ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ. Χωρίς νότες



Σχετικά έγγραφα
«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

Το παραμύθι της αγάπης

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΣΤΙΧΩΝ ΤΡΑΓΟΥΔΙΩΝ ΜΕ ΘΕΜΑ ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ

Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

ΤΟ ΣΤΕΡΕΟ ΠΟΥ ΤΡΩΕΙ ΣΟΚΟΛΑΤΑ

Εργασία Οδύσσειας: θέμα 2 ο «Γράφω το ημερολόγιο του κεντρικού ήρωα ή κάποιου άλλου προσώπου» Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Γεια σας, παιδιά. Είμαι η Μαρία, το κοριτσάκι της φωτογραφίας, η εγγονή

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Α ομάδα. Αφού επιλέξεις τρία από τα παραπάνω αποσπάσματα που σε άγγιξαν περισσότερο, να καταγράψεις τις δικές σου σκέψεις.

Bίντεο 1: Η Αµµόχωστος του σήµερα (2 λεπτά) ήχος θάλασσας

Modern Greek Beginners

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν

ΧΑΡΤΙΝΗ ΑΓΚΑΛΙΑ ΟΜΑΔΑ Β. Ερώτηση 1 α

Κλαίρη Θεοδώρου: Στην Ελλάδα ο διχασμός καλά κρατεί

Κατανόηση προφορικού λόγου

Τα παραμύθια της τάξης μας!

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

Οι αριθμοί σελίδων με έντονη γραφή δείχνουν τα κύρια κεφάλαια που σχετίζονται με το θέμα. ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΜΑΘΗΜΑ

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος

ΕΧΩ ΜΙΑ ΙΔΕΑ Προσπαθώντας να βρω θέμα για την εργασία σχετικά με την Δημοκρατία, έπεσα σε τοίχο. Διάβαζα και ξαναδιάβαζα, τις σημειώσεις μου και δεν

Το ημερολόγιό μου Πηνελόπη

Δουλεύει, τοποθετώντας τούβλα το ένα πάνω στο άλλο.

A READER LIVES A THOUSAND LIVES BEFORE HE DIES.

Ρένα Ρώσση-Ζαΐρη: Στόχος μου είναι να πείσω τους αναγνώστες μου να μην σκοτώσουν το μικρό παιδί που έχουν μέσα τους 11 May 2018

Τριγωνοψαρούλη, μην εμπιστεύεσαι ΠΟΤΕ... αχινό! Εκπαιδευτικός σχεδιασμός παιχνιδιού: Βαγγέλης Ηλιόπουλος, Βασιλική Νίκα.

LET S DO IT BETTER improving quality of education for adults among various social groups

ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε.

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου, Αυτοβιογραφία

Ένα παραμύθι φτιαγμένο από τα παιδιά της Δ, Ε και Στ τάξης του Ζ Δημοτικού Σχολείου Πάφου κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους με τη συγγραφέα Αμαλία

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ. Εργασία για το σπίτι. Απαντούν μαθητές του Α1 Γυμνασίου Προσοτσάνης

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν

Βούλα Μάστορη. Ένα γεμάτο μέλια χεράκι

ΠΕΡΙΓΡΑΦΩ ΕΙΚΟΝΕΣ ΜΕ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥΣ. Μια ολοκληρωμένη περιγραφή της εικόνας: Βρέχει. Σήμερα βρέχει. Σήμερα βρέχει όλη την ημέρα και κάνει κρύο.

«ΑΓΝΩΣΤΟΙ ΑΝΑΜΕΣΑ ΜΑΣ»

Απόψε μες στο καπηλειό :: Τσιτσάνης Β. - Καβουράκης Θ. :: Αριθμός δίσκου: Kal-301.

Εκμυστηρεύσεις. Πετρίδης Σωτήρης.

Συνέντευξη από τη. ηµοσιογράφοι. κα Τατιάνα Στεφανίδου. Είµαι πολλά χρόνια δηµοσιογράφος, από το 1992.

Απόψε (ξανα)ονειρεύτηκα

ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ UÇURTMA Orkun Bozkurt

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #16. «Η κόρη η μονάχη» (Καστοριά - Μακεδονία) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Έρωτας στην Κασπία θάλασσα

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 2 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

Μάνος Κοντολέων : «Ζω γράφοντας και γράφω ζώντας» Πέμπτη, 23 Μάρτιος :11

Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις. Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν.

ΜΙΑ ΤΡΕΛΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΜΕ ΠΕΝΤΕ ΣΚΥΛΟΥΣ

ΓΙΑΤΙ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ

ΔΕΝ ΜιΛΗΣΑ ΠΟΤΕ, ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ, ΓιΑ ΕΚΕιΝΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑιΡι ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΣΟΥ. ΗΜΑΣΤΑΝ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΟι ΚΟΝΤΑ 16 ΧΡΟΝιΑ.

Το μαγικό βιβλίο. Σαν διαβάζω ένα βιβλίο λες και είμαι μια νεράιδα που πετώ στον ουρανό.

Πόλεμος για το νερό. Συγγραφική ομάδα. Καραγκούνης Τριαντάφυλλος Κρουσταλάκη Μαρία Λαμπριανίδης Χάρης Μυστακίδου Βασιλική

Αν δούµε κάπου τα παρακάτω σήµατα πώς θα τα ερµηνεύσουµε; 2. Πού µπορείτε να συναντήσετε αυτό το σήµα; (Κάθε σωστή απάντηση 1 βαθµός)

Πριν από πολλά χρόνια ζούσε στη Ναζαρέτ της Παλαιστίνης μια νεαρή κοπέλα, η Μαρία, ή Μαριάμ, όπως τη φώναζαν. Η Μαρία ήταν αρραβωνιασμένη μ έναν

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη

Σχολικές αναμνήσεις. Η γιαγιά του Χάρη θυμάται

Μαριέττα Κόντου ΦΤΟΥ ΞΕΛΥΠΗ. Εικόνες: Στάθης Πετρόπουλος

Μεγάλο βραβείο, μεγάλοι μπελάδες. Μάνος Κοντολέων. Εικονογράφηση: Τέτη Σώλου

ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους

- Γιατρέ, πριν την εγχείρηση δεν είχατε μούσι... - Δεν είμαι γιατρός. Ο Αγιος Πέτρος είμαι...

Μαρία Παντελή, Β1 Γυμνάσιο Αρχαγγέλου, Διδάσκουσα: Γεωργία Τσιάρτα

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά

Το βιβλίο της ζωής μου

ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ: Παναγιώτα Βλαχάκου-Χαλούλου. ΤΙΤΛΟΣ ΒΙΒΛΙΟΥ: Γηρατειά, πανάθεμάτα! Παναγιώτα Βλαχάκου-Χαλούλου, 2017 ISBN

Για αυτό τον μήνα έχουμε συνέντευξη από μία αγαπημένη και πολυγραφότατη συγγραφέα που την αγαπήσαμε μέσα από τα βιβλία της!

Η τέχνη της συνέντευξης Martes, 26 de Noviembre de :56 - Actualizado Lunes, 17 de Agosto de :06

Εισαγωγή. Ειρήνη Σταματούδη, LL.M., Ph.D. Διευθύντρια Ο.Π.Ι.

Όταν είσαι χορεύτρια, ηθοποιός, τραγουδίστρια, καλλιτέχνης γενικότερα, είσαι ένα σύμπαν που φωτοβολεί.

Η Κωνσταντίνα και οι αράχνες

Ο δάσκαλος που με εμπνέει

Κώστας Λεµονίδης - Κάπως Αµήχανα

Ο Χρήστος Μενιδιάτης & η Ελεάνα Παπαϊωάννου μας ανέβασαν στα...αστρα live

ΤΖΑΛΑΛΑΝΤΙΝ ΡΟΥΜΙ. Επιλεγμένα ποιήματα. Μέσα από την Αγάπη. γλυκαίνει καθετί πικρό. το χάλκινο γίνεται χρυσό

T: Έλενα Περικλέους

Αποστολή. Κρυμμένος Θησαυρός. Λίνα Σωτηροπούλου. Εικόνες: Ράνια Βαρβάκη

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

Έρικα Τζαγκαράκη. Τα Ηλιοβασιλέματα. της μικρής. Σταματίας

6. '' Καταλαβαίνεις οτι κάτι έχει αξία, όταν το έχεις στερηθεί και το αναζητάς. ''

ΓΙΑ ΕΦΗΒΟΥΣ ΚΑΙ ΕΝΗΛΙΚΟΥΣ Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΕΙΡΑ

Μια μέρα μπήκε η δασκάλα στην τάξη κι είπε ότι θα πήγαιναν ένα μακρινό ταξίδι.

Χαμπάρι ο Γιαννάκης. Η μάνα χαμηλώνει το στερεοφωνικό... Ο Γιαννάκης επιτέλους, γυρίζει! Βλέπει τη μάνα... θυμώνει... της βάζει τις φωνές...

Χαρούμενη Άνοιξη! Το μαθητικό περιοδικό του 12ου Δημοτικού Σχολείου Περιστερίου ΜΑΡΤΙΟΣ 2014

ΑΠΟΔΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΟΥ ΤΡΟΜΟΥ

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Πρώτες μου απορίες. ΚΟΙΤΑΖΑ τ αγόρια και σκέπτουμουν. [7]

Ο Τοτός και ο Μπόμπος εξετάζονται από το δάσκαλό τους. Ο Μπόμπος βγαίνει από την αίθουσα και λέει στον Τοτό:

Χάρτινη Αγκαλιά Συγγραφέας: Ιφιγένεια Μαστρογιάννη

Transcript:

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ Χωρίς νότες Πιο εύκολο είναι να γράψει κανείς ένα βιβλίο από έναν πρόλογο. Στις λίγες αράδες του, καλείσαι να δώσεις την πρώτη, την καλύτερη εικόνα. Κι αν αυτό που έπεται αφορά πρόσωπα γνωστά και από όλους αναγνωρισµένα, τότε τα πράγµατα δυσκολεύουν περισσότερο. Βασίλης Τσιτσάνης τ ονοµά του. Τραγούδησε τη ζωή του Ρεµπέτικου. Τσιτσάνης και Ρεµπέτικο. «όταν µιλάµε για τον έναν εννοούµε και το άλλο. Ο πρώτος ανέδειξε το δεύτερο και εκείνο µε τη σειρά του καθιέρωσε τον πρώτο. Η γενιά µου, η γενιά η µετά τον πόλεµο του 40, βρήκε «φτασµένους» τραγούδι και ερµηνευτή. Τους αγκάλιασε όπως το τραγούδι του Μίκη και του Μάνου Χατζιδάκη. Όπως τα τραγούδια των Beatles και των Rolling Stones. Ερωτεύτηκε µέσα από αυτά, έκλαψε το χωρισµό, νοστάλγησε στιγµές που δεν πρόλαβε να ζήσει, καταδίκασε στιγµές που πόνεσαν. Όσοι από εµάς έτυχε να βρεθούµε σε πολιτικά «κυνηγηµένα» στρατόπεδα, βρήκαµε στους στίχους του Τσιτσάνη αποκούµπι. εν ήταν οι επαναστατικοί στίχοι του Μίκη αυτοί µας συνόδευαν στις πλατείες και στις διαδηλώσεις. Ήταν ο Τσιτσάνης που µας συντρόφευε σε στιγµές µοναχικές, όταν ο πόνος, η χαρά, ο θυµός και ο έρωτας ξεχείλιζαν από τις νεανικές καρδιές µας. Που µας συντρόφευε στα ταβερνάκια µαζί µ ένα ποτήρι φτηνό κρασί. εν κάναµε την επανάσταση µας µέσα απ αυτά τα τραγούδια. Ζήσαµε και εξακολουθούµε να ζούµε τραγουδώντας τα. Γιατί η επανάσταση κάποτε τελειώνει, η ζωή δεν σταµατά ποτέ. Κυρίες και κύριοι, ο Βασίλης Τσιτσάνης και το ρεµπέτικο σας καλωσορίζουν µέσα από τις σελίδες που ακολουθούν, σ αυτή τη µία, µοναδική Ζωή. Νίτσα Λουλέ-Θεοδωράκη Υ.Γ. Όταν έγραφα αυτές τις γραµµές, η σύντροφος του Βασίλη Τσιτσάνη, Ζωή, ζούσε. Μετά από µερικές ηµέρες η καρδιά της έπαψε να κτυπά. Επιτρέψτε µου να προσφέρω στη µνήµη της αυτό το µικρό αφιέρωµα.

Ο γιος του τσαρουχά Τρίκαλα, 18 του Γενάρη 1915. Στο σπίτι του Τσιτσάνη του τσαρουχά, τούτη τη χειµωνιάτικη Κυριακή, οι λάµπες φωτίζουν όλα τα δωµάτια. Τα κούτσουρα ανάβουν στο τζάκι. Η κυρά του σπιτιού χαρίζει στον άντρα αφέντη έναν ακόµη γιο. Και το όνοµα αυτού Βασίλης. Οικογένεια φτωχή, µα αποφασισµένη να κρατήσει όσα παιδιά της δώσει ο Θεός. Κι ο Θεός της δίνει δεκατέσσερα, µα κρατά στη ζωή µόνο τα τέσσερα. Τρεις γιους και µία κόρη. Ανάµεσα τους τούτος ο νεοφερµένος, που µία µέρα θα δοξάσει το όνοµα και η δική του τέχνη θα γίνει γνωστή όπως η τέχνη του τσαρουχά πατέρα του. Εξήντα εννέα χρόνια αργότερα, στις δεκαοκτώ και πάλι του Γενάρη, ο µεγάλος του λαϊκού µας τραγουδιού αφήνει την τελευταία του πνοή στο Λονδίνο. Σε µια πόλη µουντή, χωρίς ήλιο και φως, χωρίς µπαξέδες και ανθισµένα µπαλκόνια. Σε µια πόλη που δεν την είδε στα όνειρα του για να την τραγουδήσει. εν ήταν Κυριακή, όπως ευχόταν σε ένα από τα τραγούδια του. Ήταν Τετάρτη. Η είδηση του θανάτου του κάνει το γύρο του κόσµου σαν αστραπή. Με το κλείσιµο των µατιών του κλείνει και µία σελίδα της νεότερης ελληνικής µουσικής ιστορίας. Με φτώχεια, αλλά αγάπη και αξιοπρέπεια περνούν τα πρώτα χρόνια της ζωής του Τσιτσάνη. Στο σπίτι τους στα Τρίκαλα µαζεύονται συχνά παρέες και ο πατέρας διασκεδάζει τους φίλους του παίζοντας µαντολίνο. Στ' αγόρια δεν αφήνει ο να τ' αγγίξουν. Φοβάται µήπως παρασυρθούν από τους ήχους του και χάσουν χρόνο από τα µαθήµατα τους. Όνειρο έχει να τους σπουδάσει, να κάνουν κάτι παραπάνω από εκείνον, να φύγουν από τη µίζερη ζωή. Κι απ' όλους µόνο ο µικρότερος έχει πεθυµιά να το σκαλίσει το µαντολίνο. Ετούτων πρέπει να προσέχει πιο πολύ και αποφασίζει να το κλειδώσει στο ντουλάπι. Λίγο αργότερα, ένας καλός οργανοποιός από την Αθήνα µετατρέπει το µαντολίνο του τσαρουχά σε µπουζούκι κι εκείνος το βγάζει πια από το ντουλάπι µόνο σαν θέλει ο ίδιος να χαθεί στις πενιές του. Τούτα τα χρόνια το ρεµπέτικο τραγούδι χτυπά τις πόρτες των απλών ανθρώπων. Καταρχήν φαίνεται ερωτικό, αλλά στο βάθος έχει κοινωνικό περιεχόµενο. Πόλεις στις οποίες πρωτοεµφανίζεται είναι η Σµύρνη, η Αλεξάνδρεια, η παλιά Αθήνα, το Ναύπλιο, η Θεσσαλονίκη. Τα αίτια της ανάπτυξης του, οι αρχικές του επιδράσεις δεν έχουν εξακριβωθεί. Οι παράγοντες είναι πολλοί και όχι άσχετοι µεταξύ τους. Το βλέπουµε ν' ανθίζει κυρίως κατά τη διάρκεια πολέµων, προσφυγιάς, καταστροφών, όπως εκείνη της Σµύρνης. Στην αρχή το τραγούδι γίνεται αποδεκτό από τους µάγκες, τους νταήδες, τους µόρτες, τους «πονηρούς» και άλλα επίθετα που χαρακτηρίζουν τον υπόκοσµο. Οι µάγκες αναφέρονται ιδιαίτερα στα παλιά ρεµπέτικα τραγούδια. «Μάγκα, δε σε θέλω πια, να ξαναπεράσεις απ' τη γειτονιά». Οι µάγκες είναι γενικά αγαπητοί στον απλό κόσµο. Μένουν µαζί µε τους κουτσαβάκηδες και τους βλάµηδες στού Ψυρρή. Υπάρχουν ανάµεσα τους και οι σκληροί, οι καβγατζήδες, αυτοί που κυριαρχούν στις συνοικίες του υποκόσµου, την Τρούµπα του Πειραιά και την Μπάρα της Θεσσαλονίκης. Τα ρεµπέτικα τραγουδιούνται σε ταβέρνες όπου συχνάζουν κυρίως άντρες. Σπάνια έρχονται εδώ και γυναίκες για να διασκεδάσουν. Οι θαµώνες κάθονται µεµονωµένοι, σκεπτικοί ή σε µικρές σιωπηλές παρέες. Την ίδια περίοδο πρωτοεµφανίζεται και το πάλκο. Μέχρι τότε οι µουσικοί παίζαν από τραπεζάκι σε τραπεζάκι ή όρθιοι στη µέση του µαγαζιού. Τώρα ανέβηκαν στο πάλκο, που είναι λίγο υπερυψωµένο από την υπόλοιπη αίθουσα. ίπλα στα όργανα, ένα τραπεζάκι µε το πιατάκι όπου τους ρίχνουν τα λεφτά. Όταν το κέφι ανάβει, πέφτει και χαρτούρα, χρήµα χοντρό. Παλιότερα τους το καρφίτσωναν στο πέτο ή το κολλούσαν στο κούτελο. Αυτό όµως έσβησε µε το τέλος του περασµένου αιώνα κι έµεινε να συνηθίζεται ακόµη και σήµερα στα πανηγύρια που παίζουν τσιγγάνοι.

Ο Κωστής Τσιτσάνης πεθαίνει όταν ο µικρός του γιος τελειώνει το ηµοτικό. Τα οικονοµικά της οικογένειας χειροτερεύουν. Τα µεγάλα παιδιά αρχίζουν να δουλεύουν. Ο Βασίλης µπαίνει στο Γυµνάσιο. Είναι πολύ καλός µαθητής. Παράλληλα παίρνει και µαθήµατα βιολιού. Όσοι γονείς µπορούν οικονοµικά, προσπαθούν να µάθουν στο παιδί τους ένα όργανο. Η δεξιοτεχνία του µαγεύει το δάσκαλο του. Γρήγορα αρχίζει να παίζει δηµόσια, σε παραστάσεις σχολικές και αργότερα παίζει δίπλα σε επαγγελµατίες για να βγάζει ένα µεροκάµατο. Εκείνο όµως που τραβά πιο πολύ την αγάπη του νεαρού Τσιτσάνη είναι το απαγορευµένο µπουζούκι του πατέρα. Τώρα πια που εκείνος δε ζει και φοβέρα δεν υπάρχει, το βγάζει συχνά από το ντουλάπι και προσπαθεί να βάλει µουσική σε στίχους που έχει ήδη κρυφά γράψει. Η φλέβα υπάρχει. Η νεανική φαντασία αχαλίνωτη και τα ερεθίσµατα της εποχής πολλά. Ωστόσο το µυαλό ούτε που πάει στο να κάνει το ταλέντο επάγγελµα. Το βλέπει µόνο σαν διέξοδο στις νεανικές του ανησυχίες. Σαν συντροφιά στον κλειστό χαρακτήρα του. Παιδί µελαγχολικό, χωρίς πολλές παρέες, αδύνατο σαν καλαµάκι, µε δύο µεγάλα µάτια που κρύβουν µέσα τους έναν κόσµο γεµάτο ερωτηµατικά. Η µάνα του έχει ιδιαίτερη αδυναµία. Θέλει µία µέρα να τον δει δικηγόρο κι εκείνος αποφασίζει να µην της χαλάσει το χατίρι. Όµως δεν σταµατά να συνθέτει. Ανάµεσα στα σχολικά του βιβλία υπάρχουν κιόλας έτοιµα µελοποιηµένα πάνω από τριάντα τραγούδια. Οι εµπνεύσεις του, από την ίδια του την πατρίδα, τα Τρίκαλα. Από τη ζωή των εργατών στις βιοµηχανικές µονάδες της περιοχής, από τους προσφυγικούς συνοικισµούς και τους κρατούµενους στις στρατιωτικές φυλακές της πόλης. Οι τελευταίοι πίνουν χασίς και παίζουν µπουζούκι και ζάρια. Πεινούν, έχουν τατουάζ στα µπράτσα κι οι πιο πολλοί είναι φυµατικοί. Οι φυλακισµένοι αποκαλούν τη φυλακή «στενή»,«ψειρού» και «σίδερα». Οι χασικλήδες έχουν το δικό τους θάλαµο, που τον αποκαλούν «πρεσβεία». Ζουν µε ιδιαίτερο τρόπο. Έχουν τους δικούς τους κανόνες, τις δικές τους διακρίσεις και κυρώσεις. Είναι µυθοµανείς. Λένε ιστορίες φανταστικές, που καταπλήσσουν τους νεοφερµένους. Ιστορίες τροµακτικές µε µαχαιρώµατα και ξεκοιλιάσµατα. Πλάθουν πολλά µακροσκελή ρεµπέτικα, που µεταδίδονται δια ζώσης από φυλακή σε φυλακή. Υµνούν τον τρόπο που ζουν, τους δεσµοφύλακες τους, ακόµη και το φαγητό που τρώνε. Η φυλακή που τραγουδήθηκε περισσότερα απ' όλες είναι το Γεντί Κουλέ. «Νύχτωσε στο Γεντί Κουλέ», «ραπέτης του Γεντί Κουλέ» κ.α. Κοντά σ' αυτούς τους ανθρώπους πηγαίνει συχνά ο Βασίλης Τσιτσάνης και τους ακούει. «Τα πέριξ» είναι µία εικόνα αυτού του περίγυρου. Σε αντίθεση µε το ρεµπέτικο, τα δηµοτικά και τα µικρασιάτικα, που τα χαρακτήριζε πάντα «κλαψιάρικες µελωδίες», δεν τον συγκινούν καθόλου. Ο κόσµος ο φτωχός, οι κατώτερες κοινωνικές τάξεις είναι αυτές που τον εµπνέουν όταν κατεβαίνει και στην Αθήνα. Είναι η ζωή των γυναικών του πληρωµένου έρωτα, οι πεντακόσιες και πλέον πόρνες που στεγάζονται στα Βούρλα, το µεγαλύτερο, ίσως, πορνείο των Βαλκανίων, την εποχή εκείνη.

Τα µαγικά µονοπάτια Χίλια εννιακόσια τριάντα επτά. εκαεννέα χρόνων ο Βασίλης Τσιτσάνης παίρνει την ευχή της µάνας του, µαζεύει τα όνειρα του και λίγα ρούχα κι έρχεται στην Αθήνα. Άγνωστος µέσα σε αγνώστους, όπως όλοι οι νέοι που άφηναν τους τόπους τους για να 'ρθουν στην πρωτεύουσα να σπουδάσουν, προσπαθεί να επιζήσει. Από τις πρώτες κιόλας µέρες θα νοσταλγήσει τη µικρή κοινωνία των Τρικάλων, µα η σκέψη πως µια µέρα θα γίνει δικηγόρος του δίνει δύναµη. Έχοντας το µπουζούκι του σαν όπλο, αρχίζει να τραγουδά σε µικρά ταβερνάκια για να µπορεί να πληρώσει τις σπουδές και το νοίκι του µικρού του δωµατίου. Άλλωστε έχει µια µικρή εµπειρία, αφού τα πρώτα του βήµατα σαν επαγγελµατίας µουσικός τα έχει ήδη κάνει στα Τρίκαλα. Μόνο που οι συµπατριώτες του τού γύρισαν την πλάτη. «Πώς αυτός, ο γιος του καλύτερου τσαρουχά, που η φήµη του έφθασε ως τα ανάκτορα της Αθήνας, έπεσε τόσο χαµηλά παίζοντας µπουζούκι, που είναι µόνο για νταβατζήδες, χασισοπότες και αντεροβγάλτες»; Είναι οι ίδιοι που µερικά χρόνια µετά τραγουδούσαν τα τραγούδια του και καµάρωναν γι' αυτόν. Κι εκείνος σε µια συνέντευξη του είχε πει: «Αυτή είναι η εκδίκηση µου». Το γλέντι των ανθρώπων στην πρωτεύουσα είναι διαφορετικό από εκείνο της επαρχίας, που ήξερε µέχρι τώρα. Ιδιαίτερα στα ρεµπετάδικα που δουλεύει, οι θαµώνες είναι σκυθρωποί, απόµακροι, έτοιµοι συχνά για καβγά. Άνθρωποι που τους τυλίγει η πλήξη της πόλης και έρχονται εδώ κυρίως για να πιουν, να βρουν κάποιον να πουν τον πόνο τους. Στα ρεµπετάδικα το «γλέντι» είναι ατοµικό. Βασιλεύει ο εγωισµός. Ο χορός είναι µόνο για εκείνον που χορεύει και αλίµονο σε όποιον τολµήσει ν' ανέβει στην «πίστα», µπορεί και να φύγει µαχαιρωµένος. Όλα αυτά είναι πρωτόγνωρα για το νεαρό µουσικό. Αυτός θυµάται τα γλέντια της ιδιαίτερης πατρίδας του, τα γλέντια στο σπίτι µε τον πατέρα να τραγουδά. Οι µπουζουξήδες είναι σοβαροί, λιγοµίλητοι και δεν έχουν πάρε-δώσε µε τον πελάτη. Μόνο σαν τελειώνει το πρόγραµµα µπορεί κανείς να τους κεράσει ένα ποτήρι κρασί. Οι περισσότεροι πριν ανέβουν στο πάλκο έχουν πάρει ήδη τη δόση τους µε χασίς. Το χασίς έχει κι αυτό τη δική του θέση στο ρεµπέτικο. Το πίνουν οι ερωτευµένοι για να ξεχάσουν, οι φτωχοί για να ξεφεύγουν από τη φτώχεια τους, οι πικραµένοι για ν' αποφεύγουν τη ζωή. Έξαρση στο χασίς παρατηρείται σε εποχές µεγάλων συµφορών, όπως το 1897 ή στη Μικρασιατική καταστροφή το 1922. Ο τεκές, πολυτραγουδισµένος στα ρεµπέτικα και παρουσιασµένος από τον ίδιο σε ένα του τραγούδι σαν εκκλησία, είναι ένας χώρος που δεν του άρεσε να εργάζεται. Όταν τον ρώτησαν κάποτε σχετικά, απάντησε: «Έπαιξα µόνο σ' έναν τεκέ τα πρώτα χρόνια που ήρθα στην Αθήνα. Είχα πάντα προβλήµατα µε την υγεία µου και δεν µου το επέτρεπε. Έπειτα, µε πείραζαν πολύ οι λάµπες Λουξ που χρησιµοποιούσαν στα µπουζουξίδικα γιατί δεν είχαν ηλεκτρισµό. Υπέφερα από µία βασανιστική επιπεφυκίτιδα. Έτσι κάθισα µόνο λίγες ηµέρες. Είναι αλήθεια ότι άλλοι συνάδελφοι µου τελειοποίησαν το παίξιµο τους µέσα σε τέτοιους χώρους». Τα πρώτα του ακούσµατα στον ήχο του ρεµπέτικου ήταν για τον Τσιτσάνη τα τραγούδια του Μάρκου Βαµβακάρη. Όµως, όπως συχνά είχε οµολογήσει, εκείνος που τον εντυπωσίασε περισσότερο ήταν ο Βαγγέλης Παπάζογλου, Σµυρνιός στην καταγωγή, που δεν µπόρεσε ποτέ να γνωρίσει από κοντά. Κανένας δεν τον επηρέασε ιδιαίτερα. Είχε τη δική του άποψη τόσο στο στίχο όσο και στο ρυθµό του τραγουδιού. Κι έτσι έκανε το έργο του να ξεχωρίζει. Παράλληλα µε τη Νοµική Σχολή, στην οποία γράφτηκε το φθινόπωρο του '37, αρχίζει να εργάζεται στο νυχτερινό

κέντρο τα «Μπιζέλια». Το πρωί σχολή. Το απόγευµα διάβασµα, το βράδυ µπουζούκι και ξενύχτι. Από τη µια µεριά η αγάπη για τα γράµµατα, από την άλλη η ανάγκη για την επιβίωση. Όποτε έχει ρεπό, παίρνει τους συµφοιτητές του και πηγαίνουν σε κανένα ταβερνάκι. Με λίγο µεζέ και ρετσίνα τους διασκεδάζει µε τις συνθέσεις του. Έτσι τους παρουσιάζει σε πρώτη εκτέλεση αυτά που αργότερα θα τραγουδιούνται απ' όλους. Το µικρό δωµάτιο που έχει νοικιάσει γίνεται γι' αυτόν σιγά σιγά χώρος δηµιουργίας. Χωρίς να το καταλάβει, η µουσική τον τραβά στα δικά της µαγικά µονοπάτια. Το Πανεπιστήµιο αρχίζει να αποµακρύνεται και µαζί του το όνειρο του δικηγόρου. Το ταλέντο και η προσπάθεια για φυγή από την οικονοµική ανέχεια στέκονται πάνω από την ευχή της µάνας. Οι φιλοδοξίες του νεαρού συνθέτη στρέφονται στις εταιρείες δίσκων, που όµως την εποχή εκείνη είναι δύσκολο να πλησιάσεις κι ακόµη πιο δύσκολο να συνεργαστείς µαζί τους. Πολλοί εκείνοι που τον ακούν. Πολλοί που θαυµάζουν τη δουλειά του. Πολλές οι υποσχέσεις, αλλά µέχρι να φθάσει στο στούντιο και να ηχογραφήσει πρέπει να περιµένει...

Μεταξάς Στα χρόνια εκείνα, στην εξουσία είναι ο Ιωάννης Μεταξάς. Από τα πρώτα που έκανε ήταν να απαγορέψει τους βαρείς στίχους του ρεµπέτικου. Αυτό βολεύει τον Τσιτσάνη, που κινείται σε άλλα επίπεδα. Είναι µόλις 22 ετών, όταν κατορθώνει να ηχογραφήσει στην Odeon το πρώτο του τραγούδι µε τίτλο «Σ' έναν τεκέ µπουκάρανε». Λίγο αργότερα, η ίδια εταιρεία του ζητά ένα ακόµη τραγούδι, που το ερµηνεύει ο Μάρκος Βαµβακάρης: «Να γιατί γυρνώ µες στην Αθήνα». Ο δρόµος είναι µακρύς ακόµη. Οι δύο αυτές ηχογραφήσεις δεν αρκούν ούτε γνωστός να γίνεις ούτε λεφτά να βγάλεις, γιατί τότε οι εταιρείες έδιναν ψίχουλα. Εξακολουθεί να τριγυρνά στις ταβέρνες και να τραγουδά. Τα φραγκοδίφραγκα που βγάζει από το πιατάκι µόλις που φθάνουν για να πληρώσει το νοίκι κι ένα πιάτο φαγητό. Και κυλούν οι µέρες και οι µήνες. Και ο νεοφερµένος από τα Τρίκαλα εµπλουτίζει το έργα του. «Είµαι παιδάκι µε ψυχή», «Φάνταζες σαν Πριγκηπέσα», «Με σπανιόλικες χαβάγιες», «Είσαι αριστοκράτισσα», «Ξελογιάστρα» κ.α. Γράφει ασταµάτητα. Πιστεύει πως µια µέρα θα τον προσέξουν. Κάποια µέρα θα γίνει το µεγάλο µπαµ. Τον ίδιο καιρό που ο Τσιτσάνης γράφει την «Αρχόντισσα», ο Μεταξάς και ο φασισµός, που επικρατεί σε όλες σχεδόν τις χώρες της Ευρώπης, προσπαθούν να επιβάλουν µουσική πλασµατικής ευεξίας µε θούρια, εµβατήρια και ύµνους, αποκλείοντας την έκφραση του πόνου των εργαζοµένων µαζών µε το τραγούδι. Κι έρχεται η «Αρχόντισσα» να ταράξει τα νερά τα λιµνασµένα. Το τραγούδι που αγαπήθηκε από όλες τις επόµενες γενιές, που πέρασε στην ιστορία, που προκάλεσε σεισµό στην αστική τάξη της Αθήνας και έγινε σηµαία στις λαϊκές γειτονιές. Η πορεία του Τσιτσάνη είναι πια σίγουρη. Όχι πως δεν θα περάσει ακόµη δύσκολες µέρες. Όχι πως δεν θα παλέψει, πως δεν θ' αγωνιστεί για να βρει τη θέση που του αξίζει, τη θέση που θα τον καταξιώσει. Η Κολούµπια, που ως τότε του κρατά κλειστή την πόρτα, θα του ζητήσει συνεργασία. «Θα πάω εκεί στην Αραπιά», είναι το πρώτο τραγούδι που φωνογραφεί µαζί της. εν είχε πάει ποτέ στην Αραπιά. Αλλά είχε τη φαντασία ενός απλού ανθρώπου, που ονειρεύεται ακρογιαλιές σε µέρη όπου δεν υπάρχει θάλασσα, που υµνεί τις αραπίνες χωρίς ποτέ να τις έχει αντικρίσει. Και παρασύρει µε τη φαντασία του έναν ολόκληρο λαό. Μιλώντας µετά από χρόνια για εκείνες τις µέρες, είπε: «Άλλοι µε σνόµπαραν και άλλοι µε φοβόνταν. Πάντως όλοι µαζί µε πολεµούσαν. Όπου πήγαινα τα έργα µου, µου έλεγαν ότι δεν ήταν για τον πολύ κόσµο και δεν Θα πουλήσουν. Άλλα πάλι τους φαίνονταν επαναστατικά. εν είχαν συνηθίσει ούτε στο λόγο ούτε στη µουσική αυτή. Πήρε χρόνο για να τους πείσω. Έπειτα, δεν είχα πολύ πάρε δώσε µε τον κόσµο των εταιρειών, αυτό που λένε σήµερα "δηµόσιες σχέσεις". Τότε έπρεπε πραγµατικά να αρέσει η δουλειά σου, να πείσεις τον άλλον για αυτά που έχεις να πεις και µετά να περάσεις την πόρτα του στούντιο». Ο γραµµοφωνιστής που γυρνά από γειτονιά σε γειτονιά κάνει τα τραγούδια του γνωστά στον πολύ κόσµο. Λίγοι είναι εκείνοι που έχουν γραµµόφωνο στο σπίτι. Οι µεροκαµατιάρηδες και οι απλοί άνθρωποι ρίχνουν στο δίσκο φραγκοδίφραγκα, ενώ η υψηλή διανόηση και η αριστοκρατία κατηγορούν και τον Τσιτσάνη και το ρεµπέτικο. Και φτάνουν σήµερα, µετά από τόσες δεκαετίες, να εκστασιάζονται στο άκουσµά του. Να 'ναι τάχα οι στίχοι του Τσιτσάνη, του Βαµβακάρη, του Παπάζογλου, του Παπαϊωάννου, να 'ναι οι πενιές τους που µίλησαν τελικά στις καρδιές όλων; Να 'ναι ότι τα τραγούδια αυτά είναι πιο αληθινά, πιο µεστά από τα άλλα, ή τα ακούσµατα των τελευταίων χρόνων που δεν έχουν τίποτα να µας πουν; Όλα µαζί ίσως κι ακόµα πιο πολύ είναι ότι η ψαλίδα που χώριζε κάποτε τους ανθρώπους σε τάξεις έχει σε µεγάλο βαθµό κλείσει.

Ο τηλεγραφητής Τα τραγούδια του Τσιτσάνη κατατάσσονται στον τρίτο κύκλο της ακµής του ρεµπέτικου και στην αρχή της εµφάνισης του λαϊκού τραγουδιού. Η πρώτη ξεκινά γύρω στο '22, από τους πρόσφυγες, τους φαντάρους, τους φυλακισµένους. Σε εκείνη τη δεκαετία, το τριάντα, ακούγονται δίσκοι µε ονόµατα µεγάλων όπως της Ρόζας Εσκενάζυ. Αυτός ο κύκλος έχει στοιχεία σµυρναίικα, µε πρώτα όργανα το ούτι και το σαντούρι. Στο δεύτερο κύκλο κυριαρχούν το µπουζούκι και ο µπαγλαµάς. Είναι η εποχή που το ρεµπέτικο αρχίζει να βγαίνει από το περιθώριο. Εκεί δεσπόζουν τα ονόµατα του Βαµβακάρη, του ελιά, του Μπάτη, του Μπαγιαντέρα. Κι η τρίτη, η εποχή του Τσιτσάνη, που µας δίνει ό,τι καλύτερο έχει. Η εποχή της πείνας, του πολέµου, του τρόµου, των φυλακών, του Εµφυλίου, του κρε- µατορίου. Ο Τσιτσάνης αρχίζει µέσα από τους στίχους του να µιλά για τον έρωτα, το νέο που χάθηκε από τις σφαίρες των Γερµανών, αλλά και για εκείνον που έπεσε από αδελφικό χέρι. Η δεξιοτεχνία του µπουζουκιού του δεν έχει προηγούµενο. Άλλωστε είναι το µόνο όργανο που χρησιµοποιεί, εκτός από την κιθάρα. Το πλουτίζει µε δύσκολα ταξίµια, του βάζει ξεχωριστές µελωδίες. Ο λόγος φεύγει από την απλοϊκότητα των παλιών του ρεµπέτικου. Τα τραγούδια είναι συχνά µελαγχολικά, όπως µελαγχολικός είναι και ο ίδιος, ευγενής όπως ευγενική είναι και η συµπεριφορά του. Κάθε µία από τις παραπάνω εποχές έχει το δικό της στιλ και ξεχωρίζει, αλλά η εποχή του Τσιτσάνη είναι που φέρνει τα ακούσµατα αυτά πιο κοντά στον κόσµο. Ο Τσιτσάνης είναι που καθιέρωσε το µπουζούκι σαν εθνικό µας όργανο. Ένα όργανο που αναφέρεται ακόµη και στα δηµοτικά µας τραγούδια. Που έχει την ιστορία του πριν από την επανάσταση του '21. Είναι γνωστό ότι µπουζούκι έπαιζαν κι οι ήρωες µας, σε στιγµές που ξεκουράζονταν ή που ήθελαν να αποµονωθούν, να ξεχάσουν. Μπουζουξήδες αναφέρει και ο Παπαδιαµάντης στα διηγήµατα του, ενώ ο Θεόφιλος τους ζωγραφίζει. Μάρτης του 1938. Ο Τσιτσάνης καλείται να υπηρετήσει τη θητεία του. Παρουσιάζεται στο τάγµα τηλεγραφητών στη Θεσσαλονίκη σαν απλός στρατιώτης. Εκεί, στην πόλη του Βορρά, θα γίνει η επαγγελµατική του καθιέρωση. Οι πόρτες των εταιρειών ανοίγουν. Τα στούντιο πάλλονται στους ήχους του µπουζουκιού του. Το µόνο κακό είναι ότι οι εταιρείες βρίσκονται στην Αθήνα. Κι εκείνος για να «γράψει» πρέπει να παίρνει διαρκώς άδειες. Οι µέρες δεν φθάνουν, τις παραβιάζει, µε αποτέλεσµα να τιµωρείται συνεχώς µε φυλακίσεις. Καµιά φορά τις εξαργυρώνει πηγαίνοντας να παίξει σε γλέντια αξιωµατικών και στρατηγών. Στο ίδιο τάγµα υπηρετεί κι ένας ακόµα, που το όνοµα του θα γράψει ιστορία σε άλλο χώρο. Ο Χαρίλαος Φλωράκης βρίσκεται στο ίδιο τάγµα, επίσης σαν τηλεγραφητής. Οι δύο άντρες γίνονται φίλοι. Σήµερα, µετά από τόσα χρόνια, ο επίτιµος Πρόεδρος του ΚΚΕ θυµάται: «Με το Βασίλη γίναµε αµέσως φίλοι. Ήµαστε και κοντοπατριώτες. Εγώ από την Καρδίτσα, εκείνος από τα Τρίκαλα. Την έβγαζε συνέχεια στο πειθαρχείο από τις απανωτές τιµωρίες. Όµως αυτό τον βόλευε και κάπου. Έτσι αποµονωµένος µπορούσε να γράφει απερίσπαστος. Τα βράδια το 'σκαγε πηδώντας από το παράθυρο και από τα σύρµατα του στρατοπέδου - ασυρµατιστής είµαι, έλεγε - και πήγαινε στην Καλαµαριά να παίξει µπουζούκι. Οι αξιωµατικοί τον αγαπούσαν πολύ, άλλωστε ήταν αξιαγάπητος. Μεγάλος δηµιουργός από εκείνη την εποχή. Οι δρόµοι µας ξανάσµιξαν µετά από πολλά χρόνια. Όταν ο Βασίλης είχε γίνει φίρµα κι εγώ ξεµπέρδεψα από τις φυλακές και τις εξορίες. Τότε εκείνος µπορούσε να παίζει ελεύθερα και για όλα τα κοινωνικά στρώµατα κι εγώ να ακούω ελεύθερος τη µουσική του. Πήγαινα συχνά

στο "Χάραµα", τότε που τραγουδούσε µε τη Σωτηρία Μπέλλου, την οποία θεωρώ επίσης µεγάλη λαϊκή φωνή. Ο Βασίλης δεν ανακατεύτηκε ποτέ µε την πολιτική. εν τον ενδιέφερε. Ήταν όµως ένας καλός δηµοκράτης. Στο τάγµα έγραψε κι ένα τραγούδι που το µουρµούριζαν οι στρατιώτες: "Ο Τηλεγραφητής"». Στη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας, ο Τσιτσάνης γράφει δεκάδες τραγούδια που αργότερα έγιναν επιτυχίες. Επειδή ο χρόνος λόγω του στρατού είναι λίγος, όταν έρχεται για φωνογράφηση στην Αθήνα δουλεύει µέρα νύχτα. Την εποχή αυτή δεν υπάρχει δυνατότητα να γράψει κανείς πολλές φορές δοκιµαστικά ένα τραγούδι, όπως γίνεται σήµερα. Έπρεπε να βγει µια κι έξω και έπρεπε να είναι τέλειο. Έτσι χρειάζονταν πρόβες πολλές. Τα δάκτυλα του, όπως έχει ο ίδιος εξοµολογηθεί µατώνουν από το συνεχές παίξιµο. Οι διευθυντές των µαγαζιών, όταν µαθαίνουν ότι κατεβαίνει στην Αθήνα, τον φωνάζου 1 να πάει να τραγουδήσει. Το µεροκάµατο του πια δεν είναι πενιχρό γιατί έχει περιθώρια επιλογής, χωρίς αυτό να σηµαίνει ότι έχει καµιά σχέση µε τα µεροκάµατα που έπαιρναν αργότερα οι συνάδελφοί του. Σε µια από τις τιµωρίες που του επιβάλλουν γιατί αργεί να γυρίσει από άδεια, µέσα στο Πειθαρχείο, γράφει την «Αρχόντισσα». Ήταν µια χειµωνιάτικη βραδιά. Όπως διηγείται ο ίδιος, οι ήρωες του τραγουδιού ήταν υπαρκτοί και η ιστορία αληθινή πέρα ως πέρα. «Η ίδια η αρχόντισσα, µία πραγµατική κυρία. Τη γνώριζα, όπως γνώριζα και τον άντρα. Έβαλα όλη την ψυχή µου και στους στίχους και στη µουσική. Ο υπεύθυνος της Κολούµπια, ο Τούντας, όταν το άκουσε µε φώναξε και µου είπε, "Τέτοιο πράγµα δεν έχω ξανακούσει"». Εκεί, στην όµορφη Θεσσαλονίκη, ο Τσιτσάνης γνωρίζει τη γυναίκα της ζωής του, µε την οποία δένεται για πάντα. Είναι κόρη καλής και εύπορης οικογένειας. Η Ζωή Σαµαρά, µόλις 18 ετών. Θαµπώνεται από την οµορφιά της, την ερωτεύεται κεραυνοβόλα και της γράφει το τραγούδι «Ζωίτσα µου», ένα όµορφο χασάπικο. Ο πατέρας της διστάζει στην αρχή να δώσει τη συγκατάθεσή του για έναν τέτοιο γάµο. Τον συγκινεί όµως ο τρόπος του µελαγχολικού και ήσυχου Βασίλη. Τον συγκινεί αγάπη που νιώθουν ο ένας για τον άλλον και δίνει την ευχή του. Το ζευγάρι αρραβωνιάζεται όταν ο γαµπρός απολύεται απ το στρατό, τον Απρίλη του '40. Τίποτα ως τότε δεν δείχνει ότι η Ελλάδα θα µπει σε περιπέτειες πολέµου, αν και η Ευρώπη αντιµετωπίζει ήδη την απειλή του. Στην οδό Αχιλλέως 1, στη Γλυφάδα, είναι το σπίτι όπου έζησε τα τελευταία του χρόνια ο Βασίλης Τσιτσάνης. το σπίτι όπου ζει η πολυαγαπηµένη του Ζωή, τα παιδιά του Βικτωρία και Κωστής, η µεγαλύτερη του εγγονή και η Αγγελική, ο φύλακας-άγγελος της οικογένειας εδώ και σαράντα χρόνια. ύο µεγάλα πορτρέτα του συνθέτη δεσπόζουν στο σαλόνι. Σκόρπιες φωτογραφίες στον µπουφέ, στα τραπεζάκια, φωτογραφίες από το γάµο του, µε τα παιδιά, µε τους συναδέλφους στη δουλειά. Φωτογραφίες από συναυλίες, από ταινίες. Το υπόγειο του σπιτιού, που ήταν γι' αυτόν ο κόσµος ολόκληρος, έµεινε ανέπαφο. Το παλιό κρεβάτι, το κοµοδίνο, η βιβλιοθήκη µε τους χρυσούς δίσκους, εξώφυλλα περιοδικών και τα αγαπηµένα το µπιµπελό. Κάθε γωνία έχει και κάτι που τον θυµίζει στα αγαπηµένα του πρόσωπα. Ζωντανές στη µνήµη τους κάθε στιγµή του, κάθε συνήθεια. Η κόρη του Βικτωρία, γιατρός στο επάγγελµα, µας γυρίζει στο χθες: «Ήταν ένας πατέρας τρυφερός, µα αυστηρός συγχρόνως. Σύντροφος σωστός για τη µητέρα, δεν έδωσε ποτέ κανένα δικαίωµα σαν οικογενειάρχης. Είχε ανεπτυγµένο το αίσθηµα του ανατολίτη και δεν δεχόταν να του υψώσει κανείς τη φωνή Ξέροντας καλά τους κινδύνους της νύχτας και έχοντας και ο ίδιος µεγαλώσει µε πολύ αυστηρότητα από το δικό το πατέρα, δεν επέτρεπε ποτέ στα παιδιά και τη γυναίκα του να έρχονται σε επαφή µε τους τραγουδιστές και τους µουσικούς. Ακόµα και όταν είχε πρόβα µαζί τους στο σπίτι, κρατούσε την οικογένεια µακριά, σε άλλο δωµάτιο. Μια πρωτόγονη προστασία γι' αυτούς που αγαπά, από έναν κόσµο που κρύβει την ασχήµια του πίσω από τα πολύχρωµα φώτα της ράµπας. Η Βικτωρία, η «βασίλισσα του» όπως τη φώναζε, θυµάται: «Όταν ερχόταν κάποιος από το συγκρότηµα στο σπίτι, µό-

λις του δίναµε το γλυκό ο πατέρας µας έκανε νόηµα να αποσυρθούµε. Ούτε χειραψία καλά καλά δεν προλαβαίναµε να ανταλλάξουµε µε τον ξένο. Ήταν ενήµερος για ό,τι κάναµε. Έλεγχε τις παρέες µας, το πού πηγαίναµε και πόσο θα λείπαµε από το σπίτι. Ακόµη και παντρεµένη όταν ήµουν, θύµωνε αν καµία φορά αργούσα. Και κάποτε που θέλησα να ακολουθήσω τον άντρα µου στο εξωτερικό, σαν αθλητής που ήταν, µε εµπόδισε λέγοντας, "δεν έχεις καµιά δουλειά µε τους ποδοσφαιριστές". Είχαµε συνηθίσει σ' αυτό τον τρόπο ζωής και πέρα από το ότι σαν νέοι θέλαµε περισσότερη ελευθερία, νιώθαµε παράλληλα ασφαλείς δίπλα του. Είχαµε ό,τι θέλαµε, δεν µας στέρησε ποτέ τίποτα. Αντίθετα η µητέρα µου στερήθηκε πολλά και πάνω απ' όλα κοινωνικές επαφές. Εκείνος δεν έβγαινε σχεδόν ποτέ και έτσι αναγκαστικά έµενε και η µητέρα µέσα. Σαν σε όνειρο τη θυµάµαι, όταν µέναµε στην Αχαρνών, να πηγαίνει µόνη της νωρίς κανένα θέατρο, αλλά κι αυτό σπάνια. Κάποτε τον παρακάλεσε να πάµε να δούµε µαζί τον " ράκουλα", στον κινηµατογράφο που ήταν δύο βήµατα από το σπίτι µας και που σαν έργο είχε κάνει µεγάλο θόρυβο. Κάθισε δέκα λεπτά και έφυγε. " εν είµαι εγώ για τέτοια", είπε. Είχε ελάχιστους φίλους. Το µόνο που τον διασκέδαζε, όταν είχε ελεύθερο χρόνο, ήταν το τάβλι που έπαιζε µε τον κύριο ήµο, ένα γείτονα εδώ απέναντι".

Συννεφιασµένη Κυριακή Ζωή και ο Βασίλης κατεβαίνουν στην Αθήνα µόλις αρραβωνιάζονται. Τον Οκτώβρη του '40 φωνογραφεί ένα προφητικό τραγούδι: «Μ' έναν κρυφό αναστεναγµό». Το επόµενο πρωί κηρύσσεται ο πόλεµος. Τον επιστρατεύουν στην πρώτη γραµµή σαν τηλεγραφητή. Στέλνει τη Ζωή στα Τρίκαλα, κοντά στη µητέρα του, που εξακολουθεί όλα αυτά τα χρόνια να ζει στο πατρικό τους µαζί µε τα άλλα της παιδιά. Έξι µήνες µένει το ζευγάρι χώρια, µέχρι που πέφτει το µέτωπο. Ο Βασίλης γυρίζει στα Τρίκαλα τραυµατισµένος. Βλέπει το πατρικό του µισογκρεµισµένο από τους όλµους των Γερµανών. Ξαναγυρίζουν στη Θεσσαλονίκη. Είναι ένας τόπος όπου µπορεί να βρει δουλειά για να ζήσουν, ένας τόπος που αγαπά. Είναι η πόλη που τον αποδέχτηκε και τον καθιέρωσε. Άλλωστε, εκεί ζει και η οικογένεια της Ζωής, που θέλει να έχει την κόρη κοντά. Παντρεύονται µια Κυριακή στον Άγιο Λευτέρη, και η εικόνα του υπάρχει από τότε στο σπίτι του. Πίσω απ' αυτή την εικόνα έγραψε αργότερα στίχους από ένα αντιστασιακό τραγούδι που τραγουδούσε όταν το µαγαζί έµενε µε λίγους, τα ξηµερώµατα. Όλα τα µαγαζιά του ανοίγουν τις πόρτες. Εκείνος όµως έχει στο νου του να φτιάξει κάτι δικό του. Με τη βοήθεια του πεθερού του ανοίγει µετά από λίγους µήνες ένα µικρό ουζερί. Η ταµπέλα γράφει «Ουζερί Τσιτσάνη». Η κυρία Ζωή έχει να πει για εκείνες τις µέρες: «Το µικρό αυτό στέκι ήταν το βασίλειό του. Όλες τις ώρες του εκεί τις περνούσε. Έγραφε στίχους, έβαζε µουσική, τραγουδούσε, έπαιζε. Ήταν γεµάτο κάθε βράδυ. Είχε τακτικούς πελάτες, πλούσιους και φτωχούς. Οι µεγαλύτερες επιτυχίες του πέρασαν µέσα απ' αυτό το µαγαζάκι». Η περίοδος της Κατοχής, όπως έγραψαν αργότερα αναλυτές για το λαϊκό τραγούδι, ήταν η µαύρη περίοδος γι' αυτό. Από εκεί που βγήκε στο φως, ξαναµπαίνει στα καταγώγια και µεταβάλλεται και πάλι σε µουσική έκφραση του υποκόσµου. Τα κέντρα διασκέδασης λειτουργούν αποκλειστικά γι' αυτό τον κόσµο και κάπου είναι φυσικό, αφού η συντριπτική πλειοψηφία του λαού πολεµά στους δρόµους, στις γραµµές της αντίστασης. Ωστόσο, σ' αυτή τη µαύρη εποχή το ρεµπέτικο υπηρετεί και την αντίσταση. Σύµφωνα µε µαρτυρίες, στα κέντρα της Κοκκινιάς τραγουδούν ρεµπέτικα, µε υπαινικτικούς βέβαια στίχους, ενώ στα λεωφορεία µικρά παιδιά λένε ρεµπέτικα µε αντιστασιακούς στίχους έναντι µιας δεκάρας. Και για τον Τσιτσάνη τα χρόνια της Κατοχής περνούν δύσκολα. Τα βιώνει και τα µεταφέρει στο χαρτί του. Βάζει λόγια και νότες που σηµαδεύουν αργότερα την καριέρα του. Εκεί, σ' αυτό το µαγαζί, γράφει την χιλιοτραγουδισµένη «Συννεφιασµένη Κυριακή». Όπως ο ίδιος εκµυστηρεύτηκε, ήθελε µέσα από αυτούς τους στίχους να µεταφέρει τα όσα συνέβαιναν στον τόπο. Την πείνα, τη δυστυχία, τις εκτελέσεις, την απελπισία που έδερνε τους Έλληνες. «Ήταν ένα πραγµατικό περιστατικό, που συνέβη µια βαριά χειµωνιάτικη, νύχτα, Κυριακή. Είδα µε τα µάτια µου το θάνατο ενός παλικαριού. Μάτωσε η καρδιά µου. Πήρα χαρτί κι έβγαλα από µέσα µου αυτό που µ' έπνιγε. Ένιωσα ιδιαίτερα περήφανος όταν είδα µε πόση αγάπη αγκάλιασε ο κόσµος αργότερα το τραγούδι». Όσα έγραψε ο Τσιτσάνης εκείνη την περίοδο έγιναν γνωστά µετά την απελευθέρωση, όταν άνοιξαν και πάλι οι εταιρείες. Μέχρι τότε, µόνο οι θαµώνες του µαγαζιού του τα ψιθύριζαν κι αυτοί µε τη σειρά τους τα µετέφεραν στην Αθήνα και στις άλλες πόλεις.

Αλλά και το ρεµπέτικο σπάει τα στενά του πλαίσια µετά την απελευθέρωση. Είναι η εποχή που το τραγούδι παίρνει διαφορετικό δρόµο και αρχίζει να προσεγγίζει µε µεγαλύτερη ειλικρίνεια τις µάζες. Πρώτος συνθέτης που γραµµοφωνεί το 1946, µόλις ανοίγουν οι εταιρείες, είναι ο Τσιτσάνης. Μετά από πέντε ολόκληρα χρόνια µπαίνει ξανά στο στούντιο. Πόλεµος για το ποιος θα κλείσει συµφωνία µαζί του. Παίρνει τη Ζωή και την κόρη του Βικτωρία, που είναι κιόλας τεσσάρων χρόνων και εγκαθίστανται οριστικά στην Αθήνα. Αφήνει τη Θεσσαλονίκη, τους φίλους του, τον αλαµάγκα, που τόσα όµορφα βράδια πέρασε δουλεύοντας στο µαγαζί του, αφήνει το ουζερί του, τις αναµνήσεις του, γιατί το κέντρο της µουσικής είναι πια η Αθήνα. Η Θεσσαλονίκη, που του χάρισε δόξες και µοναδικές στιγµές, δεν τον χωρά. Νοικιάζουν ένα σπίτι στις Τρεις Γέφυρες. Ένα άνετο σπίτι, αφού τα οικονοµικά τους το επιτρέπουν πια. Βρίσκει αµέσως δουλειά στο κέντρο «Μάριος», στην οδό Ιωνος στην Οµόνοια. Όσα τραγούδια µελοποίησε στην Κατοχή τα γράφει σε δίσκους και προλαβαίνει, πριν αρχίσει η λογοκρισία, να φωνογραφήσει δύο ακόµη που οι στίχοι τους θα απορρίπτονταν σίγουρα. Το «Μη χειρότερα θεέ µου» και «Πρωί µε τη δροσούλα µέσα στη γλυκιά µαστούρα». Οι Αθηναίοι, που πριν επτά χρόνια σνόµπαραν τη δουλειά του, τον αγκαλιάζουν τώρα µε αγάπη και κάνουν ουρά για ένα τραπέζι στο µαγαζί που εργάζεται. Στην Οµόνοια κατεβαίνουν κάθε βράδυ κυρίες από το Κολωνάκι, ενώ το πατάρι γεµίζει από νεολαία. Το µαγαζί γίνεται στέκι διανοουµένων. Είναι οι διανοούµενοι της πρωτεύουσας, που µέσα από το λαϊκό τραγούδι ψάχνουν να βρουν ταυτότητα. Είναι οι νέοι που διψούν να µάθουν. Είναι ο κόσµος που νιώθει ακόµη βαριά την ανάσα του πολέµου. Λεφτάδες και εργάτες συναντιούνται στα σκαλοπάτια του «Μάριου». Τραγουδούν µαζί, γεύονται µαζί. Τίποτα πια δεν µπορεί να σταµατήσει το ποτάµι. Όµως κανείς δεν υπολογίζει τη νέα θύελλα που έρχεται να σαρώσει τον τόπο. Ο απόηχος του πολέµου είναι ακόµη νωπός, όταν ξεσπά ο Εµφύλιος. Μια ακόµα µατωµένη σελίδα στην ιστορία µας. Ίσως από τις χειρότερες. Πώς να τα βάλεις µε τον αδελφό, πώς µε τον πατέρα ή το φίλο. Ένας εµφύλιος σπαραγµός που φέρνει τον τόπο πιο πίσω απ' ό,τι η Κατοχή των Γερµανών. Ένας εµφύλιος που οι µαύρες µέρες του άργησαν πολύ να περάσουν και οι Έλληνες χρειάστηκαν χρόνια για να µονιάσουν. Όπλο του Βασίλη Τσιτσάνη και σε τούτο τον αγώνα, το τραγούδι. Εκφράζει την αγωνία του µέσα από τους στίχους. Τον τρώει ο φόβος για τον αλληλοσπαραγµό. Μην απελπίζεσαι και δεν θ' αργήσει κοντά σου θα 'ρθει µια χαραυγή καινούρια αγάπη να σου ζητήσει κάνε λιγάκι υποµονή. ίωξε τα σύννεφα απ' την καρδιά σου και µε το κλάµα µην ξαγρυπνάς τι κι αν δεν βρίσκεται στην αγκαλιά σου θα 'ρθει µια µέρα µην το ξεχνάς. ύο στροφές από το τραγούδι που κατέκτησε αστραπιαία τις µάζες την περίοδο του Εµφυλίου, λόγω του αντιπολεµικού του µηνύµατος κι έφθασε σε µία στιγµή να αποτελεί τον συνδετικό κρίκο εθνικής επαφής ανάµεσα σε ένα λαό που βρισκόταν στη σκληρή δίνη του εµφυλίου πολέµου. Στρατιώτες και αντάρτες το τραγουδούσαν στα πεδία των συγκρούσεων, µέσα στο κλίµα µιας εµφύλιας σύρραξης που από τη φύση της είναι πιο σκληρή κι από έναν πόλεµο ανάµεσα σε δύο κράτη. Αποτέλεσµα

ήταν η τότε κυβέρνηση να το απαγορεύσει, όπως και το «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι», που µιλούσε για τα βάσανα του φυλακισµένου. Ο ίδιος ο Τσιτσάνης για τούτο το τραγούδι του είχε πει, ανάµεσα σε άλλα: «Ήταν δύσκολο εκείνες τις µέρες να γράψεις αυτό που θέλεις. Ήταν η λογοκρισία, που δεν έδινε εύκολα άδεια για να γραµµοφωνήσεις τραγούδια που κατά τη γνώµη τους είχαν ύποπτους στίχους και έβλεπαν κάποια πολιτική σκοπιµότητα. εν µπορώ να ξέρω µε τι σκεπτικό αποφάσιζαν, πάντως τραγούδι που θα είχε έστω µια λέξη γύρω από τα όσα συνέβαιναν εκείνη την εποχή ήταν από χέρι κοµµένο. Τότε, το '49, έγραψα τους στίχους του "Μην απελπίζεσαι" µε αλληγορικά λόγια ακριβώς για να φύγω από τη λογοκρισία». Συγκλονιστικά είναι τα όσα λέει για ένα άλλο τραγούδι του που γράφτηκε το 1948, το ζεϊµπέκικο «Ο Τραυµατίας». «Ήταν για µένα ένα ξεχωριστό περιστατικό. Είχα πάει στη Θεσσαλονίκη µε µία κοµπανία να παίξουµε στα νοσοκοµεία. Παντού βαριά τραυµατισµένοι. Οι περισσότεροι µε χέρια και πόδια κοµµένα. Παίξαµε µέσα σε άλλα και τον "Τραυµατία". Τότε έγινε κάτι που δεν περιγράφεται µε λόγια. Όλοι οι άρρωστοι του νοσοκοµείου τραγουδούσαν µαζί µας και µε απεγνωσµένες προσπάθειες επιχείρησαν να σηκωθούν όρθιοι. Τρέξαν οι γιατροί, οι νοσοκόµες. Τους παρακαλούσαν να καθίσουν στα κρεβάτια τους. Εκείνοι όµως είχαν γίνει λιοντάρια. Το τραγούδι το άκουγαν για πρώτη φορά, δεν είχε γίνει ακόµη δίσκος». Η λήξη του Εµφυλίου λύνει ως ένα βαθµό τα χέρια του ρεµπέτικου. Οι συνθέτες, µαζί µε τα ερωτικά τραγούδια, γράφουν για την εργατιά, για τη δουλειά, για τη ρωµαίικη λεβεντιά όπως τη νιώθει ο απλός άνθρωπος του τόπου µας. Ο Τσιτσάνης µένει εκεί, µέχρι το τέλος, µε την ελπίδα πως αύριο όλα θα είναι καλύτερα. Και το αύριο θ' αργήσει να έρθει.

Τσιγάρο στα χείλη και γαρίφαλο στ αυτί Σένα ράφι, στο υπόγειο της οδού Αχιλλέως 1, αραδιασµένα µπουκάλια µε κολόνια. Στο περίεργο βλέµµα µας, η Βικτωρία Τσιτσάνη δίνει την εξήγηση: «Ο πατέρας ήταν πολύ κοκέτης. Του άρεσε να ντύνεται. Αγόραζε συνέχεια κοστούµια και πουκάµισα. Ίσως ήταν ένα απωθηµένο των νεανικών του χρόνων, τότε που δεν είχε χρήµατα να αγοράσει τίποτα για εκείνον. Παρακολουθούσε τη µόδα. Κατέβαινε στην Αθήνα, στον Λέντζο, στο Μπον Τον, για να διαλέξει µόνος του. Του άρεσαν επίσης οι κολόνιες. Πριν δύο χρόνια κάναµε ανακαίνιση στο σπίτι. Το βάψαµε µέσα έξω. Όπως είναι φυσικό, έγινε και εκκαθάριση µερικών πραγµάτων. Μέσα στα συρτάρια του βρήκαµε, χωρίς υπερβολή, δεκάδες κουτιά µε κολόνιες, οι περισσότερες άθικτες, όπως αυτές που βλέπετε εδώ. Κάποιες τις πήραν µερικοί φίλοι του για ενθύµιο, κάποιες τις κρατήσαµε εµείς». Πάνω στο γραφείο, µία µικρή τηλεόραση που του είχε χαρίσει ο γιος του. «εν έβλεπε πολλά πράγµατα. Τις ειδήσεις απαραίτητα και κανένα έργο πού και πού. Η πολιτική δεν τον ενδιέφερε, τουλάχιστον δεν έδειχνε να τον ενδιαφέρει. Όµως ήθελε να ενηµερώνεται. Αγόραζε καθηµερινά όλες τις εφηµερίδες και κυριολεκτικά τις ρουφούσε. Θυµάµαι ότι, όταν ήµουν µικρή, µόλις ξυπνούσε µ' έστελνε στο περίπτερο να τις αγοράσω. Ήξερε πάντα τι συµβαίνει στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Πότε δεν µας είπε, ούτε στη µητέρα µου τι ψήφιζε. Και τώρα µας πιάνει ο ένας και ο άλλος - δεν χρειάζεται να πω ονόµατα - και µας λένε, "Ο πατέρας σου ήταν ΠΑΣΟΚ ήταν µε εµάς" ή "Ξέρω καλά, ο πατέρας σου ήταν ΚΚΕ". Το σίγουρο για µένα είναι ότι ήταν βαθιά δηµοκράτης. Κι αυτό δείχναν και οι πράξεις του, η όλη του συµπεριφορά. Ποτέ δεν τσακώθηκε µε συνάδελφο του. Ποτέ δεν ζήτησε ψηλό µεροκάµατα. Κι όταν το µαγαζί δεν πήγαινε καλά, δεν έπαιρνε καθόλου χρήµατα. Το καλύτερο µεροκάµατο, θυµάµαι, το πήρε κάποτε στα " ειλινά". Και µας έκανε µεγάλη εντύπωση, όπως άλλωστε και στον ίδιο. Ο επιχειρηµατίας είχε πια απηυδήσει µε τα µεγάλα ονόµατα που συνεργαζόταν και που όχι µόνο έπαιρναν πολλά, αλλά και δεν έφερναν κόσµο, µε αποτέλεσµα µετά από λίγο καιρό το µαγαζί να κλείνει, διότι δεν είχαν δουλειά. Όταν πήρε τον πατέρα, όλος κόσµος κατέβηκε στην παραλία να τον ακούσει. Κι εκείνος για ανταµοιβή του έδινε 60.000 την ηµέρα. Ήταν το µεγαλύτερό του µεροκάµατο. Και όλο το 'λεγε...» Η δεκαετία του '50 µπαίνει και µαζί της ανοίγουν οι φυλακές και οι εξορίες. Ο Εµφύλιος χώρισε την Ελλάδα στα δύο. Χιλιάδες οι οικογένειες που θρηνούν νεκρούς και από τις δύο πλευρές. Οι χαµένοι βρίσκονται αλυσοδεµένοι πίσω από τα σίδερα. Στα τέλη του '49 ο Τσιτσάνης ανακηρύσσεται ο δηµοφιλέστερος λαϊκός τραγουδιστής. «Αχάριστη», «Εγώ πληρώνω τα µάτια που αγαπώ», «Κάθε βράδυ πάντα λυπηµένη». Η µία επιτυχία διαδέχεται την άλλη. Οι εταιρείες συναγωνίζονται για συνεργαστούν µαζί του. Το «Φαληρικό», το «Ροσινιόλ», η «Τριάνα του Χειλά» είναι από τα πρώτα µαγαζιά που τραγουδά, µπουζούκι καθιερώνεται και στους ραδιοφωνικούς σταθµούς. Συγκεκριµένα η ΥΕΝΕ βάζει κάθε απόγευµα για µισή ώρα λαϊκά τραγούδια. Σήµα της εκποµπής, η «Συννεφιασµένη Κυριακή». Την ίδια εποχή ο Τσιτσάνης αρχίζει να εµφανίζεται σε κινηµατογραφικές ταινίες. Τον βλέπουµε δίπλα στη Χατζηαργύρη, τη Μελίνα Μερκούρη κ.α. Τα πρωινά στα στούντιο, βράδυ στα µαγαζιά. Κανένα δεν αφήνει να παίξει τα τραγούδια του. Θέλει να έχει τον απόλυτο έλεγχο. Η δουλειά του έχει γίνει ψύχωση. Παίζει µπουζούκι, κιθάρα, µπαγλαµά. Στους δίσκους ερµηνεύει όλες τις συγχορδίες µόνος του. εν εµπιστεύεται κανένα.

Κι οι εταιρείες όµως τον παρακαλούν να παίξει και τραγούδια άλλων συνθετών, µόνο και µόνο για να βάλουν στο εξώφυλλο του δίσκου το όνοµα του. Οι στίχοι του Τσιτσάνη από τα τραγούδια εκείνα περιλαµβάνονται σήµερα στην ανθολογία της νεοελληνικής ποίησης. Σ' εκείνον αποδίδεται η αξιοποίηση και η διάδοση του µπουζουκιού. Μετά τον Εµφύλιο, στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη, αλλά και τις άλλες επαρχιακές πόλεις το ρεµπέτικο γίνεται βασιλιάς των τραγουδιών. Τα µαγαζιά κάνουν πίστες για να χορεύουν οι πελάτες. Τα πρόσωπα που κυριαρχούν στους στίχους είναι η µάνα και η αγαπηµένη. Ο ρεµπέτης µοιάζει να µην έχει πατέρα ούτε αδέλφια. Βρίσκει στήριγµα στη µάνα και στην αγαπηµένη. Τις θέλει κοντά του όλες τις δύσκολες στιγµές. «Έλα µανούλα γρήγορα απόψε εδώ κοντά µου, γιατί έχω µείνει µόνος µου σ' αυτή τη συµφορά µου». Οι σχέσεις µάνας και γιου παρουσιάζονται τέλειες, αντίθετα τεταµένες δείχνουν να είναι οι σχέσεις µεταξύ µάνας και κόρης. Η κόρη αγνοεί τις συµβουλές της πρώτης. Κάνει του κεφαλιού της, παντρεύεται το µάγκα που γουστάρει και δεν τη λογαριάζει. Ο στοίχος στα ρεµπέτικα είναι δεκαπεντασύλλαβος. Πάνω σ' αυτό το µέτρα δουλεύει και ο Τσιτσάνης, που καθιερώνει και το ρεφρέν. Κάνει γυρίσµατα και επαναλήψεις καταλήξεων. Συχνά το ρεφρέν του µοιάζει µε επιµύθιο, µε παρότρυνση, µε συµβουλή. Εκείνος και ο Μάρκος Βαµβακάρης είναι από τους λίγους που γράφουν τους στίχους τους οι ίδιοι. εν παραγγέλνουν τα τραγούδια σε «λογήδες», όπως αποκαλούσαν τότε όσους έγραφαν τραγούδια. Πολλοί συνθέτες παράγγελναν στους λογήδες τους στίχους για να ανταποκριθούν στη ζήτηση που είχε κάποια χρόνια το ρεµπέτικο. Ο Τσιτσάνης δεν έπεσε ποτέ σε τέτοιες οµαδοποιήσεις γι' αυτό και τα τραγούδια του είναι διαχρονικά. Τα ρεµπέτικα µετά τον Εµφύλιο γίνονται διασκέδαση µαζική. Ο κόσµος χορεύει στους ρυθµούς του, που χωρίζονται στο ζεϊµπέκικο, το χασάπικο, το τσιφτετέλι. Το πρώτο χωρίς βήµατα, χωρίς κανόνες. Αυτοσχεδιασµός. Ο κάθε χορευτής έχει το δικό του ύφος και στιλ. Κάνει τις δικές του φιγούρες, τα δικά του τσακίσµατα. Οι παλιοί µάγκες, όταν το χόρευαν διπλώνονταν σχεδόν στα δύο, τα πόδια κτύπαγαν βαριά στο πάτωµα, είχαν το τσιγάρο στα χείλη και ένα γαρίφαλο πίσω από το αυτί. Εδώ δεν είναι ο ρυθµός που κάνει το χορό να ξεχωρίζει, αλλά το ύφος που χορεύεται. Γι' αυτό και δεν µπορεί ο καθένας να το χορέψει, αν δεν έχει µέσα του µεράκι και αγάπη για το συγκεκριµένο ρυθµό. Σε ένα δηµοσίευµα του για το ζεϊµπέκικο, ο Κώστας Ταχτσής στο περιοδικό «Πάλι», το 1965, λέει: «Πολλοί έχουν την εντύπωση ότι το ζεϊµπέκικο εισήχθη στην Παλιά Ελλάδα από τους πρόσφυγες. εν είναι αλήθεια, γιατί ο χορός αυτός ήταν διαδεδοµένος στην παλιά Ελλάδα πολύ πριν έρθουν οι πρόσφυγες. Οι τελευταίοι όµως του έδωσαν την ώθηση. Πρώτα φούντωσε στον υπόκοσµο των µεγάλων αστικών κέντρων, της Αθήνας, του Πειραιά και της Θεσσαλονίκης. Μετά πέρασε στην εργατική τάξη, που έψαχνε από καιρό να εκφραστεί µε έναν τρόπο διαφορετικό από τα δηµοτικά τραγούδια και τις καντάδες. Ο πόλεµος βοήθησε να αναπτυχθεί αλµατωδώς. Όλοι οι Έλληνες, ξαφνικά, είτε πορτοφολάδες είναι είτε µικροαστοί ή αστοί βρίσκονται σε µία κατάσταση που τους εξισώνει. εν υπάρχουν πια νηστικοί και χορτάτοι, δεν υπάρχουν κύριοι και δούλοι. ούλοι είναι όλοι, όλοι είναι νηστικοί. Όλοι αισθάνονται την ανάγκη να κλάψουν τη µοίρα τους. Όλα τα σπίτια έγιναν ξαφνικά "τεκέδες". Παντού επικρατεί η ίδια ατµόσφαιρα παρανοµίας, συνεχούς φόβου, µιζέριας και θανάτου. Μπροστά στη γερµανική κατοχή όλοι οι Έλληνες είναι ίσοι. Φυσικά, κατά τη διάρκεια της Κατοχής τα ταγκό, τα βαλσάκια και τα σλόου εξακολουθούν να γράφονται και να προωθούνται για να δοθεί η ψευδαίσθηση ότι όλα είναι µια χαρά. Τα µεγάφωνα των γερµανικών αυτοκινήτων γυρνούν στους δρόµους και ξυπνούν τον κοσµάκη µ' εκείνο το αµίµητο "το πρωί µε ξυπνάς µε φιλιά", που στην πραγµατικότητα ήταν ένα ξύπνηµα µε φιλιά θανάτου. Τα ζεϊµπέκικα και τα ρεµπέτικα γενικά ήταν τα µόνα τραγούδια που µιλούσαν για την πραγµατικότητα. Ταυτίστηκαν λίγο πολύ µε το πνεύµα της αντίστασης, όχι µόνο πολιτικής αλλά και κοινωνικής. Τα ζεϊµπέκικα δεν µιλούσαν για τον πόλεµο, για τα φαρµάκια της Κατοχής. Μιλούσαν για κάτι παραπάνω, για τα φαρµάκια της ζωής και κάθε ένας έδινε την ερµηνεία που ήθελε».

Ο χασάπικος, αντίθετα µε τον ζεϊµπέκικο, έχει βήµατα. εν είναι µοναχικός χορός. Μπορεί να χορευτεί από δύο έως έξι άτοµα. Αρκεί να υπάρχει συγχρονισµός. Θέλει πειθαρχία και ακρίβεια. Θέλει λεβεντιά. Χρειάζεται σοβαρότητα, γιατί και εδώ εκφράζεται ο καηµός και η πίκρα. Από τα γνωστότερα χασάπικα του Τσιτσάνη, γραµµοφωνηµένο το 1950, είναι το «Τι σήµερα, τι αύριο, τι τώρα», µ' ερµηνευτές τον ίδιο και τη Μαρίκα Νίνου. Τέλος, το τσιφτετέλι, αντίθετα µε τους άλλους χορούς, θέλει χαµόγελο, αισθησιασµό, τσαχπινιά. Χορεύεται κυρίως από γυναίκες και ο άντρας συνοδεύει. Θέλει κίνηση στη µέση και στους γοφούς.

Ιεροτελεστία Τα χρόνια περνούν και η οικογένεια του Βασίλη Τσιτσάνη µετακοµίζει σε καινούργιο σπίτι στην Αχαρνών. Η Ζωή του χαρίζει ένα ακόµη παιδί, τον Κώστα. Στην οικογένεια προστίθεται ένα ακόµη µέλος, η Αγγελική, που πήγε για λίγο και ρίζωσε µαζί τους µέχρι σήµερα. Ο Τσιτσάνης πέθανε και η Αγγελική εξακολουθεί να µοιράζεται τις µέρες της µε τα παιδιά και τη γυναίκα του. Είναι ο άνθρωπος που ο µεγάλος συνθέτης µιλούσε και εµπιστευόταν πιο πολύ κι από τους δικούς του. Εκείνη ήξερε τα χούγια του, ήξερε πότε είχε τις καλές του και πότε όχι. Είχε µάθει να τον ακούει πιστά και υποµονετικά. Ο χαµός του της στοίχισε όσο και στα µέλη της οικογενείας. Και η αφοσίωση του σ' εκείνον την κρατά ακόµη κοντά τους. «Μόνο όσοι τον έζησαν µπορούν να εκτιµήσουν το χαρακτήρα του»,, «την καλοσύνη και την εντιµότητα του. Μου µίλαγε συχνά για τα προβλήµατα της δουλειάς, για τις κακίες των ανθρώπων, για τις ανησυχίες του. Ήταν απλός και καταδεκτικός. Λιγόφαγος σαν πουλί. Αν ήθελε ξαφνικά να φάει κάτι, το ετοίµαζε µόνος του για να µην ενοχλήσει. Είχε ζάχαρο και έτρωγε ελάχιστα πράγµατα. Πειθαρχηµένος σε βαθµό υπερβολικό σε ό,τι του συνιστούσαν οι γιατροί. Καλός πατέρας, καλός σύζυγος. εν ύψωνε φωνή. Είχε τον τρόπο του να επιβάλλεται. Ήταν σπιτόγατος. Όλη µέρα την πέρναγε στο σπίτι, γράφοντας και παίζοντας µπουζούκι. Έσβηνε, έγραφε, πετούσε και πάλι από την αρχή. Και όταν ήταν ικανοποιηµένος από το αποτέλεσµα, έλεγε "ωραίο βγήκε", άφηνε το µπουζούκι στην άκρη και πήγαινε απέναντι στο φίλο του για τάβλι». Το γράψιµο ενός νέου τραγουδιού για τον Βασίλη Τσιτσάνη ήταν µία ιεροτελεστία. Όταν ρωτήθηκε κάποτε µε τρόπο έγραφε, απάντησε: «Πριν την εισαγωγή, έπαιζα µε τις νότες, άλλαζα τις στροφές, ήταν κάτι σαν προεισαγωγή. Τα δάκτυλά µου πονούσαν από το πολύ παίξιµο. Το 'παιζα ξανά και ξανά ώσπου να πάρω φόρα κι υστέρα η µελωδία ερχόταν από µόνη της. Έβγαινε από τα βάθη της καρδιάς µου. Αυτό όµως µπορούσε να κρατήσει και µέρες. Τίποτα δεν γράφτηκε ποτέ στο πόδι. Το παίδευα µέχρι να µείνω ευχαριστηµένος. Μου άρεσε να τραβώ το χρόνο της µελωδίας, να ακούγεται δηλαδή πιο αργά. Πίστευα ότι έβγαινε καλύτερα, ότι ήταν πιο αληθινό. Και νοµίζω πως δικαιώθηκα. Ο κόσµος αγάπησε αυτόν το ρυθµό. Σε κάποια τραγούδια όµως, που ο στίχος δεν ταίριαζε να πηγαίνει τόσο αργά, έβαζα πιο γρήγορο ρυθµό. Για παράδειγµα, στο τραγούδι "Έλα όπως είσαι" ή "ο γάµος του Τσιτσάνη". Όλα αυτά όµως ήθελαν πολλή δουλειά, πολύ κόπο για να γίνουν. Κι αν υπερασπίζοµαι τόσο το έργο είναι γιατί µόνο εγώ ξέρω πόσο κουράστηκα να το δηµιουργήσω. Το µυαλό µου ήταν συνέχεια στα τραγούδια. εν ασχολήθηκα µε δηµόσιες σχέσεις. εν ασχολήθηκα ποτέ µε το τι κάνουν οι συνάδελφοί µου. εν ζήτησα χατίρια από κανένα. Αν πέτυχα ή όχι το θα το κρίνει ο κόσµος και η ιστορία». Όταν έλεγε αυτά τα λόγια ο Τσιτσάνης, πριν από δεκαετίες, ήξερε πως είχε πετύχει. Ήξερε πως ο κόσµος είχε κρίνει και το λαϊκό τραγούδι είχε πάρει τη θέση που του άξιζε. Και δεν θα πρέπει ίσως να παραλείψουµε ότι κάτι που τον βοήθησε σηµαντικά στο έργο του, που τον έκανε να επιµένει πάνω στο γραπτό του, ήταν η σχέση του µε τα γράµµατα. Άλλη ερµηνεία µπορεί να δώσει κάποιος που δεν πέρασε το κατώφλι του σχολείου και άλλη κάποιος που διάβηκε την πόρτα του Πανεπιστηµίου. Ίσως αν ακολουθούσε το δρόµο της Νοµικής, που τον σταµάτησε στο πρώτο κιόλας έτος, θα είχε κι εκεί το µεράκι, την ίδια ευαισθησία.

Στού «Τζίµη του Χοντρού» Στού «Τζίµη του Χοντρού» τραγουδά ο Τσιτσάνης όταν αρχίζει για πρώτη φορά συνεργασία µε τις δύο µεγάλες του λαϊκού µας τραγουδιού. Τη Μαρίκα Νίνου, το Μαρικάκι όπως τη φωνάζει χαϊδευτικά, και τη Σωτηρία Μπέλλου. Η πρώτη, πέρα από την καλή φωνή, διαθέτει µπρίο και η παρουσία της στο πάλκο ξεσηκώνει το κοινό. Η δεύτερη, χαρακτήρας ατίθασος, τον συντροφεύει στα δύσκολα. Η συνεργασία τους είναι άψογη, αλλά κρατά µόνο ενάµιση χρόνο. Με τη Σωτηρία Μπέλλου ξανασµίγουν µε από 25 χρόνια στο «Χάραµα» και χαρίζουν και οι δύο στους λάτρεις του λαϊκού τραγουδιού νύχτες αξέχαστες. Σήµερα ο Τσιτσάνης ζει µέσα από τα τραγούδια του και η Σωτηρία άρρωστη, ανήµπορη και ξεχασµένη στο Κ.Α.Α. (Κέντρα Αναπνευστικής Αποκατάστασης) του Νοσοκοµείου «Σωτηρία». Η Μπέλλου γεννήθηκε στην Εύβοια το 1921. Τραγουδά πολύ ωραία από µικρή. Στα δεκατέσσερα απαιτεί από τους γονείς της να της αγοράσουν κιθάρα και αρχίζει µαθήµατα. Είναι τόση η επιµονή της, που υποχωρούν. Η δασκάλα της λέει πως δεν ξανάδε παιδί µε τόσο πείσµα για να µάθει. Οι γονείς της, επειδή διακρίνουν τον ατίθασο χαρακτήρα της, την παντρεύουν νωρίς. Εκείνη εγκαταλείπει µια µέρα σπίτι και άντρα κι έρχεται στην Αθήνα. Είναι η µέρα που ξεσπά ο πόλεµος. Περνά την Κατοχή πουλώντας τσιγάρα και εφηµερίδες. Τραγουδά για πάρτη της µέσα στο φτωχικό της δωµάτιο. εν δέχεται από κανένα να τη βοηθήσει οικονοµικά. Ένα πρωινό του '45, κατεβαίνοντας στα Εξάρχεια µπαίνει στο ταβερνάκι ενός Κρητικού. Έξω ψιλοβρέχει. Σε µια γωνία, κάποια γεροντάκια παίζουν κιθάρα και λένε παλιά τραγούδια. Κάθεται δίπλα τους και µε κάτι δεκάρες που έχει παραγγέλνει ένα κατρούτσο. Οι θαµώνες αρχίζουν την περιεργάζονται. Ένας για να την πειράξει φωνάζει, «ωραίο κελεπούρι µας ήρθε απόψε». Η Σωτηρία θυµώνει, πάει κοντά του. «Αν είµαι κελεπούρι, είµαι για µένα. Μου δίνετε τώρα για λίγο την κιθάρα;» Τα χάνουν όλοι και χωρίς δεύτερη κουβέντα της τη δίνουν. Αρχίζει να τραγουδά. Μένουν οι θαµώνες µε το στόµα ανοιχτό. Ο ταβερνιάρης πάει κοντά της και τη φιλά. «Ο Θεός σ' έστειλε, κορίτσι µου, απόψε». Της ζητάει να πάει το Σάββατο, που θα 'ναι µια µεγάλη παρέα. Έτσι και γίνεται. Ανάµεσα στους πελάτες είναι δηµοσιογράφοι και γιατροί. Τραγουδά, της δίνουν και λεφτά. Της γίνεται συνήθεια να πηγαίνει συχνά στην ταβέρνα του Κρητικού. Κι ένα βράδυ συναντιέται µε τον Τσιτσάνη, που συνοδεύεται από το θεατρικό συγγραφέα Κίµωνα Καπετανάκη. Το ίδιο βράδυ ο συνθέτης την παρακαλεί να πάνε στο σπίτι του Καπετανάκη για να του τραγουδήσει δυο τρία τραγούδια. Την επόµενη κιόλας µέρα της κλείνει ραντεβού µε την Κολούµπια. Το ένστικτό του ότι πρόκειται για γαλή φωνή δεν τον γελά. Ο δρόµος για την καριέρα της Μπέλλου είναι πια ανοιχτός και το οφείλει στον Τσιτσάνη. Ο πρώτος δίσκος που γυρίζει είναι το τραγούδι «Όταν πίνεις στην ταβέρνα», που γνωρίζει αργότερα µεγάλη επιτυχία. Σήµερα η Σωτηρία Μπέλλου περνά τις ώρες της δίπλα στο καρτοτηλέφωνο του νοσοκοµείου τυλιγµένη µέσα στη χοντρή µπλε ρόµπα της. Αν κάποιος της θυµίσει τις νύχτες τις µοναδικές, θα πει κουνώντας τα χείλη: «εν θέλω τίποτα να θυµάµαι, τους ξέχασα όλους, όπως µε ξέχασαν κι εκείνοι». Κι αν τύχει και την ξέρεις από παλιά, σκύβει µπροστά για να σου ζητήσει, «Έχεις κανένα φράγκο; εν θέλω πολλά, άσε όσα θες εσύ». Λένε πως όπως στρώσει κανείς κοιµάται. Πως πολλοί από τους καλλιτέχνες µας δεν έκαναν καλό κουµάντο στα οικονοµικά τους και πεθαίνουν στην ψάθα. Πως ό,τι έβγαζαν τα παίζαν στα ζάρια και στα χαρτιά. Μα είµαστε τάχα εµείς ικανοί να κρίνουµε και να κατακρίνουµε; Κι αν δεν είναι ζάρια ή χαρτιά, κάποιων η µοίρα είναι προκαθορισµένη. Την αγάπαγε τη Σωτηρία ο Τσιτσάνης. Ακόµα κι αν εκείνη τύχαινε να έχει τις κακές της και να του κακοµιλά, αυτός δεν της κατηγορούσε.

Κι όταν οι δικοί του πήγαιναν στο «Χάραµα» να τους ακούσουν, το πρώτο που τους έλεγε ήταν, «Χαιρετήσατε τη Σωτηρία;». Και τώρα, αν σε κάποια έξοδο της από το νοσοκοµείο επισκεφθεί το σπίτι της Γλυφάδας, η πόρτα είναι πάντα ανοιχτή και στο τραπέζι υπάρχει ένα πιάτο και για κείνη. Με τη Μαρίκα η συνεργασία του Τσιτσάνη ήταν πιο µικρή γιατί έφυγε νωρίς και πικραµένη. Γεννηµένη πάνω σε πλοίο το 1922, από γονείς Αρµένιους, µεγαλώνει µέσα στη φτώχεια της Κοκκινιάς. Στα 25 της, µετά από έναν αποτυχηµένο γάµο, κάνει ντουέτο µε έναν ακροβάτη και γυρίζει µε µπουλούκια στην επαρχία δίνοντας παραστάσεις. Εκεί πότε πότε λέει και κανένα τραγούδι. Λίγο αργότερα τη γνωρίζει ο Χιώτης και κάνει τον πρώτο της δίσκο. Αµέσως µετά αρχίζει η συνεργασία της µε τον Τσιτσάνη, µια συνεργασία που στέφεται από επιτυχία. Αργότερα η Μαρίκα ξενιτεύεται, µα µένει πολύ λίγο στο εξωτερικό. Γυρίζει πίσω µε καρκίνο της µήτρας και στις 22 Φεβρουαρίου του '57 πεθαίνει. Είναι µόλις 36 ετών. «Τι φοβόταν περισσότερα απ' όλα ο πατέρας σας;» ρωτώ τη Βικτωρία Τσιτσάνη, σε τούτη τη µοναδική επίσκεψη µου στο σπίτι της οδού Αχιλλέως. «Το θάνατο», µου απαντά. «Κάθε φορά που έφευγε ένας δικός του γινόταν κουρέλι. Όταν έχασε τη µάνα του, τη γιαγιά Βίτω, έτσι τη φωνάζαµε, τραγουδούσε στο "Φαληρικό". Ο ιδιοκτήτης του ζήτησε να γυρίσει αυθηµερόν πίσω για να µη χάσει την παράσταση. Εκείνα τα χρόνια ήταν ακόµα πολύ σκληρά για τους µουσικούς. Συχνά οι µαγαζάτορες τους άφηναν απλήρωτους. εν είχαν σεβασµό για τίποτα. Ο πατέρας γύρισε, βέβαια, αλλά ήταν πικραµένος. Έγραψε κι ένα τραγούδι, "Γέλα παλιάτσο", που δεν το µελοποίησε ποτέ. Όταν χάθηκε η Νίνου, έκλαψε πολύ. Κι έγραψε για κείνη τους στίχους "Θέλω να είναι Κυριακή αυτή που θα πεθάνω". Το µεγαλύτερο χτύπηµα το πήρε µε τον ξαφνικό θάνατο του φίλου και συνεργάτη Γιάννη Παπαϊωάννου. Από τότε µπορώ να πω ότι άρχισε να κλονίζεται και η δική του υγεία. Οι γιατροί του σύστησαν να κόψει το τσιγάρο και το έκανε αµέσως. Ευτυχώς ήταν πειθαρχηµένος. Άρχισε να φοβάται µήπως πεθάνει κι αυτός. Έλεγε συνέχεια στη µητέρα, "Αν πάθω καρκίνο, θ' αυτοκτονήσω". Προσπαθούσαµε να διασκεδάσουµε τους φόβους του για το θάνατο, που όσο πέρναγαν τα χρόνια όλο και µεγάλωναν. Αλλά η δουλειά, δουλειά». Πολλοί οι επώνυµοι που συνωστίζονται στού "Τζίµη του Χοντρού", στις αρχές του '50, για να ακούσουν τις πενιές του Τσιτσάνη. Ανάµεσα τους ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Αλέξης Μινωτής, ο Μάνος Χατζιδάκις, ο Μίκης Θεοδωράκης, που αργότερα σε µία συνέντευξη του θα πει: «Θα 'θελα να είµαι ένας ταπεινός µαθητής του. Ο Τσιτσάνης είναι ο Θεόφιλος της λαϊκής µας µουσικής». Επειδή τίποτα καλό δεν κρατά πολύ, η ρόδα κάνει και πάλι τον κύκλο της και το λαϊκό τραγούδι µπαίνει ξανά στο στόχαστρο. Τούτη τη φορά δεν είναι πόλεµος µε όπλα, δεν είναι λογοκρισία. Τώρα ο εχθρός είναι µια µακρινή χώρα που λέγεται Ινδία.Τα πρώτα σύννεφα φαίνονται µε τον ερχοµό νέων τραγουδιστών που βρίσκουν τον εύκολο τρόπο να ανέβουν βάζοντας στίχους σε ινδική µουσική. Μια µουσική που κλέβεται από επιτήδειους µε µαγνητόφωνα, από ινδικές ταινίες που προβάλλονται σωρηδόν στους ελληνικούς κινηµατογράφους.κλαψιάρικα τραγούδια, γεµάτα πόνο και δυστυχία, που δυστυχώς αγκαλιάζονται από µια µεγάλη µερίδα του λαού µας. Μια µόδα που δεν κρατά πολύ, που σήµερα τη θυµόµαστε και γελάµε. Μια µόδα που, αν ψάξει κανείς σε βάθος, θα µπορούσε να πει πως σκοπό είχε να αποπροσανατολίσει τον κόσµο από τα δικά του ουσιαστικά προβλήµατα. Μια µόδα που ήταν ικανή να καταστρέψει ένα έργο χρόνων, που κατάφερε έστω και για λίγο να βάλει στο περιθώριο συνθέτες όπως ο Τσιτσάνης, ο Βαµβακάρης, ο Παπαϊωάννου κ.α. Κάποιοι, όπως η Μαρίκα Νίνου, παίρνουν των οµατιών τους για άλλες χώρες να βρουν την τύχη τους. Κάποιοι άλλοι ενώνονται µεταξύ τους και δίνουν από µέσα τη µάχη, µια µάχη άνιση, αφού οι νεοφερµένοι δεν χρειάζεται να κοπιάσουν καθόλου για την επιτυχία..