ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ

Σχετικά έγγραφα
ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΔΙΚΑΙΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΛΟΓΩ ΥΠΕΡΒΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΛΟΓΗΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ, ΣΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ.

το ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑ(ΟΥ

ΣτΕ 599/2012 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Γ

ΤΜΗΜΑ VII. ακόλουθη σύνθεση: Γεωργία Μαραγκού, Αντιπρόεδρος, Γεώργιος Βοΐλης και

Της αναιρεσείουσας: Π. συζύγου Λ. Ν., κατοίκου..., η οποία δεν παρασταθηκε στο ακροατήριο.

ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 218/2016 Α2 Τμ.

Αριθμός 239/2014 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Δ'

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/2313-1/

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Χρυσούλα Παρασκευά, Αντιπρόεδρο του Αρείου. Πάγου, Μαρία Γαλάνη - Λεοναρδοπούλου - Εισηγήτρια, Δημήτριο Χονδρογιάννη,

Αριθμός 287/2011 (αριθ. έκθ. κατ. δικογράφου: /ΕΜ / ) ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΜΙΑΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΚΟΥΣΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ

Νάξου. Με αυτό το περιεχόμενο ο λόγος αυτός της εφέσεως είναι επαρκώς ορισμένος και το Εφετείο, το οποίο έκρινε ομοίως απορρίπτοντας τον περί

απορροφώσας και της απορροφώµενης τράπεζας και τη µε αριθµό 38385/ πράξη του συµβολαιογράφου Αθηνών Γεωργίου

Αριθμός απόφασης 4013/2017 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων)

Αριθμός 1118/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Β1' Πολιτικό Τμήμα

ΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Καλλιθέα Αριθμός απόφασης: 3174

ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ 104/2014 (Άρθρο 77 παρ. 3 Ν.3852/2010) Kοινοποίηση

248/2017 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Β'

Αριθμός 1349/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Α1' Πολιτικό Τμήμα

Αριθμός απόφασης. ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ (ειδική διαδικασία-ανακοπές)

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΣτΕ 1865/2002. του... ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Κ. Μπουρνόζο (Α.Μ. 151), που τον διόρισε στο ακροατήριο,

Αριθμός 665/2015 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Γ

ΑΠΟΦΑΣΗ 223/2016 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΜΙΑΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL)

Αριθμός απόφασης : 153/2019

Σελίδα 1 από 5 ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΔΗΜΟΥ ΑΓΙΑΣ. ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ από το πρακτικό της 10 ης / τακτικής συνεδρίασης της Οικονομικής Επιτροπής

Αριθμός Απόφασης 3424/2018 Αριθμός κατάθεσης αίτησης: 25529/2627/2018 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/499/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 07/2018

ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΥΠΟΜΝΗΜΑ. Του Υπουργού Παραγωγικής Ανασυγκρότησης, Περιβάλλοντος και Ενέργειας. ΚΑΤΑ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΓΡΑΦ. ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ Συνεδρίαση 27 η της Α Π Ο Σ Π Α Σ Μ Α

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΠΡΑΚΤΙΚΟ 21 ο / ΑΠΟΦΑΣΗ 836/2012

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ. Καλλιθέα

2417/2015. Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη 8oϊei. Συμβουλίου Διοικήσεως του Ειρηνοδικείου Αθηνών χωρίς. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στην

1.Δικαστική και εξώδικη εκπροσώπηση και εν γένει νομική υποστήριξη της ΑΑΔΕ

Η διαταγή πληρωμής συνιστά νόμιμο δικαιολογητικό δαπάνης δεσμεύον το. Ελεγκτικό Συνέδριο και η κρίση της νομιμότητας ή μη της δαπάνης που

Απόφαση 210 / 2018 (Α1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Αριθμός 210/2018 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Α1' Πολιτικό Τμήμα

Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Απόφαση Αναστολής Πλειστηριασμού Κατοικίας σε Υπερχρεωμένα Νοικοκυριά

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/3095/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 9/2019

Α Π Ο Φ Α Σ Η ΑΡ. 150 / 2017

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΣτΕ 927/2017 [Πρωτόκολλο ειδικής αποζημίωσης για διάστημα μεγαλύτερο του τριμήνου]

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 15 Φεβρουαρίου 2011, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΣτΕ 819/2015 Αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος Δημοσίου - Μη συμμόρ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός Γνωμοδοτήσεως 336/2014. Το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους. Τμήμα Ε' Συνεδρίαση της 4πς Νοεμβρίου 2014

'Αρθρο 3 : Προσωρινή δικαστική προστασία 1. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητήσει προσωρινή δικαστική

Α Π Ο Φ Α Σ Η 54 /2018 (Τμήμα)

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

1. ΧΑΤΖΗΔΑΚΗΣ ΔΙΟΝΥΣΗΣ 1. ΚΑΡΑΜΑΡΟΥΔΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ. ο Πρόεδρος-Δήμαρχος κήρυξε την έναρξη της συνεδρίασης.

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Άρειος Πάγος Τακτική Ολομέλεια Αριθμός 23/2007 (Δημοσίευση ΝοΒ 2007 σελ. 1852)

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/456/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 06/2018

Αριθµός απόφασης 5819/2008 Αριθµός καταθέσεως αγωγής /2007 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟ ΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΕΙ ΙΚΗ ΙΑ ΙΚΑΣΙΑ

Oργάνωση της δικαιοσύνης - Πορτογαλία

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΚΟΡΙΝΘΟΥ ΤΑΚΤΙΚΉ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 278/2016 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΙΙΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΚΟΡΙΝΘΟΥ

Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Ειρηνοδικείου Αθηνών, με την παρουσία της Γραμματέως

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL)

Αριθμός απόφασης 2/2013

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Α Π Ο Σ Π Α Σ Μ Α. Από το πρακτικό της αριθ. 52/2018 τακτικής Συνεδρίασης της Οικονομικής Επιτροπής του Δήμου Νέας Φιλαδέλφειας-Νέας Χαλκηδόνας

Προς: Τα μέλη του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου Εφετείου Θεσσαλονίκης

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Καλλιθέα, 23/06/2017 Αριθμός απόφασης: 3512 ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΣτΕ 1414/2016 [Υπόχρεος ειδικής αποζημίωσης για αυθαίρετο σε αναδασωτέα έκταση]

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/4470-1/ ΑΠΟΦΑΣΗ 100/2015

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4229, 5/2/2010

Αρ. Απόφασης 5679/2015 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ _ *

αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος και του αρχαιοτέρου του Συμβούλου που

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών Αριθμός απόφασης 733/2011

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αιγίου.

ΑΝΑΡΤΗΤΕΟ ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ Α Π Ο Σ Π Α Σ Μ Α ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΤΗΣ 24 ης / ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗΣ TΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ Δ. ΔΡΑΜΑΣ

Αθήνα, Αριθ.Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1289/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 28/2015

ΑΠΟΦΑΣΗ 73 / Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/6702-1/

προστίμου ΚΒΣ του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ..., οι οποίες εκδόθηκαν στην συνέχεια της από (και θεώρησης ) έκθεσης ελέγχου ΚΒΣ των εφοριακών

Άρειος Πάγος 171/2016 Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας και πλασιέ

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

ΣτΕ 1178/2010 [«Σφράγιση» αυθαίρετης χρήσης σε αδόμητο οικόπεδο στην Κηφισιά]

Αθήνα, ΑΠ: Γ/ΕΞ/610/

Transcript:

1 ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ TEYXOΣ ΤΟΥ AΝΩΤΑΤΟΥ ΕΙΔΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (Κατ άρθρον 100 του Συντάγματος) Αρ. Φύλλου 1 14 Φεβρουαρίου 2014 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ Άρση συγκρούσεως δικαιοδοσίας, η οποία προέ κυψε, μεταξύ των υπ αριθ. 16.754/2009 και 2568/ 2012 αποφάσεων του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών και Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, αντί στοιχα... 1 Άρση συγκρούσεως δικαιοδοσίας, η οποία προέκυψε, μεταξύ της υπ αριθ. 111900/1995 απόφασης του Δ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και της υπ αριθ. 63072/2009 απόφαση του Α Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών αντίστοιχα... 2 Άρση αποφατικής συγκρούσεως που δημιουργή θηκε από τις αποφάσεις υπ αριθ. 2357/2011 του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών και 3523/2012 του Ι Τμήματος του Ελεγκτικού Συνε δρίου... 3 Άρση καταφατικής σύγκρουσης δικαιοδοσίας, η οποία προέκυψε από την 1488/2013 απόφαση του V Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου και την εκ κρεμοδικία πολιτικής αγωγής του Δημοσίου κατά των αιτούντων ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτο δικείου Αθηνών... 4 ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ Αριθμός 27/2013 Άρση συγκρούσεως δικαιοδοσίας, η οποία προέκυψε, μεταξύ των υπ αριθ. 16.754/2009 και 2568/2012 απο φάσεων του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών και Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, αντίστοιχα. Το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (κατά το άρθρο 100 του Συντάγματος) ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Σωτήριο Ρίζο, Αντιπρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, Προε δρεύοντα, (κωλυομένων της Προέδρου του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, Ρένας Ασημακοπούλου, Προέδρου του Αρείου Πάγου και του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας Κωνσταντίνου Μενουδάκου), Αθανά σιο Κουτρομάνο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, (κω λυομένων της Προέδρου του Αρείου Πάγου και των (1) αρχαιοτέρων αυτού Αντιπροέδρων), Σωτηρία Ντούνη, Αντιπρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, (κωλυομένων του Προέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου Ιωάννη Κα ραβοκύρη και των αρχαιοτέρων αυτής Αντιπροέδρων), Αριστόβουλο Γεώργιο Βώρο, Παναγιώτη Κίμωνα Ευστρατίου, Γεώργιο Τσιμέκα, Παναγιώτα Καρλή, Συμ βούλους της Επικρατείας, Αντώνιο Αθηναίο, Δημήτριο Μαζαράκη Εισηγητή, Ευφημία Λαμπροπούλου, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου Πετρουλάκη, Αρεοπαγίτες, Νικόλαο Παρασκευόπουλο, Καθηγητή Νομικής Σχολής του Πα νεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Θεόδωρο Φορτσάκη, Καθη γητή Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, ως μέλη, και τη Γραμματέα Μάρθα Ψαραύτη, Προϊσταμένη Διεύθυνσης της Γραμματείας του Αρείου Πάγου. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημα του Αρείου Πάγου, στις 15 Μαΐου 2013, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των: ΑΙΤOΥΝΤΟΣ: Δημοσθένη Βεργή του Εμμανουήλ, κατοί κου Αθηνών, ο οποίος παρέστη αυτοπροσώπως χωρίς πληρεξούσιο δικηγόρο. ΚΑΘOY Η ΑΙΤΗΣΗ: Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπρο σωπουμένου από τον Υπουργό Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον Κωνσταντίνο Κατσούλα, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους. Ο αιτών με την από 31 1 2013 αίτησή του, ενώπιον του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, που κατέθεσε κατά νόμο στο Γραμματέα του, με αριθμό 2/11 2 2013, ζήτησε όσα αναφέρονται στο αιτητικό της. Ακολούθως, o Εισηγητής, Δημήτριος Μαζαράκης, Αρε οπαγίτης, ανέγνωσε την από 22 3 2013 έκθεσή του. Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του παραστάντος καθού Ελληνικού Δημοσίου, Νομικό Σύμ βουλο του Κράτους, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τις προτάσεις του. Μελέτησε τη δικογραφία Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο 1. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 1 εδάφ. α του Ν. 345/1976 περί κυρώσεως του Κώδικα περί του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, οι διάδικοι παρίστα νται ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου δια δικηγόρου παρ Αρείω Πάγω ή Νομικού Συμβούλου του Κράτους, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 16 παρ. 3 εδάφ. α του ίδιου Νόμου, εφόσον έγιναν οι προβλεπόμενες από

TEYXOΣ ΤΟΥ AΝΩΤΑΤΟΥ ΕΙΔΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (Κατ άρθρον 100 του Συντάγματος) το νόμο κοινοποιήσεις και δημοσιεύσεις, η συζήτηση της υποθέσεως και η έκδοση της αποφάσεως χωρεί, έστω και αν δεν παρίστανται οι διάδικοι (ΑΕΔ 7/2011, ΑΕΔ 9/2006). Στην προκείμενη περίπτωση, έγιναν οι κατά νόμον επιδόσεις (άρθρα 45 και 47 παρ. 1 και 2 του ν. 345/1976), ενώ, περαιτέρω, από την με ημερομηνία 15 2 2013 έκθεση επίδοσης του δικαστικού υπαλλήλου Δημητρίου Κουριδάκη, προκύπτει ότι επίσημο αντίγρα φο της κρινόμενης αιτήσεως, με πράξη του Προέδρου του Δικαστηρίου τούτου για τον ορισμό δικασίμου, επιδόθηκε εμπροθέσμως, κατά το άρθρο 10 παρ. 2 του ως άνω Νόμου, στον αιτούντα Δημοσθένη Βεργή για τη δικάσιμο της 3 4 2013. Κατά τη δικάσιμο αυτή αναβλήθηκε η συζήτηση της ως άνω αιτήσεως για τη δικάσιμο που σημειώνεται στην αρχή της παρούσας (15 5 2013), πλην όμως, κατά την τελευταία ως άνω δικάσιμο, κατά την οποία εκφωνήθηκε και συζητήθηκε η ένδικη αίτηση, την οποία υπογράφει ο ίδιος ο αιτών (άρθρο 9 παρ. 1 εδάφ. στ ν. 345/1976), αυτός παρέστη αυτοπροσώπως χωρίς πληρεξούσιο δικηγόρο. Η πα ράσταση αυτή δεν είναι νόμιμη (άρθρο 14 παρ. 1 εδάφ. α του Ν. 345/1976) και ο αιτών θεωρείται δικονομικώς απών. Η υπόθεση, όμως, νομίμως συζητείται παρά την απουσία του, μη απαιτουμένης και νέας κλητεύσεως αυτού, σύμφωνα με το άρθρο 226 παρ. 3 ΚΠολΔ, οι διατάξεις του οποίου εφαρμόζονται αναλόγως, κατ άρθρο 23 του ν. 345/1976, κατά την ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου διαδικασία. 2. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 100 παρ. 1 του Συ ντάγματος και το άρθρο 6 του Κώδικα «περί του κατά το άρθρο 100 του Συντάγματος Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου», ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Ν. 345/1976, στη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου υπάγεται, μεταξύ των άλλων και η άρση των συγκρούσεων μεταξύ των δικαστηρίων και των διοικητικών αρχών ή μεταξύ του Συμβουλίου της Επι κρατείας και των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων αφενός και των αστικών και ποινικών δικαστηρίων αφετέρου ή μεταξύ του Ελεγκτικού Συνεδρίου και των λοιπών δικαστηρίων. Εξάλλου, στο κεφάλαιο Ζ του Κώδικα περί Α.Ε.Δ. και υπό τον τίτλο «Άρσις Συγκρού σεων», καθορίζονται οι προϋποθέσεις άσκησης της προβλεπόμενης στην ως άνω συνταγματική διάταξη αρμοδιότητας του Ειδικού Δικαστηρίου για την άρση συγκρούσεων α) μεταξύ δικαστηρίων και διοικητικών αρχών (άρθρα 42 και 43) και β) μεταξύ δικαστηρίων (άρθρα 44 έως 47). Ειδικότερα στο άρθρο 44 παρ. 1 του εν λόγω Κώδικα, με τον υπότιτλο καταφατική σύγκρουση μεταξύ δικαστηρίων, ορίζεται ότι «Εφ όσον η αυτή υπόθεσις μεταξύ των αυτών διαδίκων είναι εκκρεμής ενώπιον αφενός του Συμβουλίου της Επι κρατείας ή ετέρου τακτικού διοικητικού δικαστηρίου, και αφετέρου αστικού ή ποινικού δικαστηρίου, ή εκ τρίτου μεταξύ τινός εκ των ανωτέρω δικαστηρίων και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, και το εν εκ τούτων δεν απεφάνθη περί της ελλείψεως δικαιοδοσίας αυτού, η σύγκρουσις αίρεται επιμελεία παντός διαδίκου». Πε ραιτέρω στην παρ. 1 του άρθρου 46 του ίδιου Κώδικα ορίζεται ότι «Εφ όσον τα κατά το άρθρον 44 παρ. 1 δικαστήρια έκριναν τελεσιδίκως ότι στερούνται δι καιοδοσίας επί της αυτής υποθέσεως, η σύγκρουσις αίρεται επιμελεία παντός διαδίκου, δια καταθέσεως αιτήσεως ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου, εντός ενε νήκοντα ημερών από της δημοσιεύσεως της νεωτέρας αποφάσεως». Τέλος, στο άρθρο 47 του ίδιου Κώδικα ορίζεται ότι «1. Διάδικοι ενώπιον του Ειδικού Δικα στηρίου είναι πλην των αιτούντων και οι διάδικοι των δικών, αι οποίαι προκαλούν την σύγκρουσιν. 3. Υπό θεσις είναι, κατά την έννοια του παρόντος Κεφαλαίου, εκκρεμής: α) ενώπιον διοικητικής αρχής β) ενώπιον των ποινικών δικατηρίων γ) ενώπιον παντός ετέρου δικαστηρίου από της ασκήσεως της αγωγής ή ενδίκου μέσου, περιλαμβανομένης και της αιτήσεως αναιρέ σεως ή της ασκήσεως παντός ενδίκου βοηθήματος. 4. Η απόφασις του Ειδικού Δικαστηρίου περιορίζεται εις την λύσιν του αμφισβητουμένου ζητήματος δικαι οδοσίας, εξαφανίζει την εσφαλμένως αποφανθείσαν επί τούτου απόφασιν ή διοικητικήν πράξιν, παραπέμπει την υπόθεσιν εις το κρινόμενον ως έχον δικαιοδοσία δικαστήριον ή αρχήν, είναι δε, κατ εξαίρεσιν του άρ θρου 21 παρ. 1, υποχρεωτική δια πάντα τα επιληφθέντα ή αποσχόντα να επιληφθούν δικαστήρια ή αρχάς και τους διαδίκους». Από το συνδυασμό των ανωτέρω δι ατάξεων του Κώδικα και δη των άρθρων 44 παρ. 1 και 47 παρ. 3 αυτού, συνάγεται ότι, αν κατά το χρόνο της άσκησης της αίτησης ενώπιον του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, η υπόθεση δεν ήταν εκκρεμής ενώπιον δικαστηρίων διαφορετικών κλάδων δικαιοδοσίας, η αίτηση είναι απαράδεκτη, διότι, κατά την έννοια της πιο πάνω συνταγματικής διάταξης του άρθρου 100 παρ. 1 εδάφ. δ, η καταφατική σύγκρουση προϋποθέτει εκκρεμοδικία σε δικαστήρια διαφορετικών κλάδων δικαιοδοσίας. (Α.Ε.Δ. 1/2001, 44/1997, 20/1997). Επιπλέον, από τη διατύπωση τόσο του άρθρου 100 παρ. 1 εδάφ. δ του Συντάγματος, όσο και του άρθρου 44 παρ. 1 του Ν. 345/1976, προκύπτει ότι σύγκρουση δικαιοδοσίας (αποφατική ή καταφατική) ανακύπτει μεταξύ των ίδιων διαδίκων για την ίδια υπόθεση που είναι εκκρεμής α) μεταξύ των δικαστηρίων και των διοικητικών αρ χών, β) μεταξύ του Συμβουλίου της Επικρατείας και των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων αφενός και των αστικών και ποινικών δικαστηρίων αφετέρου και γ) μεταξύ του Ελεγκτικού Συνεδρίου και των λοιπών δι καστηρίων. Δηλαδή, δεν υφίσταται σύγκρουση μεταξύ αστικών και ποινικών δικαστηρίων ή μεταξύ ποινικών δικαστηρίων, αλλά μεταξύ μόνον αστικών ή ποινικών δικαστηρίων από το ένα μέρος και διοικητικών αρχών, Συμβουλίου της Επικρατείας, τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και Ελεγκτικού Συνεδρίου από το άλλο μέρος (Α.Ε.Δ. 44/2011). 3. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, ο αιτών Δημοσθένης Βεργής, ενεργώντας ατομικά και ως υπεύθυνος διαχειριστής του πολιτικού κόμματος «ΕΛΛΗΝΕΣ ΟΙΚΟΛΟΓΟΙ», με την από 31/1/2013 και με αριθμό κατάθεσης 2/2013 αίτησή του εκθέτει ότι με την 16.754/2009 οριστική απόφαση του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών απορρίφθηκε η από 16/9/2005 ανακοπή του ανακόπτοντος πολιτικού κόμματος με την επωνυμία «ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ ΒΕΡΓΗΣ ΕΛΛΗΝΕΣ ΟΙΚΟΛΟΓΟΙ» κατά της με αριθμό 3197/22 7 2005 κατασχετήριας έκθεσης, με την οποία, κατό πιν έγγραφης παραγγελίας του προϊσταμένου της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας (Δ.Ο.Υ.) Ι Αθηνών, επιβλήθηκε αναγκαστική κατάσχεση σε βάρος του και

TEYXOΣ ΤΟΥ AΝΩΤΑΤΟΥ ΕΙΔΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (Κατ άρθρον 100 του Συντάγματος) της σε αυτήν περιγραφόμενης ακίνητης περιουσίας του, για την εξόφληση ληξιπρόθεσμων χρεών προς το δημόσιο από φόρους και πρόστιμα των οικονομικών ετών 1996, 1997 και 1998, συνολικού ποσού 1.173.110,42 ευρώ, που είχαν βεβαιωθεί ταμειακά σε βάρος του πολιτικού κόμματος «ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΗ ΕΝΩΣΗ», του οποί ου το ανακόπτον αποτελεί συνέχεια, κατόπιν νομό τυπης μετονομασίας του. Ότι, μετά από έφεση που άσκησε το ανακόπτον πολιτικό κόμμα με την επωνυ μία «ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ ΒΕΡΓΗΣ ΕΛΛΗΝΕΣ ΟΙΚΟΛΟΓΟΙ» κατά της ως άνω 16.754/2009 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, εκδόθηκε η υπ αριθμόν 2568/2012 απόφαση του Δι οικητικού Εφετείου Αθηνών, η οποία απέρριψε την έφεση, παρόλο που σε προγενέστερο χρόνο και πριν από τους χρόνους δημοσίευσης των άνω αποφάσεων είχαν εκδοθεί οι υπ αριθ. 454/1997 και 13.554/2006 αποφάσεις του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, οι οποίες επί συναφών αντίστοιχων ανακοπών, δέχθη καν αυτές (ανακοπές) και, ανακαλώντας την επιβολή προστίμου, φόρων κ.λ.π., ακύρωσαν τις εκθέσεις ανα γκαστικής κατάσχεσης. Με βάση το ιστορικό αυτό και κατ εκτίμηση του δικογράφου της αίτησης, ζητείται α) να αρθεί η σύγκρουση των παραπάνω αποφάσεων των Διοικητικών δικαστηρίων και β) να εξαφανιστούν οι ως άνω δύο αποφάσεις 16.754/2009 και 2568/2012 του Διοικητικού Πρωτοδικείου και Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, αντίστοιχα. Με το ανωτέρω όμως περιεχόμε νο και αιτήματα η κρινόμενη αίτηση είναι απαράδεκτη, διότι, αναφορικά με το πρώτο αίτημα περί άρσεως της σύγκρουσης μεταξύ των υπ αριθ. 454/1997 και 13.554/2006 αποφάσεων του Διοικητικού Πρωτοδικεί ου Αθηνών αφενός και των υπ αριθ. 16.754/2009 και 2568/2012 αποφάσεων του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών και Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, αντίστοιχα δεν υφίσταται καταφατική σύγκρουση δικαιοδοσίας, αφού η άρση της σύγκρουσης νοείται, κατά τα εκτιθέ μενα στην προηγούμενη σκέψη, μόνο σε υπόθεση που είναι εκκρεμής μεταξύ αστικών ή ποινικών δικαστηρίων από το ένα μέρος και διοικητικών αρχών, Συμβουλίου της Επικρατείας, τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και Ελεγκτικού Συνεδρίου από το άλλο μέρος, ενώ, αναφορικά με το δεύτερο αίτημα, στη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, όπως αυτή καθι δρύεται από το Σύνταγμα και τον Κώδικα περί Α.Ε.Δ., με περιοριστικά απαριθμούμενες αρμοδιότητες, δεν περιλαμβάνεται και εξουσία ελέγχου της ορθότητας της κρίση που διατυπώθηκε σε δικαστική απόφαση και συνακόλουθα ακύρωσης ή εξαφάνισης της εν λόγω απόφασης, παρά μόνο υπό τις προϋποθέσεις που το άρθρο 100 του Συντάγματος θέτει (ΑΕΔ 6/2011, 17/1997), οι οποίες δεν συντρέχουν στην προκείμενη περίπτω ση. Κατά συνέπεια το ΑΕΔ δεν έχει στην παρούσα περίπτωση αρμοδιότητα να εξετάσει την ορθότητα της κρίσης της ανωτέρω 16.754/2009 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών και της 2568/2012 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Κατ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει η ένδικη αίτηση να απορριφθεί στο σύνολό της ως απαράδεκτη, ελλείψει δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου και να επιβληθεί σε βάρος του αιτούντος η δικαστική δαπάνη του καθ ου Ελληνικού Δημοσίου, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 22 του Κώδικα περί Α.Ε.Δ. Κατά τη γνώμη δε του μέλους του Δικαστηρίου Αντωνίου Αθηναίου, Αρεοπαγίτη, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του αιτούντος και έξοδα της παρ. 2 του ίδιου άρθρου 22 του εν λόγω Κώδικα. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 31 1 2013 αίτηση του Δημοσθένη Βεργή του Εμμανουήλ. Επιβάλλει σε βάρος του αιτούντος τη δικαστική δαπά νη του καθ ου Ελληνικού Δημοσίου, η οποία ανέρχεται στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Ιου νίου 2013. O Προεδρεύων Αντιπρόεδρος ΣΩΤΗΡΙΟΣ ΡΙΖΟΣ Η Γραμματέας ΜΑΡΘΑ ΨΑΡΑΥΤΗ Kαι δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στις 25 Σεπτεμβρίου 2013. O Πρόεδρος Η Γραμματέας ΣΩΤΗΡΙΟΣ ΡΙΖΟΣ ΜΑΡΙΑΝΘΗ ΠΑΠΑΣΑΡΑΝΤΗ F (2) Αριθμός 28/2013 Άρση συγκρούσεως δικαιοδοσίας, η οποία προέκυψε, μεταξύ της υπ αριθ. 111900/1995 απόφασης του Δ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και της υπ αριθ. 63072/2009 απόφαση του Α Μονομελούς Πλημ μελειοδικείου Αθηνών αντίστοιχα. Το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (κατά το άρθρο 100 του Συντάγματος) ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Σωτήριο Ρίζο, Αντιπρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, Προ εδρεύοντα, (κωλυομένων της Προέδρου του Ανω τάτου Ειδικού Δικαστηρίου, Ρένας Ασημακοπούλου, Προέδρου του Αρείου Πάγου και του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας Κωνσταντίνου Μενουδά κου), Αθανάσιο Κουτρομάνο, Αντιπρόεδρο του Αρεί ου Πάγου, (κωλυομένων της Προέδρου του Αρείου Πάγου και των αρχαιοτέρων αυτού Αντιπροέδρων), Σωτηρία Ντούνη, Αντιπρόεδρο του Ελεγκτικού Συνε δρίου, (κωλυομένων του Προέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου Ιωάννη Καραβοκύρη και των αρχαιοτέρων αυτής Αντιπροέδρων), Αριστόβουλο Γεώργιο Βώρο, Παναγιώτη Κίμωνα Ευστρατίου, Γεώργιο Τσιμέκα Εισηγητή, Παναγιώτα Καρλή, Συμβούλους της Επικρα τείας, Αντώνιο Αθηναίο, Δημήτριο Μαζαράκη, Ευφημία Λαμπροπούλου, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου Πετρουλάκη, Αρεοπαγίτες, Νικόλαο Παρασκευόπουλο, Καθηγητή Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Θεόδωρο Φορτσάκη, Καθηγητή Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, ως μέλη, και τη Γραμματέα Μάρθα Ψαραύτη, Προϊσταμένη Διεύθυνσης της Γραμ ματείας του Αρείου Πάγου. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημα του Αρείου Πάγου, στις 15 Μαΐου 2013, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των: ΑΙΤOΥΝΤΟΣ: Δημοσθένη Βεργή του Εμμανουήλ, κατοί κου Αθηνών, ο οποίος εμφανίσθηκε αυτοπροσώπως και δεν παρέστη δια πληρεξουσίου δικηγόρου.

TEYXOΣ ΤΟΥ AΝΩΤΑΤΟΥ ΕΙΔΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (Κατ άρθρον 100 του Συντάγματος) ΚΑΘOY Η ΑΙΤΗΣΗ: Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπρο σωπουμένου από τον Υπουργό Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον Κωνσταντίνο Κατσούλα, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους. Ο αιτών με την από 10 12 2012 αίτησή του καθώς και με τους από 19 4 2013 πρόσθετους λόγους, ενώπιον του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, που κατέθεσε κατά νόμο στο Γραμματέα του, με αριθμούς 43/11 12 2012 και 4/19 4 2013 αντίστοιχα, ζήτησε όσα αναφέρονται στο αιτητικό τους. Ακολούθως, o Εισηγητής, Γεώργιος Τσιμέκας, Σύμ βουλος της Επικρατείας, ανέγνωσε την από 7 2 2013 έκθεσή του. Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του παραστάντος καθού Ελληνικού Δημοσίου, Νομικό Σύμ βουλο του Κράτους, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τις προτάσεις του. Μελέτησε τη δικογραφία Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο 1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση που υπογράφεται από τον αιτούντα (άρθρο 9 παρ. 1 εδ. στ ν. 345/1976) και για τη συζήτηση της οποίας έγιναν οι κατά νόμον επιδόσεις (άρθρα 45 και 47 παρ. 1 και 2 του ν. 345/1976), ζητείται η άρση σύγκρουσης δικαιοδοσίας, η οποία προ έκυψε, κατά τους ισχυρισμούς του αιτούντος, μεταξύ της υπ αριθ. 111900/1995 απόφασης του Δ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και της υπ αριθ. 63072/2009 απόφασης του Α Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθη νών. 2. Επειδή, κατά την εκφώνηση της υποθέσεως στο ακροατήριο ο αιτών εμφανίσθηκε αυτοπροσώπως και δεν παρέστη δια πληρεξουσίου δικηγόρου. Η παράστα ση αυτή δεν είναι νόμιμη (άρθρο 14 παρ. 1 εδ. α του ν. 345/1976). Εφ όσον όμως έγιναν νομίμως, κατά τα προαναφερόμενα, οι αναγκαίες κοινοποιήσεις, πρέπει το Δικαστήριο να χωρήσει στην κατ αρχήν έρευνα του παραδεκτού και νόμω βασίμου της αιτήσεως, σύμφωνα με το άρθρο 16 παρ. 3 του ν. 345/1976. 3. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 100 παρ. 1 του Συ ντάγματος και το άρθρο 6 του Κώδικα περί του Ανω τάτου Ειδικού Δικαστηρίου (Α.Ε.Δ.), ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 345/1976 (Α 141), στη δικαι οδοσία του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου υπάγονται α) η εκδίκαση ενστάσεων, κατά το άρθρο 58 του Συ ντάγματος, β) ο έλεγχος του κύρους και των αποτε λεσμάτων δημοψηφίσματος, που ενεργείται κατά το άρθρο 44 παρ. 2 του Συντάγματος, γ) η κρίση για τα ασυμβίβαστα ή την έκπτωση βουλευτή, κατά τα άρθρα 55 παρ. 2 και 57 του Συντάγματος, δ) η άρση των συ γκρούσεων μεταξύ των δικαστηρίων και των διοικητικών αρχών ή μεταξύ του Συμβουλίου της Επικρατείας και των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων αφενός και των αστικών και ποινικών δικαστηρίων αφετέρου ή μεταξύ του Ελεγκτικού Συνεδρίου και των λοιπών δικαστηρί ων, ε) η άρση της αμφισβήτησης για την ουσιαστική αντισυνταγματικότητα ή την έννοια διατάξεων τυπικού νόμου, αν εκδόθηκαν γι αυτές αντίθετες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου και στ) η άρση της αμφι σβήτησης για τον χαρακτηρισμό κανόνων του διεθνούς δικαίου ως γενικά παραδεδεγμένων, κατά το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος. Εξάλλου, στο κεφάλαιο Ζ του Κώδικα περί Α.Ε.Δ. και υπό τον τίτλο «Άρσις Συ γκρούσεων», καθορίζονται οι προϋποθέσεις άσκησης της προβλεπόμενης στην ως άνω συνταγματική διάταξη αρμοδιότητας του Ειδικού Δικαστηρίου για την άρση συγκρούσεων α) μεταξύ δικαστηρίων και διοικητικών αρχών (άρθρα 42 και 43) και β) μεταξύ δικαστηρίων (άρθρα 44 έως 47). Ειδικότερα, στο άρθρο 44 παρ. 1 του εν λόγω Κώδικα ορίζεται ότι «Εφόσον η αυτή υπόθεσις μεταξύ των αυτών διαδίκων είναι εκκρεμής ενώπιον αφενός του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ετέρου τα κτικού διοικητικού δικαστηρίου, και αφετέρου αστικού ή ποινικού δικαστηρίου, ή εκ τρίτου μεταξύ τινός εκ των ανωτέρω δικαστηρίων και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, και το εν εκ τούτων δεν απεφάνθη περί της ελλείψεως δικαιοδοσίας αυτού, η σύγκρουσις αίρεται επιμελεία παντός διαδίκου». Περαιτέρω, στην παρ. 1 του άρθρου 46 του ίδιου Κώδικα ορίζεται ότι «Εφόσον τα κατά το άρθρον 44 παρ. 1 δικαστήρια έκριναν τελεσιδίκως ότι στερούνται δικαιοδοσίας επί της αυτής υποθέσεως, η σύγκρουσις αίρεται επιμελεία παντός διαδίκου, δια κα ταθέσεως αιτήσεως ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου, εντός ενενήκοντα ημερών από της δημοσιεύσεως της νεωτέρας αποφάσεως». Τέλος, στο άρθρο 47 του ίδιου Κώδικα ορίζεται ότι «1. Διάδικοι ενώπιον του Ειδικού Δι καστηρίου είναι πλην των αιτούντων και οι διάδικοι των δικών, αι οποίαι προκαλούν την σύγκρουσιν. 3. Υποθέ σεις είναι, κατά την έννοια του παρόντος Κεφαλαίου, εκκρεμής: α) ενώπιον διοικητικής αρχής β) ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων γ) ενώπιον παντός ετέρου δικαστηρίου από της ασκήσεως της αγωγής ή ενδίκου μέσου, περιλαμβανομένης και της αιτήσεως αναιρέσε ως ή της ασκήσεως παντός ενδίκου βοηθήματος. 4. Η απόφασις του Ειδικού Δικαστηρίου περιορίζεται εις την λύσιν του αμφισβητουμένου ζητήματος δικαιοδοσίας, εξαφανίζει την εσφαλμένως αποφανθείσαν επί τούτου απόφασιν ή διοικητικήν πράξιν, παραπέμπει την υπόθε σιν εις το κρινόμενον ως έχον δικαιοδοσίαν δικαστήριον ή αρχήν, είναι δε, κατ εξαιρέσιν του άρθρου 21 παρ. 1, υποχρεωτική δια πάντα τα επιληφθέντα ή αποσχόντα να επιληφθούν δικαστήρια ή αρχάς και τους διαδίκους». Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων και μάλιστα των άρθρων 44 παρ. 1 και 47 παρ. 3 του Κώδικα περί Α.Ε.Δ., συνάγεται ότι, αν κατά το χρόνο που ασκείται η αίτηση άρσεως συγκρούσεως ενώπιον του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, η υπόθεση δεν ήταν εκκρεμής ενώ πιον δικαστηρίων διαφορετικών κλάδων δικαιοδοσίας, η αίτηση είναι απαράδεκτη, διότι, κατά την έννοια της πιο πάνω συνταγματικής διάταξης του άρθρου 100 παρ. 1 εδ. δ, η καταφατική σύγκρουση προϋποθέτει εκκρεμο δικία σε δικαστήρια διαφορετικών κλάδων δικαιοδοσίας. Αν, επομένως, κατά το χρόνο που ασκείται η αίτηση, η υπόθεση είναι εκκρεμής μόνον ενώπιον δικαστηρίων ενός κλάδου δικαιοδοσίας, δεν τίθεται ζήτημα άρσης καταφατικής σύγκρουσης δικαιοδοσίας (Α.Ε.Δ. 1/2001, 44/1997, 20/1997). Επιπλέον, από τη διατύπωση τόσο του άρθρου 100 παρ. 1 εδ. δ του Συντάγματος, όσο και του άρθρου 44 παρ. 1 του ν. 345/1976, προκύπτει ότι σύγκρουση δικαιοδοσίας (αποφατική ή καταφατική) ανακύπτει μεταξύ των ίδιων διαδίκων για την ίδια υπό θεση που είναι εκκρεμής α) μεταξύ των δικαστηρίων και των διοικητικών αρχών, β) μεταξύ του Συμβουλίου της

TEYXOΣ ΤΟΥ AΝΩΤΑΤΟΥ ΕΙΔΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (Κατ άρθρον 100 του Συντάγματος) Επικρατείας και των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων αφενός και των αστικών και ποινικών δικαστηρίων αφε τέρου και γ) μεταξύ του Ελεγκτικού Συνεδρίου και των λοιπών δικαστηρίων. Δηλαδή, δεν υφίσταται σύγκρουση μεταξύ αστικών και ποινικών δικαστηρίων ή μεταξύ ποι νικών δικαστηρίων, κατά την έννοια του νόμου αυτού, αλλά μεταξύ μόνον αστικών ή ποινικών δικαστηρίων από το ένα μέρος και διοικητικών αρχών, Συμβουλίου της Επικρατείας, τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και Ελε γκτικού Συνεδρίου από το άλλο μέρος (Α.Ε.Δ. 44/2011). 4. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, ο αιτών με την υπό κρίση αίτηση, όπως συμπληρώθηκε και διευ κρινίστηκε με το από 16.1.2013 έγγραφο σημείωμά του, εκθέτει ότι με την υπ αριθ. 111900/1995 απόφαση του Δ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών κηρύχθηκε αθώος της αξιόποινης πράξης της παράβασης του άρ θρου 17 παρ. 8 του ν. 1337/1983 (κατασκευή αυθαιρέτων κτισμάτων), που φέρεται ότι τελέστηκε το έτος 1992 στο Φράγμα Μαραθώνα Αττικής, ότι στη συνέχεια, με την υπ αριθ. 63072/2009 απόφαση του Α Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, κηρύχθηκε ένοχος για τις αξιόποινες πράξεις της παράβασης των άρθρων 280 παρ. 1 του ν.δ/τος 86/1969, 71 παρ. 1 του ν. 998/1979 και 71 παρ. 3 του ν. 998/1979 (καταπάτηση δημόσιας δασικής έκτασης, ανέγερση εγκατάστασης εντός δασικής έκτα σης και παράνομη εκχέρσωση δημόσιας δασικής έκτα σης) και καταδικάστηκε σε συνολική ποινή φυλάκισης είκοσι τεσσάρων (24) μηνών και συνολική χρηματική ποι νή δέκα επτά χιλιάδων (17.000) ευρώ και ότι ενυπάρχει σύγκρουση μεταξύ των δύο δικαστηρίων που εξέδωσαν τις ανωτέρω αποφάσεις, καθόσον ενώ πρόκειται για κατηγορίες που αφορούν παράνομες κατασκευές επί κτίσματος στο φράγμα Μαραθώνα πλησίον των γραφεί ων της ΕΥΔΑΠ, εκδόθηκαν αντίθετες αποφάσεις. Ενόψει αυτών, με την υπό κρίση αίτηση ζητείται α) να αρθεί η σύγκρουση των δυο ανωτέρω ποινικών αποφάσεων (αθωωτικής και καταδικαστικής), β) να διαταχθεί να μη γίνει χρήση της υπ αριθμό 63072/2009 απόφασης του Α Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών επί εκκρεμών ποινικών υποθέσεων του αιτούντος, γ) να διαταχθεί η μη καταγραφή της καταδικαστικής απόφασης στο ποι νικό μητρώο του αιτούντος και δ) να διαταχθεί να μην καταβληθεί η δικαστική δαπάνη των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ, που επιβλήθηκε στον αιτούντα με την υπ αριθ. 686/2012 απόφαση του Αρείου Πάγου, Ε Ποινικό Τμήμα (με την οποία, σημειωτέον, απορρίφθηκε αίτηση αναίρεσης κατά της υπ αριθμό 17616, 19462, 23281, 27374, 28276/2011 καταδικαστικής απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε επί της έφε σης που άσκησε κατά της υπ αριθ. 63072/2009 απόφα σης του Α Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών). 5. Επειδή, με το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα η κρινόμενη αίτηση είναι απαράδεκτη διότι, αναφορικά με το πρώτο αίτημα περί άρσεως της συγκρούσεως μεταξύ της υπ αριθ. 111900/1995 απόφασης του Δ Μο νομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και της υπ αριθ. 63072/2009 απόφασης του Α Μονομελούς Πλημμελειο δικείου Αθηνών, δεν υφίσταται καταφατική σύγκρουση δικαιοδοσίας, αφού σύγκρουση νοείται, κατά τα εκτι θέμενα ανωτέρω, μόνο σε υπόθεση που είναι εκκρεμής μεταξύ αστικών ή ποινικών δικαστηρίων από το ένα μέρος και διοικητικών αρχών, Συμβουλίου της Επικρα τείας, τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και Ελεγκτικού Συνεδρίου από το άλλος μέρος. Πέραν αυτών, ο αιτών παραπονείται ότι τα ως άνω ποινικά δικαστήρια εξέ φεραν αντίθετες κρίσεις για το ίδιο ζήτημα. Ωστόσο, και ανεξαρτήτως του ότι οι αποφάσεις που φέρονται ως συγκρουόμενες μεταξύ τους έκριναν για διαφορετι κές κάθε μία κατηγορίες σε βάρος του αιτούντος, στη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, όπως αυτή καθιδρύεται από το Σύνταγμα και τον Κώδικα περί Α.Ε.Δ., δεν περιλαμβάνεται και εξουσία ελέγχου της ορθότητας της κρίσης που διατυπώθηκε σε δικαστική απόφαση και συνακόλουθα ακύρωσης ή εξαφάνισης της εν λόγω απόφασης, παρά μόνο υπό τις προϋποθέσεις που το άρθρο 100 του Συντάγματος θέτει (πρβλ. Α.Ε.Δ. 6/2011, 17/1997), οι οποίες δεν συντρέχουν στην προ κειμένη περίπτωση. Κατά συνέπεια το Α.Ε.Δ. δεν έχει στην παρούσα περίπτωση αρμοδιότητα να εξετάσει την ορθότητα της κρίσης των ανωτέρω αποφάσεων (αθω ωτικής και καταδικαστικής) του ποινικού δικαστηρίου. Αναφορικά με τα λοιπά αιτήματα, αυτά δεν εμπίπτουν σε καμία από τις περιοριστικά αναφερόμενες στα άρ θρα 100 του Συντάγματος και 6 του Κώδικα περί Α.Ε.Δ. περιπτώσεις, για τις οποίες καθιδρύεται δικαιοδοσία του Δικαστηρίου (Α.Ε.Δ. 4/2010, 10/2007). Κατ ακολουθία αυ τών, πρέπει η ένδικη αίτηση να απορριφθεί στο σύνολό της ως απαράδεκτη, όπως και οι επ αυτής ασκηθέντες από 19.4.2013 πρόσθετοι λόγοι, ελλείψει δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου και να επιβληθεί σε βάρος του αιτούντος η δικαστική δαπάνη του καθ ου Ελληνικού Δημοσίου, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 22 του Κώδικα περί ΑΕΔ. Κατά τη γνώμη δε του μέλους του Δικαστηρίου Αντωνίου Αθηναίου, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του αιτούντος και έξοδα της παρ. 2 του ίδιου άρθρου 22 του εν λόγω Κώδικα. ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ Απορρίπτει την αίτηση. Επιβάλλει σε βάρος του αιτούντος τη δικαστική δαπά νη του καθ ου Ελληνικού Δημοσίου, η οποία ανέρχεται στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Ιου νίου 2013. O Προεδρεύων Αντιπρόεδρος Η Γραμματέας ΣΩΤΗΡΙΟΣ ΡΙΖΟΣ ΜΑΡΘΑ ΨΑΡΑΥΤΗ Kαι δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στις 25 Σεπτεμβρίου 2013. O Πρόεδρος ΣΩΤΗΡΙΟΣ ΡΙΖΟΣ Η Γραμματέας ΜΑΡΙΑΝΘΗ ΠΑΠΑΣΑΡΑΝΤΗ F Αριθμός 29/2013 Άρση αποφατικής συγκρούσεως που δημιουργήθηκε από τις αποφάσεις υπ αριθ. 2357/2011 του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών και 3523/2012 του Ι Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο. (κατά το άρθρο 100 του Συντάγματος) ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Σωτήριο Ρίζο, Αντιπρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, Προ (3)

TEYXOΣ ΤΟΥ AΝΩΤΑΤΟΥ ΕΙΔΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (Κατ άρθρον 100 του Συντάγματος) εδρεύοντα, (κωλυομένων της Προέδρου του Ανω τάτου Ειδικού Δικαστηρίου, Ρένας Ασημακοπούλου, Προέδρου του Αρείου Πάγου και του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας Κωνσταντίνου Μενουδά κου), Αθανάσιο Κουτρομάνο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, (κωλυομένων της Προέδρου του Αρείου Πάγου και των αρχαιοτέρων αυτού Αντιπροέδρων), Σωτηρία Ντούνη, Αντιπρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, (κω λυομένων του Προέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου Ιωάννη Καραβοκύρη και των αρχαιοτέρων αυτής Αντι προέδρων), Αριστόβουλο Γεώργιο Βώρο, Παναγιώτη Κίμωνα Ευστρατίου, Γεώργιο Τσιμέκα, Παναγιώτα Καρ λή, Συμβούλους της Επικρατείας, Δημήτριο Μαζαράκη, Κωνσταντίνο Φράγκο Εισηγητή, δ αναπληρωματικό μέλος, (κωλυομένων των Αρεοπαγιτών Αντωνίου Αθη ναίου, Νικολάου Κωνσταντόπουλου, Στυλιανής Γιαν νούκου και Ιωάννη Γιαννακόπουλου, τακτικού μέλους, α, β και γ αναπληρωματικών μελών, αντίστοιχα), Ευφημία Λαμπροπούλου, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου Πε τρουλάκη, Αρεοπαγίτες, Νικόλαο Παρασκευόπουλο, Καθηγητή Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσ σαλονίκης, Θεόδωρο Φορτσάκη, Καθηγητή Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, ως μέλη, και τη Γραμματέα Μάρθα Ψαραύτη, Προϊσταμένη της Διεύ θυνσης της Γραμματείας του Αρείου Πάγου. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημα του Αρείου Πάγου, στις 15 Μαΐου 2013, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των: ΑΙΤOΥΝΤΟΣ: Στυλιανού Ζαντανίδη του Γρηγορίου, κατοίκου Αλεξανδρούπολης του Ν. Έβρου, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του, Χαρίκλεια Μιχαλοπούλου (Α.Μ. Δ.Σ.Α. 17708). ΚΑΘOY Η ΑΙΤΗΣΗ: Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπρο σωπουμένου από τον Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον Παναγιώτη Παναγιωτουνάκο, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους. Ο αιτών με την από 14 3 2013 αίτησή του, ενώπιον του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, που κατέθεσε κατά νόμο στο Γραμματέα του, με αριθμό 3/19 3 2013, ζήτησε όσα αναφέρονται στο αιτητικό της. Ακολούθως, o Εισηγητής, Κωνσταντίνος Φράγκος, Αρεοπαγίτης, ανέγνωσε την από 23 4 2013 έκθεσή του. Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την πληρεξούσια δι κηγόρο του αιτούντος καθώς και τον πληρεξούσιο του παραστάντος καθού Ελληνικού Δημοσίου, Νομικό Σύμ βουλο του Κράτους, οι οποίοι ανέπτυξαν και προφορικά τις προτάσεις τους. Μελέτησε τη δικογραφία Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο 1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, η οποία φέρεται νομοτύπως προς συζήτηση, μετά την ενέργεια των προ βλεπομένων από το νόμο (άρθρο 9 3, 11 2, 45, 47 2 του Κώδικα περί Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 345/1976 Α 141) κοινοποιήσεων, ζητείται η άρση της αποφατικής συ γκρούσεως που δημιουργήθηκε από τις αποφάσεις υπ αριθ. 2357/2011 του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών και 3523/2012 του Ι Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με τις οποίες και τα δύο Δικαστήρια έκριναν ότι δεν έχουν δικαιοδοσία για την εκδίκαση της ίδιας διαφοράς, που ανέκυψε μεταξύ του αιτούντος μονίμου υπαλλήλου στην Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας και του Ελληνικού Δημοσίου και αφορά την καταβολή στον πρώτο επιδότησης για την αγορά κατοικίας σε παρα μεθόριο περιοχή. 2. Επειδή, ο αιτών, μόνιμος υπάλληλος της Υπηρεσίας Πολιτικής Αεροπορίας, που υπηρετεί στον Κρατικό Αερολιμένα Αλεξανδρούπολης, με προσφυγή αγωγή με ημερομηνία κατάθεσης την 20 12 2005 ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών ζήτησε να ακυρωθεί το υπ αριθ. 4833/5 10 2005 έγγραφο της Υπηρεσίας Δημοσιονομικού Ελέγχου του Υπουργείου Μεταφορών και Επικοινωνιών. Με το έγγραφο αυτό επεστράφησαν στην Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας τα δικαιολογη τικά που διαβιβάστηκαν με την από 20 7 2005 αίτηση του προσφεύγοντος για την καταβολή σ αυτόν με βάση το νόμο 2085/1992 επιδότησης για την αγορά κατοικίας σε προβληματική περιοχή, καθόσον κρίθη κε ότι δεν είχε δικαίωμα να τη λάβει. Επίσης, ζήτησε να υποχρεωθεί το καθ ου Ελληνικό Δημόσιο να του καταβάλει νομιμοτόκως ποσό 23.008,16 ευρώ, που αντι στοιχεί στο 40% της δαπάνης στην οποία υποβλήθηκε για την αγορά της ως άνω κατοικίας, ως αποζημίωση προς αποκατάσταση της ζημιάς που υπέστη από την αναφερόμενη παράνομη πράξη. Επί της προσφυγής αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ αριθ. 2357/2011 απόφαση του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, το οποίο αποφάνθηκε ότι δεν έχει δικαιοδοσία για την εκδίκαση αυτής και παρέπεμψε την υπόθεση προς εκ δίκαση στο Ελεγκτικό Συνέδριο, σύμφωνα με το άρθρο 12 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Ακολούθως, το Ελεγκτικό Συνέδριο δικάζοντας επί της ως άνω προ σφυγής αγωγής με την υπ αριθ. 3523/2012 απόφαση του Ι Τμήματος αυτού έκρινε αντιθέτως ότι η άρνηση της Υπηρεσίας Δημοσιονομικού Ελέγχου να εκδώσει χρηματικό ένταλμα προκειμένου να καταβληθεί στον προσφεύγοντα ενάγοντα επιδότηση για την αγορά κατοικίας σε προβληματική περιοχή, κατ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 9 παρ. 4 του ν. 2085/1992, δεν γεννά διαφορά υπαγόμενη στη δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου και ως εκ τούτου απαραδέκτως εισήχθη ενώπιον του ως άνω Δικαστηρίου, το οποίο εστερείτο δικαιοδοσίας για την εκδίκαση αυτής. Με τα δεδομένα αυτά και εφόσον το πιο πάνω Δικαστήριο δεν μπορούσε να αναπέμψει την προσφυγή αγωγή στο αρμόδιο προς εκδίκαση διοικητικό δικαστήριο, δεδομένου ότι αυτή δεν ασκήθηκε το πρώτον ενώ πιόν του αλλά περιήλθε σ αυτό μετά από παραπο μπή, την απέρριψε ως απαράδεκτη λόγω ελλείψεως δικαιοδοσίας. Κατόπιν αυτών ο προσφεύγων ενάγων και ήδη αιτών άσκησε την από 14 3 2013 και με αριθ. καταθέσεως 3/19 3 2013 αίτηση ενώπιον του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, με την οποία ζητεί την άρση της αποφατικής συγκρούσεως δικαιοδοσίας, η οποία ανέκυψε μεταξύ του Ελεγκτικού Συνεδρίου και των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. 3. Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 100 παρ. 1 περ. δ του Συντάγματος και το άρθρο 6 περ. δ του Κώδικα περί του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, στη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου υπάγεται, μεταξύ άλλων, η άρση των συγκρούσεων μεταξύ των δικαστηρίων και των διοικητικών αρχών ή μεταξύ του Συμβουλίου της Επικρατείας και των

TEYXOΣ ΤΟΥ AΝΩΤΑΤΟΥ ΕΙΔΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (Κατ άρθρον 100 του Συντάγματος) τακτικών διοικητικών δικαστηρίων αφ ενός και των αστικών και ποινικών δικαστηρίων αφ ετέρου, ή, τέ λος, μεταξύ του Ελεγκτικού Συνεδρίου και των λοιπών δικαστηρίων. Κατά δε το άρθρο 46 παρ. 1 του ως άνω Κώδικα, εφόσον τα κατά το άρθρο 44 παρ. 1 δικαστή ρια έκριναν τελεσιδίκως ότι στερούνται δικαιοδοσίας επί της αυτής υποθέσεως, η σύγκρουση αίρεται επι μελεία παντός διαδίκου δια καταθέσεως αιτήσεως ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου εντός προθεσμίας ενενήντα ημερών από τη δημοσίευση της νεότερης αποφάσεως. Η προθεσμία των ενενήντα ημερών, εντός της οποίας πρέπει να κατατεθεί η αίτηση περί άρ σεως της συγκρούσεως, αρχίζει από την τελεσιδικία της αποφάσεως εκείνης, η οποία κατέστη τελεσίδικη τελευταία (ΑΕΔ 28/2011, 18/2009, 10/2003). 4. Επειδή, εξάλλου, κατά το άρθρο 12 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, ο οποίος κυρώθηκε με το άρ θρο πρώτο του ν. 2717/1999 (Α 97), και οι διατάξεις του οποίου διέπουν την εκδίκαση των διοικητικών διαφο ρών ουσίας από τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, ορί ζεται ότι: «1. Το δικαστήριο εξετάζει και αυτεπαγγέλ τως τη δικαιοδοσία και την αρμοδιότητα του. 2. Αν το δικαστήριο διαπιστώσει ότι η υπόθεση υπάγεται στα πολιτικά ποινικά δικαστήρια, απορρίπτει το σχετικό ένδικο βοήθημα ή μέσο, ενώ, αν διαπιστώσει ότι αυτή υπάγεται στο Συμβούλιο Επικρατείας, στο Ελεγκτικό Συνέδριο ή σε άλλο τακτικό διοικητικό δικαστήριο, παραπέμπει το ένδικο βοήθημα ή μέσο στο αρμόδιο δικαστήριο. Στην περίπτωση της παραπομπής η από φαση είναι υποχρεωτική για το ισόβαθμο ή κατώτερο δικαστήριο. 3. Αν η απόφαση για την παραπομπή είναι του πρωτοδικείου ή του εφετείου, αυτή δεν υπόκειται αυτοτελώς σε ένδικο μέσο». Από τα παραπάνω προκύ πτει ότι η υπ αριθ. 2357/2011 απόφαση του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία παρέπεμψε την υπόθεση στο Ελεγκτικό Συνέδριο είναι ανέκκλητη. Επίσης, η υπ αριθ. 3523/2012 απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου/Τμήμα Ι είναι τελεσίδικη, σύμφωνα με τα άρθρα 61 παρ. 3 και 62 του ισχύοντος εν προκειμένω Οργανισμού του Ελεγκτικού Συνεδρίου (π.δ. 774/1980, Α 189), κατά τα οποία οι οριστικές αποφάσεις των Τμημάτων αυτού είναι εκτελεστές, επιτρέπονται δε κατ αυτών τα ένδικα μέσα της αναιρέσεως και της αναθεωρήσεως. Με τα δεδομένα αυτά, εφόσον η νε ότερη από τις πιο πάνω δύο τελεσίδικες αποφάσεις είναι η υπ αριθ. 3523/2012 απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου/Τμήμα Ι, που δημοσιεύθηκε την 18 12 2012, η υπό κρίση αίτηση, η οποία κατατέθηκε την 19 3 2013, ημέρα Τρίτη ασκείται εμπροθέσμως την ενενηκοστή πρώτη ημέρα από την επομένη της κατά τα άνω δημο σίευσης, δεδομένου ότι η ενενηκοστή ημέρα (18 3 2012) ήταν η αργία της Καθαρής Δευτέρας. 5. Επειδή, στο άρθρο 94 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «Στο Συμβούλιο της Επικρατείας και τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια υπάγονται οι διοικητι κές διαφορές, όπως νόμος ορίζει, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου» στο άρθρο 94 παρ. 3 ορίζεται ότι: «Κατηγορίες υποθέσεων της ακυρωτικής αρμοδιότητας του Συμβουλίου της Επικρατείας μπορεί να υπάγονται με νόμο, ανάλογα με τη φύση ή τη σπουδαιότητά τους, στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια. Το Συμβούλιο της Επικρατείας δικάζει σε δεύτερο βαθμό, όπως νόμος ορίζει» τέλος, στο άρθρο 98 παρ. 1 ορίζεται ότι: «1. Στην αρμοδιό τητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου ανήκουν ιδίως: α. Ο έλεγχος των δαπανών του Κράτους, καθώς και των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλων νομικών προσώπων, που υπάγονται με ειδική διάταξη νόμου στο καθεστώς αυτό». Η τελευταία διάταξη δεν κα θιερώνει δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου να εκδικάσει ένδικο βοήθημα στρεφόμενο κατά πράξεως Υπηρεσίας Δημοσιονομικού Ελέγχου, με την οποία αυτή αρνείται την έκδοση εντάλματος πληρωμής δη μόσιας δαπάνης. 6. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση από το σύ νολο των στοιχείων της δικογραφίας προκύπτει ότι ο προσφεύγων ενάγων, μόνιμος υπάλληλος της Υπη ρεσίας Πολιτικής Αεροπορίας, που υπηρετεί στον Κρατικό Αερολιμένα Αλεξανδρούπολης, με την υπ αριθ. πρωτ. 1523/20 7 2005 αίτηση προς την υπηρε σία του ζήτησε να λάβει επιδότηση αγοράς πρώτης κατοικίας σε παραμεθόριο περιοχή, σύμφωνα με το άρθρο 9 παρ. 4 του ν. 2085/1992. Στη συνέχεια με την υπ αριθ. Δ11/Α/30238/12746/22 8 2005 απόφαση του Υπουργού Μεταφορών και Επικοινωνιών εγκρίθηκε η δαπάνη ποσού 23.008,16 ευρώ, σε βάρος της πίστωσης, προϋπολογισμού εξόδων του εν λόγω Υπουργείου για καταβολή επιδότησης αγοράς κατοικίας σε προβλη ματική περιοχή και η έκδοση στο όνομα του προσφεύ γοντος ενάγοντας ισόποσου χρηματικού εντάλματος πληρωμής. Πλην όμως με το υπ αριθ. πρωτ. 4833/ 5 10 2005 έγγραφο του Διευθυντή της Υπηρεσίας Δη μοσιονομικού Ελέγχου στο Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών επεστράφησαν στην Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας τα δικαιολογητικά δαπάνης, που αφορού σαν την επιδότηση αγοράς κατοικίας του προσφεύγο ντος ενάγοντος, με την αιτιολογία ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπονται από τις διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 9 του ν. 2085/1992. Κατά του εγγράφου αυτού ο προσφεύγων ενάγων προσέφυγε ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών ζη τώντας την ακύρωσή του, καθώς και να υποχρεωθεί το Ελληνικό Δημόσιο να του καταβάλει νομιμοτόκως το ποσό των 23.008,16 ευρώ, με βάση τη διάταξη του άρθρου 105 του ΕισΝΑΚ. Επί της προσφυγής αγωγής αυτής το Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών με την υπ αριθ. 2357/2011 απόφασή του αποφάνθηκε ότι δεν έχει δικαιοδοσία για την εκδίκαση του εν λόγω ενδίκου βοηθήματος και παρέπεμψε την υπόθεση στο Ελεγκτικό Συνέδριο. Ως αιτιολογία δε της εν λόγω αποφάσεως αναφέρεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη συνιστά, ως εκ του περιεχομένου της, πράξη που εκ δίδεται κατά τη διάρκεια του προληπτικού ελέγχου των δαπανών και επομένως η αμφισβήτηση της νο μιμότητας της εν λόγω πράξης δημιουργεί διαφορά με δημοσιονομικό χαρακτήρα, η εκδίκαση της οποίας υπάγεται στη δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου. 7. Επειδή, κατά τα εκτεθέντα στην πέμπτη σκέψη, η εκδίκαση του ενδίκου βοηθήματος που άσκησε ο αιτών, δεν ανήκει στη δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Δικαιοδοσία για την εκδίκαση αυτού έχουν τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια. Ειδικότερα, το έν δικο βοήθημα, κατά το μέρος που με αυτό ζητείται η

TEYXOΣ ΤΟΥ AΝΩΤΑΤΟΥ ΕΙΔΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (Κατ άρθρον 100 του Συντάγματος) ακύρωση της άρνησης της Διοίκησης, που εκδηλώθη κε με το 4833/5.10.2005 έγγραφο του Διευθυντή της Υπηρεσίας Δημοσιονομικού Ελέγχου στο Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών να καταβάλει στον αιτού ντα επιδότηση για αγορά κατοικίας κατά το άρθρο 9 παρ. 4 του ν. 2085/1992, αποτελεί αίτηση ακυρώσεως, για την εκδίκαση της οποίας δικαιοδοσία έχουν τα διοικητικά εφετεία, κατά τα μνημονευθέντα άρθρα 94 παρ. 1 και 95 παρ. 3 του Συντάγματος και το άρ θρο 7 παρ. 1 περ. α του ν. 702/1977 (Α 268), με το οποίο ορίζεται ότι: «Στην αρμοδιότητα του τριμελούς διοικητικού εφετείου υπάγεται η εκδίκαση αιτήσεων ακυρώσεως ατομικών πράξεων διοικητικών αρχών που αφορούν: α) το διορισμό και την εν γένει υπηρεσιακή κατάσταση των λειτουργών και υπαλλήλων (πολιτι κών, στρατιωτικών και δικαστικών) του Δημοσίου, των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης πρώτης και δεύ τερης βαθμίδας και των λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, β)» αρμόδιο δε δικαστήριο είναι το Τριμελές Διοικητικό Εφετείο Αθηνών (άρθρο μόνο Β 1 π.δ. 404/1978 Α 83). Το ένδικο βοήθημα, κατά το μέρος που με αυτό ζητείται η επιδίκαση ποσού 23.008,16 ευρώ νομιμοτόκως, αποτελεί αγωγή, για την εκδίκαση της οποίας δικαιοδοσία έχουν τα διοικητικά πρωτοδικεία, κατά το μνημονευθέν άρθρο 94 παρ. 1 του Συντάγματος και το άρθρο 71 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Α 97), με το οποίο ορίζεται ότι: «Αγωγή μπορεί να ασκήσει εκείνος ο οποίος έχει, κατά του Δημοσίου ή άλλου νομικού προσώπου δη μοσίου δικαίου, χρηματική αξίωση από έννομη σχέση δημοσίου δικαίου» αρμόδιο δε δικαστήριο είναι το Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών (άρθρο μόνο Α 1 π.δ. 404/1978). 8. Επειδή, κατόπιν όσων έγιναν δεκτά στην προ ηγούμενη σκέψη, πρέπει να αρθεί η αποφατική σύ γκρουση δικαιοδοσίας υπέρ της δικαιοδοσίας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, να εξαφανιστεί η υπ αριθ. 2357/2011 απόφαση του Τριμελούς Διοικη τικού Πρωτοδικείου Αθηνών, και να παραπεμφθεί η υπόθεση, εν μέρει στο Τριμελές Διοικητικό Εφετείο Αθηνών και εν μέρει στο Τριμελές Διοικητικό Πρω τοδικείο Αθηνών. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αίρει την αποφατική σύγκρουση δικαιοδοσίας μεταξύ του Ελεγκτικού Συνεδρίου και του Διοικητικού Δικαστη ρίου υπέρ της δικαιοδοσίας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Εξαφανίζει την υπ αριθ. 2357/2011 απόφαση του Τρι μελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Παραπέμπει την υπόθεση εν μέρει στο Τριμελές Δι οικητικό Εφετείο Αθηνών και εν μέρει στο Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών, κατά το σκεπτικό. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Ιου νίου 2013. O Προεδρεύων Αντιπρόεδρος Η Γραμματέας ΣΩΤΗΡΙΟΣ ΡΙΖΟΣ ΜΑΡΘΑ ΨΑΡΑΥΤΗ Kαι δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στις 19 Δεκεμβρίου 2013. O Προεδρεύων Αντιπρόεδρος Η Γραμματέας ΦΙΛΟΚΤΗΜΩΝ ΑΡΝΑΟΥΤΟΓΛΟΥ ΜΑΡΙΑΝΘΗ ΠΑΠΑΣΑΡΑΝΤΗ Αριθμός 30/2013 Άρση καταφατικής σύγκρουσης δικαιοδοσίας, η οποία προέκυψε από την 1488/2013 απόφαση του V Τμή ματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου και την εκκρεμοδι κία πολιτικής αγωγής του Δημοσίου κατά των αιτού ντων ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (κατά το άρθρο 100 του Συντάγματος) ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Σωτήριο Ρίζο, Πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, ως Πρόεδρο, Μιχαήλ Θεοχαρίδη, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάν νη Καραβοκύρη, Πρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, Αριστόβουλο Γεώργιο Βώρο Εισηγητή, Παναγιώτη Κίμωνα Ευστρατίου, Γεώργιο Τσιμέκα, Παναγιώτα Καρ λή, Συμβούλους της Επικρατείας, Δημήτριο Μαζαράκη, Ευφημία Λαμπροπούλου, Στυλιανή Γιαννούκου, β ανα πληρωματικό μέλος, (ελλείποντος τακτικού μέλους και κωλυομένου του α αναπληρωματικού μέλους Νικολάου Κωνσταντόπουλου, Αρεοπαγίτη), Ειρήνη Κιουρκτσόγλου Πετρουλάκη, Αρεοπαγίτες, Νικόλαο Παρασκευόπουλο, Καθηγητή Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσα λονίκης, Μαρία Καϊάφα Γκμπάντι, Καθηγήτρια Νομι κής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, β ανα πληρωματικό μέλος (κωλυομένου του τακτικού μέλους Θεόδωρου Φορτσάκη, Καθηγητή Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών), ως μέλη, και τη Γραμματέα Μαριάνθη Παπασαράντη, Προϊσταμένη Διεύθυνσης της Γραμματείας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημα του Συμβουλίου της Επικρατείας, στις 25 Σεπτεμβρίου 2013, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των: ΑΙΤOΥΝΤΕΣ: 1) Ευαγγέλου Κρούστη του Συμεών, κα τοίκου Δροσιάς του Ν. Αττικής και 2) Γεωργίου Κατσα ρή του Δημητρίου, κατοίκου Αιγάλεω του Ν. Αττικής, οι οποίοι δεν παραστάθηκαν, αλλά ο δικηγόρος που υπογράφει το δικόγραφο νομιμοποιήθηκε με συμβολαι ογραφικό πληρεξούσιο. ΚΑΘOY Η ΑΙΤΗΣΗ: Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπρο σωπουμένου από τους Υπουργούς: 1) Οικονομικών και 2) Εθνικής Παιδείας Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευ μάτων και ήδη Παιδείας και Θρησκευμάτων, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον Κωνσταντίνο Κατσούλα, Νο μικό Σύμβουλο του Κράτους. Οι αιτούντες με την από 30 5 2013 αίτησή τους, ενώ πιον του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, που κατέθεσαν κατά νόμο στο Γραμματέα του, με αριθμό 5/31 5 2013, ζήτησαν όσα αναφέρονται στο αιτητικό της. Ακολούθως, o Εισηγητής, Αριστόβουλος Γεώργιος Βώρος, Σύμβουλος της Επικρατείας, ανέγνωσε την από 20 9 2013 έκθεσή του. Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του παραστάντος καθού Ελληνικού Δημοσίου, Νομικό Σύμ βουλο του Κράτους, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τις προτάσεις του. Μελέτησε τη δικογραφία Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο 1. Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση οι αιτούντες ζητούν την άρση της καταφατικής σύγκρουσης δικαιοδοσίας, η οποία, κατά τους ισχυρισμούς τους, προέκυψε από την 1488/2013 απόφαση του V Τμήματος του Ελεγκτικού (4)

TEYXOΣ ΤΟΥ AΝΩΤΑΤΟΥ ΕΙΔΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (Κατ άρθρον 100 του Συντάγματος) Συνεδρίου και την εκκρεμοδικία πολιτικής αγωγής του Δημοσίου κατ αυτών ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτο δικείου Αθηνών. 2. Επειδή, όπως προκύπτει από τις ευρισκόμενες στο φάκελο της υποθέσεως εκθέσεις επιδόσεως, έχουν γί νει οι κατά νόμο κοινοποιήσεις περί ορισμού δικασίμου και ορισμού νέου τόπου συνεδριάσεων του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, τον Πρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Εφετείου Αθηνών, τον Πρό εδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρω τοδικείου Αθηνών, όπου φέρεται να εκκρεμεί αγωγή του Ελληνικού Δημοσίου κατά των αιτούντων, και τους διαδίκους στην ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου και του Εφετείου Αθηνών δίκες (άρθρα 45 και 47 παρ. 1 του ν. 345/1976) «Περί κυρώσεως του Κώδικος περί του κατά το άρθρον 100 του Συντάγματος Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου». 3. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 100 παρ. 1 εδ. δ του Συντάγματος, στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο υπάγεται, μεταξύ άλλων, η «άρση των συγκρούσεων μεταξύ των δικαστηρίων και των διοικητικών αρχών ή μεταξύ του Συμβουλίου της Επικρατείας και των τακτικών διοικητι κών δικαστηρίων αφενός, και των αστικών και ποινικών δικαστηρίων αφετέρου ή, τέλος, μεταξύ του Ελεγκτικού Συνεδρίου και των λοιπών δικαστηρίων». Εξάλλου, στο κεφάλαιο Ζ του ν. 345/1976 και υπό τον τίτλο «Άρσις Συγκρούσεων» καθορίζονται οι προϋποθέσεις ασκήσεως της προβλεπόμενης στην ως άνω συνταγματική διάτα ξη αρμοδιότητας του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου για την άρση συγκρούσεων α) μεταξύ δικαστηρίων και διοικητικών αρχών (άρθρα 42 και 43) και β) μεταξύ δι καστηρίων (άρθρα 44 έως 47). Ειδικότερα, στο άρθρο 44 του ανωτέρω ν. 345/1976 ορίζονται τα εξής: «1. Εφ όσον η αυτή υπόθεσις μεταξύ των αυτών διαδίκων είναι εκκρεμής ενώπιον αφ ενός του Συμβουλίου της Επι κρατείας ή ετέρου τακτικού διοικητικού δικαστηρίου, και αφ ετέρου αστικού ή ποινικού δικαστηρίου, ή εκ τρίτου μεταξύ τινός εκ των ανωτέρω δικαστηρίων και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, και το εν εκ τούτων δεν απεφάνθη περί της ελλείψεως δικαιοδοσίας αυτού, η σύγκρουσις αίρεται επιμελεία παντός διαδίκου. 2. Ο διάδικος υποβάλλει αίτησιν ενώπιον του δικαστηρίου, το οποίον θεωρεί ως στερούμενον δικαιοδοσίας, μετά των αποδείξεων της εκκρεμοδικίας ενώπιον του ετέρου δικαστηρίου, ίνα τούτο αποφανθεί περί της δικαιοδο σίας αυτού. 3. Επί της αιτήσεως εφαρμόζονται τα εις το άρθρον 42 παρ. 3 και 4 οριζόμενα. Αντίγραφον της αιτήσεως κοινοποιείται επί ποινή απαραδέκτου και εις τον πρόεδρον του ετέρου δικαστηρίου εντός της αυ τής προθεσμίας. Η κατάθεσις της αιτήσεως αναστέλλει την πρόοδον αμφοτέρων των εκκρεμών δικών». Τέλος, στο άρθρο 47 του ίδιου νόμου, υπό τον τίτλο «Κοιναί διαδικαστικαί διατάξεις», ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: «1. Διάδικοι ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου εί ναι πλην των αιτούντων και οι διάδικοι των δικών, αι οποίαι προκαλούν την σύγκρουσιν 3. Υπόθεσις είναι, κατά την έννοια του παρόντος Κεφαλαίου, εκκρεμής α) ενώπιον διοικητικής αρχής β) ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων γ) ενώπιον παντός ετέρου δικαστηρίου από της ασκήσεως της αγωγής ή ενδίκου μέσου, πε ριλαμβανομένης και της αιτήσεως αναιρέσεως ή της ασκήσεως παντός ενδίκου βοηθήματος. 4. Η απόφασις του Ειδικού Δικαστηρίου περιορίζεται εις την λύσιν του αμφισβητουμένου ζητήματος δικαιοδοσίας, εξαφανίζει την εσφαλμένως αποφανθείσαν επί τούτου απόφασιν ή διοικητικήν πράξιν, παραπέμπει την υπόθεσιν εις το κρινόμενον ως έχον δικαιοδοσίαν δικαστήριον ή αρχήν, είναι δε, κατ εξαίρεσιν του άρθρ. 21 παρ. 1, υποχρεωτική δια πάντα τα επιληφθέντα ή αποσχόντα να επιληφθούν δικαστήρια ή αρχάς και τους διαδίκους». Από το συν δυασμό των προαναφερομένων διατάξεων των άρθρων 44 και 47 παρ. 1, 3 και 4 του ν. 345/1976, συνάγεται ότι προϋπόθεση για την άρση από το Ανώτατο Ειδικό Δι καστήριο της καταφατικής σύγκρουσης δικαιοδοσίας μεταξύ δικαστηρίων είναι, μεταξύ άλλων, να υφίσταται εκκρεμής η ίδια διαφορά ενώπιον δικαστηρίων διαφο ρετικών κλάδων δικαιοδοσίας (ΑΕΔ 20/1997, 1/2001, 6, 22/2009). 4. Επειδή, εν προκειμένω, με την 653/2004 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών οι ήδη αιτούντες καταδικάσθηκαν για απάτη κατ εξακολούθη ση από κοινού και ψευδή βεβαίωση κατ εξακολούθηση που διέπραξαν υπό την ιδιότητά τους ως υπαλλήλων του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου. Στη δίκη αυτή το Ελληνικό Δημόσιο άσκησε πολιτική αγωγή ζητώντας να καταδικασθούν οι κατηγορούμενοι (και ήδη αιτούντες) να του καταβάλουν αφενός μεν ποσό ύψους 5.633.595,68 ευρώ εις ολόκληρον, ως αποζημίωση κατά το άρθρο 914 του Αστικού Κώδικα για αποκατάσταση της θετι κής ζημίας που του προξένησαν, αφετέρου ποσό ύψους 1.467,35 ευρώ ο καθένας, ως χρηματική επανόρθωση λόγω ηθικής βλάβης. Με την προαναφερθείσα απόφαση το δικάσαν δικαστήριο επιδίκασε το ποσό που ζητήθηκε ως αποκατάσταση της ηθικής βλάβης του Δημοσίου, παρέπεμψε δε την πολιτική αγωγή, όπως σαφώς από το διατακτικό της προκύπτει, ως προς τους νυν αιτούντες, κατά το μέρος που εζητείτο η επιδίκαση αποζημίωσης για αποκατάσταση της επελθούσης θετικής ζημίας, ως ανεκκαθάριστη, σύμφωνα με το άρθρο 65 παρ. 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, στα «Τακτικά Διοικητικά Δικαστήρια Αθηνών». Έφεση των ήδη αιτούντων κατά της προαναφερθείσης αποφάσεως απερρίφθη με την 59/2008 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Ακολούθως, με την από 19.12.2008 αίτησή του ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας του δικαστηρίου αυτού, ζήτησε, σύμφωνα με το άρθρο 46 του π.δ. 774/1980 «Οργανισμός του Ελε γκτικού Συνεδρίου», τον εις ολόκληρον καταλογισμό των ήδη αιτούντων, ως υπαλλήλων του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, με το ποσό των 5.483.311,21 ευρώ, για την αποκατάσταση της θετικής ζημίας που προξένησαν στο Ελληνικό Δημόσιο. Οι αιτούντες υπέ βαλαν την από 12.3.2013 αίτηση κατά το άρθρο 44 του ν. 345/1976 ενώπιον του V Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ζητώντας να διαγνωσθεί η έλλειψη δικαιο δοσίας του δικαστηρίου αυτού για την εκδίκαση της υποθέσεως, ενόψει της εκκρεμοδικίας της πολιτικής αγωγής του Δημοσίου ενώπιον, όπως ισχυρίσθηκαν, του αρμοδίου πολιτικού δικαστηρίου. Το Ελεγκτικό Συνέδριο με την 1487/2013 απόφασή του, ανέστειλε τη πρόοδο της ενώπιον του δίκης, προκειμένου να τηρηθεί η διαδικασία