1
John Eönwë Rafael Blackheart Αλεξάνδρα Χρονοπούλου Αλίνα Τριανταφύλλου Ανδρέας Ζαρμακούπης Αντώνης Σβολιαντόπουλος Βάλια Καραμάνου Βασίλης Καννάς Βασίλης Καφίρης Βασιλική Δραγούνη Βέρα Καρτάλου Γεωργία Καλαμαρά Γεωργία Τσουκαλοχωρίτη Γιώργος Γιαννακάρης Γιώργος Γιώτσας Γιώργος Μουστάκης Γιώργος Παπαρδάκης Γιώργος Σκαγιάκος Γιώργος Τσουλιάς Δημήτρης Δελαρούδης Ελένη Βλάχου Ελένη Χριστοφοράτου Θεοδόσιος Πιλήσης Θεόφιλος Γιαννόπουλος Ιωάννα Κουτηρή Ιωάννης Μελιτόπουλος Ιωάννης Μπάχας Κατερίνα Παντελίδη Κυριάκος Κυριακόπουλος Κυριάκος Χαλκόπουλος Κωνσταντίνος Κουτσούκος Λυδία Ελιόγλου Λυδία Ψαραδέλλη Μάνος Κουνουγάκης Μάξιμος Κάλας Μαρία Γεωργακά Μάριος Δημητριάδης Ματίνα Μαντά Μιχάλης Ξυδέας Παναγιώτης Κυριακόπουλος Παντελής Παντιώρας Πλάτων Βίγλαρης Πόπη Κλειδαρά Ραφαήλ Μπελενιώτης Ρένα Τριανταφύλλου Στέλλα Κουρμούλη Τζένη Καλαμπαλίκη Τηλέμαχος Φιλιώ Αλεξάνδρου Χριστόφορος Τριαντής 2
120 λέξεις 120lekseis.com Με κομμένη την ανάσα 50 ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΡΟΜΟΥ 2ος λογοτεχνικός διαγωνισμός 3
Συλλογή διηγημάτων 120 λέξεων. Με κομμένη την ανάσα Διανέμεται ελεύθερα με άδεια Creative Commons Σκίτσο εξωφύλλου Παναγιώτης Τσαούσης Επιμέλεια έκδοσης 120λέξεις 4
Loop...Την κατάλληλη στιγμή, με κινήσεις μετρημένες, τους σκότωσε. Στο δρόμο προς το σπίτι, Πέταξε ότι ήταν ενοχοποιητικό. Μπήκε στο μπάνιο προσπαθώντας να διώξει την θανατίλα από το δέρμα του. Θα παραδινόταν το πρωί. Σωριάστηκε στον καναπέ. Τους παρακολουθούσε καιρό. Εκείνη τον απατούσε, μα εάν υπήρχε η δυνατότητα να γυρίσει τον χρόνο πίσω, όλα θα έφτιαχναν. Η ημέρα ξημέρωσε διαφορετική. Εκείνη κοιμόταν δίπλα του. Ο άλλος...; Δεν υπήρχε άλλος. Μόνο εκείνη και ο ίδιος. Ο χρόνος ήταν φίλος του. Το βράδυ κατέληξαν στο μπαράκι τους. Κατά την επιστροφή τους, περίμενε και.....την κατάλληλη στιγμή, με κινήσεις μετρημένες, τους σκότωσε. Στο δρόμο για το σπίτι, πέταξε ότι ήταν ενοχοποιητικό. Μπήκε στο μπάνιο προσπαθώντας να διώξει την θανατίλα από το δέρμα του. Θα Γιώργος Σκαγιάκος 5
Στο πατρικό Ξαναγύρισα στο πατρικό χρόνια αργότερα για να πάρω μερικά ρούχα του πατέρα, που χαροπάλευε στο νοσοκομείο. Άνοιξα την πόρτα. Μέσα από τα κλειστά παράθυρα διακρίνονταν το ξέστρωτο κρεβάτι του και οι πυτζάμες του ριγμένες πρόχειρα δίπλα σε μια καρέκλα, έτσι όπως έφυγε αξημέρωτα βιαστικός γεμάτος ελπίδες για να γιατρευθεί. Ο χώρος ανάβλυζε θάνατο Κοίταξα στον τοίχο το πορτραίτο της γιαγιάς, τον παιδικό μου τρόμο: αγέλαστη μέσα στο μαύρο τσεμπέρι της έμοιαζε με μάγισσα. Αποκαμωμένη από το ξενύχτι των ημερών έγειρα στον καναπέ. Τότε μέσα σε μια ριπή ύπνου την είδα. Στάθηκε απέναντί μου πανύψηλη, μαυροντυμένη και πρόσταξε αυστηρά χτυπώντας το μπαστούνι της κατάχαμα: - Ξύπνα! Πετάχτηκα αλαφιασμένη. Τότε κατάλαβα: ο πατέρας είχε «φύγει». Έξω η γάτα κλαψούριζε απαρηγόρητη. Βαλια Καραμάνου 6
Η παρτίδα Έξω από παράθυρο ο δρόμος φέγγιζε, σαν το χιόνι να είχε δικό του χρώμα. Είχαμε ταξιδέψει από μακριά, αν και στην αρχή μίλησαν για φήμη. Τα χέρια μου έτρεμαν καθώς μοίραζα την τράπουλα. Ήμουν καλός στα χαρτιά. Το κερί έσταξε στους γυμνούς ώμους της κόρης μου καθώς πόνταρα τα τελευταία μας ψίχουλα. Από παιδί ήτανε πάντοτε η ωραιότερη. Το Τέρας βρυχήθηκε στο φράκο του. Η κόρη μου είδε τα χαρτιά στον καθρέφτη. Το Τέρας άνοιξε τρεις άσσους. Η φλέβα στο πρόσωπο του προεξείχε και πάλλονταν. Ύστερα έδειξε εκείνη. Πάντοτε πίστευα στα θαύματα. Το χάραμα το φιτίλι στο καντήλι εξαντλήθηκε. Ο σκληρός πάγος κατακάθισε και το φως πάγωσε σαν μέταλλο. Η αμαξά τους ξεκίνησε για το κάστρο κι εγώ έμεινα μόνος στο άδειο δώμα. Γιώργος Μουστάκης 7
Το αθάνατο Κακό Διάβασα οτι το κεντρικό κεφάλι της Λερναίας Ύδρας ήταν αθάνατο, οπότε ο Ηρακλής δε μπόρεσε να το εξοντώσει όπως τα υπόλοιπα. Αντίθετα, το σκέπασε με ένα μεγάλο βράχο, ώστε να εμποδίσει τουλάχιστον την απελευθέρωσή του. Δέχομαι, φυσικά, ότι ο Ηρακλής θα διάλεξε κάποιο πολύ βαρύ πέτρωμα και δε θα γινόταν ο καθένας να το μετακινήσει, ενώ αυτό απέκλειε και την περίπτωση να ανακάλυπταν κατά τύχη το θαμμένο κεφάλι του τέρατος. Όμως από τότε πέρασαν χιλιετίες... Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν έχουν καν ακούσει για αυτό που συνέβη, ενώ τα σύγχρονα μέσα μοιάζει πιθανό ήδη να ισοδυναμούν με εκείνον τον ημίθεο όσον αφορά στην ικανότητα να σηκώσουν τεράστιο βάρος! Δεν είναι, υπό αυτή την προϋπόθεση, απλώς ζήτημα χρόνου και μοιραίο να συμβεί; Κυριάκος Χαλκόπουλος 8
Coup de foudre Κοιτώντας έξω από το παράθυρο, κάτι έπεσε στην αντίληψή του. Έμοιαζε με φωτογραφία. Πλησίασε, τη σήκωσε και χαμογέλασε. Ήταν το πιο όμορφο κορίτσι που είχε δει ποτέ. Φορούσε κόκκινο φόρεμα και με τα δάχτυλά της σχημάτιζε το σήμα της νίκης. Ήθελε απεγνωσμένα να την συναντήσει, έτσι ρώτησε τους πάντες στην περιοχή αν την είχαν δει ποτέ. Δεν την γνώριζε κανείς. Συντετριμμένος πήγε σπίτι του και αποκοιμήθηκε με την εικόνα της στο κομοδίνο του. Ξύπνησε από ένα χτύπημα στο παράθυρο. Πήρε την εικόνα και ακολούθησε σαν υπνωτισμένος. Περνώντας τη λεωφόρο χτυπήθηκε από ένα αυτοκίνητο. Πέθανε ακαριαία. Ο οδηγός προσπάθησε να τον βοηθήσει, ήταν όμως πολύ αργά. Ξαφνικά είδε τη φωτογραφία και τη σήκωσε. Ήταν ένα χαριτωμένο κορίτσι με υψωμένα τρία δάχτυλα. Βασιλική Δραγούνη 9
Fin Υπήρχαν πολλοί τρόποι να χαιρετηθούμε, μα εμείς κάναμε έρωτα. Τα κορμιά μας όπως ήξεραν καλά συντονίστηκαν σε ρυθμό και αρμονία. Ο ιδρώτας, η ζεστασιά και η μυρωδιά μας ανακατεύτηκαν σαν μια υπέρθεση κυμάτων. Τη φίλησα και ρούφηξα την ανάσα της σαν να ήταν η πρώτη φορά. Αυτή μία με κοιτούσε και μία έκλεινε τα μάτια της σφιχτά. Πέρασα τα χέρια μου στους κροτάφους της χαϊδεύοντας τα μαλλιά της. Στη συνέχεια σχηματίζοντας θηλιά γύρω από το λαιμό της άρχισα να την πνίγω. Τα μάτια της άνοιξαν απότομα, αρχικά δίχως ανησυχία, αλλά κι αυτή δεν άργησε να φανεί. Συνέχισα να την πνίγω καθόσον με τα χέρια της προσπαθούσε να ξεφύγει. Τα χέρια έπεσαν και λίγο πριν κοπεί, ρούφηξα την τελευταία της ανάσα. Μάξιμος Κάλας 10
Απειρωτάν Η Χριστίνα δεν ήξερε πολλά ελληνικά. Στο σπίτι οι γονείς της μιλούσαν μόνο την κρατική γλώσσα φοβούμενοι τον Χότζα. Το σχολείο για αυτήν ήταν ένα επικίνδυνο και μοχθηρό μέρος γεμάτο ξύλο και βρισιές. Μια μέρα ενώ έγραφε διαγώνισμα, άθελά της ξεκούμπωσε ένα κουμπί από την ποδιά της και φάνηκε στο λαιμό της ένα χρυσό σταυρουδάκι. Ο δάσκαλος γούρλωσε τα μάτια και ούρλιαξε. Ακούστηκε ένας γδούπος. Ήταν η γροθιά του στο κεφάλι της. Η Χριστίνα έφυγε κυνηγημένη και τρέχοντας πήγε σπίτι. Με κομμένη την ανάσα πήγε πίσω στον κήπο και άρχιζε να σκάβει μανιωδώς το χώμα. Σταματάει. Τα αίματα της πέφτουν σε κάτι κάτασπρα κόκκαλα ντυμένα με χακί ρούχο. Άρχισε να κλαίει και μουρμούριζε ένα ηπειρώτικο μοιρολόι. Οι φωνές των παιδιών ολοένα και πλησίαζαν Πλάτων Βίγλαρης 11
Τελευταία Φορά Θα έρθει πάλι απόψε, δεν το αντέχω, πόσο ακόμα θα γίνεται αυτό, πότε θα τελειώσει; Είναι τόσος καιρός που μου συμβαίνει αυτό. Γιατί σε μένα, Θεέ μου; Μπαίνει στο μυαλό μου. Μπαίνει στο κορμί μου και με καίει. Αυτή η φωνή μου τρυπάει το μυαλό, αυτό το άγγιγμα με τρελαίνει. Μόνο ο θάνατος θα με λυτρώσει από αυτό το μαρτύριο. Αυτή η σκέψη γίνεται όλο πιο δυνατή στο μυαλό μου. Και το μαχαίρι είναι τόσο αιχμηρό. Κανένας δεν θα γλύτωνε από αυτό. Θα το καρφώσω όσες πιο πολλές φορές μπορώ. Ξανά και ξανά. Μέχρι να φύγει και η τελευταία ανάσα. Έρχεται, είμαι δυνατή Ένα χτύπημα κατάφερα, ήταν αρκετό, σχεδόν ένιωσα τη λάμα, καίει, δεν τον ακούω πια, δεν ακούω τίποτα. Αντώνης Σβολιαντόπουλος 12
Μόνιμοι Κάτοικοι Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Ήταν περήφανη για τα καινούρια της ρούχα. Ίσιωσε με τα χεράκια της το λευκό φόρεμα. Θαύμασε τα κόκκινα γυαλιστερά παπούτσια της και την κόκκινη κορδέλα που στόλιζε τα πλούσια ξανθά μαλλιά της. Έμοιαζε με Άνοιξη. Χαμογέλασε ενθουσιασμένη. Πήγε ν ανοίξει την πόρτα, μα τη βρήκε κλειδωμένη. «Μαμά!» φώναξε. Πλησίασε το παράθυρο κλαίγοντας. Είδε το σκοινί στο δέντρο. Είδε τη μαμά της. Κρεμασμένη. Ένιωσε το κάψιμο του μαχαιριού στην κοιλιά. Το λευκό φόρεμά της έσταζε αίμα. Λαχάνιασε! Το άγνωστο αγόρι μπήκε στο αμάξι κοιτώντας το θολό τζάμι στη σοφίτα. Η μητέρα του κάθισε δίπλα του. Ο πατέρας του έβαλε μπρος. Ο μεσίτης κάρφωσε την ταμπέλα. «Πωλείται, ξανά», μονολόγησε. Στα στοιχειωμένα σπίτια μόνιμοι κάτοικοι είναι μονάχα οι βασανισμένες ψυχές. Στέλλα Κουρμούλη 13
Θα 'μαι για πάντα στο πλευρό σου Άκουγα την κοφτή ανάσα του όποτε σταμάταγε το ηλεκτρονικό πριόνι, αλλά τώρα σιωπή. Από δω που βρίσκομαι τις τελευταίες τρεις μέρες, δε τον βλέπω και δε μπορώ να προβλέψω τις κινήσεις του αλλά ελπίζω να έφυγε. Αυτό που με πονάει περισσότερο είναι ότι η Alice έτρεξε μακριά χωρίς να επιστρέψει για μένα. Είναι, ή μάλλον ήταν, η καλύτερη φίλη μου. Εξαιτίας της βρεθήκαμε μέσα στο δάσος. Κάτω από το γεμάτο φεγγάρι, προσφέραμε θυσίες για να επιστρέψει ο φίλος της. Δεν την ένοιαζε που δεν την ήθελε πια. Ξαφνικά προβάλλει από το σκοτάδι. Πλησιάζει. Τοποθετεί μια γυάλα με το κεφάλι της Alice δίπλα μου. Του φωνάζω αλλά δεν ακούγομαι. Όλος ο τοίχος γεμάτος γυάλες. Και εγώ μέσα σε μια από αυτές. Λυδία Ψαραδέλλη 14
Πριν προκάμει, ένα πλοκάμι Υπάρχει μια Υπηρεσία, ελάχιστα γνωστή. Σ αυτή διαβάζουν περιοδικά αναζήτησης, βλέπουν ταινίες και παρακολουθούν ομιλίες σε στοές. Ο νέος Διευθυντής είχε διαίσθηση πως το άρθρο του Strange για τις σέχτες που λατρεύουν τον Κθούλου στη Θεσσαλονίκη, είχε κάποια βάση. Η Θεσσαλονίκη είναι αρχαία πόλη. Δαιδαλώδη τούνελ διακλαδώνονται στα έγκατά της. Δεν πήγε ανέτοιμος. Διάβασε Λάβκραφτ και είδε ταινίες. Έτσι, κατέβηκε στην κρύπτη του Αϊ-Δημήτρη κάποια νύχτα που έμαθε πως οι συμπολίτες του, θα έκαναν τελετή. Τους ακολούθησε στα έγκατα του Λευκού Πύργου. Χαμογέλασε σαν είδε πως έψαλαν γυμνοί. Δεν είδε σφάγιο. Μια σιχαμερή οσμή και ένας αναγουλιαστικός ήχος τους σκέπασε. Απ τον υπονόμο, ένα τιτάνιο πλοκάμι γεμάτο μάτια μπήκε να διεκδικήσει τη θυσία. Έσφαλε, υπήρχε σφάγιο. Ιωάννης Μπάχας 15
Πλατυποδία Είχα αποκοιμηθεί στον καναπέ με τα ρούχα και τα παπούτσια. Ξύπνησα στο τέταρτο χτύπημα της πόρτας. Σηκώθηκα ζαβλακωμένος και άνοιξα. Στο κατώφλι μια γριά γειτόνισσα με κοιτούσε αλλήθωρα φορώντας λευκό νυχτικό. Τα μαλλιά της ήταν μπερδεμένα και άλουστα. «Κλείστηκα έξω», είπε. Η φωνή της είχε μια ασυνήθιστη βραχνάδα. Σκέφτηκα πως έμοιαζε με αναμαλλιασμένη μάγισσα, σαν αυτές που μου λέγανε όταν ήμουν μικρός στα παραμύθια και μετά κατουριόμουν και λέρωνα τα σεντόνια. «Ελάτε μέσα να πάρουμε τον κλειδαρά». Δε μετακινήθηκε ούτε χιλιοστό. «Κλείστηκα έξω», επανέλαβε μονότονα και το αλλήθωρο βλέμμα της στράφηκε στον ουρανό. Κοίταξα προς τα πάνω, μα δεν είδα τίποτα. Έφυγε παραμιλώντας. Μου φάνηκε πως είχε πλατυποδία. Την επομένη έμαθα πως η γριά είχε πεθάνει εδώ και δυο μέρες. Ελένη Χριστοφοράτου 16
Η υπόσχεση Παρακολουθούσε παγωμένος, έβλεπε την γκρίζα κηλίδα και άκουγε τα γρυλίσματα και τον ανατριχιαστικό ήχο της σχιζόμενης σάρκας. Δεν ήξερε ποιά ήταν η άτυχη ελαφίνα, αλλά σύντομα θα μάθαινε. Σκέφτηκε πως οι λύκοι θα ήταν χορτασμένοι για σήμερα. Προχωρώντας αθόρυβα στο μαλακό χιόνι, είδε μέσα στο σύδεντρο δύο μάτια που γυάλιζαν. Πιστεύοντας ότι είναι το κοπάδι του, έστριψε κατά κει μα ο αέρας του έδωσε άλλες πληροφορίες. Πλησίασε φρουμίζοντας περίμενε κάποιαν απάντηση, αλλά τίποτα δεν ακούστηκε και άρχισε να ανησυχεί. Τα μάτια είχαν εξαφανιστεί, σήκωσε το πόδι και έσκαψε νευρικά το χιόνι. Τότε συνειδητοποίησε την παγίδα και άρχισε να κρυώνει σαν να του τράβηξαν το δέρμα. Από μακρυά άκουσε και τις φωνές! Μπαμπάκα ξύπνα! Υποσχέθηκες να μας πας στα χιόνια σήμερα... Παναγιώτης Κυριακόπουλος 17
Νυχτερινή Επισκέπτης Στάθηκα έξω από το γραφείο και αφουγκράστηκα. Αισθάνθηκα το αίμα μου να παγώνει. Η Μαρία κοιμόταν στην κρεβατοκάμαρα. Δεν είχε ακούσει το παραμικρό. Ούτε απόψε ούτε τα προηγούμενα βράδια. Η γυναικεία ομιλία ακουγόταν πλέον ξεκάθαρα από μέσα. Λέξεις παράξενες και ακατανόητες. Η ανατριχίλα πηγαινοερχόταν σε όλο μου το κορμί. Δεν ήξερα αν έπρεπε να μπω ή να αρχίσω να τρέχω σαν τρελός όσο πιο μακριά γίνεται. Το σπίτι ήταν θεοσκότεινο. Άναψα έναν αναπτήρα. Κάτι μέσα μου ούρλιαξε. Δεν το άκουσα όμως. Δεν ήθελα να το ακούσω. Άπλωσα το χέρι μου και ένιωσα το πόμολο ζεστό. Το έστριψα και η πόρτα υποχώρησε τρίζοντας. Σάστισα. Μια γυναίκα λουσμένη με αίμα στεκόταν και με κοίταζε ψέλνοντας σε μια άγνωστη γλώσσα. Ήταν η Μαρία. Μάριος Δημητριάδης 18
Η Βουτιά Οι ματωμένες χούφτες του έσφιγγαν λυσσαλέα τα νοτισμένα σχοινιά. Γονατιστός στην κουπαστή ένιωθε τα χέρια της γυναίκας του και του εντεκάχρονου γιου του να του σφίγγουν τους μηρούς σαν τανάλιες και τα μουσκεμένα, τρεμάμενα κορμιά τους να κολλούν πάνω του αναζητώντας λίγη ζεστασιά. Δεν άκουγε τον θόρυβο της μηχανής, τον παφλασμό της αγριεμένης θάλασσας, τα απεγνωσμένα αναφιλητά των γυναικών και τα κλάματα των παιδιών. Το αποφασιστικό βλέμμα του καρφωμένο στα αμυδρά φώτα λίγα μίλια μακριά. Ξαφνικά ένας προβολέας τον τύφλωσε. Ένας άνδρας δίπλα μαχαίρωνε τη φουσκωτή βάρκα σαν μανιακός δολοφόνος. Άρπαξε γερά τη γυναίκα και το παιδί από τη μέση και βούτηξαν όλοι μαζί στη σκοτεινή άβυσσο. Δεν φοβόταν πια. Ο αληθινός τρόμος δεν ήταν μπροστά. Τον είχε αφήσει πίσω. Ιωάννης Μελιτόπουλος 19
Η Επίσκεψη Με κάλεσε πάλι σπίτι της μ εκείνο το ειρωνικό χαμόγελο για να μάθει τάχα νέα μου. Τούτη η θεία είναι η μόνη συγγενής που μ απέμεινε, μα την απεχθάνομαι. Κάθε φορά σχολιάζει τα τρύπια μου ρούχα και την καταραμένη ανεργία που με στοίχειωσε, φουντώνοντας στο κεφάλι μου τα ουρλιαχτά που ζητούν να το βουλώσει. Και χαίρεται η σκύλα. Το απολαμβάνει μέχρι το μεδούλι να λέει πόσο τυχερά είναι τα παιδιά της στον Καναδά που γλύτωσαν απ όλα. Κι έπειτα με κοιτά με λύπηση. Μου βάζει στη χούφτα ένα χαρτονόμισμα κι αποχαιρετιόμαστε. Σήμερα δε της χάλασα το χατίρι. Πέρασα απ το σπίτι. Κι εκείνη κείτεται στο πάτωμα με το λαιμό κομμένο, να σπαρταρά σε μια λίμνη αίματος. Δε μου χαμογελά πια ειρωνικά. Και ναι, οι φωνές στο κεφάλι μου επιτέλους σταμάτησαν Θεόφιλος Γιαννόπουλος 20
Πλοκάμια Αγαπούσε τη θάλασσα. Κολυμπούσε μακριά απ την παραλία του νησιού, πάντα βέβαια με το σωσίβιό της. Και μέχρι τώρα δεν είχε συμβεί τίποτα μέσα στα γαλανά νερά. Μέχρι εκείνη τη στιγμή Όταν είδε το γλοιώδες πλάσμα μπροστά της, ένιωσε το σώμα της να παραλύει. Με κομμένη την ανάσα είδε να κολυμπά λίγα μέτρα μακριά της μια πελώρια μέδουσα. Χρυσοκίτρινη, με μακριά λεπτά πλοκάμια. Φοβισμένη η Κορνηλία σταμάτησε να κολυμπά. Κινήθηκε προς τα πίσω, προσπαθώντας να την αποφύγει. Όμως τα πλοκάμια πολλαπλασιάζονταν. Μέδουσες άρχισαν να ξεπροβάλουν από παντού. Τύλιγαν την Κορνηλία στη φρικτή αγκαλιά τους, προκαλώντας αφόρητους πόνους. Το κορμί χτυπιόταν απελπισμένα, μέχρι που έπαψε εντελώς να κινείται. Τα ζωντανά πλοκάμια το αγκάλιασαν και το μετέφεραν για πάντα στους σκοτεινούς βυθούς. Ματίνα Μαντά 21
Κόλαση Έκλεισα την ντουζιέρα και άνοιξα τα μάτια μου. Κόκκινες αποχρώσεις του αίματος κάλυπταν τα μέχρι πρότινος λευκά πλακάκια του μπάνιου. Περισσότερο χρώμα εισερχόταν από το ανοιχτό παραθυράκι πάνω δεξιά. Η φρίκη με κόκκινο φόντο. Φρίκη που συνέχιζε να απλώνεται. Και η μυρωδιά του θανάτου αναδυόταν Δίπλα μου η πόρτα άνοιξε με κρότο σκορπώντας κομμάτια ξύλου μέσα στο μπάνιο. Ανθρωπόμορφη σκιά έκανε την εμφάνιση της μέσα από το σκοτάδι. Όλα τα φώτα του σπιτιού απότομα άναψαν. Αίμα είχε αρχίσει να καλύπτει τα πόδια μου αλλά δεν είχε σημασία το μόνο που πρόσεχα ήταν η μορφή της αγνοούμενης για 11 χρόνια κόρης μου που στεκόταν ακριβώς μπροστά μου. -Με έστειλαν να σε σκοτώσω την άκουσα να ψιθυρίζει κλαίγοντας και τα πάντα έσβησαν. Μιχάλης Ξυδέας 22
Χρονομηχανή Τα είχα καταφέρει. Η χρονομηχανή λειτούργησε. Τώρα το μόνο που έπρεπε να κάνω ήταν να περιμένω μέχρι να φανεί ο δολοφόνος του αδερφού μου. Γύρισα ακριβώς πίσω εκείνη την μέρα και θα έσωζα τον αδερφό μου από τα χέρια του εγκληματία. Βρέθηκα στο καθιστικό του σαλονιού μας. Ξαφνικά είδα τη μητέρα μου να παίρνει μορφή μπροστά μου. Κρατούσε τον αδερφό μου και εμένα, μωρά, στην αγκαλιά της μιλώντας αγχωμένη με μια φωνή στο τηλέφωνο. Ένιωσα το σιδερένιο όπλο κρύο στην παλάμη μου. Η μητέρα μου άρχισε να κλαίει πάνω στο τηλέφωνο. «Δεν μπορώ να μεγαλώσω και τους δύο...» Έβαλε το χέρι της γύρω από το λαιμό μου και άρχισε να το πιέζει. Όπλισα και τον πυροβόλησα. Ραφαήλ Μπελενιώτης 23
Φορμικό Οξύ Τακούνια στο πάτωμα. Η λευκή σάρκα. Το μαχαίρι. Πάνω στη σάρκα. Ο δολοφόνος αποκρουστικός. Ο δολοφόνος δεν κοιτάζεται στον καθρέφτη. Βαλσάμωσε κάμποσες γυναίκες. Τώρα χάνει την εμπιστοσύνη στην ακινησία τους. Ο δολοφόνος φοβάται. Εγώ ήμουν; Αναπνέω σπασμωδικά. Οι κούκλες μου παραμένουν στην ίδια θέση. Σιωπηλά παγωμένες. Ιδρώνω. Πρόσεξα τόσο να μην αλλοιώσω καμία. Ανάγκασα τον θάνατο να φέρεται ευγενικά απέναντί τους. Έπρεπε να με είχαν συγχωρέσει. Βρίσκομαι σε εγρήγορση με τα μάτια. 24
Οι κραυγές τους ουρλιάζουν στο κρανίο μου. Κλείνω τ αφτιά πιέζοντας στα γόνατα. Θόρυβος. Πετάγομαι. Τα κενά μάτια ήτανε ήδη καρφωμένα επάνω μου. Ούρλιαξα τραβώντας τα μαλλιά μου. Ο ήχος έγινε τώρα ξεκάθαρος. Γυρνάω απότομα στον καθρέφτη. Και βλέπω το κάτωχρο πτώμα με τα ορθάνοιχτα μάτια. Ήμουν εγώ. Μαρία Γεωργακά 25
Εκεί Ήταν λοιπόν ΕΚΕΙ. Δεν ήθελε όμως να είναι ΕΚΕΙ. Δεν θα πήγαινε ποτέ από μόνη της ΕΚΕΙ. Κάποιος την πήγε ΕΚΕΙ. Ποιός; Έπρεπε να φύγει από ΕΚΕΙ. Μάζεψε ό,τι δυνάμεις της απόμειναν. Κατάφερε να σηκωθεί στα πόδια της. Προσπάθησε να θυμηθεί πως βρέθηκε ΕΚΕΙ. Για να μπορέσει να φύγει από ΕΚΕΙ. Κοίταξε γύρω. Τίποτα. Καμία διέξοδος από ΕΚΕΙ. Ξανακοίταξε. Γύρω γύρω. Ματιές κοφτές. Πάνω. Κάτω. Αριστερά. Δεξιά. Ξανά. Τίποτα. Δεν μπορεί. Κάπως θα φεύγεις από ΕΚΕΙ. Προσπάθησε να τρέξει. Αδύνατο. Ίσως να σκαρφαλώσει. Ξανάφτανε στο ίδιο σημείο. ΕΚΕΙ. Έπεσε στα γόνατα. Ψηλάφισε με τις παλάμες της το έδαφος. Ούτε έτσι φεύγεις από ΕΚΕΙ. Αν φώναζε; Φώναξε. Δυνατά. Πιο δυνατά. Ξύπνησε απότομα. Ανακούφιση. Όνειρο ήταν. Άνοιξε το φως. Και ήταν ΕΚΕΙ. Τζένη Καλαμπαλίκη 26
Συνήθεια Ζέστανε λίγο ο καιρός Τα συγκεκριμένα βήματα. Βγάζει το σακάκι του, βάζει τα γυαλιά του και ανοίγει το βιβλίο που του χάρισε μια φίλη. Τι περίεργη αφιέρωση αναλογίζεται διαβάζοντας τα μικροσκοπικά γραμματάκια της! Η μυρωδιά του καφέ, ο καπνός απ το τσιγάρο που μόλις άναψε και η ατμόσφαιρα έτοιμη, όπως την ήθελε. Χάθηκε στις σελίδες του βιβλίου. Το στέκι του καφέ άδειαζε και ξαναγέμιζε κόσμο, άδειαζε και ξαναγέμιζε ιστορίες κι εκείνος εκεί σαν να μην υπήρχε κανείς άλλος γύρω του. Κάθε μέρα το ίδιο σκηνικό. Πόσα βιβλία να έχει διαβάσει, πόσοι άνθρωποι πέρασαν από δίπλα του και δεν τον άγγιξε ούτε το βλέμμα τους! Κι όλοι γνωρίζουν ως και τον βηματισμό του κι εκείνος δεν έμαθε ποτέ ούτε ένα όνομα. Πόπη Κλειδαρά 27
Γεύση Θανάτου Στεκόταν απέναντι κοιτώντας το πεζοδρόμιο. Βιαστικοί πεζοί περπατούσαν πάνω κάτω κατά μήκος του πεζοδρομίου χωρίς να ακούν τα κλαψουρίσματα που προέρχονταν από τα έγκατα της γης. Ο άντρας ένιωσε ένα ρίγος ευχαρίστησης. Οι άλλοι δεν άκουγαν, ο ίδιος όμως άκουγε πεντακάθαρα τα ξεψυχισμένα ουρλιαχτά της και τις απελπισμένες ικεσίες της. Ευχήθηκε οι κραυγές της να κρατούσαν κι άλλο. Ο φόβος της έτρεφε την ακόρεστη για θάνατο ψυχή του, της έδινε ζωή. Κοιτούσε τον τσιμεντένιο τάφο της και ηδονιζόταν. Λαχταρούσε πάλι εκείνη τη γεύση του θανάτου. Στα ρουθούνια του ήρθε ξανά η γνώριμη μυρωδιά του φόβου. Η ανάγκη του για θάνατο θέριεψε απεγνωσμένα. Έστρεψε το βλέμμα στο νέο του θήραμα. Χαμογέλασε αυτάρεσκα. Ποτέ δε θα χόρταινε αυτή τη γεύση του θανάτου Γεωργία Καλαμαρά 28
Εκείνη με τα Μαύρα Πάφα πούφα. Την κοιτάω που μιλάει μέσα από το ντουμάνι. Ο καπνός φιλτράρει τον πόνο της. Μας περιποιήθηκε απόψε. Θα έτρωγα κι άλλο στρογκανόφ. Όλο. Μέχρι να το ξεράσω. Νιώθω τύψεις. Γαμώτο. Οι σκέψεις που έκανα τόσο καιρό, λάθος. Έπρεπε να τη γνωρίσω παραπάνω. Τίποτα δεν έχω προσφέρει. Θα ανταποδώσω. Σύντομα. Δεν ακούω τι λένε. Χαζεύω τον τοίχο πίσω της. Η γλώσσα μου ξερή απ το κρασί. Τα βλέπω θολά και η φωνή της με χαλαρώνει. Τα βλέφαρα τα κρατάω με δυσκολία. Πίσω της! Εκείνη. Διπλή. Ο εαυτός της, στέκεται πίσω της. Μα κανείς δεν την βλέπει; Με κοιτάει. Το βλέμμα της μπαίνει μέσα μου. Το νιώθω που με τρυπάει. Αυτή ήταν. Η αληθινή. Το τσιγάρο τσαλακώθηκε με τα υπόλοιπα. Εξαφανίστηκε. Κατερίνα Παντελίδη 29
Ο τάφος Καθώς προχωρούσα στο πυκνό σκοτάδι της εγκαταλελειμμένης έπαυλης, ένιωθα το βάρος του τεράστιου σκουριασμένου κλειδιού να καίει την παλάμη μου. Εκείνο το βράδυ θα ανοιγόταν ο πανάρχαιος οικογενειακός τάφος των προγόνων μου μετά από δύο αιώνες. Η πέτρινη πόρτα της κρύπτης έτριξε. Ένιωσα το ατόφιο σκοτάδι του τάφου να αγγίζει το πρόσωπο μου σα βελούδινη κουρτίνα. Τα γλιστερά σκαλιά που οδηγούσαν στα πανάρχαια υπόγεια επίπεδα σερνόντουσαν αργά κάτω από τα πόδια μου. Καθώς βυθιζόμουν στους μουχλιασμένους δαιδάλους, ο δαυλός μου έσβησε ανεξήγητα. Και τότε ήταν που άκουσα -μες την απόλυτη, την αβάσταχτη μαυρίλα- έναν ήχο πολύ διαφορετικό απ αυτό των βημάτων μου. Ήταν ένας ψίθυρος που με καλούσε να πλησιάσω κοντά του σε μια ακατανόητη γλώσσα. Ένιωσα ένα παγωμένο χέρι Δημήτρης Δελαρούδης 30
Increscunt animi, virescit volnere virtus Το κεφάλι του ήθελα μόνο. Το σώμα τι να το κάνω; Ένα πλαδαρό, εντελώς άχαρο κορμί. Άχρηστο. Το πέταξα στο χρονοντούλαπο. Το κεφάλι όμως, ήταν το κάτι άλλο. Δεν αντιλέγω, η όψη του ήταν κάπως μίζερη, πρόωρα γερασμένη. Δυο ηλίθια άτονα μάτια και το υπόλοιπο χαμένο σ αγκαθωτές τρίχες. Σαν στρογγυλός κάκτος. Το χω βάλει σ ένα πιάτο πλαστικό πάνω στο τραπέζι. Με κοιτά απορημένο. Θυμάμαι, όταν το έκοβα, είδα στα μάτια τον απόλυτο τρόμο. Τα κοίταξα φιλικά, μα δεν ματαίωσα τον αποκεφαλισμό. Έτσι το τελευταίο που τους έμεινε ήταν η απορία, προϊόν της καρδιάς που μου χε ξεριζώσει και φύλαγε στη μέσα αριστερή τσέπη. Πάει αυτή. Τα βράδια φορώ το κεφάλι του στους ώμους μου και τριγυρνώ στα σκοτάδια. Αλεξάνδρα Χρονοπούλου 31
Ο Αδερφός Μου Όταν αντιλήφθηκε τι έγινε, δεν έδειξε σημεία τύψεως, το θέαμα δεν ήταν αποκρουστικό για εκείνη. Ίσως ήταν ακόμα σοκαρισμένη. Σηκώθηκε αργά και μετακινήθηκε προς το κοντινό δάσος κουβαλώντας το άψυχο κορμί του γιου της. Είχε νυχτώσει για τα καλά όταν πήρε το δρόμο της επιστροφής. Τα βήματα της ήταν αργά, τα χέρια της βρώμικα από το χώμα. Ένα βάρος υπήρχε στους ώμους της, ένα βάρος που όλο μεγάλωνε. Γύρισε σπίτι, η κόρη της περίμενε στην κουζίνα, καθόταν στο τραπέζι με μάτια κόκκινα από το κλάμα. Η γυναίκα έκατσε απέναντι της. «Ο αδερφός σου πήγε για λίγες μέρες στους παππούδες σου», είπε στη κόρη της με ένα παγωμένο χαμόγελο και με άδειο βλέμμα. «Μα μαμά, ο αδερφός μου κρέμεται πάνω σου». Ανδρέας Ζαρμακούπης 32
Ο Επισκέπτης Η αρρώστια τον είχε καταβάλει. Βυθίστηκε σε λήθαργο και έβλεπε οράματα. Στην άκρη του κρεβατιού στεκόταν ένας κύριος. Φορούσε ένα κοστούμι κάπως παλιό και φαινόταν μικροαστός. Στο μεσαίο δάχτυλο είχε ένα χρυσό δαχτυλίδι. Από το πρόσωπό του μπορούσες να καταλάβεις ότι ήταν εύθυμος χαρακτήρας. Ένας τύπος που θα καθόταν στο τραπέζι με άλλους, θα έπαιρνε μέρος σε μια χαρτοπαιξία και θα λεγε επιτυχημένα αστεία. Οι συνδαιτυμόνες του δεν θα τον θεωρούσαν ενοχλητικό. Μίλησε στον άρρωστο: «Σήμερα είμαι φιλοξενούμενός σου.ταξίδεψα μ αυτό το κοστούμι, γιατί εκεί στο υπερπέραν δεν πρόλαβα να βάλω φράκο. Μου επιτρέπεις να σου κάνω συντροφιά για τον υπόλοιπο καιρό». «Ναι! Εσύ πάντα θα αρνείσαι και εγώ θα συμφωνώ» «Ο θάνατος και η άρνηση πάνε μαζί, φίλε!» Χριστόφορος Τριάντης 33
Ο Νεκρός Πλανήτης Μακρύ ταξίδι. Κοιμώμενοι οι αστροναύτες διασχίζουν το διαστρικό μονοπάτι προς τον Άρη, ξαπλωμένοι μέσα σε κάψουλες ύπνου. Μια απαλή μελωδία διαρρηγνύει την κοσμική σιωπή. Φλάουτο και ήχοι της φύσης. Η κάψουλα ανοίγει. Ξυπνούν. Μια ψηφιακή φωνή ενημερώνει το ολιγομελές πλήρωμα: «Το ταξίδι σας ολοκληρώθηκε. Ετοιμαστείτε για αποβίβαση στον πλανήτη Άρη». Ο Πρώτος παλεύει να σκεφτεί κάτι καλύτερο από την ατάκα του Νηλ Άρμστρονγκ, όταν περπάτησε στη Σελήνη. Δεν βρίσκει. Εξάλλου, κανένας δεν θα ακούσει. Η επικοινωνία με τη Γη δεν έχει αποκατασταθεί. Κάνει το πρώτο βήμα σιωπηλός. Παντού κόκκινη ερημιά. Σκαρφαλώνει σε έναν κοντινό λόφο. Προσπαθεί να επιστρατεύσει την εξαιρετική του όραση. Κάτι βλέπει. Παγώνει. Πισωπατάει. Πέφτει. «Είναι αδύνατον! Όχι!». Είναι ερείπια κτιρίου. Μισογκρεμισμένος μπροστά του στεκόταν ο Λευκός Οίκος. Βασίλης Καφίρης 34
Εκτέλεση Δε βλέπω τίποτα. Φοράω κουκούλα. Είναι όλα σκοτεινά. Γονατιστός, γεύομαι ύφασμα μουλιασμένο στο αίμα αναμεμειγμένο με εμετό λιπαρό. Νευριασμένες φωνές ακούγονται από τον όχλο γύρω μου. Αραβικά. Πόνοι φρικτοί. Είμαι υγρός από τα ούρα μου. Ξαφνικά, σιωπή. Ακούγεται η φωνή ενός άντρα. Φωνάζει. Δίνει παράγγελμα. Ξαφνικά, εκκωφαντικό ουρλιαχτό ακούγεται δίπλα μου. Ο διπλανός μου σφαδάζει. Πνίγεται στο αίμα του. Ορυμαγδός. Παραλήρημα αραβικών συνθημάτων. Θέλω να σηκωθώ να τρέξω. Το σώμα μου αρνείται. Δεν έχω ανάσα. Ξερνάω αίμα. Όχι από χτύπημα. Από τρόμο. Τώρα, δυο χέρια αγκαλιάζουν σφιχτά το κεφάλι μου. Η σειρά μου. Σχεδόν το θέλω. Αμέσως ξεκινά έντονο κάψιμο στο λαιμό μου. Προσπαθώ να φωνάξω, αλλά αναπνέω το αίμα μου. Προσπαθώ να παλέψω, αλλά καταπίνω τη σιωπή μου. Προσπαθώ Γιώργος Παπαρδάκης 35
Τυμβωρυχία Η βροχή έπεφτε λεπτή, κ ι επίμονη, γλυστρώντας, με αμείωτο «σαδισμό», πάνω στα καταμουσκεμμένα ρούχα μας. Μας «αποζημίωνε», όμως, η λαμπρή πανσέληνος, κ ι η μεγάλη απόσταση του νεκροταφείου απ το χωριό, που «έσβηνε» τον ήχο του σκαψίματος. Κάποια στιγμή, τα φτυάρια χτύπησαν παλιό, σάπιο, παχύ, ξύλο. Καθώς αποκαλύψαμε την κάσα, ο φίλος μου πήδηξε μέσα στον λάκκο, άνοιξε, με κόπο, το καπάκι, κι έκανε στο πλάι για να δω. Τα δυο λαδοφάναρά μας φώτισαν, αχνά, το σώμα μου, γκριζοπράσινο απ τη μούχλα, συρρικνωμένο, με το κοστούμι που μου φόρεσαν στην κηδεία μου. «Έχουμε βρεί δεκαεφτά, έως τώρα...» είπε, σκεπτικός, ο φίλος μου. «Νοιώθω απέραντη φρίκη...!» είπα πνιχτά, συγκρατώντας την ενστικτώδη αηδία μου! «Κι εγώ, έτσι ένοιωθα...» μου απήντησε. «Όταν ήμουνα ζωντανός...» Κωνσταντίνος Κουτσούκος 36
Το Μολύβι Έτρεχε κοιτάζοντας κλεφτά πίσω. Δεν τον είχανε δει. Εξάλλου ήταν περασμένα μεσάνυχτα και ο φρουρός της πτέρυγας μισοκοιμόταν. Το γυμνό και γεμάτο χαρακιές στήθος του ανεβοκατέβαινε γρήγορα. Φοβόταν πως πάλι θα άκουγε μολύβια, εκείνα τα καταραμένα μολύβια που όλο έγραφαν. Φοβόταν πως πάλι θα βρισκόταν μόνος του μέσα στην σκοτεινή τάξη. Άνοιξε μια πόρτα. Το φως τρεμόπαιζε, όπως η ανάσα του. Στο κέντρο υπήρχε ένα γραφείο γεμάτο σημειώσεις. Τις έψαξε γρήγορα. Τα μάτια του έκαιγαν. Άθελά του άγγιξε ένα μολύβι. Μικρό και μυτερό, όπως αυτό που του είχαν καρφώσει τότε οι συμμαθητές του στο χέρι. Άρχισε να ουρλιάζει. Τότε, ήρθαν αυτοί, τον σήκωσαν και τον τρύπησαν ελαφρά στο μπράτσο. Για ακόμα μια φορά δεν έφτασε στην ελευθερία που χρόνια ονειρευόταν. Γεωργία Τσουκαλοχωρίτη 37
Σουπερμάρκετ Στα αλλαντικά εργένηδες και μοναχικές κυρίες περίμεναν υπομονετικά την σειρά τους με ένα αριθμημένο χαρτάκι ανάμεσα στα δάχτυλα. Στο ταμείο η ταμίας τις ρώτησε χαμογελαστά αν είναι μέλη. - Αχ Όχι! και ξέρετε έχουμε χαθεί, κατά τύχη βρήκαμε το κατάστημα σας μέσα σε αυτήν την ερημιά. -Ξέρετε είμαστε ένα σουπερμάρκετ για κάπως ιδιαίτερους πελάτες Η φωνή της σκεπάστηκε από την χαρμόσυνη διαφημιστική αναγγελία «Ανθρώπινο κρέας μόνο 29,99 το κιλό, κοκάλινα σκεύη και αξεσουάρ από 3 ευρώ, με κάθε ζωοτροφή αξίας 20 ευρώ δώρο άλλη μία, όλες οι μοκέτες και χαλιά από ανθρώπινη τρίχα 15 ευρώ το τεμάχιο μέχρις εξαντλήσεως τον αποθεμάτων και μην ξεχνάτε για όσους μαζέψουν 12 κουπόνια δώρο μια ψησταριά» δυστυχώς δεν μπορείτε να φύγετε. John Eönwë 38
Τροφός Το πτώμα ενός άντρα βρέθηκε σε ένα απομονωμένο σπίτι Φορούσε ρούχα μωρού και κρατούσε στα χέρια του σφιχτά ένα μπιμπερό. Ήταν γεμάτο μητρικό γάλα. Έμαθαν ότι πλήρωνε λεχώνες, για να του προμηθεύουν το πολύτιμο υγρό. Αλλά μια μέρα ζήτησε να ρουφάει απευθείας από το στήθος τους. Χωρίς μεσάζοντες. Οι έμποροι όμως θύμωσαν με την ασέβεια του. Και αποφάσισαν να ρίξουν δηλητήριο μέσα στο μπιμπερό του. Έτσι ο θάνατος ήρθε ήρεμα και γαλήνια. Μέσα στην κούνια. Η μητέρα του τον έθαψε χωρίς δάκρυα. Χωρίς συμπόνια. Έπρεπε να ξέρει ότι δεν χαρίζεται τίποτα και σε κανέναν. Ούτε καν σε ένα μωρό. Αλίνα Τριανταφύλλου 39
Ιστορικό Αίματος Στις σκοτεινές ιστορίες που αφηγούνται οι άνθρωποι λένε ότι οι ψυχές όσων εκτελέστηκαν σε περιόδους πολέμου ζητούν δικαίωση. Κατοικούν στα βουνά και στις πεδιάδες, ανάμεσα στα στενά που φυλακίστηκε για πάντα η ψυχή τους. Τη νύχτα ο διαβάτης αν περάσει θα ακούσει τις κραυγές, στα χέρια του αίμα θα αντικρίσει και μια θηλιά το λαιμό του θα τυλίξει. Οι σκιές ξεπετάγονται από τα κλαδιά και αν υπάρχει φως, τρεμοπαίζει. Η ανάσα σου βαραίνει και νιώθεις το κρύο. Τα πόδια σου λυγίζουν, τα μάτια σου δακρύζουν. Η επίθεση διαρκεί μέχρι να δουν τη λογική σου να σπάει και να γκρεμίζεται. Τότε σε αφήνουν. Εσύ όμως συνεχίζεις να βλέπεις το αίμα στα χέρια σου... Δεν θα σε πιστέψουν... Αλλά θα διηγηθούν την ιστορία σου... Θεοδόσιος Πιλήσης 40
Πείνα Οι μαινάδες σέρνονται κάτω από το δέρμα μου. Ανοιγοκλείνουν ρυθμικά τα αιματοβαμμένα στόματα τους. Κάνω πως δεν τις ακούω. Κλείνω τα μάτια και βλέπω. Βλέπω πυρωμένα ξυράφια να ξεσκίζουν την κοιλιά της γυναίκας μου, για να κατασπαράξουν εκείνες τον αγέννητο γιο μου. Θέλουν τόσο πολύ να γίνει δικός τους. Ανοίγω τα μάτια. Τα μηννίγγια μου σφυροκοπούν. Θέλω να φάω το γιο μου. Κλείνω τα μάτια να μην καταλάβουν ότι τις βλέπω. Τραγουδούν όλες μαζί. Έχουν φτάσει πολύ κοντά, Ανοίγω τα μάτια και κρατάω το δρεπάνι του θεριστή. Σάλια τρέχουν από το στόμα μου και γλείφουν το λαιμό μου. Νιώθω το πέος μου να σκληραίνει. Σκοτάδι πάλι. Σιωπή. Ίσως να κοιμήθηκαν. Ίσως πήγαν αλλού να σπείρουν. Ανοίγω τα μάτια. Κόκκινο. Χόρτασα. Γιώργος Γιαννακάρης 41
Σταγόνες Πλοπ... Πόνος. Μόνο πόνος. Δεμένος. Ακινητοποιημένος σε ένα κρεβάτι. Ανήμπορος. Και πόνος. Πάντα πόνος. Πλοπ... Μια σταγόνα. Πάλι η σταγόνα. Μόνο η σταγόνα. Κάθε σταγόνα μια σφυριά. Κάθε σταγόνα και κραυγή. Πλοπ... Κραυγή χωρίς φωνή. Άφωνη κραυγή. Εδώ και ώρες. Ή ημέρες; Ακίνητος. Μόνη κίνηση η σταγόνα. Από ψηλά. Πλοπ... Μόνη λύτρωση ο θάνατος. Μόνη φυγή το τέλος. Πότε; Σύντομα; Μόνη ελπίδα. Πλοπ... Πόνος. Ανυπόφορος πόνος. Κάθε σταγόνα μια έκρηξη. Και ανάμεσα φριχτή αναμονή. Κι εγώ δεμένος. Ανήμπορος. Καμία διαφυγή. Πλοπ... Γιατί; Τιμωρία; Διαστροφή; Από ποιον; Πότε; Ώρες; Ημέρες; Πλοπ... Φωνές... Τριγύρω φωνές... και σκιές! Σκιές από πόνο. Φωνές από τρέλα. Τη δική μου τρέλα. 42
Πλοπ... Πόνος παντού... Σκιές παντού... Φώτα παντού. Και η σταγόνα σε ελεύθερη πτώση... Πλοπ... Κρακ Βασίλης Καννάς 43
ΣΜΙΚΡΥΝΣΗ έρχεται. πάλι. απροειδοποίητα. και σήμερα πρέπει να φοβηθώ, λέει. παριστάνω την ανήξερη. μου κλείνει το στόμα. το τινάζω από πάνω μου. γελάει. πέφτει. ξανασηκώνεται. σπρώχνω. αντιστέκομαι. μένει. ήρθε, για να μείνει. ανάσες γρήγορες. σαν την άλλη φορά. και την άλλη. και αυτή που δεν ξέρεις. και αυτή που θα μάθεις. αέρα. θέλω αέρα. Κενό (αέρος).o χρόνος μετράει από τώρα.3-2-1.ξανά.3-2-1.εγκατάλειψη. ψυχραιμία. σύνελθε. εισπνοή. εκπνοή. εισπνοή. εκπνοή. εισπνέω άσπρο. εκπνέω κόκκινο. εισπνέω άχρονο. εκπνέω κόκκινο. κατακόκκινο. επείγον. δέχομαι επίθεση. βάλτο στα πόδια. αδύναμη. και σήμερα. και χθες. θυμός. αποσύρομαι. αναβοσβήνω. θυμός απ την αρχή. ΜΙΚΡΗ. πολύ ΜΙΚΡΗ. αφανής. ήρωας. μόνο αφανής. μόνο ήρωας. κανείς δε χάθηκε και σήμερα. φοβήθηκα. Φοβήθηκες (;). φοβήθηκε (;). φοβήθηκα πάλι. πολύ. σε σμίκρυνση Ρένα Τριανταφύλλου 44
Ακροβατούσε με το Κεφάλι Είχε μουδιάσει ολόκληρη, ανήμπορη να τρέξει ή να σταματήσει, συνέχισε να περπατά ενώ βούλιαζαν οι μπότες της στο χιόνι. Ένα δεύτερο ζευγάρι βήματα πίσω της και μια ανάσα χαλασμένη Έβγαλε το κινητό της και ενεργοποίησε την μπροστινή κάμερα, προσπάθησε να την χρησιμοποιήσει για να δει πίσω της. Τίποτα, κανένας Τα βήματα και η ανάσα ακόμα εκεί. Έβγαλε μια φωτογραφία χωρίς να το καταλάβει πάνω στον πανικό της. Επιτέλους, έφτανε σπίτι. Άνοιξε την πόρτα και δραπέτευσε μια μυρωδιά από βρεγμένο χώμα. Τα απρόσωπα βήματα, τώρα έγιναν τρέξιμο Αργότερα, κοίταζε κάτι φωτογραφίες στο κινητό της, είχε ξεχάσει τελείως το μυστηριώδες συμβάν, ώσπου της το θύμισε η φωτογραφία ενός παιδιού με ένα σχοινί περασμένο γύρο απ το λαιμό του να βρίσκεται πίσω της. Φιλιώ Αλεξάνδρου 45
Η Εξομολόγηση Ο μεσόκοπος άντρας πλησίασε τον πλουμιστό ιερέα. Η λειτουργία είχε τελειώσει και οι πιστοί πήγαιναν στα σπίτια τους για το Κυριακάτικο τραπέζι. Ο λεπτός άντρας κατευθυνόταν προς τον ιερέα με την μεγάλη κοιλιά και τα άσπρα γένια. Τα μαλλιά του ήταν κατάμαυρα και αχτένιστα. Το πρόσωπο του χλωμό, έμοιαζε να είχε μέρες να κοιμηθεί -ή να κάνει μπάνιο: Μύριζε πολύ άσχημα. Ο ιερέας γύρισε τελικά και τον κοίταξε. Ήταν απέναντι του. Ναι τέκνο μου; είπε κάπως αδιάφορα. Ήρθα να εξομολογηθώ ένα φόνο είπε ο άντρας με φωνή στεγνή. Τα μάτια του ιερέα άνοιξαν. Είδε το όπλο στο κατεβασμένο χέρι του άγνωστου. Ποιανού; πρόλαβε να ψελλίσει. Ο άντρας σήκωσε το όπλο. Του εαυτού μου είπε και πυροβόλησε. Γιώργος Γιώτσας 46
Επίσκεψη Είναι εδώ! Σε αυτόν ανήκει η έντονη δυσωδία που αισθάνομαι από χθες. Μα πως ήμουν τόσο ανόητη; Δεν χάνονται έτσι απλά μια σοκολάτα και δυο κουτάκια μπύρας. Ούτε βέβαια το μεγάλο κουζινομάχαιρο. Δε μπορούσα να το βρω το πρωί για να κόψω το κρέας. «Άφαντος για δεύτερη μέρα ο παρανοϊκός νάνος δολοφόνος που δραπέτευσε από τις φυλακές.», επαναλαμβάνει ο δημοσιογράφος. Είναι μάλλον κρυμμένος κάτω από το κρεβάτι μου ή στη σοφίτα. Σίγουρα με κατασκοπεύει απολαμβάνοντας την άγνοιά μου. Νιώθω τα πόδια μου να έχουν παραλύσει. Όμως πρέπει να φύγω. Με το τρία θα τρέξω προς την έξοδο. Δεν έπρεπε να κλειδώσω το βράδυ! Ευτυχώς αφήνω πάντα τα κλειδιά στην πόρτα. Ένα. Δύο. Τρία. Τι συμβαίνει; Που είναι τα κλειδιά μου; Μάνος Κουνουγάκης 47
Παιχνιδίσματα Στην ντουλάπα δεν υπήρχε τίποτε. Στις κραυγές της ο μπαμπάς πάντοτε έσπευδε. Τον ικέτευε να την πάρει στο μεγάλο κρεβάτι. «Δεν έχει νόημα! Πρέπει να αντιμετωπίσεις το Φόβο σου» Σιγά-σιγά έμαθε να υπομένει. Η παγωμάρα της ήταν το λιγότερο. Μόλις το φύλλο μισάνοιγε, μιλούσε απευθυνόμενη στο σκοτάδι που έχασκε στο άνοιγμα. Δεν έπαιρνε ποτέ απάντηση. Μόνο ένα βάρος στο στέρνο και μια ολιγόωρη αγρυπνία. Ο χρόνος όμως έχει πάντα τον τρόπο να πείθει και κείνη δεν αποτελούσε εξαίρεση. Μια κακοτεχνία, μερικές αλλαγές της θερμοκρασίας και όλοι οι θόρυβοι μπορούσαν να δικαιολογηθούν. Ακόμα και το φύλλο της ντουλάπας που απόψε μισάνοιξε. Χαμογέλασε. Δεν γύρισε καν το κεφάλι της. Συνεχίζοντας το σερφάρισμα, ρώτησε μόνο: «..δεν βαρέθηκες;» «Ποτέ δεν βαριέμαι!» απάντησε το Σκοτάδι. Rafael Blackheart 48
Το στοίχημα Μπορούσε να ακούσει το αίμα της να στάζει στο πάτωμα, κάτω από το κρεβάτι, σαν τις σταγόνες της βροχής που διαπερνούν ένα σάπιο ταβάνι. Η ανάσα της, άρρυθμη και αραιή, ήταν φανερό, ακόμα και για εκείνον που δεν είχε ξαναδεί ούτε ζώο να πεθαίνει, ότι αργοπέθαινε. Δεμένος και φιμωμένος στο σκοτάδι, με την αποκρουστική μυρωδιά στα ρουθούνια του αναρωτιόταν ποια θα ήταν η επόμενη πράξη. Θα ακολουθούσε το δικό του αργό τέλος, μέσα σε ατέλειωτο πόνο; Ακόμα μια φορά σκέφτηκε ποσό ανόητος ήταν να στοιχηματίσει ότι θα μπορούσαν να περάσουν μία νύχτα στο παλιό σφαγείο. Θόρυβος από αλυσίδες διέκοψε τη σκέψη του. Κλαίγοντας προετοιμάστηκε, έχοντας την ελπίδα ότι θα βρουν κάτι από αυτόν για να θάψουν οι δικοί του Κυριάκος Κυριακόπουλος 49
Μάγισσες Τα ξυπόλητα πόδια μου έχουν ματώσει Τρέχω στο παγωμένο χώμα Στο νου μου τα τελευταία λόγια της αδερφής μου «Μη μάθει κανείς ότι ξέρουμε να διαβάζουμε» Κι εγώ η ανόητη από αφέλεια τους άφησα να το καταλάβουν Μπήκαν νύχτα στο σπίτι μας, βρήκαν βιβλία, τρέξαμε να ξεφύγουμε Χωριάτες με σαπισμένα δόντια ούρλιαζαν «κάψτε τις» Ιεροεξεταστές πρόσταζαν «σκοτώστε» «Δεν αντέχω άλλο» τα τελευταία λόγια που της είπα λαχανιασμένη Κι αυτή ως άλλη Αντιγόνη έμεινε πίσω για να με γλιτώσει Πρώτα τα σκυλιά ρήμαξαν τη σάρκα της Μια κοφτή ματιά που έριξα πίσω Πεσμένη να την τραβούν για να την ξεσκίσουν Κι εγώ να τρέχω για να σωθώ Προσεύχομαι να ζήσω μονάχα για να γυρίσω Ορκίζομαι να θάψω το καμένο της κορμί. Τηλέμαχος 50
Ματωμένο Φεγγάρι Μόνο ένα παράθυρο στο πύργο φωτιζόταν από το φως ενός κηροπηγίου. Ο αέρας λυσσούσε. Το φεγγάρι πιο πέρα, ολόγιομο. Κατακόκκινο. Ένα βιολί μουρμούραγε. Πάνω στη τραπεζαρία δυο γυμνές φιγούρες. Μια αντρική. Μια γυναικεία. Η ηδονή τους, έσκιζε τη νύχτα. Ύστερα, ένα μαχαίρι μπήχτηκε στα σωθικά του άντρα. Ο σπαραγμός του ξυράφι. Έκοψε στα δυο τη νύχτα. Το βιολί έσκουξε. Το τραπέζι βάφτηκε κόκκινο. Στάλες αίματος έσταξαν κι έκαναν ρυάκι στο ξύλινο πάτωμα. Η γυναίκα σηκώθηκε. Ντύθηκε. Δε βιαζόταν. Το φόρεμα της θρόισε καθώς βγήκε μέσα στη νύχτα και σαν αερικό χάθηκε στο κατηφορικό δρόμο. Στα χέρια της το ματωμένο μαχαίρι έσταζε ακόμη. Ο αέρας μπούκαρε στο πύργο από την ανοιχτή πόρτα. Έσβησε τα κεριά. Οι χορδές του βιολιού έσπασαν. Σιωπή. Ελένη Βλάχου 51
HERESY 14 παγωμένες κούκλες ανακαλύπτουν το πρώτο αίμα τους. Ερωτοτροπούν με τον καθρέπτη Να μάθουν ποιος ορίζει την άλλη πλευρά. Του καθρέπτη ή του Κακού Όπως ορίζει η προφητεία Η πιο όμορφη θα πεθάνει από σπαθί Η πιο γενναία από θηλιά Η πιο μικρή από πόθο Και θα μάθουν παίζοντας με το ματωμένο καθρέπτη. Της σκιάς και της σιωπής τους 14 παγωμένες νύφες θα γευτούν ένα ταύρο Ένας ταύρος θα γευτεί 14 παγωμένες νύφες. Η παρθενιά τους θυσία στο γκρεμό. Έτσι ορίζει το Κακό. Με δίπολα κρίνα στα μαλλιά. Έτσι ορίζει το Αθώο. Με ένα μαχαίρι κρατώντας, ευθυγραμμίζοντας αυτό με τη καρδιά. Εκείνες,το μαχαίρι, τα κρίνα,ο ταύρος. Στον τελευταίο οργασμό πριν την ανάσταση τους 52
όπως ορίζει η προφητεία. Ιωάννα Κουτηρή 53
Το ψοφίμι Όταν πια άνοιξα τα μάτια, τον είδα. «Υπάρχει κάτι νεκρό σπίτι σου, σωστά;» ρώτησε. «Πώς το κατάλαβες;» «Έχεις αυτό το βλέμμα, πανομοιότυπο με της μητέρας μου. Ξέρεις, στο πατρικό μου υπήρχε ένα ψοφίμι. Απλά εμφανίστηκε μία μέρα. Η μητέρα μου γύρισε σπίτι και το βρήκε πάνω στο κρεβάτι της. Κειτόταν κουλουριασμένο σε εμβρυακή στάση, κατάμαυρο και σάπιο» «Τι ήταν;» «Άνθρωπος ευτυχώς! Δεν ξέρω τι θα κάναμε, αν ήταν κάτι άλλο. Η μητέρα μου μάταια άλλαζε καθημερινά τα σεντόνια κι αέριζε το υπνοδωμάτιο. Τίποτα δε στάθηκε ικανό να κατευνάσει τη δυσοσμία. Θυμάμαι, η παιδική μου αφέλεια νόμιζε ότι σταδιακά θα διαβρωνόταν και θα έλιωνε. Μέχρι σήμερα απορώ πώς μπορούσαν οι γονείς μου να κοιμούνται κάθε βράδυ εκείνο το κρεβάτι μαζί του» Βέρα Καρτάλου 54
L' Epouvantail Βρισκόταν συνέχεια εκεί. Ακίνητο και αμίλητο, δίνοντας σου την εντύπωση ότι ελέγχει τα πάντα. Η απόκοσμη φιγούρα του σου έκοβε την ανάσα. Θυμάμαι τον παππού μου να μας λέει: «Ποτέ να μην το πλησιάσετε και ποτέ να μην το κοιτάξετε στα μάτια, αλλιώς θα σας κοιτάξει και αυτό και τότε θα είναι πολύ αργά». Καθώς περνούσαν τα χρόνια το χωριό ερήμωνε σταδιακά από παιδικές φωνές και γέλια και την θέση τους την έπαιρνε η θλίψη και η απόγνωση. Πλέον ήταν ένα μέρος γερασμένων χωρίς παιδιά. Ο ουρανός ήταν γεμάτος από μαύρα φτερά και παντού άκουγες κρωξίματα. Πλήθος από κοράκια είχε στεριώσει στην ερειπωμένη αυλή του παππού μου και μαζί με αυτό τραγουδούσαν το σκοτάδι. Ένα από αυτά ήμουν και εγώ. Παντελής Παντιώρας 55
Ραφή Είχε όλο κι όλο ένα ταλέντο, αλλά δεν ήξερε τι να το κάνει: καταλάβαινε τι λέει κανείς ακόμη κι αν μιλούσε με το στόμα του κλειστό. Είχε, όμως, και μια κάποια, ας το πούμε, απογοήτευση: σάμπως, τι να το κάνεις; Δεν είχε αυτό καμία αξία. Κάλλιο να μπορούσε να διαβάζει βουλωμένα γράμματα! «Κι οι τελευταίοι έσονται πρώτοι», συνήθιζε να την παρηγορεί η γιαγιά της, άγια γυναίκα, σε όλα πίστευε. Μα, έλα που ήγγικεν η ώρα και τους ράψανε το στόμα - εντελώς, προεδρικό διάταγμα, εν μία νυκτί. Δεν έλεγαν να το πιστέψουν, «γαμώτο, πάνω που οι επικοινωνίες έτειναν στο τέλειο!». Ήτανε δύσκολο να το δει κανείς, αλλά χαμογελούσε. Ίσως να φταίγανε οι ραφές. Γιατί, παρεμπιπτόντως, τους είχαν κόψει και τα γράμματα. Λυδία Ελιόγλου 56
Ο Θάνατος μέσα Μου Ένας από τους γείτονές μου ακούει ανελλιπώς το ίδιο τραγούδι όταν πλησιάζουν οι μέρες. Από πολυτέλεια μου αρέσει να γυρνάω με το ταξί σπίτι. Ψηλαφίζοντας την περιρρέουσα ατμόσφαιρα έξω από το παράθυρο φαντάζομαι πως μετά θα το παίξει η τηλεόραση. Όταν δεν ανήκεις πουθενά, οδηγείσαι με παλιρροϊκούς ρυθμούς στο άντρο της φρενίτιδας. Στην πόλη. Αυτή είναι μια κρυψώνα. Είναι το μέρος που είσαι αόρατος. Ο καθένας μπορεί να είναι ο κανένας εδώ κι εγώ ήθελα να είμαι κάτι τέτοιο. Μετακινούμαι εδώ κι εκεί και πουθενά. Τα βράδια η γειτονιά είναι κολαστήριο. Ο κύριος του σπιτιού ουρλιάζει πως έχει κάτι που δε μπορεί να φάει κανείς ποτέ και ανεβάζει τη μουσική. Πηδάω τον καναπέ, ανατρέπομαι κι ανασυντάσσομαι κι αγκομαχώντας φτάνω την πόρτα με κομμένη γλώσσα. Ένα χέρι ξεπροβάλλει. Με βλέπεις; Γιώργος Τσουλιάς 57
τέλος 58