ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ ΠΑΙΔΙΑΤΡΙΚΩΝ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΩΝ 16 Ψώρα σε βρέφος. Ένα παλιό νόσημα επανεμφανίζεται Τσούτσου Ειρήνη Βαλερή Ροζαλία Εισαγωγή Η ψώρα είναι μια συχνή κνησμώδης δερματοπάθεια με μεγάλη μεταδοτικότητα που προσβάλλει και τα δυο φύλα, όλων των ηλικιών. Οφείλεται στο ακάρι της ψώρας του ανθρώπου Sarcoptes scabiei (1). Είναι παλιό νόσημα, πολύ κοινό στις αναπτυσσόμενες χώρες που στις μέρες μας εμφανίζεται ακόμη και υπό καλές συνθήκες διαβίωσης και υγιεινής, για να δημιουργήσει διαφοροδιαγνωστικά προβλήματα. Περιγράφεται περίπτωση ψώρας σε βρέφος που παρουσίαζε έντονα κνησμώδες εξάνθημα για περισσότερο από 1 μήνα και έλαβε θεραπευτικά αντιβίωση και κορτιζονούχα σκευάσματα για πυοδερμία και έκζεμα αντίστοιχα! Περιγραφή περίπτωσης Θήλυ βρέφος 7 μηνών, πρώτο παιδί φαινοτυπικά υγιών γονέων, οικονομικών μεταναστών από Αλβανία, με ελεύθερο περιγεννητικό, ατομικό και οικογενειακό ιστορικό, εισήχθη στην κλινική μας για διερεύνηση επίμονης κνησμώδους δερματοπάθειας. Η παρούσα νόσος άρχισε 40 μέρες πριν την εισαγωγή με την εμφάνιση βλατίδων (μικρές, ανυψωμένες και φλεγμονώδεις περιοχές του δέρματος), φυσαλίδων και εξελκώσεων που αρχικά εντοπίζονταν στον κορμό και εν συνεχεία επεκτάθηκαν στο πρόσωπο (Εικόνα 1). Συνοδεύονταν από έντονη ανησυχία και κνησμό. Διαγνώστηκε αρχικά πυοδερμία, για την οποία χορηγήθηκαν αντιβιοτικά και στη συνέχεια έκζεμα που αντιμετωπίστηκε με επάλειψη κορτικοστεροειδών, χωρίς αποτέλεσμα. 115
ΤΣΟΥΤΣΟΥ ΕΙΡΗΝΗ, ΒΑΛΕΡΗ ΡΟΖΑΛΙΑ Εικόνα 1. Κηλιδοβλατιδώδες εξάνθημα με φυσαλίδες Κατά την εισαγωγή, το βρέφος είχε βάρος και ύψος που αντιστοιχούσαν στη 10η ΕΘ, εμφάνιζε συρρέουσες βλατίδες στον κορμό, στα άνω και κάτω άκρα και περιγεγραμμένη ερυθρότητα παρειών. Από την υπόλοιπη κλινική εξέταση δε διαπιστώθηκε άλλο παθολογικό εύρημα. Κατά τον εργαστηριακό έλεγχο παρατηρήθηκε αύξηση του απόλυτου αριθμού των ηωσινοφίλων στο περιφερικό αίμα (900/κκχ), ολική IgE 700 IU/ml (ΦΤ < 5 iu/ml), ενώ τα ειδικά RAST για το γάλα και τα αεροαλλεργιογόνα ήταν αρνητικά. Λόγω της έκτασης και της μορφής των βλαβών, αρχικά η διαφορική μας διάγνωση περελάμβανε το έκζεμα, την αλλεργία στο γάλα αγελάδος, συστηματικά νοσήματα όπως ιστιοκύττωση και τέλος την ψώρα, λόγω του έντονου κνησμού, της ποικιλομορφίας των βλαβών και του κοινωνικοοικονομικού επιπέδου των γονέων. Προς αυτήν την κατεύθυνση έγινε λεπτομερής εξέταση των γονέων, οι οποίοι υπέφεραν από έντονο κνησμό (το αποκάλυψαν μόνο μετά από επανειλλημένες ερωτήσεις) και παρουσίαζαν εξάνθημα και σήραγγες στο δέρμα των δακτύλων των χεριών. Η διάγνωση επιβεβαιώθηκε από το Νοσοκομείο Αφροδισίων και Δερματικών Παθή- 116
ΨΩΡΑ ΣΕ ΒΡΕΦΟΣ. ΈΝΑ ΠΑΛΙΟ ΝΟΣΗΜΑ ΕΠΑΝΕΜΦΑΝΙΖΕΤΑΙ σεων του ΑΠΘ, με την ανεύρεση του ακάρεος της ψώρας σε βλατίδα από το βρέφος. Θεραπευτικά έγιναν επαλείψεις με βενζοϊκό βενζύλιο (Benzogal) στο βρέφος και τους γονείς του και επαλείψεις με θειούχο αλοιφή λόγω των εξελκώσεων. Η πορεία της νόσου ήταν ομαλή. Περίπου 2 μήνες μετά είχαμε βελτίωση των δερματικών βλαβών και τα ηωσινόφιλα του περιφερικού αίματος και η ανοσοσφαιρίνη IgE είχαν επανέλθει στα φυσιολογικά επίπεδα. Συζήτηση Η ψώρα είναι εξαιρετικά κνησμώδης δερματοπάθεια με μεγάλη μεταδοτικότητα που οφείλεται στο ακάρι της ψώρας του ανθρώπου sarcoptes scabiei var hominis. (1,2). Η μετάδοση της νόσου γίνεται με το θηλυκό ακάρι το οποίο, αφού γονιμοποιηθεί στην επιφάνεια του δέρματος, εισδύει στην επιδερμίδα, δημιουργώντας σήραγγες στην κερατίνη στοιβάδα. Επεκτείνει τη σήραγγά του κατά 2 mm την ημέρα, τοποθετεί 2-3 αυγά ημερησίως στο έδαφος της σήραγγας και πεθαίνει σε 2-4 εβδομάδες (1). Τα αρσενικά ακάρεα περνούν τη ζωή τους στην επιφάνεια του δέρματος και αφού γονιμοποιήσουν τα θηλυκά, πεθαίνουν σε περίπου 28 ημέρες (Εικόνα 2) (1,2,3). Εικόνα 2. Τρόπος μετάδοσης της νόσου. Η μετάδοση της νόσου από τον πάσχοντα στον υγιή γίνεται με τη στενή δερματική επαφή ή σπανιότερα με μολυσμένα κλινοσκεπάσματα και ρουχισμό (2). Μετά από επώαση του παρασίτου 117
ΤΣΟΥΤΣΟΥ ΕΙΡΗΝΗ, ΒΑΛΕΡΗ ΡΟΖΑΛΙΑ για 2-6 εβδομάδες παρουσιάζονται τα συμπτώματα της νόσου. Τα πολύ μικρά βρέφη δεν παρουσιάζουν κνησμό αλλά ανησυχία, στασιμότητα βάρους και αϋπνία σαν αποτέλεσμα του έντονου κνησμού (2,4). Οι δερματικές βλάβες της ψώρας διακρίνονται α) σε αυτές που προκαλούνται από την παρουσία του παρασίτου (ειδικές βλάβες) και β) σε αυτές που είναι αποτέλεσμα κνησμού ή ευαισθητοποίησης. Ειδικές δερματικές βλάβες ψώρας, που είναι και παθογνωμονικές, αποτελούν οι σήραγγες, οι αύλακες και οι μαργαριταροειδείς φυσαλλίδες. Η σήραγγα φαίνεται σα μια λεπτή, επηρμένη, οφιοειδής ή καμπύλη γραμμή μήκους 5-15 mm (Εικόνα 3). Συνήθως ο έντονος κνησμός μετατρέπει τη σήραγγα σε αύλακα (Εικόνα 4). Οι μαργαριταροειδείς φυσαλλίδες σχηματίζονται κοντά στο τυφλό άκρο της σήραγγας (Εικόνα 5). Εικόνα 3. Δερματικές σήραγγες. Εικόνα 4. Δερματικές αύλακες 118
ΨΩΡΑ ΣΕ ΒΡΕΦΟΣ. ΈΝΑ ΠΑΛΙΟ ΝΟΣΗΜΑ ΕΠΑΝΕΜΦΑΝΙΖΕΤΑΙ Εικόνα 5. Σήραγγες και μαργαριταροειδείς φυσαλλίδες Παρατηρείται επίσης ποικιλία δερματικών βλαβών, όπως μικρές κνηδωτικές βλατίδες, φυσαλίδες, εφελκίδες, οζίδια και βλάβες χρόνιου εκζέματος (1,4). Το εξάνθημα της ψώρας παρουσιάζει εκλεκτικές εντοπίσεις στις πλάγιες επιφάνειες των δακτύλων, στις καμπτικές επιφάνειες των καρπών, σε αγκώνες, σφυρά, στο πέος στους άνδρες και στη θηλαία άλω στις γυναίκες. Στη βρεφική και νηπιακή ηλικία, η ψώρα είναι δύσκολο να διαγνωστεί επειδή λείπουν οι σήραγγες και η κατανομή του εξανθήματος είναι άτυπη. Οι βλάβες απαντούν συχνά στο πρόσωπο, στο τριχωτό της κεφαλής, στο λαιμό, στις παλάμες, στα πέλματα και στις γλουτιαίες πτυχές. Τέτοια εντόπιση είχαμε στο περιστατικό μας που βρισκόταν σε στενή επαφή με την πάσχουσα μητέρα, λόγω του θηλασμού. Στη διάγνωση της ψώρας βοηθά η ανεύρεση σήραγγας που είναι παθογνωμονική για τη νόσο και η παρουσία κνησμού και σε άλλα μέλη της οικογένειας. Η οριστική διάγνωση θα τεθεί με την ανεύρεση του ακάρεος σε υλικό από τις χαρακτηριστικές βλάβες της νόσου (σήραγγα). Εργαστηριακά πιθανόν να βρεθούν αύξηση της ολικής IgE και του απόλυτου αριθμού των ηωσινοφίλων. Παράγοντες που επηρεάζουν την εξάπλωση και τη συχνότητα της νόσου είναι η φτώχεια, οι άσχημες συνθήκες υγιεινής, οι μετακινήσεις μεγάλων ομάδων πληθυσμών, ο χαμηλός δείκτης υποψίας της νόσου και αλλαγές στη μορφολογία της ψώρας (Νορβηγική και Οζώδης ψώρα) (1,3). Η θεραπεία περιλαμβάνει αντιψωριασική αγωγή για όλα τα μέλη της οικογένειας, αντιισταμινικά από του στόματος για την ανακούφιση από τον κνησμό που μπορεί να επιμένει και μετά τη θεραπεία. Επίσης εφαρμόζονται γενικά μέτρα όπως ο καθαρισμός 119
ΤΣΟΥΤΣΟΥ ΕΙΡΗΝΗ, ΒΑΛΕΡΗ ΡΟΖΑΛΙΑ του ρουχισμού και των κλινοσκεπασμάτων που χρησιμοποιήθηκαν τις 3 τελευταίες μέρες, γιατί το ακάρι ζει και 2-3 μέρες μετά την απομάκρυνση από το δέρμα. Αντιψωριασικά φάρμακα είναι το βενζοϊκό βενζύλιο (Benzogal), το οποίο χρησιμοποιείται σε επαλείψεις για 3 συνεχόμενες ημέρες και μπάνιο 8-12 ώρες μετά (1,6). Το εξαχλωριούχο γ-βενζένιο σε πυκνότητα 1%, θεωρείται ως το πιο αποτελεσματικό και πιο ασφαλές φάρμακο στη θεραπεία της ψώρας. Γίνεται μια επάλειψη με κρέμα 1% και λουτρό καθαριότητας μετά από 24 ώρες και όχι πριν την επάλειψη (για το φόβο διαδερμικής απορρόφησης του φαρμάκου). Η θεραπεία επαναλαμβάνεται μετά από 7 ημέρες για να καταστραφούν οι προνύμφες και νύμφες που εκκολάφθηκαν πρόσφατα από τα αυγά, γιατί τα αντιψωριασικά φάρμακα δεν είναι ωοκτόνα (1,6). Σε βρέφη και μικρά παιδιά μπορούν να χρησιμοποιηθούν και σκευάσματα θείου (θεωρούνται πιο ασφαλή) σε αλοιφές 5%. Η αλοιφή του θείου είναι έγχρωμη, χρωματίζει τα ρούχα, μυρίζει ανυπόφορα και πρέπει να επαλείφεται επί 3 βράδια για να είναι αποτελεσματική. Η πορεία είναι συνήθως ομαλή και σπάνια έχουμε επανεμφάνιση της νόσου. Τονίζεται ότι ένα παλιό νόσημα κάνει την επανεμφάνισή του και δημιουργεί διαφοροδιαγνωστικά προβλήματα. Αυτό οφείλεται στο χαμηλό δείκτη υποψίας της νόσου από μέρους των ιατρών, αλλά και στην άτυπη εκδήλωση της ψώρας στη βρεφική και παιδική ηλικία. Βιβλιογραφία 1. Τεκνετζής Α. Ψώρα. Μονογραφία. 2η έκδοση, Θεσσαλονίκη 1987. 2. Sladden MJ, Johnston GA. More common skin infections in children.clinical review. BMJ 2005; 330:1194-8. 3. Susie J Sargent, Jena T. Scabies outbreak in a Day-Care Center. Pediatrics 1994; 1012-1013. 4. Scheinfeld N. Controlling scabies in institutional settings: a review of medications, treatment models amd implementation. AMJ Clin. Dermatology 2004; 5: 31-37. 5. Chusiolow O. Scabies and Pediculosis. Lancet 2000; 355:819-26. 6. Gurevitch AW. Scabies and lice. Pediatr Clin North Am. 1995; 32: 987-10187 7. Roberts LJ, Huffam SE, Walton SF, Carrie BJ. Crusted scabies: Clinical nad immunological findings in seventy-eight patients and a review of the literature. J Infect 2005; 50: 375-81 8. Karthikeyan K. Scabies in children. Arch Dis Educ Pract Ed. 2007: 92: ep65-9 120