ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πρόλογος.4 Εισαγωγή.5 ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ο ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΙ ΝΕΡΟ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ...8 1.1 ΑΡΔΕΥΤΙΚΑ ΕΡΓΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ... 9 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 ο ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΜΕΘΟΔΩΝ ΑΡΔΕΥΣΗΣ...12 2.1.1 Οι επιφανειακές μέθοδοι άρδευσης...12 2.1.1.1 Άρδευση σε λεκάνες με κατάκλιση...13 2.1.1.2 Άρδευση με περιορισμένη διάχυση ή των λωρίδων..15 2.1.1.3 Άρδευση με αυλάκια.17 2.1.2 Άρδευση με τεχνητή βροχή 19 2.1.3 Άρδευση με σταγόνες.22 2.1.4 Κριτήρια επιλογής μεθόδου άρδευσης... 24 2.1.4.1 Κριτήριο επιλογής το ελάχιστο κόστος άρδευσης 24 2.1.4.2 Κριτήριο επιλογής οι ανάγκες σε εργατικά χέρια.24 2.1.4.3 Κριτήριο επιλογής η κατανάλωση ενέργειας...25 2.1.4.4 Κριτήριο επιλογής η κατανάλωση νερού..25 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 ο ΓΕΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΛΑΡΙΣΑΣ........26 3.1.1 Μορφολογική κατανομή της έκτασης 26 3.1.2 Κατανομή της έκτασης με βάση τη χρήση της.26 3.1.3 Το κλίμα.27 3.1.4 Πληθυσμός.27 3.2 Οικονομική Φυσιογνωμία...28 3.2.1 Πρωτογενής τομέας....29 3.2.1.1 Φυτική παραγωγή.29 3.2.1.2 Κτηνοτροφία.33 3.2.1.3 Αλιεία 33 3.2.2 Δευτερογενής τομέας.34 3.2.3 Τριτογενής τομέας..35 0
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 ο ΤΟ ΝΕΡΟ ΚΑΙ ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΤΙΚΟΥ ΤΟΜΕΑ.37 4.1 Διαφοροποίηση ως προς τους τρόπους άρδευσης...37 4.2 Διαφοροποίησης ως προς τη διαθεσιμότητα νερού/υδατικό ισοζύγιο 38 4.2.1 Οι επιπτώσεις των αρδεύσεων σε επιφανειακά νερά πηγές 39 4.2.2 Οι επιπτώσεις των αρδεύσεων στα υπόγεια νερά..40 4.3 Διαφοροποίηση ως προς τις βροχοπτώσεις.41 4.4 Διαφοροποίηση ως προς τις αρδευόμενες εκτάσεις 43 4.4.1 Έργα ταμίευσης επιφανειακού νερού.45 4.4.2 Αρδευόμενες εκτάσεις από υπόγεια νερά..46 4.4.3 Αρδευόμενες εκτάσεις από επιφανειακά νερά πηγών 50 4.4.4 Αρδευόμενες εκτάσεις από επιφανειακά νερά ποταμών 50 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 ο ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΤΩΝ ΑΡΔΕΥΣΕΩΝ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΙΑ...52 5.1 Εξασφάλιση αποδοτικότερης άρδευσης..52 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 ο ΡΥΠΑΝΣΗ ΥΔΑΤΟΣ ΝΟΜΟΥ ΛΑΡΙΣΑΣ 58 6.1 Παράμετροι ρύπανσης.59 6.1.1 Υγρά απόβλητα.59 6.1.2 Αγροτική δραστηριότητα- νιτρικά.62 6.2 Χαρακτηριστικά ρύπανσης των επιφανειακών νερών...64 6.2.1 Πηνειός ποταμός....64 6.2.2 Σημεία δειγματοληψίας..64 6.2.3 Αποτελέσματα μετρήσεων.66 6.2.4 Αναμόρφωση παλαιάς κοίτης του Πηνειού..68 6.2.5 Ασμάκι-ταμιευτήρας Κάρλας...68 6.3 Ρύπανση των υπόγειων νερών.70 6.3.1 Ποιότητα του πόσιμου νερού, όσον αφορά τα νιτρικά..71 6.3.2 Ο άξονας Λάρισας- Φαρσάλων..71 6.3.3 Δίκτυα παρακολούθησης και καταγραφής ποσοτικών και ποιοτικών παραμέτρων 73 1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7 ο Η ΠΟΡΕΙΑ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ ΕΡΓΩΝ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΩΝ ΥΔΑΤΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΙΑ.....75 7.1 Εκτροπή του άνω ρου του Αχελώου... 75 7.2 Ταμιευτήρας Κάρλας...77 7.3 Φράγμα Αγιονερίου...78 7.4 Φράγμα Γυρτώνης...80 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8 ο Β, Γ, Δ Κ.Π.Σ ΚΑΙ ΟΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΤΟ ΥΔΑΤΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ...81 8.1 Η οδηγία 2000/60/ΕΚ και το νέο κοινοτικό πλαίσιο στήριξης (Δ Κ.Π.Σ)...82 8.1.1 Η ευρωπαϊκή οδηγία 2000/60/ΕΚ και το ολοκληρωμένο σχέδιο διαχείρισης υδατικών πόρων..83 8.1.2 Οι γενικές αρχές του σχεδιασμού για το νέο Κ.Π.Σ και τη διαχείριση των υδατικών πόρων στη Θεσσαλία..84 8.2 Δ Κ.Π.Σ Προτάσεις, Δράσεις, Άξονες...86 8.2.1 Ειδική αναφορά στα έργα ταμίευσης νερού (φράγματα-ταμιευτήρες) στο νομό.89 8.3 Κατευθύνσεις και στόχοι Δ Κ.Π.Σ.....91 8.3.1. Έργα....92 8.3.2 Γενικές επιμέρους δράσεις υποστήριξης....92 8.4 Άξονες δράσης...93 8.4.1 Σχεδιασμός δράσεων του Δ Κ.Π.Σ...93 ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9 ο ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ...97 9.1 Σκοπός της έρευνας 97 9.2 Κατάρτιση ερωτηματολογίων.97 9.3 Αποτελέσματα ελέγχου χ² - Τρόπος επεξεργασίας των στοιχείων 99 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10 ο ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΠΕΡΙΓΡΑΦΙΚΗΣ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΉΣ...100 2
10.1 Δημογραφικά στοιχεία των καλλιεργητών.100 10.2 Στρέμματα, προϊόντα και μέθοδοι καλλιέργειας.108 10.3 Έργα και ανάπτυξη..126 10.4 Παρουσίαση και σχολιασμός αποτελεσμάτων από τον έλεγχο χ²..134 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11 ο ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ 144 11.1 Συμπεράσματα από το θεωρητικό μέρος 144 11.2 Συμπεράσματα από την περιγραφική στατιστική...148 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ.152 ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ Παράρτημα Ι....157 Παράρτημα ΙΙ..162 3
ΠΡΟΛΟΓΟΣ Το θέμα της παρούσας πτυχιακής μελέτης έχει τίτλο «Η διαφοροποίηση του αγροτικού τομέα στον νομό Λάρισας κατά την τελευταία 30ετία: η περίπτωση του αρδευτικού ύδατος στην πεδινή ζώνη του νομού». Η επιλογή του θέματος οφείλεται στην μεγάλη σημασία που έχει ο αγροτικός τομέας για τον νομό της Λάρισας και τη ζωή των κατοίκων της. Η αγροτική δραστηριότητα στο παρελθόν ήταν ήπιας μορφής και αποτελούσε βιοποριστική εργασία για τους γεωργούς. Σε αυτήν συμμετείχε συνήθως όλη η οικογένεια και ήταν τρόπος ζωής για αυτούς. Στις μέρες μας, όμως, η κατάσταση έχει διαφοροποιηθεί καθώς πλέον οι καλλιέργειές έχουν εντατικοποιηθεί λόγω του μεγάλου ανταγωνισμού ή συναγωνισμού μέσα στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επίσης, στην επιλογή του θέματος αυτού συνέβαλε το ότι οι Λαρισαίοι παραγωγοί και γενικότερα όλοι οι Θεσσαλοί παραγωγοί συνεχίζουν να πιστεύουν στις δυνατότητες και στην δυναμική του αγροτικού τομέα και στο γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος της οικονομικής ανάπτυξης της περιοχής βασίζεται σε αυτόν τον τομέα. Για την συλλογή πληροφοριών και τη διεξαγωγή συμπερασμάτων πραγματοποιήθηκε επιτόπια έρευνα μέσω της συμπλήρωσης ερωτηματολογίων από τους αγρότες των τεσσάρων πεδινών επαρχιών του νομού. Επίσης στοιχεία συλλέχθηκαν και μέσω της προσωπικής επικοινωνίας με το δείγμα των αγροτών. Οφείλω να ευχαριστήσω τον καθηγητή και επιβλέπων κ. Κ. Αποστολόπουλο, την κ. Δ. Σδράλη και την κ. Μ. Βαμβακάρη για την πολύτιμη συνεργασία που είχαμε κατά τη διάρκεια της ενασχόλησης μου με την παρούσα μελέτη, καθώς και για τις αξιόλογες συμβουλές και παρατηρήσεις τους. Τέλος, κατά τη διεξαγωγή της μελέτης πολύτιμη ήταν η βοήθεια των συγγενών και φίλων. Ειδικότερα θα αναφερθώ στον πατέρα μου για το χρόνο που μου αφιέρωσε και τη συμβολή του στην συλλογή πληροφοριών αλλά και των ερωτηματολογίων, μια διαδικασία αρκετά δύσκολη και χρονοβόρα. Εξίσου σημαντική για την ολοκλήρωση της εργασίας ήταν η βοήθεια και η συμπαράσταση της μητέρας μου αλλά και ενός πολύ καλού μου φίλου. 4
ΕΙΣΑΓΩΓΗ Σκοπός της παρούσας πτυχιακής μελέτης είναι η παρουσίαση της υπάρχουσας κατάστασης στον αγροτικό τομέα του νομού της Λάρισας και οι διαφοροποιήσεις που έγιναν κατά τη διάρκεια των τελευταίων τριάντα χρόνων. Επίσης, επιδιώκεται να μελετηθούν οι προοπτικές ανάπτυξης τόσο της παραγωγής των καλλιεργειών, όσο και του ίδιου του τόπου από πλευράς έργων που θα βοηθήσουν στην ενδυνάμωση αυτού του τομέα παραγωγής. Η παρούσα εργασία αποτελείται από τρία μέρη. Το πρώτο μέρος περιλαμβάνει το θεωρητικό τμήμα το οποίο αναπτύσσεται σε οχτώ κεφάλαια. Το δεύτερο μέρος, ο οποίο περιέχει τα αποτελέσματα της έρευνας, αναπτύσσεται σε τρία κεφάλαια και τέλος το τρίτο μέρος που παρουσιάζονται τα παραρτήματα. Πιο αναλυτικά, στο πρώτο κεφάλαιο γίνεται αναφορά στον τομέα της γεωργίας και του νερού γενικότερα, και στην κατάσταση που επικρατεί στην Ελλάδα. Αναφέρονται χαρακτηριστικά κάποια έργα της χώρας και οι αρμόδιοι φορείς αυτών των έργων. Στο δεύτερο κεφάλαιο αναλύονται οι υπάρχουσες μέθοδοι άρδευσης και τα χαρακτηριστικά τους. Αναφέρονται τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της κάθε μεθόδου και γίνεται σύγκρισης μεταξύ τους με βάση διάφορα κριτήρια. Στο τρίτο κεφάλαιο αναφέρονται στοιχεία που αφορούν τον νομό, όπως το κλίμα, η μορφολογική κατανομή και ο πληθυσμός, καθώς και τα οικονομικά χαρακτηριστικά του πληθυσμού του, όπως οι τομείς παραγωγής και οι κλάδοι τους. Στο τέταρτο κεφάλαιο, αναλύονται οι ιδιαιτερότητες του αγροτικού τομέα και του νερού με το οποίο είναι απόλυτα συνδεδεμένος και εξαρτημένος. Εξετάζονται οι διαφοροποιήσεις που έγιναν με το πέρασμα των χρόνων ως προς την διαθεσιμότητα νερού και το υδατικό ισοζύγιο, ως προς τις βροχοπτώσεις καθώς και οι διαφοροποιήσεις που έγιναν ως προς τις αρδευόμενες εκτάσεις. Σε κάθε μια από αυτές τις διαφοροποιήσεις αναλύονται η υπάρχουσα κατάσταση στο θέμα του υδατικού ισοζυγίου και αναφέρονται τα έργα που πρόκειται να ολοκληρωθούν στο μέλλον. Στο πέμπτο κεφάλαιο τονίζονται τα προβλήματα και η προοπτική των αρδεύσεων στη Θεσσαλία και οι τρόποι με τους οποίους θα μπορέσει ο νομός και η ευρύτερη περιοχή να εξασφαλίσουν αποδοτικότερη άρδευση. Στο έκτο κεφάλαιο αναλύεται η έννοια της ρύπανσης του νερού και κατάσταση που επικρατεί στον νομό. Αναφέρονται οι παράμετροι της ρύπανσης, τα χαρακτηριστικά ρύπανσης των επιφανειακών νερών καθώς και του υπόγειου υδροφόρου ορίζοντα. 5
Στο έβδομο κεφάλαιο παρουσιάζεται η πορεία των μεγάλων έργων που γίνονται στη Θεσσαλία με στόχο της αξιοποίηση των υδατικών πόρων της περιοχής όπως είναι ο ταμιευτήρας της Κάρλας, η εκτροπή του άνω ρου του Αχελώου, το φράγμα του Αγιονερίου και το φράγμα της Γυρτώνης. Το όγδοο κεφάλαιο αφορά τα Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης. Παρουσιάζονται κάποια στοιχεία για το Β και το Γ Κ.Π.Σ και στην συνέχεια αναλύεται το Δ Κ.Π.Σ. Αναφέρονται οι άξονες και οι δράσεις του καθώς και οι κατευθύνσεις και οι στόχοι του. Ακολουθεί το ένατο κεφάλαιο, στο οποίο παρουσιάζεται η μεθοδολογική προσέγγιση. Ειδικότερα παρουσιάζεται ο τρόπος επιλογής του δείγματος και συλλογής στοιχείων, η κατάρτιση του ερωτηματολογίου και παρουσιάζεται η τρόπος επεξεργασίας των στοιχείων για τον έλεγχο υποθέσεων x². Στο δέκατο κεφάλαιο παρουσιάζονται τα αποτελέσματα της περιγραφικής στατιστικής καθώς και όλα τα αποτελέσματα που προέκυψαν από τον έλεγχο χ². Τέλος στο ενδέκατο κεφάλαιο, παρουσιάζονται τα συμπεράσματα που διεξήχθησαν από το θεωρητικό μέρος της μελέτης και από την ανάλυση των αποτελεσμάτων της επιτόπιας έρευνας. Στην συνέχεια, στο τρίτο μέρος, παρατίθενται οι βιβλιογραφικές αναφορές που χρησιμοποιήθηκαν για τη συλλογή πληροφοριών. Τέλος, στα παραρτήματα που ακολουθούν, παρουσιάζονται το ερωτηματολόγιο που χρησιμοποιήθηκε για την επιτόπια έρευνα καθώς και οι πίνακες των αποτελεσμάτων από τη συλλογή των στοιχείων της επιτόπιας έρευνας. 6
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ 7
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ο ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΙ ΝΕΡΟ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Οι αγροτικές καλλιέργειες αποτελούν τον κυριότερο καταναλωτή νερού στη χώρα (ποσοστό 84% στις καταναλωτικές χρήσεις). Στο σημείο αυτό, όπως και σε πολλά άλλα, η χώρα μας διαφέρει σημαντικά από άλλες χώρες της ΕΕ. Η διαφορά αυτή δεν υποδηλώνει, όπως πολλοί ισχυρίζονται, χαμηλό επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης σε σχέση π.χ. με χώρες του Ευρωπαϊκού Βορρά. Είναι αποτέλεσμα κλιματολογικών συνθηκών και αποτελεί μόνιμη και αναπόφευκτη χαρακτηριστική διάσταση της διαχείρισης των υδατικών πόρων της Ελλάδας, στο βαθμό που η γεωργία παραμένει ως μια από τις σημαντικές παραγωγικές δραστηριότητες της χώρας. Στις χώρες του Βορρά, λόγω χαμηλότερων θερμοκρασιών και υψηλότερου ύψους βροχής το καλοκαίρι οι αρδευτικές ανάγκες είναι πολύ περιορισμένες ή και μηδενικές. Μόνο στις χώρες του Νότου οι αρδευτικές ανάγκες είναι σημαντικές. Όπως χαρακτηριστικά φαίνεται στο Σχ. 1, στη χώρα μας το ποσοστό της αρδευόμενης έκτασης επί της συνολικής ξεπερνά κατά πολύ τον ευρωπαϊκό μέσο όρο αλλά και εκείνο των άλλων μεσογειακών χωρών της Ευρώπης. Σχ. 1 Αρδευόμενη επιφάνεια ως ποσοστό της συνολικής για διάφορες χώρες της Ευρώπης (Πηγή: FAO, Eurostat/NewCronos) Συγκεκριμένα, το ποσοστό των αρδευόμενων γεωργικών γαιών στην Ελλάδα ανέρχεται στο 32% του συνόλου, ενώ περίπου το 60% των πεδινών εδαφών αρδεύεται 8
Ειδικότερα, από τα συλλογικά εγγειοβελτιωτικά έργα αρμοδιότητας του Υπουργείου Γεωργίας αρδεύεται ποσοστό 40% της συνολικά αρδευόμενης έκτασης, δηλαδή 5 200 000 στρέμματα επί συνόλου 13 200 000. Από αυτά το 35 40% με επιφανειακές μεθόδους, το 50 55% με συστήματα καταιονισμού, και το 10% με στάγδην άρδευση και λοιπά συστήματα μικροαρδεύσεων.(υπουργείο Γεωργίας, 2002) Το υπόλοιπο 60% των αρδευόμενων εκτάσεων της χώρας αρδεύεται από ιδιωτικά αρδευτικά έργα. (Υπουργείο Γεωργίας, 2002) Αν και τα τελευταία χρόνια παρατηρείται αύξηση στα ποσοστά και του καταιονισμού και της στάγδην άρδευσης η αποτελεσματικότητα των αρδεύσεων έχει ακόμα σημαντικά περιθώρια βελτίωσης 1.1 ΑΡΔΕΥΤΙΚΑ ΕΡΓΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Από τα τέλη του 19 ου αιώνα, η Ελλάδα ξεκίνησε σημαντικά προγράμματα για την αγροτική ανάπτυξη και την κατασκευή εγγειοβελτιωτικών έργων. Τα πρώτα μεγάλα προγράμματα αφορούσαν την αποξήρανση της Κωπαΐδας (Ν. 971/1882) και την κατασκευή υδραυλικών έργων στην κοιλάδα του Παμίσου Μεσσηνίας (Ν. 1647/1888). Ακολούθησαν, στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα, έργα στις πεδιάδες Θεσσαλίας, Βοιωτικού Κηφισού, Λούρου, Αχέροντα, Λίμνης Λαψίστας και έλους Μαργαρίτη στην Ήπειρο, Πλατανιά και Κουνά στην Κρήτη, και Αξιού, Αρτζάν-Αματόβου, Στρυμόνα και Δράμας στη Μακεδονία (Κωνσταντινίδης, 1993). Μεταπολεμικά, την πρώτη φάση της επανόρθωσης των ζημιών από τον πόλεμο, ακολούθησαν εκτεταμένα προγράμματα νέων έργων σε όλη την Ελλάδα, με τυπικό παράδειγμα τα εγγειοβελτιωτικά έργα του Αχελώου. Τα έργα αποτελούνται από διώρυγες επενδεδυμένες με σκυρόδεμα ή προκατασκευασμένες (καναλέττα), οι οποίες γενικά χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες: πρωτεύουσες, δευτερεύουσες και τριτεύουσες. Μετά το 1970 αρχίζει η κατασκευή, σε μεγάλη κλίμακα, συλλογικών αρδευτικών δικτύων καταιονισμού στις περιοχές Αχελώου, Ιωαννίνων, Αλφειού, Καβασίλων Θεσσαλονίκης και Μεσσαράς Κρήτης. (Περγαλιώτης, 2001) Σήμερα η Ελλάδα διαθέτει εκτεταμένα αρδευτικά και δίκτυα σε μεγάλες και μικρές πεδιάδες σε συνολική έκταση αναλογικά μεγαλύτερη από κάθε άλλη ευρωπαϊκή χώρα (Σχ. 1). Ωστόσο, παραμένουν ακόμη πολλές εκτάσεις χωρίς αρδευτική υποδομή, για τις οποίες έχουν γίνει μελέτες ή προχωρεί η κατασκευή έργων, αλλά με σχετικά αργούς ρυθμούς. Η αρχική ένταση κατασκευής νέων εγγειοβελτιωτικών έργων υποχώρησε από τη δεκαετία του 1980 και μετά, ενώ τη δεκαετία του 1990 δόθηκε έμφαση σε μικρής κλίμακας έργα συλλογής νερού (λιμνοδεξαμενές). 9
Ο μεγαλύτερος αριθμός έργων αφορά σε έργα που αξιοποιούν μικρές γεωργικές εκτάσεις. Συγκεκριμένα, και σε σύνολο 353 καταγεγραμμένων έργων, τα υφιστάμενα έργα με έκταση κάτω από 10 000 στρέμματα είναι 70% του συνόλου, τα έργα έκτασης από 10 000 μέχρι 50 000 στρέμματα 18%, ενώ τα πάνω από 50 000 στρέμματα μόνο 12%. Αντίθετα, οι αρδευόμενες εκτάσεις κατά έργο αυξάνουν στους πίνακες των κατασκευαζόμενων ή προγραμματισμένων και μελλοντικών έργων. Αυτό συναρτάται με τον κατακερματισμό της γεωργικής γης, το μικρό μέγεθος του γεωργικού κλήρου, τον τρόπο ανάπτυξης των αρδεύσεων στη χώρα, ακόμα και τις χαμηλές πιστώσεις που διατέθηκαν κατά περιόδους για τους σκοπούς αυτούς. Πηγές υδροδότησης των συλλογικών έργων είναι τα επιφανειακά νερά, σχεδόν αποκλειστικά, ενώ για τα ιδιωτικά αρδευτικά έργα είναι κυρίως τα υπόγεια. Τα έργα αυτά χαρακτηρίζονται συνήθως ως υψηλού κόστους και λειτουργίας επενδυτικές δραστηριότητες απόληψης-μεταφοράς και κατανομής των υδατικών πόρων με την υπάρχουσα νομοθεσία αδειών και επιδότησής τους. Παράλληλα όμως λειτουργεί σημαντικός αριθμός παράνομων αντλήσεων-γεωτρήσεων στα όρια δικαιοδοσίας των συλλογικών εγγειοβελτιωτικών έργων, αλλά και των ιδιωτικών έργων, με αποτέλεσμα την ποσοτική και ποιοτική υποβάθμιση των νερών, ιδιαίτερα σε μακρές περιόδους υψηλών αναγκών (ξηρασίας) και σε περιοχές εδαφών μη αναστρέψιμων συνθηκών (αλατούχων, αλατούχων- αλκαλιωμένων, αλκαλιωμένων με νάτριο). (Περγαλιώτης, 2001) Την ευθύνη και την αρμοδιότητα για τη διοίκηση, λειτουργία και συντήρηση των συλλογικών εγγειοβελτιωτικών έργων έχουν 419 φορείς: 11 Γενικοί Οργανισμοί Εγγείων Βελτιώσεων (ΓΟΕΒ), 384 Τοπικοί Οργανισμοί Εγγείων Βελτιώσεων (ΤΟΕΒ), 2 Ειδικοί Οργανισμοί (Αυτόνομος Οργανισμός Στυμφαλίας Ασωπού Κορινθίας και Οργανισμός Κωπαΐδας), 22 Προσωρινές Διοικούσες Επιτροπές και 6 Τοπικές Επιτροπές Άρδευσης (Υπουργείο Γεωργίας, 2002). Μέλη των ΤΟΕΒ γίνονται υποχρεωτικά τα φυσικά και νομικά πρόσωπα τα οποία έχουν εμπράγματα δικαιώματα ή είναι ιδιοκτήτες των ακινήτων τα οποία ωφελούνται από τη λειτουργία του συλλογικού έργου που λειτουργεί με ευθύνη του ΤΟΕΒ. Διοικούνται από τριμελές ή επταμελές Διοικητικό Συμβούλιο, που εκλέγεται κάθε 4 χρόνια από τη Γενική Συνέλευση των Αντιπροσώπων. Οι Αντιπρόσωποι εκλέγονται από τις τοπικές συνελεύσεις των παραγωγών-μελών με ψηφοφορία, στην οποία οι παραγωγοί ψηφίζουν με δικαίωμα αριθμού ψήφων ανάλογο με την ιδιόκτητη έκταση που κατέχουν μέσα στην περίμετρο των συλλογικών έργων. Οι ΓΟΕΒ συστήνονται από το κράτος, είναι υπεύθυνοι για τη διαχείριση, λειτουργία και συντήρηση των έργων γενικότερης σημασίας (Α τάξεως) και διοικούνται από επταμελές Διοικητικό Συμβούλιο, που αποτελείται από δύο αιρετά μέλη (αντιπροσώπους των παραγωγών) και πέντε υπαλλήλους δημόσιου και ιδιωτικού δικαίου. Ως δευτεροβάθμιοι 10
οργανισμοί παρακολουθούν, συντονίζουν και καθοδηγούν τους ΤΟΕΒ που βρίσκονται στην περιοχή δικαιοδοσίας τους, εξασφαλίζοντας την κανονική υδροδότηση και λειτουργία των τοπικών έργων Β τάξεως, τα οποία διοικούνται από τους ΤΟΕΒ. Πόροι των ΓΟΕΒ είναι οι εισφορές των ΤΟΕΒ, που είναι μέλη τους, καθώς και άλλα έσοδα προβλεπόμενα από το νόμο (αξιοποίηση και εκμετάλλευση ζωνών έργων, εισφορές από παραγωγούς εκτός περιοχής ΤΟΕΒ, παροχή υπηρεσιών σε τρίτους κλπ.). Οι ΟΕΒ ελέγχονται και εποπτεύονται από το κράτος. (Υπουργείο Γεωργίας, 2002) Οι Ειδικοί Οργανισμοί είναι ΝΠΔΔ και διοικούνται από επταμελές διοικητικό συμβούλιο με τρία μέλη αιρετά από τους παραγωγούς στην περιοχή δικαιοδοσίας των έργων. Οι Προσωρινές Διοικούσες Επιτροπές συστήνονται από παραγωγούς-μέλη των ΤΟΕΒ στην περίπτωση απροθυμίας εκλογής διοικητικού συμβουλίου και ασκούν τις αρμοδιότητες του διοικητικού συμβουλίου των ΤΟΕΒ. Οι Τοπικές Επιτροπές Άρδευσης (ΤΕΑ) είναι ΝΠΔΔ και συγκροτούνται από δημοσίους υπαλλήλους και παραγωγούς για τη διοίκηση έργων με βάση τις διατάξεις του Ν.Δ. 608/48. Οι ΟΕΒ κάθε χρόνο, με βάση τις υφιστάμενες πηγές υδροδότησης, συντάσσουν πρόγραμμα καλλιέργειας και ανάλογα με τις προβλεπόμενες δαπάνες διοίκησης, λειτουργίας και συντήρησης των έργων καταρτίζουν ισοσκελισμένο ετήσιο προϋπολογισμό, συμπεριλαμβάνοντας και τυχόν άλλες δαπάνες (δάνεια, αποζημιώσεις κλπ.). Τις δαπάνες αυτές τις κατανέμουν αναλογικά στους ωφελούμενους από τα έργα και τις εισπράττουν σαν στρεμματικές εισφορές ή αρδευτικά τέλη ή αντίτιμο χρήσης νερού, με βάση τις ισχύουσες διατάξεις για την κατανομή. Το 2002 οι ΟΕΒ απασχολούν περίπου 500 άτομα μόνιμο και 5000 άτομα εποχιακό προσωπικό. (Υπουργείο Γεωργίας, 2002) 11
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 ο : ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΜΕΘΟΔΩΝ ΑΡΔΕΥΣΗΣ Άρδευση είναι η παροχή πρόσθετου νερού στις καλλιέργειες, ώστε να καλυφθούν οι ανάγκες τους σε νερό και να πραγματοποιηθεί κανονική ανάπτυξη και απόδοση αυτών. Ο τρόπος με τον οποίο εφαρμόζεται το νερό στο χωράφι ονομάζεται μέθοδος άρδευσης. (Αραβιώτης, 1997) Ορισμός αρδευτικού δικτύου = Σύνολο των έργων μεταφοράς, εφαρμογής και ρυθμίσεως μετρήσεως της ροής που πρέπει να κατασκευαστούν ώστε το νερό ξεκινώντας από την πηγή (ποτάμι, τεχν. Λίμνη, υπόγειος υδροφορέας) να φτάνει σε κάθε χωράφι της υπό άρδευσης περιοχής με την απαιτούμενη παροχή στο χρόνο που χρειάζεται. Υπάρχει πληθώρα μεθόδων άρδευσης που όμως όλες εντάσσονται σε τρεις μεγάλες ομάδες. Υπάρχουν οι μέθοδοι επιφανειακής άρδευσης, η άρδευση με τεχνητή βροχή και η πιο σύγχρονη η άρδευση με σταγόνες. (Παπαζαφειρίου, Ζ.Γ., 1984) Η επιλογή μιας από αυτές τις μεθόδους είναι συνάρτηση πολλών παραγόντων. Αυτοί είναι τι κλίμα, το έδαφος, το είδος του φυτού και ο τρόπος καλλιέργειας, η διαθέσιμη ποσότητα και ποιότητα νερού, το διαθέσιμο εργατικό προσωπικό και τεχνικό δυναμικό, το επίπεδο ανάπτυξης των αγροτών και το κόστος των διάφορων μεθόδων άρδευσης. (Αραβιώτης, 1997) 2.1 Οι επιφανειακές μέθοδοι άρδευσης Οι επιφανειακές μέθοδοι άρδευσης είναι : η μέθοδος ων λεκανών με κατάκλιση, η μέθοδος της περιορισμένης διάχυσης ή των λωρίδων και η μέθοδος των αυλακιών. Και οι τρεις αυτοί μέθοδοι έχουν κοινά σημεία, η γνώση των οποίων βοηθάει στην καλύτερη εφαρμογή της άρδευσης. Το νερό εφαρμόζεται στο ψηλότερο σημείο του χωραφιού. Από κει κι αφού πρώτα μια ποσότητα αυτού διηθηθεί, το υπόλοιπο ρέει προς τα χαμηλότερα σημεία, Με μειωμένη παροχή εξαιτίας της συνεχούς διήθησης. Μ 'αυτόν όμως τον τρόπο δημιουργείται το πρόβλημα της ανομοιόμορφης άρδευσης. Αυτό δε συμβαίνει, γιατί η ποσότητα του νερού που διηθείται στα υψηλότερα τμήματα του εδάφους είναι μεγαλύτερη από αυτήν που διηθείται στα χαμηλότερα αφού περισσότερο χρόνο μένει το νερό στα πρώτα τμήματα. Παρόλο που το πρόβλημα αυτό υπάρχει, υπάρχει και η δυνατότητα να περιορίσουμε την ανομοιομορφία και να εξασφαλίσουμε τις κατάλληλες συνθήκες για πιο ομοιόμορφη άρδευση. 12
Υπάρχουν τρεις βασικοί ρυθμιστικοί παράγοντες, που επηρεάζουν την ομοιομορφία εφαρμογής νερού στις επιφανειακές μεθόδους. Οι παράγοντες αυτοί είναι: Η παροχή αρδεύσεως, αρδευόμενη κάθε φορά έκταση, κα η διηθητικότητα του εδάφους. Στην περίπτωση των λεκανών κατάκλισης οι τρεις αυτοί ρυθμιστικοί παράγοντες παραμένουν μοναδικοί. Στις λωρίδες και στα αυλάκια, εκτός απ' τους παραπάνω παράγοντες, υπάρχουν κι άλλοι. Αυτοί είναι: Η κλίση του εδάφους, η ταχύτητα κα ι η πυκνότητα της καλλιέργειας, που επηρεάζουν την ομοιομορφία της άρδευσης σε μεγάλο βαθμό. Ο καλύτερος συνδυασμός των παραπάνω παραγόντων συνεπάγεται την καλύτερη δυνατή ομοιομορφία. Απόλυτη ομοιομορφία εφαρμογής του νερού στο χωράφι επιτυγχάνεται, όταν το νερό παραμείνει τον ίδιο χρόνο σε όλα τα σημεία του εδάφους. Το νερό το οποίο θα χρησιμοποιηθεί για την άρδευση των φυτών θα το πάρουμε από ένα ποτάμι, μια τεχνητή ή φυσική λίμνη, κ.α. Η μεταφορά του νερού από το σημείο υδροληψίας στο ψηλότερο σημείο του χωραφιού και από κει μέσα στο χωράφι γίνεται με τη βοήθεια αρδευτικού δικτύου. Το αρδευτικό δίκτυο περιλαμβάνει το δίκτυο μεταφοράς και το δίκτυο εφαρμογής. Το δίκτυο μεταφοράς περιλαμβάνει ένα σύστημα ανοικτών αγωγών, διώρυγες, το οποίο μεταφέρει το νερό από το ποτάμι, τη λίμνη ή το κανάλι, στις διώρυγες εφαρμογής από τις οποίες γίνεται απευθείας εφαρμογή του νερού στο χωράφι. 2.1.1 Άρδευση σε λεκάνες με κατάκλιση ; Η άρδευση με κατάκλιση αποτελεί τον πιο απλό τρόπο επιφανειακής άρδευσης. Το χωράφι στη μέθοδο αυτή χωρίζεται σε μικρότερα τμήματα με χωμάτινα αναχώματα. Σχηματίζονται δηλαδή σχεδόν οριζόντιες λεκάνες, στις οποίες αποχετεύεται νερό. Το έδαφος καλύπτεται με ένα στρώμα νερού ποικίλου πάχους, ανάλογα με την περίπτωση. Το νερό αυτό, αφήνετε για ένα χρονικό διάστημα, πάνω στην επιφάνεια του εδάφους τόσο όσο χρειάζεται, για να διηθηθεί και να φτάσει στο επιθυμητό βάθος του εδάφους. (Αραβιώτης, 1997) Η μέθοδος αυτή διαφέρει, από αυτές των λωρίδων και των αυλάκων όπου το νερό ρέει στην επιφάνεια του εδάφους σε όλη τη διάρκεια της αρδεύσεως, με παροχή ανάλογη με τη διηθητικότητα του χωραφιού και την κλίση του εδάφους, και η διήθηση γίνεται κατά την διάρκεια της ροής. Στην άρδευση με λεκάνες η μέγιστη υψομετρική διαφορά μεταξύ ακραίων σημείων των λεκανών δεν πρέπει να έχει μεγάλη διαφορά, αυτό πάντα ανάλογα με την έκταση της 13
λεκάνης, ώστε να έχουμε σχεδόν το ίδιο πάχος νερού σε όλα τα σημεία και επομένως ομοιόμορφη διήθηση. Οι διαστάσεις των λεκανών είναι ανάλογες με την κλίση του εδάφους και τη διηθητικότητα. Στα ελαφρά εδάφη οι λεκάνες έχουν διαστάσεις από λίγα τετραγωνικά μέτρα μέχρι μισό στρέμμα. Στα συνεκτικά εδάφη μπορεί να φτάσουν και τα δύο στρέμματα, όταν φυσικά το επιτρέπει η κλίση. Τα αναχώματα τα οποία δημιουργούν τις λεκάνες μπορεί να είναι μόνιμα ή προσωρινά. Τα προσωρινά είναι αυτά που χρησιμοποιούνται για μια άρδευση ή το πολύ για μια αρδευτική περίοδο. Το πλάτος της βάσεως των αναχωμάτων είναι 0,5-1,0 Μ και το ύφος τους 15 25cm. Μόνιμα αναχώματα έχουμε στις περιπτώσεις των πολυετών καλλιεργειών. Για την κατασκευή τους παίρνουμε χώμα από όλη την επιφάνεια της λεκάνης. Το ύφος τους είναι 15-25 Μ και η βάση τους 2,5-3,0 Μ. Για να είναι οικονομικά τα αναχώματα πρέπει να χρησιμοποιηθούν τουλάχιστον για τρία χρόνια. 0 όγκος του νερού που θα εφαρμοστεί στη λεκάνη είναι ανάλογος με το είδος του φυτού και τις ανάγκες του σε νερό. Πρέπει επίσης σ αυτόν τον όγκο να προστεθούν οι απώλειες που οφείλονται στη βαθειά διήθηση και την εξάτμιση. Το νερό παρέχεται με τη βοήθεια αυλακών και πλαστικών σωλήνων οι οποίες μεταφέρουν διαδοχικά το νερό σε κάθε λεκάνη. Οι λεκάνες ανάλογα με το μέγεθος τους και το σχήμα τους διαιρούνται σε δύο κατηγορίες. Στις ορθογωνικές και τις λεκάνες κατά τις ισοϋψείς του εδάφους. α) Ορθογωνικές λεκάνες. Τ' αναχώματα σχηματίζουν μεταξύ τους ορθές γωνίες. Συνήθως οι λεκάνες αυτές έχουν μικρό μέγεθος ιδιαίτερα όταν τα εδάφη είναι πολύ διαπερατά, ώστε να γεμίζουν" γρήγορα με νερό. Αυτό όμως συνεπάγεται συνεχή απασχόληση προσωπικού, πολύπλοκο σύστημα διανομής και υψηλό κόστος. Μεγάλες λεκάνες μπορούμε να κατασκευάσουμε όταν η επιφάνεια τους εδάφους είναι σχεδόν οριζόντια και το έδαφος είναι λίγο διαπερατό. β) Λεκάνες κατά τις ισοϋψείς του εδάφους. Οι λεκάνες αυτές σχηματίζονται με αναχώματα τα οποία ακολουθούν τις ισοϋψείς του εδάφους. Η δε απόσταση των αναχωμάτων μεταξύ τους πρέπει να είναι τέτοια, ώστε η υψομετρική διαφορά να μην είναι μεγαλύτερη από 5-6 cm. Ήταν άλλωστε ο μόνος τρόπος άρδευσης των επικλινών εδαφών. 14
Οι λεκάνες κατά τις ισοϋψείς έχουν κατά κανόνα μεγάλο μήκος και μικρό πλάτος. Το κύριο πλεονέκτημα τους είναι ότι δεν απαιτούν ισοπέδωση. Απαιτούν όμως μεγάλη αρδευτική παροχή. Μειονεκτήματα και πλεονεκτήματα Η μέθοδος των λεκανών απορεί να εφαρμοστεί σε πολλές περιπτώσεις. Βασικό πλεονέκτημα είναι ότι οι δαπάνες πρώτης εγκατάστασης και η συντήρηση των κατασκευών είναι μικρές εφόσον το έδαφος είναι αρκετά επίπεδο. Αλλιώς θα πρέπει να κατασκευαστούν περισσότερα αναχώματα και με μεγαλύτερο ύψος. Στην περίπτωση αρδεύσεως δέντρων με ατομικές λεκάνες οι απώλειες είναι πολύ μικρές και εξουδετερώνεται η ανάγκη για αυστηρή επίβλεψη. Σε περίπτωση που τα νερά περιέχουν ιλύ, η οποία είναι ιδιαίτερα ωφέλιμη σε εδάφη αμμώδη ή χαλικώδη, η μέθοδος με κατάκλιση επιτρέπει την εναπόθεση της στην επιφάνεια του χωραφιού. Πολλές φορές χρησιμοποιείται για την προστασία των μικρών φυτών από τις παγωνιές της άνοιξης. Η περιεκτικότητα των νερών κατάκλισης σε ίλυ πολλές φορές μπορεί να αποτελεί και μειονέκτημα, γιατί φράζοντας τους πόρους του εδάφους έχει δυσμενή επίδραση στο πορώδες και τη διηθητικότητα του. Μεταβάλλονται έτσι οι φυσικές ιδιότητες και στα συνεκτικά εδάφη η υδροπερατότητα μπορεί να γίνει ακόμη μικρότερη. Δεν ενδείκνυται η εφαρμογή της μεθόδου σε συνεκτικά εδάφη, γιατί η στράγγιση είναι πολύ δύσκολη. Γενικά η, μέθοδος έχει περιορισμένη εφαρμογή, κι αυτό, γιατί όπως ακριβώς είδαμε απαιτεί μεγάλη παροχή νερού, πολύπλοκο σύστημα διανομής, κι εντατική απασχόληση προσωπικού. Εφαρμόζεται κυρίως για την άρδευση ορυζώνων,.αφού το ρύζι δεν αναπτύσσεται παρά μονό μέσα στο νερό. Χρησιμοποιείται επίσης και για την άρδευση οπωρώνων και για τις χειμερινές αρδεύσεις αμπελώνων. 2.1.2 Άρδευση με περιορισμένη διάχυση ή των λωρίδων Με τη μέθοδο αυτή, της περιορισμένης διάχυσης, το νερό εφαρμόζεται σε εδαφικές λωρίδες που περικλείονται ανάμεσα σε δυο παράλληλα αναχώματα κατά-τη φορά,της μέγιστης κλίσης. Τυπικά οι λωρίδες δεν έχουν εγκάρσια κλίση, είναι συνήθως μηδενική, αλλά κλίση μόνο προς τη διεύθυνση της ροής του νερού. Στην περιορισμένη διάχυση το νερό παροχετεύεται στη λωρίδα στο πάνω μέρος της απ' το αρδευτικό αυλάκι και αφήνετε να ωθηθεί προς τα κάτω σαν συνέπεια της κλίσης. 15
Από πρώτης όψεως φαίνεται απλή η σχεδίαση ενός τέτοιου συστήματος. Στην πράξη όμως μπορεί να υπάρξει πολύ μεγάλη αποτυχία αν δεν ληφθούν υπόψη όλα τα βασικά κριτήρια τα οποία επηρεάζουν την ομοιομορφία εφαρμογής του νερού στο χωράφι. Η σχεδίαση γενικά ενός τέτοιου συστήματος απαιτεί γνώση κι επιδεξιότητα. Τα συστήματα με περιορισμένη διάχυση, διακρίνονται σε προσωρινά και μόνιμα. Στην περίπτωση που θέλουμε να κατασκευάσουμε προσωρινό σύστημα, το χωράφι χωρίζεται με πρόχειρα αναχώματα κατά τη διεύθυνση της μέγιστης κλίσης, που κατασκευάζονται με χώματα από δανειστικές τάφρους και από τις δυο πλευρές τους. Τα αναχώματα που σχηματίζονται μ' αυτόν τον τρόπο είναι στενά και με οξεία στέψη και καταστρέφονται εύκολα από τα καλλιεργητικά μηχανήματα. Οι δανειστικές τάφροι πρέπει να διακόπτονται κατά διαστήματα για να εμποδίζεται η ταχεία ροή του νερού προς τα κάτω, μέσα από αυτές και να εξαναγκάζουν το νερό να διασκορπίζεται σε όλη την έκταση της λωρίδας. 'Όμως αυτές οι συνθήκες κάνουν δύσκολο τον έλεγχο του νερού και απαιτούν πρόσθετη εργασία κατά την άρδευση. Πάντως τόσο οι δυσκολίες όσο και η πρόσθετη εργασία, δικαιολογούνται αν συγκριθούν με το κόστος του μόνιμου συστήματος, αν αυτό πρέπει να καταστραφεί στο τέλος της καλλιεργητικής περιόδου. Τα προσωρινά συστήματα με περιορισμένη διάχυση χρησιμοποιούνται για την άρδευση οπωρώνων, στους οποίους υπάρχει συγκαλλιέργεια, κ και για την προάρδευση των χωραφιών που σπέρνονται με γραμμικές καλλιέργειες οι οποίες στη συνέχεια αρδεύονται με αυλάκια, καθώς και για την άρδευση χωραφιών με ετήσιες καλλιέργειες που συγκομίζονται νωρίς το θέρος. Τα προσωρινά αναχώματα έχουν στενή βάση από 0,5-0,8 μ και ύψος 12-15 Μ. καλλιεργειών. Τα μόνιμα αναχώματα κατασκευάζονται για άρδευση πολυετών καλλιεργειών. Πρέπει να διαμορφώνονται με τέτοιο τρόπο ώστε, να κρατούν το νερό μέσα στη λωρίδα, να επιτρέπεται η εύκολη μετακίνηση, των γεωργικών μηχανημάτων, ενώ παράλληλα να εξασφαλίζεται η ύγρανση τους σε πολύ ικανοποιητικό βαθμό, ώστε τα φυτά που αναπτύσσονται πάνω τους να αρδεύονται κανονικά. Κατασκευάζονται με δανικό χώμα που παίρνεται ομοιόμορφε από όλη την επιφάνεια του χωραφιού κι έτσι αποφεύγεται η δημιουργία τάφρων, που προκαλεί πολλά προβλήματα στην ομοιόμορφη κίνηση του νερού στη λωρίδα. Επίσης το μήκος της λωρίδας πρέπει να καθοριστεί έτσι ώστε, όταν το νερό εφαρμόζεται στο έδαφος να υγραίνεται σε όλα της τα σημεία τουλάχιστον με 80% ομοιομορφία. (Αραβιώτης, 1997) Η λωρίδα στο πάνω άκρο της, σ' ένα μήκος 10 Μ περίπου, πρέπει να κατασκευάζεται οριζόντια. Από κει και κάτω η, κλίση ανάλογα με την καλλιέργεια μπορεί να κυμαίνεται από 0.15% - 0.4% και πρέπει οπωσδήποτε να είναι ομοιόμορφη. 16
Αν υπάρχει ανομοιομορφία στην κλίση, κατά μήκος της λωρίδας, συνεπάγεται μεγάλη ανομοιομορφία στην κατανομή του νερού. 2.1.3 Άρδευση με αυλάκια Με τη μέθοδο αυτή το νερό εφαρμόζεται στο χωράφι κατά την κίνηση του μέσα σε αυλάκια που κατασκευάζονται μεταξύ των γραμμών των καλλιεργούμενων φυτών. Τα αρδευτικά αυλάκια απορούν να κατασκευαστούν ακολουθώντας την κλίση του εδάφους ή τις ισοϋψείς του εδάφους με κάποια μικρή κλίση. Φυσικά για να μπορεί το νερό να ρέει μέσα σ' αυτά με μικρές ταχύτητες ώστε να μην προκαλείται διάβρωση τους. Στη μέθοδο αυτή, που αποτελεί τον κύριο τρόπο άρδευσης των γραμμικών καλλιεργειών το χωράφι διαμορφώνεται σε αυλάκια συνήθως με διεύθυνση προς τη μέγιστη κλίση, στο πάνω μέρος των οποίων παροχετεύεται το νερό με μικρή παροχή. Με τον τρόπο αυτό μέρος μόνο της επιφάνειας του χωραφιού σκεπάζεται με νερό. Το νερό κινείται στο έδαφος τόσο κατακόρυφα προς τα κάτω, όσο και οριζόντια, σε μερικές δε περιπτώσεις κινείται και προς τα πάνω. Το τελευταίο αυτό είναι ενδιαφέρον ειδικότερα για γραμμικές καλλιέργειες που αναπτύσσονται στις ράχες που σχηματίζονται μεταξύ των αυλακών. Η ύγρανση των ράχεων αυτών μερικές φορές είναι δύσκολη και απαιτεί παρατεταμένη άρδευση. Επίσης ενδιαφέρον παρουσιάζει η οριζόντια και προς τα πάνω κίνηση του νερού για την κίνηση διαλυτών αλάτων, λιπασμάτων και ζιζανιοκτόνων. Τα χαρακτηριστικά του εδάφους παίζουν τον πιο σημαντικό ρόλο στον καθορισμό της πλευρικής, της κατακόρυφης, και της προς τα πάνω κίνησης του νερού, κι επηρεάζουν έτσι την απόσταση μεταξύ των αυλακών, η οποία είναι συνάρτηση κυρίως της κοκκομετρικής σύστασης του εδάφους. Σε ομοιόμορφα εδάφη η πλευρική κίνηση του νερού εξαρτάται σχεδόν αποκλειστικά από τη δομή τους και είναι, μεγαλύτερη σε συνεκτικά από ότι σε ελαφρά εδάφη. Έτσι η απόσταση των αυλακών σε αμμώδη εδάφη δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 60 μ. Στα αργιλώδη η απόσταση μπορεί να είναι και διπλάσια. Ανομοιόμορφα εδάφη ή αυτά που έχουν την υπόγεια στάθμη αρκετά ψηλά παρουσιάζουν μεγαλύτερη πλευρική κίνηση από τα ομοιόμορφα. Το παρακάτω σχήμα μας βοηθάει να κατανοήσουμε την πλευρική και κατακόρυφη κίνηση του νερού, στ ' αυλάκια, σε ένα αμμώδες και σε ένα αργιλώδες έδαφος, καθώς και γιατί σι αποστάσεις μεταξύ των αυλακών είναι μικρότερες στ ' αμμώδη εδάφη, από ότι είναι στα συνεκτικά. 17
45 30 15 0 15 30 45 75 60 45 30 15 0 15 30 45 60 75 Απόσταση από το κέντρο του αυλακιού σε cm Εξέλιξη της διηθήσεως του αρδευτικού νερού α) σε αμμώδες, β) σε αργιλώδες έδαφος. Από " Αρδεύσεις στραγγίσεις και προστασία εδαφών η, (Καρακατσούλης 1986) Κύρια χαρακτηριστικά Σχήμα : V αβαθές ή U, με συνηθισμένο βάθος 7,5 cm Μήκος: Εξαρτάται από την κλίση του εδάφους. Το ελάχιστο μήκος είναι συνήθως 50 Μ, ενώ το μέγιστο 400 Μ. Διεύθυνση: Κάθετη προς τις ισοϋψείς του εδάφους. Κλίση: Μέση ως απότομη. Συνιστώμενα όρια από 0,5-12%. Μπορούν να χρησιμοποιηθούν και κλίσεις από 12 20%. Καταλληλότητα: Είναι κατάλληλο για την άρδευση πυκνών και γραμμικών καλλιεργειών σε περιοχές- με μεγάλη και ανώμαλη κλίση. Τα κυριότερα μειονεκτήματα είναι: -αργόρυθμη άρδευση - σκληρή δουλειά η οποία απαιτεί πολλά χέρια. -Δύσκολη, αν όχι αδύνατη χωρίς συνέπειες, η μετακίνηση κάθετα προς τ' αυλάκια. -Αυξημένες απώλειες νερού λόγω της βαθειάς διηθήσεως, ιδίως όταν το μήκος των αυλακιών είναι μεγάλο. -Απαιτούνται μεγάλες ποσότητες νερού. -Για το πλεόνασμα νερού απαιτείται στραγγιστικό δίκτυο. Τα σπουδαιότερα πλεονεκτήματα είναι: -Μικρές δαπάνες προετοιμασίας του εδάφους -Δυνατότητα εκτέλεσης αγροτικών εργασιών μεταξύ των αυλακίων. -Μπορούμε να αρδεύσουμε φυτά που καλλιεργούνται σε πυκνές σειρές -Αποφεύγουμε τη διαβροχή του φυλλώματος των φυτών, πράγμα το οποίο αποτρέπει την εμφάνιση ορισμένων ασθενειών. 18
2.2 Άρδευση με τεχνητή βροχή Η άρδευση με τεχνητή βροχή δεν έχει μεγάλη ιστορία. Η μέθοδος αυτή εμφανίστηκε στις αρχές του αιώνα μας στην Αμερική. Το προβάδισμα όμως το έχουν οι Σοβιετικοί. Το 1875-1880 δημοσιεύουν τα πρώτα πειράματα με τη μέθοδο αυτή. Οι Γερμανοί και Αυστριακοί (1911 1912) είναι οι πρώτοι στον Ευρωπαϊκό χώρο που ξεκινούν να εφαρμόσουν τη νέα αυτή μέθοδο αρδεύσεως. Ακολουθούν το 1926 οι Ιταλοί και οι Έλληνες το 1957. Γενικά μπορούμε να πούμε ότι η μέθοδος αυτή άρχισε να εξελίσσεται αλματωδώς μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο. Η άρδευση με τεχνητή βροχή στην Ελλάδα έχει μικρή προϊστορία. Ξεκίνησε το 1957 με 100.000 στρέμματα από σύνολο 3.750.000 στρέμματα δηλ. ποσοστό 3% της αρδευόμενης. Μια δεκαετία αργότερα (1967) η συνολική αρδευόμενη έκταση φθάνει τα 6.200.000 στρέμματα απ αυτά αρδεύονται 560.000 στρέμματα δηλ. ποσοστό 10,48% με τεχνητή βροχή. Το 1977 η συνολική αρδευόμενη έκταση ανέρχεται στα 8.537. 500 στρέμματα, απ αυτά 4.930.000 στρέμματα δηλ. ποσοστό 57,7% αρδεύονται με επιφανειακή άρδευση και τα 3.607.500 στρέμματα δηλ. ποσοστό 42,3% με τη μέθοδο της τεχνητής βροχής. Τα ποσοστά συμμετοχής της μεθόδους αυτής και κυρίως της τελευταίας δεκαετίας φανερώνουν την αλματώδη ανάπτυξή της. Οι γεωργοί της χώρας μας προτιμούν τη μέθοδο αυτή για τα πλεονεκτήματά της που είναι αριθμητικά περισσότερα από τα μειονεκτήματα. Το Ισραήλ είναι το μοναδικό κράτος στον Κόσμο που ξεκίνησε πολύ νωρίς την εφαρμογή της μεθόδου αυτής έτσι ώστε να φθάσει το έτος 1954 να αρδεύει με τεχνητή βροχή το 94% των αρδευόμενων εκτάσεων. Σήμερα έχει μάλιστα και το προβάδισμα στην στάγδην άρδευση και τούτο διότι έχει έδαφος αβαθές και ανώμαλο και όχι καλή ποιότητα νερού. (Αραβιώτης, 1997) Πλεονεκτήματα Τα κυριότερα πλεονεκτήματα της μεθόδου άρδευσης με τεχνητή βροχή ή προτιμότερο με καταιονισμό, διότι δεν πρόκειται για δημιουργία τεχνητής βροχής αλλά για διασπορά του αρδευτικού νερού, είναι τα κατωτέρω: 1. Επιτρέπει την άρδευση εκτάσεων ανώμαλης επιφάνειας με ελάττωση στο ελάχιστο τις εργασίες ισοπέδωσης χωρίς να διαταράσσεται το επιφανειακό έδαφος στα αβαθύ εδάφη. 19
2. Σε περίπτωση άρδευσης επικλινών εδαφών, που η επιφανειακή άρδευση είναι αδύνατη, η τεχνητή βροχή εφαρμόζεται και έτσι, αποφεύγουμε τις διαβρώσεις του εδάφους. 3. Η τεχνητή βροχή εφαρμόζεται σε αμμώδη ή πολύ υδατοπερατά εδάφη και έτσι αποφεύγονται οι απώλειες λόγω βαθιάς διήθησης και η δημιουργία προβλημάτων στράγγισης. 4. Αξιοποιούνται μικρές παροχές που με την επιφανειακή ήταν αδύνατο να αξιοποιηθούν. 5. Έχουμε οικονομία νερού σε σχέση με την επιφανειακή. Αυτή προέρχεται από τις μικρές απώλειες στην τεχνητή βροχή που είναι 10-15% ενώ στην επιφανειακή 30-50%. Τούτο σημαίνει ότι η τεχνητή βροχή έχει βαθμό αποδόσεως 85-90% ενώ η επιφανειακή 50-70% και συνεπώς με την αυτή ποσότητα νερού αρδεύουμε μεγαλύτερη έκταση με την τεχνητή βροχή σε σχέση με την επιφανειακή. 6. Δεν καταστρέφεται καλλιεργήσιμη έκταση με τη μέθοδο αυτή ενώ με την επιφανειακή έχουμε μια έκταση περίπου 12 14% που καταλαμβάνεται από διάφορα έργα όπως είναι οι διώρυγες, οι τάφροι, οι δρόμοι κ.λ.π. 7. Το νερό πέφτει με μορφή φυσικής βροχής και κατά τη διαδρομή του με μικρά σταγονίδια στον ατμοσφαιρικό αέρα θερμαίνονται και παραλαμβάνουν άζωτο και οξυγόνο και το μεταφέρουν στο έδαφος. Με την πτώση τους τα σταγονίδια πλέουν τα φύλλα των καλλιεργειών από τη σκόνη. 8. Δεν καταστρέφεται η δομή του εδάφους ενώ με την επιφανειακή τα λεπτόκοκκα τεμάχια του εδάφους φράζουν τους μικρούς πόρους και έτσι δημιουργούν στην επιφάνεια του εδάφους με τις γνωστές δυσμενείς επιδράσεις. 9. Αποφεύγονται οι εστίες ζιζανίων που δημιουργούνται στις όχθες των διωρύγων και τάφρων των αρδευτικών δικτύων και που αποτελούν εστίες μόλυνσης στους διπλανούς αγρούς. Ενώ στην επιφανειακή οι εστίες αυτές αποτελούν πρόβλημα στις Υπηρεσίες Διοικήσεως και Διαχειρίσεως αρδευτικών δικτύων με τεράστιες δαπάνες για την καταστροφή των ζιζανίων. 10. Στην τεχνητή βροχή έχουμε ελάττωση των εργατικών σε σχέση πάντα με την επιφανειακή που θέλει συνεχή παρακολούθηση η πορεία του αρδευτικού νερού. 11. Με τη μέθοδο αυτή έχουμε μείωση των καλλιεργητικών δαπανών αφού με την άρδευση μπορούμε να συνδυάσουμε τη λίπανση και καταπολέμηση των ασθενειών. 20
Μειονεκτήματα Τα κυριότερα μειονεκτήματα της μεθόδου αυτής είναι τα παρακάτω: 1. Μεγάλες δαπάνες λειτουργίας, αυτές αναφέρονται κυρίως στα καύσιμα ή ηλεκτρικό ρεύμα κατά τη διάρκεια της λειτουργίας πράγμα που στην επιφανειακή δεν υπάρχουν. 2. Αυξημένες δαπάνες λειτουργίας, αυτές αναφέρονται κυρίως στα καύσιμα ή ηλεκτρικό ρεύμα κατά τη διάρκεια της λειτουργίας πράγμα που στην επιφανειακή δεν υπάρχουν. 3. Η μέθοδος αυτή δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε περιπτώσεις που η παροχή του αρδευτικού νερού δεν είναι συνεχής. 4. Η μετατόπιση των σωλήνων αρδεύσεως της γραμμής μέσα σε λασπωμένο έδαφος είναι δυσχερής. 5. Το δίκτυο πολλές φορές παρουσιάζει μηχανικές ανωμαλίες και βλάβες π.χ. περιστροφικοί εκτοξευτήρες να σταματήσουν σε μια θέση, να βουλώσουν τα ακροφύσια ή να γίνει αποσύνδεση των σωλήνων σε κάποιο σημείο. 6. Η άρδευση με τεχνητή βροχή είναι προβληματική σε ανεμόπληκτες περιοχές που η ταχύτητα του αέρα είναι πάνω από 2,8 m/sec, όταν αυτή είναι πάνω από 4 m/sec τότε η άρδευση σταμάτα. 7. Δεν εφαρμόζεται όταν το αρδευτικό νερό είναι υψηλής αλατότητας προς αποφυγή εγκαυμάτων των καλλιεργειών και ταχεία φθορά των εκτοξευτών. 8. Με την τεχνητή βροχή σήμερα προστατεύουμε τις καλλιέργειες απ τον εαρινό (ανοιξιάτικο) παγετό. 21
2.3 Άρδευση με σταγόνες (στάγδην άρδευση) Το πότισμα γίνεται μέσω σωληνωτού δικτύου ποτίσματος που ο σταλακτηφόρος σωλήνας δικτυώνεται σε όλη την επιφάνεια του χλοοτάπητα ή των φυτών. Οι ενσωματωμένοι σταλάκτες έχουν απόσταση μεταξύ τους από 0.25 έως 0.40 μέτρα και οι γραμμές των σωλήνων απέχουν από 0.30 ως 0.50 μέτρα. Οι σταλακτηφόροι είναι επιφανειακοί ή υπόγειοι. (Αραβιώτης, 1997) Με τη μέθοδο αυτή το αρδευτικό νερό χορηγείται φιλτραρισμένο κατ ευθείαν στις ρίζες των φυτών με έναν προκαθορισμένο ρυθμό, σε μικρές ποσότητες και σε μικρά χρονικά διαστήματα, με τη μορφή σταγόνων. Τα χαρακτηριστικά της μεθόδου αυτής είναι: 1. Μικρή παροχή: συνήθως κατώτερη των 12/h. 2. Μερική διαβροχή του εδάφους. 3. Μεγάλη συχνότητα και διάρκεια της άρδευσης. 4. Υψηλό ποσοστό υγρασίας στο έδαφος και συνεπώς χαμηλή εδαφική τάση. 5. Κίνηση του νερού στο έδαφος σε δύο ή τρεις διευθύνσεις σε σύγκριση με τις άλλες μεθόδους που η κίνηση γίνεται μόνο κατά την κατακόρυφη έννοια. Πλεονεκτήματα Η άρδευση με σταγόνες πλεονεκτεί έναντι των άλλων μεθόδων στα παρακάτω σημεία: 1. Είναι δυνατή η εκμετάλλευση πηγών μικρή παροχής που με άλλες μεθόδους είναι δύσκολο να αξιοποιηθούν. 2. Επιτυγχάνεται οικονομία νερού γύρω στο 25% έναντι της τεχνητής βροχής και 50% των επιφανειακών μεθόδων αρδεύσεως. 3. Η μικρή πίεση λειτουργίας και οι μικρές παροχές απαιτούν λιγότερη ενέργεια για την άρδευση μιας έκτασης. 4. Επιτυγχάνεται υψηλός έλεγχος νερού, γιατί είναι δυνατό να χορηγηθούν στα φυτά με ακρίβεια οι αναγκαίες ποσότητες αρδευτικού νερού. 5. Τα απαιτούμενα για τη λειτουργία του συγκροτήματος εργατικά είναι ελάχιστα και σχεδόν μηδενίζονται με τη χρήση αυτοματισμών. 6. Λόγω της περιορισμένης διαβροχής του εδάφους είναι δυνατή η απρόσκοπτη εκτέλεση των άλλων αναγκαίων καλλιεργητικών εργασιών. 7. Τα λιπάσματα είναι δυνατό να χορηγηθούν με το αρδευτικό νερό, οπότε επιτυγχάνεται και οικονομία του λιπάσματος. 22
8. Είναι κατάλληλη για την άρδευση επικλινών και αβαθών εδαφών. 9. Δυνατότητα αξιοποίησης αλατούχων νερών. Η δυνατότητα αυτή βασίζεται στο ότι το νερό δεν έρχεται σε επαφή με το φύλλωμα και έτσι αποφεύγεται η ζημιά καταστροφής του φυλλώματος από τα άλατα του νερού. Εκτός τούτου η μεγάλη συχνότητα των αρδεύσεων διατηρεί την υγρασία σε υψηλά επίπεδα και συνεπώς την οσμωτική τάση χαμηλή στο έδαφος με αποτέλεσμα να δημιουργούνται καλές συνθήκες για την ανάπτυξη των φυτών. 10. Δεν επηρεάζεται από τον άνεμο σε αντίθεση με άλλες μεθόδους. 11. Αυξάνει τις αποδόσεις από 25-50% στις δενδρώδεις καλλιέργειες και 30-70% στα κηπευτικά. 12. Παράγονται καλύτερες ποιότητες των γεωργικών προϊόντων και πρωιμότητα 1-3 εβδομάδες έναντι των άλλων μεθόδων που οφείλεται στο ότι κατά την επιφανειακή άρδευση ή με τεχνητή βροχή μεγάλο μέρος του εδάφους παραμένει υγρό για αρκετές ημέρες με αποτέλεσμα χαμηλή θερμοκρασία και συνεπώς οψιμότητα των γεωργικών προϊόντων. Μειονεκτήματα Τα κυριότερα μειονεκτήματα της μεθόδους αρδεύσεως με σταγόνες είναι: 1. Οι εμφράξεις της μικρής διαμέτρου στομίων των σταλακτήρων από τα αιωρούμενα στερεά υλικά, τις πρασινάδες, ή τα διαλυμένα σ αυτά άλατα. 2. Τρωκτικά και έντομα είναι δυνατό να προκαλέσουν ζημιές σ ορισμένα εξαρτήματα του δικτύου. Ζημίες μπορεί να προκληθούν και από τους εργαζόμενους στο χωράφι. 3. Απαιτεί σχετικά υψηλό επίπεδο γνώσεων για σωστό χειρισμό και τη συντήρηση του δικτύου. 4. Το υψηλό κόστος εγκαταστάσεως του δικτύου έναντι των άλλων μεθόδων αρδεύσεως. 5. Απαιτείται η χρησιμοποίηση καθαρού νερού και για τούτο επιβάλλεται η κατασκευή στην κεφαλή διανομής, λεκανών ηρεμίας προς συγκράτηση των φερτών υλικών αλλιώς φράζονται τα φίλτρα καθαρισμού με διακοπή της άρδευσης. 6. Επειδή η διαβροχή του εδάφους είναι περιορισμένη, είναι ανάγκη να προσεχθεί ιδιαίτερα το ποσοστό διαβροχής ανάλογα με το έδαφος και την καλλιέργεια. 7. Κίνδυνος συγκέντρωσης αλάτων στο έδαφος περιμετρικά της υγρής και ξερής φάσης του εδάφους. 23
2.1.4 Κριτήρια Επιλογής μεθόδου άρδευσης 2.1.4.1 Κριτήριο επιλογής : το ελάχιστο κόστος άρδευσης α. επένδυση κατά μονάδα επιφάνειας Η λήψη της επένδυσης σαν κριτήριο επιλογής δεν είναι δικαιολογημένη, εκτός από περιπτώσεις οπού η τιμή των υλικών είναι πολύ μεγάλη και δεν είναι δυνατή η αγορά τους από τον παραγωγό. Η επένδυση λαμβάνεται υπόψη σαν συστατικό του κόστους της άρδευσης. Στη προκειμένη περίπτωση σημασία έχει η διάρκεια απόσβεσης και το ύψος του επιτοκίου που καθορίζουν τις ετήσιες δαπάνες. Επίσης σε αυτές περιλαμβάνονται τα αντλιοστάσια η σωλήνωση προσαγωγής του νερού στο αρδευόμενο αγροτεμάχιο και οι εγκαταστάσεις ηλεκτρικής ενέργειας. (Πατρίκης 1989) β) μεταβλητές δαπάνες άρδευσης Σε αυτές περιλαμβάνονται οι δαπάνες απασχόλησες εργατικών χεριών, η ενέργεια, η συντήρηση και οι επισκευές. Στη κατανάλωση ενέργειας λαμβάνεται εκείνη για να αντληθεί και να τεθεί υπό πίεση το νερό άρδευσης. γ) γενικά έξοδα Στα γενικά έξοδα συμπεριλαμβάνονται οι τόκοι των επενδεδυμένων κεφαλαίων, οι ασφάλειες και οι φόροι. Έτσι γίνεται η κατάταξη έχοντας σαν κριτήριο του κόστους άρδευσης. (Το κόστος αυξάνεται με την αρίθμηση) για 30 στρέμματα. 1. Άρδευση με αυλάκια (επιφανειακή μέθοδος) 2. Άρδευση με τεχνητή βροχή 3. Άρδευση με σταγόνες. 2.1.4.2 Κριτήριο επιλογής: οι ανάγκες σε εργατικά χέρια Πρέπει να εξεταστεί: α. Η εργασία η απαραίτητη για τους χειρισμούς των υλικών και των μηχανημάτων κατά την άρδευση. 24
β. Η εργασία για το άπλωμα των συγκροτημάτων η την εγκατάσταση, στην αρχή της αρδευτικής περιόδου ή στο μάζεμα κατά το τέλος της. γ. Η εργασία η απαραίτητη για την επίβλεψη και τις επισκευές. Οι εργασίες αυτού του είδους δεν είναι μόνιμες. (Πατρίκης 1989) Έτσι η κατάταξη έχοντας σαν κριτήριο τις ανάγκες σε εργατικά χέρια είναι η εξής: (Οι ανάγκες σε εργατικά χέρια αυξάνει με την αρίθμηση) 1. τεχνητή βροχή 2. άρδευση με σταγόνες 3. άρδευση με αυλάκια 2.1.4.3 Κριτήριο επιλογής: η κατανάλωση ενέργειας Κατά την κατανάλωση ενέργειας πρέπει να υπολογιστεί η ενέργεια που απαιτείται για την άντληση και τη διανομή του νερού. Επίσης υπολογίζονται οι ποσότητες ενέργειας που χρειάζονται για την παραγωγή, τη μετακίνηση και την εγκατάσταση τους. Η κατάταξη που σαν κριτήριο έχει τη κατανάλωση ενέργειας είναι η εξής: (η κατανάλωση ενέργειας αυξάνει με την αρίθμηση) 1. Άρδευση με αυλάκια 2. Άρδευση με σταγόνες 3. Τεχνητή βροχή 2.1.4.4 Κριτήριο επιλογής: η κατανάλωση νερού Πρέπει να μελετηθεί καλά η αποτελεσματικότητα της άρδευσης. Η αποτελεσματικότητα της άρδευσης είναι συνάρτηση των κλιματικών συνθηκών (άνεμος, υψηλές θερμοκρασίες, ανάγλυφο εδάφους, φυσικές ιδιότητες εδάφους) και της επάρκειας του αρδευτικού νερού. (Πατρίκης 1989) Η κατάταξη έχοντας σαν κριτήριο την κατανάλωση νερού είναι η εξής: (Η αποτελεσματικότητα της άρδευσης μειώνεται με την αρίθμηση) 1. Άρδευση με αυλάκια 2. Τεχνητή βροχή 3. Άρδευση με σταγόνες 25
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 ο ΓΕΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΛΑΡΙΣΑΣ 3.1 Γεωγραφική φυσιογνωμία Ο νομός της Λάρισας σχηματίστηκε μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας στο νέο ελληνικό κράτος το 1881. Είναι ένας από τους τέσσερις Νομούς που συγκροτούν την Περιφέρεια Θεσσαλίας και είναι ο δεύτερος σε έκταση νομός της Ελλάδας με έκταση 5.390 Km² (Τ.Ε.Δ.Κ. 2002). Επίσης είναι πρώτος σε καλλιεργούμενη έκταση και είναι από τους σημαντικότερους σε ιστορία, παράδοση, τοπίο και φυσικό πλούτο. Σήμερα αποτελείται από 28 δήμους και τρεις νέες κοινότητες (Αμπελακίων, Καρυάς, Βερδικούσας) και έχει πρωτεύουσα τη Λάρισα. Γεωγραφικά βρίσκεται στο κέντρο της χώρας καταλαμβάνοντας το βορειότερο τμήμα της Θεσσαλίας και περιλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος του Θεσσαλικού κάμπου. Είναι πάνω στον βασικό συγκοινωνιακό άξονα της χώρας, Αθήνας- Θεσσαλονίκης, που συνδέει τις βόρειες περιφέρειες της χώρας με αυτές της νότιας, αλλά και τις χώρες της Ε.Ε. με αυτές της Ανατολικής Μεσογείου. Η γεωγραφική θέση του Νομού στο κέντρο της Ηπειρωτικής Ελλάδας και στο μέσο του εθνικού οδικού δικτύου θεωρείται πλεονεκτική, γιατί καθιστά την πρόσβαση στις δύο μεγάλες αγορές της χώρας γρήγορη κι απρόσκοπτη. 3.1.1 Μορφολογική κατανομή της έκτασης Η έκταση του Νομού ανέρχεται σε 5.380 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Η έκταση αυτή αντιπροσωπεύει το 38,3% της Θεσσαλίας και το 4% της Χώρας, η δε μορφολογική κατανομή της είναι: - πεδινή 47,1 % - ημιορεινή 25,4 % - ορεινή 27,5% 3.1.2 Κατανομή της έκτασης με βάση τη χρήση της Η κατανομή της έκτασης ανάλογα με τη χρήση είναι: α) γεωργική γη το 45% β) βοσκότοποι το 40% γ) δάση το 10% δ) λοιπές εκτάσεις το 5% Από τις καλλιεργούμενες εκτάσεις 2.400.000 στρέμματα τα 876.360 στρέμματα είναι αρδευόμενα (36,5%). 26
Ο συνολικός αριθμός αγροτικών εκμεταλλεύσεων στο νομό μας είναι 41.000 και κατανέμονται κατά τάξη μεγέθους ως εξής: Ο μέσος γεωργικός κλήρος είναι 60 στρ. περίπου (μ. ο. χώρας 40 στρ.) με 7 κατά μέσο όρο τεμάχια ανά εκμετάλλευση. Βασικό υδρογραφικό στοιχείο του νομού Λάρισας είναι ο ποταμός Πηνειός. Διαρρέει την πεδιάδα Λαρίσης Τυρνάβου, εισέρχεται στο έδαφος του νομού μεταξύ των υψωμάτων του Ζάρκου και του Τιτάνου, δέχεται (ύστερα από μαιανδρική πορεία) τα νερά του Τιταρήσιου και, μαζί με τους Σαραντάπορο, Ελασσονίτικο και ένα πλήθος από μικρά ποτάμια και χείμαρρους, αποχετεύει τα νερά της περιοχής Ελασσόνας (Αντιχάσια, Καμβούνια, Τίταρος) και των κλιτύων του Ολύμπου και του Κάτω Ολύμπου. Ο Πηνειός συνεχίζει διασχίζοντας την κοιλάδα των Τεμπών και εκβάλλει στο Αιγαίο. Η μικρή πεδιάδα των Φαρσάλων διαρρέεται από τον Ενιπέα, ο οποίος πηγάζει από την κεντρική Όθρυ, συλλέγει τα νερά των κλιτύων του Κασιδιάρη και του Καληδονίου, αποχετεύει την πεδιάδα και καταλήγει στον Πηνειό στο ύψος του νομού Τρικάλων, αφού πρώτα διασχίσει το νοτιανατολικό τμήμα του νομού Καρδίτσας. 3.1.3 Κλίμα Το κλίμα του νομού Λάρισας έχει βασικά τα στοιχεία του ηπειρωτικού κλίματος της πεδινής περιοχής της Θεσσαλίας, (και συγκεκριμένα μεταβατικό από μεσογειακό προς μεσοευρωπαικό) με ετήσιο θερμομετρικό εύρος άνω των 20 C, μεταξύ του θερμού και ξηρού θέρους και του ψυχρού και υγρού χειμώνα. Το θερμομετρικό αυτό εύρος όμως μειώνεται όσο αυξάνεται το υψόμετρο των ορεινών περιοχών συγκρίνοντας με το αντίστοιχο μεσοευρωπαικό (Στυλιανάκης, 2000). Η μέση ετήσια θερμοκρασία στις πεδινές περιοχές κυμαίνεται μεταξύ 16 και 17 C. Το καλοκαίρι είναι εξαιρετικά θερμό, με τη μέγιστη θερμοκρασία στην πόλη της Λάρισας να έχει αγγίξει τους 45 C. Οι βροχές είναι λιγότερες στο εσωτερικό πεδινό τμήμα και περισσότερες στα παράκτια τμήματα. 3.1.4 Πληθυσμός Ο πληθυσμός του νομού ανέρχεται σύμφωνα με την απογραφή του 2001 σε 279.305 κατοίκους και κατανέμεται σε 5 επαρχίες Αγιάς, Ελασσόνας, Λάρισας, Τυρνάβου και Φαρσάλων. Στον πίνακα 1 παρουσιάζονται οι μεταβολές που έγιναν τα τελευταία 30 χρόνια. Παρατηρούμε γενικώς ότι υπάρχει μια μείωση του πληθυσμού σε όλες τις επαρχίες τη δεκαετία 1971-1981, εκτός από την επαρχία Λάρισας που παρουσιάζει μια συνεχή αύξηση του πληθυσμού της. Τη δεκαετία 1981-1991 εμφανίζεται μια αύξηση του πληθυσμού σε όλες τις επαρχίες ενώ τέλος τη δεκαετία 1991-2001 παρατηρείται αύξηση του πληθυσμού στις 27
επαρχίες Λάρισας, Τυρνάβου και Φαρσάλων. Στις άλλες επαρχίες παρατηρείται μείωση του πληθυσμού την τελευταία δεκαετία και συγκεκριμένα τη τελευταία δεκαετία η επαρχία Ελασσόνας εμφανίζει τη μεγαλύτερη μείωση ου πληθυσμού της, ενώ η επαρχία Τυρνάβου αντίστοιχα εμφανίζει τη μεγαλύτερη αύξηση. Συνολικά ο νομός παρουσιάζει συνεχή αύξηση του πληθυσμού την περίοδο 1971-2001. Πίνακας 1. Απογραφή πληθυσμού του Νομού Λάρισας Απογραφές ΕΠΑΡΧΙΕΣ 1971 1981 1991 2001 ΑΓΙΑΣ 15.631 14.447 14.862 14.121 ΕΛΑΣΣΟΝΑΣ 44.927 41.979 42.999 37.264 ΛΑΡΙΣΑΣ 113.226 139.738 151.223 161.566 ΤΥΡΝΑΒΟΥ 35.186 35.788 38.945 42.823 ΦΑΡΣΑΛΩΝ 24.189 22.313 22.583 23.531 Σύνολο Νομού 233.159 254.295 270.612 279.305 Πηγή: ΕΣΥΕ απογραφές πληθυσμού 1971, 1981, 1991, 2001 3.2 Οικονομική φυσιογνωμία Η οικονομική φυσιογνωμία του νομού αποτυπώνεται κυρίως με την ανάλυση των τριών τομέων (πρωτογενής, δευτερογενής και τριτογενής) των τοπικών παραγωγικών δραστηριοτήτων. Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (ΑΕΠ) Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ του νομού Λάρισας ανέρχεται σε 9.684,5 και αντιστοιχεί στο 91,5% του αντίστοιχου μέσου κατά κεφαλήν ΑΕΠ της χώρας για το 2001, διατηρώντας τη θέση του νομού σταθερή την τελευταία δεκαετία ως προς το μέσο όρο της χώρας. Ο νομός κατατάσσεται στους σχετικά ανεπτυγμένους με χαμηλό όμως μέσο όρο ανάπτυξη. (Ε.Σ.Υ.Ε 2001) Διαχρονικά παρατηρείται μικρή στροφή της οικονομίας προς τον τριτογενή τομέα αφού αυξάνεται η συμμετοχή του τομέα αυτού στο συνολικό περιφερειακό ΑΕΠ ενώ ταυτόχρονα εμφανίζεται μικρή κάμψη του πρωτογενούς και του δευτερογενούς τομέα. Όσον αφορά την παραγωγικότητα, ο νομός βρίσκεται σε χαμηλότερο επίπεδο από το μέσο όρο του συνόλου της χώρας. (Στυλιανάκης 2000) 28
3.2.1 πρωτογενής τομέας Στον πρωτογενή τοµέα η αγροτική οικονομία βασίζεται κυρίως στη φυτική παραγωγή. Αντίθετα η κτηνοτροφική παραγωγή αποτελεί σε μεγάλο βαθμό συµπληρωµατική δραστηριότητα, η οποία πάντως είναι σημαντική σε σχέση µε την εν γένει παραγωγή της χώρας. Το ποσοστό του οικονομικά ενεργού πληθυσμού του νομού που ασχολείται µε αγροτικές εργασίες εκτιμάται ότι κυμαίνεται µμεταξύ 28 και 30%. Στον πρωτογενή τοµέα καταγράφεται µια εποχιακή έξαρση αγροτικών εργασιών (θερινή περίοδος) καθώς επίσης και µια αντίστοιχη εποχιακή υποαπασχόληση κατά τη χειμερινή περίοδο. Ο πρωτογενής τομέας αποτελεί βασική παραγωγική δραστηριότητα και χαρακτηρίζεται από: - Το χαμηλό ποσοστό αγρανάπαυσης. - Την κυριαρχία των αροτριαίων καλλιεργειών. - Της μικρής σημασίας συνεισφορά των δασικών κι αλιευτικών προϊόντων. 3.2.1.1 Φυτική παραγωγή Όπως όμως τονίζουν πολλοί μελετητές μία από τις κυριότερες αδυναμίες του μεγάλου μεγέθους και αναπτυγμένου πρωτογενή τομέα στο Νομό είναι ότι η μεγέθυνση του και η μέχρι πρότινος ανάπτυξης του βασίστηκε σε παραδοσιακές καλλιέργειες, όπως σιτηρά, καπνός, βαμβάκι, οι οποίες όμως ενώ μέχρι το 1990 και ιδιαίτερα στη 10ετία του 80 στήριζαν την οικονομία του νομού, από το 1991 και ύστερα αρχίζουν να αντιμετωπίζουν προβλήματα. Συγκεκριμένα οι τρεις βασικές καλλιέργειες καλύπτουν το 80% των καλλιεργούμενων εκτάσεων και συμμετέχουν κατά 65% περίπου στη συνολική Ακαθάριστη Φυτική παραγωγή του Νομού. ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ (ΕΙΔΟΣ) ΕΚΤΑΣΗ (στρ.) Ποσοστό % Σιτάρι μαλακό 120,863 5.28% Σιτάρι Σκληρό 773,499 33.79% Κριθάρι 121,281 5.30% Βρώμη 6,210 0.27% Σίκαλη 7,197 0.31% Καλαμπόκι 76,880 3.36% Λοιπά Σιτηρά 3,888 0.17% Όσπρια 4,076 0.18% Καπνός Ανατολικού τύπου 22,900 1.00% Καπνός Μπέρλεϋ και Βιρτζίνια 4,388 0.19% 29
Βαμβάκι 706,671 30.87% Λοιπές Αροτραίες Καλλιέργειες 0,0 0% Ζαχαρότευτλα 63,838 2.79% Κτηνοτροφικά Φυτά για καρπό 19,875 0.87% Κτηνοτροφικά Φυτά για χόρτο 61,162 2.67% Κτηνοτροφικά φυτά για γρασίδια 14,139 0.62% Μποστανικά & Πατάτες 24,781 1.08% Βιομηχανική Ντομάτα 22,829 1.00% Λοιπά Λαχανοκομικά είδη 16,965 0.74% Ελαιόδενδρα 75,838 3.31% Λοιπές Δενδρώδεις καλλιέργειες 107,188 4.68% Άμπελοι Σταφιδάμπελοι 34,863 1.52% ΣΥΝΟΛΟ 2,289,334 100.00% Πηγή: Ετήσια Στατιστική Έρευνα 2001, Ε.Σ.Υ.Ε Όπως προκύπτει από τον παραπάνω πίνακα, οι πλέον διαδεδομένες καλλιέργειες είναι το σκληρό σιτάρι (34% περίπου), το βαμβάκι (31% περίπου) και ακολουθούν το μαλακό σιτάρι και το κριθάρι (5,3% εκάστη). Αναλυτικότερα, από τα δημητριακά καλλιεργούνταν κυρίως σιτάρι, καλαμπόκι και εν μέρει κριθάρι. Από τα βιομηχανικά φυτά κυριαρχεί η καλλιέργεια του βαμβακιού, έπεται η καλλιέργεια των ζαχαρότευτλων και ακολουθεί ο καπνός. Στην περιοχή καλλιεργούνται λίγες εκτάσεις με κτηνοτροφικά ή βρώσιμα όσπρια και με τριφύλλια σε σύγκριση πάντα με τις δύο κύριες καλλιέργειες (βαμβάκι και σιτηρά, οι οποίες κατέχουν το 70% περίπου των συνολικών εκτάσεων). Αυτό δηλώνει τη σημαντική έλλειψη αμειψισπορών με ψυχανθή και επομένως το σημαντικό βαθμό εντατικοποίησης της γεωργίας στην περιοχή μελέτης. Η υψηλή αυτή εντατικοποίηση επιφέρει έντονα περιβαλλοντικά προβλήματα δεδομένης της έντονης χρήσης ζιζανιοκτόνων και λιπασμάτων (κύρια αζωτούχων) που χρησιμοποιούνται κατά την καλλιέργεια των παραπάνω καλλιεργειών. Όσον αφορά στην καλλιέργεια λαχανοκομικών ειδών, αυτή εμφανίζεται περιορισμένη και καταλαμβάνει 64,575 στρέμματα (2.8% περίπου της καλλιεργήσιμης γης του Νομού). Οι δενδρώδεις καλλιέργειες καταλαμβάνουν 209.050 στρέμματα (8,8% της καλλιεργήσιμης γης του Νομού). Τα δένδρα ανήκουν στις κατηγορίες των μηλοειδών, των πυρηνόκαρπων, των ακρόδρυων και της ελιάς. Η αμπελοκομία δεν είναι ανεπτυγμένη στην περιοχή καταλαμβάνει μόνο το 1,5% της καλλιεργήσιμης γης του Νομού. Υπάρχουν 15.785 στρέμματα αμπελιών για οινοπαραγωγή και 19.078 στρέμματα για επιτραπέζια σταφύλια. Οι διαρθρωτικές τάσεις που επικρατούν στο σύνολο των καλλιεργειών του Νομού Λάρισας και πιο συγκεκριμένα στα φυτά μεγάλης καλλιέργειας, στα βιομηχανικά φυτά, στα κτηνοτροφικά φυτά, στα κηπευτικά και στις δενδρώδεις καλλιέργειες είναι οι ακόλουθες: 30
Φυτά Μεγάλης Καλλιέργειας 1. Σιτάρι μαλακό: παραμένει καλλιεργούμενο σε περιθωριακά εδάφη ημιορεινών και ορεινών περιοχών (Δήμοι Ελασσόνας, Ποταμιάς, Ολύμπου και Σαρανταπόρου). 2. Σιτάρι σκληρό: Η διατήρηση της διαφοράς τιμών και επιδότησης στο σκληρό σιτάρι έχει σαν αποτέλεσμα η καλλιεργούμενη επιφάνεια να καταλαμβάνει το μεγαλύτερο ποσοστό της συνολικής έκτασης σιτηρών (34% στο σύνολο των καλλιεργειών). Καλλιεργείται όχι μόνο στις ξηρές αλλά και στις αρδευόμενες περιοχές στις περιπτώσεις αμειψισποράς (Δήμοι Κραννώνος, Ναρθακίου, Νικαίας, Πολυδάμαντα). 3. Κριθάρι: η καλλιέργεια του καταλαμβάνει ελάχιστες εκτάσεις με κυριότερους δήμους Ολύμπου, Σαρανταπόρου, Νίκαιας και Λιβαδίου. 4. Το Καλαμπόκι αποτελεί μία από τις ισχυρά αρδευόμενες καλλιέργειες. Η καλλιέργειά του περιορίζεται συνεχώς λόγω διαμόρφωσης χαμηλότερων τιμών αγοράς και λόγω ορισμένων άλλων βιομηχανικών προϊόντων όπως τεύτλων και βαμβακιού. Επειδή είναι ανταγωνιστικό προϊόν σε σχέση με το βαμβάκι κάθε κρίση που θα περνάει η καλλιέργεια βάμβακος θα επιδρά ενισχυτικά υπέρ της αύξησης της καλλιέργειας του καλαμποκιού. Χαρακτηριστικό είναι ότι οι Δήμοι Νίκαιας και Πολυδάμαντα έχουν τις ελάχιστες εκτάσεις σε καλλιέργεια αραβοσίτου. Βιομηχανικά Φυτά 1. Βαμβάκι: Αποτελεί την καλλιέργεια εκείνη με το μεγαλύτερο ποσοστό καλλιεργούμενης έκτασης στην Περιφέρεια Θεσσαλίας, αλλά αποτελεί τη δεύτερη καλλιέργεια σε ποσοστό καλλιεργούμενης έκτασης του Νομού Λάρισας (31% περίπου έναντι 34% του σκληρού σίτου). Η τιμή του σταθεροποιήθηκε σε υψηλά επίπεδα λόγω της υψηλής του επιδότησης και της μεγάλης προόδου που αναπτύχθηκε στην τεχνική καλλιέργεια. Το βαμβάκι, όμως, κατέχει την πρώτη θέση μεταξύ των αροτραίων καλλιεργειών σε αρδευόμενες εκτάσεις. Κυριότεροι Δήμοι καλλιέργειας του βαμβακιού είναι Πλατυκάμπου, Ενιππέα, Πολυδάμαντα και Νίκαιας. 2. Ζαχαρότευτλα: Η καλλιέργεια σταθεροποιήθηκε στα 64000 στρ. περίπου και καλύπτει τον προγραμματισμό του εργοστασίου ζάχαρης. 3. Καπνός: Θεαματική ήταν η αύξηση των καλλιεργούμενων εκτάσεων της ποικιλίας «Βιρτζίνια» με παράλληλη εγκατάσταση ξηραντηρίων ακόμη και σε μη παραδοσιακές περιοχές καλλιέργειας καπνού (Δήμοι Ποταμιάς και Ελασσόνας). Αντίθετα τα καπνά Ανατολικού τύπου δεν καλύπτουν το πλαφόν της παραγωγής. 4. Όσπρια: Παραμένουν οι καλλιέργειες σε μικρές αριθμητικά εκτάσεις αθροιστικά 4076 στρ. και εμφανίζεται κυρίως στο Δήμο Νίκαιας. 31
Κτηνοτροφικά φυτά (Μηδική σανός, Βίκος σανός, καρπός, τριφύλλια) Η καλλιέργεια σανοδοτικών ψυχανθών από πλευράς έκτασης και παραγωγής δεν είναι ανάλογη της ανάπτυξης των κτηνοτροφικών μονάδων. Οι καλλιεργούμενες εκτάσεις θεωρούνται πολύ λίγες σε σχέση με τις ανάγκες που υπάρχουν για κατανάλωση αυτών των φυτών από τον κλάδο της κτηνοτροφίας. Κηπευτικές καλλιέργειες (πατάτα, καρπούζι) Καταλαμβάνουν το 1% των καλλιεργήσιμων εκτάσεων και κατά συντριπτική πλειοψηφία εμφανίζονται στους δήμους Τυρνάβου και Μακρυχωρίου. Δενδρώδεις καλλιέργειες Μεταξύ των δενδρωδών εκτάσεων και ιδιαίτερα στ αχλάδια στα μήλα και στα ροδάκινα, σημειώθηκαν ορισμένες αυξομειώσεις. Τα μήλα αντιμετωπίζουν πρόβλημα ανταγωνισμού κυρίως τις περιόδους αυξημένης παραγωγής. Η τάση που υπάρχει είναι η συνεχής βελτίωση της ποιότητας τους και η μείωση του κόστος παραγωγής τους προκειμένου να μειωθούν οι εισαγωγές από την Λατινική Αμερική, ΗΠΑ και Τουρκία. Συμπερασματικά, ο Νομός Λάρισας χαρακτηρίζεται από έντονη γεωργική δραστηριότητα, ενώ αρκετά ανεπτυγμένη εμφανίζεται και η βιομηχανική δραστηριότητα στο νομό (υφαντουργία, τρόφιμα). Ο Νομός Λάρισας συγκεντρώνει περίπου το 50% των συνολικών εκτάσεων των γεωργικών καλλιεργειών της περιφέρειας Θεσσαλίας. Ο κύριος όγκος της συνολικής παραγωγής σιταριού της περιφέρειας παράγεται στο νομό Λάρισας, ο οποίος παράγει επίσης σημαντικό ποσοστό βαμβακιού, μήλων, καπνού και τομάτας. Τα κυριότερα προβλήματα στον πρωτογενή τομέα μπορούμε να πούμε ότι προέρχονται από τους κανόνες εφαρμογής της αναμόρφωσης της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ) η οποία καλείται να προσαρμόσει την Ευρωπαϊκή οικονομία στις συνθήκες του Διεθνούς εμπορίου, ύστερα από την υπογραφή της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου (GATT). Περιοριστικός παράγοντας για την ανάπτυξη της φυτικής παραγωγής είναι η συσσώρευση σημαντικού κεφαλαίου, κυρίως σε μηχανολογικό εξοπλισμό και εγκαταστάσεις, για την εξυπηρέτηση των κυριότερων καλλιεργειών του νομού (σιτηρά, βαμβάκι, καπνός), που όμως έπαψε να είναι αποδοτικό. Έτσι οι χρηματικοί πόροι που δαπανήθηκαν προς αυτή την κατεύθυνση και οι οποίοι προσφέρουν πλέον μικρή προσαύξηση στην παραγωγή, στέρησαν και στερούν τη δυνατότητα ή την ευκολία επανεπένδυσης σε άλλες καλλιέργειες ή γεωργικές δραστηριότητες. 32
Η φυτική παραγωγή του νομού έχει τις βασικές προϋποθέσεις ανάπτυξης που δεν υπάρχουν στο βαθμό αυτό σε άλλους νομούς όπως είναι: α) η μεγάλη συνεχόμενη πεδινή έκταση β) το υψηλό ποσοστό αρδευόμενων εκτάσεων που μπορεί να επεκταθεί περισσότερο. Η ορθολογικότερη αξιοποίηση των στοιχείων αυτών μπορεί να βελτιώσει την παραγωγικότητα του πρωτογενή τομέα του νομού. Τα βασικά προβλήματα που αντιμετωπίζει ο πρωτογενής τομέας του νομού είναι: Η έλλειψη επαρκών ποσοτήτων νερού για τις αρδευόμενες καλλιέργειες. Το μικρό μέγεθος των γεωργικών εκμεταλλεύσεων. Η έλλειψη συμπληρωματικότητας ζωικής και φυτικής παραγωγής. Το χαμηλό εκπαιδευτικό επίπεδο των αγροτών. Οι οργανωτικές ελλείψεις στο κύκλωμα παραγωγής, μεταποίησης κι εμπορίας προϊόντων που συνδυάζονται με ελλείψεις στις υποδομές. 3.2.1.2 Κτηνοτροφία Η κτηνοτροφία παρουσιάζει επίσης αναπτυξιακές τάσεις, που εκφράστηκαν µε την αύξηση της ζωικής παραγωγής και του ζωικού κεφαλαίου χοίρων και βοοειδών κατά την προηγούμενη δεκαετία, αλλά έχει μεγάλα περιθώρια βελτίωσης, κυρίως στον τοµέα της αιγοπροβατοτροφίας. Εκτιμάται ότι περισσότερα από 10.000 νοικοκυριά απασχολούνται σε αυτόν τον τοµέα. Στο νομό αναπτύσσονται κύρια τρεις βασικοί κλάδοι: α) Η αιγοπροβατοτροφία με 845.000 ζώα (640.000 πρόβατα και 235.000 αίγες) β) Η βοοτροφία με 16.800 αγελάδες αναπαραγωγής και 12.000 μοσχάρια γ) Η χοιροτροφία με 6.500 χοιρομητέρες και 110.000 120.000 χοιρίδια. 3.2.1.3 Αλιεία Όσον αφορά την αλιεία, αυτή περιορίζεται στην ανατολική πλευρά του νομού. Στον τοµέα των υδατοκαλλιεργειών εμφανίζονται τεράστιες περαιτέρω προοπτικές µε δεδομένα τα σχετικά χρηματοδοτικά προγράµµατα και κίνητρα της Ε.Ε. Οι νεότερες μορφές αλιείας (ιχθυοκαλλιέργειες) αποτελούν ένα βασικό άξονα για την ανάπτυξη του πρωτογενούς τομέα (Στυλιανάκης, 2000). 33
3.2.2 Δευτερογενής τομέας Εκείνο που καθιερώνει τον αγροτικό τομέα ως την παραγωγική δραστηριότητα με τη μεγαλύτερη ίσως σημασία για την οικονομία του νομού, είναι οι διασυνδέσεις του με τη μεταποιητική δραστηριότητα της περιοχής. Ο δευτερογενής τομέας διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην οικονομική ζωή του νομού. Είναι ένας τομέας με πολύ σημαντικό ειδικό βάρος στην οικονομία του νομού, το οποίο δεν αποτυπώνεται από τη συμμετοχή του στο συνολικό ακαθάριστο προϊόν του νομού (26%), ούτε από τη συμμετοχή του στην απασχόληση. Η μεγαλύτερη σημασία του δευτερογενή τομέα για τον οικονομικό και κοινωνικό ιστό του νομού, φαίνεται από τις έντονες αλληλεξαρτήσεις του με τον τριτογενή, αλλά και με τον πρωτογενή τομέα. Ο βιομηχανικός ιστός του νομού Λάρισας κυριαρχείται από βιομηχανίες άμεσων καταναλωτικών αγαθών (είδη διατροφής, υφαντουργία, έτοιμα ενδύματα και υπόδηση) και είναι μικρού μεγέθους. (Στυλιανάκης 2000) Ο σημαντικότερος κλάδος όσον αφορά τη συμμετοχή στη συνολική απασχόληση της μεταποίησης, είναι ο κλάδος των τροφίμων, που συγκεντρώνει το 22,5% περίπου των απασχολουμένων. Ακολουθεί ο κλάδος της υφαντουργίας που αντιπροσωπεύει το 19% της απασχόλησης με σημαντικές τάσεις μείωσης. Οι υπόλοιποι σημαντικοί κλάδοι της μεταποίησης ακολουθούν φθίνουσα πορεία. Όσον αφορά την εξέλιξη της δυναμικής των μεγάλων μεταποιητικών μονάδων (με απασχόληση > 20 άτομα) παρατηρούνται τα εξής: - Σταδιακή μείωση των μεγάλων επιχειρήσεων. - Μείωση της ακαθάριστης αξίας παραγωγής. - Μείωση της παραγωγικότητας. - Έλλειψη και σταδιακή μείωση των παραγωγικών επενδύσεων. Το μεγαλύτερο μέρος της βιομηχανικής και βιοτεχνικής δραστηριότητας του νομού συγκεντρώνεται στην περιοχή της πόλης της Λάρισας και κατά μήκος των κύριων οδικών αξόνων και της ΒΙΠΕ Λάρισας, που αναπτύχθηκε γρήγορα στην περιοχή απέναντι από την κοινότητα της Γυρτώνης. Οι μικρές παραγωγικές μονάδες όμως είναι διάσπαρτες σε όλο το νομό. Η πλειοψηφία των βιομηχανικών και βιοτεχνικών μονάδων ανήκουν και εξυπηρετούν κυρίως τον αγροτικό τομέα. Σε γενικές γραμμές, ο κίνδυνος κάμψης της μεταποιητικής δραστηριότητας στο νομό είναι ορατός με άμεσα αρνητικά αποτελέσματα για την περιοχή. - Το μεγαλύτερο πρόβλημα στον δευτερογενή τομέα είναι αυτό των επενδύσεων, που επιδρά στο οξυμμένο πρόβλημα της απασχόλησης. 34
- Αν δεν γίνει κάποια παρέμβαση και με δεδομένη την μέχρι σήμερα πορεία της, υπολογίζεται ότι η απασχόληση θα μειωθεί κατά 14%. Και όμως, ο τομέας μεταποίησης παρουσιάζει αξιόλογες δυνατότητες ανάπτυξης στο νομό οι οποίες συνίστανται: - Στην ύπαρξη εξειδικευμένου και διαθέσιμου εργατικού δυναμικού σε όλα τα επίπεδα παραγωγής και στην κατάλληλη αξιοποίηση του επιστημονικού δυναμικού. - Στην ύπαρξη ελάχιστης υποδομής σε μηχανολογικό εξοπλισμό. - Στις θετικές εξελίξεις, που αφορούν στις εξαγωγές των ελληνικών μεταποιημένων προϊόντων. 3.2.3 Τριτογενής τομέας Τα τελευταία χρόνια ο τριτογενής τομέας (παροχή υπηρεσιών) διαδραματίζει έναν αυξανόμενο ρόλο στην οικονομία του νομού Λάρισας. Το γεγονός αυτό προκύπτει τόσο από την εξέλιξη του προϊόντος του τομέα, όσο και από τη συμμετοχή του στη συνολική απασχόληση. (Στυλιανάκης 2000) * Η εξέλιξη της συμμετοχής του προϊόντος του τριτογενή τομέα στο συνολικό προϊόν εμφανίζεται αύξουσα. * Η συμμετοχή του τομέα στη συνολική απασχόληση του νομού ανέρχεται στο 48,5% για το 1993 (έναντι 32,8% του πρωτογενή και 19,2% του δευτερογενή). * Η εξέλιξη των μονάδων του τομέα αυτού στο νομό και των απασχολουμένων σε αυτές ακολουθεί υψηλούς αυξητικούς ρυθμούς υψηλότερους μάλιστα από τους αντίστοιχους σε εθνικό επίπεδο. Κυρίως για γεωγραφικούς και οικονομικούς λόγους η Λάρισα αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα εμπορικά κέντρα της χώρας. Μέσω αυτής διακινούνται σημαντικές ποσότητες προϊόντων του πρωτογενούς και του δευτερογενούς τομέα. Στην περιοχή δραστηριοποιούνται περίπου 200 εξαγωγικές εταιρίες, εξάγοντας αγροτικά κυρίως προϊόντα σε χώρες μέλη της Ε.Ε. Στον ίδιο βαθμό ανεπτυγμένος είναι και τομέας των μεταφορών. Η ανάπτυξη οφείλεται στο γεγονός ότι η πόλη της Λάρισας βρίσκεται στο συγκοινωνιακό κόμβο των βασικότερων οδικών αξόνων του εθνικού μας δικτύου. Ταυτόχρονα η πόλη βρίσκεται κι επάνω στον μοναδικό βασικό σιδηροδρομικό άξονα της χώρας. 35
Σε όλους τους τομείς εκτός της βιομηχανίας και της βιοτεχνίας, η πόλη της Λάρισας συγκεντρώνει το σύνολο των υπερτοπικής σημασίας καταστημάτων, που αποτελεί το 52,1% των εμπορικών καταστημάτων του νομού, στα οποία απασχολείται το 60,9% των εργαζομένων στον τομέα αυτό, αποτελώντας έτσι το κέντρο όλων των δραστηριοτήτων του Θεσσαλικού κάμπου. (Στυλιανάκης 2000) Όσον αφορά τον κλάδο του τουρισμού παρουσιάζει περιορισμένη ανάπτυξη στο νομό Λάρισας. Συγκριτικά με την υπόλοιπη Ελλάδα, ο νομός Λάρισας προσελκύει μικρό αριθμό επισκεπτών, ιδιαίτερα αλλοδαπών και υστερεί στον αριθμό διανυκτερεύσεων. Ο νομός Λάρισας έχει σπουδαία αρχαιολογικά ευρήματα από την παλαιολιθική εποχή, 200-400 χιλιάδων χρόνων, σε απόσταση 10 Km από τον Τύρναβο, στην δυτική είσοδο των στενών της Ροδιάς, λίγο μετά την συμβολή του Τιταρήσιου με τον Πηνειό. Στην περιοχή των Δένδρων βρέθηκε ο νεολιθικός οικισμός Άργισσα που χρονολογείται 7 χιλιάδες χρόνια π.χ. Ευρήματα από τον οικισμό αυτό καθώς και άλλα από την νεολιθική εποχή βρίσκονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Λάρισας). Υπάρχουν επίσης αξιόλογα ευρήματα της κλασικής περιόδου όπως αυτό του Αρχαίου Θεάτρου της Λάρισας καθώς και βυζαντινά και νεότερα μνημεία. (Στυλιανάκης 2000) Αυτός ο σημαντικός τομέας της πολιτιστικής κληρονομιάς πρέπει να αναδειχθεί, και να χρησιμοποιηθεί προβάλλοντας τον για την αύξηση και ποιοτική αναβάθμιση του τουρισμού αλλά και για εκπαιδευτικούς λόγους. Παρόλες τις δυσκολίες, υπάρχουν περιθώρια στο νομό για μεγαλύτερη αξιοποίηση του τομέα του τουρισμού. Στο βαθμό που υπάρχουν στο νομό πρωτογενείς τουριστικοί πόροι, τέτοιοι που να μπορούν να προσελκύουν τουριστική μετακίνηση, είναι δυνατόν με ορισμένες παρεμβάσεις (δημόσιου και ιδιωτικού χαρακτήρα) να αξιοποιηθούν οι πόροι αυτοί, έτσι ώστε να δημιουργηθούν νέα κίνητρα για νέες μορφές τουριστικής ζήτησης και να διαμορφωθεί μία νέα τουριστική εικόνα για την περιοχή. Οι προκλήσεις που θα δεχθούμε τις επόμενες δεκαετίες θα έχουν σχέση με: - την απόκτηση και αξιοποίηση της πληροφορίας πληροφορική. - με μέτρα για την προστασία του περιβάλλοντος. - με αξιοποίηση της έρευνας και σύνδεση της με την παραγωγή. - με την εξειδίκευση του εργατικού δυναμικού. Στα πλαίσια αυτά θα πρέπει να υπάρχει πρόνοια για κάλυψη της ίδιας συμμετοχής σε κοινοτικές πρωτοβουλίες, αλλά και δράσεις για ανταλλαγή εκπροσώπων Δημοσίων φορέων, Αυτοδιοίκησης και Επιμελητηρίων κυρίως με χώρες Ανατολικής Ευρώπης και Μεσογείου στα πλαίσια ανταλλαγής τεχνογνωσίας. 36
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 ο ΤΟ ΝΕΡΟ ΚΑΙ ΟΙ ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΤΙΚΟΥ ΤΟΜΕΑ 4.1 Διαφοροποίηση ως προς τους τρόπους άρδευσης Ο παρακάτω πίνακας μας παρουσιάζει την κατάσταση που επικρατεί την τελευταία δεκαετία και αφορά τα ΤΟΕΒ, τις εκτάσεις που αρδεύει το κάθε ένα και τις μεθόδους άρδευσης που προτιμούν να χρησιμοποιούν οι καλλιεργητές των αντίστοιχων περιοχών. Όπως φαίνεται και στον πίνακα, το ΤΟΕΒ που καλύπτει το μεγαλύτερο πλήθος εκτάσεων είναι αυτό του ΤΟΕΒ Πηνειού που προφανώς είναι το υπεύθυνο για την άρδευση του μεγαλύτερου μέρους των εκτάσεων του νομού. Επίσης, ένα άλλο συμπέρασμα που βγαίνει από τα παρακάτω στοιχεία είναι ότι το μεγαλύτερο μέρος των εκτάσεων που αρδεύονται ανεξαρτήτως περιοχής και ΤΟΕΒ είναι με στάγδην άρδευση. Αυτό σημαίνει ότι οι αγρότες των περιοχών που εξαρτώνται από αυτά τα ΤΟΕΒ γνωρίζουν τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της κάθε μεθόδου άρδευσης και αποφάσισαν ότι η στάγδην είναι αυτή που συμφέρει και τους ίδιους αλλά έχει και τις μικρότερες απώλειες σε ποσότητα νερού. Πίνακας 1 Αρδευόμενες εκτάσεις και μέθοδοι άρδευσης 2004 ΑΡΔΕΥΟΥΣΑ ΕΚΤΑΣΗ ΜΕΘΟΔΟΙ ΑΡΔΕΥΣΗΣ ΕΠΙΦΑΝ. ΤΕΧΝΗΤΗ ΣΤΑΓΔΗΝ ΤΟΕΒ Πηνειού 137.809 στρ. 90 στρ. 65.809 στρ. 71.910 στρ. ΤΟΕΒ Μάτι Τυρνάβου 9.065,5 στρ. - 1.150 στρ. 7.915,5 στρ. ΤΟΕΒ Τυρνάβου 7.199 στρ. - 460 στρ. 6.739 στρ. ΤΟΕΒ Δαμασίου 8.204 στρ. 158,5 στρ. 1.000 στρ. 7.045,5 στρ. ΤΟΕΒ Ενιπέα Φαρσ. 48.838,5 στρ. - 7.500 στρ. 41.338,5 στρ. ΤΟΕΒ Ταουσάνης 15.571,5 στρ. - 4.471,5 στρ. 11.100 στρ. ΤΟΕΒ Αγίας Σοφίας 10.399,5 στρ. - 1.399,5 στρ. 9.000 στρ. ΤΟΕΒ Ραψάνης 350 στρ. 20 στρ. 80 στρ. 250 στρ. ΤΟΕΒ Μακρυχωρίου 4.268 στρ. - 418 στρ. 3.850 στρ. Δ.Ε.Β Λάρισας (2004) Παρατήρηση: Στο ΤΟΕΒ Ενιπέα, Δαμασίου, Αγ. Σοφίας, Τυρνάβου και Ταουσάνης η αρδεύσιμη έκταση υπολογίστηκε βάσει της διαθέσιμης παροχής των γεωτρήσεων ΠΑΥΥΘ 37
4.2 Διαφοροποίηση ως προς τη διαθεσιμότητα νερού/ υδατικό ισοζύγιο Πρόβλημα σύνθετο με οικονομικές και κοινωνικές παραμέτρους που ταλανίζει τα τελευταία χρόνια την Θεσσαλία και ιδιαίτερα το νομό της Λάρισας είναι η έλλειψη νερού και η αδυναμία αντιμετώπισης των αρδευτικών της αναγκών. Το πρόβλημα οξύνεται τις περιόδους ανομβρίας και μειωμένων αποθεμάτων στους αποθηκευτικούς χώρους (φράγματα λιμνοδεξαμενές κτλ), εξαιτίας των μειωμένων εισροών από βροχοπτώσεις, αλλά και εξαιτίας των υψηλών θερμοκρασιών το καλοκαίρι. Το πρόβλημα παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1977 και έκτοτε εμφανίζεται με επαναλαμβανόμενη συχνότητα τα έτη 1983, 1985, 1988, 1990, 1993, 2000, 201 και 2007. Οι ζημιές στις καλλιέργειες και οι εντάσεις που δημιουργούνται ανάμεσα σε αγρότες, τοπικούς φορείς και εκπροσώπους της αυτοδιοίκησης ενός ή περισσοτέρων γειτονικών νομών, πιστοποίησαν με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο, ότι το υδατικό έλλειμμα, αποτελεί μείζον πρόβλημα για την Θεσσαλία. (Αγροτική ενημέρωση, Μάιος 2008) Στον νομό της Λάρισας τα περισσότερα και πιο έντονα προβλήματα εμφανίζονται στις πεδινές εκτάσεις των περιοχών Λάρισας, Πλατυκάμπου, Γλαύκης, Καλαμακίου κ.ά. παρακάρλιων περιοχών, που εξαρτώνται κυρίως από τα νερά του Πηνειού κι από αυτά που παροχετεύει στον Πηνειό ο ταμιευτήρας Ταυρωπού. Ειδικά τις περιόδους ανομβρίας είναι προβληματική εώς αδύνατη η ενίσχυση του Πηνειού καθώς υπάρχουν δεκάδες πρόχειρα φράγματα και εμπόδια στους συλλεκτήρες και στα ανοιχτά δίκτυα του ν.καρδίτσας -μέσω των οποίων παροχετεύεται το νερό προς τον Πηνειό- με συνέπεια να εγκλωβίζεται το νερό στα διάφορα σημεία της διαδρομής αυτής. Επίσης και στις γεωτρήσεις ορισμένων προβληματικών (από πλευρά υδροφορίας) περιοχών, όπως η ευρύτερη περιοχή του Τ.Ο.Ε.Β Ταουσάνης και περιοχές στα Φάρσαλα (Υπέρεια, Ψυχικό κ.ά), Μύρα, Χάλκη κ.ά. που εξαρτώνται από υπόγεια νερά, εμφανίζονται προβλήματα (πτώση στάθμης, μείωση παροχής, αδυναμία λειτουργίας της γεώτρησης). Αυτά είναι προβλήματα της τελευταίας κυρίως δεκαετίας και δεν συνέβαιναν κάποια χρόνια πριν. (Αγροτική ενημέρωση, Μάιος 2008) 38
4.2.1 Οι επιπτώσεις των αρδεύσεων σε επιφανειακά νερά - πηγές Οι επιπτώσεις από τις αρδεύσεις στα επιφανειακά νερά, διακρίνονται σε δύο κατηγορίες. Η πρώτη κατηγορία (ποσοτικές μεταβολές), αφορά όλα τα επιφανειακά νερά ποταμών ή πηγών, η παροχή των οποίων χρησιμοποιείται σχεδόν το σύνολο της για την εξυπηρέτηση καλλιεργειών. Δεν λαμβάνεται πρόνοια και κανένα μέτρο για τις ανάγκες των κατάντη της ροής και την εξασφάλιση της στοιχειώδους παροχής που απαιτείται για την λειτουργία του ποταμού ή της πηγής και της υδρόβιας ζωής που φιλοξενούν. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτής της κατάστασης που ισχύει στο θεσσαλικό χώρο τα τελευταία 10-15 χρόνια, είναι ο Πηνειός ποταμός, οι πηγές Μάτι Τυρνάβου, κ.α. η παροχή των οποίων εξαντλείται μέχρις μηδενισμού ή γίνεται πεδίο οξύτατων αντιδικιών και διαμάχης μεταξύ αρδευτών του ίδιου νομού ή γειτονικών νομών, με σοβαρές επιπτώσεις στο περιβάλλον. Η ελάχιστη παροχή του Πηνειού είναι 1-3 μ3/δευτ., ενώ η πλημμυρική έχει φθάσει τα 1.120 μ3/δευτ. Η μέση ετήσια απορροή του Πηνειού και των παραποτάμων του φθάνει τα 3,0 δισεκατομμύρια μ3. Οι ανάγκες των εκτάσεων από τους Ν. Τρικάλων, Καρδίτσας και Λάρισας, που αρδεύονται κάθε χρόνο από τον Πηνειό, ξεπερνούν συνολικά τα 150 εκατ. μ3. Στην αρδευτική περίοδο η ελάχιστη απαιτούμενη παροχή του Πηνειού είναι 12-15 μ3/δευτ. (8 μ3/δευτ. αντλεί μόνο ο ΤΟΕΒ Πηνειού στη Λάρισα). Σπάνια εξασφαλίζεται σε ένα βαθμό, η ελάχιστη προβλεπόμενη οικολογική παροχή των 5 μ3/δευτ. (Περιφερειακό Ταμείο Ανάπτυξης της Περιφέρειας Θεσσαλίας. 2005) Η δεύτερη κατηγορία (ποιοτικές μεταβολές) επιπτώσεων, αφορά την ρύπανση ποταμών ή πηγών, η οποία επιδεινώνεται γεωμετρικά κατά την θερινή περίοδο, τόσο από την μείωση της παροχής του νερού (έως μηδενισμού) από τις αρδεύσεις, όσο και από τις αυξημένες εισροές (λιπάσματα, γεωργικά φάρμακα) που δέχονται στην λεκάνη τους. Εάν δεν υπήρχε η ενίσχυση του Πηνειού με νερά από τον Ταυρωπό (περίπου 10-20 εκατ. μ3 από Ιούνιο έως Σεπτέμβριο), τότε ο Πηνειός ποταμός θα είχε ελάχιστη ή μηδενική παροχή για 3-5 μήνες, με ότι αυτό συνεπάγεται για την ρύπανση των υπόγειων και επιφανειακών νερών και γενικότερα για το περιβάλλον. Την ίδια περίοδο έντονα είναι και τα προβλήματα και οι καταστροφές στην πανίδα του ποταμού (νεκρά ψάρια), από τις μεγάλες διακυμάνσεις της παροχής, την διακοπή της ροής του νερού κατάντη σε τμήματα του, κ.α. Καλή είναι η κατάσταση του Πηνειού μετά την κοιλάδα των Τεμπών λόγω εμπλουτισμού των νερών του από τις μεγάλης παροχής πηγές που υπάρχουν στην περιοχή. Τέλος επιπτώσεις από τις αρδεύσεις, υπήρξαν και στις πηγές. Οι παροχές των πηγών στους σχιστολιθικούς σχηματισμούς ήταν σχετικά σταθερές, σε αντίθεση με τις 39
καρστικές, στις οποίες οι υπεραντλήσεις των υπόγειων νερών είχαν σοβαρές επιπτώσεις. Η παροχή πηγών μειώθηκε αισθητά ή μηδενίσθηκε, σε διάφορα σημεία της Θεσσαλίας. Οι παροχές στις πηγές αυτές εμφανίζονται στον πίνακα 2. Πίνακας 2. Μέση παροχή πηγών στη Θεσσαλία (μ3 /δευτ.). Πηγή Παροχή πριν την ανόρυξη γεωτρήσεων (1970) Σημερινή παροχή (2005) Μάτι Τυρνάβου 2,6 1 Χτούρι Πολυνερίου 0,3 0 Αγία Άννα 0,34 0 Βελεστίνο 0,33 0 Γκιόλι Μ.Βουνού 0,2 0 Κεφαλόβρυσο Μύρων Πηγή: Μαρίνος Π., Θάνος Μ., Περλέρος Β., Καββαδάς Μ. 1996 0,01 0 4.2.2 Οι επιπτώσεις των αρδεύσεων στα υπόγεια νερά Οι επιπτώσεις από την υπερεκμετάλλευση των υπόγειων νερών, διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες. Η πρώτη κατηγορία (ποσοτικές μεταβολές), αφορά σχεδόν το σύνολο των γεωτρήσεων στο θεσσαλικό χώρο, εκδηλώνεται με την συνεχή πτώση της υδροστατικής στάθμης και την σημαντική μείωση της εκμεταλλεύσιμης παροχής. Η δεύτερη κατηγορία (ποιοτικές μεταβολές) επιπτώσεων, αφορά την υφαλμύρωση των υδροφορέων ( η οποία οφείλεται στην διείσδυση του νερού της θάλασσας) και την «νιτρορύπανση» (η οποία οφείλεται στην συγκέντρωση νιτρικών και αμμωνιακών, από την υπερβολική χρήση λιπασμάτων και μείωση των υπόγειων νερών). Το αποτέλεσμα ήταν η ακαταλληλότητα του νερού για όλες τις χρήσεις (ύδρευση, άρδευση). Τέλος η τρίτη κατηγορία επιπτώσεων, αφορά φαινόμενα καθίζησης ή ρωγμών του εδάφους, που οφείλονται στην συμπίεση των κενών των πόρων των υδροφόρων στρωμάτων, που προκαλεί η πτώση της στάθμης.( Διαμαντής Ι., Πλιάκας Φ. 1996) 40
4.3 Διαφοροποίηση ως προς τις βροχοπτώσεις την τελευταία 30ετία Τα δεδομένα της Ε.Μ.Υ. από τους 18 πιο αξιόπιστους μετεωρολογικούς σταθμούς για τα τελευταία 40 χρόνια, μετά από μια πρώτη στατιστική επεξεργασία, συνηγορούν κατ αρχήν για μία σημαντική μείωση των βροχοπτώσεων στον Ελλαδικό χώρο, όπως φαίνεται στον παρατιθέμενο πίνακα παρακάτω. Πιο συγκεκριμένα, τα πράγματα έχουν ως εξής : Η βορειοδυτική και Νοτιοδυτική Ελλάδα εμφανίζει μια μείωση των βροχοπτώσεων μέσα στην περασμένη 40ετία της τάξεως του 23% - 29%. Η υπόλοιπη Βόρεια Ελλάδα εμφανίζει μια μικρότερη μείωση μέσα στην 40ετία έως και 20%. Η περιοχή της Στερεάς εμφανίζει κατά τι μικρότερη μείωση (19-23%). Η Πελοπόννησος, η Αττική και οι Κυκλάδες εμφανίζουν, αντίθετα, αύξηση των βροχοπτώσεων της τάξεως του 13-29% μέσα στην 40ετία. Τέλος, η Κρήτη, όπως και η υπόλοιπη άνω της Αττικής Ελλάδα, εμφανίζει μια μείωση των βροχοπτώσεων κατά 10% μέσα στην 40ετία. Από τα παραπάνω και με όλες τις επιφυλάξεις μιας πρώτης στατιστικής προσέγγισης, διαφαίνεται στον Ελλαδικό χώρο μια τάση ομοιογενοποίησης του καθεστώτος των βροχοπτώσεων, μέσα από μία σημαντικότατη μείωση των βροχοπτώσεων εκεί όπου ήδη βρέχει πολύ και μια αρκετά σημαντική εκεί όπου βρέχει αρκετά, ενώ διαφαίνεται μια σταθεροποίηση έως και αύξηση των βροχοπτώσεων εκεί όπου βρέχει λίγο. Πίνακας 3. Μετεωρολογικός σταθμός Βροχοπτώσεις σε mm (χιλιοστόγραμμα) Μέση ετήσια Μέση ετήσια περασμένης μεταβολή (mm) 30ετίας (εκτιμώμενη) Κέρκυρα (641) 1145 (-) 11-28,8 Πρέβεζα (643) 987 (-) 8,07-24,5 Ιωάννινα (642) 1141 (-) 9,03-23,7 Κοζάνη (632) 531 (-) 4,31-24,7 Μίκρα (622) 463 (+) 0,70 +4,5 Αλεξ/πολη (627) 561 (-) 3.54-18,9 Μυτιλήνη (667) 681 (-) 0,33-1,76 Σάμος (723) 713 (-) 3,98-16,7 Μέση μεταβολή περασμένης 30ετίας (%) 41
Λάρισα (648) 433 (-) 1,95-13,5 Λαμία (675) 619 (-) 4,78-23,1 Αλίαρτος (674) 597 (-) 3,60-18,1 Ελληνικό (716) 375 (+) 1,65 +13,2 Τρίπολη (710) 808 (+) 2,54 +9,4 Μεθώνη (734) 705 (+) 5,69 +24,2 Κύθηρα (743) 550 (-) 0,60-3,2 Νάξος (732) 374 (+) 3,67 +29,4 Ηράκλειο (754) 487 (-) 1,70-10,5 Ρόδος (749) 698 (-) 5,35-22,9 * Με την μέθοδο της εγγύτερης ευθείας (ελάχιστων τετραγώνων) Πηγή δεδομένων: ΕΜΥ Μηνιαία Δελτία Βροχοπτώσεων 1950-1990 Οι βροχοπτώσεις τα τελευταία χρόνια Όπως προκύπτει από την επεξεργασία των στοιχείων των βροχομετρικών σταθμών ΛιΒαδίου, Σωτηρίου και Φαρσάλων που παρακολουθεί η Διεύθυνση Εγγείων Βελτιώσεων και Υδατικών Πόρων, καθώς και της Λάρισας (ΑΤΑ), οι ικανοποιητικές βροχοπτώσεις που επικράτησαν την τριετία 2002-2004 και το 2006, δεν εμφανίσθηκαν στις περιόδους 2006-2007 και 2007-2008. Σύμφωνα με στοιχεία της διεύθυνσης Εγγείων Βελτιώσεων το έλλειμμα σε βροχόπτωση (Βροχή-χιόνια) για τους μήνες Οκτώβριο έως και Μάρτιο 2008, από το μέσο όρο 1996-2007, σε Φάρσαλα και Σωτήριο είναι 26% και 16% αντίστοιχα, ενώ σε Λάρισα και Λιβάδι είναι περίπου μηδενικό. 42
Τα στοιχεία είναι ενδεικτικά, δεν αντιπροσωπεύουν όμως το σύνολο των περιοχών του νομού, γιατί δεν υπάρχει πυκνό δίκτυο σταθμών που να μας καλύπτει πλήρως. ΒΡΟΧΟΜΕΤ ΡΙΚΟΙ ΣΤΑΘΜΟΙ Πίνακας 4. Βροχομετρικά στοιχεία ν. Λάρισας ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ Σ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2008 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙ ΟΣ ΜΑΡΤΙΟΣ ΣΥΝΟΛΟ ΟΚΤΩΒΡ. 2006 ΜΑΡΤ. 2007 ΧΙΛΙΟΣΤΑ Μ.Ο ΟΚΤΩΒ- ΜΑΡΤ. 1996-2007 ΧΙΛΙΟΣΤΑ ΛΑΡΙΣΑ 104,6 97,8 21,3 3,8 18,0 12,3 257,8 255,9 ΦΑΡΣΑΛΑ 28,0 115,0 71,0 3,0 25,0 35,0 277,0 (74%) 374,4 ΣΩΤΗΡΙΟ 45,6 110,5 29,5 4,9 30,0 15,0 235,5 (84%) 279,9 ΛΙΒΑΔΙ 126,5 131,3 33,2 16,0 28,4 38,4 373,8 379,7 (Πηγή : Διεύθυνση Εγγείων Βελτιώσεων Λάρισας 2008) Τα στοιχεία για το ύψος βροχής στο νομό Καρδίτσας, που αφορούν στον ταμιευτήρα Ταυρωπού, δεν είναι ενθαρρυντικά. Είναι χαρακτηριστικό ότι το χρονικό διάστημα 0κτώβριος 2007 έως 11 Απριλίου 2008, είχαμε εισροές στον Ταυρωπό μόνο 62 εκ. μ 3, έναντι 102,6 εκ. μ 3 που είναι ο Μ.Ο. εισροών το χρονικό διάστημα 1989-2007. Σήμερα στον ταμιευτήρα Ταυρωπού υπάρχουν διαθέσιμα μόνο 47 εκ. μ 3 (στάθμη 785,32 μ.), ενώ την ίδια χρονική στιγμή το 2007 υπήρχαν 87 εκ. μ 3. 4.3 Διαφοροποίηση ως προς τις αρδευόμενες εκτάσεις Σήμερα στη Θεσσαλία καλλιεργούνται περίπου 5 εκατ. στρέμματα, εκ των οποίων αρδεύονται τα 2.491.000 στρέμματα (το 18,487 % του συνόλου των αρδευόμενων εκτάσεων στη χώρα). Τα 730.000 στρέμματα αρδεύονται από τα επιφανειακά νερά και τα 1.761.000 στρέμματα από τα υπόγεια νερά της Θεσσαλίας. Παρά τις περιορισμένες ποσότητες νερού που διαθέτει τους θερινούς μήνες η Θεσσαλία, η αρδευόμενη έκταση αυξήθηκε 229 % σε σχέση με το 1962 και 46 % σε σχέση με το 1980. Η εξέλιξη των αρδεύσεων από το 1962 μέχρι σήμερα εμφανίζεται στο παρακάτω γράφημα. (Αγροτική ενημέρωση, Μάιος 2008) 43
αρδευόμενα στρέμματα 2.500.000 2.491.000 2.000.000 1.728.260 1.500.000 1.000.000 500.000 524.562 αρδευόμενα στρέμματα 0 1962 1980 2004 Γράφημα Αρδευόμενες εκτάσεις Θεσσαλίας 1962-2004 Πηγή: ΕΣΥΕ, 2005 Οι αρδευόμενες εκτάσεις στους 4 νομούς και ο αριθμός των στρεμμάτων που αρδεύονται με επιφανειακά και υπόγεια νερά στη Θεσσαλία, εμφανίζονται αναλυτικά κατά νομό στον πίνακα 5. Πίνακας 5. Αρδευόμενες εκτάσεις κατά νομό και πηγή προέλευσης νερού Νομοί Αρδευόμενη έκταση (στρέμματα) Άρδευση από επιφανειακά νερά (στρέμματα) Άρδευση από υπόγεια νερά (στρέμματα) Καρδίτσας 768.000 320.000 448.000 Λάρισας 1.146.000 205.000 (18 %) 941.000 (82 %) Μαγνησίας 247.000 126.000 121.000 Τρικάλων 330.000 79.000 251.000 ΣΥΝΟΛΟ 2.491.000 730.000 (29,3 %) 1.761.000 (70,7 %) Πηγή: Αγροτική ενημέρωση Μάιος 2008 Ο ν. Λάρισας έχει καλλιεργούμενη έκταση 2.400.000 στρέμματα περίπου, από τα οποία ποσοστό 48% (1.146.000 στρέμματα) αρδεύονται, με μεγαλύτερη αρδευόμενη καλλιέργεια, το βαμβάκι. Από υπόγεια νερά αρδεύεται το 82 % των εκτάσεων και από επιφανειακά νερά το υπόλοιπο ποσοστό 18 %. (Αγροτική ενημέρωση, Μάιος 2008) 44
4.3.1 Έργα ταμίευσης επιφανειακού νερού Για την αντιμετώπιση του αρδευτικού προβλήματος κατασκευάστηκαν μέχρι σήμερα έργα υποδομής με στόχο να βελτιώσουν την άρδευση στις προβληματικές περιοχές να ενισχύσουν τη συνολική διαθέσιμη ποσότητα νερού της περιοχής, να ελαχιστοποιήσουν τις απώλειες κατά τη μεταφορά του νερού, να δημιουργήσουν αποθηκευτικούς χώρους για την αποθήκευση χειμερινών νερών και τέλος να αποδεσμεύσουν τις περιοχές που αρδεύονται και εξαρτώνται από θερινές παροχές πηγών και του Πηνειού. Τα έργα που έγιναν είναι: 13 ταμιευτήρες (πίνακας 6) συνολικής έκτασης 7.000 στρεμμάτων και χωρητικότητας 21 εκ. κυβικών μέτρων -έγιναν σε ακαλλιέργητες εκτάσεις του δημοσίου και εξυπηρετούν (2-3 ποτίσματα) 50.000-60.000 στρέμματα του ΤΟΕΒ Πηνειού. 5 φράγματα χωρητικότητας 3 εκ. κυβικών μέτρων. 15-17 πρόχειρα φράγματα στον Πηνειό και Ενιπέα κάθε χρόνο. Επενδεδυμένες αρδευτικές διώρυγες στις περιοχές Παλαιοκάστρου, Βερδικούσας, Σκλήθρου, Γλαύκης, Ομορφοχωρίου, Μάτι Τυρνάβου, Φαλάνης και Κεφαλόβρυσου συνολικού μήκους 60 χιλιομέτρων. Υπόγεια δίκτυα σε διάφορες περιοχές, συνολικού μήκους 160 χιλιομέτρων. Ανόρυξη 150 γεωτρήσεων συνολικής παροχής 15.000 μ 3 /ώρα, εξοπλισμοί γεωτρήσεων με αντλία, ηλεκτρομοτέρ, κ.λπ. σε διάφορες περιοχές. Αρδευτικά έργα στο Βλαχογιάννη, Παλαιόκαστρο, Μακρυχώρι, Λόφο Ελασσόνας, Ροδιά, κ.ά. Επίσης έγιναν καθαρισμοί - διανοίξεις στραγγιστικών τάφρων σε μήκος 80 χιλιομέτρων, διευθέτηση της 1Τ και του συλλεκτήρα «Ασμακίου» καθώς και διάφορα άλλα συμπληρωματικά αρδευτικά έργα όπως η ενίσχυση των αναχωμάτων των ταμιευτήρων, μικροφράγματα, τεχνικά, αντλήσεις κλπ. Ονομασία - Έκταση Τοποθεσία (στρέμ.) Καλαμάκι-1 2.000 Πίνακας 6. Πεδινοί ταμιευτήρες νομού Λάρισας Χωρητικότητα Κόστος Έτος κατασκευής (Μ 3 ) (ευρώ) 5.500.000 390.000 1989 Νιάματα-1 570 1.800.000 205.000 1988-89 Πλατύκαμπος-1 250 500.000 112.000 1989-92 45
Ελευθέριο-1 300 900.000 165.000 1990-91 Δήμητρα 400 1.000.000 385.000 1990-91 και 1997 Καστρί 350 1.100.000 355.000 1992-93 Γλαύκη 550 2.100.000 651.000 1993-97 Καλαμάκι-2 750 2.500.000 898.000 1999-2000 Μαυροβούνι 90 260.000 196.000 2000-01 Νιάματα-2 413 1.100.000 580.000 2001-02 Πλατύκαμπος-2 500 1.450.000 2.241.000 2002-04 Ελευθέριο-2 300 800.000 792.000 2003-04 Ομορφοχώρι 350 1.250.000 2.600.000 2006-07 ΣΥΝΟΛΟ 6.823 20.260.000 9.670.000 Πηγή: Διεύθυνση Εγγείων βελτιώσεων & υδατικών πόρων Λάρισας, 2006 4.3.2 Αρδευόμενες εκτάσεις από υπόγεια νερά Όπως προκύπτει από την παρακολούθηση της στάθμης (σε 248 γεωτρήσεις και πιεζόμετρα), και την παρακολούθηση τους (Υ.Ε.Β) τα τελευταία 20-25 χρόνια,, προκύπτει σαφώς όχι το σύνολο των υπόγειων υδροφορέων της Θεσσαλίας εκτός από ελάχιστες περιοχές βρίσκεται κάτω από καθεστώς υπερεκμετάλλευση. Από την υπεράντληση των υπόγειων νερών, κατέβηκαν ανησυχητικά οι στάθμες, μειώθηκαν ή μηδενίστηκαν οι παροχές και υποβαθμίσθηκε η ποιότητα του νερού σε κάποιες άλλες περιοχές. Το πρόβλημα δεν είναι το ίδιο σε όλες τις περιοχές και τούτο γιατί υπάρχει διαφορετική συμπεριφορά σε κάθε υδρογεωλογική λεκάνη, που είναι συνάρτηση πολλών παραγόντων. Σχεδόν σε όλες τις ζώνες, πλην της ζώνης Τρικάλων-Καλαμπάκας αντλήθηκαν και εξακολουθούν να αντλούνται ετησίως από τους υπόγειους υδροφορείς, ποσότητες νερού πολύ περισσότερες από εκείνες που μπορεί να ανανεωθούν από την ανατροφοδοσία αυτών κάθε υδρολογικό έτος. Το σύνολο της ποσότητας του νερού που αφαιρέθηκε (υπερκαταναλώθηκε) στη Θεσσαλία και προκάλεσε την πτώση της στάθμης την εικοσαετία 1974-1994, σύμφωνα με στοιχεία μελετών, εκτιμάται ότι είναι της τάξης του 1 δισεκατομμυρίου μ3, εκ των οποίων τα 800 εκατ. μ3 αφορούν την δεκαετία 1984-1994 ( δηλαδή το 80% του ελλείμματος ). Η ανόρυξη των χιλιάδων γεωτρήσεων (πλέον των 30.000), δημιούργησαν την σημερινή επικίνδυνη κατάσταση, που ίσως οδηγεί σε πλήρη οικολογική καταστροφή. Τα υπάρχοντα στοιχεία είναι αρκετά για τον αναμενόμενο κίνδυνο και τις συνέπειες, που θα είναι η υποβάθμιση της γονιμότητας των εδαφών, η δημιουργία ερημικών συνθηκών και τελικά η οικονομική οπισθοδρόμηση και η κοινωνική «ερημοποίηση». 46
Πτώση στάθμης των υπόγειων νερών της Θεσσαλίας Στις περιοχές που βρίσκονται σε καθεστώς υπερεκμετάλλευσης, η ένταση της εκμετάλλευσης και ο χρόνος κατά τον οποίο άρχισε η απότομη πτώση της στάθμης των υπόγειων υδροφοριών χωρίς αναπλήρωση διαφέρουν τοπικά. Η συμπεριφορά των υπόγειων υδροφοριών σε καθεστώς εντατικής εκμετάλλευσης, σε συνδυασμό με τη δυσκολία ανατροφοδοσίας τους μπορεί, να διαχωριστεί σε τρεις ομάδες : Στην πρώτη ομάδα υπάρχει άμεση αναπλήρωση των αντλούμενων ποσοτήτων, η μείωση δηλαδή της πιεζομετρικής επιφάνειας στα αντίστοιχα πιεζόμετρα δεν είναι αισθητή (Τρίκαλα Καλαμπάκα, Καρστ Τιρνάβου). Στη δεύτερη ομάδα οι υδροφορείς παρουσιάζουν αξιόλογο δυναμικό και σχετικά εύκολη επανατροφοδοσία, αλλά χαρακτηρίζονται από μεγάλη αύξηση των αντλήσεων, η δε στάθμη των πιεζομέτρων χαρακτηρίζεται από μία συνεχή πτώση, αλλά όχι πολύ έντονη (Τιταρήσιος, Φαρκαδώνα Νεοχώρι, Βασιλική, Σοφάδες Καρδίτσα). Στην τρίτη ομάδα ανήκουν οι υδροφορείς όπου η επέκταση και η αύξηση των αντλήσεων συνδυάζεται με τη δυσκολία επαναπλήρωσης των αφαιρούμενων ποσοτήτων και παρουσιάζεται ισχυρή και συστηματική κάμψη της πιεζομετρικής επιφάνειας (Κάρλα, Ταουσάνη, Φάρσαλα, Καρστ Παλαμά Ιτέας Ορφανών και Καλλίθηρου). Συνθήκες αρνητικού (ελλειμματικού) ισοζυγίου έχουμε και σε καρστικούς υδροφορείς των περιοχών Υπέρειας, Ορφανών, Μ. Βουνού, Μύρων, Καλού Νερού και Φαρσάλων. Η πτώση της στάθμης - κατά την 20ετία 1985-2005 είναι συνεχής και η αναπλήρωση των αποθεμάτων γίνεται πολύ αργά. Οι περιοχές που βρίσκονται σε καθεστώς υπερεκμετάλλευσης, εμφανίζονται στον πίνακα 7. Πίνακας 7. Περιοχές της Θεσσαλίας με αρνητικό υδατικό ισοζύγιο. Υδατική περιοχή Υδατικό ισοζύγιο Έλλειμμα * στάθμης (μέτρα) Θεσσαλιώτιδος (Σοφάδες, Ανάβρα) Αρνητικό 15-20 Παλαμά Αρνητικό 15-20 Βρυσιών- Φαρσάλων Αρνητικό 15-40 Χάλκης Κιλελέρ Αρκετά αρνητικό 30-50 Ταουσάνης-Νίκαιας-Ζαπείου Αρκετά αρνητικό 40-50 Υπέρειας Ορφανών Αρκετά αρνητικό 50-60 Μύρων Καλού Νερού Πολύ αρνητικό 50-100 * Έλλειμμα στάθμης θεωρείται η πτώση της στάθμης σε σχέση με το 1972-1974, όταν το σύστημα ήταν κορεσμένο. 47
Μείωση μηδενισμός παροχής γεωτρήσεων Πέρα όμως από τα γενικότερα περιβαλλοντικά προβλήματα που δημιουργεί η υπερεκμετάλλευση των υπόγειων υδατικών πόρων, δημιουργούνται σοβαρά οικονομικά προβλήματα στους αρδευτές, από την ταπείνωση της στάθμης κάτω από τον στρόβιλο των αντλιών ή μέχρι τον πυθμένα της γεώτρησης και από την ταυτόχρονη μείωση ή και μηδενισμό της παροχής τους. Συνήθως προσθέτουν στις αντλίες τους νέα τμήματα (στελέχη) και ακολουθεί η κατασκευή νέας βαθύτερης γεώτρησης. Σε κάθε περίπτωση το αποτέλεσμα είναι το αυξημένο κόστος άντλησης νερού. (Λαζαρίδης Λ., 1996) Υπολογίζεται ότι τα τελευταία 20 χρόνια αντικαταστάθηκαν περίπου 3.000 γεωτρήσεις, οι οποίες με σημερινούς υπολογισμούς ( 20.000 / γεώτρηση + επιπλέον εξοπλισμός αντλίας + κόστος λειτουργίας), επιβάρυναν με 100.000.000 τουλάχιστον το κόστος άρδευσης των Θεσσαλών αγροτών. Σύμφωνα με στοιχεία ΤΟΕΒ του Ν. Λάρισας, από τις 491 γεωτρήσεις που λειτουργούν από το 1980, αχρηστεύθηκαν ή αντικαταστάθηκαν οι 155. Μελέτη (1998) της ΔΕΗ Κεντρικής Ελλάδας, υπολογίζει ότι με μερική υποκατάσταση (40%) της άντλησης του νερού των γεωτρήσεων με νερά από τον Αχελώο, θα εξοικονομηθεί κόστος ενέργειας, τουλάχιστον της τάξης των 15.000.000 τον χρόνο, ενώ με άνοδο της στάθμης κατά 10 μέτρα θα εξοικονομηθεί κόστος 1.500.000 τον χρόνο. Φαινόμενα υφαλμύρωσης και καθιζήσεων ρωγμών εδάφους Στην ευρύτερη περιοχή της Κάρλας, που η διήθηση από την βροχή είναι μικρή (5-10 %), δηλαδή δεν ξεπερνά τα 50 χιλιοστά, τα υπόγεια υδροφόρα στρώματα τροφοδοτούνται μόλις με 50 μ3 νερού / στρ., έναντι 500 μ3 που αντλούμε (από τα μόνιμα αποθέματα που δεν αναπληρώνονται). Όταν η στάθμη των υπόγειων νερών είναι πάνω από την στάθμη της θάλασσας παρατηρείται κίνηση του νερού από την πεδιάδα προς την θάλασσα. όπως χαρακτηριστικά φαίνεται στο παρακάτω σχήμα 1. (Θάνος Μ., 1996) 48
Σχήμα 1. Κίνηση νερού από την θάλασσα προς τους υπόγειους υδροφορείς. Πηγή: Γκούμας, 2008 Όταν όμως η στάθμη των υπόγειων νερών πέσει κάτω από την στάθμη της θάλασσας και υπάρχει υδραυλική επικοινωνία, τότε έχουμε αντίστροφη κίνηση και το νερό κινείται από την θάλασσα προς την πεδιάδα, για να καλύψει το κενό που δημιουργήθηκε από τις υπεραντλήσεις, δηλαδή αυξάνεται το ποσοστό αλμυρού νερού. Σε πρόσφατες μετρήσεις (2004) στο Ν. Μαγνησίας, εξετάσθηκαν 445 γεωτρήσεις, από τις οποίες οι 46 εμφανίζουν χλωριούχα άνω των 100 mg/lit και οι 80 γεωτρήσεις άνω των 250 mg/lit. Παράκτιες περιοχές στις οποίες έχει ξεκινήσει ήδη η υφαλμύρωση στο Ν. Μαγνησίας, είναι οι περιοχές Αγριάς Μηλίνας, Βόλου Παγασών, Σούρπης και Πτελεού Αχιλλείου. (Μανούδης Ν., Δημουλάς Α., 2005) 49