Πίνακας περιεχομένων ΘΕΜΑ: Σε περίπτωση ατυχήματος που έγινε έπειτα από βίαιο συμβάν κατά την παροχή εξαρτημένης εργασίας ή εξ αφορμής αυτής, ο εργοδότης απαλλάσσεται από κάθε υποχρέωση για αποζημίωση του παθόντος εργαζομένου, εάν αυτός υπάγεται στην ασφάλιση του ΙΚΑ. Η απαλλαγή αυτή, όμως, δεν καταλαμβάνει την αξίωση προς επιδίκαση εύλογης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης του παθόντος, εφ' όσον το ατύχημα οφείλεται σε πταίσμα του εργοδότη ή των υπ' αυτού προστηθέντων στην υπηρεσία, στο πλαίσιο της οποίας επισυνέβη το ατύχημα, σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις του αστικού κώδικα. Άρειος Πάγος 1158-26/06/2012 - Σε περίπτωση ατυχήματος που έγινε έπειτα από βίαιο συμβάν κατά την παροχή εξαρτημένης εργασίας ή εξ αφορμής αυτής. ΘΕΜΑ: Σε περίπτωση ατυχήματος που έγινε έπειτα από βίαιο συμβάν κατά την παροχή εξαρτημένης εργασίας ή εξ αφορμής αυτής, ο εργοδότης απαλλάσσεται από κάθε υποχρέωση για αποζημίωση του παθόντος εργαζομένου, εάν αυτός υπάγεται στην ασφάλιση του ΙΚΑ. Η απαλλαγή αυτή, όμως, δεν καταλαμβάνει την αξίωση προς επιδίκαση εύλογης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης του παθόντος, εφ' όσον το ατύχημα οφείλεται σε πταίσμα του εργοδότη ή των υπ' αυτού προστηθέντων στην υπηρεσία, στο πλαίσιο της οποίας επισυνέβη το ατύχημα, σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις του αστικού κώδικα. Για να δικαιούται ο παθών σε εργατικό ατύχημα χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, αρκεί να συντέλεσε στην επέλευση του ατυχήματος πταίσμα του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν, με την έννοια οποιασδήποτε αμέλειας αυτών και όχι μόνο της ειδικής αμέλειας του άρθρου 16 παρ.1 του ν. 551/1915, περί την τήρηση των όρων ασφαλείας. Εξ άλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1, 3, 4 και 5 του ν. 1396/1983, που αφορούν αποκλειστικά στη λήψη και τήρηση των κατά νόμο μέτρων ασφαλείας για την προστασία των εργαζομένων ή τρίτων κατά την εκτέλεση οικοδομικών και λοιπών τεχνικών έργων, πλην των δημοσίων, ο εργολάβος ολόκληρου του έργου, ανεξάρτητα εάν αυτό εκτελείται ολικά ή κατά τμήματα με υπεργολάβους, είναι συνυπεύθυνος και υποχρεούται: α) να λαμβάνει και να τηρεί όλα τα μέτρα ασφαλείας που αφορούν ολόκληρο το έργο, β) να τηρεί, σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης και της τέχνης, τις οδηγίες του επιβλέποντος, όπως προβλέπονται στο άρθρο 7 του εν λόγω νόμου και γ) να εφαρμόζει, σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης και της τέχνης, τη μελέτη μέτρων ασφαλείας, που ορίζεται στο άρθρο 6 του εν λόγω νόμου. ΑΠ 1158/2012 Page 1 of 6
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β2 Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Κουτσόπουλο, Δημήτριο Μουστάκα, Χριστόφορο Κοσμίδη και Νικόλαο Τρούσα, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του την 29η Μαΐου 2012, με την παρουσία και του γραμματέως Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ: ΤΟΥ ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΝΤΟΣ:... που παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου Αριστείδη Χαρίτου, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις. ΤΩΝ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Ά. Σ. του Θ., κατοίκου..., που παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου Παναγιώτη Παπαθεοδωρόπουλου, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις, 2)...και 3) Α. Κ., κατοίκων..., οι οποίοι δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 17-7-2006 (ημερομηνία κατάθεσης) αγωγή του πρώτου των ήδη αναιρεσιβλήτων, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Επί της αγωγής εκδόθηκαν η 4750/2008 εν μέρει οριστική και η 4908/2009 οριστική αποφάσεις του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 368/2011 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς. Την αναίρεση της τελευταίας ζητεί ο αναιρεσείων με την από 18-11-2011 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώθηκε. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης, Χριστόφορος Κοσμίδης, ανέγνωσε την από 16-5-2012 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή της αίτησης για αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και την καταδίκη των αντίδικων του στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Σύμφωνα με το άρθρο 576 παρ.2 ΚΠολΔ, αν ο αντίδικος εκείνου που επισπεύδει τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί, αλλά δεν λάβει μέρος σ' αυτήν με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα. Αν η κλήση επιδόθηκε νομότυπα προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τις 679β/23-2-1011 και 580β/25-1-2012 εκθέσεις επιδόσεως του..., δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς, ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, με την πράξη ορισμού δικασίμου και με πρόσκληση του αναιρεσείοντος προς τους δεύτερο και τρίτο από τους αναιρεσίβλητους, αντιστοίχως, για να παραστούν στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως σ' αυτούς. Οι εν λόγω αναιρεσίβλητοι, όμως, δεν εμφανίστηκαν στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του πινακίου της ως άνω δικασίμου ούτε κατέθεσαν κατ' άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ δήλωση μη παραστάσεως σ' αυτή. Επομένως, παρά τη δικονομική απουσία του δεύτερου και του τρίτου από τους αναιρεσίβλητους, πρέπει να συζητηθεί η υπόθεση σαν να ήσαν και αυτοί παρόντες (ΚΠολΔ 568 παρ. 4 και 576 παρ. 2). 2. Από τις διατάξεις των άρθρων 34 παρ.2 και 60 παρ.3 του α. ν. 1846/1951 "περί κοινωνικών ασφαλίσεων", σε συνδυασμό με αυτές του άρθρου 16 παρ.1 και 3 του ν. 551/1914, όπως κωδικοποιήθηκε με το β. δ. της 24-7/25-8-1920, συνάγεται ότι σε περίπτωση ατυχήματος που έγινε έπειτα από βίαιο συμβάν κατά την παροχή εξαρτημένης εργασίας ή εξ αφορμής αυτής, ο εργοδότης απαλλάσσεται από κάθε υποχρέωση για αποζημίωση του παθόντος εργαζομένου, εάν αυτός υπάγεται στην ασφάλιση του ΙΚΑ. Η απαλλαγή αυτή, όμως, δεν καταλαμβάνει την αξίωση προς επιδίκαση εύλογης χρηματικής Page 2 of 6
ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης του παθόντος, εφ' όσον το ατύχημα οφείλεται σε πταίσμα του εργοδότη ή των υπ' αυτού προστηθέντων στην υπηρεσία, στο πλαίσιο της οποίας επισυνέβη το ατύχημα, σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις του αστικού κώδικα (ΟλΑΠ 1117/1986, ΑΠ 52/2010). Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 300, 914, 922 και 932 ΑΚ, για να δικαιούται ο παθών σε εργατικό ατύχημα χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, αρκεί να συντέλεσε στην επέλευση του ατυχήματος πταίσμα του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν, με την έννοια οποιασδήποτε αμέλειας αυτών και όχι μόνο της ειδικής αμέλειας του άρθρου 16 παρ.1 του ν. 551/1915, περί την τήρηση των όρων ασφαλείας. Εξ άλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1, 3, 4 και 5 του ν. 1396/1983, που αφορούν αποκλειστικά στη λήψη και τήρηση των κατά νόμο μέτρων ασφαλείας για την προστασία των εργαζομένων ή τρίτων κατά την εκτέλεση οικοδομικών και λοιπών τεχνικών έργων, πλην των δημοσίων, ο εργολάβος ολόκληρου του έργου, ανεξάρτητα εάν αυτό εκτελείται ολικά ή κατά τμήματα με υπεργολάβους, είναι συνυπεύθυνος και υποχρεούται: α) να λαμβάνει και να τηρεί όλα τα μέτρα ασφαλείας που αφορούν ολόκληρο το έργο, β) να τηρεί, σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης και της τέχνης, τις οδηγίες του επιβλέποντος, όπως προβλέπονται στο άρθρο 7 του εν λόγω νόμου και γ) να εφαρμόζει, σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης και της τέχνης, τη μελέτη μέτρων ασφαλείας, που ορίζεται στο άρθρο 6 του εν λόγω νόμου. Ακόμη, σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 21 παρ.1 του π.δ. 778/1980 που εφαρμόζονται επί εργασιών ανεγέρσεως, κατεδαφίσεως, επισκευής, διακοσμήσεως, χρωματισμού οικοδομών, ως και των πάσης φύσεως μεταλλικών, μηχανουργικών, μηχανολογικών και ηλεκτρονικών εργασιών, που εκτελούνται σ' αυτές, οι εγκαταστάσεις ή διατάξεις ασφαλείας πρέπει να κατασκευάζονται έτσι, ώστε να αντιστοιχούν στην προς εκτέλεση εργασία και να διασφαλίζουν τον εργαζόμενο από τους κινδύνους, τους οποίους διατρέχει κατά την εκτέλεσή της. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι η υποχρέωση ως προς τη λήψη και τήρηση των κατά νόμο μέτρων ασφαλείας και, κατά συνέπεια, η ευθύνη έναντι των εργαζομένων που απασχολούνται σε οικοδομικό έργο ή τρίτων προσώπων σε περίπτωση ατυχήματος οφειλομένου σε παράλειψη ως προς τα μέτρα αυτά, βαρύνει κατ' αρχήν το πρόσωπο που αναλαμβάνει την εκτέλεση ολόκληρου του έργου, ως εργολάβος. Στην περίπτωση αυτή, ο κύριος του έργου, ως εργοδότης (ΑΚ 681, 688-691 και 698) δεν υπέχει ευθύνη, εκτός εάν επιφύλαξε για τον εαυτό του, ρητώς ή σιωπηρώς, τη διεύθυνση και την επίβλεψη της εκτελέσεως του έργου και, μάλιστα, το δικαίωμα παροχής οδηγιών προς τον εργολάβο, οπότε αυτός θεωρείται ότι βρίσκεται προς τον εργοδότη σε σχέση προστήσεως (ΑΚ 922), επί της οποίας θεμελιώνεται η εις ολόκληρο ευθύνη του τελευταίου (ΑΠ 1210/2006). 3. Σύμφωνα με τις ως άνω διατάξεις σε συνδυασμό με αυτήν του άρθρου 300 ΑΚ, όταν στη γένεση ή στην επέλευση της ζημίας συντέλεσε και πταίσμα του παθόντος κατά το εργατικό ατύχημα, το δικαστήριο της ουσίας μπορεί να μην επιδικάσει χρηματική ικανοποίηση ή να μειώσει το ποσό αυτής (άλλως, εάν πρόκειται για αποζημίωση, οπότε η έννοια της συνυπαιτιότητας του παθόντος και η έκταση των συνεπειών αυτής ρυθμίζονται διαφορετικά από το άρθρο 16 του ν. 551/1914, βλ. ΑΠ 1687/2000). Για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης, ήτοι του "ευλόγου" του ποσού αυτής, το δικαστήριο της ουσίας λαμβάνει υπ' όψη, εκτός από τις λοιπές προσδιοριστικές περιστάσεις, όπως οι συνθήκες του ατυχήματος, η έκταση των συνεπειών αυτού, η οικονομική κατάσταση των μερών κλπ, και το τυχόν συντρέχον πταίσμα του παθόντος, το οποίο συνεκτιμάται με τα ως άνω στοιχεία. Για να υπάρχει πταίσμα του υπαιτίου ή συντρέχον πταίσμα του παθόντος, πρέπει η συμπεριφορά ενός εκάστου να έχει συντελέσει στην επέλευση του ατυχήματος, ήτοι να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος ανάμεσα στην υπαίτια συμπεριφορά και στην πρόκληση ή την έκταση της ζημίας. Τέτοιος αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει όταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, η συγκεκριμένη πράξη ή παράλειψη των εν λόγω προσώπων ήταν ικανή και μπορούσε να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα, το οποίο άλλως δεν θα επερχόταν. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ότι τα πραγματικά περιστατικά, που δέχεται κυριαρχικώς ως αποδειχθέντα, επιτρέπουν το Page 3 of 6
συμπέρασμα να θεωρηθεί ορισμένο γεγονός ως πρόσφορη ή μη αιτία της ζημίας, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, γιατί είναι κρίση νομική, που ανάγεται στην ορθή ή μη υπαγωγή των διδαγμάτων της κοινής πείρας στην αόριστη νομική έννοια του αιτιώδους συνδέσμου. 4. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 εδ. α' ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Και κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας δεν έχει νόμιμη βάση, πράγμα που συμβαίνει όταν στις αιτιολογίες, που συνιστούν την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν αναφέρονται διόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και, έτσι, δεν μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόστηκε. 5. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε τα εξής ουσιώδη ως προς το ζήτημα των συνθηκών, υπό τις οποίες έλαβε χώρα το ένδικο εργατικό ατύχημα: Ότι ο πρώτος από τους εναγόμενους στην ένδικη, από 17-7-2006 αγωγή (ήδη αναιρεσείων) είχε αναλάβει ως εργολάβος την κατασκευή πολυώροφης οικοδομής στον Πειραιά και με την ιδιότητα αυτή είχε αναθέσει την εκτέλεση των οπτοπλινθοδομών στον τέταρτο από τους εναγόμενους (ήδη τρίτο από τους αναιρεσίβλητους), ως υπεργολάβο. Ότι ο τελευταίος, κατά την εκτέλεση της υπεργολαβίας, είχε προσλάβει τον ενάγοντα (ήδη πρώτο από τους αναιρεσίβλητους) με σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας, ως τεχνίτη οικοδόμο. Ότι το πρωί της 22-7-2003, ο τέταρτος από τους εναγομένους έδωσε εντολή στον ενάγοντα να κτίσει με τούβλα τα χωρίσματα των υπνοδωματίων και του λουτρού του τρίτου ορόφου της οικοδομής και προς το σκοπό αυτό φρόντισε ο ίδιος να ανεβάσει εκεί τα αναγκαία οικοδομικά υλικά, με τη χρήση ανυψωτικού μηχανήματος ιδιοκτησίας του, το οποίο είχε εγκαταστήσει στον εμπρόσθιο εξώστη του εν λόγω ορόφου και χειριζόταν ο ίδιος, απαγορεύοντας τη χρήση από άλλους εργαζόμενους κατά τη διάρκεια τυχόν απουσίας του. Ότι, παράλληλα, ο τέταρτος από τους εναγομένους έδωσε εντολή σε άλλον εργάτη να ανεβάσει με τα χέρια, σε τενεκέδες, ποσότητα χαλικιού στον πρώτο όροφο της οικοδομής, για την εκτέλεση άλλων εργασιών. Ότι λίγο αργότερα, ο τέταρτος από τους εναγομένους αποχώρησε από την εν λόγω οικοδομή, προκειμένου να παρακολουθήσει την πορεία των εργασιών που είχε αναλάβει σε άλλη οικοδομή. Ότι κατά τη διάρκεια της απουσίας του, ο άλλος εργάτης ζήτησε από τον ενάγοντα να τον βοηθήσει, ώστε να μην ανεβάσει τα χαλίκια με τα χέρια, αλλά με χρήση του ανυψωτικού μηχανήματος. Ότι ο ενάγων, χωρίς να ενημερώσει τηλεφωνικά τον τέταρτο από τους εναγομένους για να λάβει τη συναίνεσή του και χωρίς να έχει ούτε άδεια χειριστή ούτε σχετική εμπειρία, έθεσε σε λειτουργία το μηχάνημα, που εξακολουθούσε να βρίσκεται εγκατεστημένο στον τρίτο όροφο. Ότι για την εκτέλεση της εργασίας αυτής, ένας τρίτος εργάτης, που βρισκόταν στο ισόγειο, φόρτωνε τα χαλίκια σε οικοδομικό καρότσι, το οποίο στη συνέχεια προσάρμοζε στο σύστημα ανυψώσεως. Ότι κατόπιν, ο ενάγων, ευρισκόμενος στον τρίτο όροφο και μπροστά από το ανυψωτικό μηχάνημα, για να μπορεί να βλέπει προς τα κάτω και να παρακολουθεί την κίνηση του φορτίου, έφερνε το καρότσι με τη λειτουργία του μηχανήματος ως το ύψος του πρώτου ορόφου. Ότι εκεί, ο άλλος εργάτης, ευρισκόμενος στον πρώτο όροφο και ενώ ο ενάγων χαλάρωνε το συρματόσχοινο, τραβούσε πλάγια το καρότσι, ώστε να το φέρει στην πλάκα του πρώτου ορόφου και να αδειάσει τα χαλίκια από αυτό στο δάπεδο. Ότι με τον τρόπο αυτό έγινε για δυο ή τρεις φορές χρήση του ανυψωτικού μηχανήματος πέρα από τις προδιαγραφές του, που προέβλεπαν μεταφορά φορτίων μόνο στον όροφο όπου αυτό ήταν εγκατεστημένο και με κίνηση μόνο κατακόρυφη και όχι οριζόντια. Ότι με την εν λόγω αντικανονική χρήση επήλθε μεγάλη καταπόνηση των εξαρτημάτων του μηχανήματος. Ότι κατά την επόμενη χρήση, η καταπόνηση αυτή είχε ως συνέπεια την αιφνίδια θραύση της διαγώνιας συνδετικής ράβδου του πλαισίου στήριξης του μηχανήματος. Ότι η θραύση αυτή προκάλεσε την πτώση του καροτσιού στο έδαφος και την ανεξέλεγκτη περιστροφή του κινητήρα του μηχανήματος. Ότι ο κινητήρας, περιστρεφόμενος, κτύπησε τον ενάγοντα και Page 4 of 6
τον εξώθησε προς το κενό, όπου, εκτός από το χαμηλό στηθαίο του εξώστη της οικοδομής, δεν υπήρχε προσωρινό, προστατευτικό κιγκλίδωμα. Ότι η εξώθηση επέφερε την πτώση του ενάγοντος από το σημείο όπου βρισκόταν, στο οδόστρωμα, με αποτέλεσμα να υποστεί πολλαπλά κατάγματα. Ότι το ατύχημα προήλθε κατά κύριο λόγο από έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλε και μπορούσε να επιδείξει ο ενάγων, διότι, πέραν του ότι αυτός χρησιμοποίησε το ανυψωτικό μηχάνημα χωρίς εντολή ή συναίνεση του εργοδότη του και χωρίς να κατέχει άδεια χειριστή ή σχετική εμπειρία, κατά τη χρήση, την οποία αυθαιρέτως έκανε, παραβίασε τους κανόνες της καλής λειτουργίας του μηχανήματος και εκτέλεσε κίνηση όχι μόνο κατακόρυφη, αλλά και οριζόντια, επιφέροντας καταπόνηση αυτού έξω από τις προδιαγραφές του. Ότι στην επέλευση του ατυχήματος συνέβαλε και η έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλε και μπορούσε να επιδείξει τόσο ο πρώτος από τους εναγομένους (εργολάβος του όλου έργου) όσο και ο τέταρτος από αυτούς (υπεργολάβος, εργοδότης του ενάγοντος), συνιστάμενη στο ότι ο μεν υπεργολάβος των οπτοπλινθοδομών είχε την υποχρέωση να τοποθετήσει στα πέρατα των πλακών της οικοδομής και στους εξώστες αυτής προσωρινά, ανθεκτικά κιγκλιδώματα ή θωράκια, για την προστασία των εργαζομένων, οι οποίοι κατά την εκτέλεση της εργασίας τους ήσαν υποχρεωμένοι να κινούνται επ' αυτών, ο δε εργολάβος του όλου έργου είχε την υποχρέωση να απαιτήσει την εκπλήρωση της εν λόγω υποχρεώσεως του υπεργολάβου και να ελέγξει τη συμμόρφωσή του. Ότι η έκταση της συγκλίνουσας υπαιτιότητας των ως άνω εναγομένων ανέρχεται σε ποσοστό 70%, ενώ η κύρια υπαιτιότητα του ενάγοντος ανέρχεται σε ποσοστό 30%, δοθέντος ότι, παρά τα προαναφερθέντα περιστατικά, επί της κατανομής της υπαιτιότητας η απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου δεν έχει προσβληθεί με λόγο έφεσης. Σύμφωνα με τις παραδοχές αυτές και αφού το Εφετείο έλαβε υπ' όψη και την έκταση των σωματικών βλαβών, τις οποίες είχε υποστεί ο παθών από το ατύχημα, καθώς και τις επιπτώσεις αυτών στην μετέπειτα πορεία της ζωής του, έκανε δεκτή την έφεση του αναιρεσείοντος, εξαφάνισε την τότε εκκαλουμένη απόφαση και, δικάζοντας εκ νέου την ένδικη αγωγή, την έκανε δεκτή σε μικρότερη έκταση, επιδικάζοντας ως χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 120.000 ευρώ, αντί του ποσού των 150.000 ευρώ που είχε επιδικασθεί πρωτοδίκως. Με την κρίση αυτή το Εφετείο αφ' ενός εφάρμοσε εσφαλμένα τις διατάξεις που προαναφέρθηκαν και αφ' ετέρου τις παραβίασε εκ πλαγίου, διότι α) θεμελίωσε την υπαιτιότητα των εναγομένων, υπό την έννοια που προαναφέρθηκε, στην παράλειψη της τοποθέτησης προσωρινού προστατευτικού κιγκλιδώματος έμπροσθεν του ανυψωτικού μηχανήματος στον τρίτο όροφο της οικοδομής, χωρίς να διευκρινίσει ότι η λειτουργία του και η κατ' αυτήν περιστροφή του για την εναπόθεση των φορτίων επάνω στην πλάκα του ορόφου θα ήταν εφικτή και με την παρουσία του κιγκλιδώματος και β) αν και δέχθηκε ότι στην επέλευση του ατυχήματος είχε συμβάλει κατά κύριο λόγο η αμελής συμπεριφορά του παθόντος εργαζομένου και μόνο δευτερευόντως η αμελής συμπεριφορά του εργολάβου και του υπεργολάβου, αντιφατικώς καθόρισε το ποσοστό της υπαιτιότητας των τελευταίων σε 70% και εκείνο της συνυπαιτιότητας του πρώτου σε 30%. Εν όψει δε του ότι με την έφεση του αναιρεσείοντος πληττόταν η τότε εκκαλουμένη απόφαση και ως προς τον καθορισμό του ποσού, που είχε κριθεί ως εύλογο για τη χρηματική ικανοποίηση του παθόντος, δεν υπήρχε ανάγκη διατύπωσης ειδικού παραπόνου ως προς την έκταση της κατανομής της υπαιτιότητας μεταξύ των συντελεστών του ενδίκου εργατικού ατυχήματος, το περί της οποίας κεφάλαιο είχε μεταβιβασθεί στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο ως κατά νόμο αναγκαίος συντελεστής της εξεύρεσης του εύλογου ποσού της χρηματικής ικανοποίησης. Επομένως, οι πρώτος, δεύτερος και τέταρτος από τους λόγους της αιτήσεως, με τους οποίους επισημαίνονται οι παραβάσεις αυτές και προσάπτονται στην προσβαλλομένη απόφαση οι αναιρετικές πλημμέλειες του άρθρου 559 αρ.1 και αρ.19 ΚΠολΔ, είναι βάσιμοι. 6. Σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του ιδίου δικαστηρίου, του οποίου η συγκρότηση από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, είναι εφικτή (ΚΠολΔ 580 παρ.3). Η έρευνα των υπολοίπων λόγων αναιρέσεως αποβαίνει περιττή. Τέλος, πρέπει να καταδικασθούν οι αναιρεσίβλητοι στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτού (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2). 7. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 579 παρ.2 ΚΠολΔ, "αν αποδεικνύεται προαποδεικτικώς εκούσια ή αναγκαστική εκτέλεση της απόφασης που αναιρέθηκε, ο Άρειος Page 5 of 6
Πάγος, αν υποβληθεί αίτηση με το αναιρετήριο ή με τις προτάσεις ή με αυτοτελές δικόγραφο, που κατατίθεται στη γραμματεία του Αρείου Πάγου ως την παραμονή της συζήτησης, διατάζει με την αναιρετική απόφαση την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την εκτέλεση". Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, βασική προϋπόθεση για να διατάξει ο Άρειος Πάγος την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την εκτέλεση, εκούσια ή αναγκαστική, είναι το να έχει γίνει η εκτέλεση με βάση την αναιρούμενη απόφαση (ΑΠ 20/2011). Στην προκειμένη περίπτωση, με τις προτάσεις που κατέθεσε εμπροθέσμως (ΚΠολΔ 570 παρ.1), ο αναιρεσείων υποβάλλει αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την εκούσια συμμόρφωσή του προς το προσωρινώς εκτελεστό μέρος της 4908/2009 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Εξ αυτού έπεται ότι το αίτημα είναι μη νόμιμο, αφού δεν πρόκειται περί εκτελέσεως που έγινε με βάση την αναιρούμενη 368/2011 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, αλλά με βάση την εκκαλούμενη απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, η οποία, μετά την παραδοχή της αιτήσεως αναιρέσεως και την αναβίωση της εκκρεμοδικίας επί της εφέσεως, έχει ανακτήσει την ισχύ της και, επί του παρόντος, δικαιολογεί την περιουσιακή μετακίνηση που έγινε λόγω της προσωρινής εκτελέσεως αυτής. Επομένως, το αίτημα πρέπει να απορριφθεί. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΝΑΙΡΕΙ την 368/2011 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς. ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση στο ίδιο δικαστήριο, του οποίου η συγκρότηση από άλλους δικαστές είναι εφικτή. ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την εκτέλεση. - Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους αναιρεσίβλητους να πληρώσουν στον αναιρεσείοντα δύο χιλιάδες τριακόσια (2.300) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα την 26η Ιουνίου 2012. -Και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στην Αθήνα την 28η Ιουνίου 2012. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Source URL: https://www.taxexperts.gr/εφο/εργατικά-ασφαλιστικά/άρειοςπάγος-1158-26062012-σε-περίπτωση-ατυχήματος-που-έγινε-έπειτα-από Page 6 of 6