Μπερνάρ Φριό Μετάφραση: Ξένια Καλογεροπούλου
Περιεχόμενα 10 Η ερωτευμένη μάγισσα 14 20 22 24 28 Για να δούμε παρακάτω 32 34 36 40
42 46 Ρομπότ 48 50 52 Τηλεφωνητής 56 58
62 64 Ενεστώτας 68 70 74 78 82 Το αξιαγάπητο γουρούνι 86
Οι άλλοι έχουν την αγαπημένη τους. Εγώ όμως έχω μια που δεν τη χωνεύω. Τη Βιργινία. Τη γνώρισα στο νηπιαγωγείο. Παλιά ήταν εντελώς σαν να μην υπάρχει. Τώρα όμως είναι το αντίθετο. Τη σκέφτομαι συνέχεια. Ακόμη και στον ύπνο μου. Δεν τη χωνεύω καθόλου. Μου φαίνεται πολύ χάλια και πολύ ασχημομούρα. Εντελώς για φτύσιμο δηλαδή, με τις ξανθές της μπουκλίτσες και τις γαλάζιες ματάρες της, ίδιο χρώμα μ εκείνο το προϊόν που ρίχνουμε στη λεκάνη του καμπινέ. Κάθε μέρα τής στέλνω γραμματάκια. Πάντα με πολύ φοβερά λόγια: «Χοντροκανάτα, γουρλομάτα». Ή: «Είσαι γυμνοσάλιαγκας και σε σιχαίνομαι». Εκείνη μου γράφει σε χαρτί με χρώμα λαχανί και ζωγραφισμένες νεκροκεφαλές. Όταν μας βάζουν στη γραμμή, στέκομαι πάντα πίσω 11
της για να της βάζω τρικλοποδιές. Εκείνη μου ρίχνει τριπλοστριφτές τσιμπιές στα μπούτια. Και με πονάει. Είναι το πρώτο κορίτσι που πραγματικά δε χώνεψα. Κι είμαι σίγουρος πως σ όλη μου τη ζωή πάντα δε θα τη χωνεύω, ακόμη και σε δέκα χρόνια που θα έχω μεγαλώσει. Την περασμένη Τετάρτη, στο διάλειμμα, τσακώθηκε με τον Φίλιππο. Του έστριψε τη μύτη και του φώναξε μπροστά σ όλους: «!». Πέθανα από τη ζήλια, αλλά έκανα πως δεν την άκουσα. Γιατί πολύ θα της άρεσε να την είχα ακούσει. Και για να την εκδικηθώ, την άφησα εντελώς ήσυχη όταν γυρίσαμε στην τάξη. Της χαμογέλασα, μάλιστα, για να νομίσει πως είχα πάψει να μην τη χωνεύω. Και την ώρα της αριθμητικής πέταξα ένα γραμματάκι στη Μαρίνα, ένα κορίτσι που κάθεται κοντά της. Της έγραψα: «Μαρίνα, σκατουλίνα, είσαι κανονικό σκουπίδι». Και επίτηδες σημάδεψα στραβά για να πέσει το γράμμα στο θρανίο της Βιργινίας. Όταν το είδε, έγινε κατακόκκινη. Μετά που σχολάσαμε, έτρεξε πίσω μου. Έτρεξα κι εγώ αλλά εκείνη με πρόλαβε και με νύχιασε στο χέρι μου. Εγώ έκανα πως δεν κατάλαβα κι εκείνη έσκασε απ το κακό της. 12
σ αγαπώ. Εγώ, δεσποινίς μου, σ αγαπώ!». Και τότε μου φώναξε: «Πες το, πες το ότι δε με χωνεύεις». Αλλά εγώ φώναξα πιο δυνατά και της είπα: «Εγώ; Σε χωνεύω και σε παραχωνεύω. Και μάλιστα Δεν είπε τίποτα και μου γύρισε και την πλάτη. Εγώ όμως την είδα που έκλαψε. Και της έδωσα μια κλοτσιά στον πισινό. Έτσι, για να πάψει να κλαίει. 13
M, αλήθεια σ το λέω, θα ήταν τόσο πιο καλά αν μ αγαπούσες κάπως λιγότερο. Η αγάπη σου είναι πώς να το πω; σαν μια μεγάλη τούρτα που σε λιγώνει. Άμα φας ένα μικρό κομμάτι, εντάξει. Άμα φας όμως πολύ, στο τέλος σε πειράζει. Το πρωί, όταν πίνω το γάλα μου, με αγκαλιάζεις τόσο σφιχτά και μου λες πως είμαι «το κουτσουνάκι σου», «το κεφτεδάκι σου», «το λατρεμένο σου ζουζουνάκι» Και είναι κάπως επικίνδυνο, ξέρεις. Κανένα πρωί θα πνιγώ εκεί που καταπίνω. Και όταν σχολάμε και με περιμένεις έξω απ το σχολείο, ορμάς πάνω μου και με φιλάς μπροστά σε όλα τα παιδιά, και μάλιστα στο στόμα. Δεν το καταλαβαίνεις, βρε μαμά; Καμιά μέρα θα πεθάνω από ντροπή. Και θα φταις εσύ, να το ξέρεις. Έλα τώρα, μανούλα, δε θέλω να κλαις. Άκου, έχω μια ιδέα. 20
Αυτή την τόση πολλή αγάπη μπορούμε να τη μοιραζόμαστε και με άλλους. Ο Βαγγέλης, ας πούμε, που μένει στο απέναντι, είμαι σίγουρος πως θα ήθελε κι αυτός λίγη αγάπη. Ο πατέρας του όλο τον βαράει όταν είναι μεθυσμένος και τη μάνα του δεν τη βλέπει ποτέ. Και η Σοφία τα ίδια. Ο μπαμπάς της έφυγε για την Αυστραλία και η μαμά της παντρεύτηκε έναν Εγγλέζο. Λοιπόν, μια ωρίτσα αγάπης πού και πού, σίγουρα θα τη θέλανε. Κι ύστερα,, αφού σου περισσεύει τόση αγάπη, γιατί δε φυλάς λίγη και για τον μπαμπά; Βάζω στοίχημα πως θα του άρεσε. Μπορεί και να ξαναγύριζε στο σπίτι, αν τον αγαπούσες λιγάκι, έτσι τόσο λίγο. Εσύ τι λες; 21
Το ξέρω, το ξέρω καλά. Ο πατέρας μου δεν είναι o πατέρας μου και η μητέρα μου δεν είναι η μητέρα μου. Το ξέρω, γιατί είναι ολοφάνερο. Είναι ολοφάνερο, γιατί βέβαια δε θα μπορούσε να είναι αλλιώς. Αφού εγώ είμαι γιος βασιλιά. Δεν πρέπει όμως να το λέμε, είναι μυστικό. Όταν γεννήθηκα, με αλλάξανε με ένα άλλο μωρό. Γίνεται αυτό, το έχω δει και στην τηλεόραση σε μια ταινία. Αλλά το άλλο μωρό πέθανε αμέσως μετά. Και τώρα ο βασι λιάς και η βασίλισσα νομίζουν ότι δεν έχουν παιδί. Ενώ έχουν, εμένα. Ο πρωθυπουργός ήταν που με αντάλλαξε. Ήθελε να τους εκδικηθεί και να πάρει αυτός όλη την κληρονομιά, όπως ο Έντγκαρ στις Αριστόγατες. 22
Κάποια μέρα, όμως, θα με ξαναβρούν και, όταν μεγαλώσω, θα γίνω βασιλιάς. Φαντάζομαι τα μούτρα που θα κάνει ο πατέρας μου. Ποτέ δε θα ξανατολμήσει να με πει χοντρομπουνταλά, ούτε να με κατσαδιάζει όταν κάνω καμιά ζημιά, ενώ δεν το έχω κάνει επίτηδες Αφού έτσι κι αλλιώς δεν είναι πατέρας μου. Και η μητέρα μου, κι αυτή, θα νιώσει πολύ άσχημα που όλο με μπούκωνε κουνουπίδι ενώ ήξερε πως το σιχαίνομαι. Θα αναγκαστεί να μου ζητήσει συγγνώμη. Και τότε θα της πω: «Μη χολοσκάτε, κυρία μου, δεν είναι και τόσο σοβαρό». Όταν όμως θα την προσκαλέσω στο παλάτι μου, θα της σερβίρω σπανακόρυζο, επειδή ξέρω πως τo σιχαίνεται. Τώρα, όποτε με μαλώνουν, εμένα καθόλου δε με νοιάζει. Λέω μέσα μου: «Θα δείτε τι έχετε να πάθετε όταν θα μάθετε ποιος είμαι». Γιατί εννοείται ότι δεν τους έχω πει ακόμα τίποτα. Είναι. Σας το λέω εσάς, επειδή ξέρω πως δε μ ακούτε. Δεν παύει όμως να είναι αλήθεια. Γι αυτό, σας παρακαλώ, μην το πείτε σε κανέναν. 23