Το παιδί που ξύπνησε το όνειρο - Προάγγελος -
Περιεχόμενα Κεφάλαιο 1ο...5 Κεφάλαιο 2ο...7 Κεφάλαιο 3ο...10 Κεφάλαιο 4ο...13 Κεφάλαιο 5ο...15
Κεφάλαιο 1ο Μια φορά κι έναν καιρό, υπήρχαν δύο όνειρα. Το ένα το έλεγαν Έφη. Το άλλο το έλεγαν Άλτη. Ο Άλτης και η Έφη, λοιπόν, ήταν δύο μόνο ανάμεσα στις χιλιάδες των ονείρων που κάνουν οι άνθρωποι στον ξύπνιο τους ή στον ύπνο τους. Ως όνειρα αποτελούσαν κάτι υπαρκτό μα και άυλο. Κάτι στο οποίο μπορούσε ο κάθε άνθρωπος να δώσει τη μορφή και τη σύσταση που ο ίδιος επιθυμούσε. Όταν έβρισκαν χρόνο και πήγαιναν να επισκεφτούν κάποιο παιδάκι, περνούσαν πάρα πολύ όμορφα. Βρισκόντουσαν μαζί με την ψυχή του παιδιού, διασκέδαζαν, έτρεχαν σε πραγματικά ονειρεμένους κάμπους... Όταν, όμως, τύχαινε να βρεθούν την προηγούμενη νύχτα στις σκέψεις κάποιου κακόβουλου ανθρώπου, τότε γινόταν πραγματική δυστυχία για τον άνθρωπο που τους έβλεπε. Βλέπετε, η Έφη και ο Άλτης δεν ήταν απλώς δύο τυχαία όνειρα. Ήταν δύο ίδια και αντίθετα όνειρα. Άμα, δηλαδή, ο άνθρωπος τα έβαζε κάπου όπου αυτά δεν ήθελαν να είναι, είχαν τη δύναμη να γίνουν ένας τρομακτικός εφιάλτης. Ήταν, όμως και για αυτά πολύ δύσκολες οι αλλαγές από τον έναν άνθρωπο στον άλλο. Βλέπετε, όταν επισκέπτονταν κάποιον κακόβουλο άνθρωπο γέμιζαν μίσος οι καρδιές τους. Μίσος, πόνο και δυστυχία. Όταν, λοιπόν, αμέσως μετά, επισκέπτονταν ένα παιδάκι, άθελά τους έκαναν και τα δικά του όνειρα εφιάλτες. Κάθε φορά που συνέβαινε αυτό, είχαν την πρόνοια να το αντιληφθούν πριν να είναι πολύ αργά. Έτσι, έστω και λίγο πριν ξυπνήσει το παιδί, με τη συνεργασία τους κατόρθωναν να δώσουν ένα αίσιο, αν όχι αισιόδοξο, τέλος. Κάθε φορά! Χτες, ήταν μια από αυτές τις δύσκολες φορές. Βλέπετε, χτες είχαν να
επισκεφτούν το παιδί του κύριου Καλίδη, αμέσως μετά από μια νύχτα στο όνειρο του κύριου Δολοφονίδη. Ο κύριος Δολοφονίδης δεν κάνει ποτέ καλές σκέψεις. Για αυτό και ουσιαστικά δεν είναι κύριος. Χάριν ευγενείας τον αποκαλούμε έτσι. Συνέχεια σκέφτεται το συμφέρον του και το πώς, με οποιοδήποτε κόστος, θα καταφέρει να πετύχει τους στόχους του. Στόχους που αφορούν το πώς θα μπορέσει να πουλήσει οικόπεδα καίγοντας δάση. Όπως καταλαβαίνετε, τα όνειρά του δεν έχουν τίποτα λιγότερο από φωτιά, καπνό και στάχτη. Ο Άλτης και η Έφη, όπως κάθε ονειρική αγνή ψυχή που σέβεται τον εαυτό της, δε θα μπορούσαν να μείνουν ασυγκίνητοι μπροστά σε ένα τέτοιο θέαμα. Θυμώνουν, φυσούν, ξεφυσούν, ξαναφυσούν αλλά δεν αντιδρούν. Σε ανθρώπους όπως ο κύριος Δολοφονίδης, όπου οι όροι αντιστρέφονται, όπου το όνειρο είναι εφιάλτης και ο εφιάλτης όνειρο, η κάθε αντίδραση είναι μάταιη. Δε μπορείς να νικήσεις το κακό με περισσότερο κακό. Έτσι, στο όνειρο του μικρού Σπυρίδωνα Καλίδη έβγαλαν όλο τους το μένος. Δεν προκαλούσαν βέβαια φωτιές ή καμιά άλλη καταστροφή. Για ένα παιδί, όμως, ακόμη και μια καταιγίδα ή ένας ξεχορταριασμένος κάμπος είναι αρκετά για να μετατρέψουν το όνειρο σε εφιάλτη. Όταν πια το παιδί είχε τρομάξει τόσο που ήταν έτοιμο να ξυπνήσει, η Έφη το αντιλήφθηκε. Έπιασε τον Άλτη από τους ώμους και του μίλησε με τη γλυκιά της φωνή λέγοντας Ηρέμησε καλέ μου φίλε. Τελείωσε ο πόνος.
Κεφάλαιο 2ο Για πρώτη φορά στη ζωή τους ο Άλτης δεν την άκουσε. Η Έφη τον έπιασε από το πρόσωπο, στήθηκε μπροστά του και του φώναξε Άλτη! Τελείωσε!. Ο Άλτης βρήκε και πάλι τα λογικά του. Τα σύννεφα έφυγαν. Ο ήλιος εμφανίστηκε. Το παιδί χαμογέλασε. Όλα έγιναν όπως ήταν πριν. Τίποτε δεν έδειχνε όσα είχαν προηγηθεί. Όλα έδειχναν σαν να μην είχε συμβεί το παραμικρό. Για τον Άλτη, όμως, κάτι είχε αλλάξει. Κι αυτό το κάτι ήταν κάτι που δε θα μπορούσε με τίποτα να αγνοήσει. Με τις τόσες εναλλαγές ανάμεσα στο όνειρο και τον εφιάλτη είχε πια αρχίσει να χάνει τον έλεγχο. Πλέον το γνώριζε καλά... Ο μικρός Σπυρίδωνας ξύπνησε το πρωί χωρίς την παραμικρή μνήμη σχετικά με τα όνειρα που έκανε όσο κοιμόταν. Είχε ξυπνήσει με μία αίσθηση γαλήνης αλλά δεν αναζήτησε περαιτέρω την αιτία αυτής της αίσθησης. Από την πλευρά, όμως, του Άλτη και της Έφης, τα πράγματα ήταν λίγο διαφορετικά. Σκοπός τους ήταν να μπαίνουν στον ύπνο των ανθρώπων, να προσαρμόζονται στα όνειρά τους και να τους τα ζωντανεύουν. Τελικός σκοπός, φυσικά, ήταν να ξυπνήσει ο κάθε άνθρωπος ευτυχισμένος, γεμάτος αυτοπεποίθηση και αισιοδοξία ότι μπορεί να εκπληρώσει κάθε του επιθυμία. Στην περίπτωση των παιδικών ονείρων, λοιπόν, οι δυο τους έβρισκαν το ιδανικότερο περιβάλλον για να εκφραστούν. Αυτό, όμως, ήταν εντελώς αδύνατο να συμβεί στην περίπτωση των ενήλικων ανθρώπων. Βλέπετε, οι ενήλικες συνήθως έχουν ως μεγαλύτερο σκοπό στη ζωή τους την κερδοσκοπία και όχι τα παιδικά τους όνειρα. Την επόμενη μέρα η Έφη πρότεινε στον Άλτη να πάνε να επισκεφτούν
ένα νεαρό κοριτσάκι που είχαν καιρό να δουν και αγαπούσαν πολύ και οι δύο τους. Ο Άλτης συμφώνησε. Το βράδυ έφτασε. Η Έφη και ο Άλτης ξεκίνησαν το ταξίδι τους μέσα στα όνειρα της μικρής Ελένης Παπαδάκη. Η Έφη είχε αναλάβει τον καλλωπισμό του τοπίου. Ήλιος, λουλούδια, καθαρός ουρανός. Ο Άλτης είχε μεταμορφωθεί σε πρίγκηπα λαμπερό όπως στα παραμύθια. Είχε προσέξει την κάθε λεπτομέρεια. Μέχρι και άσπρο άλογο είχε φροντίσει να καβαλάει. Ένα υπέροχο άτι που περπατούσε πολύ ανάλαφρα, βέβαια, για να μην πληγώσει τα πανέμορφα λουλούδια της Έφης. Η μικρή Ελένη έτρεξε στον κάμπο, μύρισε τα λουλούδια, κυνήγησε τις πεταλούδες, θαύμασε τον ολοκάθαρο ουρανό. Όταν, μάλιστα, είδε και τον Άλτη πάνω στο άλογο, ντυμένο πρίγκηπα, η χαρά της δε μπορούσε να περιγραφεί. Όταν, λοιπόν, το όνειρο έφτασε στην κορύφωσή του, εκείνη ακριβώς τη στιγμή ο Άλτης θυμήθηκε το πρόσφατο παρελθόν. Και σιγά-σιγά το όνειρο άρχισε να αλλάζει. Ο κάμπος, ο ουρανός, τα λουλούδια. Όλα έμειναν ίδια. Ήταν στη δικαιοδοσία της Έφης βλέπετε. Το άλογο, όμως, ξαφνικά έγινε πιο βαρύ. Τα λουλούδια της Έφης ποδοπατήθηκαν στην κυριολεξία. Το χρώμα άλλαξε στο άτι και έγινε μαύρο. Η πλούσια ενδυμασία του πρίγκηπα-άλτη μετατράπηκε σε σκουριασμένη γκριζόχρωμη μουντή πανοπλία. Μια αντίστοιχη περικεφαλαία κάλυπτε πλέον το πρόσωπο του Άλτη και πια φαινόταν πιο πολύ σαν σκοτεινός ιππότης παρά σαν πρίγκηπας. Η Έφη το κατάλαβε και ανησύχησε αλλά προσπάθησε να μην το δείξει για να μην τρομάξει περισσότερο τη μικρή Ελένη. Πάραυτα τα έστω και λιγοστά σύννεφα που εμφανίστηκαν στον ουρανό, ήταν αρκετά ώστε να δείξουν πως κι από την πλευρά της Έφης κάτι είχε αλλάξει. Το μικρό κορίτσι είχε τρομοκρατηθεί. Πλέον, το όνειρο είχε αλλάξει
ριζικά σε εφιάλτη. Ο σκοτεινός ιππότης-άλτης τώρα πια, καβάλα στο άλογό του, ποδοπατούσε τον όμορφο κάμπο και κυνηγούσε τη μικρή Ελένη μέσα σε αυτόν. Κι όπως ήταν φυσικό, το κοριτσάκι ξύπνησε. Κι η Έφη δεν πρόλαβε να το νιώσει πριν συμβεί. Ήταν η πρώτη φορά στα τόσα χρόνια εμπειρίας τους που η Έφη και ο Άλτης ξύπνησαν έναν άνθρωπο. Όχι απλά έναν άνθρωπο, βέβαια, αλλά ένα από τα παιδιά που υπεραγαπούσαν και υπερσυμπαθούσαν. Ο Άλτης από εκείνη την ημέρα εξαφανίστηκε. Το Δικαστήριο των Ονείρων τον κυνήγησε αλλά δεν κατάφερε να τον πιάσει. Μόνο την Έφη συνέλαβε. Όπως έμαθε ο Άλτης λίγες μέρες μετά, ευτυχώς την αθώωσαν. Δε μπορούσαν να βρουν ενοχοποιητικά στοιχεία εναντίον της. Αυτό, βέβαια, δεν αλάφραινε και πολύ τη συνείδησή του.
Κεφάλαιο 3ο Τις επόμενες μέρες γυρόφερνε σε όνειρα παιδιών χωρίς να παρεμβαίνει. Ήταν πλέον πρωτοπόρος. Δυστυχής και καθόλου περήφανος αλλά πρωτοπόρος στο είδος του. Κανείς άλλος δεν είχε τολμήσει να ξυπνήσει έναν άνθρωπο. Πόσο μάλλον ένα παιδί! Ο Άλτης ένιωθε πλέον τον εαυτό του ένα έρμαιο των κυμάτων της τύχης, χωρίς σκοπό, χωρίς επιθυμίες. Ένα όνειρο δίχως όνειρα. Ήταν εφιαλτική αυτή η συνειδητοποίηση και μόνο στη σκέψη της. Του έλειπε η Έφη. Του έλειπαν οι ανέμελες μέρες. Του έλειπαν οι μέρες, ή μάλλον οι νύχτες, που έκανε τον πρίγκηπα ή τον φωτεινό ήλιο. Του έλειπαν τα παιδικά όνειρα. Του έλειπε η συμμετοχή του σε αυτά. Του έλειπε η συνεργασία του με την Έφη. Σίγουρα θα τον είχε ξεχάσει μέχρι τώρα. Κάποια μέρα επισκέφθηκε πάλι τον μικρό Σπυρίδωνα Καλίδη. Δεν τον επισκέφθηκε για τ0υς συνήθεις σκοπούς. Απλώς του άρεσαν τα όνειρα αυτού του παιδιού. Είχαν κάτι το διαφορετικό. Υπήρχε μια ιδιαίτερη και ανώτερη αγάπη μέσα σε αυτά. Ένιωθε μια βαθύτερη κατανόηση. Ένιωθε σαν η καρδιά του, το μυαλό του και η ψυχή του να μπορούν να ενώνονται και να στέλνουν ένα κοινό μήνυμα. Δεν ήταν κάτι που μπορούσε εύκολα να περιγράψει. Αυτή τη φορά ο μικρός Σπυρίδωνας ονειρευόταν ότι κολυμπούσε μέσα στη θάλασσα μαζί με τα ψάρια. Ο Άλτης πήρε μια βάρκα και ξανοίχτηκε στο πέλαγος. Το μικρό παιδί είδε τη σκιά της βάρκας από το βυθό της θάλασσας και κολύμπησε προς την επιφάνεια γεμάτος απορία. Εκεί είδε για πρώτη φορά τον Άλτη ως αυτό που ήταν πραγματικά, ένα όνειρο. Ήταν ένα πλάσμα με μορφή ανθρώπου, με σώμα τόσο
συμπαγές όσο και διάφανο, φωτεινό αλλά και σκοτεινό. Αντί για αίμα, το σώμα του διέρρεαν όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου. Το κίτρινο του ήλιου, το γαλάζιο του ουρανού, το πράσινο του κάμπου, το λευκό των άστρων και του φεγγαριού, το πορτοκαλί της δύσης. Όλα τα χρώματα ήταν συγκεντρωμένα στο σώμα του και εξέπεμπαν από αυτό. Ο Άλτης ένιωσε την παρουσία του παιδιού αλλά δεν κούνησε ούτε μια πιθαμή το κεφάλι του. - Ποιος είσαι; ακούστηκε η φωνή του αγοριού. - Το όνομά μου είναι Άλτης, έλαβε την απάντηση. - Και τι είσαι; - Ένα όνειρο. Ένα ξεχασμένο όνειρο. - Ένα όνειρο ε; Μα πώς είναι δυνατόν να ξεχάσει κάποιος ένα όνειρο; - Μη νομίζεις, δεν είναι όλα τα όνειρα καλά. - Κι εσύ δηλαδή δεν είσαι από τα καλά όνειρα; - Υποθέτω πως κάποτε ήμουν. - Και τι έγινε; - Άλλαξα. - Γιατί; - Και να σου πω δεν πρόκειται να καταλάβεις. - Δοκίμασέ με. Ο Άλτης σήκωσε το κεφάλι του και αντίκρισε τα μάτια του παιδιού. Ήταν τόσο σίγουρο για τον εαυτό του. Ήταν τόσο σίγουρο πως μπορούσε να καταφέρει τα πάντα ανά πάσα στιγμή. Έπιασε, το χέρι του μικρού Σπυρίδωνα και τον ανέβασε στη βάρκα.
Κάθισαν ο ένας στη μία άκρη και ο άλλος στην άλλη. Ο Άλτης, έπειτα από πάρα πολύ καιρό, άνοιξε και πάλι την καρδιά του και αφηγήθηκε την ιστορία του. Ο μικρός Σπυρίδωνας τον άκουγε προσεκτικά. Έμοιαζε να ρουφάει κάθε λέξη που άκουγε. Ο Άλτης, μάλιστα, μπερδευόταν καμιά φορά και δε μπορούσε να καταλάβει αν το παιδί μπροστά του κοιμόταν με τα μάτια ανοιχτά ή αν πράγματι τον παρακολουθούσε. Όπως και να έχει, όμως, συνέχιζε. Όταν ο Άλτης τελείωσε τη διήγησή του, η τελευταία λέξη είχε βγει γεμάτη ανακούφιση. Σα να βγήκε απευθείας από την ψυχή του. Ο μικρός Σπυρίδωνας έκανε απλώς μία και μόνη παρατήρηση λέγοντάς του «Θεώρησες τον εαυτό σου κατώτερο. Και τιμωρήθηκες για αυτό».
Κεφάλαιο 4ο Ο Άλτης αναθάρρεψε. Κανείς δεν του είχε μιλήσει έτσι ξανά. Ποτέ. - Τι εννοείς; του απάντησε. - Αντί να αλλάξεις αυτούς που πλήγωσαν την τελειότητά σου, τους άφησες να σε αλλάξουν αυτοί. - Μα σου εξήγησα πως δε μας επιτρέπεται να ξυπνάμε τους ανθρώπους. Σκοπός μας είναι ο άνθρωπος που επισκεπτόμαστε να ξυπνάει ήρεμος και έτοιμος για όλα. Έστω κι αν αυτός δεν έχει καλές διαθέσεις. - Και ποιος ορίζεις τί επιτρέπεται και τί όχι; - Μα οι νόμοι που έχουν θεσπιστεί από το Δικαστήριο των Ονείρων φυσικά! - Και είσαι υποχρεωμένος να τους ακολουθήσεις; - Φυσικά! Αλλιώς θα ήμουν παράνομος. Το μικρό αγόρι σιώπησε. Τα μάτια του παρέμεναν κολλημένα στα μάτια του συνομιλητή του καθ' όλη τη διάρκεια της ακρόασης. Κι όταν πια ο Άλτης δεν περίμενε κάποια απάντηση, το μικρό αγόρι ψέλλισε αργά και καθαρά «Μα είσαι παράνομος». Στο άκουσμα των λέξεων αυτών, σαν κάτι να σκίρτησε στην καρδιά του Άλτη. Όχι από δυσαρέσκεια, όχι. Από χαρά! - Μα φυσικά! αναφώνησε. Όλα τα όνειρα χρησιμοποιούσαμε σαν εξιλαστήρια θύματα τα παιδιά, προκειμένου να μπορέσουμε να ανεχθούμε τους ενήλικες. Κανένας, όμως, δε σκέφτηκε πως μπορούμε και οφείλουμε να κάνουμε το αντίθετο. - Δηλαδή; ρώτησε ο Σπυρίδωνας.
- Θα δεις! Θέλω τη βοήθειά σου! Δείξε μου τα δικά σου όνειρα! Τις δικές σου επιθυμίες! Τα δικά σου χρώματα! - Εντάξει! Ακολούθησέ με! Αυτή τη φορά το παιδί έπιασε από το χέρι το όνειρο και το ταξίδεψε στα βάθη του μυαλού του. Είδαν μαζί ολόκληρες φάλαινες και ολόκληρες αποικίες από σφουγγάρια. Ταξίδεψαν μέχρι την έρημο και είδαν τις καμήλες και τους ελέφαντες. Ταξίδεψαν σε μέρη όπου κανείς τους δεν είχε πάει αλλά γνώριζαν μέσω άλλων πηγών. Είδαν ναούς και μνημεία άλλων πολιτισμών. Είδαν τα πάντα. Από τα διάφανα ψάρια στα μεγαλύτερα βάθη της θάλασσας, μέχρι το τελευταίο συννεφάκι της ατμόσφαιρας. Κι όταν πια το ταξίδι ολοκληρώθηκε, το όνειρο που ξύπνησε, επιτέλους, με τη βοήθεια του παιδιού, πήρε το λόγο. - Σε ευχαριστώ για το ταξίδι! Τώρα νομίζω πως είμαι έτοιμος να φύγω. Έμαθα αρκετά. Έχω αντικαταστήσει όλες μου τις μνήμες με αυτά που μου έδειξες σήμερα. - Θα ξαναέρθεις όμως; - Αυτό είναι το μόνο σίγουρο! Μόνο πρόσεχε, όταν θα μεγαλώσεις, να μη βρεθείς αντιμέτωπος μαζί μου, γιατί θα σου θυμίσω όλα αυτά που μου έδειξες τώρα. Εντάξει φίλε μου; Το παιδί χαμογέλασε. «Εντάξει», είπε. Έδωσε το χέρι του στον ξαναγεννημένο Άλτη. Κι όταν ο Άλτης το άγγιξε, το παιδί βρισκόταν ξύπνιο στο δωμάτιό του. Ήρεμο. Γαλήνιο. Γενναίο.
Κεφάλαιο 5ο Ο κύριος Δολοφονίδης τις επόμενες ημέρες είχε τους πιο φριχτούς εφιάλτες της ζωής του. Για κάθε δέντρο που έκοβε, δύο μεγάλωναν αμέσως. Για κάθε δάσος που έκαιγε, δύο δάση, ακόμη πυκνότερα, αναπτύσσονταν στη θέση του. Ο ήλιος στον ουρανό δεν κρυβόταν, όσος καπνός κι αν υπήρχε από τη φωτιά. Κι όταν πια κι η τελευταία φωτιά είχε σβήσει, ένα μικρό αγοράκι εμφανίστηκε πίσω του και του είπε «Μπαμπά! Σ' αγαπάω!». Αυτό γινόταν κάθε φορά. Μέχρι που στο τέλος, ο κύριος Δολοφονίδης, σταμάτησε να βάζει φωτιές. Σταμάτησε να σκέφτεται το υλικό συμφέρον και άρχισε να αναζητά μία σύντροφο που θα τον κάλυπτε στην πραγματική ζωή του. Δεν ήταν εύκολο φυσικά. Τα κατάφερε, όμως. Κι ύστερα από ένα χρόνο απέκτησε ένα υγιέστατο αγοράκι. Όσο για τον Άλτη, τον υπαίτιο της αλλαγής του κύριου Δολοφονίδη, που πλέον το επίθετό του δεν του ταίριαζε καθόλου, χρειάστηκε πολύ καιρό και έκανε μεγάλες προσπάθειες για να πείσει το Δικαστήριο των Ονείρων να αλλάξει τους νόμους του για όσα όνειρα προσέφεραν αγάπη στους ανθρώπους. Τελικά τα κατάφερε. Κι όχι απλά τα κατάφερε αλλά ξαναβρέθηκε με την Έφη και συνέχισαν την κοινή τους πορεία. Για όλους εσάς τους υπόλοιπους, για εσάς που δεν προλάβατε να τους δείτε στα όνειρά σας, όσο ήσαστε ακόμη παιδιά, δε χρειάζεται να απελπίζεστε, καθώς ακόμη ταξιδεύουν. Ακόμη μαγεύουν. Ακόμη παρέχουν ελπίδες. Ακόμη μοιράζονται την πνοή τους με τους ανθρώπους. Και το κυριότερο! Ακόμη αγαπούν.
Κι όταν ο Σπυρίδωνας μεγάλωσε και ξέχασε τον Άλτη και την Έφη, εκείνοι ήταν εκεί, δίπλα του και του θύμισαν ποιοι ήταν αυτοί, ποιος ήταν αυτός και ποια η σημασία του για αυτούς και για όλα τα όνειρα.