΣΕΩΝ ΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΤΟΥ ΗΜΟΣΙΟΥ TOMEΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΠΕ ΕΞΕΤΑΣΗ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ: «ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ»

Θέµα εργασίας : Άρθρο 2 παρ. 1 Συντάγµατος( Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας) Σχολιασµός Αποφ. 40/1998 Α.Π

την ύπαρξη και την άσκηση ενός θεμελιώδους δικαιώματος γιατί αποτελούσαν κενό γράμμα, αφού πρόθεση του

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΩΝ ΕΛΑΧΙΣΤΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΩΝ ΑΜΟΙΒΩΝ

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

Γ Στατιστικά στοιχεία σχετικά με τη δικαιοδοτική δραστηριότητα του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης

Γεωργία Καζάκου, ΠΕ09. Οικονομολόγος. Πολιτική Παιδεία. Β Τάξη Γενικού Λυκείου

ΓΝΩΜΑΤΕΥΣΗ. ΘΕΜΑ: Τρόποι δικαστικής διεκδίκησης αχρεωστήτως καταβληθεισών εισφορών υπέρ ΤΣΜΕ Ε και λοιπών τρίτων.

Νέες Διατάξεις για τη Διαμεσολάβηση. Δημήτριος Μάντζος Δικηγόρος ΥπΔΝ - Διαμεσολαβητής Εκτελεστικός Γραμματέας ΟΠΕΜΕΔ

Ποινικό δικονομικό. δίκαιο

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Καλλιθέα Αριθμός απόφασης: 3174

ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ ΚΥΠΡΟΣ. Σύνταγμα Διεθνείς Συμβάσεις Πρωτογενής νομοθεσία Δευτερογενής νομοθεσία. Δικαστήρια

Transcript:

Νομική Σχολή ΔΠΘ Τομέας Ιδιωτικού Δικαίου ` Κωνσταντίνος Σ. Μπότσαρης Καθηγητής Νομικής Σχολής ΔΠΘ Παναγιώτης Σ. Γιαννόπουλος Επίκουρος Καθηγητής Νομικής Σχολής ΔΠΘ ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ Ι ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΝ τ. Ι: Οι διαδικαστικές προϋποθέσεις της δίκης (Με τις τροποποιήσεις του Ν. 4335/2015) Ακ. έτος. 2018/2019

2

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 1 Εισαγωγή... 7 1.1 Η δίκη ως έννομη σχέση... 7 1.2 Οι διαδικαστικές προϋποθέσεις της δίκης... 7 1.2.1 Προϋποθέσεις που αφορούν στο δικαστήριο... 8 1.2.2 Προϋποθέσεις που αφορούν στους διαδίκους... 8 1.2.3 Προϋποθέσεις που αφορούν στο αντικείμενο της δίκης... 8 1.2.4 Ειδικές διαδικαστικές προϋποθέσεις... 8 1.3 Διαδικαστικά κωλύματα... 8 1.4 Έρευνα διαδικαστικών προϋποθέσεων και διαδικαστικών κωλυμάτων... 9 1.5 Συνέπειες έλλειψης των διαδικαστικών προϋποθέσεων... 10 1.6 Προϋποθέσεις παραδεκτού της συζήτησης... 10 2 Η δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων... 10 2.1 Έννοια δικαιοδοσίας - διακρίσεις... 10 2.2 Ιδιωτικές διαφορές (1 περ. α ΚΠολΔ)... 11 2.2.1 Έννοια και στοιχεία ιδιωτικής διαφοράς... 11 2.2.2 Διάκριση ιδιωτικών διαφορών από τις διοικητικές... 11 πολιτικών δικαστηρίων... 12 2.2.3.1 Διοικητικές συμβάσεις... 12 2.2.3.2 Διοικητική εκτέλεση... 12 2.2.3.3 Πρωτόκολλα διοικητικής αποβολής... 13 2.2.3.4 Αστική ευθύνη του κράτους... 13 2.2.3.5 Υπαλληλικές και ασφαλιστικές διαφορές... 13 2.2.3.6 Διαφορές από την ιδιωτική συναλλακτική δράση του δημοσίου.. 13 2.3 Διοικητικές διαφορές (1 περ. δ)... 13 2.4 Υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας (1 περ. β)... 14 2.5 Υποθέσεις δημοσίου δικαίου (1 περ. γ)... 15 2.6 Σχέσεις της πολιτικής δικαιοδοσίας με τις υπόλοιπες... 15 2.6.1 Σχέση πολιτικής διοικητικής δικαιοδοσίας... 15 2.6.2 Σχέση πολιτικής ποινικής δικαιοδοσίας... 17 3 Διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων... 17 3.1 Έννοια - διακρίσεις... 17 3.2 Κριτήριο καθορισμού διεθνούς δικαιοδοσίας: αρχή της εδαφικότητας..... 18 3.3 Παρέκταση διεθνούς δικαιοδοσίας... 19 3.4 Η διεθνής δικαιοδοσία στο κοινοτικό δίκαιο... 20 3

3.4.1 Σύμβαση Βρυξελλών του 1968/1978/1988 (ΣυμΒρ) και Κανονισμός 44/2001 (ΚανΒρ Ι)... 20 3.4.2 Γενικά χαρακτηριστικά του ΚανΒρ Iα... 21 3.4.3 Πεδίο εφαρμογής του ΚανΒρ Iα και βασικά χαρακτηριστικά του... 22 3.4.4 Πεδίο εφαρμογής Κανονισμού 2201/2003... 23 3.4.5 Πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού 4/2009... 24 3.5 Ετεροδικία... 25 4 Αρμοδιότητα... 26 4.1 Έννοια... 26 4.2 Λειτουργική και καθ' ύλην αρμοδιότητα... 26 4.2.1 Λειτουργική αρμοδιότητα... 26 4.2.2 Ο κανόνας των δύο βαθμών δικαιοδοσίας... 26 4.3 Καθ' ύλην αρμοδιότητα των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων... 27 πρωτοδικείου... 28 4.5 Υπολογισμός της οικονομικής αξίας του αντικειμένου της δίκης... 28 4.5.1 Αντικείμενο υπολογισμού... 29 4.5.1.1 Αντικειμενικά σύνθετες δίκες... 29 4.5.1.2 Υποκειμενικά σύνθετες δίκες (ομοδικία)... 29 4.5.1.3 Ειδικές περιπτώσεις... 30 4.5.2 Κρίσιμος χρόνος υπολογισμού... 30 4.5.3 Απόδειξη της αξίας του αντικειμένου της δίκης... 30 4.5.4.1 Εμπράγματα δικαιώματα... 31 4.5.4.2 Μικτές αγωγές... 31 4.5.4.3 Διαρκείς έννομες σχέσεις... 31 4.6 Εξαιρετική αρμοδιότητα του ειρηνοδικείου... 32 4.6.1 Αγροτικές διαφορές (15 αρ. 1, 2, 4, 6,13)... 32 4.6.2 Διαφορές γειτονικού δικαίου (15. 3)... 33 4.6.3 Διαφορές από αμοιβές για την παροχή ορισμένων υπηρεσιών (15 αρ. 79,11, 12)... 33 4.6.4 Ενδοσωματειακές διαφορές... 34 4.7 Εξαιρετική αρμοδιότητα του μονομελούς πρωτοδικείου... 35 4.7.1 Εξαιρετική αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου... 35 4.7.1.1 Μισθωτικές διαφορές (16.1)... 35 4.7.1.2 Εργατικές διαφορές (16 αρ. 2, 3, 5 και 4)... 36 4.7.1.3 Ασφαλιστικές διαφορές (16 αρ. 6, 9)... 36 4.7.1.5 Αυτοκινητικές διαφορές (16. 12)... 37 4.7.1.6 Διαφορές από την προσβολή νομής ή κατοχής (16. 13)... 37 4.7.2 Αποκλειστική αρμοδιότητα μονομελούς πρωτοδικείου... 38 4

4.7.2.1 Διαφορές οικογενειακού δικαίου (17 αριθ. 1)... 38 4.7.2.2 Διαφορές από τη σχέση της κατ' όροφον ιδιοκτησίας (17.3)... 39 4.7.2.3 Διαφορές που αφορούν στην ακύρωση αποφάσεων γενικής συνέλευσης σωματείων ή συνεταιρισμών... 39 4.7.4 Καθ' ύλην αρμοδιότητα πολυμελούς πρωτοδικείου... 40 4.7.5 Καθ' ύλην αρμοδιότητα εφετείου... 40 4.7.6 Αρμοδιότητα Αρείου Πάγου... 41 5 Η κατά τόπον αρμοδιότητα... 41 5.1 Έννοια και διακρίσεις... 41 5.2 Γενικές δωσιδικίες... 42 5.2.1 Κατοικία ή διαμονή εναγομένου... 42 5.2.2 Διαμονή εναγομένου... 43 5.2.3 Έδρα νομικών προσώπων... 43 5.2.4 Έλληνες υπάλληλοι διορισμένοι στην αλλοδαπή... 44 5.2.5 Δικηγόροι και συμβολαιογράφοι... 44 5.3 Η γενική κατά τόπον αρμοδιότητα στο πλαίσιο του ΚανΒρ Iα... 45 5.4 Ειδικές δωσιδικίες... 46 5.4.1 Διακρίσεις... 46 5.4.2 Αποκλειστικές ειδικές δωσιδικίες... 46 5.4.2.1 Δωσιδικία των εταιρικών διαφορών (forum societatis)... 46 ministrationis ex decreto judicis)... 47 5.4.2.3 Δωσιδικία της τοποθεσίας του ακινήτου (forum rei sitae)... 47 5.4.2.5 Δωσιδικία της κληρονομιάς (forum hereditatis)... 49 5.4.2.6 Δωσιδικία της συνάφειας (forum connexitatis)... 50 5.4.2.7 Άλλες αποκλειστικές δικαιοδοτικές βάσεις στα όρια του ΚανΒρ Iα... 51 5.4.3 Συντρέχουσες ειδικές δωσιδικίες... 52 5.4.3.1 Δωσιδικία της δικαιοπραξίας (forum negotii)... 52 5.4.3.1.1.1 Τόπος κατάρτισης της δικαιοπραξίας... 53 5.4.3.1.1.2 Τόπος εκπλήρωσης της παροχής... 53 5.4.3.3 Δωσιδικία της ανταγωγής (forum reconventionis)... 55 5.4.3.5 Δωσιδικία αδικήματος (forum delicti)... 56 5.4.3.6 Η δωσιδικία του αδικήματος κατά τον ΚανΒρ Ια... 57 5.4.3.7 Δωσιδικία της διαχείρισης χωρίς δικαστική εντολή (forum gestae administrationls ex causis variis)... 58 5.4.3.8 Δωσιδικία της ομοδικίας... 58 5.4.3.9 Δωσιδικία μακρύτερης διαμονής... 59 5.4.3.11 Δωσιδικίες της περιουσίας και του επίδικου αντικειμένου (fora bonorum)... 60 5

6 Παρέκταση αρμοδιότητας... 61 6.1 Εσωτερικό δίκαιο... 61 6.2 Συμφωνίες παρέκτασης υπό τον ΚανΒρ Ια... 62 7 Πρόσθετες δικαιοδοτικές βάσεις στο πλαίσιο του Κανονισμού Βρυξέλλες I 63 7.1 Υποθέσεις ασφαλίσεων... 63 7.2 Υποθέσεις καταναλωτών (17-19 ΚανΒρ Ια)... 64 7.3 Εργατικές διαφορές (20-23 ΚανΒρ Ια)... 65 8 Έρευνα της αρμοδιότητας και συνέπειες αναρμοδιότητας... 66 8.1 Αυτεπάγγελτη έρευνα αρμοδιότητας... 66 8.2 Συνέπειες αναρμοδιότητας: παραπομπή στο αρμόδιο δικαστήριο... 66 8.3 Έννομες συνέπειες της απόφασης περί παραπομπής... 67 9.2 Ικανότητα διαδίκου... 68 9.3 Ικανότητα δικαστικής παράστασης... 69 10 Νομιμοποίηση... 72 11 Έννομο συμφέρον... 73 12 Δικαστική πληρεξουσιότητα ικανότητα του δικολογείν... 74 6

1 Εισαγωγή 1.1 Η δίκη ως έννομη σχέση Η θεώρηση του θεσμού της δίκης μπορεί να γίνει, κατ' αρχήν, από την οπτική γωνία της διαδικασίας. Ως τέτοια νοείται το σύνολο των διαδικαστικών πράξεων των διαδίκων και του δικαστηρίου, που κατευθύνονται στην επίτευξη του σκοπού της δίκης, στην παροχή δηλαδή της ζητούμενης έννομης προστασίας. Παράλληλα, με την έναρξη της διαδικασίας, αναπτύσσονται μεταξύ των μετεχόντων σ' αυτή μια σειρά από δικονομικές έννομες σχέσεις, σχέσεις, δηλαδή, που οφείλουν τη γέννηση τους στην ίδια τη δυναμική της διαδικασίας και όχι στη μεταξύ των μετεχόντων ύπαρξη κάποιου ουσιαστικού δικαίου δεσμού. Το σύνολο των έννομων αυτών σχέσεων, που δημιουργούνται μεταξύ των υποκειμένων της διαδικασίας, συγκροτεί την έννομη σχέση της δίκης. Υποκείμενα της έννομης σχέσης της δίκης είναι το δικαστήριο και οι δύο διάδικοι (ενάγων, εναγόμενος). Οι διάδικοι έχουν την αξίωση να υποβάλλουν στο πλαίσιο του νόμου τα αιτήματα τους και να υπερασπισθούν τις απόψεις τους. Το δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να τις ακούσει, να εκτιμήσει τους ισχυρισμούς τους και να απαντήσει, εκδίδοντας απόφαση, διαφορετικά αρνησιδικεί. Έναντι του δικαστηρίου έχουν όμως και οι διάδικοι συγκεκριμένες δικονομικές υποχρεώσεις, π.χ. να επιχειρούν καλόπιστα τις διαδικαστικές πράξεις (116 1 ). Κατά κανόνα οι διαδικαστικές πράξεις του διαδίκου δεν έχουν αποδέκτη τον αντίδικο αλλά το δικαστήριο. Ωστόσο, στο πλαίσιο της δίκης, δικαιώματα και υποχρεώσεις εξυφαίνονται και μεταξύ των διαδίκων, όπως π.χ η υποχρέωση καταβολής των δικαστικών εξόδων (176 επ.), η υποχρέωση επίδειξης εγγράφων (450 επ.) κ.λπ. Η δίκη, συνεπώς, παριστά έννομη σχέση τριμερή (ή πολυμερή αν διευρυνθεί με παρέμβαση τρίτου), δημοσίου δικαίου στην οποία τα εκατέρωθεν δικαιώματα και υποχρεώσεις συνδέουν και τους τρεις φορείς της δίκης (δικαστή, ενάγοντα, εναγόμενο) ανά ζεύγη. 1.2 Οι διαδικαστικές προϋποθέσεις της δίκης Ο νομοθέτης εξαρτά την έκδοση απόφασης επί της ουσίας από την πλήρωση σειράς προϋποθέσεων, οι οποίες αποκαλούνται «διαδικαστικές προϋποθέσεις της δίκης». Η δικαστική διάγνωση διέρχεται, πράγματι, δύο αλληλοδιάδοχες φάσεις. Το πολιτικό δικαστήριο ερευνά πρώτα το παραδεκτό της αίτησης δικαστικής προστασίας και μόνον όταν διαπιστώσει τη συνδρομή όλων των αναγκαίων διαδικαστικών προϋποθέσεων, εισέρχεται στην έρευνα της ουσιαστικής της βασιμότητας. Οι διαδικαστικές προϋποθέσεις σκοπεύουν γενικότερα να εξασφαλίσουν την ομαλή και απρόσκοπτη ροή της διαδικασίας. Όπως χαρακτηριστικά τονίζεται, οι προϋποθέσεις αυτές «θεσπίζονται από το νόμο, γιατί αποτελούν αφηρημένες εγγυήσεις ορθής δικαστικής απόφασης: π.χ. η ικανότητα δικαστικής παράστασης εξασφαλίζει την υπεύθυνη και η νομιμοποίηση την «αρμόδια» προβολή των ισχυρισμών του διαδίκου». Παράλληλα, κάθε μεμονωμένη προϋπόθεση υπηρετεί και δικούς της σκοπούς. Έτσι η αγωγή π.χ. πρέπει να είναι ορισμένη (216 I) προκειμένου να εξασφαλίσει ασφαλή βάση τόσο για το δικαστήριο σχετικά με το αντικείμενο που θα δικάσει όσο και για το διάδικο, που πρέπει να γνωρίζει το αντικείμενο της αντιδικίας. Σεβασμός και των άλλων δικαιοδοτικών τάξεων επιτυγχάνεται με την καθιέρωση της προϋπόθεσης της διεθνούς 1 Αναφορές σε άρθρα στη συνέχεια του κειμένου χωρίς περαιτέρω αναφορά νομοθετικού κειμένου, αφορούν παραπομπή σε άρθρα του ΚΠολΔ. 7

δικαιοδοσίας. Οι προϋποθέσεις της έλλειψης εκκρεμοδικίας και δεδικασμένου αποσκοπούν πρωτίστως στην αποτροπή έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων και στην εξοικονόμηση δικαστικού μόχθου, η προϋπόθεση του εννόμου συμφέροντος προφυλάσσει το δικαστήριο από άσκοπες και προπετείς αιτήσεις κ.λπ. Συστηματικά οι διαδικαστικές προϋποθέσεις της δίκης κατατάσσονται σε τρεις κατηγορίες, ανάλογα αν αφορούν στο δικαστήριο, στους διαδίκους ή στο αντικείμενο της δίκης. 1.2.1 Προϋποθέσεις που αφορούν στο δικαστήριο Στις προϋποθέσεις που αφορούν στο δικαστήριο υπάγονται η δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων (1, 2, 4), η διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων (3, 4, 612, 622 2-26 ΚανΒρ I, 2-10 Κανονισμού 2201/2003), η καθ' ύλη (14-17, 18 αριθ. 1, 20, 46 εδ. α, 2) και κατά τόπον αρμοδιότητα (22-44, 46 εδ. α, 2) καθώς και η λειτουργική (12, 18 αριθ. 2, 19, 20 I, 21). Δεν ανήκει στις διαδικαστικές προϋποθέσεις η νόμιμη συγκρότηση του δικαστηρίου καθώς και η παράλειψη σύμπραξης του δικαστή, του οποίου έγινε δεκτή η εξαίρεση (52 επ.). 1.2.2 Προϋποθέσεις που αφορούν στους διαδίκους Στις προϋποθέσεις που αφορούν τους διαδίκους υπάγονται: η ύπαρξη και ικανότητα διαδίκου (62), η ικανότητα δικαστικής παράστασης και η νόμιμη παράσταση του ενδεχόμενου εκπροσώπου (63-64), καθώς και η νομιμοποίηση. Δεν ανήκει στις διαδικαστικές προϋποθέσεις της δίκης η ικανότητα προς το δικολογείν, αφού, όπως ήδη τονίσθηκε, η έλλειψη της δεν συνεπάγεται το απαράδεκτο της αγωγής, αλλά οδηγεί συνήθως στην ερημοδικία του διαδίκου που παρίσταται χωρίς δικηγόρο, γεγονός που δεν εμποδίζει βέβαια την έκδοση απόφασης επί της ουσίας. 1.2.3 Προϋποθέσεις που αφορούν στο αντικείμενο της δίκης Στις προϋποθέσεις που αφορούν στο αντικείμενο της δίκης υπάγονται: Η εγκυρότητα και τα αναγκαία στοιχεία του εισαγωγικού δικογράφου, λ.χ. της αγωγής (215, 216 1), η έλλειψη εκκρεμοδικίας (222), η έλλειψη δεδικασμένου (321-334) και το έννομο συμφέρον (68, 71). 1.2.4 Ειδικές διαδικαστικές προϋποθέσεις Ειδικές προϋποθέσεις διατυπώνονται ως προς ορισμένες μορφές δικαστικής προστασίας, λ.χ. ως προς τις αγωγές που επιδιώκουν την παροχή προληπτικής δικαστικής προστασίας (69), ως προς την ανταγωγή (34, 268), ως προς τις εμπράγματες αγωγές που αφορούν ακίνητα, που απαιτείται η εγγραφή τους σ' ένα μήνα από την κατάθεση τους στα βιβλία διεκδικήσεων (220). 1.3 Διαδικαστικά κωλύματα Εκτός από τις διαδικαστικές προϋποθέσεις, ο νόμος θέτει και άλλα προαπαιτούμενα, προκειμένου να εκδοθεί απόφαση επί της ουσίας. Πρόκειται για τα διαδικαστικά κωλύματα (263), τα οποία έχουν ταχθεί προς το συμφέρον του 8

εναγομένου και γι αυτό δεν λαμβάνονται υπόψη από το δικαστήριο αυτεπάγγελτα, όπως οι διαδικαστικές προϋποθέσεις, αλλά ύστερα από σχετική ένσταση, η οποία, υπό τη νέα εκδοχή του άρθρ. 263 μετά την ισχύ του N. 2915/2001, θα πρέπει να υποβάλλεται με τις προτάσεις εντός της προβλεπόμενης γι αυτές νόμιμης προθεσμίας. Το σπουδαιότερο από τα διαδικαστικά κωλύματα είναι αυτό της υπαγωγής της διαφοράς σε διαιτησία (263 στ. β, 264). Σημαντική πρακτική σημασία εμφανίζουν όμως και τα υπόλοιπα: της μη καταβολής της εγγυοδοσίας για τα δικαστικά έξοδα, που ενδεχομένως επιβλήθηκε από το δικαστήριο στον αιτούντα δικαστική προστασία διάδικο (263 στ. γ, 169, 171, 172) της μη καταβολής της δικαστικής δαπάνης της προηγούμενης δίκης, αν ο ενάγων, που είχε ανακαλέσει προηγουμένως αγωγή του κατά του αυτού εναγομένου, θελήσει να επανέλθει (263 στ. δ, 295 2), της μη παρέλευσης ακόμη της προθεσμίας αποποίησης της κληρονομιάς για τον κληρονόμο, που ενάγεται για απαίτηση κατά της κληρονομιάς (263 ε, 265, βλ. και ΑΚ 1847, 1858), της μη παρόδου ακόμη της προθεσμίας εμφάνισης των προσεπικληθέντων αναγκαίων ομοδίκων ή του προσεπικληθέντος δικονομικού εγγυητή (263 στ. στ, 86, 88, 89 βλ. και άρθρ. 266). Στις δικονομικές ενστάσεις του άρθρ. 263 περιλαμβάνεται και εκείνη της έλλειψης γενικής ή συντρέχουσας ειδικής νόμιμης δωσιδικίας. Η κατά τόπον αρμοδιότητα δεν εξετάζεται, βέβαια, κατ' ένσταση κι έτσι η διατύπωση του άρθρ. 263 στ. α θα μπορούσε ίσως να φανεί αντιφατική. Όμως, εκείνο που ρυθμίζεται από τη διάταξη αυτή δεν είναι γενικά η αρμοδιότητα αλλά η έλλειψη γενικής ή ειδικής συντρέχουσας δωσιδικίας, διαφορετικά επέρχεται σιωπηρή παρέκταση (42) που θα ερευνηθεί αυτεπάγγελτα. Η έγκαιρη ένσταση του εναγομένου απαιτείται, επομένως, για την αποτροπή της σιωπηρής παρέκτασης. 1.4 Έρευνα διαδικαστικών προϋποθέσεων και διαδικαστικών κωλυμάτων Η έρευνα των διαδικαστικών κωλυμάτων χωρεί μόνον κατ' ένσταση, ενώ η έρευνα όλων των διαδικαστικών προϋποθέσεων της δίκης χωρεί όχι μόνον κατ' ένσταση αλλά και αυτεπαγγέλτως (73). Η αυτεπάγγελτη έρευνα δεν πρέπει να συγχέεται με την ανακριτική αρχή. Δεν σημαίνει δηλαδή ότι το δικαστήριο μεριμνά ex officio για την είσοδο στη δίκη των πραγματικών γεγονότων και για την προσαγωγή των κατάλληλων αποδεικτικών μέσων (το καθήκον αυτό το επωμίζονται αποκλειστικά οι διάδικοι), αλλά ότι δεν δεσμεύεται κατά την έρευνα των πραγματικών περιστατικών από τη συμπεριφορά των διαδίκων (λ.χ. από τυχόν ομολογία). Κατά γενικό δικονομικό κανόνα, οι διαδικαστικές προϋποθέσεις (θετικές και αρνητικές) πρέπει να συντρέχουν κατά τη διενέργεια της πράξης, για το έγκυρο της οποίας απαιτούνται. Η συνδρομή των διαδικαστικών προϋποθέσεων ελέγχεται εν τέλει σε κάθε στάση της δίκης (73). Αν διαπιστώνεται ότι κάποια διαδικαστική προϋπόθεση απουσιάζει ή παραμένει αδιευκρίνιστο αν αυτή συντρέχει, τότε, η αγωγή, απορρίπτεται κατά κανόνα για τυπικούς λόγους, δηλαδή ως απαράδεκτη, χωρίς λοιπόν έρευνα της ουσιαστικής της βασιμότητας. Η διάκριση παραδεκτού και βασίμου επιβάλλεται όχι μόνο για λόγους συστηματικούς που διευκολύνουν τη διαδικασία, αλλά και για λόγους ουσιαστικούς (ασφάλεια δικαίου κ.λπ.). Καθώς η έρευνα του παραδεκτού προηγείται πάντοτε του βασίμου της αγωγής, το δικαστήριο δεν πρέπει να σπεύδει στην απόρριψη ακόμη και προδήλως αβάσιμης αγωγής, εφόσον εκκρεμεί η έρευνα του παραδεκτού της. Πρόβλημα ανακύπτει όταν αμφισβητείται η ύπαρξη περισσότερων διαδικαστικών προϋποθέσεων. Σειρά προτεραιότητας στην έρευνα των διαδικαστικών προϋποθέσεων δεν προβλέπεται στο νόμο. Στην πράξη τα δικαστήρια ερευνούν συνήθως πρώτα εκείνη την προϋπόθεση που διαπιστώνεται ταχύτερα και ευκολότερα. Προτείνεται πάντως και η ακόλουθη σειρά: κατ αρχήν πρέπει να ελέγχεται η νομότυπη άσκηση της αγωγής έπειτα οι προϋποθέσεις που αφορούν στο δικαστήριο με την 9

ακόλουθη σειρά: δικαιοδοσία, διεθνής δικαιοδοσία, καθ' ύλην και κατά τόπον αρμοδιότητα. Έπειτα, θα πρέπει να ερευνώνται οι προϋποθέσεις που αφορούν στους διαδίκους, οι προϋποθέσεις που αφορούν στο αντικείμενο και τέλος τα διαδικαστικά κωλύματα. Για μεθοδολογικούς λόγους η σειρά αυτή ακολουθείται στις παρούσες σημειώσεις για την περαιτέρω ανάπτυξη της ύλης. 1.5 Συνέπειες έλλειψης των διαδικαστικών προϋποθέσεων Σε περίπτωση έλλειψης ορισμένης διαδικαστικής προϋπόθεσης, το δικόγραφο ή διαδικαστική πράξη κηρύσσεται ως απαράδεκτη. Σε ορισμένες περιπτώσεις πάντως, ο νόμος καθιερώνει ηπιότερες συνέπειες. Έτσι, η έλλειψη της καθ' ύλην ή κατά τόπον αρμοδιότητας δεν συνεπάγεται το απαράδεκτο της σχετικής αγωγής, αλλά την παραπομπή της υπόθεσης στο αρμόδιο δικαστήριο (46). Η ύπαρξη, επίσης, εκκρεμοδικίας δεν οδηγεί στην άμεση απόρριψη της (νέας) αγωγής, αλλά στην αναστολή της εκδίκασης της μέχρι πέρατος της πρώτης δίκης (222 1). Δυνατότητα θεραπείας ορισμένων τυπικών ελλείψεων προβλέπεται στα άρθρα 67 1, 227 1. 1.6 Προϋποθέσεις παραδεκτού της συζήτησης Από τις διαδικαστικές πρέπει να διακρίνονται σαφώς οι προϋποθέσεις, που εμποδίζουν απλώς τη συζήτηση της αγωγής (συνήθως αταξίες περί την κλήτευση). Το απαράδεκτο της συζήτησης συνιστά μορφή προσωρινού απαραδέκτου, του οποίου ο έλεγχος προηγείται πάντοτε του ελέγχου του παραδεκτού της αγωγής. Η δραστικότητα του απαραδέκτου της συζήτησης της αγωγής είναι βέβαια σαφώς ηπιότερης ένστασης από εκείνη του απαραδέκτου της ίδιας της αγωγής. Όταν το δικαστήριο κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της αγωγής, δεν εκδίδει οριστική απόφαση που καταλύει την εκκρεμοδικία (όπως συμβαίνει όταν απορρίπτει ως απαράδεκτη την ίδια την αγωγή), αλλά μη οριστική απόφαση. Οι διαδικαστικές προϋποθέσεις και τα διαδικαστικά κωλύματα συνθέτουν το δικονομικό αντικείμενο της δίκης. Η έρευνα του δικονομικού αντικειμένου αποβαίνει αναγκαία, ώστε το δικαστήριο να προχωρήσει στην κατ' ουσία έρευνα της διαφοράς. 2 Η δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων 2.1 Έννοια δικαιοδοσίας - διακρίσεις Δικαιοδοσία καλείται η εξουσία της πολιτείας να παρέχει έννομη προστασία. Η εξουσία αυτή ανατίθεται στα δικαστήρια. Ο όρος δικαιοδοσία χρησιμοποιείται υπό δύο έννοιες: υπό τη στενή, που περιορίζεται στη stricto sensu απονομή της δικαιοσύνης και υπό την ευρεία, που συμπεριλαμβάνει και τη διοίκηση της δικαιοσύνης. Η δικαιοδοσία υπό την στενή του όρου έννοια, διακρίνεται περαιτέρω με κριτήριο τον κλάδο του ουσιαστικού δικαίου στον οποίο αφορά η δικαιοδοτική επέμβαση, σε πολιτική ή αστική, διοικητική, ποινική, εκκλησιαστική, αντίστοιχα δε και τα δικαστήρια διακρίνονται σε πολιτικά, διοικητικά, ποινικά κ.ο.κ. Με κριτήριο τη φύση των υπαγόμενων υποθέσεων, αλλά και το χαρακτήρα της δικαστικής επέμβασης, η δικαιοδοσία διακρίνεται σε αμφισβητούμενη και εκούσια, ενώ με κριτήριο τον εθνικό ή υπερεθνικό ή διαπολιτειακό αντίστοιχα χαρακτήρα των 10

διαφορών, που υπάγονται στη δικαιοδοτική εξουσία ενός κράτους, η δικαιοδοσία διακρίνεται σε εσωτερική και διεθνή. Στον ΚΠολΔ η δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων οριοθετείται στα άρθρα 1 και 2 ΚΠολΔ σε συνδυασμό και με το άρθρο 94 Συντ. Κατά το άρθρο 1 στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων υπάγονται α) Οι διαφορές του ιδιωτικού δικαίου, εφόσον ο νόμος δεν τις έχει υπαγάγει σε άλλα δικαστήρια, β) οι υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας που ο νόμος έχει υπαγάγει σ' αυτά, γ) οι υποθέσεις δημόσιου δικαίου που ο νόμος έχει υπαγάγει σ' αυτά. Ειδικότερα: 2.2 Ιδιωτικές διαφορές (1 περ. α ΚΠολΔ) 2.2.1 Έννοια και στοιχεία ιδιωτικής διαφοράς Ως ιδιωτικού δικαίου διαφορές χαρακτηρίζονται οι έννομες σχέσεις του ιδιωτικού δικαίου, που έχουν διαταραχθεί και χρήζουν δικαστικής προστασίας. Όταν διαμορφώνεται πραγματική κατάσταση, που δεν ανταποκρίνεται στο περιεχόμενο του ιδιωτικού δικαιώματος, προκύπτει ιδιωτικού δικαίου διαφορά, η οποία επιλύεται αυθεντικά (δηλαδή με δύναμη δεδικασμένου) από τα πολιτικά δικαστήρια 9. Για την έννοια της διαφοράς αρκεί αντικειμενική δυσαρμονία μεταξύ του περιεχομένου του δικαιώματος προς την πραγματική κατάσταση. Υφίσταται έτσι διαφορά και όταν ο εναγόμενος αναγνωρίζει την υποχρέωσή του, αλλά αδυνατεί λ.χ. να την εκπληρώσει. Η έριδα ή η αμφισβήτηση προκαλεί μεν πάντοτε διαφορά, δεν ανήκει, ωστόσο, στα απαραίτητα στοιχεία της διαφοράς. Απαραίτητο στοιχείο για την έννοια της διαφοράς είναι και η ύπαρξη της κατά τα ανωτέρω ανωμαλίας δικαίου στις σχέσεις δύο τουλάχιστον προσώπων. Στοιχείο τέλος της (ιδιωτικής) διαφοράς είναι και η προσφυγή στα δικαιοδοτικά όργανα της πολιτείας. Αν ο βλαπτόμενος εφησυχάσει, δεν δημιουργείται διαφορά. Η φύση της διαφοράς προσδιορίζει και τη δικαιοδοσία των δικαστηρίων για την παροχή προσωρινής δικαστικής προστασίας ως εκ τούτου τα πολιτικά δικαστήρια μπορούν να διατάξουν ασφαλιστικά μέτρα αποκλειστικά ως προς διαφορές και υποθέσεις που εμπίπτουν στη δικαιοδοσία τους. 2.2.2 Διάκριση ιδιωτικών διαφορών από τις διοικητικές Κατά ρητή πρόβλεψη του Συντάγματος (94 2 Συντ.) οι ιδιωτικές διαφορές εμπίπτουν στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. Δεδομένου του συνταγματικού υπόβαθρου της δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων αποκλείεται κατ αρχήν η αφαίρεση από την ύλη τους, ιδιωτικών διαφορών και η υπαγωγής τους σε δικαιοδοτικά όργανα άλλων κλάδων ή κατά μείζονα λόγο, σε διοικητικά όργανα. Κατ εξαίρεση για λόγους ενότητας της νομολογίας προβλέφθηκε κατά τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001 (94 3 Συντ) η παροχή δυνατότητας στον κοινό νομοθέτη να αναθέτει την εκδίκαση κατηγοριών ιδιωτικών διαφορών στα διοικητικά δικαστήρια και αντιστρόφως. Ο νομοθέτης έκανε πρόσφατα χρήση της διακριτικής ευχέρειας αυτής, υπάγοντας στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων όλες τις διαφορές που αφορούσαν αποζημίωση οποιασδήποτε μορφής για ζημίες που έχουν προκληθεί από αυτοκίνητο, ακόμη και όταν αυτές είχαν προκληθεί από όχημα του Δημοσίου ή ΟΤΑ (48 1 Ν. 3900/2010). Μετά το Ν. 4335/2015 προβλέφθηκε ρητά ότι αποκλείεται η έκδοση διαταγής πληρωμής από τα πολιτικά δικαστήρια για απαίτηση υπαγόμενη στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων (623 εδ. α ΚΠολΔ). Προηγουμένως, η μάλλον κρατούσα γνώμη στη νομολογία συνέκκλινε υπέρ της αντίθετης εκδοχής. 11

Όταν η διατάραξη αφορά έννομες σχέσεις αποκλειστικά μεταξύ ιδιωτών, ο χαρακτηρισμός της διαφοράς ως ιδιωτικής αποτελεί μονόδρομο. Όταν όμως στην κλονισθείσα έννομη σχέση συμμετέχει το Δημόσιο ή άλλο ν.π.δ.δ. τα πράγματα περιπλέκονται. Η δημόσια διοίκηση συνάπτει συμβάσεις με τους διοικουμένους, που δεν θα διέφεραν σε τίποτε από τις καταρτιζόμενες μεταξύ ιδιωτών, ενώ στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα λειτουργούν ακόμη οργανισμοί κοινής ωφέλειας με τη μορφή ν.π.ι.δ., δημόσιες δηλαδή επιχειρήσεις, που δρουν με τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας. Θα χαρακτηρισθούν ως ιδιωτικές οι διαφορές που ανακύπτουν από τη δράση αυτή της δημόσιας διοίκησης ή θα παραμείνουν στον κύκλο των διοικητικών διαφορών. Αν και η διάκριση ιδιωτικών διοικητικών διαφορών εδράζεται προεχόντως στο άρθρο 94 Συντ, το Σύνταγμα δεν παρέχει νομοθετικό ορισμό της ιδιωτικής ή διοικητικής διαφοράς. Η αναζήτηση ασφαλούς χαρακτηριστικού γνωρίσματος εξακολουθεί να στασιάζεται τόσο στην επιστήμη, όσο και στη νομολογία. Το ΣτΕ προκρίνει το χαρακτηρισμό της διαφοράς ως διοικητικής όταν προκύπτει μεταξύ της πολιτείας ή ενός ν.π.δ.δ. και του διοικουμένου, από πράξη, παράλειψη ή υλική ενέργεια διοικητικού οργάνου, που συναρτάται με την οργάνωση και λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας. Αντίθετα, ο Άρειος Πάγος και τα πολιτικά δικαστήρια, δίνουν έμφαση στο στοιχείο της δημόσιας εξουσίας μόνον όταν το διοικητικό όργανο δρα στη συγκεκριμένη περίπτωση χρησιμοποιώντας την ειδική, κατά νόμον υπερέχουσα, θέση του έναντι των άλλων υποκειμένων. 2.2.3 Αμφισβητούμενες περιπτώσεις υπαγόμενες στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων Σύμφωνα με την κρατούσα στη νομολογία των πολιτικών δικαστηρίων γνώμη, υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων οι ακόλουθες κυριότερες διαφιλονικούμενες περιπτώσεις. 2.2.3.1 Διοικητικές συμβάσεις Οι διαφορές από συμβάσεις έργου, όταν κύριος του έργου είναι ν.π.ι.δ., έστω και αν αυτό είναι δημόσια ή ιδιωτική επιχείρηση ή ανήκει στο Δημόσιο και και οι διαφορές που προέρχονται από σύμβαση μεταξύ ν.π.δ.δ. και ιδιώτη, έστω και αν αυτή διέπεται από τη νομοθεσία εκτέλεσης δημόσιων έργων, υπό τον όρο ότι το έργο δεν προορίζεται να εξυπηρετήσει δημόσιο σκοπό. 2.2.3.2 Διοικητική εκτέλεση Στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, υπάγονται και διαφορές που απορρέουν από την εκτέλεση υπέρ του Δημοσίου κατά τον ΚΕΔΕ, όταν η υποκείμενη σχέση στην οποία στηρίζεται ο εκτελεστός τίτλος του Δημοσίου υπάγεται στο ιδιωτικό δίκαιο (μισθώματα, δάνειο, κατάπτωση εγγύησης και αντίστοιχες προσαυξήσεις). Όταν ο τίτλος εκτέλεσης του Δημοσίου στηρίζεται σε απαιτήσεις αναγόμενες τόσο στο ιδιωτικό όσο και στο δημόσιο δίκαιο, η δικαιοδοσία καθορίζεται από την προέχουσα στον τίτλο απαίτηση, δηλαδή από εκείνη που υπερτερεί ποσοτικώς. Στα πολιτικά δικαστήρια δικάζεται ακόμη και η ανακοπή του τρίτου ιδιώτη, που διαφιλονικεί κατά το άρθρ. 74 ΚΕΔΕ δικαίωμα κυριότητας σε ακίνητο, το οποίο κατασχέθηκε από το Δημόσιο, έστω και για δημοσίου δικαίου αξιώσεις του. 12

Τέλος, όταν το Δημόσιο αναγγέλλεται σε εκτέλεση που επισπεύδεται κατά τους κανόνες του ΚΠολΔ, έστω και για απαίτησή του απορρέουσα από έννομη σχέση δημοσίου δικαίου, τα ένδικα βοηθήματα των ανακοπών κατά του πίνακα κατάταξης υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, ανεξάρτητα από το κατά πόσον ασκούνται από το Δημόσιο κατά τρίτου, ιδιώτη δανειστή ή αντιστρόφως. 2.2.3.3 Πρωτόκολλα διοικητικής αποβολής Στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων υπάγονται και οι διαφορές από την έκδοση των πρωτοκόλλων διοικητικής αποβολής, αποζημίωσης για αυθαίρετη χρήση δημόσιου κτήματος. 2.2.3.4 Αστική ευθύνη του κράτους Τις διαφορές οι οποίες αφορούν στην ευθύνη του κράτους, των ΟΤΑ και των άλλων ν.π.δ.δ. από πράξεις ή παραλείψεις ή υλικές ενέργειες των οργάνων τους, που δεν σχετίζονται με την οργάνωση και λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας καθώς και οι αγωγές του άρθρ. 105 ΕισΝΑΚ, σε όσες περιπτώσεις επιτρέπεται (κατ εξαίρεση) η ευθεία εναγωγή του υπαλλήλου για παράνομη πράξη που τέλεσε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του. Ζημίες που προκαλούνται από αυτοκίνητα που ανήκουν στο Δημόσιο ή σε ΟΤΑ υπάγονται μετά την τροποποίηση του άρθρου 48 Ν. 3900/2010 αποκλειστικά στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. 2.2.3.5 Υπαλληλικές και ασφαλιστικές διαφορές Στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων υπάγονται: α) οι διαφορές που προέρχονται από πράξεις διορισμού ή απόλυσης οργάνων ν.π.ι.δ. του δημόσιου τομέα β) οι διαφορές από πράξεις των οργάνων διοίκησης των ν.π.ι.δ. του δημόσιου τομέα, που αφορούν στην πρόσληψη, στην επαναπρόσληψη ή στην εν γένει υπηρεσιακή κατάσταση του προσωπικού τους γ) διαφορές που σχετίζονται με την πρόσληψη, την υπηρεσιακή κατάσταση, τις αποδοχές ή άλλες παροχές, τη χορήγηση επιδομάτων, την απόλυση, καταγγελία κ.λπ. του προσωπικού με (έστω άκυρη) σχέση ιδιωτικού δικαίου του Δημοσίου, των ΟΤΑ και των άλλων ν.π.δ.δ. Επίσης υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων και οι διαφορές μεταξύ ασφαλισμένων και του φορέα κοινωνικής ασφάλισης, όταν ο τελευταίος είναι οργανωμένος ως ν.π.ι.δ. 2.2.3.6 Διαφορές από την ιδιωτική συναλλακτική δράση του δημοσίου Στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων υπάγονται και οι διαφορές που απορρέουν από τη διαχείριση της ιδιωτικής περιουσίας του Δημοσίου και των άλλων ν.π.δ.δ. καθώς και οι αξιώσεις αδικαιολόγητου πλουτισμού κατά του Δημοσίου από έννομες σχέσεις ιδιωτικού δικαίου. 2.3 Διοικητικές διαφορές (1 περ. δ) Μετά τη μεταφορά όλων των διοικητικών διαφορών ουσίας από τα πολιτικά και τα ειδικά δικαστήρια στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια δυνάμει του ν. 1406/1983, δεν 13

υφίστανται περιθώρια στα πολιτικά δικαστήρια να δικάσουν διοικητικές διαφορές. Παραμένουν στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων: (α) οι αγωγές αναγνώρισης δικαιούχων και (β) ο καθορισμός τιμής μονάδας αποζημίωσης επί αναγκαστικής απαλλοτρίωσης. Τέλος, στα πολιτικά δικαστήρια μπορούν να ανατεθούν και αρμοδιότητες διοικητικής φύσης (Συντ. 94 4), μετά δε την πρόσφατη συνταγματική μεταρρύθμιση η ανάθεση αυτή δεν περιορίζεται στις υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας, αλλά και στις υποθέσεις, που σχετίζονται με τη λήψη μέτρων για τη συμμόρφωση της διοίκησης προς τις δικαστικές αποφάσεις (Συντ. 94 4). 2.4 Υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας (1 περ. β) Η δικαιοδοτική επέμβαση των πολιτικών δικαστηρίων προς επίλυση των ιδιωτικών διαφορών αποκαλείται - αδόκιμα πάντως - αμφισβητούμενη δικαιοδοσία. Από τη μορφή αυτή δικαιοδοσίας διακρίνεται η εκούσια δικαιοδοσία. Κατ' επιταγή και του Συντάγματος (Συντ 94 2), στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων ανήκει και η εκδίκαση των υποθέσεων εκούσιας δικαιοδοσίας που ανατίθενται σ' αυτά με ειδικό νόμο (1 στ. β). Προβλέπεται μάλιστα για την εκδίκαση των υποθέσεων αυτών και ένα είδος ειδικής διαδικασίας (739-781), που διακρίνεται αισθητά τόσο ως προς τα δομικά της στοιχεία όσο και ως προς τα συνεπαγόμενα αποτελέσματα από την αμφισβητούμενη δικαιοδοσία. Στην ειδική αυτή διαδικασία υπάγονται, κατ' αρχήν, οι διαφορές που απαριθμούνται στα άρθρ. 782-866. Και άλλες ωστόσο διατάξεις του ΚΠολΔ, του ΑΚ ή ειδικών νόμων παραπέμπουν την εκδίκαση συγκεκριμένων υποθέσεων στη διαδικασία αυτή. Λόγω μάλιστα της ελαστικότητας και της ευελιξίας της, ο νομοθέτης εμπιστεύεται στην ίδια και περιπτώσεις που δεν θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως γνήσιες υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας, λ.χ. ορισμένες από τις πτωχευτικές υποθέσεις (ΕισΝ 44). Η εκδίκαση λοιπόν μιας υπόθεσης με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας δεν σημαίνει κιόλας ότι είναι όντως υπόθεση εκούσιας δικαιοδοσίας. Είναι επομένως επιτακτική η ανάγκη ανεύρεσης ενιαίου κριτηρίου για το χαρακτηρισμό μιας υπόθεσης ως εκούσιας δικαιοδοσίας, δεδομένου ότι ενίοτε και ο νόμος δεν διευκρινίζει, αν συγκεκριμένη υπόθεση δικάζεται με τους κανόνες της αμφισβητούμενης ή της εκούσιας δικαιοδοσίας. Σύμφωνα με τον περίφημο ορισμό του καθηγητή Μητσόπουλου ως εκούσια χαρακτηρίζεται η αναγνωριζόμενη στα τακτικά πολιτικά δικαστήρια εξουσία να παρέχουν στο πλαίσιο καθοριστικής λειτουργίας δικαίου ένδικη προστασία, χωρίς την ύπαρξη προϋφιστάμενης διαφοράς, με πράξεις διαπλαστικής ή διαπιστωτικής υφής, που αποσκοπούν στην κατοχύρωση ή στην προστασία ιδιωτικών συμφερόντων. Πρόκειται λοιπόν για υποθέσεις από τις οποίες απουσιάζει το στοιχείο της διαφοράς, το δε δικαστήριο δεν προβαίνει σε αυθεντική διάγνωση προσβαλλόμενου δικαιώματος, δεν ελέγχει εκ των υστέρων τη νομιμότητα προγενέστερης συμπεριφοράς προσώπων, επιβάλλοντας τις προβλεπόμενες κυρώσεις, αλλά δρα συνήθως προληπτικά και ρυθμιστικά, λαμβάνοντας μέτρα πρόνοιας. Κινείται επομένως ο μηχανισμός της διαδικασίας της εκούσιας δικαιοδοσίας στο μεταίχμιο δικαιοδοτικής και διοικητικής λειτουργίας. Η καθιέρωση της διαδικασίας της εκούσιας δικαιοδοσίας υπαγορεύεται από την ανάγκη να περιβληθούν τον μανδύα και τις εγγυήσεις της δικαστικής κρίσης ορισμένες σημαντικές και γενικότερου συμφέροντος υποθέσεις. Ο κοινός νομοθέτης δεν μπορεί πάντως να αναθέτει κατά το δοκούν τις υποθέσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας στη διοικητική λειτουργία. Εφόσον η απαιτούμενη διαπλαστική, κυρίως, ενέργεια συναρτάται άμεσα με τη δημιουργία έννομης σχέσης ή δημιουργεί τους όρους άσκησης ή προστασίας ιδιωτικού δικαιώματος, λ.χ. θέση προσώπου σε δικαστική συμπαράσταση, κήρυξη σε αφάνεια, παροχή κληρονομητηρίου, παραπομπή της στην αρμοδιότητα της διοίκησης δύσκολα θα συμβιβαζόταν με το Σύνταγμα. Αντίθετα, η 14

υπαγωγή στη διοικητική λειτουργία υποθέσεων διαπιστωτικού απλώς χαρακτήρα, όπως λ.χ. η βεβαίωση γεγονότος με σκοπό τη σύνταξη ληξιαρχικής πράξης (782) μπορεί να γίνει χωρίς προβλήματα. Και οι αποφάσεις που εκδίδονται στην εκούσια δικαιοδοσία δεν έχουν αμιγή δικαιοδοτικό χαρακτήρα, αφού ο δικαστής, δρώντας απλώς προληπτικά προς διάπλαση συνήθως έννομων καταστάσεων, δεν επιλύει διαφορά μεταξύ των υποκειμένων της επίδικης έννομης σχέσης. Η αυθεντική διάγνωση ιδιωτικών δικαιωμάτων του αιτούντος με ισχύ δεδικασμένου είναι άγνωστη στη σφαίρα της εκούσιας δικαιοδοσίας. Ακόμη και όταν η εκδιδόμενη εδώ απόφαση διαπλάσσει μια νομική κατάσταση, αυτή δεν επέρχεται ως συνέπεια άσκησης διαπλαστικού δικαιώματος και συνεπώς - σε αντίθεση προς ό,τι συμβαίνει με τις συνήθεις διαπλαστικές αποφάσεις της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας - δεν προϋποθέτει προηγούμενη δεσμευτική διάγνωση του κρίσιμου διαπλαστικού δικαιώματος. Η δεσμευτικότητα των αποφάσεων εκούσιας δικαιοδοσίας εξαντλείται στο αξίωμα non bis in idem (778), αδυνατούν οι ίδιες να αναπτύξουν τη λεγόμενη θετική ενέργεια του ουσιαστικού δεδικασμένου και δεν είναι έτσι σε θέση να δεσμεύσουν με την κρίση τους τα δικαστήρια της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας. Και αν ακόμη η διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας εξελιχθεί σε αντιδικία, αμφισβητηθεί λ.χ. το κληρονομικό δικαίωμα του αιτούντος την έκδοση κληρονομητηρίου, δεν μεταμορφώνεται σε αμφισβητούμενη, η δε παρεμπίπτουσα αυτή κρίση για το εριδόμενο κληρονομικό δικαίωμα δεν ανυψώνεται σε δεδικασμένο υπό τους όρους του άρθρ. 331. 2.5 Υποθέσεις δημοσίου δικαίου (1 περ. γ) Στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων υπάγονται τέλος και οι υποθέσεις δημοσίου δικαίου, που ανατίθενται σ' αυτά με ειδικό νόμο (Συντ 94 4). Οι υποθέσεις δημοσίου δικαίου αντιδιαστέλλονται προς τις διοικητικές διαφορές όπως ακριβώς αντιδιαστέλλονται οι υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας από τις ιδιωτικές διαφορές. Πρόκειται κι εδώ για μέτρα εκούσιας δικαιοδοσίας, που αφορούν όμως όχι σε ιδιωτικού αλλά σε δημοσίου δικαίου δικαιώματα. Παραπέμπονται με ειδικό νόμο, έτσι, στα πολιτικά δικαστήρια, επειδή παρέχουν περισσότερες εγγυήσεις αμεροληψίας, εκλογικής φύσης υποθέσεις, ανακήρυξη συνδυασμών και υποψηφίων δημοτικών και κοινοτικών εκλογών, θεώρηση εκλογικών καταλόγων, επικύρωση εκλογικού αποτελέσματος κ.λπ.. Είναι προφανές ότι τα πολιτικά δικαστήρια εν προκειμένω διεκπεραιώνουν απλώς διοικητικής φύσης υποθέσεις και δεν διαγιγνώσκουν δεσμευτικά έννομες σχέσεις διοικητικού δικαίου, δεν δικαιοδοτούν. Η εκδίκαση των υποθέσεων χωρεί λοιπόν κατά βάση με τους κανόνες της εκούσιας δικαιοδοσίας. Λαμβάνονται κατ' ουσία διοικητικά μέτρα, που περιβάλλονται τον τύπο απλώς της δικαστικής απόφασης. 2.6 Σχέσεις της πολιτικής δικαιοδοσίας με τις υπόλοιπες 2.6.1 Σχέση πολιτικής διοικητικής δικαιοδοσίας Αγωγές και λοιπά ένδικα βοηθήματα που ασκούνται ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων για αντικείμενο που δεν ανήκει στη δικαιοδοσία του, δεν παραπέμπονται αλλά απορρίπτονται σε κάθε περίπτωση ως απαράδεκτα. Αν η έλλειψη δικαιοδοσίας διαλάθει της προσοχής του δικαστηρίου και εκδοθεί παρά ταύτα απόφαση, η τελευταία θεωρείται ανυπόστατη (313 1 στ. β ). 15

Η ρύθμιση για τη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων είναι δημόσιας τάξης. Κατ αποτέλεσμα δεν μπορεί να παραμερισθεί με συμφωνία των μερών. Η παράβαση της θεμελιώνει λόγο αναίρεσης, ανεξάρτητα μάλιστα από το κατά πόσον ο διάδικος είχε προτείνει την έλλειψη δικαιοδοσίας ενώπιον των δικαστηρίων της ουσίας (562 2). Δεδομένου ότι η διάκριση μεταξύ της δικαιοδοσίας των πολιτικών και διοικητικών δικαστηρίων δεν είναι πάντοτε σαφής, ο νομοθέτης προβλέπει (άρθρο 9 4 Ν. 1649/1986) ότι αν το ένδικο βοήθημα απορριφθεί για έλλειψη δικαιοδοσίας του δικαστηρίου και ασκηθεί ξανά στο δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία δύο μηνών από την επίδοση της τελεσίδικης απορριπτικής απόφασης στον ενδιαφερόμενο, θεωρείται κατά πλάσμα δικαίου, ως προς όλες τις συνέπειές του, ότι ασκήθηκε κατά το χρόνο άσκησης εκείνου που απορρίφθηκε. Κατοχυρώνονται έτσι όλες οι έννομες συνέπειες, που συνεπάγεται η άσκηση ενός ενδίκου βοηθήματος λ.χ. της διακοπής της παραγραφής, ώστε να μην αναγκάζεται ο ενάγων να καταφεύγει συγχρόνως και στους δύο δικαιοδοτικούς κλάδους. Για προφανείς πρακτικούς λόγους επιτρέπεται, κατά παρέκκλιση του κανόνα της απαγόρευσης αμοιβαίας επέμβασης της μιας δικαιοδοσίας στα έργα της άλλης, η παρεμπίπτουσα έρευνα ζητημάτων που ανήκουν στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων (άρθρο 2). Π.χ. σε εμπράγματη διαφορά όπου το δικαίωμα κυριότητας του διαδίκου απορρέει από πράξη εφαρμογής, το δικαστήριο μπορεί να ελέγξει παρεμπιπτόντως το κύρος της πράξης εφαρμογής, αν το τελευταίο εμφανίζεται αναγκαίο για την επίλυση της διαφοράς. Στο πλαίσιο του παρεμπίπτοντος ελέγχου αυτού τα πολιτικά δικαστήρια μπορούν να ελέγξουν π.χ. την αναρμοδιότητα του διοικητικού οργάνου, την παράβαση ουσιώδους τύπου, την ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, την έκδοση διοικητικής πράξης καθ' υπέρβαση εξουσίας και βεβαίως τη συνταγματικότητα διοικητικής ρύθμισης ή πράξης κ.ο.κ. Μπορεί να ελεγχθεί ακόμη στο πλαίσιο του παρεμπίπτοντος ελέγχου αυτού, η διακριτική ευχέρεια του διοικητικού οργάνου στο βαθμό που κατά την εξάσκηση της στοιχειοθετείται υπέρβαση των άκρων ορίων της, ώστε να συντρέχει τελικά, κατάχρηση δικαιώματος. Αντίθετα, τα πολιτικά δικαστήρια δεν μπορούν στο πλαίσιο του παρεμπίπτοντος ελέγχου αυτού να υπεισέλθουν στην ουσιαστική κρίση των διοικητικών οργάνων, ως προς την ύπαρξη ή όχι των πραγματικών προϋποθέσεων εφαρμογής του νόμου, εκτός αν η ελεγχόμενη παρανομία της διοίκησης συνίσταται σε παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας, οπότε μπορούν να εξετασθούν και τα πραγματικά γεγονότα, υπό τα οποία υποχρεούταν η διοίκηση να εκδώσει την παραληφθείσα πράξη. Δεν αποκλείεται, κατά τη μάλλον κρατούσα γνώμη, ο παρεμπίπτων έλεγχος της διοικητικής πράξης, εκ του λόγου ότι έχει παρέλθει άπρακτη η προθεσμία άσκηση ενδίκων βοηθημάτων στα διοικητικά δικαστήρια. Ο παρεμπίπτων έλεγχος αποκλείεται, όταν αυτό ορίζεται από ειδική διάταξη νόμου ή όταν για το κύρος της επίμαχης διοικητικής πράξης έχουν ήδη αποφανθεί με δύναμη δεδικασμένου τα διοικητικά δικαστήρια (196 ΚΔΔικ). Οι αποφάσεις των διοικητικών δικαστηρίων οι οποίες κρίνουν διοικητικής φύσης ζητήματα, κυρίως ή παρεμπιπτόντως, παράγουν δεδικασμένο erga omnes που δεσμεύει και τα πολιτικά δικαστήρια. Αντίθετα, οι αποφάσεις των διοικητικών δικαστηρίων δεν παράγουν δέσμευση για τα πολιτικά δικαστήρια, όταν εξετάζουν παρεμπιπτόντως ζητήματα που εμπίπτουν στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων (π.χ. την ύπαρξη ή το κύρος γάμου στο πλαίσιο συνταξιοδοτικής διαφοράς). Ούτε, όμως, οι αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων σχετικά με τα ζητήματα ιδιωτικού δικαίου δεσμεύουν κατά κανόνα με το δεδικασμένο τους τα διοικητικά δικαστήρια, στα οποία τα ίδια ζητήματα εμφανίζονται ως προδικαστικά. Εξαίρεση αποτελούν οι περιπτώσεις εκείνες στις οποίες ενόψει του διαπλαστικού αντικειμένου της πολιτικής δίκης, προβλέπεται ρητά ότι το δεδικασμένο ισχύει έναντι όλων (erga omnes) όπως π.χ. στην περίπτωση του άρθρου 602. 16

Στο πλαίσιο του παρεμπίπτοντος ελέγχου τα πολιτικά δικαστήρια στερούνται εξουσίας προς ακύρωση της διοικητικής πράξης ή ακόμη και αναγνώρισης της ακυρότητας των. Αν διαπιστωθεί, όμως, η ακυρότητα αυτών τότε αποφαίνονται επί του κυρίου αντικειμένου χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η διοικητική πράξη που ελέγχθηκε παρεμπιπτόντως. Η σχετική κρίση του πολιτικού δικαστηρίου δεν καταλαμβάνεται από δεδικασμένο, ούτε ως προδικαστικό ζήτημα (άρθρ. 331) καθώς το δικαστήριο στερείται αρμοδιότητας και δικαιοδοσίας ως προς το παρεμπιπτόντως κριθέν ζήτημα. 2.6.2 Σχέση πολιτικής ποινικής δικαιοδοσίας Οι αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων δεν δεσμεύουν πλέον τα πολιτικά δικαστήρια και αντιστρόφως. Εντούτοις, οι αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο της πολιτικής δίκης ως δικαστικά τεκμήρια συνεκτιμώμενες με το λοιπό αποδεικτικό υλικό. Κατ εξαίρεση των ανωτέρω, η ποινική διασταυρώνεται με την πολιτική δικαιοδοσία, ως προς την πολιτική αγωγή, που αφορά αξιώσεις αποζημίωσης ή χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης (ΚΠΔ 63 επ.). Αν και οι αξιώσεις για τις οποίες ασκείται η πολιτική αγωγή, μπορούν να ασκηθούν και ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων, είναι δυνατή η εισαγωγή τους και ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου, υπό τις προϋποθέσεις των άρθρων 63 επ. ΚΠΔ. Η απόφαση που εκδίδεται από την απόφαση του ποινικού δικαστηρίου επί της πολιτικής αγωγής παράγει δεδικασμένο, δεσμευτικό για τα πολιτικά δικαστήρια (ΚΠΠΔ 67 1), όχι όμως και για τους λοιπούς ενδεχομένως συνυπόχρεους, δεδομένου ότι κατά το άρθρο 486 ΑΚ το δεδικασμένο δρα υποκειμενικά. Όταν η έκβαση εκκρεμούς ποινικής δίκης μπορεί να επηρεάσει τη διάγνωση της ιδιωτικού δικαίου διαφοράς (π.χ. επί πλαστογραφίας αξιογράφου) το πολιτικό δικαστήριο μπορεί να διατάξει ακόμη και αυτεπαγγέλτως την αναστολή της δίκης μέχρι την αμετάκλητη περάτωση της ποινικής διαδικασίας (άρθρ. 250). 3 Διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων 3.1 Έννοια - διακρίσεις Στη δικαιοδοσία των ημεδαπών πολιτικών δικαστηρίων υπάγονται, κατ' αρχήν, όλες οι εσωτερικές υποθέσεις, που δεν έχουν κανένα σημείο επαφής με ξένη πολιτεία. Αντίθετα, στην περίπτωση των διαφορών που συνδέονται με περισσότερες έννομες τάξεις ανακύπτει εύλογα το πρόβλημα της οριοθέτησης της δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων έναντι των αλλοδαπών. Το ποσοστό της δικαιοδοσίας κάθε πολιτείας επί των διεθνών διαφορών ορίζει επομένως τη διεθνή του δικαιοδοσία. Η σημασία της οριοθέτησης της διεθνούς δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων ανακύπτει διττώς, τόσο κατά το στάδιο της εκδίκασης διαφοράς ή υπόθεσης με στοιχεία αλλοδαπότητας, όσο και κατά το χρόνο που τίθεται ζήτημα αναγνώρισης των αποτελεσμάτων αλλοδαπής απόφασης στην ημεδαπή έννομη τάξη ή κήρυξης της εκτελεστής (323, 905), οπότε τίθεται το ζήτημα αν το αλλοδαπό δικαστήριο που εξέδωσε την αλλοδαπή απόφαση είχε πράγματι δικαιοδοσία, ώστε να επιληφθεί της διαφοράς, υπό το πρίσμα της ημεδαπής έννομης τάξης. Στην πρώτη περίπτωση γίνεται λόγος για άμεση διεθνή δικαιοδοσία, ενώ στη δεύτερη για έμμεση. Η άμεση διεθνής δικαιοδοσία αφορά στην εξουσία των δικαστηρίων της ημεδαπής πολιτείας να επιληφθούν συγκεκριμένης διεθνούς διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον 17

τους, ενώ η έμμεση στην εξουσία των δικαστηρίων αλλοδαπής πολιτείας να επιληφθούν ορισμένης διεθνούς διαφοράς υπό το πρίσμα της εσωτερικής έννομης τάξης (323 αριθ. 2). Στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας η διεθνής δικαιοδοσία ρυθμίζεται στα άρθρα 3 και 4. Όπως θα αναπτυχθεί στις επόμενες ενότητες, η ρύθμιση τους συνδυάζεται με την επισκόπηση των διατάξεων περί κατά τόπον αρμοδιότητας (2240). Σχετική, είναι ακόμη και η ρύθμιση της παρέκτασης της κατά τόπον αρμοδιότητας (42-44) καθώς η τελευταία μπορεί να θεμελιώσει ή αποκλείσει, ανάλογα, και τη διεθνή δικαιοδοσία των ημεδαπών δικαστηρίων. Παράλληλα με τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, ρυθμίσεις διεθνούς δικαιοδοσίας εισάγονται και με μια σειρά από νομοθετήματα δικονομικού διεθνούς δικαίου Κοινοτικής προέλευσης. Το σημαντικότερο εξ αυτών είναι ο Κανονισμός 1215/2012 (ΚανΒρ Ια), που αντικατέστησε από τις 10.1.2015 τον αντίστοιχο 44/2001. Ο Κανονισμός αυτός ρυθμίζει (μεταξύ άλλων θεμάτων) τη διεθνή δικαιοδοσία σε αστικές και εμπορικές διαφορές. Σημαντικοί είναι επίσης οι Κανονισμοί 2201/2003 για τη διεθνή δικαιοδοσία σε ζητήματα διαζυγίου και γονικής μέριμνας (ΚανΒρ ΙΙα) και 4/2009 ως προς τη διατροφή. Οι εν λόγω κοινοτικοί Κανονισμοί, στο εύρος του πεδίου εφαρμογής τους θέτουν εκποδών τις διατάξεις του ΚΠολΔ. Σε ορισμένες περιπτώσεις οι κανόνες του ΚανΒρ Ια περιορίζονται στη ρύθμιση της διεθνούς δικαιοδοσίας στα δικαστήρια ορισμένου κράτους (π.χ. αρθρ. 2, 7 6, 11 1 στ. α και γ, 18 1-2, 21 1 και 22 1 ΚανΒρ Ια). Στις περιπτώσεις αυτές η εμβέλεια της ρύθμισης του Κανονισμού εξαντλείται στο πεδίο της διεθνούς δικαιοδοσίας, ενώ η κατά τόπον αρμοδιότητα κρίνεται κατά τις διατάξεις του εθνικού δικαίου. Στην περίπτωση αυτή είναι νοητό η διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων να στοιχειοθετείται επί τη βάση του συνδέσμου της κατοικίας του εναγομένου, αλλά σε ό,τι αφορά την κατά τόπον αρμοδιότητα η αγωγή να είναι δυνατόν να ασκηθεί και σε δικαστήριο η τοπική αρμοδιότητα του οποίου θεμελιώνεται επί τη βάση άλλου συνδέσμου των άρθρων 22 επ ΚΠολΔ όπως π.χ. του τόπου κατάρτισης της σύμβασης. Σε άλλες περιπτώσεις οι κανόνες του ΚανΒρ Ια προσνέμουν δικαιοδοσία σε συγκεκριμένο δικαστήριο (π.χ. άρθρα 8 2-4, 9) ή στα δικαστήρια συγκεκριμένου τόπου (άρθρο 7 1-5, 8 1, 11 1 στ. β ). Στις περιπτώσεις αυτές ο ΚανΒρ Ια ρυθμίζει εκτός από τη διεθνή δικαιοδοσία και την κατά τόπον αρμοδιότητα. 3.2 Κριτήριο καθορισμού διεθνούς δικαιοδοσίας: αρχή της εδαφικότητας Στο εύρος του πεδίου εφαρμογής του, το εθνικό δικονομικό δίκαιο ρυθμίζει τη διεθνή δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων με βάση την αρχή της εδαφικότητας και κατά το σύστημα της συνισταμένης (άρθρ. 3). Σύμφωνα με το άρθρο 3 «Στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων υπάγονται Έλληνες και αλλοδαποί, εφόσον υπάρχει αρμοδιότητα ελληνικού δικαστηρίου». Ως εκ τούτου υπό την προκείμενη ρύθμιση, η διεθνής δικαιοδοσία ρυθμίζεται ως συνισταμένη των κατά τόπον αρμοδιοτήτων και στοιχειοθετείται κατά τόπον αρμοδιότητα ελληνικού δικαστηρίου κατά τα άρθρ. 22-45. Αν δεν συντρέχει κατά τόπον αρμοδιότητα κάποιου ελληνικού δικαστηρίου, η διαφορά δεν υπάγεται στην διεθνή δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων. Αν συντρέχει αποκλειστική δωσιδικία αλλοδαπού δικαστηρίου με βάση το ελληνικό δίκαιο, τότε η ενδεχόμενη παράλληλη στοιχειοθέτηση άλλων γενικών ή συντρεχουσών ειδικών δωσιδικιών είναι αδιάφορη (π.χ. διαφορά για ακίνητο κείμενο στην αλλοδαπή, όπου ο εναγόμενος έχει κατοικία στην Ελλάδα). 18

Κατ εξαίρεση στις οικογενειακές διαφορές (592 επ), ο ίδιος ο νόμος ορίζει ότι η διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων μπορεί να θεμελιωθεί και στο σύνδεσμο της ιθαγένειας (601, 605 αντίστοιχα). Επιπλέον, σε όλως ακραίες περιστάσεις, καταφάσκεται η δυνατότητα θεμελίωσης της δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων και εκ λόγων «δημοσίας τάξης». Αυτό μπορεί να συμβεί: (α) όταν με βάση τους ημεδαπούς κανόνες ρύθμισης της κατά τόπον αρμοδιότητας η διαφορά εμπίπτει στην αποκλειστική δικαιοδοσία αλλοδαπού δικαστηρίου, το οποίο όμως κατά το οικείο δικονομικό του δίκαιο, στερείται δικαιοδοσίας να επιληφθεί της διαφοράς, (β) όταν οι ημεδαποί κανόνες περί κατά τόπον αρμοδιότητας υποδεικνύουν ως αρμόδια τα δικαστήρια πολιτείας μη συντεταγμένης, στην οποία έχουν καταλυθεί οι βασικοί δικαιοπολιτικοί θεσμοί λόγω πολέμου, εμφυλίων ταραχών ή άλλων ανάλογων περιστάσεων, (γ) όταν οι ημεδαποί κανόνες περί κατά τόπον αρμοδιότητας υποδεικνύουν ως αποκλειστικά αρμόδια τα δικαστήρια πολιτείας, η απόφαση των οποίων, εντούτοις διαγράφεται ως βέβαιο ότι δεν μπορέσει να αναγνωρισθεί τελικά στην Ελλάδα (π.χ. επειδή το εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο του κράτους αυτού περιλαμβάνει διατάξεις εξ ορισμού αντίθετες στην ημεδαπή δημόσια τάξη). Στις περιπτώσεις αυτές, οι οποίες έχουν σημειωτέον όλως εξαιρετικό χαρακτήρα, είναι νοητή η θεμελίωση της διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων, κατά παρέκκλιση της ρύθμισης της κατά τόπον αρμοδιότητας και αποκλειστικά προς αποτροπή του κινδύνου αρνησιδικίας. 3.3 Παρέκταση διεθνούς δικαιοδοσίας Οι διάδικοι έχουν τη δυνατότητα να συνομολογήσουν συμβατικά ρήτρα παρέκτασης δικαιοδοσίας με την οποία είτε να θεμελιώνεται η δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων, αν και αυτά είναι αναρμόδια, είτε αντιστρόφως να αποκλείεται η αρμοδιότητα τους, καίτοι αυτά είναι κατ αρχήν κατά τόπον αρμόδια με βάση τα άρθρα 22-40 ΚΠολΔ. Η συμβατική ρήτρα καταρτίζεται υπό τις προϋποθέσεις των άρθρων 42-45 και αν η διαφορά εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του ΚανΒρ Ια, υπό τους όρους του άρθρου 25 ΚανΒρ Ια. Η σχετική συμφωνία είναι δικονομική και κατ' αρχήν άτυπη. Έγγραφος τύπος επιβάλλεται, όταν πρόκειται για μελλοντικές διαφορές (43). Η άτυπη συμφωνία μπορεί να είναι ρητή ή σιωπηρή. Ρητή πρέπει να είναι η συμφωνία, όταν για την επίδικη διαφορά προβλέπεται αποκλειστική αρμοδιότητα των δικαστηρίων της ελληνικής πολιτείας. Σιωπηρή συμφωνία τεκμαίρεται από την παράσταση του εναγομένου στη συζήτηση και τη μη έγκαιρη εκ μέρους του προβολή με τις προτάσεις της έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας. Η συμφωνία παρέκτασης δημιουργεί εν αμφιβολία αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία, πρέπει δε να αφορά πρωτοβάθμια δικαστήρια, ενώ δεν μπορεί να αφορά ακίνητα που βρίσκονται στο εξωτερικό (4 1), ούτε διαφορές που δεν έχουν περιουσιακό αντικείμενο. Ρήτρα παρέκτασης που αφορά διαφορές από σύμβαση, περιλαμβάνει κατά κανόνα και τις συναφείς (ιδίως μάλιστα τις συρρέουσες με τη δικαιοπρακτική) αδικοπρακτικές αξιώσεις. Οι διάδικοι έχουν την εξουσία όχι μόνον να θεμελιώνουν συμβατικά τη διεθνή δικαιοδοσία των ημεδαπών δικαστηρίων (prorogatio), αλλά με τους ίδιους κατά βάση όρους και να την καταλύουν (derogatio). Ρητή δήλωση αποκλεισμού της διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων δεν είναι κι εδώ, κατ' αρχήν, απαραίτητη (3 1, 42 1). Αν η συμφωνία αφορά μέλλουσες διαφορές πρέπει να είναι έγγραφη και να αναφέρεται σε ορισμένη έννομη σχέση από την οποία θα προέλθουν οι διαφορές (3 1, 43). Απαραίτητο στοιχείο για το κύρος της συμφωνίας είναι κατ' αρχήν ο σαφής καθορισμός του συγκεκριμένου κατά τόπον αρμόδιου δικαστηρίου, που μπορεί 19

ωστόσο να συνάγεται και με βάση τα άρθρ. 173 και 200 ΑΚ. Έγκυρη είναι πάντως η ρήτρα ότι το δικαστήριο αυτό θα προκύπτει σύμφωνα με τους κανόνες του συγκεκριμένου αλλοδαπού δικονομικού δικαίου, ακόμη δε και όταν απονέμεται δικαιοδοσία γενικά στα δικαστήρια συγκεκριμένου κράτους, οπότε όμως ο καθορισμός του αρμόδιου κατά τόπο δικαστηρίου δεν θα χωρήσει κατ' επιλογή του ενάγοντος, αλλά κατά τους δικονομικούς κανόνες του δικαστηρίου της παρέκτασης. Η συμφωνία αποκλεισμού, δεν είναι έγκυρη όταν είναι αδύνατη η προσφυγή στα ξένα δικαστήρια και επιφέρει αρνησιδικία, ιδίως δε: α) όταν τα επιλεγέντα δικαστήρια δεν έχουν δικαιοδοσία κατά τη νομοθεσία της αλλοδαπής πολιτείας β) όταν η απόφαση του αλλοδαπού δικαστηρίου δεν αναγνωρίζεται στην Ελλάδα (323, 905 3) γ) όταν πρόκειται για διαφορές, που εμπίπτουν αποκλειστικά στη διεθνή δικαιοδοσία ημεδαπών δικαστηρίων (29) δ) όταν αποκλείει την εναντίωση σε αναγκαστική εκτέλεση ή τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων για αντικείμενα ή πρόσωπα που βρίσκονται στην ημεδαπή ε) όταν οι σχετικές διαφορές δεν έχουν αντικείμενο περιουσιακό (3 1, 42 1) και στ) όταν θίγονται μ' αυτή η δημόσια τάξη ή η αρχή της κυριαρχίας. Δεν είναι άκυρη η ρήτρα αποκλεισμού απλώς λόγω άγνοιας της γλώσσας στην οποία έχει γραφεί. Το κύρος, ο τύπος και η ερμηνεία των συμφωνιών παρέκτασης και αποκλεισμού της διεθνούς δικαιοδοσίας κρίνονται κατά την εκάστοτε lex fori. Αν υφίσταται σώρευση περισσότερων αιτημάτων, η διεθνής δικαιοδοσία κρίνεται χωριστά για καθένα, αντικειμενικά ή επικουρικά, προβαλλόμενο αίτημα και αν για κάποιο ελλείπει η διεθνής δικαιοδοσία απορρίπτεται ως προς αυτό η αγωγή. Η έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας ερευνάται αυτεπαγγέλτως μόνον, όταν ο εναγόμενος ερημοδικεί. Αν ο εναγόμενος παρίσταται και δεν προβάλλει την έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας στοιχειοθετείται σιωπηρή παρέκταση διεθνούς δικαιοδοσίας εκτός αν η διαφορά αφορά ακίνητο που βρίσκεται στο εξωτερικό ή το αντικείμενο της δίκης δεν είναι περιουσιακό ή αν ο νόμος προβλέπει αποκλειστική αρμοδιότητα (4, 42, 44). Αν διαπιστωθεί, αυτεπαγγέλτως ή μετά από προβολή ένστασης του εναγόμενου, ότι τα ελληνικά δικαστήρια στερούνται διεθνούς δικαιοδοσίας η αγωγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Αντίθετα απ ότι ισχύει στο πλαίσιο της δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων, αν εκδοθεί τελικά απόφαση κατά παράβαση των διατάξεων περί διεθνούς δικαιοδοσίας, αυτή δεν είναι ανυπόστατη. Ανυπόστατη καθίσταται η απόφαση, κατ εξαίρεση, μόνον αν έχει εκδοθεί κατά παράβαση του προνομίου της ετεροδικίας (313 1 στ. ε ). 3.4 Η διεθνής δικαιοδοσία στο κοινοτικό δίκαιο 3.4.1 Σύμβαση Βρυξελλών του 1968/1978/1988 (ΣυμΒρ) και Κανονισμός 44/2001 (ΚανΒρ Ι) Ήδη κατά τα πρώτα στάδια της ευρωπαϊκής ενοποίησης διαπιστώθηκε ότι η αποτελεσματικότητα των τεσσάρων θεμελιωδών κοινοτικών ελευθεριών (ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, προσώπων, υπηρεσιών και κεφαλαίων), επέβαλε την ενοποίηση των κανόνων της διεθνούς δικαιοδοσίας και αναγνώρισης/εκτέλεσης αποφάσεων στο εσωτερικό της Κοινότητας. Προς τούτο κρίθηκε σκόπιμη η προαγωγή της απρόσκοπτης κυκλοφορίας των δικαστικών αποφάσεων, με την εισαγωγή απλουστευμένων διατυπώσεων για την αμοιβαία αναγνώριση και εκτέλεσή τους, αλλά και η ενοποίηση των κανόνων περί διεθνούς δικαιοδοσίας στο εσωτερικό της Κοινότητας με τη θεσμοθέτηση ενιαίων και ομοιόμορφων κανόνων ως προς την 20