Ζητήματα καταγγελίας συμβάσεως διανομής εν ευρεία εννοία Η ρήτρα αποκλειστικής απαριθμήσεως των λόγων καταγγελίας για σπουδαίο λόγο

Σχετικά έγγραφα
ΠΡΟΛΟΓΟΣ. Ευστρατίου Παναγιώτα

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ. Προλογικό σημείωμα... Εισαγωγικές παρατηρήσεις... 1

Διαφάνεια των όρων της σύµβασης µεταξύ καταναλωτή (επιλέγοντα πελάτη) και παρόχου υπηρεσιών στον τοµέα της ενέργειας.

«ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΣΩΜΑΤΕΙΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑΣ Ο.Σ.Π.Α.»

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πηγές Συντακτική ομάδα

ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. Εξωσυμβατική ευθύνη Δημοσίου 12/4/2016

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. V. Η εμπιστοσύνη ως αυτόνομο θεμέλιο ευθύνης του παραγωγού 17

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ...IX ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ...XI ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΟλΑΠ 18/1999

ΣΧΕΤ. : Το με αριθ / έγγραφο του Γραφείου Νομικού Συμβούλου Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ.

Εργασιακά Θέματα. Συμβάσεις ορισμένου χρόνου

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

Οι διατάξεις της εμπορικής αντιπροσωπείας και το ζήτημα της αναλογικής εφαρμογής τους στη

Working Paper. Title: «Η Σύμβαση Εμπορικής Αντιπροσωπείας» Georgios K. Karametos

ΕΞΕΤΑΣΤΕΑ ΥΛΗ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Δίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής Εργαζομένων και Ανέργων

Αντί προλόγου. Χολαργός, Ιούλιος 2014 Πόπη Χριστακάκου-Φωτιάδη

Διάγραμμα. 1 ο Κεφάλαιο: Έννοια και βασικοί προβληματισμοί εξωεταιρικών συμβάσεων

Α Π Ο Φ Α Σ Η ΑΡ. 26/2004

ΘΕΜΑ: Αναφορά του κ... (αρ. πρωτ. εισερχ / ).

ίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής εργαζομένων

ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ ΤΟΜΕΑΣ ΕΜΠΟΡΙΚΟΥ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Συντομογραφίες...15 Ελληνικές...15 Ξενόγλωσσες...18

Φορολογικό Δίκαιο. Συνταγματικά ατομικά δικαιώματα. Α. Τσουρουφλής

ΘΕΜΑ: Έγγραφη Σύσταση Πόρισμα. ΣΧΕΤ. : Αρ. πρωτ. B/5976/ , Β/8293/ έγγραφά μας.

Θέμα: «Δημόσια Διαβούλευση Κώδικα Προμήθειας Ηλεκτρικής Ενέργειας».

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 2: Κράτος Δικαίου 2

Ημερ: Αρ. Πρωτ.:1571 Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων Λεωφ. Κηφισίας 60, Μαρούσι Αθήνα, ΤΚ 15125

ΕΙΣΑΓΩΓΗ. 1. Ρύθμιση

Η ΔΕΣΜΕΥΣΗ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΙΚΩΝ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 1 ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ ΤΗΣ ΕΣΔΑ. ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Αποφάσεις Ανωτάτου Δικαστηρίου & Επαρχιακών Δικαστηρίων ανά άρθρο του Νόμου ΛΕΥΚΩΣΙΑ Λούης Παρλάς

Διοικητικό Δίκαιο. Αστική ευθύνη του δημοσίου 1 ο μέρος. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

ΟΔΗΓΙΑ 93/13/ΕΟΚ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 5ης Απριλίου 1993 σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ 8 ο ΜΑΘΗΜΑ

Του Συνεργάτη μας Ηλία Κοντάκου, Δικηγόρου, υπ. Διδάκτορoς Παν/μίου Αθηνών

2. Σχετικά με τους ειδικευμένους Ιατρούς του Ε.Σ.Υ., οι οποίοι είναι Δημόσιοι Λειτουργοί, παρά τις θεωρητικές κατασκευές για τις ιδιαιτερότητες

Διοικητικό Δίκαιο. Λήξη ισχύος διοικητικής πράξης, ανάκληση διοικητικής πράξης. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΑΠ 296/2001

Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

ΓΝΩΜΑΤΕΥΣΗ. Χρόνος αναθεώρησης εργασιών που έχουν εκτελεσθεί προ της έγκρισης Α.Π.Ε. Ανώνυµη εταιρεία µέλος του ΣΑΤΕ υπέβαλε το ακόλουθο ερώτηµα:

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ Η

(2015) 1 PRO JUSTITIA ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΕΣ ΡΗΤΡΕΣ ΣΤΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΒΑΣΕΙ ΤΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟΔΟΤΗ

ΟΔΗΓΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΥ «Επιτομή Γενικού Διοικητικού Δικαίου» του Απ. Γέροντα, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2014

Administrative eviction act and right to a prior hearing: observations on Naxos Court 27/2012 judgment. Αθανάσιος Παπαθανασόπουλος

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος...V Συντομογραφίες...XV Βιβλιογραφία (επιλογή)... XIX

Ένωση Δικαίου Προστασίας Καταναλωτή. Αθέμιτες εμπορικές πρακτικές και προστασία του καταναλωτή

16SYMV

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι. 1. Έννοια της συμβάσεως εργασίας

Σοφία Γ. Παπαθανασοπούλου Δικηγόρος ΤτΕ

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις Τ-24/93, Τ-25/93, Τ-26/93 και Τ-28/93

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΠολΠρωτΑθ 528/2002

ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΑ: ΚΑΤΕΠΕΙΓΟΝ Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: 35958/666

Η ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΟΥ ΝΟΜΙΚΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΜΙΑΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ Έλενα Φ. Κοσσένα

ΜΠρΑθ 10689/2008 [Διαδικασία συνδιαλλαγής κατά τον ΠτΚ - Προληπτικά μέτρα*] (παρατ. Ι. Σπυριδάκης)

Δημόσια Διαβούλευση αναφορικά με τον Κώδικα Δεοντολογίας για την Παροχή Υπηρεσιών Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών στους Καταναλωτές

Υπόθεση C-459/03. Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ιρλανδίας

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. 1. Σύμβαση εξηρτημένης εργασίας

Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ(α.25παρ.3Σ) Με τον όρο γενικές συνταγµατικές αρχες εννοούµε ένα σύνολο

Αποφάσεις Ανωτάτου Δικαστηρίου & Επαρχιακών Δικαστηρίων ανά άρθρο του Νόμου ΛΕΥΚΩΣΙΑ Λούης Παρλάς

PUBLIC ΤΟΣΥΜΒΟΥΛΙΟ 9755/98 LIMITE JUSTCIV59 ΣΗΜΕΙΩΜΑ. της Προεδρίας ΡΩΜΗΙ

ΓΝΩΜΟΛΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

'Αρθρο 3 : Προσωρινή δικαστική προστασία 1. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητήσει προσωρινή δικαστική

Θέμα : Η αρνητική αναθεώρηση ανατρέπει το δικαιοπρακτικό θεμέλιο των δημοσίων συμβάσεων στα έργα. Απαιτείται νομοθετική ρύθμιση.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ. Δίκαιο είναι το σύνολο των ετερόνομων κανόνων που ρυθμίζουν με τρόπο υποχρεωτικό την κοινωνική συμβίωση των ανθρώπων.

ΣΥΜΒΑΣΗ ΥΠ. ΑΡΙΘ. Στην Καβάλα σήμερα την 21 Ιανουαρίου του έτους 2016, οι πιο κάτω συμβαλλόμενοι: Αφενός

Γ Ν Ω Μ Ο Δ Ο Τ Η Σ Η

Η διασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου στην πτώχευση

Κύκλος ικαιωµάτων του Ανθρώπου ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ ΤΗΣ ΙΟΙΚΗΣΗΣ ΣΕ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΙΚΑΣΤΙΚΗ ΙΑΤΑΓΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΘΕΜΑΤΑ ΙΑΜΟΝΗΣ ΑΛΛΟ ΑΠΩΝ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΕΝΟΣ ΕΘΝΙΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΤΗΤΑ

ΘΕΜΑ: Ζητήματα που ανακύπτουν από την εφαρμογή του άρθρου 9 του Ν. 4554/2018 (Ευθύνη αναθέτοντος, εργολάβου και υπεργολάβου έναντι εργαζομένων)

Αλεξάνδρα Ν. Κοψίνη Δικηγόρος - Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Νομικής Αθηνών

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ ΑΡ. 1 /2005

Εργασιακά Θέματα. Καταχρηστική καταγγελία σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου εκ μέρους του εργοδότη

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΟΙ ΣΥΜΒΑΣΗΣ. Άρθρο 1 ο. Αντικείμενο της Σύμβασης

94/ ) προστασίας και αξιοποίησης

ΚΥΚΛΟΣ ΣΧΕΣΕΩΝ ΚΡΑΤΟΥΣ ΠΟΛΙΤΗ

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

Αθήνα-Κομοτηνή

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

Έχει ανακύψει εκατοντάδες φορές το ζήτημα τα τελευταία χρόνια στην ελληνική νομολογία και

ΣΧΟΛΙΑ ΣΤΑ ΥΠΟ ΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΚΩ ΙΚΑ ΠΡΟΜΗΘΕΙΑΣ ΦΥΣΙΚΟΥ ΑΕΡΙΟΥ ΣΕ ΕΠΙΛΕΓΟΝΤΕΣ ΠΕΛΑΤΕΣ ΚΑΙ ΤΗΣ Α ΕΙΑΣ ΠΡΟΜΗΘΕΙΑΣ

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΥΣΤΑΣΗ. (άρθρο 3 παρ.1 ν. 3297/2004)

Η σχολιαζόμενη απόφαση παρουσιάζει σημαντικό. ενδιαφέρον τόσο γιατί πραγματεύεται σημαντικά νομικά ζητήματα

ΣΥΓΓΡΑΦΗ ΜΙΑΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΣΥΝΗΘΗ ΛΑΘΗ ΚΑΙ ΑΣΤΟΧΙΕΣ

16SYMV

Ο διαχειριστής της γερμανικής ΕΠΕ

Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Ειρηνοδικείου Αθηνών, με την παρουσία της Γραμματέως

ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΣΥΜΦΩΝΗΤΙΚΟ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ι. Η πρωτότυπη κτήση του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας... 1

Αρχή της αναλογικότητας. Λίνα Παπαδοπούλου Aν. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

Σύμβαση εκπόνησης ειδικής αναλογιστικής μελέτης, ποσού έξι πεντακοσίων ευρώ (6.500,00 ) πλέον Φ.Π.Α

ΕΤΟΣ 2018 / ΤΕΥΧΟΣ 11

Περιεχόμενα. Χουρδάκης Ευστράτιος Σελίδα 1

Ενημερωτικό σημείωμα για το νέο νόμο 3886/2010 για τη δικαστική προστασία κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων. (ΦΕΚ Α 173)

Ξενοφών Κοντιάδης Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου, Δικηγόρος, Πρόεδρος Ιδρύματος Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

Transcript:

Ζητήματα καταγγελίας συμβάσεως διανομής εν ευρεία εννοία Η ρήτρα αποκλειστικής απαριθμήσεως των λόγων καταγγελίας για σπουδαίο λόγο Μιχαήλ-Θεόδωρου Δ. Μαρίνου Καθηγητή Νομικής Σχολής ΔΠΘ, Δικηγόρου Θεόδωρου Κατσά Λέκτορα Νομικής Σχολής ΔΠΘ Εισαγωγή Σε πολλές συμβάσεις διανομής εν ευρεία εννοία (συμβάσεις εμπορικής αντιπροσωπείας, διανομής, franchising) οι συμβαλλόμενοι συμφωνούν ορισμένους λόγους, τους οποίους θεωρούν ως εκφάνσεις σπουδαίου λόγου («good cause»), λ.χ. η παραβίαση της ρήτρας αποκλειστικότητας ή μη ανταγωνισμού, η πτώχευση του διανομέα η μονομερής αύξηση των τιμών πωλήσεως από τον παραγωγό στον συγκεκριμένο διανομέα, η παράβαση των οικονομικών υποχρεώσεων του διανομέα έναντι του παραγωγού. Μια τέτοια συνηθισμένη ρύθμιση εξειδικεύσεως των λόγων καταγγελίας για σπουδαίο λόγο είναι νόμιμη στο πλαίσιο της συμβατικής ελευθερίας (ΑΚ 361) 1. Τα μέρη ελεύθερα προσδιορίζουν ορισμένους λόγους που θεωρούν σπουδαίους, ώστε να εμποδίζουν να συνεχισθεί η σύμβαση. Η συνδρομή των λόγων αυτό αποτελεί μαχητό τεκμήριο του δυσβάστακτου χαρακτήρα της συμβατικής δεσμεύσεως για τον καταγγέλλον την σύμβαση μέρος. Διευκολύνουν την καταγγελία για σπουδαίο λόγο, εφόσον ανάγουν κατά την βούληση των μερών ορισμένα γεγονότα ως βάσεις έκτακτης καταγγελίας. Επειδή ο σπουδαίος λόγος είναι αόριστη νομική έννοια, η οποία χρήζει εξειδικεύσεως/συγκεκριμενοποιήσεως με δεοντικά κριτήρια λαμβάνοντας υπόψιν όλες τις ειδικές συνθήκες της συγκεκριμένης περιπτώσεως, τέτοιες ρήτρες θα πρέπει να θεωρηθούν νόμιμες, εφόσον οι συμβαλλόμενοι σηματοδοτούν ότι ορισμένοι λόγοι δεν επιφέρουν την λύση της συμβατικής σχέσεως. Εξ αντιδιαστολής συνάγεται ότι μπορούν να ορίσουν ότι ορισμένα γεγονότα κατά την κοινή βούλησή τους δεν τα θεωρούν ικανά να στηρίξουν καταγγελία για σπουδαίο λόγο, λ.χ. απλή αίτηση πτωχεύσεως κατά ενός μέρους. Στο άλλο άκρο του τόξου τοποθετούνται συμβάσεις που απαγορεύουν άμεσα ή έμμεσα την καταγγελία για οιονδήποτε σπουδαίο λόγο. Τέτοιες ρήτρες είναι άκυρες ως αντίθετες στα χρηστά ήθη (ΑΚ 178, 179). Σε αυτές με την έννοια της έμμεσης απαγορεύσεως δεν μπορούν να υπαχθούν μετασυμβατικές απαγορεύσεις ανταγωνισμού 2, κάλλιστα όμως υπάγεται πρόβλεψη ποινικής ρήτρας η οποία καταπίπτει υπέρ του καταγγέλλοντα για κάθε λόγο. Συχνά όμως συμφωνείται ότι η απαρίθμηση των περιπτώσεων που συνιστούν σπουδαίο λόγο είναι περιοριστική. Απαγορεύεται συνεπώς η καταγγελία για άλλον λόγο, ο οποίος δεν εμπίπτει στην αποκλειστική απαρίθμηση που προέβλεψαν τα μέρη. Η αρχή της καλής πίστεως (ΑΚ 288) δεν μπορεί ως εκ τούτου να επέμβει συμπληρωματικά. Είναι έγκυρη όμως μια τέτοια συμβατική ρύθμιση; Τούτο είναι και το αντικείμενο της παρούσας μικρής μελέτης. Εξετάζει την εγκυρότητα μιας τέτοιας συμβατικής ρυθμίσεως υπό το φώς του αστικού δίκαιο. Προϋποθέτει ότι η σύμβαση εμπεριέχει μια σειρά ρητρών που προσδιορίζουν τον σπουδαίο λόγο σε περισσότερες εκφάνσεις του για κάθε μέρος. Τα πορίσματα που συνάγονται από τον προβληματισμό αυτό σε συμβάσεις διανομής εν ευρεία εννοία μπορούν να χρησιμοποιηθούν και σε άλλες διαρκείς ενοχικές συμβάσεις. 1. Βλ. Σουφλερό, Οι συμβάσεις franchising στο ελληνικό 2. Βλ. Σουφλερό, Οι συμβάσεις franchising στο ελληνικό 945

Εκτός έρευνας παραμένει ο εξαιρετικά ενδιαφέρων προβληματισμός από το δίκαιο κατά των περιορισμών του ανταγωνισμού, όταν μια επιχείρηση με δεσπόζουσα θέση στην σχετική αγορά επιβάλει μια τέτοια συμβατική πρόβλεψη στον αντισυμβαλλόμενό της διανομέα εν ευρεία εννοία. Στην περίπτωση αυτή η επιβολή ενός τέτοιου όρου, ενδέχεται να συνιστά κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως κατά το δίκαιο κατά των περιορισμών του ανταγωνισμού, η οποία αποτυπώνεται και στην κύρωση αστικού δικαίου (ακυρότητα). Και τούτο, διότι κατά γενική άποψη, αν η κατάχρηση της δεσπόζουσας θέσεως εκφράζεται με μία συμβατική ρήτρα, τότε η ρήτρα αυτή θα πρέπει να θεωρηθεί άκυρη (άρθρο 174 ΑΚ σε συνδ. με άρθρο 2 ν. 3959/2011). IΙ. Το δικαίωμα καταγγελίας της συμβάσεως διαρκείας για σπουδαίο λόγο στο ιδιωτικό δίκαιο Το δικαίωμα καταγγελίας της (αμφοτεροβαρούς) συμβάσεως διαρκείας για σπουδαίο λόγο δεν ρυθμίζεται γενικώς στο νόμο. Αποτελεί εν τούτοις συνταγματικώς κατοχυρωμένη 3 και γενικά αποδεκτή τόσο στη θεωρία 4 όσο και στη νομολογία 5 αρχή του 3. Ως προς τη συνταγματική θεμελίωση του δικαιώματος βλ. μεταξύ άλλων, Ευστρατίου, Ο σπουδαίος λόγος για την καταγγελία διαρκών συμβάσεων ορισμένου χρόνου (2010), 7 επ., 206 επ., Ζερδελή, Εργατικό Δίκαιο Ατομικές εργασιακές σχέσεις (2007), 1317-1318 Οetker, Das Dauerschuldverhältnis und seine Beendigung, Tübingen 1994, 456. Ως αυτονομία της ιδιωτικής βουλήσεως, κατοχυρωμένη στο άρθρο 5 1 του Συντάγματος ορίζεται η δυνατότητα του ανθρώπου να αναπτύξει ελεύθερα την προσωπικότητα του στο πλαίσιο της έννομης τάξεως και να ρυθμίσει τις προσωπικές και περιουσιακές σχέσεις του κατά την ελεύθερη βούληση του βλ. συναφώς μεταξύ άλλων, Γεωργιάδη Απ., Γενικό Ενοχικό Δίκαιο (1991), 2 αρ. 3 και 4 Παπανικολάου, Περί των ορίων της προστατευτικής παρεμβάσεως του δικαστή στη σύμβαση (1991), 61-63, 65-66. 4. Βλ. ενδεικτικώς Ευστρατίου, Ο σπουδαίος λόγος για την καταγγελία διαρκών συμβάσεων ορισμένου χρόνου, 8 επ., Σταθόπουλο, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, 5 αρ. 25, 29, 65 επ., 68 επ., 83 και 85, Ζερδελή, ΕΕργΔ 2010, 3, Παπαντωνίου, Η καλή πίστις εις το Αστικόν Δίκαιον (1957), 173, Σουφλερό, Οι συμβάσεις franchising στο ελληνικό δίκαιο και το κοινοτικό δίκαιο ανταγωνισμού (1995), 162-163, Καραμπατζό, Η απρόοπτη μεταβολή των συνθηκών στην αμφοτεροβαρή σύμβαση (2006), 1, αρ. 28, 30, 37, Καποδίστρια εις ΕρμΑΚ εισαγ. άρθρ. 416-454, αρ. 37 Καράση, Αρμ 2002.176 Οetker, Das Dauerschuldverhältnis und seine Beendigung (1994), 267-269. 5. Ενδεικτικώς από την πρόσφατη νομολογία, βλ. ΑΠ 1837/2009 ΝοΒ 2010. 737, ΑΠ 110/2008 ΝοΒ 2008. 1289, ΑΠ ιδιωτικού δικαίου. Συνιστά έκφραση της συνταγματικώς κατοχυρωμένης (άρθρο 5 1 του Συντάγματος) αρχής της ιδιωτικής αυτονομίας των μερών. Συνίσταται, όχι μόνον στην ελεύθερη κατάρτιση της συμβάσεως αλλά και στην (έγκυρη) αποδέσμευση των μερών από το συμβατικό δεσμό, όταν η εξακολούθηση της ισχύος αυτού καθίσταται υπέρμετρα επαχθής για ένα εξ αυτών. Εξ αυτής της απόψεως, το δικαίωμα της πρόωρης καταγγελίας μίας συμβάσεως διαρκείας ενδιαφέρει την δημόσια τάξη 6. Τυχόν άρνηση του συγκεκριμένου δικαιώματος θα είχε ως συνέπεια διαρκείς ενοχές που ερείδονται σε μία σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ των μερών, να μετατρέπονται σε αφόρητο δεσμό για τα μέρη, όταν αυτά παρά την οριστική άρση της σχέσεως εμπιστοσύνης μεταξύ τους αδυνατούν να αποδεσμευθούν από την συμβατική τους σχέση. Εξ αυτού του λόγου, το δικαίωμα πρόωρης λύσεως διαρκούς συμβάσεως για σπουδαίο λόγο διαμορφώνεται ως αρχή αναγκαστικού δικαίου (jus cogens). Από δογματικής απόψεως, το δικαίωμα πρόωρης καταγγελίας της διαρκούς συμβάσεως ένεκα σπουδαίου λόγου βρίσκει πολλαπλή θεμελίωση στο ιδιωτικό δίκαιο. Το συγκεκριμένο δικαίωμα ερείδεται κατά πρώτον στην γενική ρήτρα της καλής πίστεως 7 (ΑΚ 288), η οποία διέπει το σύνολο των συμβατικών ενοχών. Συγκεκριμένα, το δικαίωμα καταγγελίας συνιστά πρωτίστως έκφραση της διορθωτικής λειτουργίας της καλής πίστεως 8, υπό την έννοια ότι με την αναγνώριση του πρώτου από την έννομη τάξη επιδιώκεται η διορθωτική παρέκκλιση από 1639/2005 ΝοΒ 2006. 560, ΕφΑθ 2482/2007 ΕΕμπΔ 2008. 526, ΜΠρΑθ 10851/2001 ΔΕΕ 2002. 176, ΑΠ 690/2010 ΤΝΠ-Νόμος, ΟλΑΠ 858/1984 ΝοΒ 1985. 83. 6. Ευστρατίου, Ο σπουδαίος λόγος για την καταγγελία διαρκών συμβάσεων ορισμένου χρόνου, 206-207. 7. Αναλυτικώς ΕφΑθ 2482/2007 ΕΕμπΔ 2008. 526, Ευστρατίου, Ο σπουδαίος λόγος για την καταγγελία διαρκών συμβάσεων ορισμένου χρόνου, 2010, 21 επ., Σταθόπουλος, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο (2004), 5 αρ. 13, Γεωργιάδης Απ., Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου (2002), 6 αρ. 46 επ. 8. Βλ. Ευστρατίου, Ο σπουδαίος λόγος για την καταγγελία διαρκών συμβάσεων ορισμένου χρόνου, 21 επ. με περαιτέρω βιβλιογραφικές αναφορές. Ως προς τη διορθωτική λειτουργία της καλής πίστεως εν γένει βλ. αντί πολλών ΑΠ 713/2002 ΝοΒ 2003. 33, ΟλΑΠ 297/1982 ΕλλΔνη 1983. 45, ΑΠ 250/1998 ΝοΒ 1998. 772, ΕφΑθ 7673/1997 Αρμ 2000. 344, Γεωργιάδη Απ., Γενικό Ενοχικό Δίκαιο (1991), 2 αρ. 33, Σταθόπουλο, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, 5 αρ. 2, 12, Παπαντωνίου, Η καλή πίστις εις το Αστικόν Δίκαιον(1957, 89-91. 946

την αρχική ρύθμιση της συμβατικής σχέσεως, όταν αυτό επιβάλλεται από ειδικές συνθήκες. Επομένως, η διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ και το ερειδόμενο σε αυτήν δικαίωμα πρόωρης καταγγελίας της συμβάσεως για σπουδαίο λόγο παρέχουν τη δυνατότητα της αποδέσμευσης από τον ενοχικό δεσμό, όταν λόγω συνδρομής ειδικών συνθηκών η εμμονή στη συνέχιση της συμβατικής σχέσεως αντίκειται στην ευθύτητα και την εντιμότητα που επιτάσσουν τα συναλλακτικά ήθη. Υπό την άποψη αυτή, το δικαίωμα πρόωρης καταγγελίας της συμβάσεως για σπουδαίο λόγο λειτουργεί διορθωτικώς στην περίπτωση που η αξίωση τηρήσεως της αρχής «pacta sunt servanda» υπερβαίνει τα όρια θυσίας για το καταγγέλλον την σύμβαση μέρος 9. Το δικαίωμα πρόωρης καταγγελίας της διαρκούς συμβάσεως για σπουδαίο λόγο θεμελιώνεται κατ αναλογία δικαίου σε πλείστες διατάξεις του νόμου, οι οποίες ρυθμίζουν το δικαίωμα καταγγελίας σε επώνυμες, ερρυθμισμένες συμβάσεις του αστικού και εμπορικού δικαίου, όπως ενδεικτικώς οι διατάξεις των άρθρων ΑΚ 672 (σύμβαση εργασίας), ΑΚ 725 (σύμβαση εντολής), άρθρο 8 π.δ. 219/1991 (σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας), ΑΚ 766 (σύμβαση εταιρείας) 10. Η τελευταία ορίζει ότι αντίθετη συμφωνία με την οποία περιορίζει με προθεσμία ή με άλλον τρόπο το δικαίωμα αυτό της καταγγελίας για σπουδαίο λόγο, είναι άκυρη. Μάλιστα η εφαρμογή της διατάξεως γίνεται δεκτή αναλογικά και στο δίκαιο των συμβάσεων διανομής 11. Επομένως, το γεγονός ότι ο νομοθέτης ρύθμισε ειδικώς το εν λόγω δικαίωμα στο πλαίσιο συγκεκριμένων συμβατικών τύπων δεν σημαίνει με κανένα τρόπο την εξ αντιδιαστολής συναγωγή του συμπεράσματος ότι όπου ο νομοθέτης δεν περιέλαβε ρύθμιση του συγκεκριμένου δικαιώματος, αυτό δεν πρέπει να αναγνωρισθεί στα συμβαλλόμενα 9. Βλ. ΑΠ 622/2008 ΤΝΠ-Νόμος, ΑΠ 1221/2004 ΔΕΕ 2005. 324, ΑΠ 1609/2003 ΕΕργΔ 2005. 235, ΕφΑθ 4155/2008 ΕλλΔνη 2009. 228, ΕφΘεσ 1751/2009 Αρμ 2009. 1722, ΕφΘεσ 2658/2003 Αρμ 2003. 1798 από τη θεωρία, βλ. αντί πολλών Ευστρατίου, Ο σπουδαίος λόγος για την καταγγελία διαρκών συμβάσεων ορισμένου χρόνου (2010), 21 επ. Παπαντωνίου, Η καλή πίστις εις το Αστικόν Δίκαιον (1957), 144 επ., Καραμπατζό, Η απρόοπτη μεταβολή των συνθηκών στην αμφοτεροβαρή σύμβαση (2006), 1, αρ. 12 επ. 10. Βλ. Σουφλερό, Οι συμβάσεις franchising στο ελληνικό 11. Βλ. αντί πολλών Σουφλερό, Οι συμβάσεις franchising στο ελληνικό μέρη 12. Μία τέτοια ερμηνεία θα ήταν, άλλωστε, μεθοδολογικά αντίθετη προς την αρχή της σύμφωνης προς το σύνταγμα ερμηνείας των διατάξεων του ιδιωτικού δικαίου 13. Συγκεκριμένα, με δεδομένη τη συνταγματική αναγνώριση της αρχής της ιδιωτικής αυτονομίας και της εξ αυτής απορρέουσας δυνατότητας αποδεσμεύσεως των μερών από το συμβατικό δεσμό, το επιχείρημα εξ αντιδιαστολής θα κατέληγε στην γενική άρνηση του δικαιώματος πρόωρης λύσεως της συμβάσεως διαρκείας για σπουδαίο λόγο, συνέπεια που θα αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 5 1 του Συντάγματος. ΙΙI. Η έννοια του σπουδαίου λόγου πρόωρης καταγγελίας της συμβάσεως Η θεμελίωση του δικαιώματος πρόωρης λύσεως σε αναλογία δικαίου σημαίνει πρακτικώς ότι για την εξειδίκευση των όρων ασκήσεως του δικαιώματος καταγγελίας είναι επιβεβλημένη η αναγωγή στον πυρήνα της ρυθμίσεως του συγκεκριμένου δικαιώματος στους ανωτέρω επώνυμους συμβατικούς τύπους για τους οποίους ο νομοθέτης ρύθμισε την άσκηση του εν λόγω δικαιώματος 14. Ειδικώς όσον αφορά την έννοια του «σπουδαίου λόγου» που δικαιολογεί την πρόωρη λύση της συμβάσεως διαρκείας, η νομολογία και η θεωρία έχουν αποσαφηνίσει, στο πλαίσιο εφαρμογής των διατάξεων που διέπουν τις ανωτέρω επώνυμες συμβάσεις, τόσο τις ιδιότητες του σπουδαίου λόγου που δικαιολογεί την πρόωρη λύση, όσο και τα κριτήρια ελέγχου της ad hoc συνδρομής του. Σύμφωνα με την απολύτως κρατούσα στη θεωρία 15 και την νομολογία 16 άποψη, σπουδαίο λόγο για 12. Βλ. Σουφλερό, Οι συμβάσεις franchising στο ελληνικό 13. Ως προς τη σύμφωνη προς το Σύνταγμα ερμηνεία των διατάξεων ιδιωτικού δικαίου, βλ. αντί πολλών Παπανικολάου, Μεθοδολογία του ιδιωτικού δικαίου και Ερμηνεία των δικαιοπραξιών (2000), 187 επ. 14. Βλ. και Οetker, Das Dauerschuldverhältnis und seine Beendigung 266, 456, 567-568, 571, 575. 15. Ενδεικτικώς Ευστρατίου, Ο σπουδαίος λόγος για την καταγγελία διαρκών συμβάσεων ορισμένου χρόνου, 20 επ., Ανδρουτσόπουλος, Η σύμβασις εμπορικής αντιπροσωπείας (1968), 283 επ., Καποδίστριας εις ΕρμΑΚ εισαγ. άρθ. 416-454, αρ. 37, Καράσης, Αρμ 2002. 176, Σουφλερός, Οι συμβάσεις franchising στο ελληνικό δίκαιο και το κοινοτικό δίκαιο ανταγωνισμού (1995), 163, Μαρίνος, ΕΕμπΔ 1999. 679. 16. Ενδεικτικώς ΟλΑΠ 21/2004 ΕΕργΔ 2005. 224, ΑΠ 62/2009 ΔΕΕ 2010. 588, ΑΠ 1392/2008 ΕΕργΔ 2009. 577, ΑΠ 620/2008 ΤΝΠ-Νόμος, ΑΠ 715/2008 ΤΝΠ-Νόμος, ΑΠ 555/2007 947

την πρόωρη λύση μίας διαρκούς συμβάσεως αποτελούν εκείνα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία κατ αντικειμενική κρίση καθιστούν στη συγκεκριμένη περίπτωση σύμφωνα με την καλή πίστη, λαμβανομένων υπόψη και των συναλλακτικών ηθών, «μη ανεκτή» (άλλως: «υπέρμετρα επαχθή», «αδύνατη» ή «αφόρητη» ή «εξαιρετικά δυσχερή») για τον καταγγέλλοντα τη συνέχιση της συμβάσεως. Σπουδαίος λόγος που δικαιολογεί την καταγγελία της συμβάσεως μπορεί να είναι είτε ένα μεμονωμένο περιστατικό είτε συνδυασμός περιστατικών που κατ αντικειμενική κρίση, σύμφωνα με τα κριτήρια της καλής πίστεως, της τελευταίας νοούμενης ως της ευθύτητας που πρέπει να διέπει τις συναλλακτικές σχέσεις ή ως των συνήθων στης συναλλαγές τρόπων ενέργειας και συνεργασίας στο πλαίσιο της συγκεκριμένης συμβάσεως, δεν καθιστούν ανεκτή τη συνέχιση της συμβάσεως. Αποφασιστική για τη συνδρομή του είναι η αντικειμενική επιβάρυνση του συμβατικού δεσμού με γεγονότα που καθιστούν αφόρητη τη συνέχιση του. Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι η έννοια του «σπουδαίου λόγου» συνιστά αόριστη νομική έννοια, η οποία δεν διαλαμβάνει η ίδια τα κριτήρια για την άμεση εφαρμογή της, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η απευθείας υπαγωγή σε αυτήν των πραγματικών περιστατικών. Συγκεκριμενοποιείται και εξειδικεύεται. Η εξειδίκευση της έννοιας του «σπουδαίου λόγου» προϋποθέτει όμως την διατύπωση της σχετικής αξιολογικής κρίσεως όσον αφορά το περιεχόμενο της έννοιας και την εφαρμογή της στην προκείμενη σύμβαση διαρκείας 17. ΙV. Κριτήρια συνδρομής σπουδαίου λόγου Όσον αφορά τα κριτήρια ελέγχου της συνδρομής σπουδαίου λόγου, γίνεται πλέον ευρέως δεκτό ότι τα υπό αξιολόγηση στοιχεία αφορούν: ΕΕργΔ 2008. 1226, ΑΠ 688/2007 ΔΕΕ 2008. 93, ΑΠ 703/2009 Αρμ 2006. 1244, ειδικώς ως προς την σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας/αποκλειστικής διανομής, βλ. ΑΠ 1678/2006 ΔΕΕ 2007. 980, ΑΠ 29/2010, ΑΠ 110/2008 ΝοΒ 2008. 1289, ΕφΑθ 236/2006 ΔΕΕ 2006. 302, ΕφΑθ 5464/2004 ΔΕΕ 2005. 195, ΠΠρΘεσ.23243/2006 ΔΕΕ 2006. 934, ΠΠρΒερ 39/2004 Αρμ 2006. 1427. 17. Αντί πολλών Παπαντωνίου, Η καλή πίστις εις το Αστικόν Δίκαιον (1957), 18 επ. Ευστρατίου, Ο σπουδαίος λόγος για την καταγγελία διαρκών συμβάσεων ορισμένου χρόνου (2010), 7 επ. (α) την κρίση ότι η λειτουργία της διαρκούς συμβάσεως έχει καταστεί εξ αιτίας της συνδρομής του συγκεκριμένου γεγονότος ή των συγκεκριμένων περιστατικών ή καταστάσεων μη ανεκτή για τον καταγγέλλοντα κατά τις επιταγές της καλής πίστεως, λαμβανομένων υπόψη και των συναλλακτικών ηθών 18 και (β) η «αρνητική πρόγνωση» 19 ότι εξ αιτίας της επελθούσας διαταράξεως η λειτουργία της συμβάσεως στο μέλλον καθίσταται μη ανεκτή για τον καταγγέλλοντα. Όσον αφορά το στοιχείο της αρνητικής προγνώσεως, αυτό αναφέρεται στην επίδραση του σπουδαίου λόγου στη μελλοντική λειτουργία της συμβάσεως. Η προϋπόθεση της αρνητικής προγνώσεως θεμελιώνεται στην ίδια την τελολογία του δικαιώματος πρόωρης καταγγελίας για σπουδαίο λόγο: εφ όσον το συγκεκριμένο δικαίωμα προσβλέπει στην πρόωρη αποδέσμευση του καταγγέλλοντος από τον συμβατικό δεσμό για το μέλλον, είναι εύλογο ότι ο σπουδαίος λόγος καταγγελίας πρέπει ανεξάρτητα από την επίδραση του στο παρόν, να εμφανίζει χαρακτηριστικά που αποδεικνύουν ότι η ομαλή λειτουργία της διαρκούς ενοχής στο μέλλον είναι ιδιαιτέρως επαχθής ή (σχεδόν) αδύνατη για τον καταγγέλλοντα 20. 18. Απολύτως κρατούσα άποψη, βλ. ενδεικτικώς (για τη σύμβαση εταιρείας) ΑΠ 885/2009 ΝοΒ 2009. 57, ΑΠ 1776/2006 ΝοΒ 2007. 707, ΕφΠειρ 871/2009 ΔΕΕ 2010. 564 σε σχέση με τη σύμβαση εργασίας, βλ. ΑΠ 643/1998 ΕΕργΔ 1989. 709, ΕφΛαρ 165/2006 ΤΝΠ-ΔΣΑ, ως προς τη σύμβαση διανομής, βλ. ΠΠρΑθ 6173/2007 ΔΕΕ 2008. 352, ΠΠρΘεσ 6304/2008 ΤΝΠ-ΔΣΑ από τη θεωρία, βλ. αντί πολλών Ευστρατίου, Ο σπουδαίος λόγος για την καταγγελία διαρκών συμβάσεων ορισμένου χρόνου 35 επ. με περαιτέρω βιβλιογραφικές αναφορές. 19. Βλ. Το συγκεκριμένο κριτήριο έχει ήδη αρχίσει να υποστηρίζεται (αμέσως ή εμμέσως) στην πρόσφατη νομολογία των πολιτικών δικαστηρίων, βλ. συναφώς στο πεδίο του εργατικού δικαίου, ΑΠ 555/2007 ΕΕργΔ 2008. 1226, ΑΠ 1751/2008 ΤΝΠ-Νόμος, ΑΠ 451/1999 ΤΝΠ-Νόμος όσον αφορά τη σύμβαση εταιρείας, ΕφΑθ 6338/2006 ΔΕΕ 2007. 58, ΠΠρΘεσ 14711/1998 Αρμ 1999. 91, ΜΠρΑλεξ 205/1999 Δ 2000. 895 για την αποδοχή του συγκεκριμένου κριτηρίου στη θεωρία βλ. Ευστρατίου, Ο σπουδαίος λόγος για την καταγγελία διαρκών συμβάσεων ορισμένου χρόνου (2010), 49 επ. Ζερδελή, Το Δίκαιο της καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, 96 επ. Κουκιάδη, Εργατικό Δίκαιο (2009), 825, 961. 20. Ευστρατίου, Ο σπουδαίος λόγος για την καταγγελία διαρκών συμβάσεων ορισμένου χρόνου, 53 επ. Ζερδελή, Το 948

Ο βαθμός πιθανολογήσεως της αρνητικής προγνώσεως δεν απαιτείται να προσεγγίζει την βεβαιότητα. Και τούτο, διότι ο βαθμός πιθανότητας δεν συνιστά απόλυτο και σταθερό μέγεθος, αλλά εξαρτάται κατ ανάγκη από το είδος και τη σοβαρότητα των εννόμων αγαθών που διακυβεύονται για τον καταγγέλλοντα από τη συνέχιση της σύμβασης 21. Όσον αφορά τα στοιχεία που συνεκτιμώνται ως προς τη συνδρομή των ανωτέρω κριτηρίων ad hoc, ιδίως σε σχέση με την αρνητική πρόγνωση, αυτά μπορούν να είναι πολλαπλά. Σε αυτά διαλαμβάνεται το στοιχείο της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης μεταξύ των μερών εν όψει του προσωπικού δεσμού που συνδέει τα συμβαλλόμενα μέρη. Όσο εντονότερος είναι ο προσωρινός δεσμός των μερών κατά τη λειτουργία της συμβάσεως, τόσο εντονότερα διέπεται η συγκεκριμένη συμβατική σχέση από το στοιχείο της εμπιστοσύνης 22. Το τελευταίο είναι εγγενές σε συμβατικές σχέσεις, οι οποίες από τη φύση τους είναι αδύνατον να λειτουργήσουν χωρίς την ύπαρξη μίας στενής συνεργασίας μεταξύ των μερών, όπως στην περίπτωση των εμπορικών συμβάσεων franchising, εμπορικής αντιπροσωπείας και διανομής 23. Σε περίπτωση σημαντικής διαταράξεως του δεσμού της εμπιστοσύνης επιρρωνύεται η συνδρομή του στοιχείου της αρνητικής προγνώσεως 24. Αντίστοιχα ισχύουν σε περίπτωση που ο σπουδαίος λόγος συνίσταται στη διάπραξη συμβατικής παραβάσεως εκ μέρους του λήπτη της καταγγελίας, ιδίως Δίκαιο της καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, 96 επ., 312, 332-333. 21. Ευστρατίου, Ο σπουδαίος λόγος για την καταγγελία διαρκών συμβάσεων ορισμένου χρόνου, 61-62. 22. Ενδεικτικώς προς αυτή την κατεύθυνση, βλ. ΑΠ 340/1993 ΝοΒ 1994. 996 (σύμβαση εργασίας), ΜΠρΑθ 3375/1999 ΔΕΕ 2000. 1231 (σύμβαση αποκλειστικής διανομής), ΕφΘεσ 567/1973 Αρμ 1973.613 (σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας) Ευστρατίου, Ο σπουδαίος λόγος για την καταγγελία διαρκών συμβάσεων ορισμένου χρόνου (2010), 193 επ. πρβλ. και Μαρίνο, ΧριΔ 2011. 158. 23. Ειδικώς ως προς τις σχέσεις συνεργασίας Σουφλερός, Οι συμβάσεις franchising στο ελληνικό δίκαιο και το κοινοτικό δίκαιο ανταγωνισμού (1995), 52-53 Μαστροκώστας, Η έννοια της σύμβασης εμπορικής διανομής (2005), 47 επ., 71 επ. Μαρίνος, ΧριΔ 2011. 158, Οetker, Das Dauerschuldverhältnis und seine Beendigung (1994), 232. 24. Ευστρατίου, Ο σπουδαίος λόγος για την καταγγελία διαρκών συμβάσεων ορισμένου χρόνου, 193 επ. όταν η τελευταία έγινε με δόλο ή βαρεία αμέλεια 25. Στην περίπτωση που ο σπουδαίος λόγος συνίσταται σε πολλαπλές συμβατικές παραβάσεις του λήπτη της καταγγελίας, σημασία πρέπει να δοθεί στη συνολική (αθροιστική) επίπτωση των επί μέρους παραβάσεων στη συνέχιση της λειτουργίας της συμβάσεως 26. Επίσης, σημασία έχει το είδος και ο σκοπός των συμβατικών όρων που παραβιάσθηκαν από τη συμπεριφορά του λήπτη της καταγγελίας, ως επίσης ο τρόπος και οι συνθήκες στις οποίες διαπράχθηκε η συμβατική παράβαση. Ως προς τα δύο αυτά τελευταία στοιχεία πρέπει, ιδίως, να αξιολογηθεί εάν ο καταγγέλλον απέστειλε πριν από την καταγγελία προειδοποίηση στο αντισυμβαλλόμενο μέρος για την άρση της συμβατικής παραβάσεως και παρ όλα αυτά ο λήπτης της καταγγελίας δεν συμμορφώθηκε προς την προειδοποίηση. Στην τελευταία περίπτωση ενισχύεται η συνδρομή του στοιχείου της αρνητικής προγνώσεως 27. Σημασία πρέπει, επίσης, να δοθεί στη διαπραγματευτική ισχύ των συμβαλλομένων μερών στην προκείμενη περίπτωση και, γενικώς, η θέση του λήπτη της καταγγελίας, στη σφαίρα του οποίου επήλθε ο σπουδαίος λόγος, στο πλαίσιο της συμβάσεως 28. Συγκεκριμένα, η κατοχή μίας ανώτερης διαπραγματευτικής σχέσεως στο πρόσωπο του λήπτη της καταγγελίας (λ.χ. λόγω μεγαλύτερης οικονομικής ισχύος του ενός εκ των αντισυμβαλλομένων, κατοχή δεσπόζουσας θέσεως στην σχετική αγορά με την έννοια του δικαίου κατά των περιορισμών του ανταγωνισμού ή ισχυρή θέση κατά την έννοια του άρθρο 18α ν. 146/1914) συνιστά επιβαρυντικό στοιχείο για τον τελευταίο, ιδίως στην περίπτωση που η 25. ΑΠ 1407/2005 ΤΝΠ-Νόμος, ΑΠ 1206/1995 ΔΕΕ 1996. 734, ΕφΘεσ 141/2004 Αρμ 2004. 244, ΜΠρΑθ 946/2006 ΤΝΠ-Νόμος, Ευστρατίου, Ο σπουδαίος λόγος για την καταγγελία διαρκών συμβάσεων ορισμένου χρόνου, 64 επ Ζερδελής, Το Δίκαιο της καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, 95. 26. ΑΠ 359/2010 ΤΝΠ-Νόμος, ΕφΑθ 6449/2002 ΤΝΠ Νόμος, ΜΠρΑθ 605/2006 ΤΝΠ-Νόμος. 27. Αναλυτικώς Ευστρατίου, Ο σπουδαίος λόγος για την καταγγελία διαρκών συμβάσεων ορισμένου χρόνου, 63 επ. 28. Ευστρατίου, Ο σπουδαίος λόγος για την καταγγελία διαρκών συμβάσεων ορισμένου χρόνου, 63 επ. προς αυτή την κατεύθυνση επίσης (στο πλαίσιο της συμβάσεως εργασίας) ΑΠ 1359/1997 ΕΕργΔ 1999. 520, ΑΠ 14/1999 ΝοΒ 2000. 248, ΑΠ 810/1974 ΕΕΝ τεύχος 42, σ. 410. 949

συμβατική ρύθμιση του περιορισμού των σπουδαίων λόγων καταγγελίας στη συγκεκριμένη σύμβαση αποβαίνει σε τελική ανάλυση εις βάρος του καταγγέλοντος και όχι του λήπτη της καταγγελίας. Τέτοια είναι λ.χ. η περίπτωση στην οποία ο περιορισμός του σπουδαίου λόγου καταγγελίας δεσμεύει μόνον το ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη και μάλιστα το οικονομικώς ασθενέστερο 29. V. Τα όρια της ιδιωτικής αυτονομίας όσον αφορά τον περιορισμό του δικαιώματος πρόωρης καταγγελίας για σπουδαίο λόγο Δεδομένου ότι το δικαίωμα πρόωρης καταγγελίας για σπουδαίο λόγο διαμορφώνεται ως αρχή αναγκαστικού δικαίου (βλ. ανωτέρω υπό Ι), γίνεται δεκτό στην θεωρία 30 και την νομολογία 31 ότι δεν είναι νόμιμος ο εκ των προτέρων (ex ante) περιορισμός του δικαιώματος πρόωρης καταγγελίας για σπουδαίο λόγο. Τέτοιου είδους περιορισμός μπορεί να λάβει τη μορφή της καθ ολοκληρίαν παραιτήσεως των μερών από την άσκηση του δικαιώματος καταγγελίας, την μορφή της υποβολής της ασκήσεως του συγκεκριμένου δικαιώματος σε όρους και προϋποθέσεις που καθιστούν πρακτικώς ανέφικτη την άσκηση του, την μορφή της συνομολογήσεως ποινικής ρήτρας ή της κατάπτωσης μιας εγγύησης σε περίπτωση έκτακτης καταγγελίας 32 ή την μορφή του καθορισμού 29. Βλ. Σουφλερό, Οι συμβάσεις franchising στο ελληνικό 30. Έτσι ως προς τη σύμβαση εργασίας, Καποδίστριας εις ΕρμΑΚ 672, αρ. 672, Καυκάς, Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο, άρθρο 672, σ. 731, ως προς τη σύμβαση franchising Σουφλερός, Οι συμβάσεις franchising στο ελληνικό δίκαιο και το κοινοτικό δίκαιο ανταγωνισμού (1995), 163, ως προς τη σύμβαση εταιρείας Λιακόπουλος εις Γεωργιάδη/Σταθόπουλο, άρθρο 766 αρ. 4 ειδικώς ως προς τη σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας Ebenroth/Boujong/Joost/Strohn/-Löwisch, 89a HGB, αρ. 36, Baumbach/Ηopt, 89a HGB, αριθ. 28, για τη συγκεκριμένη προβληματική εν γένει βλ. Ευστρατίου, Ο σπουδαίος λόγος για την καταγγελία διαρκών συμβάσεων ορισμένου χρόνου (2010), 207 επ. με πλείστες βιβλιογραφικές αναφορές, Οetker, Das Dauerschuldverhältnis und seine Beendigung, 456 επ., 588 επ., 600, πρβλ. Stein-Wigger, Die Beendigung des Franchisevertrages, Basel Genf 1999, 297 για το ελβετικό δίκαιο.. 31. ΕφΑθ 4825/1995 ΕΕργΔ 1996. 1065, ΕφΘεσ 69/2002 ΔΕΕ 2002. 429. 32. Σουφλερός, Οι συμβάσεις franchising στο ελληνικό δίκαιο και το κοινοτικό δίκαιο ανταγωνισμού (1995), 163, με από τα μέρη, κατά τρόπο περιοριστικό-εξαντλητικό, των περιστατικών που συνιστούν σπουδαίο λόγο για την πρόωρη λύση της συμβάσεως δυνάμει καταγγελίας 33. Ειδικώς όσον αφορά την περιοριστική ρύθμιση των περιστατικών που συνιστούν σπουδαίο λόγο για την καταγγελία της διαρκούς συμβάσεως (λ.χ. στην περίπτωση της συμβάσεως franchising ή εμπορικής αντιπροσωπείας ή διανομής), η τελευταία χαρακτηρίζεται ως μη νόμιμη για περισσότερους λόγους, οι οποίοι εκτίθενται ευθύς κατωτέρω. Η εκ των προτέρων δέσμευση ενός εκ των συμβαλλομένων να παραμείνει σε μία σύμβαση διαρκείας, όπως λ.χ. η εμπορική αντιπροσωπεία και διανομή, υπερβαίνει το όριο «θυσίας» που μπορεί να αναλάβει καθένα από τα μέρη καθώς συνιστά κατ ουσίαν απεμπόληση της συνταγματικώς κατοχυρωμένης (άρθρο 5 1 Συντάγματος) ιδιωτικής τους αυτονομίας. Βασική έκφανση της είναι και η δυνατότητα αποδεσμεύσεως από μια σύμβαση 34, είτε με αμοιβαία συμφωνία είτε με καταγγελία. Επιπρόσθετα, τυχόν περιοριστική απαρίθμηση των σπουδαίων λόγων ισοδυναμεί με (μερική) παραίτηση από την διορθωτική λειτουργία της καλής πίστεως (ΑΚ 288). Και τούτο, διότι δυνάμει της συγκεκριμένης ρυθμίσεως, αποκλείεται κατά τρόπον ανεπίτρεπτο η διορθωτική παρέμβαση της καλής πίστεως με τη μορφή της αποδεσμεύσεως του αντισυμβαλλομένου από τον συμβατικό δεσμό, όταν η λειτουργία του τελευταίου έχει αντικειμενικώς καταστεί μη ανεκτή για τον καταγγέλλοντα. Η διορθωτική όμως λειτουργία της καλής πίστεως, συνιστά έκφραση αρχής αναγκαστικού δικαίου 35, που διέπει όλες απαρεγκλίτως τις συμβατικές ενοχές. περαιτέρω παραπομπές. 33. Βλ. Σουφλερός, Οι συμβάσεις franchising 163. 34. Ευστρατίου, Ο σπουδαίος λόγος για την καταγγελία διαρκών συμβάσεων ορισμένου χρόνου, 7 επ., 206 επ., Ζερδελή, Εργατικό Δίκαιο Ατομικές εργασιακές σχέσεις (2007), 1317-1318, Ζερβογιάννη, εις Γεωργιάδης Απ. (επιμ.), ΣΕΑΚ (2010), άρθρο 361 αρ. 5, Οetker, Das Dauerschuldverhältnis und seine Beendigung, 456, Bork, Allgemeiner Teil des Bürgerlichen Rechts 2. Aufl. München 2006. 249. 35. Βλ. ενδεικτικώς ΑΠ 713/2002 ΝοΒ 2003. 33, ΟλΑΠ 297/1982 ΕλλΔνη 1983. 45, ΑΠ 250/1998 ΝοΒ 1998. 77, ΕφΑθ 7673/1997 Αρμ 2000. 344, από τη θεωρία, βλ. αντί πολλών Γεωργιάδη Απ., Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, 2 αρ. 33, Σταθόπουλο, 950

Περαιτέρω, το μη νόμιμον του περιορισμού των σπουδαίων λόγων καταγγελίας προκύπτει κατ αναλογία δικαίου από τη συστηματική επισκόπηση των νομίμων ρυθμίσεων του δικαιώματος καταγγελίας στην περίπτωση έτερων επωνύμων διαρκών ενοχών. Τέτοια είναι λ.χ. η ρύθμιση των άρθρων ΑΚ 672 (σύμβαση εργασίας), ΑΚ 725 (σύμβαση εντολής) και ΑΚ 766 (σύμβαση εταιρείας). Σε όλες τις ανωτέρω περιπτώσεις, η (μερική ή ολική) παραίτηση των μερών από το δικαίωμα πρόωρης καταγγελίας για σπουδαίο λόγο, όπως λ.χ. δυνάμει συμβατικού περιορισμού των σπουδαίων λόγων καταγγελίας, χαρακτηρίζεται ομοφώνως στη θεωρία και τη νομολογία ως παράνομη και άκυρη 36. Επίσης, το μη νόμιμο του περιορισμού των σπουδαίων λόγων καταγγελίας, θα προκύπτει κατ εφαρμογή της ΑΚ 281, όταν ο περιορισμός των σπουδαίων λόγων καταγγελίας της συμβάσεως λαμβάνει χώρα κατά τρόπο που επάγεται την ουσιώδη διατάραξη της ισορροπίας των συμφερόντων των μερών στη σύμβαση. Τέτοια είναι λ.χ. η περίπτωση στην οποία ο περιορισμός των σπουδαίων λόγων καταγγελίας βαρύνει κατ ουσίαν μόνον ένα από τα μέρη (συνήθως το ασθενέστερο από οικονομικής απόψεως ή το υπαρξιακά εξαρτώμενο μέρος 37 ). VI. Ειδικώς ως προς την εφαρμογή του άρθρου 725 ΑΚ («καταγγελία από τον εντολοδόχο») στην σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας/διανομής Η νομολογία εφαρμόζει παγίως τις διατάξεις περί εντολής στις συμβάσεις εμπορικής αντιπροσωπείας/διανομής μέσα από την δογματική δίοδο της παραγγελίας 38. Τούτο οφείλεται στην φύση Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, 5 αρ. 2, 12, Παπαντωνίου, Η καλή πίστις εις το Αστικόν Δίκαιον, 89-91. 36. Ως προς τη διάταξη του άρθρου 672 ΑΚ βλ. μεταξύ άλλων ΕφΘεσ 69/2002 ΔΕΕ 2002. 429, ΕφΘεσ 823/2000 Αρμ 2001. 92, ως προς τη διάταξη του άρθρου 725 ΑΚ βλ. ενδεικτικώς ΑΠ 1612/2002 ΕλλΔνη 2003. 715, ΠΠρΘεσ 33805/2002 Αρμ 2003. 1280, ως προς τη διάταξη του άρθρου 766 ΑΚ, βλ. ενδεικτικώς ΕφΘεσ 823/1981 Αρμ 1981. 956. 37. Βλ. Σουφλερό, Οι συμβάσεις franchising στο ελληνικό δίκαιο και το κοινοτικό δίκαιο ανταγωνισμού, 163, πρβλ. και άρθρο 18 α ν. 146/1914. 38. Ενδεικτικά ΑΠ 175/2010 ΧρΙΔ 2011. 130, ΑΠ 176/2010 ΧρΙΔ 2011. 129, ΑΠ 175/2011 ΧρΙΔ 2011. 131, ΑΠ 881/2010. ΕΕμπΔ 2011. 350, ΑΠ 1805/2007 ΕΕμπΔ 2009. 54, ΑΠ 849/2003 της συμβάσεως εμπορικής αντιπροσωπείας και γενικότερα διανομής ως συμβάσεως επιμέλειας των συμφερόντων του αντιπροσωπευόμενου /παραγωγού 39. Η παραπομπή στις διατάξεις περί εντολής περιλαμβάνει και το άρθρο 725 ΑΚ. Έτσι λ.χ. η πρόσφατη απόφαση υπ αριθ. 881/2010 του Αρείου Πάγου επισημαίνει ρητώς ότι «ειδικότερα στην σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας εφαρμόζονται κατ αναλογίαν και οι διατάξεις των άρθρων 724, 725 ΑΚ» 40. Η κατ αναλογία εφαρμογή σημαίνει ότι η εφαρμογή είναι δυνατή, εφόσον αρμόζει στην φύση της σχέσεως. Στο πλαίσιο αυτό γίνεται γενικά δεκτό ότι μονομερής παραίτηση του εντολοδόχου από το απεριόριστο δικαίωμα καταγγελίας (ή συμβατικός περιορισμός του δικαιώματος) είναι μεν κατά άρθρο 725 1 εδαφ. α δυνατή. Όμως είναι κατ άρθρο 725 1 εδαφ. β άνευ αποτελέσματος, ήτοι άκυρη (ΑΚ 180) εφ όσον συντρέχει σπουδαίος λόγος, ο οποίος ενόψει περιστατικών εμφανιζόμενων μετά την παραίτηση και αναφερόμενων αδιάφορα στο πρόσωπο του εντολέα, καθιστά την δέσμευση του εντολοδόχου στην δηλωθείσα παραίτηση κατ αντικειμενική κρίση μη ανεκτή, την δε εμμονή του εντολέα στην εντολή αντίθετη προς την καλή πίστη 41. Η άποψη ότι η παραίτηση από σπουδαίο λόγο είναι άκυρη στο πλαίσιο της ΑΚ 725 1 εδαφ. β, μπορεί να θεωρηθεί ως κρατούσα στη θεωρία 42 και την νομολογία 43. Κατ ακολουθία, στο μέτρο που ΕλλΔνη 2004. 112, ΕφΘεσ 3558/1991 ΕΕμπΔ 1993. 441, ΕφΑθ 1212/2004 ΔΕΕ 2004. 930, ΕφΘεσ 1628/2004 ΕΕμπΔ 2004. 512, ΠΠρΑθ 305/1997 ΕΕμπΔ 1998. 531 όλες οι ανωτέρω αποφάσεως εκλαμβάνουν την καταγγελία της συμβάσεως εμπορικής αντιπροσωπείας/διανομής, ως ανάκληση εντολής ως προς την εφαρμογή των διατάξεων περί εντολής στις συμβάσεις διανομής εν γένει, βλ. ΑΠ 496/2011, ΕΕμπΔ 2011. 357, ΑΠ 2103/2009 ΕλλΔνη 2009. 1614, ΕφΑθ 676/2009 ΕΕμπΔ 2010. 584, άλλες παραπομπές σε Περάκη, Γενικό μέρος εμπορικού δικαίου 1999, 401. 39. Βλ. Σουφλερό, Οι συμβάσεις franchising στο ελληνικό 40. ΑΠ 881/2010 ΕΕμπΔ 2011. 350 = ΕλλΔνη 2011. 725. 41. Έτσι Καράσης εις Γεωργιάδη/Σταθόπουλου, ΑΚ, άρθρο 725 αρ. 3. 42. Βλ. Σουφλερό, Οι συμβάσεις franchising στο ελληνικό 43. ΕφΑθ 5971/2001 ΔΕΕ 2012. 590, ΕφΘεσ 696/201, ΕπισκΕΔ 2011. 808, ΕφΘεσ 1628/2004 ΕΕμπΔ 2004. 512, ΕφΑθ 1628/2004, ΠΠρΘεσ 33805/2002 Αρμ. 2003. 1280. 951

υπάρχει σπουδαίος λόγος, η εκ των προτέρων παραίτηση του εντολοδόχου είναι χωρίς αποτέλεσμα 44. Συνεπώς, ακόμη και αν ο εντολοδόχος έχει παραιτηθεί από το δικαίωμα καταγγελίας, αυτός έχει δικαίωμα να επιφέρει μονομερώς την λύση της εντολής, εάν συντρέχει σπουδαίος λόγος που δικαιολογεί αυτό. Τούτο είναι ανεξάρτητο από το εάν ο σπουδαίος λόγος αφορά τον εντολέα (π.χ. υβριστική συμπεριφορά του εντολέα έναντι του εντολοδόχου) είτε αναφέρεται σε άλλα περιστατικά, εκτός της σφαίρας επιρροής του τελευταίου 45. VII. Άλλα επιχειρήματα υπέρ του αναγκαστικού χαρακτήρα του δικαιώματος καταγγελίας για σπουδαίο λόγο Όπως επισημάνθηκε, από την συστηματική ερμηνεία των επί μέρους διατάξεων του ΑΚ και ιδιαίτερα του άρθρου 725 ΑΚ προκύπτει ο αναγκαστικός χαρακτήρας του εν λόγω δικαιώματος. Το γεγονός ότι ο νομοθέτης ρύθμισε ειδικώς το εν λόγω δικαίωμα στο πλαίσιο συγκεκριμένων συμβατικών τύπων δεν επάγεται την εξ αντιδιαστολής συναγωγή του συμπεράσματος ότι όπου ο νομοθέτης δεν ανέφερε ρητώς τον αναγκαστικό χαρακτήρα του δικαιώματος, αυτός δεν ισχύει. Περαιτέρω, η ανωτέρω ερμηνεία και η απορρέουσα εξ αυτής ακυρότητα του συμβατικού περιορισμού των σπουδαίων λόγων πρόωρης καταγγελίας της συμβάσεως αντιβαίνει στην νόμιμη πρόθεση των μερών να διασφαλίσουν τη σταθερότητα του συμβατικού δεσμού στο πλαίσιο της γενικής αρχής «pacta sunt servanda». Η περιοριστική απαρίθμηση των σπουδαίων λόγων καταγγελίας κατά το χρόνο της υπογραφής της συμβάσεως δεν έχει παρά «φωτογραφικό» χαρακτήρα 46. Συνεπώς μία τέτοια απαρίθμηση αποτυπώνει την στάθμιση των συμφερόντων των μερών μόνον τη δεδομένη χρονική στιγμή. Δεν δύναται να συμπεριλάβει την ποικιλία των περιπτώσεων που δύναται να ανακύψουν στην πορεία της διάρκειας λειτουργίας 44. Τουντόπουλος εις Γεωργιάδης Απ. (επιμ.), ΣΕΑΚ (2010), άρθρο 725 αρ. 2, Βαθρακοκοίλης, ΕρΝομΑΚ, άρθρο 725 αρ. 2. 45. Γεωργιάδης Απ., Ενοχικό δίκαιο Ειδικό Μέρος, τ. ΙΙ. (2007), 81. 46. Οetker, Das Dauerschuldverhältnis und seine Beendigung, 571. της συμβατικής ενοχής 47. Τούτο θα πρέπει να ισχύσει κατά μείζονα λόγο, όταν πρόκειται για μακρόχρονη συμβατική σχέση. Κατά τούτο, η συμβατική πρόβλεψη του περιορισμού των σπουδαίων λόγων καταγγελίας δεν πρέπει να ερμηνευθεί ως συμφωνία των μερών να απεμπολήσουν το δικαίωμα για πρόωρη λύση του συμβατικού δεσμού επί συνδρομής σπουδαίου λόγου. Κάτι τέτοιο θα ήταν δυνατόν να υποστηριχθεί μόνον, εάν τα μέρη μπορούσαν να προβλέψουν κατά την υπογραφή της συμβάσεως το σύνολο των σπουδαίων λόγων που θα μπορούσαν να ανακύψουν στη διάρκεια της λειτουργίας της συμβάσεως. Κάτι τέτοιο όμως είναι εκ των πραγμάτων αδύνατο. Εξ αυτής της απόψεως, τυχόν αποδοχή της νομιμότητας ενός συμβατικού περιορισμού των σπουδαίων λόγων καταγγελίας θα επέφερε τη δέσμευση του καταγγέλλοντος μέρους σε μία συμβατική σχέση, παρά τη συνδρομή ενός αντικειμενικώς σπουδαίου λόγου (βλ. ανωτέρω, υπό ΙΙ) που καθιστά αδύνατη τη συνέχιση της συμβάσεως 48. Τέτοια είναι λ.χ. η περίπτωση κατά την οποία ο λήπτης της καταγγελίας παραβιάζει όρους της συμβάσεως, οι οποίοι έχουν αποκλεισθεί ως σπουδαίοι στο πλαίσιο της περιοριστικής απαριθμήσεως, καθιστούν ωστόσο αδύνατη τη συνέχιση της συμβάσεως από τον καταγγέλλοντα. Περαιτέρω, μία τέτοια ερμηνεία θα κατέληγε στο μη αποδεκτό με βάση τα συναλλακτικά ήθη και την καλή πίστη (ΑΚ 288) αποτέλεσμα, να έχουν ανακύψει πολύ σημαντικότεροι και περισσότεροι σπουδαίοι λόγοι καταγγελίας, από τους περιοριστικώς αναφερόμενους στη σύμβαση και μολαταύτα ο καταγγέλλον να αδυνατεί αξιώσει την προβλεφθείσα αποζημίωση που θα δικαιούτο σε λιγότερο ή εξίσου σοβαρούς λόγους καταγγελίας. Πέραν τούτων, δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι η εκτίμηση της συνδρομής του σπουδαίου λόγου δεν επαφίεται κατά την απολύτως κρατούσα άποψη στην υποκειμενική βούληση των μερών. Σύμφωνα με τη θεωρία και τη νομολογία (βλ. ανωτέρω, υπό ΙΙ), σπουδαίο λόγο για την πρόωρη λύση μίας διαρκούς συμβάσεως αποτελούν μόνον εκείνα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία κατ αντικειμενική και όχι υποκειμενική κρίση καθιστούν στη συγκεκριμένη 47. Οetker, Das Dauerschuldverhältnis und seine Beendigung, 571-572. 48. Οetker, Das Dauerschuldverhältnis und seine Beendigung, 571-572. 952

περίπτωση σύμφωνα με την καλή πίστη «μη ανεκτή» ή «υπέρμετρα επαχθή» για τον καταγγέλλοντα την συνέχιση της συμβάσεως. Για τον λόγο αυτό έχουν διατυπωθεί σοβαρές αντιρρήσεις αν τα μέρη εγκύρως συμφωνούν την αναγωγή σε σπουδαίο λόγο για την πρόωρη λύση της συμβάσεως περιστατικών ή καταστάσεων που δεν μπορούν κατ αντικειμενική κρίση να υπαχθούν σε αυτό το νομικό χαρακτηρισμό 49. Συναφώς υποστηρίζεται ότι ο σπουδαίος λόγος καταγγελίας είναι νομική έννοια που εκφράζει τον εξαιρετικό χαρακτήρα στου δικαιώματος έκτακτης καταγγελίας και συγκεκριμενοποιείται με αντικειμενικά κριτήρια. Κατά τούτο, η ιδιωτική βούληση δεν μπορεί να «κατασκευάσει» σπουδαίους λόγους που δεν μπορούν να υπαχθούν σε αυτή την έννοια. Τυχόν αποδοχή της εγκυρότητας τέτοιων συμφωνιών θα οδηγούσε σε καταστρατήγηση των νομίμων προθεσμιών που προβλέπεται σε συμβάσεις όπως λ.χ. η εμπορική αντιπροσωπεία (βλ. άρθρο 8 4 π.δ 219/1991) για τη λύση των συμβάσεων αορίστου χρόνου. Και τούτο, διότι με την συμβατική επέκταση των σπουδαίων λόγων καταγγελίας πέραν των νομίμων ορίων, παρέχεται στα μέρη η δυνατότητα να παρακάμψουν τις νόμιμες προθεσμίες που θέτει ο νόμος για την καταγγελία της διαρκούς συμβάσεως και τις αξιώσεις αποζημιώσεως που συνέχονται με τις προθεσμίες καταγγελίας 50. Eκ των ανωτέρω συνάγεται ότι συμβατικές ρυθμίσεις του δικαιώματος πρόωρης λύσεως για σπουδαίο λόγου που επάγονται τον περιορισμό των περιστατικών ή των καταστάσεων που δύνανται κατ αντικειμενική κρίση να υπαχθούν σε αυτή τη νομική έννοια δεν είναι νόμιμοι. Ένας τέτοιος περιορισμός είναι νόμιμος, μόνον εάν αυτό προβλέπεται ρητώς στο νόμο 51. Τούτο δεν σημαίνει ότι τέτοιου είδους ρυθμίσεις στερούνται οιασδήποτε σημασίας όσον αφορά την ερμηνεία της σχετικής συμβάσεως. Συναφώς γίνεται δεκτό ότι τέτοιου είδους συμφωνίες δεν έχουν περιοριστικό αλλά ενδεικτικό χαρακτήρα 52. Ως εκ τούτου, οι σχετικές περιοριστικές συμφωνίες δεν δεσμεύουν το δικαστή. Μπορούν ωστόσο να ληφθούν υπόψη από εκείνον προκειμένου να αξιολογήσει τη στάθμιση των συμφερόντων των μερών σε παρόμοιες περιπτώσεις, ιδίως σε σχέση με την «αρνητική πρόγνωση» για τη συνέχιση της συμβάσεως. Σε κάθε περίπτωση, ο εφαρμοστής του δικαίου όχι μόνον δεν κωλύεται αλλά, αντιθέτως, οφείλει να ερευνήσει, εάν με συνεκτίμηση όλων των δεδομένων της συγκεκριμένης περιπτώσεως δικαιολογείται η πρόωρη λύση της συμβάσεως παρά τυχόν αντίθεση συμβατική πρόβλεψη των μερών 53. VII. Πόρισμα Τα μέρη μπορούν να προσδιορίσουν τους λόγους καταγγελίας για σπουδαίο λόγο. Τούτο απορρέει από την συμβατική ελευθερία. Δεν επιτρέπεται όμως να προβούν σε αποκλειστική (περιοριστική) απαρίθμησή τους. Ο αναγκαστικός χαρακτήρας του δικαιώματος καταγγελίας δεν επιτρέπει την περιοριστική απαρίθμηση των λόγων καταγγελίας ένεκα σπουδαίου λόγου. 49. Με αναφορά στις συμβάσεις διανομής εν ευρεία εννοία Γεωργακόπουλος, ΔΕΕ 1998. 112 επ., Τσενέ, ΕΕμπΔ 2004. 233, Canaris, Handelsrecht, (2006). 269, Baumbach/ Hopt, Handelsvertreterrecht München 2003, 89 Rdn 27, Stein- Wigger, Die Beendigung des Franchisevertrages, Basel Genf 1999, 297 για το ελβετικό και αμερικανικό δίκαιο. Προς την κατεύθυνση αυτή κινείται και η πρόσφατη νομολογία των δικαστηρίων ως προς τις συμβάσεις εργασίας, βλ. ενδεικτικώς ΑΠ 770/2010 ΤΝΠ-ΔΣΑ, ΑΠ 99/2008 ΤΝΠ-Νόμος, ΕφΑθ 9323/2005 ΤΝΠ-Νόμος αναλυτικώς ως προς τη συγκεκριμένη προβληματική βλ. Ευστρατίου, Ο σπουδαίος λόγος για την καταγγελία διαρκών συμβάσεων ορισμένου χρόνου 209 επ., Ζερδελής, Το Δίκαιο της καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, 80-81 Καρατζά, ΕΕργΔ 2005. 541. 50. Ζερδελής, Το Δίκαιο της καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, 80-81 Ευστρατίου, Ο σπουδαίος λόγος για την καταγγελία διαρκών συμβάσεων ορισμένου χρόνου (2010), 210. 51. Προς την κατεύθυνση αυτή Οetker, Das Dauerschuldverhältnis und seine Beendigung (1994), 456. 52. Σουφλερός, Οι συμβάσεις franchising στο ελληνικό δίκαιο και το κοινοτικό δίκαιο ανταγωνισμού (1995), 166, Κωστάκης, Franchising - Nομική και Επιχειρηματική διάσταση (2002), 295 Ευστρατίου, Ο σπουδαίος λόγος για την καταγγελία διαρκών συμβάσεων ορισμένου χρόνου (2010), 211-212, Οetker, Das Dauerschuldverhältnis und seine Beendigung (1994), 574 Ebenroth/ Boujong/Joost/Strohn/-Löwisch, 89a HGB, αρ. 39. 53. Σουφλερός, Οι συμβάσεις franchising στο ελληνικό δίκαιο και το κοινοτικό δίκαιο ανταγωνισμού (1995), 166, Κωστάκης, Franchising - Nομική και Επιχειρηματική διάσταση (2002), 295, Ευστρατίου, Ο σπουδαίος λόγος για την καταγγελία διαρκών συμβάσεων ορισμένου χρόνου (2010), 211-212, Οetker, Das Dauerschuldverhältnis und seine Beendigung (1994), 574 προς την κατεύθυνση αυτή κινούνται και οι αποφάσεις ΑΠ 77/2010 ΤΝΠ-ΔΣΑ και ΜΠρΑθ 4185/1991 ΕΕργΔ 1993. 134. 953