ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ
«4 μήνες, 3 εβδομάδες και 2 ημέρες» Η πολύ σκληρή, αλλά αριστουργηματική κινηματογραφική ταινία του Cristian Mungiu με τον εν θέματι τίτλο αποτελεί, συγχρόνως, έναν καίριο πολιτικό σχολιασμό της κοινωνικής κατάστασης στη Ρουμανία επί του ζοφερού καθεστώτος Τσαουσέσκου, χωρίς, ωστόσο (και αυτό πιστώνεται στις πολλές αρετές της), οποιαδήποτε άμεση πολιτική ή ιδεολογική αναφορά. Πράγματι, η ταινία θα μπορούσε, δυστυχώς, να αναφέρεται σε πολλές χώρες και εποχές και να είναι της σειράς. Ωστόσο παραφράζοντας τον Τολστόη μόνον οι ευημερούσες χώρες μοιάζουν... Η ταινία, από την οπτική γωνία της συντηρητικής καταπίεσης των γυναικών, δεν έχει μεν κάποιο ιδιαίτερο ρουμανικό γνώρισμα, όμως οι ήρωές της δεν μιλούν ρουμανικά, επειδή οι ηθοποιοί είναι Ρουμάνοι και το ιστορικό σκηνικό τυχαίνει να είναι μιας κάποιας δεκαετίας, αλλά από σκηνοθετική πρόθεση. Ο θεατής καλείται να δει ανάμεσα στις σκηνές να διαβλέψει τη θεσμική πραγματικότητα πίσω από τους πυκνούς συμβολισμούς μιας, κατά τα λοιπά, ανιαρής καθημερινότητας. Το άμεσο θύμα, η, κατά βάση, παθητική πρωταγωνίστρια της ιστορίας, φοιτήτρια σε ένα περιβάλλον πάντως κάποιας σεξουαλικής φυσικής ελευθερίας (που μάλλον κάνει τα πράγματα χειρότερα για αυτήν: νοείται άραγε σεξουαλική ελευθερία χωρίς δικαίωμα στην άμβλωση;), είναι εκ των πραγμάτων αναγκασμένη να υποβληθεί σε παράνομη άμβλωση. Το καθεστώς, ήδη από τη δεκαετία του 1960, στο πλαίσιο σημειωτέον ενός εθνικού μεγαλοϊδεατισμού, αντιμετώπιζε την απαγόρευση των αμβλώσεων ως μέσο δημογραφικής πολιτικής, επιτηρώντας αυστηρά τον βίο και ασκώντας ολοκληρωτικό έλεγχο επί της ζωής και του σώματος των γυναικών, και είχε από ό,τι φαίνεται πολύ καλές σχέσεις με την Εκκλησία Σε μια κορύφωση του δράματος, το χρηματικό τίμημα της επεμβάσεως πρέπει να συμπληρωθεί σε είδος από ένα έμμεσο θύμα των περιστάσεων, τη συγκάτοικο και πιστή φίλη του άμεσου θύματος, η οποία έχει ήδη πάρει την υπόθεση στα χέρια της. Η καταβολή σε είδος έγκειται στη σεξουαλική κακοποίηση της, κατά βάση, ενεργητικής πρωταγωνίστριας της ιστορίας, από 37
τον ψυχρό άνδρα (ίσως ιατρό) που κατέχει τα απαραίτητα σύνεργα, την τόλμη και την απαιτούμενη ψυχραιμία να παραβεί τον νόμο και τη σχετικά σπάνια τέχνη της παροχής τέτοιων παραϊατρικών υπηρεσιών (βοηθώντας τον μάλιστα, στη συνέχεια, στη διάπραξη της αμβλώσεως). Η αύξηση του τιμήματος σε αυτό ακριβώς το είδος (πράγμα που από μόνο του συμβολίζει το status της γυναίκας, τοποθετώντας την στη θέση των αντικαταστατών) έγινε αναγκαία από τη στιγμή που ο άνδρας αντιλήφθηκε ότι η κύηση ήταν πολύ περισσότερο προχωρημένη από ό,τι είχε ψευδώς παραδεχθεί η μόνη έχουσα άμεση γνώση της καταστάσεως, που εξ αντικειμένου αδυνατούσε ίσως να προσφέρει υπηρεσίες τέτοιου είδους, και ο ίδιος είχε το απαραίτητο θράσος να απειλήσει τα θύματά του με την παράλειψη παράνομης ενέργειας (γεγονός που, με τη σειρά του, συνυφαίνεται με την περιρρέουσα θεσμική διαστροφή). Είναι πράγματι εντυπωσιακό, αλλά μόνον εκ πρώτης όψεως, το πώς στο ζήτημα των αμβλώσεων δύναται να συμπυκνωθεί η πολιτική και θεσμική ιστορία μιας χώρας σε μια ορισμένη περίοδο. (Στο ίδιο ζήτημα, εν γένει, θα μπορούσε να συμπυκνωθεί, κατά τη γνώμη μου, όλη η προβληματική της ισχύος μιας εννόμου τάξεως τόσο ως προς το περιεχόμενο των ρυθμίσεών της όσο και ως προς τη μέθοδο επιλύσεως των πρακτικών προβλημάτων της, που συνυφαίνονται με το ηθικό και πολιτικό αίτημα της συμβιώσεώς μας υπό συνθήκες ελευθερίας και ισότητας. Στις παραδόσεις μου στο μάθημα της Μεθοδολογίας του Δικαίου το εν λόγω πρόβλημα αποτελεί το παράδειγμα: το καλύτερο επιχείρημα δεν αποτελεί ζήτημα ορισμού, εν προκειμένω του status του εμβρύου, και είναι μεν αναστοχαστικά το πλέον επιτυχές, διότι εναρμονίζει τις κρίσιμες αρχές με τις πλέον ισχυρές ηθικές μας διαισθήσεις ωστόσο, η δικαιολόγησή του καλείται να υπερβεί και τη δοκιμασία της εναρμονίσεώς του προς όλους τους κρίσιμους λόγους: επιχειρηματολογώντας, δεν καλούμαστε μεν να πείσουμε τον φανατικό, ούτε όμως, υποπίπτοντας στις ορθολογιστικές πλάνες που ήταν κάποτε του συρμού, π. χ. της λεγόμενης οικονομικής ανάλυσης του δικαίου, να εφαρμόσουμε αλγορίθμους ή να προβάλουμε, όντες ανέτοιμοι, απλώς ρητορικούς ισχυρισμούς χωρίς τους λόγους που πράγματι τους υποστηρίζουν. Δεν υπάρχει η μία και μόνη μαγική λύση, ανεξαρτήτως του προβλήματος, η ίδια για όλα τα προβλήματα. Δεν αναζητούμε μία ακόμη ιδεολογία, αλλά, εν προκειμένω, τη συνταγματική θεωρία που δικαιολογεί καλύτερα από κάθε άλλη διαθέσιμη εναλλακτική την υποχρεωτικότητα και τον εξαναγκαστό 38
χαρακτήρα της έννομης τάξης. Η ηθική γνώση είναι μεν αναγκαία, απαιτείται όμως και κρίση, δηλαδή κριτική ικανότητα, ηθική διαίσθηση και ευαισθησία.) Και χωρίς οποιαδήποτε άλλη γνώση, θα αρκούσε, κατά τη γνώμη μου, η παρουσίαση της εν λόγω προσωπικής και υπαρξιακής περιπέτειας για να σχηματίσει ο θεατής την προσήκουσα στο θέμα παράσταση ενός καθεστώτος, όχι μόνο πολιτικής, αλλά, όπως θα επιχειρηματολογήσω, και ηθικής τυραννίας. Την τυραννία αυτή καθιστά ακόμη χειρότερη η έλλειψη από τον δημόσιο λόγο και αυτής ακόμη της συντηρητικής ηθικολογίας, ως ενός κάποιου αντιπαραδείγματος, στο οποίο δύναται έστω σιωπηρά ή νοερά να αντιπαρατεθεί κανείς. Φαίνεται ότι σε ένα αυταρχικό καθεστώς πράγματι το προσωπικό, κατά το γνωστό επιπόλαιο ρητό, είναι πολιτικό... Έχουν περάσει σχεδόν 10 χρόνια από τότε που είδα την ταινία, και στη μνήμη μου έχει αποτυπωθεί η οιονεί μηχανική συμπεριφορά της παθητικής πρωταγωνίστριας (η πρωτοβουλία των κινήσεων μάλλον ανήκει στην ηρωική συγκάτοικό της), η οποία, στη λανθάνουσα, αν όχι ψυχρή αγωνία της να βρει τη λύτρωση πριν να είναι πολύ αργά για αυτήν, χωρίς σημειωτέον ούτε καν την ελπίδα αρωγής του (απόντος) ερωτικού συντρόφου της, αδυνατεί να αντιμετωπίσει η ίδια, με τις δικές της δυνάμεις και κατά πρόσωπο, το υπαρξιακό ζήτημα που τη συνθλίβει. Δεν πρόκειται, κατά τη γνώμη μου, για την ψυχική εξουθένωση ή τον στιγματισμό εξ αιτίας ενός αμαρτήματος ή μιας πτώσης στην ηθική αβεβαιότητα, αλλά για τον σχεδόν πλήρη ετεροκαθορισμό της από τα γεγονότα, τα οποία ενσαρκώνονται, κατά κάποιον τρόπο, στην ίδια την παθητικότητά της: η ηρωίδα μας άγεται και φέρεται σε έναν κόσμο βουβό, αδρανή και ξένο προς το υπαρξιακό της πρόβλημα, έναν κόσμο ανελευθερίας μεν, αλλά και ανισότητας, ο οποίος απεικονίζεται χαρακτηρολογικά σε έναν διαπροσωπικό διχασμό, στην παθητική και ενεργητική πλευρά των δύο πρωταγωνιστριών, ως όψεις του ίδιου θεσμικού νομίσματος. Η υπόθεση παραμένει αυστηρά μεταξύ των θυμάτων, δηλαδή των γυναικών, ως καθ εαυτήν ιδιωτική (που θεσμικά, δηλαδή, αδυνατεί να καταστεί μη δημόσια), και ο μόνος τρόπος να συναντήσει στην εξέλιξή της το άλλο φύλο, στην επί της σκηνής παρουσία του, είναι να διαβεί το όριο της παρανομίας Αποτελεί κοινό τόπο η παραπληρωματικότητα πολιτικών και ατομικών ελευθεριών και το έργο του Mungiu την προϋποθέτει: το επιτρεπτόν ή μη των αμβλώσεων αποτελεί ζήτημα ατομικής ελευθερίας και ισότητας, ιδίως 39
ισότητας μεταξύ των φύλων. Πώς όμως τίθεται ακριβώς το εν λόγω ηθικό, πολιτικό και θεσμικό ζήτημα στην, ούτως ειπείν, ονομαστική αξία του (που δεν δικαιούμαστε ασφαλώς να την παραβλέψουμε, ανάγοντάς το σε άλλα ίσως λιγότερο απαιτητικά, αλλά πάντως ξένα προς αυτό ζητήματα, όπως, π. χ., της μειώσεως της εγκληματικότητας των εφήβων μέσω της μειώσεως των ανεπιθύμητων τέκνων); Η οπτική μας γωνία, περιοριζόμενη στα ζητήματα αρχής, δεν χρειάζεται, κατ αρχήν, έναν νομοθέτη, κοινό ή συντακτικό, ούτε την επικουρία της δογματικής του ισχύοντος δικαίου. (Εξ άλλου, οι κρίσιμες συνταγματικές ρήτρες είναι οι προσήκουσες, δηλαδή γενικές και αφηρημένες, όπως του απαραβιάστου της ανθρώπινης αξιοπρέπειας ή του ιδιωτικού βίου [privacy] ανεξαρτήτως μάλιστα της ερμηνευτικής σημασίας των προθέσεων των συντακτών των συνταγμάτων που δεν είναι σπουδαία: οι τελευταίοι, θεσπίζοντας συνταγματικά δικαιώματα, μάλλον δεν θεωρούσαν ότι επιλύουν και το πρόβλημα του επιτρεπτού των αμβλώσεων. Εν τούτοις, συνταγματικό ζήτημα τίθεται. Και το ερώτημα είναι: πώς και γιατί είναι κανονιστικά δυνατό κάτι τέτοιο; Αν υφίσταται, ωστόσο, συνταγματικό δικαίωμα στην άμβλωση, η τεχνητή διακοπή της εγκυμοσύνης δεν δύναται να είναι κατ' αρχήν έγκλημα κατά της ζωής. Σε μια τέτοια περίπτωση, σύμφωνη με το Σύνταγμα θα ήταν, π. χ., όπως θα επιχειρηματολογήσω στη συνέχεια, η λιτή πρόβλεψη ενός εγκλήματος ως προς την τεχνητή διακοπή της εγκυμοσύνης μετά το στάδιο της βιωσιμότητας του εμβρύου. Ωστόσο, στο άρθρο 304 του Ποινικού Κώδικα 1-3 προβλέπεται κατ αρχήν το έγκλημα της τεχνητής διακοπής της κυήσεως, ενώ η 4 [«δεν είναι άδικη πράξη η τεχνητή διακοπή της εγκυμοσύνης...»] προβλέπει ειδικούς λόγους άρσεως του αδίκου της. Αν, λοιπόν, υφίσταται συνταγματικό δικαίωμα στην άμβλωση το επιχείρημα της λεγόμενης γενικής ελευθερίας, ως ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας, δεν αρκεί τότε η κατάστρωση του άρθρου 304 του Κώδικα δεν είναι σύμφωνη προς το Σύνταγμα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το Σύνταγμα δεν ανέχεται χρονικά όρια στην άσκηση του εν λόγω δικαιώματος το αντίθετο). Ας εξετάσουμε πρώτα από όλα το πώς δεν θα μπορούσε να τεθεί το εν λόγω ζήτημα ως ζήτημα ελευθερίας και ισότητας, δηλαδή ιδιαίτερης δημοκρατικής γνώσης: δεν θα μπορούσε να τεθεί, αν το έμβρυο (χρησιμοποιώ τον όρο με εννοιολογική χαλαρότητα) αποτελούσε πρόσωπο και, συνεπώς, η άμβλωση δεν θα αποτελούσε παρά ανθρωποκτονία. Πράγματι, η απαγόρευση της ανθρωποκτονίας δεν εγείρει ζητήματα ελευθερίας (ως 40
χομπσιανής ασυδοσίας) ούτε ισότητας. Είναι άραγε εύλογη μια τέτοια θεώρηση του εμβρύου; Φαίνεται πως μια τέτοια θεώρηση θα μας οδηγούσε σε κάποιες κρίσιμες ανεύλογες παραδοχές. Αν το έμβρυο αποτελεί πρόσωπο (ας δεχθούμε, χάριν του επιχειρήματος, ότι πράγματι αποτελεί πρόσωπο από τη στιγμή της συλλήψεώς του), τότε δεν θα μπορούσαμε να δικαιολογήσουμε αβίαστα κάποιες σημαντικές εξαιρέσεις στην προστασία της ζωής του (η άμβλωση δεν αποτελεί άμυνα!), επί της οποίας θα είχε ασφαλώς συνταγματικό δικαίωμα (όπως κατά την περιώνυμη νομολογία του Γερμανικού Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου). Αυτό όμως θα σήμαινε ότι η άμβλωση δεν θα μπορούσε να δικαιολογηθεί ούτε στις περιπτώσεις της εγκυμοσύνης λόγω βιασμού, αιμομιξίας ή σοβαρού κινδύνου, όχι μόνο για την υγεία, αλλά και για τη ζωή της κυοφόρου. Στις περιπτώσεις αυτές, ωστόσο, ιδίως στην περίπτωση του βιασμού και της αιμομιξίας (με θύμα ανήλικη), η ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη αποτελεί για την έγκυο ένα πρόσθετο κακό και οι πλείστοι, ακόμη και όσοι (συντηρητικοί) τάσσονται κατά των αμβλώσεων ή υπέρ τής κατ αρχήν απαγορεύσεώς τους, θεωρούμε ότι πρέπει η άμβλωση να είναι επιτρεπτή στην έγκυο κατόπιν προσωπικής επιλογής της. Η συνέχιση της κυήσεως σε αυτές τις περιπτώσεις, παρά την εναντίωση της εγκύου, θα είχε την απαξία της αναγκαστικής εργασίας ή της μερικής δουλείας. (Πρόκειται ακριβώς για το ζήτημα ελευθερίας που δεν τίθεται στην περίπτωση της φορολογίας, παρά την περί του αντιθέτου, εξαιρετικά εκλεπτυσμένη, επιχειρηματολογία του Robert Nozick, διότι ακόμη και η φορολογία στο εισόδημα από εργασία αποτελεί εύλογο περιορισμό της γενικής ελευθερίας, και όχι προσβολή κάποιας εκ των ελευθεριών μας. Το σύνταγμα δεν εγγυάται τη μεγιστοποίηση του ατομικού πλούτου!) Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, για να τεθεί ζήτημα ελευθερίας της εγκύου ως δικαιώματος στην άμβλωση, πρέπει άραγε το έμβρυο να έχει το θεσμικό καθεστώς του πράγματος (ή έστω ειδικά ενός ανθρώπινου ζώου, ικανού πάντως να αισθάνεται πόνο); Ούτε αυτή η θεώρηση (του εμβρύου ως πράγματος) φαίνεται να υπερβαίνει με επιτυχία τη δοκιμασία του ευλόγου. Υπάρχει ένας καίριος φεμινιστικός αντίλογος που θα ήθελα, χωρίς τούτο να απαιτεί ιδιαίτερη τόλμη, να τον αναδιατυπώσω με όρους καντιανούς: αν μας λέει μια φεμινιστική κριτική εν προκειμένω έχω κατά νουν την επιχειρηματολογία της Catharine MacKinnon ήταν διαφορετική η κοινωνική (όχι απλώς η νομική) θέση των γυναικών, αν, με άλλα λόγια, η γυναίκα ήταν 41
πράγματι ίση με τον άνδρα, το θεσμικό καθεστώς του εμβρύου θα ήταν διαφορετικό από ό,τι είναι σήμερα, που το πρόσωπο έρχεται στον κόσμο των κοινωνών του δικαίου μόνο με τη γέννησή του. Το δικαίωμα στην άμβλωση, δηλαδή, δεδομένης της ανισότητας των φύλων, επεκτείνει την επικυριαρχία των ανδρών στο σώμα των γυναικών ως προς το πόσα τέκνα, πότε και με ποια θα τα αποκτήσουν. Στην εν λόγω κινηματογραφική ταινία, ωστόσο, φαίνεται ότι είναι η ίδια η ωμότητα της απαγόρευσης των αμβλώσεων που καθιστά ουσιαστικά απόντα τον ερωτικό σύντροφο της παθητικής πρωταγωνίστριας και βιολογικό πατέρα του εμβρύου Ο Kant ασφαλώς θα συνηγορούσε προς το ότι μόνον οι έννομες σχέσεις μεταξύ ελεύθερων και ισότιμων προσώπων καθορίζουν και το θεσμικό καθεστώς του εμβρύου. Και πάλι, σε αυτήν την έστω αντίθετη του πραγματικού υπόθεση, το έμβρυο δεν θα είχε, κατά τη γνώμη μου, το καθεστώς του προσώπου (πράγμα που ούτε η MacKinnon το αρνείται) και ο άνδρας θα είχε δικαίωμα σε μια, ούτως ειπείν, νομική άμβλωση: ακούσια πατρότητα, όπως όμως κατά το ισχύον εν πολλοίς πατερναλιστικό οικογενειακό δίκαιο, δεν θα υφίστατο. Γιατί, λοιπόν, αποτυγχάνει και η εναλλακτική θεώρηση του εμβρύου (ως πράγματος) ως προς το να συλλάβει το συνταγματικό ζήτημα των αμβλώσεων; Η εναλλακτική θεώρηση αποτυγχάνει, επειδή αδυνατεί να συλλάβει το ιδιαίτερο ζήτημα ελευθερίας και ισότητας που τίθεται στη νομικά υποχρεωτική και εξαναγκαστή κύηση. Κατά τη γνώμη μου, το εν λόγω ζήτημα δεν είναι απλώς θέμα σωματικής ακεραιότητας ή αυτοδιάθεσης της εγκύου, όπως συνήθως εκλαμβάνεται. Και θα αδυνατούμε να συλλάβουμε τον ζητούμενο ιδιαίτερο προβληματισμό, ενόσω δεν συλλαμβάνουμε το ηθικό θέμα που συνυφαίνεται με το επιτρεπτό ή μη των αμβλώσεων και που το καθιστά πράγματι ακανθώδες και δυσεπίλυτο. (Αν το έμβρυο ήταν πρόσωπο, ή πράγμα, το ζήτημα δεν θα ήταν δυσεπίλυτο.) Η άμβλωση δεν αποτελεί μέθοδο αντισύλληψης. Κυρίως όμως, όσο περισσότερο προχωρεί η εγκυμοσύνη τόσο περισσότερο προβληματική ως προσωπική (όχι απλώς ως ιατρικώς ενδεδειγμένη) επιλογή καθίσταται η άμβλωση. Και τούτο απαιτεί μια εξήγηση ή δικαιολόγηση που δεν την προσφέρει η πρακτική ιδέα του εμβρύου ως πράγματος, η οποία αποδεικνύεται μάλλον επιπόλαιη. Το έμβρυο, για την ίδια την έγκυο (το κατ εξοχήν αρμόδιο πρόσωπο), δεν αποτελεί απλώς ξένο σώμα, ούτε το σώμα της αποτελεί έναν ξενιστή, πράγμα που δεν σημαίνει παρά την ιδιαίτερη ηθική σημασία της κυήσεως γι 42
αυτό, η άμβλωση δεν ακρωτηριάζει ούτε προσβάλλει απλώς το σώμα, αλλά τον βίο της εγκύου. (Οι σχετικές κοινωνιολογικές και ψυχολογικές έρευνες υπάρχουν. Καμμία έγκυος δεν δηλώνει τουλάχιστον δημοσίως, και αυτό έχει τη σημασία του: ό,τι δεν δύναται να ειπωθεί δημοσίως δεν επιτρέπεται να ισχύει ότι επιλέγει την άμβλωση, π. χ., απλώς και μόνο για λόγους οικονομικούς: την επιλέγει, ακριβώς για να εκπληρώσει στο μέλλον τα καθήκοντά της προς το τέκνο της καλύτερα από ό,τι της επιτρέπει η παρούσα δυσμενής οικονομική κατάστασή της. Η υποχρεωτική εγκυμοσύνη της καθ εαυτή είναι χειρότερη από την φτώχεια της. Πρέπει, λοιπόν, να ακούσουμε τη φωνή των πρωτίστως ενδιαφερομένων, τη δική τους φωνή, όχι τη φωνή του κυρίου ή των κυρίων τους, όπως θέλει ο συντηρητισμός: αν την ακούσουμε, θα κατανοήσουμε γιατί η επιλογή, αντί της αμβλώσεως, να φέρουν στον κόσμο ένα παιδί προς υιοθεσία είναι χειρότερη γιατί, δηλαδή καθιστά τον βίο τους χειρότερο: «O ζωντανός ο χωρισμός το λέει και το τραγούδι παρηγοριά δεν έχει».) Ο Ronald Dworkin υποστήριξε, κατά τρόπο πολύ πειστικό, ότι η τρέχουσα διαμάχη στο ζήτημα των αμβλώσεων δεν αφορά δεν δύναται να αφορά το status του εμβρύου ως προσώπου ή μη. Για τους λόγους που προαναφέραμε, όσοι θεωρούν ότι το έμβρυο αποτελεί πρόσωπο οδηγούνται σε κάποιας μορφής έμπρακτη αυτοαναίρεση, καλούμενοι να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα δηλαδή κάποιες εύλογες εξαιρέσεις στην απαγόρευση των αμβλώσεων, οι οποίες όμως δεν δικαιολογούνται, σύμφωνα με τις παραδοχές τους, διότι δεν είναι επιτρεπτή η θυσία ενός προσώπου, μιας ανθρώπινης ζωής, χάριν της τιμής ή της ευημερίας ενός άλλου, και εν προκειμένω της εγκύου. (Η άμβλωση δεν αποτελεί ούτε περίπτωση καταστάσεως ανάγκης!) Ομοίως, όσοι θεωρούν ότι το έμβρυο αποτελεί πράγμα οδηγούνται σε ένα αξιοσημείωτο έλλειμμα ως προς τη δικαιολόγηση του ηθικού προβληματισμού των αμβλώσεων, ιδίως ως προς το ότι η μεν άμβλωση δεν έχει την απαξία, π. χ., μιας αμυγδαλεκτομής, οι δε ύστερες αμβλώσεις πράγματι ενέχουν μεγαλύτερη απαξία από εκείνες σε ένα πρώιμο ή πρωιμότερο στάδιο της κύησης. Η διαμάχη, κατά τον Dworkin, αν αναδιατυπώσουμε, όπως οφείλουμε (όπως οφείλει ιδίως ο δικαστής, απευθυνόμενος με την ειδική και εμπεριστατωμένη απόφασή του προς όλους τους ελεύθερους και ισότιμους πολίτες), με ερμηνευτική επιείκεια τις δύο πλευρές της αντιγνωμίας, τους υπέρ της ζωής και τους υπέρ της επιλογής, αφορά την εγγενή αξία της ανθρώπινης ζωής κάθε ανθρώπινης ζωής και 43
για να συλλάβει ο ίδιος το εγγενές της αξίας της προχώρησε σε μια τολμηρή αναλογία. Τα ζητήματα της εγγενούς αξίας της ανθρώπινης ζωής είναι, κατά τον Dworkin, ανάλογα (απλώς και μόνον ανάλογα!) της εγγενούς αξίας του έργου τέχνης και αυτή η αναλογία φαίνεται πως είναι ικανή να διασκεδάσει το επιχειρηματολογικό αδιέξοδο που δημιουργεί η κρατούσα προσκόλληση στο ζήτημα του αν το έμβρυο αποτελεί ή δεν αποτελεί πρόσωπο, ώστε, περαιτέρω, να τίθεται νομιμοποιημένα ζήτημα ελευθερίας δηλαδή εξουσίας της εγκύου να επιλέξει την τεχνητή διακοπή της κυήσεως ως μια θεσμική μορφή πρόωρου θανάτου. Ειδικότερα: Όπως η εγγενής αξία του έργου τέχνης δεν σημαίνει παρά την επιτυχή ανταπόκριση του δημιουργού, τη δημιουργική επένδυσή του, σε μια εξ αντικειμένου καλλιτεχνική πρόκληση (π. χ., να συνδυάσει υψηλή ποίηση με λαϊκούς ρυθμούς τα ζητήματα της εγγενούς αξίας ή του ωραίου δεν είναι, δηλαδή, απλώς υποκειμενικά ή εργαλειακά, επειδή τυχαίνει το έργο να μας εκφράζει ή να αξιοποιείται καλύτερα σε μια διαδήλωση ή σε μια δημόσια διαμαρτυρία ), έτσι και η εγγενής αξία του ανθρώπινου εμβρύου έγκειται στη βαθμιαία ανταπόκρισή του σε μια εξ αντικειμένου πρόκληση ζωής. Δεν νοείται, δηλαδή, καταστροφή ανθρώπινης ζωής (κατ αντιδιαστολήν προς το αντιπαράδειγμα της αντισύλληψης) χωρίς επενδύσεις σε ανθρώπινη ζωή επενδύσεις του Θεού ή της φύσης και των ανθρώπων, ιδίως της εγκύου. Και όσο σημαντικότερες είναι οι εν λόγω επενδύσεις, εν προκειμένω αναλόγως του σταδίου της κυήσεως, τόσο μεγαλύτερη είναι η απαξία της καταστροφής ή ματαιώσεως της ζωής. (Κατ αναλογίαν, δηλαδή, προς την ιεραρχική αξιολόγηση των επιτευγμάτων της τέχνης, αντιστοίχως προς την εξ αντικειμένου καλλιτεχνική πρόκληση και την συνθετότητα της επενδύσεως του δημιουργού, ο θάνατος ενός εφήβου έχει μεγαλύτερη εγγενή απαξία από εκείνον ενός ηλικιωμένου πλήρους ημερών ή ενός νεογνού, επειδή ο βίος του πρώτου είναι ήδη συνυφασμένος με αυξημένες και μη εκπληρωμένες επενδύσεις σε αυτόν, που ακριβώς η ματαίωσή τους, λόγω του πρόωρου θανάτου, του προσδίδει μια κρίσιμη βαρύνουσα σημασία. Το ζήτημα πάντως αφορά μόνο στην τραγικότητα της απώλειας ανθρώπινης ζωής και όχι στην ανεπίτρεπτη διαβάθμιση του συνταγματικού δικαιώματος στη ζωή αναλόγως του υποκειμένου του αν και υπάρχουν, βέβαια, ηθικές θεωρίες και θεωρήσεις που αποτολμούν και αυτή τη στάθμιση χάριν κάποιου μεγιστοποιητικού αποτελέσματος.) 44
Στο ζήτημα, ωστόσο, της ερμηνευτικής συνεξετάσεως των εν λόγω επενδύσεων σε ανθρώπινη ζωή υπάρχουν εύλογες και ίσως de facto ασυμφιλίωτες διαφωνίες: π. χ., σέβεται άραγε την εγγενή αξία της ανθρώπινης ζωής η μητέρα που επιλέγει, αντί της επιτρεπτής αμβλώσεως, να φέρει στον κόσμο ένα παιδί που θα πεθάνει εντός ολίγων λεπτών από τη γέννησή του με φρικτούς πόνους, ακριβώς επειδή η ίδια θεωρεί ως υπερβατικά σημαντικότερη την επένδυση της φύσης (ή του Θεού); Κατά τον Dworkin, τα ζητήματα της εγγενούς αξίας της ανθρώπινης ζωής, ως ζητήματα νοήματος της ζωής ή, καλύτερα, του βίου, είναι ουσιωδώς θρησκευτικά. Και αν είναι ουσιωδώς θρησκευτικά, τότε η καλύτερη θεσμική απάντηση έγκειται στην αναγνώριση (όχι κατ ανάγκην στη ρητή καθιέρωση!) ενός συνταγματικού δικαιώματος στην άμβλωση ως ενός, αντιστοίχως, δικαιώματος ουσιωδώς θρησκευτικής ελευθερίας. (Γι αυτό ο ιατρός έχει δικαίωμα να αρνηθεί εν προκειμένω την παροχή των υπηρεσιών του, επικαλούμενος λόγους συνειδήσεως, οι οποίοι, ωστόσο, δεν είναι αποφασιστικοί σε περίπτωση κινδύνου για τη ζωή ή την υγεία της εγκύου.) Δεν πρόκειται, δηλαδή, για το θεσμικό ζήτημα του διαχωρισμού κράτους και εκκλησίας (αν και προφανώς συνδέεται μαζί του: ένα συνταγματικό κράτος με επικρατούσα θρησκεία μάλλον δεν σέβεται επαρκώς τη θρησκευτική ελευθερία). Η φιλελεύθερη δημοκρατία, στο πλαίσιο της ρυθμίσεως της ασκήσεως του δικαιώματος στην άμβλωση (όχι της απαγορεύσεώς του!), έχει μεν την εξουσία προαγωγής της ευθύνης (και υπευθυνότητας) των πολιτών, όχι όμως και την εξουσία εξαναγκασμού τους προς συμμόρφωση στην κρατούσα ή μη ορθοδοξία. Υπάρχει άραγε καλύτερος θεσμικός τρόπος προστασίας της εγγενούς αξίας της ανθρώπινης ζωής καθ εαυτήν ως προστασίας πεποιθήσεων περί της εγγενούς αξίας της; (Κατά τη γνώμη μου, δεν τίθεται θέμα ακεραιότητας του βίου του πιστού, π. χ. χριστιανού, που καλείται να συνομολογήσει ένα δικαίωμα στην άμβλωση, αν το ζήτημα δεν αφορά το status του εμβρύου ως προσώπου, αλλά την εγγενή αξία της ανθρώπινης ζωής και του σεβασμού των εύλογων όχι των οιωνδήποτε! πεποιθήσεων όλων των ελεύθερων και ισότιμων πολιτών περί αυτής. Η εν λόγω ερμηνεία, κατά την αρχή της χάριτος, είναι υπέρ του πιστού. Διαφορετικά, αυτός δεν αντιμετωπίζει άραγε τον κίνδυνο της πολιτικής ιδιωτείας; Η επιχειρηματολογία μας, για να είναι παραδεκτή, πρέπει να απευθύνεται πάντοτε προς τους διαφωνούντες και να τους σέβεται ως πρόσωπα: ποιός θα συζητούσε σοβαρά, χωρίς να υπονομεύσει εκ προοιμίου 45
την αξιοπρέπειά του, την αντίθετη άποψη ότι, υποστηρίζοντας ένα δικαίωμα στην άμβλωση, τάσσεται υπέρ της δολοφονίας αθώων; Το πρόβλημα έγκειται στο ότι, απευθυνόμενος κατ αυτόν τον τρόπο προς τους διαφωνούντες συμπολίτες σου, ήδη παραβιάζεις συστατικές αρχές της δημοκρατικής διαβούλευσης. Και το πρόβλημα δεν έγκειται απλώς στο να τους πείσεις, αλλά στο να τους πείσεις για τους ορθούς λόγους.) Αν έχουν έτσι τα πράγματα, τότε πώς τίθενται πώς δύναται να τεθούν μη αυθαίρετα χρονικά όρια στο επιτρεπτόν των αμβλώσεων; όπως, π. χ., το όριο της βιωσιμότητας του εμβρύου, μετά το οποίο η άμβλωση νομιμοποιημένα απαγορεύεται (όπως κατά την περιώνυμη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ το οποίο ίσως μας επιφυλάσσει λίαν συντόμως κάποια πένθιμα νέα;); Ένας φίλος μου, που ίσως τον παρέσυρα να δει την εν λόγω κινηματογραφική ταινία, έφυγε από την αίθουσα στη μέση της προβολής της: αποχώρησε ακριβώς στο σημείο που η κάμερα δείχνει (υποθέτω ότι δείχνει ) το νεκρό έμβρυο. Η εικόνα τού προκάλεσε φρίκη. Ούτε εγώ θυμάμαι να κράτησα στην εν λόγω σκηνή τα μάτια μου ανοιχτά Το έμβρυο δεν θα έπρεπε να είχε αποκτήσει την ανθρώπινη μορφή, προσθέτοντας στη φρίκη του θεατή και το ηθικό συναίσθημα της σκληρής λύπης. Μια σκανδαλώδης (για τους καλλιεργημένους πιστούς και τους πιστούς θεολόγους ) διάκριση στο βιβλίο της Εξόδου αφορά στην αντιδιαστολή της βιαιοπραγίας κατά εγκύου, που έχει ως αποτέλεσμα την αποβολή του εμβρύου, αναλόγως του αν το τελευταίο είναι εξεικονισμένο ή μη. Μόνο στην πρώτη περίπτωση δικαιολογείται η ποινή της δόσεως ψυχής αντί ψυχής. Το κρίσιμο παράθεμα έχει ως εξής: ἐὰν μάχωνται δύο ἄνδρες καὶ πατάξωσι γυναῖκα ἐν γαστρὶ ἔχουσαν καὶ ἐξέλθῃ τὸ παιδίον αὐτῆς μὴ ἐξεικονισμένον, ἐπιζήμιον ζημιωθήσεται ἐὰν δὲ ἐξεικονισμένον ᾖ, δώσει ψυχὴν ἀντὶ ψυχῆς. Είναι άραγε νομικά κρίσιμη η εν λόγω διάκριση; Θα έλεγα ότι στο πλαίσιο του ιδιωτικού δικαίου, ιδίως του δικαίου των αδικοπραξιών, και του σύμφυτου με αυτό αιτήματος της βεβαιότητας του δικαίου, ως αιτήματος ελευθερίας και ισότητας, του κανονιστικού πεδίου, δηλαδή, της απροσεξίας ή / και απερισκεψίας, η νομοθετική πρωτοβουλία πρέπει να αρκείται στο γεγονός της ενάρξεως της υπάρξεως του προσώπου μόνο με τη γέννησή του και της παύσεως της υπάρξεώς του μόνο με τον θάνατό του (η δυνατότητα μετά 46
θάνατον ζωής δεν πρέπει να είναι θεσμικά κρίσιμη) (εύλογος) κανόνας εξ άλλου πολύ παλαιότερος των ισχυουσών εννόμων τάξεων. (Η ύπαρξη του εμβρύου εντός του θεσμικά αδιαφανούς σώματος της εγκύου μάλλον το καθιστά, κατά το δίκαιο των αδικοπραξιών, νομικά απρόσιτο. Το σώμα των άλλων δεν δύναται να αποτελέσει κατοικία.) Περαιτέρω, μόνη η χρηματική ικανοποίηση των οικείων του θύματος, σε περίπτωση ανθρωποκτονίας, θα αδυνατούσε να μας εγγυηθεί το status μας ως ελεύθερων και ίσων προσώπων έναντι ιδίως του περισσότερου ευνοημένου κοινωνού του δικαίου. Η ανθρωποκτονία δεν δύναται να αποτελεί απλώς αδίκημα ιδιωτικού δικαίου, αλλά και έγκλημα, στο οποίο η προσήκουσα ποινή έγκειται σε στέρηση της ελευθερίας. Ως γνωστόν πάντως, και κατά τη νομολογία των ελληνικών πολιτικών δικαστηρίων, επί ενδομητρίου θανάτου του εμβρύου, συνεπεία αδικοπραξίας, δεν παρέχεται στην «οικογένειά» του (στη «μητέρα» και στον «πατέρα» του) χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, διότι δεν πρόκειται περί θανατώσεως προσώπου. Στο πλαίσιο του ποινικού δικαίου, ωστόσο, το κατ εξοχήν πεδίο του δόλου (αν και ο δόλος που απαιτείται για τον ποινικό καταλογισμό δεν είναι ο dolus malus), περιλαμβανομένης της λεγόμενης ενσυνείδητης αμέλειας (όπου ο δράστης πιστεύει δεν ελπίζει! ότι θα αποφύγει να προξενήσει την κρίσιμη βλάβη), σε ένα εγγενώς περιορισμένο πεδίο, όπου όμως η ανθρώπινη ζωή αποτελεί πρωταρχικό αγαθό, μας ενδιαφέρει, μιλώντας εγελιανά, πρωτίστως ο σχηματισμός και η εξωτερίκευση, κατά έναν κρίσιμο και εδώ απλώς ζητούμενο τρόπο, μιας βούλησης αντίθετης προς το δίκαιο καθ εαυτό (τον δεοντοκρατικό πυρήνα του δικαίου), όπως πρωτίστως στην περίπτωση της ανθρωποκτονίας. Το γεγονός, λοιπόν, ότι, προϊούσης της εγκυμοσύνης, η θέση του εμβρύου, δεδομένης της βιωσιμότητάς του, εντός ή εκτός του σώματος της μητέρας, γίνεται όλο και λιγότερο σημαντική εν σχέσει προς την ήδη (εν γαστρί) εξεικόνισή του καθίσταται, συγχρόνως, λόγος που συνηγορεί προς το ότι η ίδια η βιωσιμότητα του εμβρύου αποτελεί ένα ίσως επιβεβλημένο κατά τη γνώμη μου είναι επιβεβλημένο και πάντως θεμιτό νομοθετικό όριο ως προς το απώτατο χρονικό σημείο επιλογής της άμβλωσης, ως στοιχείο ενός τύπου συμπεριφοράς που παρουσιάζει και ποινικό ενδιαφέρον: ένα όριο που εγγυάται τη συμβίωσή μας υπό θεσμικές συνθήκες ελευθερίας και ισότητας και ως προς τις ηθικές πεποιθήσεις όλων μας. (Δεν πρόκειται απλώς για έναν πολιτικό συμβιβασμό, ανεξαρτήτως ορθών λόγων.) 47
Το ζήτημά μας, δηλαδή, της απαγορεύσεως των αμβλώσεων ως ζήτημα ατομικής ελευθερίας, ανάγεται σε ένα ζήτημα σπουδαίων ηθικών πεποιθήσεων (ή πεποιθήσεων περί των εγγενών αξιών, όπως η ανθρώπινη ζωή), ως προς το περιεχόμενό τους, και ελευθερίας ή προστασίας των πεποιθήσεων όλων, περιλαμβανομένων των ευλόγως διαφωνούντων: η άμβλωση μετά το στάδιο της βιωσιμότητας του εμβρύου, αν και πάλι δεν αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, ανθρωποκτονία (σε αντίθετη περίπτωση ο νομοθέτης μάλλον θα αποδεικνυόταν ως ασυνεπής), φαίνεται ότι μοιράζεται κάτι κρίσιμο με την απόλυτη απαξία της τελευταίας γι αυτό αποτελεί έγκλημα κατά της ανθρώπινης ζωής. Η ελευθερία υποβολής σε άμβλωση προστατεύει, ως πραγματική ευκαιρία διαπλάσεως του βίου μας, και αυτούς που δεν πιστεύουν στην εγγενή αξία της ανθρώπινης ζωής (είναι, δηλαδή, γνήσια σκεπτικιστές καμμία ανησυχία: υφίστανται και σκεπτικιστές ως προς την εγγενή αξία των έργων τέχνης, παρ ότι ευλόγως υφίστανται έργα τέχνης ) όπως η θρησκευτική ελευθερία προστατεύει και τις πεποιθήσεις ενός αθέου (ακριβώς ως ουσιωδώς θρησκευτικές, επειδή ανταποκρίνονται στην ίδια πρόκληση βίου που αντιμετωπίζουν και οι πιστοί). Γι αυτό, λόγω της κανονιστικής συγγένειας της ανθρωποκτονίας με την άμβλωση (μετά το στάδιο της βιωσιμότητας του εμβρύου), νομιμοποιημένα, εν προκειμένω, η έννομη τάξη, θέτοντας ένα εύλογο χρονικό όριο στην επιλογή της, δεσμεύει και τους διαφωνούντες σκεπτικιστές ως προς την εγγενή αξία της ανθρώπινης ζωής (ή, κατά την εντυπωσιακή καντιανή αναλογία, κάποιους αναρχικούς!). Δεν πρόκειται, δηλαδή, για την περιώνυμη τυραννία των αξιών, και, συγκεκριμένα, για την τυραννία της εγγενούς αξίας της ανθρώπινης ζωής. Εν κατακλείδι, η ταινία είναι αριστουργηματική και για το ότι κατορθώνει να δείξει σε τι κατ εξοχήν έγκειται η τυραννία του εν λόγω καθεστώτος: στην επικράτειά του, όχι απλώς δεν μπορείς να υποβληθείς νόμιμα σε άμβλωση, αλλά ούτε και να μιλήσεις για αυτήν ως ζήτημα προσωπικής και υπαρξιακής πρόκλησης που καθένας οφείλει και δικαιούται να το αντιμετωπίσει με αξιοπρέπεια, δηλαδή κατά πρόσωπο (ή ενδεχομένως και χάριν του αληθούς συμφέροντος της ανήλικης και ανώριμης εγκύου, όπου δεν τίθεται ζήτημα αυτονομίας, αλλά αγαθοπραξίας), απολαύοντας ο ίδιος την ασυλία του αυτοσεβασμού. Η έγκυος στερείται της δικής της φωνής σε ένα προσωποπαγές ηθικό ζήτημα. Η τελευταία σκηνή της κινηματογραφικής μας ταινίας αρκείται ευφυώς στην εύγλωττη σιωπή των πρωταγωνιστριών, 48
μόνων γύρω από το τραπέζι ενός παράπλευρου χώρου της πολύβουης κεντρικής αίθουσας του τόπου του εγκλήματος, αλλά σε απόσταση ασφαλείας από το σημείο του, το δωμάτιο του ξενοδοχείου: έχει προηγηθεί η εναγώνια προσπάθεια της πιστής φίλης να εξαφανίσει το πτώμα του εμβρύου, στην αίθουσα τελείται ένα γαμήλιο δείπνο, μπροστά στην πρώην έγκυο, που διαβάζει τον κατάλογο του εστιατορίου, βρίσκεται ήδη ένα πιάτο με κρέας. Ηθικό δίδαγμα; Δεν νοείται προσβολή των πολιτικών ελευθεριών χωρίς, συγχρόνως, προσβολή και των ατομικών, εν προκειμένω της ουσιωδώς θρησκευτικής. Το αντίθετο, η πολιτική, δηλαδή, ελευθερία χωρίς την ατομική, θα αποτελούσε, έστω στην ιστορική εποχή της Νεωτερικότητας που ακόμη διανύουμε..., θεσμική διαστροφή. Το παρόν κείμενο αποτυπώνει, κατά βάση, σε γραπτή μορφή την προφορική εισήγηση και τις απαντήσεις μου στην εκδήλωση της Ομάδας «Δίκαιο και Τέχνη» της Νομικής Σχολής Αθηνών με θέμα: «Αμβλώσεις και ατομική ελευθερία» και αφορμή την κινηματογραφική ταινία του Cristian Mungiu, «4 μήνες, 3 εβδομάδες και 2 ημέρες [4 luni, 3 săptămâni și 2 zile]». Η εκδήλωση πραγματοποιήθηκε την 18.5.2017 στη Βιβλιοθήκη της Σχολής και στη σχετική συζήτηση συμμετείχαν οι φοιτήτριες Σταυρούλα Γενικαλιώτη, Ελένη Μετάνοια, Ηλιάννα Παναγοπούλου και Μαρία Παπαδοπούλου, τις οποίες ευχαριστώ και από τη θέση αυτή για την πρόσκληση, τα σχόλια και τις παρατηρήσεις τους όπως και το ακροατήριο της εκδηλώσεως για την ενεργό συμμετοχή του, ειδικά δε τους συναδέλφους μου καθηγητές Κωνσταντίνο Βαθιώτη και Γεώργιο Μεντή. Στο κυρίως κείμενο αξιοποίησα ελπίζω με επιτυχία! και τις συναφείς με τον προβληματισμό μου ιδέες που συνεισέφεραν, κατά τη συζήτηση, όσες και όσοι έλαβαν τον λόγο. Αναπτύσσω εκτενώς τα θέματα που έθιξα στην εισήγησή μου ιδίως στις σχετικές μελέτες μου, «Αμβλώσεις (α): Dworkin και Rawls», «Αμβλώσεις (β): Dworkin», «Μητρότητα και ακούσια πατρότητα», in Δίκαιο, ηθική και βιοηθική: πρακτικά διλήμματα, χειρόγραφο διαθέσιμο στην προσωπική ιστοσελίδα μου: http://tinyurl.com/vassiloyannis, και «Η εγγενής αξία της ανθρώπινης ζωής κατά τον Ronald Dworkin: ένα υπόδειγμα αναστοχαστικής ισορροπίας», Βιοηθικά 1/2 (2015), σς 4 επ., καθώς και στις σχετικές παραδόσεις μου, Δίκαιο, ηθική και βιοηθική: ΙΙ. Πρακτική εφαρμογή, χειρόγραφο διαθέσιμο στην ίδια ιστοσελίδα. Η καλύτερη διεθνώς μονογραφία επί του ζητήματος είναι ασφαλώς του Ronald Dworkin, Η επικράτεια της ζωής: αμβλώσεις, ευθανασία και ατομική ελευθερία, σε μετάφραση και εισαγωγή του γράφοντος και με επίμετρο του Ομότιμου Καθηγητή Παύλου Σούρλα (Αθήνα: Εκδόσεις Αρσενίδη, 2013), την οποία επικαλούμαι στο κυρίως κείμενο. Για μια καντιανή κριτική στη φιλελεύθερη (ως μη συντηρητική, και όχι, κατά τη γνώμη μου, νεοφιλελεύθερη) θεωρία του Robert Nozick, βλ. τη μονογραφία μου, Πρόσωπα, λόγοι και πράγματα: ιδιοκτησία και μη διανεμητική δικαιοσύνη (Αθήνα: Εκδόσεις Ευρασία, 49
2015), σς 97 επ., 211 επ. «τυραννία των αξιών»: Carl Schmitt, «Die Tyrannei der Werte», in Säkularisation und Utopie: Festschrift für Ernst Forsthoff (Stuttgart: W. Kohlhammer Verlag, 1967), σς 37 επ. Catharine A. MacKinnon: «Reflections on Sex Equality under Law», The Yale Law Journal 100 (1991), σ. 1316. «Ο ζωντανός ο χωρισμός»: στίχος από γνωστό (λόγω της μελοποίησής του) ποίημα της Λίλης Ιακωβίδου. Το χωρίο από το βιβλίο της Εξόδου, είναι στους στ. 22 επ. Ως προς την καντιανή αναλογία του δικαστηρίου του λόγου, βλ. Κριτική του καθαρού λόγου, σς Α ix επ. Πραγματεύομαι το ζήτημα της ποινικοποίησης και στη μελέτη μου, «Εκδίκηση και ανταποδοτική ποινή», in Δίκαιο, ηθική και βιοηθική: πρακτικά διλήμματα. 50