VAKXIKON.gr MEDIA GROUP Εκδόσεις Βακχικόν Ασκληπιού 17, 106 80 Αθήνα τηλέφωνο: 210 3637867 e-mail: info@vakxikon.gr web site: ekdoseis.vakxikon.gr Τίτλος Βιβλίου: Το ταίρι Συγγραφέας: Κέλλυ Κουναλάκη Επιμέλεια - Διορθώσεις: Ιωσήφ Αρνές Σχεδιασμός Έκδοσης & Εξωφύλλου: Εκδόσεις Βακχικόν 2017 Εκδόσεις Βακχικόν & Κέλλυ Κουναλάκη Εικονογράφησης: Γιάννης Μπαχλάβας ISBN: 978-618-5286-05-7 Εκδοτική Σειρά: Βακχικόν Πεζά/Ελληνική Πεζογραφία Αριθμός Σειράς: 60 Πρώτη Έκδοση: Μάρτιος 2017 Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις του Eλληνικού Nόμου (Ν. 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) και τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται απολύτως η άνευ γραπτής άδειας του εκδότη κατά οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο αντιγραφή, φωτοανατύπωση και εν γένει αναπαραγωγή, εκμίσθωση ή δανεισμός, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή (ηλεκτρονική, μηχανική ή άλλη) και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου. ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ Βιβλιοπωλείο του Βακχικόν Ασκληπιού 17, 106 80 Αθήνα τηλέφωνο: 210 3637867
Πρέπει να ήταν μεσημέρι Κυριακής και ο ήλιος σαν να είχε φοβηθεί τον Θεό, αψηφώντας τις πληροφορίες του ημερολογίου που κρεμόταν στον ασοβάτιστο για χρόνια τοίχο: 5 Σεπτεμβρίου του 2009. Στο παλιό τριώροφο νεοκλασικό στην πλατεία Αβησσυνίας, περικυκλωμένο από πανομοιότυπα κτίρια που συνεχίζουν να λένε την ιστορία τους όσα χρόνια κι αν περάσουν, ακούγεται ένας μονότονος ήχος «νταπνταπ-νταπ» σαν κάποιος να πεταλώνει άλογο, ένας ήχος που μπλέκεται με τις ξεθυμασμένες νότες που μεταδίδει ο γραμμοφωνατζής που έτυχε να περνάει εκείνη την ώρα και σκάλιζε μνήμες υπό τις φωνητικές δεξιότητες του Τώνη Μαρούδα, «εγώ θα σ αγαπώ και μη σε νοιάζει, και θα σου χτίσω μια μικρή φωλιά» Και αυτοί οι ήχοι μαζί ανακατεύτηκαν για μερικές στιγμές με τον πολύχρωμο θόρυβο του όχλου, του κόσμου που κάνει την Κυριακάτικη περαντζάδα του στο ιστορικό κέντρο της πόλης, ψάχνοντας να γεμίσει τα πνευμόνια του με καυσαέριο και μυρωδιές του μακρινού χθες ή με εικόνες του φασαριόζικου σήμερα. Ο ήχος που θυμίζει πετάλωμα αλόγου έρχεται από το τσαγκαράδικο που στεγάζεται στον πρώτο όροφο του νεοκλασικού και δεν φαίνεται καθόλου να ταράζει την κυρία που απολαμβάνει το επιδόρπιό της στο μπαλκόνι του δευτέρου. Ο εβδομηντάχρονος τσαγκάρης, μοναδικός πια στο είδος του και μόνος εναπομείνας της οικογενειακής επιχείρησης σκαρώνει ένα από τα τελευταία ζευγάρια παπούτσια που η μοίρα τον όρισε να φτιάξει. Πρόκειται για ένα ζευγάρι μαύρα μποτάκια, σαν άρβυλα, σαν τα στρατιωτικά, μονάχα λίγο πιο κομψά, με πιο γυαλιστερή σόλα και καλύτερης ποιότητας δέρμα, με ύψος λίγο πιο πάνω από τον αστράγαλο και κορδόνια με φαντεζί φινίρισμα. Δυο βδομάδες πήρε στον τσαγκάρη να τα φτιάξει και τώρα βρισκόταν μια ανάσα μακριά από τις - 3 -
τελευταίες πινελιές. Με αστείρευτη σχολαστικότητα και μεγάλο μεράκι μαλάκωσε το δέρμα, το έδεσε όμορφα με τηνσόλα, του έβαλε μαλακούς, άνετους πάτους, άνοιξε τις τρύπες και τις έντυσε με τα μεταλλικά δαχτυλίδια για τα κορδόνια, το γυάλισε, το περιποιήθηκε, σαν να ήταν αυτός που θα τα φορούσε στο τέλος και τον ένοιαζε το παπούτσι να είναι τέλειο. Αλλά έτσι ήταν αυτός: κιμπάρης στις κατασκευές του. Πάντα έκανε το καλύτερο που μπορούσε για τα δημιουργήματά του, άρα και για τους ανθρώπους που ενδιαφέρονταν γι αυτά.
Ο τσαγκάρης δεν είχε μαγαζί με βιτρίνα και δεν προμήθευε εμπόρους. Είχε μόνο το εργαστήρι του και όντας γνωστός στους κύκλους της τοπικής αγοράς του κέντρου, έπειτα από δεκαετίες προσωπικού μόχθου, ο κόσμος τον ήξερε και πήγαινε κατευθείαν στο μικρό του παλατάκι χειροτεχνίας και διάλεγε από τα όσα έφτιαχνε. Εκείνο το μεσημέρι της Κυριακής, ο τσαγκάρης έκανε τις τελικές διορθώσεις στα μαύρα μποτάκια και ο ήχος του σφυριού που έπεφτε πάνω στο υπόδημα για τελευταία φορά μπορεί να μην τάραξε την ηρεμία της γειτόνισσας που απολάμβανε το σπιτικό γλυκό νεραντζάκι, όμως τράβηξε την προσοχή του νεαρού που περνούσε εκείνη την ώρα από κάτω και του έφερε στο μυαλό την ξεχασμένη πληροφορία που είχε κάποια στιγμή προσκομίσει για τον γέρο τσαγκάρη. Ο νεαρός μονομιάς, έδωσε ένα σάλτο πάνω από κάτι θάμνους που έδιναν μια νότα πράσινου στο πεζοδρόμιο και βρέθηκε στην είσοδο, γρήγορα-γρήγορα άρχισε να ανεβαίνει τα σκαλιά, κοντοστάθηκε στην πόρτα του τσαγκάρη και χτύπησε. - 5 -
O γεράκος παράτησε για μια στιγμή την ενασχόλησή του με την τελειοποίηση του παπουτσιού, σηκώθηκε από το ξύλινο σκαμνί του και πήγε να ανοίξει την πόρτα. Όταν πια αντίκρισε το νεαρό παλικάρι, στο πρόσωπό του αχνοφάνηκε ένα χαμόγελο, από χρόνια υιοθετημένο για αυτές τις περιστάσεις που ήθελαν τους απρόσκλητους επισκέπτες και υποψήφιους αγοραστές να περνούν το κατώφλι του. Ο νεαρός, αφού υπάκουσε στο κάλεσμα του τσαγκάρη να περάσει μέσα, περιηγήθηκε σεμνά στο μικρό εργαστήρι, ως που κάθισε κοντά στον πάγκο, στον οποίο υπήρχαν ταξινομημένα όμορφα, μερικά ακόμη ζευγάρια παπούτσια και πιο μπροστά από αυτά, παρατημένα πρόχειρα τα μποτάκια, που σε λίγη ώρα θα γινόντουσαν δικά του. Τα κατάδικά του μαύρα μποτάκια, το πρώτο του απόκτημα με τον πρώτο μισθό που εισέπραττε για πρώτη φορά στη ζωή του. O νέος άνδρας, απόφοιτος της Νομικής, ότι είχε ξεκινήσει την πρακτική του άσκηση σε ένα δικηγορικό γραφείο. Μετρούσε δε μετρούσε ένα μήνα και το αφεντικό του, ένας δικηγόρος με καλή φήμη, θέλησε να μην τον ρίξει και φρόντισε να αμειφθεί και εκείνος, όπως και οι υπόλοιποι εργαζόμενοι, για τον καιρό που βρισκόταν στο γραφείο του. Ο νεαρός ζύγισε τις ανάγκες και αποφάσισε πως ένα μέρος από αυτά τα χρήματα θα τα επένδυε σε ένα ζευγάρι παπούτσια που θα τον έβγαζαν τον χειμώνα, όμως μέχρι να ακούσει τον ήχο που ερχόταν από το εργαστήρι του γερό-τσαγκάρη, δεν ήξερε κατά πού να κάνει για να επιλέξει. Το αγόρι πριν προλάβει να μεταφέρει με λέξεις στον τεχνίτη αυτό για το οποίο έψαχνε, το μάτι του έπεσε στο ζευγάρι μαύρα μποτάκια, Νο 42. Τα άρπαξε μονομιάς, πέταξε την παλιά ελβιέλα στην οποία κούρνιαζε το δεξί του πόδι και δοκίμασε το αντίστοιχο μποτάκι. - 6 -