Η ΑΡΧΑΪΚΗ ΣΠΑΡΤΗ ΤΟΥ 8ΟΥ - 6ΟΥ ΑΙ.

Σχετικά έγγραφα
Τειχισμένο, κέντρο διοίκησης. Ο τρόπος άσκησης της εξουσίας και ο βαθμός συμμετοχής των πολιτών. Κώμες & καλλιεργήσιμες εκτάσεις

600 π.χ π.χ. Ο ΕΛΛΗΝΑΣ ΟΠΛΙΤΗΣ

Τσώτα Ελένη και Στρατηγοπούλου Δήμητρα

Ιστορία. Α Λυκείου. Κωδικός Απαντήσεις των θεμάτων ΟΜΑΔΑ Α. 1o ΘΕΜΑ

Όνομα: Χρήστος Φιλίππου Τάξη: A2

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΑΡΧΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ ΣΤΗΝ Τράπεζα Θεμάτων

ΑΡΧΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ (σελ.84-97) Α. Βασιλεία α. Δικαίωμα να ψηφίζουν για ζητήματα της πόλης είχαν όλοι οι πολίτες, ακόμα και οι πιο φτωχοί

Υπεύθυνη καθηγήτρια: κα. Π. Γιαννακοπούλου Μαθήτριες: Ασσάτωφ Άννα, Μιχαλιού Μαντώ, Αργύρη Μαρία, Τσαουσίδου - Πετρίτση Σοφία Τμήμα: Α3

ΑΡΧΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ π.χ.

Α Δηλιακή συμμαχία Πηγαίνετε στη σελίδα 99 και διαβάστε την πηγή. Ποια ήταν η έδρα της συμμαχίας; Ποιοι συμμετείχαν; Ποιος ήταν ο στόχος της συμμαχίας

ΤΑ ΑΙΤΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΑΦΟΡΜΕΣ ΤΟΥ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΑΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ - Ο ΑΡΧΙΔΑΜΕΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ

ΓΥΜΝΑΣΙΟ «ΒΕΡΓΙΝΑ» ΛΑΡΝΑΚΑΣ ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ ΓΡΑΠΤΕΣ ΠΡΟΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΙΟΥΝΙΟΥ Μάθημα: Ιστορία Ημερομηνία: 6 Ιουνίου 2016

Αρχαϊκή εποχή. Πότε; Π.Χ ΔΕΜΟΙΡΑΚΟΥ ΜΑΡΙΑ

Η κοινωνική οργάνωση της αρχαϊκής εποχής

Πολιτεύματα Πολιτειακές εξελίξεις

Αρχαία Ελληνική Ιστορία

Ιστορία Α Λυκείου Κωδικός 4459 Απαντήσεις των θεμάτων ΟΜΑΔΑ Α. 1ο ΘΕΜΑ

1. Να αναλύσετε το ρόλο που έπαιξαν οι Αµφικτυονίες ως θρησκευτικοί, πολιτικοί και κοινωνικοί θεσµοί των αρχαίων Ελλήνων.

Χαρακτηριστικές εικόνες από την Ιλιάδα του Ομήρου

ΣΠΑΡΤΙΑΤΕΣ. Οδυσσέας Περαντζάκης

ΑΡΧΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ. ΑΡΧΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ ( π.χ. )

Η Ίδρυση της Ρώμης και η οργάνωσή της. Επιμέλεια Δ. Πετρουγάκη, φιλόλογος

Εισαγωγή στην Αρχαία Ελληνική Ιστορία (55ΑΥ2) Διδάσκων: Α. Farrington ( Έλεγχος προόδου (Ενότητες 4 5)

ΕΙΡΗΝΗ ΒΥΖΙΡΙΑΝΝΑΚΗ ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΟΥ ΠΑΥΛΟΣ ΔΕΡΜΙΤΖΑΚΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΟΥΡΗΣ

ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΥ ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ ΓΡΑΠΤΕΣ ΠΡΟΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΜΑΪΟΥ- ΙΟΥΝΙΟΥ 2017 ΒΑΘΜΟΣ :... ΜΑΘΗΜΑ: ΙΣΤΟΡΙΑ

5η ιδακτική Ενότητα ΠΩΣ ΟΡΙΖΕΤΑΙ ΣΗΜΕΡΑ Η ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΠΕΡΙΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ ΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΡΗΤΑ ΚΑΙ ΤΑ ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ

ΑΡΧΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ. (479: τέλος Περσικών πολέμων)

Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου, Αυτοβιογραφία

ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ ΜΙΑ ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ

Οδύσσεια Τα απίθανα... τριτάκια! Tετάρτη τάξη. Επαναληπτικές Ασκήσεις 2 ης ενότητας - Αρχαϊκά χρόνια. Αρχαϊκά Χρόνια

Ερωτήσεις ανοικτού τύπου

Η ΚΙΝΑ ΣΤΟΝ 21 Ο ΑΙΩΝΑ: ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΕΙΡΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΗΣ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗΣ

Ιστορία. Α Λυκείου. Κωδικός Απαντήσεις των θεμάτων ΟΜΑΔΑ Α. 1ο ΘΕΜΑ

Η Ελλάδα από το 1914 ως το 1924

Το κράτος της Σπάρτης

TAK TAK ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΟΙ ΠΕΡΣΕΣ! Σ ΕΦΑΓΑ, ΠΑΛΙΟΒΑΡΒΑΡΕ! Σ ΕΜΕΝΑ ΜΙΛΑΣ, ΣΚΟΥΛΗΚΙ ΑΘΗΝΑΙΕ;

Τάσσης Βασίλειος 12ο Λύκειο

ΥΛΗ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΙΣΤΟΡΙΑ Α ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

ΥΛΗ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΙΣΤΟΡΙΑ Α ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ Α. ΑΡΧΑΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ

Εργασία του Τσαµπόυκου Νικολάου Ε.Α.Π. Αρ.Μητρώου: Σπουδές στον Ελληνικό Πολιτισµό ΕΛΠ11 Ελληνκή Ιστορία µε θέµα :

Χαιρετισμός στην εκδήλωση για την συμπλήρωση 20 χρόνων από την αδελφοποίηση των Δήμων Ηρακλείου και Λεμεσού

Παναγιώτης Γιαννόπουλος Σελίδα 1

e-seminars Αναπτύσσομαι 1 Προσωπική Βελτίωση Seminars & Consulting, Παναγιώτης Γ. Ρεγκούκος, Σύμβουλος Επιχειρήσεων Εισηγητής Ειδικών Σεμιναρίων

ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΠΟΧΗ π.χ. (σελ ) 1. Να αντιστοιχήσετε τις λέξεις της στήλης Α με αυτές της στήλης Β. Α Β

7ος αι ος αι. ΗΡΑΚΛΕΙΟΣ. αποφασιστικοί αγώνες και μεταρρυθμίσεις

ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΑ

ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΔΩΡΙΕΩΝ ΜΕΤΑΚΙΝΗΣΗ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ ΕΙΛΩΤΕΣ-ΠΕΡΙΟΙΚΟΙ. 11ος αι. 8 ος αι.π.χ.

Η «ΠΟΛΗ-ΚΡΑΤΟΣ» της ΑΡΧΑΙΑΣ ΑΘΗΝΑΣ

ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗΣ :ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΧΡΟΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΣΥΝΘΕΣΗΣ ΤΩΝ ΟΜΗΡΙΚΩΝ ΕΠΩΝ

Μάθημα : Ιστορία Τάξη Α

Ιστορία Ελληνικού και Ρωμαϊκού Δικαίου

Κεφάλαιο 8. Η γερµανική επίθεση και ο Β' Παγκόσµιος Πόλεµος (σελ )

Ιστορία. Α Λυκείου. Κωδικός Απαντήσεις των θεμάτων ΟΜΑΔΑ Α. 1ο ΘΕΜΑ

ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΑΓΙΑΣ ΦΥΛΑΞΕΩΣ ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ ΓΡΑΠΤΕΣ ΠΡΟΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΙΟΥΝΙΟΥ 2014

Λυσίου Κατὰ Φίλωνος οκιµ ασίας

ΕΛΠ 11 - Κεφάλαιο δύο: Η Πόλη- Κράτος - onlearn.gr - ελπ - εαπ .Σε τέσσερις ενότητες η γέννηση κι η εξέλιξη της πόλης κράτους, στην οποία βασίστηκε η οργάνωση ολόκληρου του ελληνικού πολιτισμού.

Ενότητα 19 - Από την 3η Σεπτεμβρίου 1843 έως την έξωση του Όθωνα (1862) Ιστορία Γ Γυμνασίου

ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΑΓΛΑΝΤΖΙΑΣ ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ ΓΡΑΠΤΕΣ ΠΡΟΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ MΑΪΟΥ - ΙΟΥΝΙΟΥ 2017 ΜΑΘΗΜΑ: ΙΣΤΟΡΙΑ

ΕΡΓΑΣΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ

ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

1. Ο μυκηναϊκός πολιτισμός εμφανίζει σημαντικά κέντρα και σε περιοχές της Μακεδονίας και της Θράκης

e-seminars Συνεργάζομαι 1 Προσωπική Βελτίωση Seminars & Consulting, Παναγιώτης Γ. Ρεγκούκος, Σύμβουλος Επιχειρήσεων Εισηγητής Ειδικών Σεμιναρίων

α. Βασίλειο πόλεις-κράτη ομοσπονδιακά κράτη συμπολιτείες Η διάσπαση του κράτους του Μ. Αλεξάνδρου (σελ ) απελευθερωτικοί αγώνες εξεγέρσεις

ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ: Η ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΝΙΣΟΤΗΤΩΝ

ΟΜΑΔΑ Α. Α. 1. α. Επιλέξτε τη σωστή απάντηση: 1. Ο αρχηγός της αποστολής κατά το β αποικισμό ονομαζόταν: α) ευγενής β) ιδρυτής γ) οικιστής

ΘΩΜΑΣ ΑΚΙΝΑΤΗΣ

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ. ΘΟΥΚΥΔΙΔΗ, ΒΙΒΛΙΟ 3 ο,70 (1,2)

Η Ελλάδα στα Βαλκάνια και στον κόσµο χθες, σήµερα και αύριο

Σεβασμιότατε Μητροπολίτη Θηβών και Λεβαδείας κ. Γεώργιε, Κύριοι εκπρόσωποι των ενόπλων δυνάμενων και των σωμάτων ασφαλείας,

Κεφάλαιο 6. Η κρίση στα Βαλκάνια (σελ )

ΓΥΜΝΑΣΙΟ EΠΙΣΚΟΠΗΣ ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ ΓΡΑΠΤΕΣ ΠΡΟΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΜΑΪΟΥ - ΙΟΥΝΙΟΥ 2019

Συνέντευξη από την Ανδρούλλα Βασιλείου, Επίτροπο εκπαίδευσης, πολιτισμού, πολυγλωσσίας και νεολαίας

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ "ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ ΚΑΙ ΕΝΩΣΗ "

Ορισµένες διαστάσεις της εξωτερικής πολιτικής της Γαλλίας

ΟΜΗΡΙΚΗ ΕΠΟΧΗ (

Η θέ ση της γυναί κας στην αρχαί α Αθη να καί στην αρχαί α Σπα ρτη.

Οι λαοί γύρω από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία

Μύθοι. Τοπικοί μύθοι Η ανάγκη των ανθρώπων οδήγησε στη δημιουργία μύθων

Πόλεμος και Πολιτική

ΕΙΣΑΓΩΓΗ. Εισαγωγικά στην αρχαία Ελληνική ιστοριογραφία

ΙΣΤΟΡΙΑ Α' Γυμνασίου. ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ- ΑΡΧΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ ( π.χ.) Περίληψη κεφαλαίου

1. Κίμων α. Διακυβέρνηση Αχαϊκής Συμπολιτείας

β) Αν είχες τη δυνατότητα να «φτιάξεις» εσύ έναν ιδανικό κόσμο, πώς θα ήταν αυτός;

Σελίδα 1 από 5. Τ

ΤΟ ΑΘΗΝΑΙΚΟ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑ ΤΗΣ ΑΜΕΣΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ. Ομάδα 1 η Δήμου Σωτήρης, Νακούτση Ευαγγελία, Τσιώλης Φώτης

Ένα γόνιμο μέλλον. στο παρόν και πνευματικές ιδιότητες που εκδηλώνουν οι Έλληνες όταν κάνουν τα καλά τους έργα

ΙΙ. ΙΣΤΟΡΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ': ΑΡΧΑÏΚΗ ΕΠΟΧΗ ( π.χ.) 5. ΑΘΗΝΑ: ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΚΠ. ΕΤΟΥΣ Απαντήσεις

ΔΙΑΛΕΞΗ ΤΡΙΤΗ ΤΟ ΑΛΦΑΒΗΤΟ ΚΑΙ Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ

Η Γαλλική επανάσταση ( )

Κοινή Γνώμη. Κολέγιο CDA ΔΗΣ 110 Κομμωτική Καρολίνα Κυπριανού 11/02/2015

ΒΑΣΙΚΑ ΓΝΩΡΙΣΜΑΤΑ-ΣΥΓΚΡΙΣΗ. Ε Ομάδα Παναγιώτης Σιδηρόπουλος Μαρία Τριανταφυλλιά Ρεβέλου Μιχάλης Ριτσατάκης Μαρίνα Σπηλιωτοπούλου

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΕΠΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΣΤΑ ΟΜΗΡΙΚΑ ΕΠΗ

ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΓΡΑΠΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΩΣ ΜΕΣΟ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΗΣ ΜΗ ΒΙΑΣ ΤΩΝ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΚΑΙ ΓΗΓΕΝΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ ΣΤΟ ΣΧΟΛΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

Ενότητα 20 - Από την έξωση του Όθωνα (1862) έως το κίνημα στο Γουδί (1909) Ιστορία Γ Γυμνασίου. Η άφιξη του βασιλιά Γεωργίου του Α.

Διοικητικό Δίκαιο Ι. Μαθητική σχέση έννομη σχέση δημόσιου διοικητικού δικαίου. Αντικείμενο Διοικητικού Δικαίου Διοίκηση

ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΑΓΡΟΤΙΚΩΝ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΤΙΚΩΝ ΟΡΓΑΝΩΣΕΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ

«ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ» ΟΡΙΣΜΟΣ

τι είναι αυτό που κάνει κάτι αληθές; τι κριτήρια έχουμε, για να κρίνουμε πότε κάτι είναι αληθές;

Transcript:

Η ΑΡΧΑΪΚΗ ΣΠΑΡΤΗ ΤΟΥ 8ΟΥ - 6ΟΥ ΑΙ. Ιστοριογραφικά προβλήµατα: Ο Σπαρτιατικός Μύθος Αναφερόµενοι στην ιστορία της σπαρτιατικής κοινωνίας είναι χρήσιµο να εντοπίσουµε ορισµένα ιστοριογραφικά θέµατα που αφορούν στον τρόπο προσέγγισής της, δεδοµένου ότι η µελέτη της έχει ιδιαίτερα φορτιστεί µε στερεότυπα και ιδεολογήµατα. Τα αρχαία κείµενα που διαθέτουµε για τη Σπάρτη προέρχονται από µη-σπαρτιάτες συγγραφείς. Συχνά είναι αποσπασµατικά, αντιφατικά ή µεροληπτικά και χαρακτηρίζονται από ένα συνεχή αντίλογο που ταλαντεύεται µεταξύ µοµφής και επαίνου. Χρονολογικά (µε εξαίρεση τους ποιητές του 7ου αιώνα π.χ.) εντάσσονται σε δύο περιόδους: η πρώτη καλύπτει τον 5ο και τον 4ο αιώνα π.χ. και η δεύτερη από τον 2ο αιώνα π.χ. έως το τέλος της Ρωµαϊκής εποχής. Η πρώτη περίοδος χαρακτηρίζεται από την έντονη ιδεολογική και πολιτική αντιπαράθεση τόσο ανάµεσα στην Αθήνα και στη Σπάρτη, οι οποίες διεκδικούσαν την ηγεµονία της Ελλάδας, όσο και ανάµεσα στους πολιτικούς και φιλοσοφικούς κύκλους της ίδιας της Αθήνας, όπου η αναφορά στο παράδειγµα της Σπάρτης συχνά υποκαθιστά και αντανακλά αντίστοιχα τις πολιτικές προτιµήσεις και έριδες των Αθηναίων. Η περίοδος αυτή σηµαδεύτηκε επίσης από: α) την εµφάνιση της Αθήνας (µετά τα Μηδικά) ως ηγε- µονίδας πόλης που συνοδεύτηκε από τη δηµιουργία ενός νέου πολιτικού καθεστώτος, της δηµοκρατίας β) τον Πελοποννησιακό πόλεµο, που άλλαξε τη φυσιογνωµία των ελληνικών πόλεων γ) την ηγεµονία της Σπάρτης, ο τρόπος άσκησης της οποίας απογοήτευσε πολλούς θαυµαστές της δ) την ήττα της Σπάρτης από τους Θηβαίους και την απώλεια της ηγεµονίας της και ε) την ανάµειξη των Μακεδόνων που σηµατοδότησε τη µεταστροφή στη συµπεριφορά και στη δοµή των ελληνικών πόλεων. Την πρώτη αυτή περίοδο διακρίνονται ουσιαστικά δύο διαφορετικές στάσεις στην αθηναϊκή γραµµατεία σχετικά µε την ιστορία της Σπάρτης. Η πρώτη αφορά στη Σπάρτη της εποχής τους. Σχετικά µε αυτή θεωρούν ότι η Σπάρτη, µέσα στην πολύπλευρη κρίση που διένυε, είχε παρεκκλίνει από την αρχική της νοµοθεσία. Την κατέκριναν για τις κοινωνικές, οικονοµικές και πολιτικές ανισότητες και διακρίσεις µεταξύ των πολιτών, για τον ανταγωνισµό µεταξύ των διαφόρων µορφών εξουσίας του πολιτεύµατος, για Το καθεστώς της «ευνοµίας» της αρχαίας Σπάρτης αποτέλεσε

τον εκφυλισµό των ηθών και για τον µονοµερή προσανατολισµό των στόχων της κοινωνίας προς τον πόλεµο. Η δεύτερη αφορά στο παρελθόν της Σπάρτης, κατά το οποίο θεωρούν ότι επικρατούσε ένα δίκαιο πολίτευµα, η ευνοµία (έργο του Λυκούργου), ένα από τα καλύτερα αν όχι το καλύτερο µεταξύ των ελληνικών πόλεων. Η ευνοµία αυτή θεωρείται το αποτέλεσµα ενός µεικτού πολιτεύµατος που εκφράζει όλες τις κοινωνικές τάσεις µιας ισότιµης κατανοµής της γης, ενός ιδιόµορφου τρόπου ζωής και ενός δηµόσιου συστήµατος εκπαίδευσης. Επαινούν επίσης την ελευθερία, την ισότητα και την ισοµοιρία των πολιτών της, δηλαδή των οµοίων, τον σεβασµό και την υπακοή των πολιτών στους νόµους και στους άρχοντες της πόλης καθώς και το γεγονός ότι η Σπάρτη επέδειξε το µακροβιότερο πολίτευµα και δεν γνώρισε ξένο κατακτητή ούτε τυραννία ούτε πολιτειακές αλλαγές ούτε κοινωνικές αναταραχές όπως ο υπόλοιπος ελληνικός κόσµος. Ωστόσο το στοιχείο που εντυπωσίαζε τους Αθηναίους του 5ου και του 4ου αιώνα π.χ. δεν είναι τόσο το σύστηµα αξιών της Σπάρτης όσο η Η πολεµική αποτελεσµατικότητα των Σπαρτιατών στις δύσκολες «Αν κανείς µε ρωτούσε αν νοµίζω ότι ακόµη και τώρα οι νόµοι του Λυκούργου διατηρούνται αµετάβλητοι δεν θα είχα βέβαια πλέον την τόλµη να το πω. Διότι γνωρίζω ότι οι Λακεδαιµόνιοι σε παλαιότερη εποχή προτιµούσαν µε λίγα πράγµατα να ζουν στον τόπο τους και µεταξύ τους, παρά ως αρµοστές στις πόλεις και µε την κολακεία να διαφθείρονται. Και άλλοτε, όπως γνωρίζω, φοβούνταν να παρουσιάζονται µε χρήµατα, ενώ τώρα µερικοί επιδεικνύουν ότι έχουν. Γνωρίζω ακόµη ότι άλλοτε και ξενηλασία γινόταν και ταξίδια έξω από την χώρα δεν επιτρέπονταν, για να µην παρασύρονται οι πολίτες από τους ξένους στην εύκολη ζωή, ενώ τώρα γνωρίζω ότι οι θεωρούµενοι πρώτοι στην Σπάρτη επιδιώκουν αδιάκοπα µε ποιον τρόπο να είναι αρµοστές στο εξωτερικό. Και άλλοτε φρόντιζαν να είναι άξιοι ηγεµόνες, ενώ τώρα προσπαθούν µε ποιον τρόπο να γίνουν άρχοντες, παρά να είναι άξιοι για αυτό. Για αυτό λοιπόν οι Έλληνες άλλοτε έρχονταν στην Σπάρτη και παρακαλούσαν να τους οδηγήσουν εναντίον αυτών που νόµιζαν άδικους, ενώ τώρα πολλοί προσκαλούν και άλλους για να τους εµποδίσουν να γίνουν και πάλι ηγεµόνες. Δεν πρέπει όµως να απορούµε για τις αξιοκατάκριτες αυτές πράξεις τους, αφού είναι φανερό ότι ούτε στο θεό υπακούουν, ούτε στους νόµους του Λυκούργου» (Ξενοφώντας Λακεδαιµονίων Πολιτεία 14).

αποτελεσµατικότητα που επέδειξε σε δύσκολες περιόδους, όπως αυτή του Πελοποννησιακού πολέµου. Στη δεύτερη περίοδο (από τον 2ο αιώνα π.χ. και ύστερα) η ιστορική πραγµατικότητα είναι διαφορετική: η ρωµαϊκή κατάκτηση βάζει τέλος στην ιδεολογική και πολιτική έριδα των ελληνικών πόλεων για την πρωτοκαθεδρία της Ελλάδας. Σε συστοιχία µε αυτή την πραγµατικότητα οι µαρτυρίες για τη σπαρτιατική πολιτεία παραπέµπουν κυρίως στο ένδοξο παρελθόν της Σπάρτης, στη χρυσή εποχή του Λυκούργου και επαναλαµβάνουν τα γενικά σηµεία που προαναφέραµε, ακολουθώντας το πνεύµα των φιλολακώνων της Κλασικής εποχής. Το ενδιαφέρον ωστόσο των συγγραφέων της Ρωµαϊκής εποχής εντοπίζεται περισσότερο στο ηθικό παρά στο πολιτειακό επίπεδο και η προσοχή τους στρέφεται περισσότερο προς το άτοµο και στον τρόπο συµπεριφοράς του και λιγότερο στον τρόπο συγκρότησης µιας κοινωνίας. Έτσι το ενδιαφέρον για τη Σπάρτη µετατοπίζεται από τις αρετές του πολίτη στην ηθική διάπλαση του ατόµου, ο ρόλος του οποίου θεωρείται καθοριστικής σηµασίας για τις δηµόσιες υποθέσεις. Στο πλαίσιο αυτό η συµπεριφορά του Σπαρτιάτη εµφανίζεται να ξεπερνά τα περιορισµένα όρια του πολίτη της Σπάρτης και να αποκτά µια ευρύτερη ηθοπλαστική σηµασία στη διαµόρφωση του ατόµου. Με αφετηρία τη φιλολογική αυτή κληρονοµιά, από τον 15ο αιώνα και µέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, το σπαρτιατικό µοντέλο αναβιώνει προσφέροντας µια εµπεριστατωµένη επιχειρηµατολογία, προκειµένου να στηριχτούν νέες θεωρίες και απόψεις και να ερµηνευτούν νέες ιδεολογικές τάσεις ή ρεύµατα. Τον 15ο αιώνα στο πρότυπο της σπαρτιατικής παιδείας αναγνωρίζεται για τον Πλήθωνα τον Γεµιστό και τον µαθητή του, Βησσαρίωνα, ο τρόπος εκπαίδευσης ενός εθνικού στρατού που θα επέτρεπε την αναβίωση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Αργότερα στην Ιταλία ο Μακιαβέλι προβάλλει µέσα από τις αναφορές του στη Σπάρτη την εικόνα του ένοπλου πολίτη που υπερασπίζεται µέχρι αυτοθυσίας την πατρίδα του και το ισόρροπο µεικτό πολίτευµα. Ο 16ος αιώνας, βασιζόµενος κυρίως στο έργο του Πλουτάρχου, προβάλλει το ηθικό κύρος της σπαρτιατικής πολιτείας. Τον 17ο και τον 18ο αιώνα στη Γαλλία η σπαρτιατική πολιτεία γίνεται σύµβολο πατριωτισµού, πολιτικής και κοινωνικής ισότητας και συνταγµατικής τάξης. Τον 19ο αιώνα ο φιλολακωνισµός µετατοπίζεται από την Αγγλία και τη Γαλλία στη Γερµανία και κορυφώνεται κατά τη χιτλερική περίοδο, όπου στον χαρακτήρα του Ο Άγγλος George Grote (αριστερά) και ο Γάλλος Fustel de

Σπαρτιάτη αναγνωρίζονται οι κοινές αρετές του πολέµου, της ανωτερότητας, της επιλεκτικότητας και της κυριαρχίας της δωρικής και γερµανικής φυλής. Από τον 19ο αιώνα και έπειτα αρχίζει να υφαίνεται ένα πλήθος ιστορικών απόψεων, µεθοδολογικών προσεγγίσεων και ερµηνευτικών προτάσεων, µε στόχο την ανάλυση και την εξέταση της σπαρτιατικής κοινωνίας. Την εποχή αυτή ανοίγονται κυρίως τρεις ερµηνευτικοί δρόµοι από τρεις µεγάλους ιστορικούς, αντίστοιχα: τον Γερµανό O. Mùller, τον Άγγλο G. Grote και τον Γάλλο Fustel de Coulanges, οι θέσεις των οποίων αποτελούν τη βάση πάνω στην οποία στηρίζονται οι ερµηνείες για τον κοινωνικο-πολιτικό χαρακτήρα της σπαρτιατικής πολιτείας. Για τον O. Mùller, η παρουσία του Λυκούργου δεν έχει ιδιαίτερη σηµασία. Οι θεσµοί της Σπάρτης είναι το έργο µιας φυλής, της δωρικής, και η Σπάρτη το αντιπροσωπευτικό δείγµα του δωρικού πνεύµατος. Αντίθετα ο G. Grote αρνείται τη φυλετική προέλευση των θεσµών της, αφού σε άλλες δωρικές πόλεις δεν συναντάµε αντίστοιχη πολιτειακή συγκρότηση. Θεωρεί τους θεσµούς της Σπάρτης ιδιαίτερους και ξεχωριστούς, γεγονός που τη διακρίνει από τις άλλες πόλεις. Αναγνωρίζει εν µέρει το έργο ενός νοµοθέτη και υποστηρίζει πως η σπαρτιατική νοµοθεσία διατηρεί πολλά στοιχεία από την πολιτική οργάνωση της οµηρικής κοινωνίας. Τέλος, για τον Fustel de Coulanges το πρόσωπο του Λυκούργου δεν διαδραµατίζει κανέναν ρόλο. Στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός του θέτει την ιδιότυπη συγκρότηση της αρχαίας ελληνικής κοινωνίας σε πόλεις-κράτη και αναγνωρίζει την ιδιαιτερότητα των ελληνικών κοινωνιών. Ωστόσο, αρνείται την προβαλλόµενη διαφορά µεταξύ Αθήνας και Σπάρτης και υποστηρίζει ότι η Σπάρτη παρουσιάζει τα ίδια κοινά χαρακτηριστικά µε τις υπόλοιπες ελληνικές πόλεις. Οι ανασκαφές της αγγλικής αρχαιολογικής σχολής στον ναό της Αρτέµιδας Ορθίας (1906-1910) και οι ανασκαφές της γερµανικής σχολής στις Αµύκλες (1924-1928) αναδεικνύουν µια ακµάζουσα Σπάρτη (περίπου µέχρι τα µέσα του 6ου αιώνα π.χ.), πολιτιστικό κέντρο της Αρχαϊκής εποχής, σε αντίθεση µε την εικόνα της εσωστρεφούς και ξενόφοβης πόλης που εµφάνιζαν οι φιλολογικές πηγές. Έτσι από τη δεκαετία του 30 και ύστερα οι ιστορικοί για να συµφιλιώσουν την αντιθετική αυτή εικόνα επικαλούνται τις ξεχωριστές συνθήκες και τους ιδιαίτερους παράγοντες που έδρασαν στη Σπάρτη, τονίζοντας ιδιαίτερα τον φόβο των ειλώτων και τον ανταγωνισµό µε το Άργος και στη συνέχεια µε την Αθήνα.

Ο 8ος αιώνας Η δηµιουργία της πόλης Η Σπάρτη δεν κατοικήθηκε πριν από τον 9ο αιώνα και στην πράξη ελάχιστα γνωρίζουµε για τη δηµιουργία της πόλης της Σπάρτης. Από τα τέλη του 9ου αιώνα π.χ. και κατά τη διάρκεια του 8ου αιώνα π.χ. η πόλη οργανώνεται σταδιακά και επεκτείνει τα όρια και την κυριαρχία της εντός και εκτός Λακωνίας. Στις αρχές του 8ου αιώνα ο αρχικός οργανικός νόµος της πόλης γεννιέται από τον συνοικισµό (συνένωση) 4 δήµων, όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος, ή 4 χωριών, όπως αναφέρει ο Θουκυδίδης την Πιτάνη, τη Μεσσόα, την Κυνόσουρα, των Λιµνών. Μέχρι τα µέσα του 8ου αιώνα και έπειτα από πολλές συγκρούσεις στην πολιτειακή ένωση που είχε σχηµατιστεί θα ενσωµατωθούν και οι Αµύκλες. Σύµφωνα µε ορισµένες παραδόσεις, µεταξύ των κατακτητών και των Αµυκλών υπήρξε µια αρχική συµφωνία, ένα modus vivendi. Στη συνέχεια όµως οι Αµύκλες επαναστάτησαν και µετά την ήττα τους οι περισσότεροι κάτοικοι κατέφυγαν στην Κρήτη (Γόρτυνα) και στην Κύπρο. Αυτή πιθανότατα πρέπει να ήταν η παράδοση που κυκλοφορούσε µέσα στη Σπάρτη. Το πιθανότερο είναι ότι οι Αµύκλες, η ισχυρότερη πόλη της περιοχής, παρέµεινε αρχικά ανεξάρτητη. Στη συνέχεια έπειτα από σκληρές µάχες πρέπει να επιτεύχθηκε µια συµφωνία, η οποία επέτρεπε σε όποιον επιθυµούσε να εγκαταλείψει τις Αµύκλες, ενώ όσοι θα παρέµεναν θα γίνονταν πολίτες µε πλήρη πολιτικά δικαιώµατα. Η ενσωµάτωση των Αµυκλών ήταν ένα απαραίτητος όρος για να µπορέσει η Σπάρτη στη συνέχεια να επεκταθεί σε ολόκληρη τη νότια Λακωνία (µέχρι το Έλος και το Γύθειο) και δύο γενιές αργότερα (προς τα δυτικά) στη Μεσσηνία. Πριν από την επέκταση προς τη Μεσσηνία µπορούµε να τοποθετήσουµε την πρώτη οργάνωση των εξουσιών της πόλης (για ορισµένους σύγχρονους ιστορικούς η οργάνωση αυτή ταυτίζεται µε τη Μεγάλη Ρήτρα), η οποία της επέτρεψε να ανταποκριθεί µε επιτυχία στους µακρόχρονους πολέµους που διεξήγαγε. Σε πολιτικό επίπεδο η πόλη οργανώνεται γύρω από τη διοίκηση της βασιλικής εξουσίας, την οποία περιβάλλει ένα συµβούλιο που αποτελείται από τους σηµαντικότερους εκπροσώπους της πολεµικής αριστοκρατίας των µεγαλογαιοκτηµόνων. Ο βασιλιάς (ή οι βασιλείς) συγκαλούσε τους Ξίφος του 1200 π.χ. και άλλα ορειχάλκινα όπλα, που ανήκουν

ευγενείς σε συνέλευση, χωρίς να είναι ωστόσο υποχρεωµένος να ακολουθήσει τη γνώµη τους. Την περίοδο αυτή ολοκληρώνεται και ο σχηµατισµός της Σπάρτης ως πόλης-κράτους, δηλαδή ως µορφής οργάνωσης και διοίκησης ενός συνόλου ανθρώπων που κατοικούν σε µια ορισµένη έκταση γης. Ωστόσο, από χωροταξική και αρχιτεκτονική άποψη η Σπάρτη δεν θα ακολουθήσει τις εξελίξεις που παρατηρούµε στον υπόλοιπο ελληνικό κόσµο κατά τον 8ο-6ο αιώνα. Οι Σπαρτιάτες ποτέ δεν δηµιούργησαν ένα αστικό κέντρο. Αντίθετα διατήρησαν την παλαιότερη µορφή εγκατάστασης σε επιµέρους χωριά. Η δηµογραφική αύξηση κατά την περίοδο αυτή καθώς και η επέκταση της Σπάρτης στην περιοχή της Λακωνίας προκάλεσε ένα κοινωνικό πρόβληµα, το οποίο συνδεόταν άµεσα µε το ζήτηµα της κατανοµής της γης, δεδοµένης της δοµής της αριστοκρατικής κοινωνίας. Συγκεκριµένα η γη που µεταβιβαζόταν αναλλοίωτη και αναπαλλοτρίωτη από τον έναν Σπαρτιάτη στον άλλον δεν επαρκούσε για όλους, µε αποτέλεσµα πολλοί Σπαρτιάτες να µένουν στο περιθώριο της πολιτικής, κοινωνικής και οικονοµικής ζωής. Αρχαϊκή σφίγγα του 13ου αιώνα π.χ., από την περιοχή που χτί- Α' Μεσσηνιακός πόλεµος (735/30-715/10 ) Η σηµαντικότερη πηγή για τον Α Μεσσηνιακό πόλεµο, όπως άλλωστε και για τον Β, είναι ο Παυσανίας, ο οποίος για τον µεν Α στηρίζεται στον ιστορικό Μύρωνα από την Πριήνη (πιθανότατα 3ος αιώνας π.χ.) και για τον δε Β στηρίζεται στο Έπος του Ριανού (επικός ποιητής, 3ο αιώνα π.χ., που έχει γράψει έργα όπως τα Ηλειακά, Αχαϊκά, Θεσσαλικά, Ηράκλεια), ο οποίος στο έργο του, Μεσσηνιακά, εµφανίζει τον ρόλο του Μεσσήνιου ήρωα Αριστοµένη (Β Μεσσηνιακός πόλεµος) να µην υπολείπεται σχεδόν «Αν ερηµωνόταν η πόλη των Λακεδαιµονίων και παρέµεναν µόνο τα ιερά και οι βάσεις των οικοδοµηµάτων, µετά την παρέλευση αρκετού χρόνου θα γεννιόταν πολλή δυσπιστία στους µεταγενέστερους σχετικά µε την δύναµή τους σε σύγκριση µε τη δόξα τους [...] επειδή η πόλη δεν ήταν συγκεντρωµένη σε ένα µέρος, ούτε κατασκεύασε ιερά και πολυτελή οικοδοµήµατα, αλλά ήταν διαιρεµένη σε µικρά χωριά, κατά τον παλαιό τρόπο του συνοικισµού στην Ελλάδα, η δύναµή της θα φαινόταν πολύ κατώτερη» (Θουκυδίδης, 1.10).

σε τίποτε από εκείνον του Αχιλλέα στην Ιλιάδα. Πρέπει εποµένως να είµαστε προσεκτικοί για την εγκυρότητα αυτών των πηγών ως προς το τι αποτελεί µυθική και τι ιστορική παράδοση, δεδοµένου µάλιστα ότι το κράτος των Μεσσηνίων και η πόλη της Μεσσήνης ιδρύεται από τον Επαµεινώνδα το 369 (δηλαδή δύο χρόνια µετά την ήττα των Σπαρτιατών στα Λεύκτρα) και έπρεπε να δηµιουργηθεί µια ηρωϊκή ιστορία. Ενώ λοιπόν ο υπόλοιπος ελληνικός κόσµος στρέφεται προς τον αποικισµό, η Σπάρτη στρέφεται προς τη Μεσσηνία και εµπλέκεται σε έναν µακροχρόνιο πόλεµο, από τον οποίο εξέρχεται νικήτρια. Ο πόλεµος εκτυλίσσεται κυρίως στην Ιθώµη, οχυρό της Μεσσηνίας, όπου βρισκόταν και το ιερό του Ιθωµάτα Δία. Τους Μεσσήνιους που είχαν βασιλιά τον Αριστόδηµο βοηθούν οι Αργείοι. Τους Σπαρτιάτες που είχαν βασιλείς τον Πολύδωρο (Αγιάδης) και τον Θεόποµπο (Ευρυπωντίδης) βοηθούν οι Κορίνθιοι. Η αιτία του Α Μεσσηνιακού είναι εµφανής σε ένα απόφθεγµα του Πλουτάρχου. Όταν κάποιος ρώτησε τον Πολύδωρο, ενώ βάδιζε µε τον στρατό του εναντίον της Μεσσηνίας, αν θα πολεµούσε τα αδέρφια του, του απάντησε πως «επί την ακλήρωτον της χώρας βαδίζειν». Με την προσάρτηση της εύφορης κοιλάδας του Παµίσου (Στενύκλαρος) η Σπάρτη επιλύει το ζήτηµα της εξεύρεσης γης και αποκτά µεγάλες καλλιεργήσιµες εκτάσεις. Έτσι επιλύει το κοινωνικό της πρόβληµα µοιράζοντας τη χώρα στα δύο. Η πεδιάδα διαιρείται σε κλήρους που διανέµονται σε Σπαρτιάτες (πολιτική χώρα) και σε περίοικους (περιοικίδα χώρα). Από τους Μεσσήνιους ορισµένοι κατέφυγαν στα ορεινά, ενώ άλλοι στη νότια Ιταλία. Σύµφωνα µε µια παράδοση, ο Πολύδωρος δεν θέλησε να βρεθούν οι Μεσσήνιοι στην κατάσταση του είλωτα. Σύµφωνα µε άλλη παράδοση, οι Μεσσήνιοι υποβιβάζονται σε περίοικους και υποχρεώνονται να ορκιστούν ότι δεν θα αποστατήσουν ποτέ από αυτούς ούτε θα επιχειρήσουν στο µέλλον καµία αλλαγή του καθεστώτος καθώς και ότι θα παραδίδουν στη Σπάρτη τα µισά γεωργικά τους προϊόντα. Τέλος, οι γυναίκες των Μεσσηνίων όφειλαν να πηγαίνουν µαυροφορεµένες στη Σπάρτη, όταν γίνονταν κηδείες βασιλιάδων ή άλλων σηµαντικών αρχόντων. Με την απόκτηση της Μεσσηνίας η σπαρτιατική αριστοκρατία κατάφερε από νωρίς να επιλύσει το αγροτικό πρόβληµα που θα ταλαιπωρούσε ιδιαίτερα τον υπόλοιπο ελληνικό κόσµο τους επόµενους δύο αιώνες και ταυτόχρονα να εδραιώσει την κοινωνική και πολιτική της θέση. Έτσι αρχίζει για τη Σπάρτη µια σηµαντική περίοδος κοινωνικής Ο Α Μεσσηνιακός πόλεµος ξεκίνησε από την Ιθώµη και το Η σπαρτιατική αριστοκρατία επέλυσε νωρίς το αγροτικό πρό-

και πολιτικής σταθερότητας, οικονοµικής ανάπτυξης και επεκτατικής διάθεσης, που θα διαρκέσει περίπου µέχρι τα τέλη του 6ου αιώνα π.χ. Τάραντας Μετά το τέλος του πολέµου οι Σπαρτιάτες θα ιδρύσουν µία από τις σηµαντικότερες αποικίες της νότιας Ιταλίας στον Τάραντα (707;). Ως προς τις αιτίες ίδρυσής της, ο Έφορος αναφέρει πως οι πρώτοι που εξεστράτευσαν για τη Μεσσηνία ορκίστηκαν ότι δεν θα επιστρέψουν στη Σπάρτη παρά µόνο ως νικητές. Επειδή όµως τα χρόνια περνούσαν και οι γυναίκες της Σπάρτης έβλεπαν ότι δεν γεννιούνται πλέον νέοι Σπαρτιάτες µε αποτέλεσµα να κινδυνεύει η πόλη, παραπονούνταν στις Αρχές και ζητούσαν να στείλουν από τη Μεσσηνία τους πιο νέους Σπαρτιάτες, οι οποίοι δεν είχαν δεσµευθεί µε τον όρκο. Πράγµατι οι άντρες εστάλησαν και παρέµειναν για ένα διάστηµα, ενώ στη συνέχεια επέστρεψαν στη Μεσσηνία για να συνεχίσουν τον πόλεµο. Μετά τον πόλεµο όµως τα παιδιά που είχαν γεννηθεί θεωρούνταν εκτός νοµίµου γάµου και ονοµάστηκαν παρθενίαι. Αντίθετα κατά τον Θεόποµπο και τον Διόδωρο Σικελιώτη, οι παρθενίαι ήταν είλωτες απελεύθεροι (πιθανόν παιδιά που γεννήθηκαν από Σπαρτιάτισσες µε είλωτες). Κατά τον Αριστοτέλη όµως και τον Αντίοχο, οι παρθενίαι ήταν παιδιά Σπαρτιατών που δεν συµµετείχαν στον πόλεµο και για τον λόγο αυτόν κρίθηκαν άτιµοι και ονοµάστηκαν είλωτες. Αυτοί λοιπόν έχοντας αρχηγό κάποιον Φάλανθο επιχειρούν να ανατρέψουν το πολίτευµα. Το εγχείρηµα προδίδεται. Οι συνωµότες όµως δεν τιµωρούνται αλλά στέλνονται στον Τάραντα να ιδρύσουν αποικία, µε την υπόσχεση µάλιστα πως αν δεν τους αρέσει µπορούν να επιστρέψουν πίσω. Συνεπώς η δηµιουργία της αποικίας του Τάραντα στην Κάτω Ιταλία συνδέεται περισσότερο µε πολιτικές αιτίες (δηλαδή να αποδοθεί η Όσα αφορούσαν τους Μεσσηνίους οι Λακεδαιµόνιοι τα κανόνισαν ως εξής: Πρώτον τους ανάγκασαν να ορκιστούν ότι ποτέ δεν θα αποστατήσουν ούτε θα επιχειρήσουν άλλη καθεστωτική µεταβολή. Δεύτερον δεν όρισαν κανέναν πάγιο ρητό φόρο αλλά τους επέβαλλαν να παραδίδουν στη Σπάρτη τα µισά τους γεωργικά προϊόντα. Όρισαν επίσης στις κηδείες βασιλέων και άλλων επισήµων να πηγαίνουν από την Μεσσηνία στη Σπάρτη µαυροφορεµένοι άνδρες και γυναίκες» (Παυσανίας Μεσσηνιακά 14. 4).

πολιτική ιδιότητα σε νόθους) παρά µε την ανάγκη εξεύρεσης γης. Ο 7ος αιώνας Η περίοδος των αλλαγών Τον 7ο αιώνα π.χ. η Σπάρτη είναι µια ανοικτή και φιλόξενη αριστοκρατική κοινωνία που παρέχει πολιτική ισότητα σε ξένους (δικαίωµα που είχαν µόνο οι βασιλείς). Η πόλη έχει σηµαντική παραγωγή κεραµικών και αναπτύσσει εµπορικές ανταλλαγές µε τον υπόλοιπο ελληνικό κόσµο και την Ανατολή. Παράλληλα εµφανίζεται ως ένα πνευµατικό κέντρο της Ελλάδας όπου ανθεί η µουσική (Τέρπανδρος) και η ποίηση (Αλκµάνας). Μετά την κατάληψη της Μεσσηνίας οι Σπαρτιάτες συνάπτουν συµµαχία µε τους Ηλείους, η οποία τους εξασφαλίζει ένα σηµαντικό πλεονέκτηµα έναντι του Άργους. Μετά λοιπόν από αυτή τη συµµαχία, η Σπάρτη θα στραφεί κατά του Άργους. Σύµφωνα µε την παράδοση, η ήττα της Σπάρτης από τους Αργείους στη µάχη των Υσιών (στην περιοχή Θυρεάτιδα της Κυνουρίας) το 669 (λόγω του ότι οι Αργείοι είχαν υιοθετήσει ως πολεµικό σώµα τη φάλαγγα των οπλιτών) είχε ως αποτέλεσµα την εξέγερση των Μεσσηνίων. Τον 7ο αιώνα π.χ. η Σπάρτη παρουσιάζει έντονη παραγωγή Β Μεσσηνιακός Πόλεµος 640-620 π.χ. Η χρονολόγηση του πολέµου Η ακριβής χρονολόγηση του πολέµου παραµένει αβέβαιη και συζητήσιµη. Ο πόλε- µος αυτός, αν πιστέψουµε τον Παυσανία, γίνεται δύο γενιές µετά τον πρώτο, όταν στη Σπάρτη βασίλευαν ο εγγονός του Πολύδωρου (Ανάξανδρος) και του Θεόποµπου (Ζευξίµαχος). Σε αυτόν, όπως αναφέρει ο Τυρταίος, συµµετέχουν «πατέρων ηµετέρων πατέρες», δηλαδή οι εγγονοί των πολεµιστών του Α Μεσσηνιακού. Για τους βασιλείς αυτούς δεν γνωρίζουµε τίποτε και το ότι τοποθετούνται δύο γενιές αργότερα δεν µας επιτρέπει να εντοπίσουµε µε ακρίβεια τη χρονική περίοδο που έζησαν. Όπως αναφέραµε για τον Τυρταίο, δύο γενιές χωρίζουν τον Α από τον Β πόλεµο. Ο Παυσανίας, εκφράζοντας πιθανότατα και την άγνοια των αρχαίων, συγχέει τρείς χρονολογίες: εκείνη του 685-672 (ερµηνεύεται µε αφετηρία το τέλος του Α πολέ- Παράσταση του Δία και του αετού, σε λακωνική πρωτοαρ-

µου, η ακριβής χρονολογία του οποίου παραµένει αβέβαιη), εκείνη του 681-668 (ερµηνεύεται από µια σύγχυση που αφορά την αρχή και το τέλος της πολιορκίας του οχυρού της Είρας) και εκείνη του 670-657 (ήττα µάχης Υσιών). Στο όλο πρόβληµα να προσθέσουµε και τη χρονολογία του τέλους του πολέµου, που τοποθετείται γύρω στο 600, λαµβάνοντας υπόψη τους καταλόγους των Μεσσηνίων και των Σπαρτιατών Ολυµπιονικών και τον αριθµό των Σπαρτιατών που βασίλευσαν καθώς και τις µαρτυρίες του Πλουτάρχου και του Αιλιανού πως ο Επαµεινώνδας κολακευόταν να σηµειώνει ότι «ίδρυσε τη Μεσσήνη» 230 χρόνια µετά την κατάκτησή της. Αν και τα επιχειρήµατα φαίνονται αρκετά πειστικά, οι χρονολογίες βασιλέων και Ολυ- µπιονικών για την περίοδο αυτή είναι εξαιρετικά αβέβαιες. Μπορούµε εποµένως, έχοντας ως τέλος του Α Μεσσηνιακού πολέµου τη χρονολογία 710 και λαµβάνοντας υπόψη µας την εποχή που έζησε ο Τυρταίος (περίοδος που η Σπάρτη υιοθετεί τη φάλαγγα των οπλιτών ως τρόπο µάχης) καθώς και το ότι δύο γενιές περιλαµβάνουν περίπου 60 χρόνια, να τοποθετήσουµε τον Β Μεσσηνιακό πόλεµο περίπου το 640-620. Από τον 7ο αιώνα π.χ. και έπειτα, παρατηρείται µια ουσια- Ο πόλεµος Ο πόλεµος αυτός, αν ακολουθήσουµε τον Παυσανία, συνίσταται στην εξέγερση ορισµένων δυσαρεστηµένων απογόνων ευγενών Μεσσηνίων, των οποίων τα συµφέροντα είχαν πληγεί µετά τον Α Μεσσηνιακό. Αυτοί επαναστάτησαν µε αρχηγό τον ήρωα Αριστοµένη και έχοντας βοήθεια από το Άργος, τη Σικυώνα, τους Αρκάδες, τους Πισάτες και τους Αθηναίους. Πρόκειται συνεπώς για έναν µεγάλο συνασπισµό πόλεων (προεξάρχοντος του Άργους), ο οποίος στρέφεται κατά της Σπάρτης. Τους Σπαρτιάτες θα βοηθήσουν και πάλι κυρίως οι Κορίνθιοι και οι Λεπρεάτες. Κατά τη διάρκεια αυτού του πολέµου οι Σπαρτιάτες έπειτα από συνεχείς ήττες θα υιοθετήσουν τη φάλαγγα των οπλιτών, χάρη στην οποία θα νικήσουν. Η φάλαγγα των οπλιτών Από τα µέσα του 7ου αιώνα και έπειτα ο χαρακτήρας της πολεµικής τέχνης και ο τρόπος µάχης αλλάζει και υιοθετείται ένας νέος σχηµατισµός: η φάλαγγα των οπλιτών. Η φάλαγγα αποτελείται από βαριά οπλισµένους πεζούς, τους οπλίτες. Πρόκειται για έναν µαζικό σχηµατισµό πολεµιστών, κατάλληλα εκπαιδευµένων και εξασκηµένων να

πολεµούν µαζί. Στο εξής η µάχη παύει να είναι ατοµική (µεταξύ δηλαδή µεµονωµένων πολεµιστών) και γίνεται υπόθεση όλων. Το σηµαντικό ζήτηµα σε αυτόν τον τρόπο µάχης ήταν να µείνει αδιάσπαστη η γραµµή του σχηµατισµού, γιατί από αυτό εξαρτιόταν η ασφάλεια του κάθε οπλίτη. Έτσι η σταθερότητα στην επίθεση και η διατήρηση της θέσης έγινε η πρωταρχική πολεµική αρετή. Εκτός από τις αλλαγές που επέφερε στον οπλισµό (βλ. 3ο τόµο), η υιοθέτηση της φάλαγγας επέφερε και τεράστιες µεταβολές στις κοινωνικές και πολιτικές δοµές. Οι παρατεταγµένοι δηλαδή οπλίτες είχαν πολύ διαφορετικά ιδανικά από τα ιδανικά της στρατιωτικής αριστοκρατίας, η οποία προτιµούσε τις ατοµικές µονοµαχίες και επεδίωκε το προσωπικό κλέος. Από την κοινωνία των αρίστων µεταπηδούµε σταδιακά στην κοινωνία των οπλιτών, στην πόλη των ένοπλων πολιτών. Η φάλαγγα προϋποθέτει και απαιτεί συνοχή των µελών της, κοινωνική οµοιογένεια, αλληλεγγύη, συγχρονισµό, συµπεριφορά του συνόλου ως ένα σώµα, κατάργηση της επιδίωξης του ατοµικού κλέους, καλλιέργεια της ιδέας της δόξας της πόλης καθώς και πολιτική ισότητα αυτών που συµµετέχουν σε αυτή. Και αυτό γιατί ο σχηµατισµός σε φάλαγγα επιβάλλει µια συλλογική µάχη, όπου η νίκη ανήκει σε όλους. Παράλληλα στηρίζεται στις αρχές της ισότητας (ισότιµη συµµετοχή στο µοίρασµα των λαφύρων της νίκης, όπου λάφυρο είναι και η γη που κατακτάται) και της εναλλαγής (αντικατάσταση όσων συµµετέχουν). Αυτό στην πράξη επιφέρει µια επιπλέον εξέλιξη στη δοµή και στους ιδιαίτερους δεσµούς που αναπτύσσονται στο εξής µεταξύ πολιτών και πόλης, πόλης και χώρας. Η ανάγκη να υποστηριχθούν τα σύνορα της χώρας από ξένους εισβολείς απαιτεί µια σχετική αριθµητική υπεροχή, µια αύξηση δηλαδή του αριθµού αυτών που συµµετέχουν στον πόλεµο. Στο πλαίσιο αυτό η φάλαγγα ανοίγει τις γραµµές της σε όσους είναι ικανοί να αποκτήσουν την πανοπλία του οπλίτη. Έτσι διευρύνεται η πολεµική ιδιότητα, η οποία παύει πλέον να είναι προνόµιο µιας µικρής αριστοκρατίας και γίνεται το προνόµιο ενός ευρύτερου κοινωνικού σώµατος. Η αρχή όµως αυτή της ισότητας ενέχει και την έννοια των ίσων δικαιωµάτων, τα οποία επεκτείνονται και στη δηµόσια ζωή. Η φάλαγγα δηλαδή στην κοινωνική και πολιτική της έκφανση εµφανίζεται στην πράξη ως ισότητα. Η πολεµική ισότητα που επέβαλε στο πεδίο της µάχης δηµιούργησε το αίτηµα για ίσα δικαιώµατα στην πολιτική ζωή. Η ανάγκη προστασίας της Σπάρτης από ξένους εισβολείς, Το σώµα των οπλιτών στην αρχαία Σπάρτη αποτελού-

«... Είναι ωραίο να πεθαίνει ο γενναίος άντρας για την πατρίδα του πολεµώντας στην πρώτη γραµµή [...] Γι αυτή τη γη ας πολεµάµε θαρραλέα και για τα παιδιά µας ας πεθάνουµε χωρίς να σκεφθούµε τη ζωή µας. Πολεµάτε, νέοι, ο ένας µαζί µε τον άλλον και µην τραπείτε σε αισχρή φυγή από τον φόβο, αλλά δείξτε γενναιότητα και ανοίξτε την καρδιά σας στον ισχυρό θυµό σας και µη λυπάστε τη ζωή σας όταν πολεµάτε. Και µην εγκαταλείπετε όταν φεύγετε τους µεγαλύτερους που έχουν βαριά τα γόνατα. Είναι ντροπή στην πρώτη γραµµή να πέφτει µπροστά από το νέο ο γεροντότερος (απ. 6-7) [...] Όσοι έχουν τόλµη µένουν ο ένας δίπλα στον άλλον και πολεµούν από κοντά και προµαχούν. Έτσι και λιγότεροι σκοτώνονται και σώζουν το λαό που είναι πίσω. Στους δειλούς άνδρες που εγκαταλείπουν τη µάχη χάνεται κάθε αρετή. Κανείς δεν θα µπορέσει να πει όλα όσα αναφέρονται και όλα όσα κακά ακολουθούν τον άνδρα που δείλιασε. Είναι ντροπή να πληγωθεί κάποιος στην πλάτη εγκαταλείποντας τον φονικό πόλεµο και είναι ντροπιασµένος ο νεκρός που βρίσκεται ξαπλωµένος στο χώµα χτυπηµένος στην πλάτη από την αιχµή του δόρατος. Ο καθένας να στέκεται ακλόνητος µε τα δυο πόδια στηριγµένα στη γη, δαγκώνοντας τα χείλια, καλύπτοντας µε την πλατιά ασπίδα τους µηρούς, τις κνήµες, τους ώµους και το στέρνο. Στο δεξί του χέρι να κραδαίνει το δυνατό του δόρυ και να κινεί το λοφίο της περικεφαλαίας του. Να µαθαίνει ο καθένας τον πόλεµο µε έργα γενναία και να µην υποχωρεί στα βέλη κρατώντας την ασπίδα, αλλά πλησιάζοντας στη µάχη να χτυπά τον εχθρό µε το δόρυ ή το ξίφος και εκεί να τον αφήνει. Σπρώχνοντας πόδι µε πόδι, ασπίδα µε ασπίδα, λοφίο µε λοφίο, στέρνο µε στέρνο, κοντά στον εχθρό να πολεµά κρατώντας τη λαβή του ξίφους ή το µακρύ δόρυ. Και εσείς οι ελαφρά οπλισµένοι πίσω από την ασπίδα κρυµµένοι, άλλος εδώ και άλλος εκεί, να τους χτυπάτε µε µεγάλες πέτρες ή να τους ρίχνετε τα δόρατα κρατώντας τη θέση σας κοντά στους οπλίτες (απ. 8) [...] Για την πόλη και για τον δήµο είναι κοινό καλό όποιος µένει γερά πρόµαχος στην πρώτη γραµµή και δεν γνωρίζει τη ντροπή της φυγής, αλλά γεµάτος θυµό και ψυχή ενθαρρύνει τον διπλανό του. Ο άνδρας αυτός γίνεται γενναίος στον πόλεµο, γρήγορα σκορπά τις φάλαγγες των εχθρών και µε ορµή συγκρατεί τα κύµατα της µάχης. Και αν σκοτωθεί στην πρώτη γραµµή θα δοξάσει την πόλη του, το λαό του και τον πατέρα του. Αν µάλιστα δεχθεί πολλά χτυπήµατα στο στήθος, µέσα από την ασπίδα και τον θώρακα, τότε θα τον θρηνούν όλοι µαζί, νέοι και γέροντες και η πόλη θα τον τιµά και θα τον ποθεί. Θα του κάνουν τύµβο και το ένδοξο

όνοµά του θα το κρατούν τα παιδιά του και, στο µέλλον, τα παιδιά των παιδιών του και όλη του η γενιά. Η δόξα του δεν θα χαθεί ποτέ, ούτε και το όνοµά του. Ακόµα και µέσα στο χώµα θα µείνει αθάνατος αυτός που τον χτυπά ο Άρης όταν πολεµά και αριστεύει για την πατρίδα και τα παιδιά του. Και αν πάλι γλιτώσει από τη µοίρα του θανάτου και µε το δόρυ του νικήσει στη µάχη και αποκτήσει δόξα, όλοι νέοι και γέροι, τον τιµούν και όταν πεθάνει κατεβαίνει στον Άδη ευτυχής. Και όσο γερνά διακρίνεται µέσα στους πολίτες και κανείς δεν θέλει να βλάψει την τιµή και το δίκιο του. Στις συγκεντρώσεις όλοι, νέοι, συνοµήλικοι και γεροντότεροι σηκώνονται και του παραχωρούν τη θέση τους. Αυτή λοιπόν την πιο µεγάλη τιµή για έναν άνδρα ας προσπαθήσει ο καθένας να φθάσει ορµώντας στον πόλεµο». (Τυρταίος, απ. 9, εκδ. Diehl). Στο εξής ο πόλεµος παύει να είναι το χαρακτηριστικό γνώρισµα µιας ελίτ και εντάσσεται στο νέο πλαίσιο της πόλης, το οποίο ενσωµατώνει εξολοκλήρου τον πόλεµο στην πολιτική και αφοµοιώνει στη µορφή του πολίτη το πρόσωπο του πολεµιστή. Στο εξής η πολεµική ιδιότητα γίνεται καθήκον όλων όσοι συµµετέχουν στο νέο σώµα πολιτών. Έτσι αν για τους άριστους της αριστοκρατικής κοινωνίας ο πόλεµος ήταν µια ευκαιρία για «κλέος και λάφυρα», µετά τη «φάλαγγα των οπλιτών» ο πόλεµος είναι η εκπλήρωση ενός πολιτικού καθήκοντος. Στο πλαίσιο αυτό πολεµικές και πολιτικές αρετές είναι ταυτόσηµες. Ο πόλεµος δεν αποτελεί ξεχωριστή ασχολία. Η πολιτική και η στρατιωτική οργάνωση βρίσκονται σε άρρηκτη σχέση αµοιβαιότητας. Ο στρατός δεν ζει χωριστά από την πόλη αλλά είναι η ίδια η πόλη και ο πολίτης δεν θεωρεί αυτή την υποχρέωση πρόβληµα στην κοινωνική του και πολιτική του εξέλιξη. Η πόλη γίνεται πλέον γ αυτόν το µοναδικό σηµείο αναφοράς, έξω από το πλαίσιο της οποίας δεν νοείται η ύπαρξή του. Το πρότυπο αυτό ανταποκρίνεται σε µια εποχή όπου η συµµετοχή του πολίτη στη ζωή της πόλης όφειλε να είναι ολοκληρωτική και αφορούσε όλες τις δραστηριότητες της ζωής του, πολιτικές, κοινωνικές, πολεµικές, θρησκευτικές. Την πλήρη αυτή οµολογία µεταξύ πολιτικού και οπλιτικού σώµατος θεωρητικά θα επιδιώξει να υλοποιήσει η Σπάρτη. Τον κύριο όγκο του στρατού των οπλιτών λοιπόν αποτελεί πλέον ένα µεγάλο µέρος αγροτών, οι οποίοι µέχρι τότε βρίσκονταν εκτοπισµένοι από την πολιτική ζωή της

πόλης. Παράλληλα αυτοί αρχίζουν να συνιστούν τον δήµο. Οι ελεύθεροι αγρότες που αποτελούσαν τη φάλαγγα των οπλιτών και πάνω τους στηρίζεται η ασφάλεια και η άµυνα της πόλης αποκτούν σταδιακά αυτοπεποίθηση. Η µέχρι τότε ταύτιση πολιτικής και πολέµου καλλιέργησε το αίτηµα της πολιτικής συµµετοχής, µε αποτέλεσµα να αρχίσουν να απαιτούν το µερίδιό τους στην πολιτική εξουσία (στη Σπάρτη αυτό εκφράζεται µε τη θέσπιση του σώµατος των οµοίων, στις περισσότερες πόλεις ως εκφραστές του σώµατος των οπλιτών φέρονται οι τύραννοι). Η συµµετοχή όµως στη φάλαγγα των οπλιτών έχει άµεση σχέση και µε την οικονοµική δυνατότητα του πολεµιστή. Ο οπλισµός του οπλίτη, τον οποίο ο καθένας έπρεπε να προµηθεύεται µε δικά του έξοδα, ήταν δαπανηρός και κατά συνέπεια το προνόµιο αυτό έθετε οικονοµικούς περιορισµούς και δεν απευθυνόταν σε όλους. Το γεγονός αυτό έδωσε την ευκαιρία σε πλούσιους αγρότες να αποκτήσουν την πολεµική ιδιότητα, εξουθένωσε ωστόσο αρκετούς άλλους. Η Σπάρτη υπήρξε η µοναδική πόλη που µπόρεσε να στηρίξει Οι µεταρρυθµίσεις Μετά το τέλος του πολέµου η γη µοιράζεται σε Σπαρτιάτες (άνδρες και γυναίκες) και σε περίοικους. Σύµφωνα µε τον Παυσανία, όσοι Μεσσήνιοι δεν έφυγαν έγιναν είλωτες, ενώ οι κάτοικοι των παράλιων περιοχών απέφυγαν τη δουλεία. Ο Β λοιπόν Μεσσηνιακός πόλεµος είχε τεράστιες συνέπειες στη δοµή και στην οργάνωση της σπαρτιατικής αριστοκρατίας, στους κόλπους της οποίας ξέσπασε µια πολύπλευρη κοινωνική, πολιτική και οικονοµική κρίση. Κατά τη διάρκεια του πολέµου και στα χρόνια που ακολούθησαν µετά τη λήξη του ο τρόπος συγκρότησης της σπαρτιατικής κοινωνίας θα µεταβληθεί ριζικά. Η νίκη των Σπαρτιατών οφείλεται κυρίως στην υιοθέτηση της φάλαγγας των οπλιτών και ό,τι αυτή σήµαινε σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο (όπως αναφέραµε). Στο πλαίσιο αυτής της πραγµατικότητας η Σπάρτη είναι ίσως η µοναδική ουσιαστικά πόλη που επεδίωξε να πραγµατοποιήσει µε τρόπο ολοκληρωτικό το πρότυπο του πολίτη-οπλίτη, συµβάλλοντας σηµαντικά στη διαµόρφωση της έννοιας του πολίτη. Το ιδεώδες αυτό, στο οποίο η Σπάρτη έστω και θεωρητικά παρέµεινε πιστή, της εξασφάλισε πολιτική και κοινωνική σταθερότητα και συνοχή (απέφυγε στάσεις και τυραννίες), εξωτερική ασφάλεια (κανείς µέχρι τον 4ο αιώνα π.χ. δεν απείλησε την πόλη της Σπάρτης) και

επί έναν και πλέον αιώνα της επέτρεψε να διατηρήσει (πολιτικά και στρατιωτικά) την πρωτοκαθεδρία στον ελλαδικό χώρο. Μετά το τέλος, λοιπόν, του πολέµου και στις πρώτες δεκαετίες που ακολούθησαν η Σπάρτη επέλυσε αποτελεσµατικά το πολιτικό και κοινωνικό πρόβληµα που είχε προκύψει. Για να αντιµετωπιστεί το πολιτικό ζήτηµα παρέχονται πολιτικά δικαιώµατα στους αγρότες-οπλίτες, οι οποίοι είχαν επωµιστεί τα βάρη του µακρόχρονου πολέµου και που µέχρι τότε ήταν εκτοπισµένοι από την πολιτική ζωή. Αυτοί µαζί µε τους αριστοκράτες δηµιουργούν ένα νέο σώµα πολιτών, τους οµοίους, το οποίο διοικεί και υπερασπίζεται την πόλη. Ταυτόχρονα επινοείται ένα νέο νοµοθετικό και πολιτειακό πλαίσιο (ένα από τα πρώτα ουσιαστικά που αποκτά ο αρχαϊκός ελληνισµός), τη Μεγάλη Ρήτρα, βάσει της οποίας ρυθµίζονται και επαναπροσδιορίζονται οι σχέσεις του δήµου µε τα διάφορα πολιτειακά όργανα που υπήρχαν (Απέλλα, βασιλείς, γερουσία) και δηµιουργούνται νέα: οι έφοροι. Το κοινωνικό ζήτηµα αντιµετωπίστηκε µε την νέα κατανοµή της γης, και ο πληθυσµός χωρίστηκε σε τρεις µεγάλες κοινωνικές οµάδες / κατηγορίες: όµοιοι, περίοικοι, είλωτες. Η παροχή πολιτικών δικαιωµάτων στους αγρότες, η κατανοµή της γης και οι ρυθµίσεις µεταξύ των πολιτειακών οργάνων εξουσίας εξασφάλισαν στη Σπάρτη πολιτική και κοινωνική σταθερότητα και της έδωσαν όχι µόνο µια νέα και πρωτότυπη πολιτειακή συγκρότηση αλλά και ένα σηµαντικό προβάδισµα ταυτόχρονα πολιτικό, κοινωνικό και στρατιωτικό απέναντι στις άλλες πόλεις. Η σπαρτιατική αριστοκρατία νωρίτερα από οποιαδήποτε άλλη, ικανοποιώντας τα κοινωνικά και τα πολιτικά αιτήµατα των αγροτών, πέτυχε αφενός να µην διακινδυνεύσει τη θέση της και αφετέρου να µην αλλοιώσει σηµαντικά τον χαρακτήρα της. Επιβάλλοντας ένα κοινωνικό καθεστώς και µια πολιτική νοµοθεσία της αρεσκείας της και διευρύνοντας τις τάξεις της, ουσιαστικά διατήρησε στο νέο πολιτικό σώµα µια σηµαντική θέση και υπεροχή. Τα βασικά παραδοσιακά κριτήρια της αριστοκρατικής κοινωνίας για την απόκτηση πολιτικών δικαιωµάτων και την άσκηση της εξουσίας, δηλαδή καταγωγή, κατοχή γης, πολεµική ιδιότητα, εκπαίδευση, υπακοή σε ένα συγκεκριµένο κώδικα κοινωνικής συµπεριφοράς, δεν παραµερίστηκαν και σε αυτά προστέθηκε το κριτήριο του πλούτου. Έτσι δηµιουργήθηκε µια στέρεη ολιγαρχία, µε έντονα ωστόσο αριστοκρατικό χαρακτήρα, η οποία όµως υπάκουε πλέον σε µια έννοµη τάξη πραγµάτων. Μέχρι και τις Με την ανακατανοµή της λακωνικής γης, µετά τον Μεσση-

πρώτες δεκαετίες του 6ου αιώνα π.χ. ολοκληρώνεται η κοινωνική και πολιτική της δοµή και το πολίτευµα αποκτά τη φυσιογνωµία και τα γενικά χαρακτηριστικά µε τα οποία το γνωρίζουµε την Κλασική εποχή. Η Μεγάλη Ρήτρα Η χρονολόγηση και ο ακριβής προσδιορισµός του περιεχοµένου της Μεγάλης Ρήτρας αποτελεί ακόµη έναν ενδιαφέροντα τόπο αντιπαράθεσης µεταξύ των σύγχρονων ιστορικών της ελληνικής αρχαιότητας. Από πολιτική άποψη τα βασικά σηµεία του µεταρρυθµιστικού προγράµµατος που αποδίδεται στον Λυκούργο βρίσκονται σε ένα κείµενο που φαίνεται να είναι αυθεντικό τεκµήριο της Αρχαϊκής περιόδου και ονοµάζεται Μεγάλη Ρήτρα. Με αυτήν την πρώτη πολιτική συµφωνία ρυθµίζονται οι σχέσεις δήµου-ευγενών-βασιλέων, δεν αναφέρονται όµως οι έφοροι. Η Ρήτρα αποτελεί µια συνολική πρόταση νόµων της Αρχαϊκής εποχής και σηµαίνει οποιαδήποτε προφορική διακήρυξη, διαπραγµάτευση, συµβόλαιο, νοµοθεσία. Ο Πλούταρχος και ο Ηρόδοτος πίστευαν ότι η Μεγάλη Ρήτρα ήταν µια νοµοθεσία που είχε την επικύρωση των Δελφών. Ο Πλούταρχος αποδίδει τη Ρήτρα στον µυθικό Λυκούργο, ενώ αποδίδει τις µετέπειτα αλλαγές στον Πολύδωρο και στον Θεόποµπο (δηλαδή τέλη 8ου αιώνα). Αντίθετα ο Τυρταίος που έζησε στα µέσα του 7ου αιώνα δεν κάνει καµία µνεία στον Λυκούργο, ενώ στο έργο του υπάρχουν αρκετές αναφορές αυτού που ο Πλούταρχος ονοµάζει Μεγάλη Ρήτρα. Επίσης στο έργο του Τυρταίου αναφέρεται µια καθοριστικής σηµασίας επίσηµη επίσκεψη στο Μαντείο των Δελφών, όχι όµως από τον Λυκούργο αλλά από τους δύο βασιλείς Θεόποµπο και Πολύδωρο. Δυστυχώς δεν γνωρίζουµε πότε πρέπει να τοποθετήσουµε χρονικά τους βασιλείς Θεόποµπο και Πολύδωρο (ο οποίος φέρεται ότι δολοφονήθηκε κατά την περίοδο της κρίσης που ξέσπασε) οι κατάλογοι των βασιλέων είναι αµφίβολης εγκυρότητας και συγκροτήθηκαν πολύ µεταγενέστερα. Όσο για τη ζωή του µυθικού Λυκούργου, όπως οι αρχαίοι έτσι και εµείς, δεν γνωρίζουµε σχεδόν τίποτε. Κατ επέκταση η ακριβής χρονολογία της Μεγάλης Ρήτρας παραµένει ένα ζητούµενο. Πληροφορίες λοιπόν σχετικά µε το ζήτηµα συλλέγουµε από τους στίχους του Τυρταίου και από τον Πλούταρχο. Σύµφωνα µε τον Τυρταίο, την πρώτη θέση στη βουλή είχαν οι Εισηγητής του µεταρρυθµιστικού προγράµµατος της «Μεγά-

«Ακόµη παλαιότερα (οι Σπαρτιάτες) είχαν επίσης τους χειρότερους νόµους από όλους σχεδόν τους Έλληνες τόσο µεταξύ τους όσο και απέναντι στους ξένους µε τους οποίους δεν είχαν καθόλου επικοινωνία. Και να πώς άλλαξαν και απέκτησαν ευνοµία: Ο Λυκούργος, πρόσωπο εξέχον στη Σπάρτη, ήλθε στους Δελφούς να ζητήσει χρησµό και, καθώς εισερχόταν στο ναό, η Πυθία του λέει τα εξής: [...] Δεν ξέρω αν πρέπει να σε ονοµάσω θεό ή άνθρωπο, αλλά πιστεύω ότι µάλλον θεός είσαι Λυκούργε». Υπάρχουν µερικοί που ισχυρίζονται ότι µετά τα λόγια αυτά η Πυθία του υπαγόρευσε τους νόµους που αποτελούν το σηµερινό καθεστώς της Σπάρτης. Αλλά όπως λένε οι ίδιοι οι Λακεδαιµόνιοι, ο Λυκούργος [...] τους έφερε από την Κρήτη. [...] Έτσι έγινε η αλλαγή και απέκτησαν ευνοµία οι Λακεδαιµόνιοι [...] και επειδή η χώρα τους ήταν εύφορη και ο ανδρικός πληθυσµός πολύς, γρήγορα το πήραν πάνω τους και άκµασαν. Και τότε δεν τους έφθανε πλέον να ζουν ειρηνικά...». (Ηρόδοτος 1.65-66). βασιλείς και οι γέροντες από τις παλαιές οικογένειες και στη συνέχεια ο δήµος. Όλοι έπρεπε να πειθαρχούν µε τη σειρά τους στους νόµους ακολουθώντας τη δύναµη και την κρίση του λαού. Η µαρτυρία του Πλουτάρχου αναφέρεται σε δύο θέµατα: α) στον χωρισµό των µελών του πολιτικού σώµατος σε ωβές και φυλές και β) στην οργάνωση των εξουσιών µεταξύ γερουσίας, βασιλέων και δήµου. Για το τι ακριβώς σηµαίνουν οι ωβές και οι φυλές, σε τι αντιστοιχούν καθώς και για τη µεταξύ τους σχέση δεν έχουµε ακριβείς πληροφορίες. Ως προς τις φυλές δεν υπάρχει αµφιβολία ότι οι Σπαρτιάτες χωρίζονταν σε 3 φυλές: Δυµάνες, Υλιείς και Πάµφυλοι, οι οποίες πολεµούσαν χωριστά κατά τον Α και πιθανότατα και κατά τον Β Μεσσηνιακό πόλεµο (ο χωρισµός αυτός δεν είναι αποκλειστικά σπαρτιατικός αλλά τον συναντάµε και στην Κρήτη, στη Σικυώνα, στο Άργος) και πιθανότατα η έκφραση του κειµένου φυλάς φυλάξαντα να δηλώνει πως πρόκειται για την επανασύνταξη των Σπαρτιατών σε ένα ήδη υπάρχον πλαίσιο. Ως προς τις ωβές, (στηριζόµενοι στον Ησύχιο και στις επιγραφές της Ρωµαϊκής εποχής) θεωρούµε ότι προσδιορίζεται µια εδαφική µονάδα (ενότητα), η οποία ταυτίζεται µε τις κώµες. Ωστόσο ορισµένες φορές µε τον όρο ωβή µπορεί να αποδίδεται και το νόηµα της φυλής (Ησύχιο) ή ακόµη µια συγγενική κατηγο-

ρία (διαίρεση), όπως αυτή του γένους (Αίλιος Αριστείδης). Υποθέτουµε λοιπόν πως οι ωβές εκφράζουν την πολιτική-τοπική διαίρεση της Σπάρτης και οι φυλές τη φυλετική διαίρεση. Ωστόσο στη συσχέτιση ωβών και φυλών θα πρέπει να αναγνωρίσουµε τουλάχιστον δύο διαφορετικές χρονικές περιόδους. Αρχικά η Σπάρτη γύρω στα µέσα του 8ου αιώνα ήταν χωρισµένη σε φυλές, δηλαδή πρόκειται για µια φυλετική διαίρεση της κοινωνίας όπου οι ωβές ενδεχοµένως να προσδιορίζουν επιµέρους συγγενικούς δεσµούς. Στη συνέχεια, µετά δηλαδή τον Α συνοικισµό, την ενσωµάτωση των Αµυκλών, την επέκταση στη Λακωνία και τον Α Μεσσηνιακό πόλεµο, αν ο όρος ωβή δήλωνε συγγενική διαίρεση ενσωµατώνεται σε αυτόν µια πολιτική-εδαφική διαίρεση, όπως αυτή προκύπτει από τη νέα πολιτική χώρα που δηµιουργήθηκε. Αργότερα, κατά τη διάρκεια ή µετά το τέλος του Β Μεσσηνιακού πολέµου είναι πιθανόν µε τη συσχέτιση ωβών και φυλών να δηλώνεται η συγχώνευση της φυλετικής µε την πολιτική-εδαφική διαίρεση και η επικράτηση της εδαφικής. Αντίστοιχα παραδείγµατα έχουµε επί Κλεισθένη (Τύραννου της Σικυώνας) στο πρώτο µισό του 6ου αιώνα και του Κλεισθένη ιδρυτή της αθηναϊκής δηµοκρατίας στα τέλη του 6ου αιώνα. Ως προς την οργάνωση των εξουσιών, το κείµενο του Πλουτάρχου αναφέρει ότι έπρεπε να ιδρυθεί γερουσία από 30 µέλη µαζί µε τους δύο βασιλείς και να συγκαλείται ο λαός σε συνέλευση. Στις διαδικασίες της συνέλευσης πρώτοι έπαιρναν τον λόγο οι βασιλείς, κατόπιν οι γέροντες και στη συνέχεια οι άνδρες του δήµου. Η γερουσία έπρεπε να προτείνει γνώµες και να ρωτά τον λαό, ο οποίος είχε το δικαίωµα της επικύρωσης και της εξουσίας. Όπως σηµειώνει ο Πλούταρχος (Λυκούργος, 6.6-8), στην Εκκλησία κανείς άλλος δεν µπορούσε να εκφράσει γνώµη και ο δήµος είχε την εξουσία να αποφασίζει για ό,τι πρότειναν οι βασιλείς και οι γέροντες. Σύµφωνα όµως µε τον ίδιο, «επειδή ο δήµος µε αφαιρέσεις και προσθήκες διέστρεφε και παραβίαζε τις προτάσεις, οι βασιλείς Θεόποµπος και Πολύδωρος πρόσθεσαν την εξής ρήτρα: αν ο δήµος εκλέξει κακή γνώµη οι γέροντες και οι βασιλείς να αντιστέκονται, να µην την επικυρώνουν, να την αποσύρουν και να διαλύουν την Εκκλησία γιατί ο δήµος παραµορφώνει και µεταβάλλει την πρόταση ζηµιώνοντας την πόλη». Σε πολιτικό δηλαδή επίπεδο το κείµενο δεν αναφέρει την ίδρυση της γερουσίας αλλά τις µεταβολές στη σύνθεσή της, ορίζοντας τον αριθµό των µελών της σε 30 µαζί µε τους βασιλείς. Όσο για τη λειτουργία της συνέλευσης του δήµου ορίζεται να συνέρ- Η ενσωµάτωση των Αµυκλών στη Σπάρτη και η επέκτασή της Συλλογή από ανθρωπόµορφα (γέροντες, πολεµιστές, βασι-

χεται σε τακτικότερα χρονικά διαστήµατα. Για τη σχέση επίσης µεταξύ γερουσίας και λαού η µαρτυρία του Πλουτάρχου παραπέµπει σε δύο ιστορικές στιγµές. Στην πρώτη η γερουσία έχει την πρωτοβουλία να προτείνει στη συνέλευση του δήµου διάφορα θέµατα. Δηλαδή η γερουσία εισηγείται και ρωτά (η διαδικασία αυτή της προβούλευσης αποτελεί µία από τις σηµαντικότερες ιστορικές προσφορές της Σπάρτης στο ζήτηµα της πολιτικής σκέψης και πρακτικής). Στον δήµο ανήκει η τελική απόφαση. Το ίδιο αφήνουν να εννοηθεί και οι στίχοι του Τυρταίου. Στη δεύτερη η γερουσία εµφανίζεται να έχει το δικαίωµα του βέτο και φαίνεται να µειώνονται ουσιαστικές εξουσίες του δήµου. Η γερουσία δηλαδή αποκτά το δικαίωµα αν δεν συµφωνεί µε τις προτάσειςτροποποιήσεις του δήµου να µην τις επικυρώνει και να διαλύει τη συνέλευση. Ωστόσο δεν γνωρίζουµε τι ακριβώς συνέβαινε σε αυτές τις περιπτώσεις, αφού όπως φαίνεται η αµοιβαία έγκριση (γερουσίας και δήµου) ήταν απαραίτητη. Το µέτρο αυτό που εµφανίζεται ως αντιλαϊκό προκάλεσε πολλές κοινωνικές συγκρούσεις και έντονη πολιτική κρίση. Ως διέξοδος στην κρίση αυτή εµφανίζεται ο θεσµός των εφόρων, ο οποίος µειώνει τις εξουσίες των βασιλέων και της γερουσίας, ενισχύει τη θέση του δήµου στην άσκηση της εξουσίας και για τα δεδοµένα της εποχής αποτελεί ένα µεγάλο πολιτικό βήµα. Δυστυχώς δεν έχουµε ακριβή εικόνα των αιτιών και των συνθηκών που οδήγησαν τις αρχές της πόλης να παραχωρήσουν την εξουσία στον δήµο και στη συνέχεια να την περιορίσουν. Πιθανότατα οι εξουσίες που αρχικά παραχωρήθηκαν στον δήµο, η δυνατότητα ακύρωσης από τη γερουσία των αποφάσεων της Απέλλας και η εµφάνιση στη συνέχεια του θεσµού των εφόρων δείχνουν πως κατά τη διάρκεια του Β Μεσσηνιακού πολέµου και σε συνδυασµό µε την υιοθέτηση της φάλαγγας των οπλιτών θα πρέπει να δόθηκαν επιπλέον προνόµια στον δήµο, τα οποία αργότερα, ίσως µετά το τέλος του πολέµου, περιορίστηκαν. Στη συνέχεια όµως και ύστερα από τις αντιδράσεις του δήµου στην προσπάθεια της γερουσίας να µειώσει τις εξουσίες του, προστέθηκε ως αντιστάθ- µισµα ο θεσµός των εφόρων. Από τα παραπάνω στοιχεία τεκµαίρεται ότι η Μεγάλη Ρήτρα δεν είναι µεταγενέστερη του Τυρταίου. Σε αυτήν επαναπροσδιορίζονται οι υπάρχουσες σχέσεις µεταξύ βασιλέων, γερουσίας και δήµου, δεδοµένου ότι έχει δηµιουργηθεί ένα νέο διευρυµένο σώµα πολιτών, ένας νέος δήµος. Χαρτογραφική απεικόνιση της Σπάρτης, όπου σηµειώνονται

Ο 6ος αιώνας Εξωτερική πολιτική και πελοποννησια κή συµµαχία Η Σπάρτη κατά τον 6ο αιώνα π.χ. εµφανίζεται ως η πόλη µε το πιο ολοκληρωµένο και αποτελεσµατικότερο θεσµικό πλαίσιο. Ο δήµος εµφανίζει µια σχετική κοινωνική οµοιογένεια και τους οµοίους αποτελούν οι ιδιοκτήτες γης, των οποίων το εισόδηµα είναι ικανό να θρέψει αυτούς και την οικογένειά τους και να ικανοποιεί τις απαιτήσεις που πρόβαλε η ιδιότητα του πολίτη (π.χ. αγωγή, συσσίτια, οπλισµός κ.ά.). Τους πολίτες της φαίνεται να απασχολεί η εξασφάλιση του αναγκαίου εισοδήµατος, η διοίκηση της πόλης και η επέκταση της επιρροής της. Αντίθετα από τον υπόλοιπο ελληνικό κόσµο η Σπάρτη δεν θα γνωρίσει πολιτικές και κοινωνικές αναταραχές ούτε τυραννία. Σε πολλές µάλιστα ελληνικές πόλεις οι αριστοκράτες υποστηριζόµενοι από τον σπαρτιατικό στρατό (π.χ. στην Αθήνα) εκδιώκουν τους περιβόητους τύραννους και αποκτούν τον έλεγχο της πολιτικής εξουσίας εγκαθιδρύοντας ολιγαρχίες. Ωστόσο περίπου από τα µέσα του 6ου αιώνα π.χ. και έπειτα η πορεία αυτή επισκιάζεται από τη µείωση των εµπορικών ανταλλαγών και κυρίως της εξαγωγής κεραµικών. Για το γεγονός αυτό που προσδίδει στη σπαρτιατική κοινωνία µια διάθεση εσωστρέφειας, αποµόνωσης και ανακοπής της πολιτισµικής της πορείας έχουν διατυπωθεί από τους σύγχρονους ιστορικούς αρκετές ερµηνείες. Στο πλαίσιο αυτό οι αιτίες αυτής της µεταστροφής αποδίδονται είτε σε πολιτικά αίτια που εστιάζονται στη διαµάχη µεταξύ εφόρων (που επιθυµούσαν µια συντηρητική πολιτική) και βασιλέων (που επιθυµούσαν µια εξωστρεφή πολιτική που θα απέδιδε προσωπικό κύρος στη βασιλεία τους) είτε σε οικονοµικά αίτια, όπως η κατάκτηση των ελληνικών πόλεων της Μ. Ασίας από τους Πέρσες, µε τις οποίες η Σπάρτη διατηρούσε στενές σχέσεις. Η µεταστροφή όµως αυτή είναι σύγχρονη µε ένα άλλο σηµαντικότατο γεγονός: την απαρχή της δηµιουργίας της πελοποννησιακής συµµαχίας. Η πρωιµότερη και µακροβιότερη ελληνική συµµαχία µεταξύ πόλεων-κρατών που χρονολογείται από τον 6ο αιώνα και διήρκεσε µέχρι το 366 είναι αυτή που µε τον σύγχρονο όρο ονοµάζουµε πελοποννησιακή συµµαχία. Η επίσηµη ονοµασία αυτού του οργανισµού ήταν απλά και αόριστα η Σπάρτη και οι σύµµαχοί της, αν και στα κείµενα η Από τα µέσα του 6ου αιώνα π.χ. σηµειώνεται στη Σπάρτη ύφεση

συµµαχία ονοµάζεται συχνά οι Πελοποννήσιοι. Είναι αδύνατον να διαχωρίσουµε τις αιτίες δηµιουργίας της πελοποννησιακής συµ- µαχίας τον 6ο αιώνα από την εξωτερική πολιτική της Σπάρτης εκείνη την περίοδο ή ορθότερα από την επέκταση των φιλοδοξιών της σε ολόκληρη την Πελοπόννησο. Και αυτό διότι δηµιουργείται µε δική της πρωτοβουλία. Άλλωστε η δηµιουργία αυτής της συµµαχίας και η ανάπτυξη της σπαρτιατικής δύναµης αποτελεί ίσως το σηµαντικότερο πολιτικό γεγονός του 6ου αιώνα στον ελλαδικό χώρο. Σύµφωνα µε την επικρατούσα άποψη, η πελοποννησιακή συµµαχία είναι ένας στρατιωτικός συνασπισµός. Η πρωτοβουλία της Σπάρτης να τη δηµιουργήσει υποκινήθηκε από δύο φόβους/στόχους: α) το ενδεχόµενο εξέγερσης των ειλώτων και η ανάγκη που θα προέκυπτε σε αυτήν την περίπτωση για ένοπλη βοήθεια και β) να µειώσει το κύρος και την επιρροή του Άργους, από το οποίο αισθανόταν ότι απειλείται. Σύµφωνα λοιπόν µε αυτή τη θέση, η πολιτική της Σπάρτης απέβλεπε στην ενίσχυση της στρατιωτικής της δύναµης διά µέσου συµµαχιών. Έτσι από τα µέσα του 6ου αιώνα επιδιώκει την προσέλκυση Πελοποννησίων (κυρίως σε όσους δέσποζε ο µεγάλος και παλαιός της αντίπαλος, το Άργος) και µη Πελοποννήσιων συµµάχων, οι οποίοι στην περίπτωση δικού τους πολέµου θα είχαν την προστασία της, ενώ σε περίπτωση πολέµου της Σπάρτης θα τη συνέδραµαν. Παράλληλα έθετε τις πόλεις αυτές όχι µόνο υπό την προστασία της αλλά και τις έστρεφε κατά του αντιπάλου της. Το κύριο όφελος αυτής της πολιτικής για τη Σπάρτη ήταν ότι σε καιρό πολέµου διέθετε µεγάλη στρατιωτική δύναµη και σε καιρό ειρήνης δεν ήταν υποχρεωµένη να συντηρεί στρατό για τυχόν αποστασία. Επιπλέον µπορούσε να ασκεί µια ηγεµονική πολιτική χωρίς να χρησιµοποιεί βία. Ωστόσο αν δούµε την πολιτική αυτή ενταγµένη στα ιστορικά συµφραζόµενα του 6ου αιώνα τα πράγµατα είναι, ως προς τις προθέσεις της Σπάρτης, λίγο διαφορετικά. Ο φόβος των ειλώτων δεν φαίνεται να είναι ικανοποιητική ερµηνεία. Εκτός του ότι δεν προκύπτει από κανένα στοιχείο της εποχής, φαίνεται εξαιρετικά απίθανο, ιδιαίτερα µάλιστα µετά το τέλος του Β Μεσσηνιακού πολέµου και τις µεταβολές που επήλθαν στην κοινωνική και πολιτειακή δοµή της Σπάρτης. Ο φόβος του Άργους φαίνεται σχετικά πειστικός. Είναι άλλωστε γνωστές οι εχθρικές σχέσεις των δύο αυτών πόλεων ήδη από τον 8ο αιώνα Θα υπερεκτιµούσαµε όµως την ισχύ του Άργους ή το αίσθηµα ανασφάλειας της Σπάρτης, αν πιστεύαµε ότι χρειαζόταν Τον 6ο αιώνα π.χ. η Σπάρτη παρουσιάζει τον µεγαλύτερο αριθ-

στους Σπαρτιάτες ένας τόσο µεγάλος συνασπισµός πόλεων προκειµένου να αντιµετωπίσουν µια ενδεχόµενη απειλή. Ας µην ξεχνάµε ότι για τα δεδοµένα της εποχής η Σπάρτη διέθετε έναν εντυπωσιακά µεγάλο αριθµό πολιτών, και κατά συνέπεια εξαιρετικά µεγάλη στρατιωτική δύναµη, και κατείχε µια εντυπωσιακά µεγάλη έκταση γης. Καµία άλλη δηλαδή ελληνική πόλη-κράτος της εποχής εκείνης δεν διέθετε τόση µεγάλη έκταση και τόσο µεγάλο αριθµό πολιτών/οπλιτών. Αυτό σηµαίνει ότι οι δυνατότητες της πόλης να αναλάβει πολεµικές επιχειρήσεις ήταν πολύ µεγαλύτερες από αυτές που απαιτούνταν απλώς και µόνο για την προστασία της. Επίσης τον 6ο αι. η Σπάρτη, αντίθετα από τις άλλες ελληνικές πόλεις-κράτη, που στη συντριπτική τους πλειοψηφία έχουν τυραννικά καθεστώτα, γνωρίζει και εµπεδώνει µια πολιτειακή και πολιτική σταθερότητα καθώς και µια κοινωνική γαλήνη και ευηµερία. Τέλος, ας µην ξεχνάµε ότι πολύ αργότερα, το 494 στη Σηπεία, µετά την ολοσχερή ήττα των Αργείων από τους Σπαρτιάτες, η Σπάρτη δεν επιχείρησε την κατάληψη του Άργους. Η πολιτειακή και κοινωνική δηλαδή σταθερότητα και συνοχή που απέκτησε µετά τις µεταρρυθµίσεις στα τέλη του 7ου αιώνα δηµιούργησαν τις τελικές προϋποθέσεις που της επέτρεψαν να γίνει ένα επιτυχηµένο επεκτατικό κράτος. Αυτό σηµαίνει ότι η Σπάρτη ήταν σε θέση να κάνει επιλογές που δεν αφορούσαν µόνο τις εσωτερικές της υποθέσεις αλλά και να αναζητήσει νέες µορφές συνύπαρξης µε τις άλλες πόλεις και να δοµήσει έτσι όχι µόνο τις σχέσεις της µε αυτές αλλά και τις µεταξύ τους σχέσεις. Το ζητούµενο συνεπώς είναι υπό ποιους όρους έγινε αυτή η επέκταση και σε τι ακριβώς µετεξελίχθηκε. Το ενδιαφέρον δηλαδή µετατοπίζεται στην κατάσταση που δηµιουργείται µετά την ολοκλήρωση αυτής της επέκτασης, στον τρόπο διαχείρισής της, καθώς και στους όρους µε τους οποίους διατηρεί την ηγεµονία µε τις άλλες πόλεις. Πρέπει συνεπώς να αναζητήσουµε αλλού τις αιτίες δηµιουργίας της πελοποννησιακής συµµαχίας. Η Σπάρτη πράγµατι επιζητούσε να παίξει ηγεµονικό ρόλο, εκµεταλλευόµενη τα πλεονεκτήµατα που προαναφέραµε, τα οποία της επέτρεψαν να έχει ένα προβάδισµα έναντι των άλλων πόλεων και της παρείχαν τη δυνατότητα να αναπτύξει σταδιακά και να κάνει πράξη µια πρωτόγνωρη για τα δεδοµένα της εποχής έννοια: αυτή της ηγεµονίδας πόλης. Όµως ηγεµονικός ρόλος χωρίς συµµάχους δεν µπορεί να υπάρξει. Η Σπάρτη, αντίθετα µε ό,τι έχει διατυπωθεί (κλειστή κοινωνία κλπ.), ήταν ένα επεκτα-