ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ Ζητήματα σύγκρουσης και νομολογιακή αντιμετώπιση



Σχετικά έγγραφα
ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ

Θέµα εργασίας. Η Θεσµική Προσαρµογή των Συνταγµατικών ικαιωµάτων I (Μον.Πρωτ.Θεσ/νίκης 1080/1995)

Η σχολιαζόμενη απόφαση παρουσιάζει σημαντικό. ενδιαφέρον τόσο γιατί πραγματεύεται σημαντικά νομικά ζητήματα

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ. Θέµα: Η αρχή της ανθρώπινης αξίας ΒΑΣΙΛΙΚΗ. ΓΡΙΒΑ. ιδάσκων Καθηγητής: Ανδρέας Γ. ηµητρόπουλος

Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

Δικαίωμα στην εκπαίδευση. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

Η γενική αρχή του σεβασµού και της προστασίας της ανθρώπινης αξίας

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ,ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ, ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

ΕΡΓΑΣΙΑ 1 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΑΠΑΡΑΒΙΑΣΤΟΥ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟ ΙΣΤΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ,ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ,ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 9 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

ΕΡΓΑΣΙΑ 5η : ΘΕΣΜΙΚΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ- ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΣ ΘΕΜΕΛΙΩ ΟΥΣ ΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ Α. Η ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΑΙ Η ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΙΣΟΤΗΤΑ ΓΕΝΙΚΑ

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 2: Κράτος Δικαίου 2

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Π.Μ.Σ. ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ(α.25παρ.3Σ) Με τον όρο γενικές συνταγµατικές αρχες εννοούµε ένα σύνολο

Σελίδα 1 από 5. Τ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΑΙΔΕΙΑ ΕΝΟΤΗΤΑ Β : TO ΔΙΚΑΙΟ

1ο Κεφάλαιο Το δικαίωµα του συνεταιρίζεσθαι στα πλαίσια του άρθρου 12 του Συντάγµατος

ΑΠΑΛΛΑΓΗ ΑΠΟ ΤΑ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ Παιδαγωγικό Σχόλιο σε Νομικά Πορίσματα και Αποφάσεις

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 12 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 4: Πηγές του Δικαίου

Η ΑΡΣΗ ΤΟΥ ΑΠΟΡΡΗΤΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ 1. ΟΙ ΙΣΧΥΟΥΣΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΣΕ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΚΑΙ ΥΠΕΡΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ (ΔΙΕΘΝΕΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ)

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 6 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ ΤΑ ΘΕΜΕΛΙΩΔΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

Το Σύνταγμα της Ελλάδας του 1975/86/01 στο δεύτερο μέρος του περιλαμβάνει τις διατάξεις τις σχετικές με τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα.

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 3 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

Συνεχίζεται στη Βουλή η συζήτηση για το άρθρο 3

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ... 7 ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ ΚΥΡΙΟΤΕΡΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΚΥΡΙΟΤΕΡΕΣ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ... 37

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 1: Κράτος Δικαίου 1

ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ. Ν. 1597/1986, Προστασία και ανάπτυξη της κινηματογραφικής τέχνης, ενίσχυση της ελληνικής κινηματογραφίας και άλλες διατάξεις.

Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 3: Ποινικό Δίκαιο των Ανηλίκων

ΕΡΓΑΣΙΑ. Επιµέλεια εργασίας: Πολίτης Σπύρος Εmail: ιδάσκων: ηµητρόπουλος Ανδρέας ΙΑΓΡΑΜΜΑ. 2.Σχολιασµός απόφασης

ΕΡΓΑΣΙΑ 6 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «ΤΟ ΙΚΑΙΩΜΑ ΕΠΙ ΤΗΣ Ι ΙΑΣ ΕΙΚΟΝΑΣ ΤΩΝ ΗΜΟΣΙΩΝ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ Εισαγωγή. 1. Προβληματισμός Μεθοδολογία... 5

ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ Α ΕΞΑΜΗΝΟ ΕΤΟΣ:

Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 1: Αυτονόμηση της αντιμετώπισης των ανηλίκων

«Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ»

Αρχή της αναλογικότητας. Λίνα Παπαδοπούλου Aν. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

Συνταγματικό Δίκαιο. Ενότητα 8: Συντακτική Εξουσία και Αναθεωρητική Λειτουργία

Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα. Δικαίωμα συνέρχεσθαι

Θέμα: «Η ιστορική μέθοδος ερμηνείας» Υπεύθυνος καθηγητής: κ. Ανδρέας Δημητρόπουλος

Περιεχόμενο: Αρχή διάκρισης των λειτουργιών

# εργασία αρ.3# ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣτΕ ΟΠΟΥ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ Σ Χ Ε Ι Α Γ Ρ Α Μ Μ Α 5]ΑΝΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ

Συγκριτικό Εκκλησιαστικό Δίκαιο

ΕΘΝΙΚΟ & ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΓΝΩΜΟΛΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 5 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

Η ΔΕΣΜΕΥΣΗ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΙΚΩΝ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 1 ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ ΤΗΣ ΕΣΔΑ. ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

7/3/2014. ό,τι είναι νόμιμο είναι και ηθικό ; νόμος είναι το δίκαιο του εργοδότη ; ή νομικός κανόνας

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ. ΕΡΓΑΣΙΑ 5 η :

Συγκριτικό Εκκλησιαστικό Δίκαιο

"Τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα στο Σύνταγμα του Μαυροβουνίου"

Η Αρχή της Νομιμότητας ως Οριοθέτηση των Συνταγματικών Δικαιωμάτων

Ξενοφών Κοντιάδης Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου, Δικηγόρος, Πρόεδρος Ιδρύματος Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου

Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑΣ ΩΣ ΣΥΝΕΠΕΙΑ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΚΡΑΤΟΥΣ ΙΚΑΙΟΥ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 3 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

Περιορισμοί και Εξαιρέσεις

ΠΟΡΙΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ (ΕΤΟΥΣ 1987)

Αρχή της ισότητας: ειδικές μορφές

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 1 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

Οργάνωση και Λειτουργία του Κράτους 19 ος Διαγωνισμός ΕΣΔΔ 2 ος Διαγωνισμός ΕΣΤΑ Σάββατο 09 Δεκεμβρίου 2006

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 11 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

Το Προστατευόμενο Έννομο Αγαθό στην Πορνογραφία Ανηλίκων

Στρατιωτικό προσωπικό και Ανθρώπινα Δικαιώματα. Πρόσφατες Εξελίξεις στην Ελλάδα

ΣΥΓΓΡΑΦΗ ΜΙΑΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΣΥΝΗΘΗ ΛΑΘΗ ΚΑΙ ΑΣΤΟΧΙΕΣ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος

Διοικητικό Δίκαιο Ι. Μαθητική σχέση έννομη σχέση δημόσιου διοικητικού δικαίου. Αντικείμενο Διοικητικού Δικαίου Διοίκηση

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ- ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 11 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

1. Αναθεώρηση του Συντάγματος

Υποβάλλεται ως κοινοποίηση: -Πρόεδρο της Βουλής των Ελλήνων κ. Νίκο Βούτση -Υπουργό Ψηφιακής Πολιτικής, Τηλεπικοινωνιών και Ενημέρωσης κ.

Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ:

Δικαίωμα δικαστικής προστασίας. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1279-1/ ΓΝΩΜΟ ΟΤΗΣΗ 4 /2015

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ : Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΛΟΥΚΟΥ ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΑΘΗΝΑ ΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2003

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ :

Μάθημα: «Εφαρμογές Δημοσίου Δικαίου» ΘΕΜΑ: ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ

Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 8: Η θέση του ανηλίκου ως κατηγορουμένου

ΕΙΣΑΓΩΓΗ. ανθρώπου, κατ άρθρο 2 παρ.1 Συντάγματος, αλλά κατοχυρώνεται και ρητά στο άρθρο 14 παρ.1 Σ.

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 7 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ. στην ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ. Ένα νέο πλαίσιο της ΕΕ για την ενίσχυση του κράτους δικαίου

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

Διοικητικό Δίκαιο. Δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα και δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ (Οι αριθμοί παραπέμπουν στις παραγράφους και στις σελίδες, όπου ενδείκνυται)

ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΑΣ (ΕΚΠΑ) ΚΑΤΑΤΑΚΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΑΚ. ΕΤΟΥΣ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Άποψη περί εφαρμογής ν 4030/2011.

Αυτά τα δικαιώματα είναι η ισότητα, η ελευθερία, η ασφάλεια και η ιδιοκτησία.

«ΥΠΑΓΩΓΗ ΘΕΣΜΙΚΗ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΚΑΙ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ ΩΣ ΜΕΘΟΔΟΙ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΤΩΝ ΠΡΑΚΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΣΤΟ ΠΕΔΙΟ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ»

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

Διοικητικό Δίκαιο. Εισαγωγή στο Διοικητικό Δίκαιο 1 ο Μέρος. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

Συγκριτικό Εκκλησιαστικό Δίκαιο

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 7 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ. Ι. Η έννοια του δικαίου. 1. Ορισμός του κανόνα δικαίου

Διοικητικό Δίκαιο. Αστική ευθύνη του δημοσίου 1 ο μέρος. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

Ε.Ε. ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΤΗ ΛΗΘΗ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΔΙΠΛΩΜΑ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Transcript:

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΜΑΘΗΜΑ : Φιλοσοφία και Μεθοδολογία του Δικαίου Διπλωματική εργασία ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ Ζητήματα σύγκρουσης και νομολογιακή αντιμετώπιση Επιβλέπων Καθηγητής : Κώστας Σταμάτης Επιμέλεια :Δήμητρα Τσιαπράκα Θεσσαλονίκη 2008

ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ Ζητήματα σύγκρουσης και Νομολογιακή αντιμετώπιση ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πρώτο Μέρος Έννοια των δυο εννόμων αγαθών Α. Ελευθερία της τέχνης 1. Εισαγωγή. 2. Η προστασία της ελευθερίας της τέχνης... 3. Έννοια, Περιεχόμενο και Φορείς του δικαιώματος. 3.1. Έννοια 3.2 Φορείς και Περιεχόμενο. 3.2.1. Ελευθερία παραγωγής 3.2.2. Ελευθερία κυκλοφορίας. 3.2.3. Ελευθερία πρόσβασης του κοινού σε έργο τέχνης. 4. Η σχέση της τέχνης με τον τύπο και τον κινηματογράφο. Β. Θρησκευτική ελευθερία 1. Εισαγωγή 2. Προστασία του δικαιώματος.. 2.1. Τα βασικά κείμενα.. 2.2. Άλλες Διατάξεις. 3. Έννοια, Περιεχόμενο και Φορείς του δικαιώματος 3.1 Έννοια. 3.2 Φορείς και Περιεχόμενο. 4. Θρησκευτική ελευθερία και προστασία της προσωπικότητας.. 5. Η ποινική προστασία της θρησκείας.

Δεύτερο Μέρος Η εκδήλωση της σύγκρουσης Α. Η εκδήλωση της σύγκρουσης στην Ελλάδα 1. Εισαγωγή. 2. Νομολογία Πολιτικών Δικαστηρίων.. 2.1. Ο τελευταίος πειρασμός Η αρχή μια αμφίβολης νομολογίας 2.2. Υπόθεση Ανδρουλάκη (Μν) Η αναγνώριση της ελευθερίας της τέχνης. 2.3 Κώδικας DA VINCI Η πρόσφατη επιβεβαίωση της νομολογίας... 3. Νομολογία Ποινικών Δικαστηρίων Β. Η εκδήλωση της σύγκρουσης στα πλαίσια της ΕΔΣΑ 1. Otto Preminger Institut v. Austria 2. Wing rove v. United Kingdom... Τρίτο Μέρος Σκέψεις για την επίλυση της σύγκρουσης 1. Τα κριτήρια ερμηνείας του δικαίου ως μέθοδος για την επίλυση της σύγκρουσης. 2. Κριτήρια αξιολόγησης της σύγκρουσης.

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Εισαγωγή 3 Πρώτο Μέρος Έννοια των δυο εννόμων αγαθών Α. Ελευθερία της τέχνης 1. Εισαγωγή.. 4 2. Η προστασία της ελευθερίας της τέχνης... 5 3. Έννοια, Περιεχόμενο και Φορείς του δικαιώματος 3.1. Έννοια 7 3.2 Φορείς και Περιεχόμενο 12 3.2.1. Ελευθερία παραγωγής.. 13 3.2.2. Ελευθερία κυκλοφορίας 13 3.2.3. Ελευθερία πρόσβασης του κοινού σε έργο τέχνης..14 4. Η σχέση της τέχνης με τον τύπο και τον κινηματογράφο.15 Β. Θρησκευτική ελευθερία 1. Εισαγωγή 17 2. Προστασία του δικαιώματος 2.1. Τα βασικά κείμενα..19 2.2. Άλλες Διατάξεις 20 3. Έννοια, Περιεχόμενο και Φορείς του δικαιώματος 3.1 Έννοια.21 3.2 Φορείς και Περιεχόμενο....24 4. Θρησκευτική ελευθερία και προστασία της προσωπικότητας 26 5. Η ποινική προστασία της θρησκείας.27 1

Δεύτερο Μέρος Η εκδήλωση της σύγκρουσης Α. Η εκδήλωση της σύγκρουσης στην Ελλάδα 1. Εισαγωγή. 29 2. Νομολογία Πολιτικών Δικαστηρίων.. 30 2.1. Ο τελευταίος πειρασμός Η αρχή μια αμφίβολης νομολογίας..30 2.2. Υπόθεση Ανδρουλάκη (Μν) Η αναγνώριση της ελευθερίας της τέχνης.33 2.3 Κώδικας DA VINCI Η πρόσφατη επιβεβαίωση της νομολογίας...35 3. Νομολογία Ποινικών Δικαστηρίων 37 Β. Η εκδήλωση της σύγκρουσης στα πλαίσια της ΕΔΣΑ 1. Otto Preminger Institut v. Austria 38 2. Wing rove v. United Kingdom...40 Τρίτο Μέρος Σκέψεις για την επίλυση της σύγκρουσης 1. Τα κριτήρια ερμηνείας του δικαίου ως μέθοδος για την επίλυση της σύγκρουσης. 42 2. Κριτήρια αξιολόγησης της σύγκρουσης. 46 Συμπέρασμα..49 Βιβλιογραφία.50 2

Εισαγωγή Η ελευθερία της τέχνης και της καλλιτεχνικής δημιουργίας ως ειδικότερες εκφάνσεις της ελευθερίας της έκφρασης κατοχυρώνονται συνταγματικά και θεωρούνται δεδομένες σε ένα σύγχρονο κράτος δικαίου. Ωστόσο, συμβαίνει αρκετά συχνά ένα έργο τέχνης να προκαλεί μεγάλες εντάσεις και διενέξεις, οι περισσότερες από τις οποίες λαμβάνουν μεγάλη δημοσιότητα. Στην πλειοψηφία τους οι περιπτώσεις αυτές αφορούν έργα τέχνης που θεωρούνται βλάσφημα και ξεσηκώνουν θρησκευτικά σωματεία και πιστούς που ισχυρίζονται ότι θίγεται η θρησκευτική τους ελευθερία. Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι να προσεγγίσει την έννοια των δύο συνταγματικών εννόμων αγαθών και να μελετήσει τον τρόπο που αυτά συγκρούστηκαν στις δικαστικές αίθουσες, επιχειρώντας παράλληλα να προβεί σε στάθμιση και προτάσεις επίλυσης της διαφοράς. 3

Πρώτο Μέρος Έννοια των δυο εννόμων αγαθών Α. Ελευθερία της τέχνης 1. Εισαγωγή Αν και το φαινόμενο της τέχνης είναι παλαιό και η προβληματική γύρω από αυτό ευρύτατη, η συνταγματική κατοχύρωσή της είναι σχετικά πρόσφατη. Πρώτο το γερμανικό Σύνταγμα της Βαϊμάρης του 1919 κατοχυρώνει την ελευθερία της τέχνης ορίζοντας στο άρθρο 142 παρ. 1 «Η τέχνη, η επιστήμη και η διδασκαλία τους είναι ελεύθερες. Το κράτος τους παρέχει προστασία και συμμετέχει στην καλλιέργειά τους» 1. Στην Ελλάδα, η συνταγματική κατοχύρωση της ελευθερίας της τέχνης συντελείται για πρώτη φορά με πρωτοβουλία του Αλέξανδρου Παπαναστασίου στα δημοκρατικά συντάγματα του 1925 και 1927, στα άρθρα 20 και 21 αντίστοιχα : «Η τέχνη και η επιστήμη και η διδασκαλία αυτών είναι ελεύθεραι, διατελούν δε υπό την προστασίαν του Κράτους, το οποίο συμμετέχει εις την επιμέλειαν και την εξάπλωσιν αυτών» 2, τα οποία προφανώς υιοθετούν τη διάταξη του Συντάγματος της Βαϊμάρης. Παρόμοια διάταξη περιέχει και το ελληνικό σχέδιο Συντάγματος του 1948 στο άρθρο 8 3, ενώ η συνταγματική προστασία της τέχνης λείπει από το Σύνταγμα του 1952 και φυσικά από τα δικτατορικά συντάγματα του 1968 και 1973 4. 1 Γεράσιμος Θεοδόσης, Η ελευθερία της τέχνης εκδόσεις Καστανιώτη 2000, σελ. 18. 2 Κώστας Μαυριάς Αντώνης Μ. Παντέλης, Συνταγματικά Κείμενα Ελληνικά και Ξένα, Εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα Κομοτηνή, 1996, σελ 232 3 «Η τέχνη και η επιστήμη και η διδασκαλία αυτών είναι ελευθεραι, τελούν δε υπό την προστασίαν του Κράτους, το οποίον συμμετέχει εις την επιμέλειαν και εξάπλωσιν αυτών» Κώστας Μαυριάς Αντώνης Μ. Παντέλης, οπ.π. σελ 234. 4 Βλ. Δημήτριος Κόρσος : «Η ελευθερία της τέχνης, της επιστημονικής ερεύνης και της διδακασίας και τα το σχέδιον του νέου Συντάγματος» περιοδικό Επιθεώρηση Δημοσίου και Διοικητικού δικαίου, 1975, σελ. 117. 4

Τη φιλελεύθερη παράδοση των Συνταγμάτων του 1925 και 1927 συνεχίζει το Σύνταγμα του 1975 με τη διάταξη του άρθρου 16 παρ. 1 : «Η τέχνη και η επιστήμη, η έρευνα και η διδασκαλία είναι ελεύθερες, η ανάπτυξη και η προαγωγή τους αποτελεί υποχρέωση του Κράτους. Η ακαδημαϊκή ελευθερία και η ελευθερία της διδασκαλίας δεν απαλλάσσονται από το καθήκον της υπακοής στο Σύνταγμα». Η διατύπωση του άρθρου 16 παρ. 1 έχει σαφώς επηρεαστεί κυρίως ως προς το δεύτερο εδάφιο από τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 3 του ισχύοντος γερμανικού Συντάγματος, του Θεμελιώδους Νόμου της Βόννης του 1949 5, η οποία όμως αντίθετα με την ελληνική διάταξη δεν κάνει αναφορά στην υποχρέωση του κράτους να αναπτύσσει και να προάγει την τέχνη και την επιστήμη 6. 2. Προστασία της ελευθερίας της τέχνης Η τελευταία συνταγματική αναθεώρηση του 2001, αλλά και προηγουμένως αυτή του 1986, δεν άγγιξε τη διάταξη του άρθρου 16 παρ. 1 επιβεβαιώνοντας την ανεπιφύλακτη προστασία της ελευθερίας της τέχνης και την υποχρέωση του κράτους να μεριμνά για την ανάπτυξη και προαγωγή της. Είναι χαρακτηριστικό ότι το άρθρο 16 παρ. 1 εδ. α Συντ. καθιερώνει ανεπιφύλακτο δικαίωμα, μη συνοδευόμενο από γενική ή ειδική ρήτρα. Τούτο έχει εξαιρετική σημασία, καθώς επιβάλλει τόσο στην κρατική εξουσία όσο και στον νομοθέτη να μην εισχωρεί στο πεδίο ελεύθερη ανθρώπινης δράσης που θεμελιώνει η συγκεκριμένη συνταγματική διάταξη. Η χωρίς γενική ή ειδική επιφύλαξη νόμου κατοχύρωση της ελευθερίας της τέχνης, ενισχύεται από τη συνταγματικά θεμελιωμένη 5 Άρθρο 5 παρ. 3 Θεμελιώδους Νόμου της Βόννης 1949 : «Τέχνη και επιστήμη, έρευνα και διδασκαλία είναι ελεύθερες. Η ελευθερία της διδασκαλίας δεν αποδεσμεύει από την πίστη στο Σύνταγμα» 6 βλ. Π.Δ.Δαγτόγλου, Συνταγματικό Δίκαιο. Ατομικά Δικαιώματα Τόμος Β, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα 1991, σελ. 653. 5

υποχρέωση του κράτους να αναπτύσσει και να προάγει την τέχνη. Στην ουσία πρόκειται για δύο διαφορετικές ρυθμίσεις : την αμυντική ελευθερία της τέχνης και το κοινωνικό ή θετικό δικαίωμα με την αντίστοιχη κρατική υποχρέωση προαγωγής της τέχνης. Η πρώτη απευθύνεται στην κρατική μηχανή περιορίζοντάς την όταν νομοθετεί, αποφασίζει ή δικαιοδοτεί. Η δεύτερη σχετίζεται με την εκδήλωση της καλλιτεχνικής δημιουργίας και την μέριμνα του Κράτους για την προαγωγή της και την ανεμπόδιστη άσκησή της. Η ελευθερία της τέχνης και της καλλιτεχνικής δημιουργίας είναι φυσικά ειδικότερες εκφάνσεις της ελευθερίας έκφρασης που το ισχύον σύνταγμα κατοχυρώνει στο άρθρο 14 παρ. 1. Ωστόσο, ο συντακτικός νομοθέτης δεν αρκέστηκε στο γενικό κανόνα του άρθρου 14 παρ. 1, αλλά έκρινε σκόπιμη την ιδιαίτερη αναφορά της τέχνης στο άρθρο 16 Σ και μάλιστα η καθιέρωση σχετικής γενικής αρχής της παρ. 1 υποδηλώνει την αυξημένη κατοχύρωσή της συγκριτικά με τις άλλες μορφές έκφρασης και διάδοσης στοχασμών 7. Σε αντίθεση με το ισχύον Σύνταγμα η ΕΣΔΑ δεν περιέχει ειδική προστατευτική διάταξη της ελευθερίας της τέχνης. Η τέχνη και η καλλιτεχνική δημιουργία εν γένει θεωρούνται ως εκδηλώσεις της ελευθερίας έκφρασης και περιλαμβάνονται στη γενικότερη ρύθμιση του άρθρο 10 της ΕΣΔΑ που ορίζει : «Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα εις την ελευθερίαν εκφράσεως. Το δικαίωμα τούτο περιλαμβάνει την ελευθερίαν γνώμης ως και την ελευθερίαν λήψεως ή μεταδόσεως πληροφοριών ή ιδεών, άνευ επεμβάσεως δημοσίων αρχών και ασχέτως συνόρων». Είναι σαφές ότι το άρθρο 10 προστατεύει την ελευθερία της έκφρασης κατά τρόπο ευρύ, αφού εγγυάται το σεβασμό όλων των μορφών της, δηλαδή την ελευθερία γνώμης αλλά και την ελευθερία λήψης ή 7 Κ. Χρυσόγονος, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, 2 η έκδοση, εκδ. Σάκκουλας Αθήνα Κομοτηνη, 2002, σ. 326 6

μετάδοσης πληροφοριών. Η διεύρυνση της προστασίας με την ένταξη της ελευθερίας της τέχνης στο άρθρο 10 έγινε από τη νομολογία του ΕΔΔΑ με την απόφαση Muller και λοιποί κατά Ελβετίας, η οποία δέχθηκε ότι η ελευθερία της καλλιτεχνικής έκφρασης περιλαμβάνεται ειδικότερα στο πλαίσιο μετάδοσης και λήψης πληροφοριών και ιδεών 8 3. Έννοια, Περιεχόμενο και Φορείς του δικαιώματος της ελευθερίας της τέχνης. 3.1. Έννοια Η ελευθερία της τέχνης ως πεδίο της ανθρώπινης δραστηριότητας εμφανίζει μεγάλη δυσκολία ορισμού και ένταξης σε ένα νομικό πλαίσιο. Ο νομικός καλείται να οριοθετήσει τα όρια της άσκησης μια ανθρώπινης δραστηριότητας, το κύριο χαρακτηριστικό της οποίας έγκειται στην υπέρβαση των καθιερωμένων κοινωνικών κανόνων 9. Δεν είναι συνεπώς παράδοξο το γεγονός ότι το ατομικό δικαίωμα της ελευθερίας της τέχνης εξακολουθεί ακόμη και σήμερα να αποτελεί άγνωστο τόπο για την επιστήμη του ελληνικού δημοσίου δικαίου. Η θεωρία ελάχιστα έχει ασχοληθεί με την προβληματική του ατομικού αυτού δικαιώματος, ενώ το ίδιο ισχύει και για τη νομολογία. Η πρώτη δυσχέρεια, την οποία αντιμετωπίζει ο νομικός κατά την προσπάθεια οριοθέτησης του προστατευόμενου πεδίου της διάταξης του άρθρου 16 παρ. 1 εδ. α Σ, έγκειται στη δυσκολία ορισμού του φαινομένου της τέχνης Η έννοια της «τέχνης» είναι πολυσήμαντη και το περιεχόμενο της είναι σε ένα βαθμό αβέβαιο. Τούτο διότι νοηματοδοτείται από τις ευμετάβλητες και υποκειμενικές πολλές φορές τάσεις και απόψεις που 8 Α. Μαγγάνα Λ. Καρατζά, Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη 2002, σ. 234 επ., δικτυακός τόπος www.echr.coe.int, επίσης, Ι Μυλωνάς, Η υπόθεση Muller, μια άποψη του ΕΔΔΑ για τα άσεμνα, ΠοινΧρ 1991, σ. 778. 9 Σπύρος Β. Βλαχόπουλος : «Η ελευθερία της τέχνης. Τα όρια ενός ανεπιφύλακτου ατομικού δικαιώματος», περιοδικό ΔτΑ/1999, σελ 74. 7

επικρατούν σε μια συγκεκριμένη εποχή, ως προς τη φύση και την αποστολή του καλλιτεχνικού δημιουργήματος 10. Γενικά αποδεκτός ορισμός που να καλύπτει με πληρότητα όλες τις μορφές της τέχνης δεν υπάρχει και μάλλον δεν μπορεί να υπάρξει λόγω του πολυδιάστατου και δυναμικού χαρακτήρα της τέχνης 11. Η αδυναμία εύρεσης ενός γενικά αποδεκτού ορισμού, αφενός, και η αναγκαιότητα χαρακτηρισμού ενός έργου ως έργου τέχνης προκειμένου να τύχει της αυξημένης προστασίας του άρθρου 16 παρ. 1, αφετέρου, οδήγησαν στην διατύπωση διάφορων θεωριών, κοινό γνώρισμα των οποίων είναι η παράκαμψη της προσπάθειας ορισμού της τέχνης. Ενδεικτικά αναφέρεται η ακόλουθη θέση η οποία διατυπώθηκε στην ελληνική νομική θεωρία : «Ως έργο τέχνης οφείλει να θεωρηθεί καταρχήν ο,τιδήποτε ο ίδιος ο δημιουργός του θεωρεί ως τέτοιο, εκτός αν έρχεται σε προφανή αντίθεση προς τις κρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις» 12. Η θέση αυτή δεν αντέχει σε συστηματική κριτική. Πρώτα απ όλα πρέπει να διευκρινιστεί ότι στην ιστορία της τέχνης απαντάται πληθώρα έργων, οι δημιουργοί των οποίων δεν τους αναγνώριζαν καμία καλλιτεχνική ιδιότητα (π.χ. ημερολόγια, επιστολές), έπειτα ο ορισμός αυτός είναι υπερβολικά ευρύς, ώστε καθένας να μπορεί να βαφτίζει το έργο του ως καλλιτεχνικό δημιούργημα προκειμένου να τύχει της αυξημένης προστασίας του άρθρου 16 παρ. 1. Η ασφαλιστική δικλείδα της μη προφανούς αντίθεσης προς τις κρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις αποδεικνύεται ανεπαρκής, 10 Στη θεωρία αμφισβητείται έντονα εάν η ελευθερία της τέχνης επιτρέπει έναν ορισμό της τέχνης ή εάν αντίθετα το νόημα του δικαιώματος αυτού έγκειται ακριβώς στην απαγόρευση του ενός τέτοιου ορισμού. Βλ. ενδεικτικά Β. Σκουρής : «Μια ελευθερία υπό τον άμεσο έλεγχο του Κράτους» περιοδικό ΕΕΕυρΔ. 1989 σελ. 193 : «η συνταγματική κατοχύρωση της ελευθερίας της τέχνης θέτει το μείζον ερώτημα αν μπορεί και αν πρέπει να ορίσουμε εκείνη την «τέχνη» που δικαιούται της συνταγματικής προστασίας. Το πρόβλημα έγκειται στο γεγονός ότι κάθε ορισμός της τέχνης ενδέχεται να περιέχει αξιολογήσεις και να τοποθετεί έκτος του άρθρου 16 φαινόμενα, σύμβολα και αντικείμενα, για τα οποία οι δημιουργοί τους διατείνονται και διεκδικούν ότι συνιστούν τέχνη» 11 Χαρακτηριστική είναι η αναφορά που κάνει ο Σπύρος Β. Βλαχόπουλος στη μελέτη του «Η ελευθερία της τέχνης. Τα όρια ενός ανεπιφύλακτου ατομικού δικαιώματος», οπ.π. σ. 79 στο έργο του γερμανού συγγραφέα A. Mackler με τίτλο : «Τι είναι τέχνη; 1080 ορισμοί δίνουν 1080 απαντήσεις». 12 Κ. Χρυσόγονος, οπ.π. σ. 342 8

καθώς είναι εξαιρετικά δύσκολο σε μια πλουραλιστική κοινωνία να διακριβωθούν οι κυρίαρχες κοινωνικές αντιλήψεις, αλλά κυρίως γιατί η ιστορική πραγματικότητα έχει επανειλημμένως αποδείξει ότι σπάνια ένα καλλιτεχνικό είδος στα πρώτα στάδια της δημιουργίας του γίνεται κοινωνικά αποδεκτό ως τέτοιο. Προτάθηκε ακόμα από τη νομική επιστήμη η εύρεση και χρήση γενικών κριτηρίων, βάσει των οποίων θα διαπιστώνεται η καλλιτεχνική ιδιότητα κάθε συγκεκριμένου έργου. Ένα τέτοιο κριτήριο θα μπορούσε να αποτελέσει, καταρχήν, η ένταξη του εκάστοτε έργου σε ένα καλλιτεχνικό είδος 13. Έτσι, ως έργο τέχνη θα πρέπει να χαρακτηριστεί κάθε έργο, το οποίο φέρει τα τυπικά γνωρίσματα ενός καλλιτεχνικού είδους (λ.χ. θεατρικού έργου, ποιήματος, διηγήματος κλπ). Και αυτή η θέση παρουσιάζει σοβαρά μειονεκτήματα, με κυριότερο την εισαγωγή μια ταυτολογίας, αφού αυτό που καταλήγει να λέει είναι ότι : «καλλιτεχνικό» έργο είναι ό,τι μπορεί να ενταχθεί σε ένα «καλλιτεχνικό» είδος, δηλαδή ό,τι μπορεί να χαρακτηριστεί ως «καλλιτεχνικό» έργο. Με αυτό τον τρόπο το βάρος μετατίθεται στην οριοθέτηση των καλλιτεχνικών ειδών, παρορώντας το γεγονός ότι υπάρχουν μεμονωμένα έργα που δεν μπορούν να ενταχθούν σε ένα συγκεκριμένο είδος, αλλά και νέα πρωτοποριακά καλλιτεχνικά ρεύματα που δεν έχουν ακόμα αναγνωριστεί ως καλλιτεχνικά είδη. Η θεωρία γνωρίζει και άλλες κατηγορίες ορισμών. Μια από αυτές προκρίνει ως κύριο χαρακτηριστικό στοιχείο της τέχνης την ελεύθερη δημιουργία και την έκφραση της προσωπικότητας του καλλιτέχνη 14, με 13 Βλ Γ. Θεοδόση οπ.π. σελ. 42, και την εκεί αναφορά σε ορισμούς που εκφράστηκαν κυρίως στη γερμανική θεωρία 14 Ενδεικτικά, βλ Π.Δ.Δαγτόγλου, οπ.π σελ. 653, κατά τον ορισμού του οποίου «Τέχνη, κατά την έννοια της διάταξη του άρθρου 16 παρ. 1, είναι κάθε δημιουργική έκφραση της ανθρώπινης φαντασίας». Β. Σκουρή : Η ελευθερία της διαφήμισης, εκδόσεις Αντ Σάκκουλα, 1991, σ. 31 : «Ως τέχνη νοείται κάθε δημιουργική έκφραση της ανθρώπινης φαντασίας», Δ. Σιδέρης : «Άσεμνα θέματα και κινηματογράφος», Αρμ 1984, σελ 97 : «το έργο τέχνης κυριαρχείται από δημιουργική βούληση διάπλασης και οπωσδήποτε ενυπάρχει σ αυτό μια κεντρική ιδέα.», Γ. Μουρέλου : «Τέχνη και γνώση», Αφιέρωμα στον Κων. Τσάτσο 1980, σε 201 : «..ένας καλλιτέχνης δεν έχει αξία παρά μόνο όταν δημιουργήσει ένα δικό του έργο. Γ αυτό ο καλλιτέχνης πριν απ όλα πρέπει να είναι δημιουργός, να φτιάξει κάτι που δεν υπήρχε πριν από αυτόν.» 9

ορατό κίνδυνο κάθε ανθρώπινο δημιούργημα να μπορεί να χαρακτηριστεί ως έργο τέχνη. Άλλη εντοπίζει το κύριο εννοιολογικό γνώρισμα της τέχνης στην επικοινωνία και ορίζει ως τέχνη κάθε ανθρώπινο δημιούργημα, το οποίο προσανατολίζεται στην αισθητικής φύσεως επικοινωνία με το κοινό ή κάθε έργο το οποίο αποσκοπεί στην επικοινωνία και ταυτόχρονα χρήζει ερμηνείας 15. Η νομολογία όταν καλείται να αποφανθεί αν ένα έργο μπορεί να χαρακτηριστεί ως «έργο τέχνης», ακολουθεί τον κανόνα του γενικού ορισμού της τέχνης ή το συνδυασμό κριτηρίων. Η επιλογή τέτοιων μεθόδων καλύπτει ικανοποιητικά την ανάγκη αιτιολόγησης της κρίσης του δικαστηρίου, μόνο όμως στις εύκολες και πρόδηλες περιπτώσεις, όπως για παράδειγμα όταν κρίνεται κατά πόσο ένα αλληγορικό κείμενο μυθοπλασίας αποτελεί λογοτεχνικό έργο. Υπάρχουν όμως και δύσκολες περιπτώσεις, στις οποίες γενικοί ορισμοί και κριτήρια δεν παρέχουν ασφαλή κρίση. Σ αυτές δυστυχώς απαντώνται τις περισσότερες φορές υποκειμενικές κρίσης του δικαστή περί αισθητικής απόλαυσης και καλλιτεχνικής αξίας που δεν συνάδουν με την αντικειμενικότητα και αμεροληψία της δικαστικής εξουσίας και καταλήγουν σε ανεπιεικείς κρίσεις. Έτσι, σε δύσκολες, οριακές περιπτώσεις, όταν δηλαδή πρέπει να κριθεί ένα πρωτότυπο ή πρωτοποριακό έργο που δεν έχει ακόμα αναγνωριστεί ως τέτοιο, ο κρίνων οφείλει όχι μόνο να υιοθετήσει τον ευρύτερο δυνατό ορισμό, αλλά και να προσφύγει στην γνώμη ειδικών προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος να αποκλειστεί μια καλλιτεχνική δημιουργία από την προστασία που παρέχει το Σύνταγμα. Εξάλλου σε παρόμοιες περιπτώσεις δεν δικαιολογείται με κανένα τρόπο να αποφαίνεται ο νομικός για την καλλιτεχνική αξία του έργου. Το δικαστήριο δεν μπορεί να προβεί στην εξέταση της ποιότητας και του 15 Α.Κωστάρας, Ελευθερία της τέχνης και Ποινικό Δίκαιο, στον τιμητικό τόμο Ιωάννη Μανωλεδάκη, Δημοκρατία Ελευθερία Ασφάλεια, Αθήνα Θεσσαλονίκη 2005. 10

καλλιτεχνικού ύψους του έργου, αφού η διάταξη του άρθρου 16 παρ. 1 προστατεύει όλα τα καλλιτεχνικά έργα, ανεξάρτητα από το αισθητικό τους αποτέλεσμα. Η ως άνω συνταγματική διάταξη αποσκοπεί στην αποτροπή επέμβασης της κρατικής εξουσίας στην καλλιτεχνική δημιουργία και μια τέτοια ανεπίτρεπτη παρέμβαση θα λάμβανε χώρα αν ο δικαστής όριζε τα κριτήρια προκειμένου να χαρακτηριστεί ένα έργο ως ποιοτικό και κατ επέκταση καλλιτεχνικό 16. Επομένως, η αποδοχή της καλλιτεχνικής αξία ενός έργου ανήκει αποκλειστικά στην καλλιτεχνική κοινότητα και στους αποδέκτες του έργου και όχι στη νομική κρίση που πρέπει να μένει απαλλαγμένη από αξιολογικές κρίσεις. Κατόπιν των ανωτέρω, ορθότερη φαίνεται η άποψη εκείνων που δεν συμφωνούν με την προσπάθεια ορισμού του φαινομένου της τέχνης, καθώς η οριοθέτηση ενός τόσο αβέβαιου και ευμετάβλητου μεγέθους ακυρώνεται αυτόματα από τη ίδια τη δυναμική της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Βέβαια ο ορισμός και η τυποποίηση του όρου «τέχνη» μπορεί να είναι αναγκαία εργαλεία στο χέρια του ερμηνευτή και του εφαρμοστή του δικαίου. Διότι για να είναι το δίκαιο δε θέση να προστατεύσει κάτι, πρέπει προηγουμένως να το έχει ορίσει 17. Δίχως ορισμό του προστατευόμενου εννόμου αγαθού και του αντίστοιχου πεδίου δραστηριότητας ο νομικός νιώθει ανασφαλής, δεν μπορεί να ανατρέξει σε ένα σταθερό μέτρο ώστε να είναι βέβαιος για την υπαγωγή των εκάστοτε δεδομένων και τη συναγωγή συμπερασμάτων. Ωστόσο, η ανάγκη αυτή οφείλει να υποχωρεί μπροστά στον κίνδυνο του περιορισμού ενός ατομικού δικαιώματος και εν προκειμένω μπροστά στον κίνδυνο αποκλεισμού δράσεων από το προστατευτικό πλέγμα του συνταγματικού κανόνα του άρθρου 16 παρ. 1. Ο νομικός δεν πρέπει να ξεχνά ότι σκοπός της διάταξης του άρθρου 16 παρ, 1 εδ. α, είναι να 16 Σ. Βλαχόπουλος, υπόθεση Ανδουλάκη (Μν), ΤοΣ 3/2000, σελ. 563. 17 Γ. Θεοδόσης, οπ.π. σελ 23, Σ. Τσακυράκης, Θρησκεία κατά Τέχνης, εκδόσεις πόλις 2004, σελ. 216 «το γεγονός της απροσδιοριστίας της τέχνης είναι ασυμβίβαστο με τη νομική σκέψη, η οποία επιδιώκει ορισμούς και απαιτεί αντικειμενικότητα. Πως όμως να κρίνουν οι δικαστές αν κάτι αποτελεί έργο τέχνης όταν δεν υπάρχει απάντηση για το τι είναι τέχνη;» 11

προστατεύσει την ελευθερία της καλλιτεχνικής δημιουργίας στο σύνολό της και όχι να επιβάλλει μια συγκεκριμένη άποψη περί τέχνης. 3.2. περιεχόμενο φορείς Η ελευθερία της τέχνης περιλαμβάνει την ελεύθερη δημιουργία και κυκλοφορία των έργων τέχνης, καθώς και την ελευθερία πρόσβασης του κοινού στα έργα τέχνης. 3.2.1. ελευθερία παραγωγής Η ελευθερία παραγωγής έργων τέχνης ή καλλιτεχνικής δημιουργία επιτάσσει την ελεύθερη από κρατικές παρεμβάσεις παραγωγή καλλιτεχνικών έργων και συνακόλουθα την απαγόρευση ενός προληπτικού μηχανισμού περιορισμών του δικαιώματος. Τούτο διότι ο προληπτικός έλεγχος, αφενός, είναι κατ αρχήν ασυμβίβαστος με την κατοχύρωση των ατομικών ελευθεριών, ιδίως δε όταν αυτές κατοχυρώνονται χωρίς ρητή επιφύλαξη νόμου και αφετέρου, κινδυνεύει να αναιρέσει στον πυρήνα του το δικαίωμα και να συρρικνώσει την προστατευτική του λειτουργία. Επομένως, είναι ασυμβίβαστη με την ελευθερία δημιουργίας έργων τέχνης η απαίτηση επαγγελματικής άδειας ή ιδιότητας μέλους καλλιτεχνικών συλλόγων ή τυπικά προσόντα ως προϋπόθεση καλλιτεχνικής δραστηριότητας 18. Αντισυνταγματική είναι και η απαίτηση άδειας για την παραγωγή ενός έργου τέχνης π.χ. ανέβασμα θεατρικής παράστασης ή η παρακολούθηση από κρατικά όργανα της παραγωγής ενός έργου τέχνης 19. Φορείς του δικαιώματος της ελεύθερης παραγωγής έργων τέχνης είναι τα φυσικά πρόσωπα (ημεδαποί και αλλοδαποί), τα οποία συντελούν 18 Π.Δ.Δαγτόγλου, οπ.π σελ. 656 19 Σύμφωνος με την αντισυνταγματικότητα προληπτικών μέτρων Π.Δ.Δαγτόγλου, οπ.π σελ. 656, ο οποίος δέχεται κατ εξαίρεση τον προληπτικό έλεγχο κινηματογραφικών ταινιών και θεατρικών έργων προς προστασία της νεότητας και της παιδικής ηλικίας, όπως αυτή προβλέπεται στις διατάξεις των άρθρων 36 και 2 του ν. 1597/1986 (περί κινηματογράφου) και 6 ν.δ. 1108/1942 (περί θεατρικών παραστάσεων). 12

στην δημιουργία των έργων. Επειδή κάποιες φορές η παραγωγή συγκεκριμένων μορφών τέχνης (π.χ. θεατρικές παραστάσεις, κινηματογραφικές ταινίες) είναι προϊόν συλλογικής εργασίας πρέπει να αναγνωριστεί ότι φορείς του δικαιώματος είναι όλοι όσοι συντελούν στην παραγωγή, όντες καλλιτέχνες (όπως ο σεναριογράφος, ο σκηνοθέτης, ο θεατρικός παραγωγός). 3.2.2. ελευθερία κυκλοφορίας Χωρίς την ελευθερία κυκλοφορίας των έργων τέχνης η ελευθερία παραγωγής θα ήταν κενή περιεχομένου. Η ελευθερία κυκλοφορίας σημαίνει την ελευθερίας παρουσίασης έργων τέχνης στο κοινό π.χ. εκθέσεις ζωγραφικής, εκτέλεση μουσικών έργων, προβολή κινηματογραφικών ταινιών κλπ. Και πάλι τίθεται το ζήτημα της συνταγματικότητας των προληπτικών μέτρων, καθώς ο εκ των προτέρων έλεγχος της εκτέλεσης, προβολής ή παρουσίας έργων τέχνης δεν συμβιβάζεται κατ αρχήν με την ελευθερία της τέχνης. Αντιβαίνει επομένως στην κυκλοφορία έργων τέχνης κάθε απαγόρευση παρουσίασής τους στο κοινό ή η εξάρτηση της παρουσίασής τους από προηγούμενη διοικητική άδεια. Ως προς τους φορείς του δικαιώματος στην ελεύθερη κυκλοφορία των έργων τέχνης, ισχύουν όσα αναφέρθηκαν ήδη, ως προς του φορείς του δικαιώματος παραγωγής. 3.2.3. ελευθερία πρόσβασης του κοινού στα έργα τέχνης. Η ελευθερία της τέχνης δεν πρέπει να θεωρηθεί μόνο από την άποψη του καλλιτέχνη δημιουργού, αλλά και από την άποψη του κοινού. Η ελευθερία της τέχνης επομένως περιλαμβάνει και την ελευθερία πρόσβασης του κοινού στα έργα της τέχνης. Κάθε λογοκρισία και κάθε απαγόρευση παρουσίασης έργου τέχνης δεν προσβάλλει μόνο δικαιώματα του δημιουργού, αλλά και δικαιώματα του κοινού. Θεμιτοί είναι όμως περιορισμοί που αποσκοπούν στην προστασία των ανηλίκων, όπως η απαγόρευση εισόδου σε κινηματογράφους, όπου 13

προβάλλονται κινηματογραφικές ταινίες, οι οποίες χαρακτηρίζονται ως ακατάλληλες 20. Αντισυνταγματική επίσης δεν μπορεί να θεωρηθεί η ρύθμιση του δικαιώματος πρόσβασης με την επιβολή εύλογου εισιτηρίου. 4. Η σχέση της τέχνης με τον τύπο και τον κινηματογράφο. Α. Τέχνη και τύπος : Σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 14 Σ «Ο τύπος είναι ελεύθερος. Η λογοκρισία και κάθε προληπτικό μέτρο απαγορεύονται», ενώ στην παρ. 3 προβλέπεται σε ποίες περιπτώσεις επιτρέπεται η κατάσχεση εντύπων μετά την κυκλοφορία τους. Λαμβάνοντας υπόψη ότι ως «τύπος» νοείται όχι μόνο οι εφημερίδες και τα περιοδικά αλλά και τα βιβλία και οι φωτογραφίες και γενικά όλα τα προϊόντα τυπογραφίας, ανεξάρτητα από τη μέθοδο παραγωγής και από το υλικό στο οποίο αποτυπώνονται, εφόσον βέβαια προορίζονται για διάδοση 21, γίνεται κατανοητό ότι δύσκολα ένα έργο ή προϊόν τέχνης δεν αποτελεί συγχρόνως προϊόν τύπου, ώστε να μην υπάγεται στη συνταγματική ρύθμισή του. Από τη διατύπωση λοιπόν των παρ. 2 και 3 του άρθρου 14 Σ μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι ένα λογοτεχνικό έργο ή φωτογραφίες που αποτελούν καλλιτεχνικό δημιούργημα μπορούν να κατασχεθούν εκτός των άλλων περιπτώσεων και όταν προσβάλλουν την χριστιανική θρησκεία αλλά και κάθε άλλη θρησκεία. Η διαπίστωση αυτή έχει μεγάλη πρακτική σημασία, καθώς τυχόν προβάδισμα της ελευθερίας του τύπου έναντι της ελευθερίας της τέχνης οδηγεί σε επιβολή μέτρων λογοκρισίας της καλλιτεχνικής έκφρασης. Προς αποφυγή ανεπιεικών αποτελεσμάτων η θεωρία του δημοσίου δικαίου διδάσκει ότι στην περίπτωση που ένα έργο αποτελεί συγχρόνως προϊόν τέχνης και προϊόν τύπου πρέπει να προκρίνεται η καλλιτεχνική 20 Π.Δ.Δαγτόγλου, οπ.π. σ. 659 21 Γ. Καράκωστα, Προσωπικότητα και τύπος, Εκδ. Α. Σάκκουλα, Αθήνα 1997, σ. 52. 14

ιδιότητά του και συνεπώς η εφαρμογή της διάταξη του άρθρου 16 παρ. 1, που παρέχει πληρέστερη και ασφαλέστερη προστασία 22. Ο αποκλεισμός λοιπόν ουσιαστικών περιορισμών για τους λόγους που προβλέπει το άρθρο 14, σημαίνει ότι καμία κύρωση ή δυσμενής συνέπεια δεν μπορεί να επιβληθεί σε έργο τέχνης με την αιτιολογία ότι αυτό είναι άσεμνο, προσβλητικό για τη θρησκεία ή τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Νομικά η τέχνη δεν είναι άσεμνη, βλάσφημη ή προσβλητική. Ειδική αναφορά πρέπει να γίνει στο σημείο αυτό στο νόμο 5060/1931 περί ασέμνων. Ο νόμος αυτό επιτρέπει την κατάσχεση άσεμνων εντύπων, και ενώ με τις διατάξεις 44 και 30 εξαιρεί από την προβλεπόμενη κατάσχεση τα έργα τέχνης, ορίζοντάς τα ως τα έργα που ανήκουν στην πολιτισμική δημιουργία της ανθρωπότητας ή που συμβάλλουν στην προώθηση της ανθρώπινης γνώσης, στο τέλος περιορίζει και αυτήν την ενδεικτική εξαίρεση χάριν προστασίας της ανήλικης νεότητας. Το πρόβλημα όμως που εξακολουθεί να παραμένει είναι ότι ο ευρύς ορισμός του «έργου τέχνης» επιτρέπει τελικά στον εφαρμοστή του δικαίου να κρίνει το επίμαχο έργο βάσει των δικών του αισθητικών προτιμήσεων. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα από τη νομολογία του ΑΠ, ο οποίος με την απόφαση 1210/1988 23 έκρινε ένοχος ζωγράφος επειδή εξέθεσε σε δημόσιο χώρο πίνακα με σεξουαλικές παραστάσεις, καθώς έκρινε ότι ο συγκεκριμένος πίνακας δεν αποτελεί έργο τέχνης σύμφωνα με το άρθρο 30 του ν. 5060/1931. Β. Τέχνη και φωνογραφία κινηματογράφος. Ειδική αναφορά σε μορφές καλλιτεχνικής έκφρασης γίνεται στο άρθρο 15 παρ. 1 του Συντάγματος «Οι προστατευτικές για τον τύπο διατάξεις του προηγούμενου άρθρου δεν εφαρμόζονται στον κινηματογράφο, τη φωνογραφία, τη ραδιοφωνία, την τηλεόραση και κάθε άλλο παρεμφερές μέσο μετάδοσης 22 Βλ, ενδεικτικά, Α. Κονταξή, Τύπος και Δίκαιο, εκδ. Π. Σάκκουλα, Αθήνα, 1989, σελ 167, Π.Δ. Δαγτόγλου οπ.π. σελ. 365, Γ. Θεοδόσης, οπ.π. σελ. 72 23 Α.Π 1210/1988 Ποιν. Χρ. ΛΘ, σ. 122. 15

λόγου ή παράστασης». Συνεπώς, κατά το συντακτικό νομοθέτη, ο κινηματογράφος 24 και η φωνογραφία 25 υπάγονται στην κρατική λογοκρισία και σε άλλα προληπτικά μέτρα. Ο «εντελώς αναχρονιστικός και αντιδημοκρατικός» 26 χαρακτήρας της διάταξης του άρθρου 15 παρ. 1 καταδεικνύεται και από τη διαπίστωση ότι το θέατρο, η όπερα και άλλα δημόσια θεάματα καθώς και τα δημόσια ακροάματα (κυρίως οι συναυλίες) δεν υπάγονται εννοιολογικά στο περιεχόμενο της διάταξης του άρθρου 15 παρ. 1 και συνεπώς δεν εμπίπτουν στους περιορισμούς της. Ο κίνδυνος επιβολής λογοκρισίας και προληπτικών μέτρων στην τέχνη οδήγησε την ελληνική θεωρία στη διατύπωση της ακόλουθης θέσης : στην περίπτωση κατά την οποία προέχει η έκφραση και διάδοση γνώμης, ο κινηματογράφος, η φωνοληψία και τα υπόλοιπα δημόσια θεάματα και ακροάματα διέπονται από τις εγγυήσεις του άρθρου 14 παρ. 1, όταν όμως προέχει η καλλιτεχνική έκφραση των δημιουργών τους διέπονται από το άρθρο 16 παρ. 1 του Συντάγματος 27. 24 Στο ν. 1597/1986 περιέχεται ορισμός του κινηματογραφικού έργου «κινηματογραφικό έργο είναι εκείνο, που αποτυπώνεται σε υλικό φορέα εικόνας ή εικόνας και ήχου και προορίζεται για κινηματογραφική ή τηλεοπτική ή οποιαδήποτε άλλη οπτικοακουστική μετάδοση, όποιο και αν είναι το περιεχόμενο και η διάρκειά του και όποιες και αν είναι οι μέθοδοι, τα μέσα και τα υλικά, που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή, την αναπαραγωγή ή την προβολή του, είτε είναι ήδη γνωστά είτε εφευρεθούν στο μέλλον». 25 Φωνογραφία είναι η αποτύπωση φωνητικής ή ενόργανης μουσικής σε δίσκους κάθε μορφής και τεχνολογίας και κασέτες, ενώ η αποτύπωση του ομιλούμενου ή μελωδικού λόγου αποτελεί αντιθέτως έντυπο. Βλ. Π.Δ.Δαγτόγλου Συνταγματικό : «Συνταγματικό Δίκαιο. Ατομικά Δικαιώματα» Τόμος Β, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα 1991, σελ. 544 26 Οι χαρακτηρισμοί αποδίδονται στο Γ.Κ. Βλάχο Βλ. Π.Δ.Δαγτόγλου Συνταγματικό : «Συνταγματικό Δίκαιο. Ατομικά Δικαιώματα» Τόμος Β, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα 1991, σελ. 540. 27 Βλέπε ενδεικτικά Π. Δαγτόγλου, οπ.π., σ.387, Γ. Θεοδόση, οπ.π., σ. 82. 16

Β. Θρησκευτική ελευθερία 1. Εισαγωγή Η θρησκευτική ελευθερία χαρακτηρίζεται ως η ρίζα όλων των ατομικών ελευθερίων. Συνιστά ένα από τα πρώτα ατομικά δικαιώματα που διεκδικήθηκαν ήδη από τον 16 ο αιώνα, μετά από μακροχρόνιους θρησκευτικούς πολέμους, ως αντίδραση στην απολυταρχική εξουσία του ηγεμόνα που έφτανε ως και τον προσδιορισμό της θρησκείας των υπηκόων του 28. Η θρησκευτική ελευθερία διακηρύχθηκε για πρώτη φορά μόλις τον 18 ο αιώνα, πρώτα στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής (άρθρο 16 του Bill of Rights του 1776) και έπειτα στη Γαλλία (άρθρο 10 της Διακήρυξης των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη του 1789). Έκτοτε κατοχυρώθηκε σε όλα τα ευρωπαϊκά συντάγματα του 19 ου και 20 ου αιώνα. Το ίδιο συνέβη και στα ελληνικά συνταγματικά κείμενα με μια όμως ιδιαιτερότητα. Ήδη από τα πρώτα συντάγματα της επαναστατικής περιόδου, συγχρόνως με τη θρησκευτική ελευθερία διακηρύσσεται η θρησκεία της «Ανατολικής Ορθόδοξης του Χριστού Εκκλησίας» ως «επικρατούσα θρησκεία» στην ελληνική επικράτεια. Για τις άλλες θρησκείες η εξέλιξη ήταν, σε πολύ αδρές γραμμές, από την απλή ανεξιθρησκεία στην λίγο ή πολύ πλήρη θρησκευτική ελευθερία. Την έννοια της ανεξιθρησκείας, που από πολύ νωρίς εισάγεται στα ελληνικά συνταγματικά κείμενα 29, διαδέχεται η έννοια θρησκευτικής 28 Ι. Κονιδάρη, Εγχειρίδιο, Εκκλησιαστικού Δικαίου, Εκδ. Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα Κομοτηνή, 2000, σελ. 46. 29 Ειδικότερα, το Σύνταγμα της Επιδαύρου, κατοχύρωνε την ανοχή της διοίκησης απέναντι σε κάθε άλλη (εκτός της επικρατούσας) θρησκείας, ορίζοντας περαιτέρω ότι οι τελετές και οι ιεροπραγίες κάθε μίας από αυτές (τις λοιπές θρησκείες) εκτελούνται ακώλυτα. Κατοχυρωνόταν άρα η ανεκτικότητα της διοίκησης απέναντι στις λοιπές θρησκείες όχι όμως η ισότητα αυτών έναντι στην επικρατούσα. Την ίδια διατύπωση ακολουθεί και το άρθρο α του Συντάγματος του Άστρους, αλλά και πολλά άλλα μεταγενέστερα συνταγματικά κείμενα. 17

ελευθέριας 30. Έτσι, η ανοχή ή αδιαφορία του Κράτους έναντι των θρησκειών που πρεσβεύουν οι πολίτες του, έδωσε τη θέση της στην ελευθερία κάθε θρησκείας, ένα δικαίωμα με ευρύτερο και θετικότερο περιεχόμενο, που παρέχει αξίωση έναντι του Κράτους να διασφαλίζει την ανεμπόδιστη διαμόρφωση και εκδήλωση της θρησκευτικής συνείδησης και την ακώλυτη τέλεση της λατρείας 31. 2. Προστασία της θρησκευτικής ελευθερίας 2.1. Τα βασικά κείμενα Η βασική ρύθμιση στο ισχύον Σύνταγμα που αναφέρεται στην προστασία της θρησκευτικής ελευθερίας είναι το άρθρο 13, οι δύο πρώτες παράγραφοι του οποίου έχουν ως έξης : «1. Η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης είναι απαραβίαστη. Η απόλαυση των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων δεν εξαρτάται από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις κανενός. 2. Κάθε γνωστή θρησκεία είναι ελεύθερη και τα σχετικά με τη λατρείας της τελούνται ανεμπόδιστα υπό την προστασία των νόμων. Η άσκηση της λατρείας δεν επιτρέπεται να προσβάλει τη δημόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη. Ο προσηλυτισμός απαγορεύεται.» Η θρησκευτική ελευθερία αποτελεί αντικείμενο προστασίας και της ΕΣΔΑ. Το αντίστοιχο άρθρο 9 έχει ως εξής : «1. Κάθε πρόσωπον δικαιούται στην ελευθερία σκέψης, συνείδησης και θρησκείας. Το δικαίωμα τούτο περιλαμβάνει την ελευθερία αλλαγής 30 Στο Σύνταγμα της Τροιζήνα και έπειτα στο Ηγεμονικό Σύνταγμα υπάρχει η πρώτη αναφορά στην «ελευθερία κάθε θρησκείας», ενώ μόνο στο Σύνταγμα του 1927 καθιερώνεται πλέον ρητά η θρησκευτική ελευθερία (άρθρο 1 παρ. 3 «Η ελευθερία της θρησκείας είναι ελεύθερη»). Την ίδια διάταξη υιοθετεί και το Σύνταγμα του 1952. 31 Βλ. Α. Μαρίνος, Η θρησκευτική Ελευερία, Αθήνα 1972, και Α Ι. Μάνεση «Συνταγματικά Δικαιώματα», α ατομικές ελευθερίες, πανεπιστημιακές παραδόσεις (φωτοτυπική ανατύπωση) εκδόσεις Σάκκουλα Θεσσαλονίκη 1982, σελ. 249 250, ο συγγραφέας διαχωρίζοντας την έννοια της ανεξιθρησκίας από εκείνη της θρησκευτικής ελευθερίας επισημαίνει ότι η πρώτη αφορά κατά πρώτο λόγο το αδιατάρακτο της εξωτερικής λατρείας, ενώ η δεύτερη την εσωτερική διάθεση των ανθρώπων. 18

θρησκεύματος ή πεποιθήσεων, καθώς και ην ελευθερία εκδηλώσεως της θρησκείας ή των πεποιθήσεων ατομικώς ή συλλογικώς, δημοσία η ιδιωτικώς, με τη λατρεία, την εκπαίδευση, την άσκηση των θρησκευτικών καθηκόντων. 2. Η ελευθερία εκδήλωσης της θρησκείας ή των πεποιθήσεων δεν επιτρέπεται να αποτελέσει αντικείμενο άλλων περιορισμών έκτος από εκείνους που προβλέπονται από το νόμο και που αποτελούν αναγκαία μέτρα σε μια δημοκρατική κοινωνία για τη δημόσια ασφάλεια, την προστασία της δημόσιας τάξης, υγείας και ηθικής ή την προάσπιση των δικαιωμάτων και ελευθεριών των άλλων.» Η ομοιότητα του ελληνικού συντάγματος και της ΕΣΔΑ είναι σε μεγάλο βαθμό προφανής. Ενδιαφέρον είναι ότι τόσο το Σύνταγμα όσο και η ΕΣΔΑ αναγνωρίζουν την καθολικότητα της θρησκευτικής συνείδησης, όμως από την άλλη πλευρά δέχονται ότι το συναφές δικαίωμα επιδέχεται περιορισμούς χάριν της «δημόσιας τάξης» ή των «χρηστών ηθών» ή εφόσον οι περιορισμοί αυτοί είναι «αναγκαίοι σε μια δημοκρατική κοινωνία», σύμφωνα με το κριτήριο που χρησιμοποιεί η ΕΣΔΑ. 2.2. Άλλες διατάξεις. Πέρα από τη βασική διάταξη του άρθρου 13 Συν, η θρησκευτική ελευθερία βρίσκει έρεισμα και στα άρθρα 5 παρ. 2 και 16 παρ. 2, ενώ το άρθρο 3 ρυθμίζει τις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας. Το άρθρο 3 του Συντάγματος που ρυθμίζει τις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας προβλέπει στην παρ. 1 : «Επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα είναι η θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού». Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι ο παραδοσιακός όρος «επικρατούσα» θρησκεία, όπως γίνεται παγίως δεκτό, δεν έχει την έννοια ότι η θρησκεία της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας ασκεί κάποιο είδος επικυριαρχίας στις λοιπές θρησκείες, αλλά αντανακλά απλώς το 19

γεγονός ότι η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού πρεσβεύει παραδοσιακά το ελληνορθόδοξο δόγμα 32. Παραδοσιακή όμως είναι και η επίκληση τη «Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος» στη προμετωπίδα του Συντάγματος, τίθεται δε για λόγους καθαρά ιστορικούς και όχι για να εξαρθεί η ιδιαίτερη θέση του Ορθοδόξου δόγματος. Περαιτέρω, το ισχύον Σύνταγμα κατοχυρώνει στο άρθρο 5 παρ. 2 33 απαγόρευση διακρίσεων λόγω θρησκείας, ενώ ορίζοντας τους στόχους της κρατικής παιδείας στο άρθρο 16 παρ. 2 περιλαμβάνει μεταξύ αυτών και την ανάπτυξη θρησκευτικής συνείδησης των Ελλήνων 34. 3. Έννοια και περιεχόμενο της θρησκευτικής ελευθερίας 3.1. Έννοια. Η έννοια της «θρησκείας» αναφέρεται στην αντίληψη περί Θεού και στις σχετιζόμενες με αυτήν μεταφυσικές και ηθικές παραστάσεις. Ο σύνδεσμος του ανθρώπου με τις παραστάσεις αυτές δεν αποτελεί απλή, ριζωμένη πεποίθηση ή αντίληψη, αλλά «θρησκευτική πεποίθηση», που με τη σειρά της παραπέμπει στην «πίστη». Όροι όπως «θρησκεία», «θρησκευτική πεποίθηση», «πίστη» είναι εριζόμενοι στις θεωρητικές επιστήμες. Η εξεύρεση ενός ορισμού που να αποδίδει μεταφυσικές, φιλοσοφικές ή ηθικές έννοιες είναι μια εργασία στην οποία ο νομικός δεν μπορεί να αντεπεξέλθει με επιτυχία. Αναγκαστικά θα παρεκκλίνει σε γενικόλογες και αφηρημένες αναφορές ανοιχτές σε διαφορετικές ερμηνευτικές αναγνώσεις. Είναι λοιπόν σαφές ότι ο προβληματισμός που αναπτύχθηκε ανωτέρω για την δυσκολία ορισμού του δυσπρόσιτου 32 Βλ Το Σύνταγμα, ερμηνεία, σχόλια, νομολογία, επιμέλεια Ευη Γαλάνη, Εκδ Νομική Βιβλιοθήκη 2006. 33 Αρθ. 5 παρ.2 «όλοι όσοι βρίσκονται στην Ελληνική Επικράτεια απολαμβάνουν την απόλυτη προστασία της ζωής και της ελευθερίας τους, χωρίς διάκριση εθνικότητας, φυλής, γλώσσας και θρησκευτικών ή πολιτικών πεποιθήσεων» 34 Η αυξημένη μέριμνα της κρατικής εξουσίας για την θρησκευτική διαπαιδαγώγηση των Ελλήνων έχει επικριθεί ως αναχρονιστική. 20

πεδίου της τέχνης αναφύεται και πάλι με επίκεντρο αυτή τη φορά τη «θρησκεία» 35. Υπάρχει ωστόσο μία ουσιαστική διαφοροποίηση : όλοι λίγο ως πολύ αντιλαμβάνονται την έννοια της θρησκείας, είτε ως πίστη σε ένα συγκεκριμένο θρησκευτικό δόγμα, είτε ως αμφισβήτηση ή άρνηση ύπαρξης Θεού. Η «θρησκεία» λοιπόν αποτελεί μια έννοια - κατά κάποιο τρόπο - γνωστή σε όλου, δηλαδή μια προσιτή κοινωνική αντίληψη που μεταλαμπαδεύετε από γενεά σε γενεά, είτε μέσω της εκπαίδευσης, είτε μέσω κοινωνικών δομών όπως η οικογένεια. Αντιθέτως, η τέχνη είναι μια δυσπρόσιτη στους περισσότερους έννοια, χαρακτηριζόμενη από δυναμική και ευρύτητα που δύσκολα μπορεί να παρακολουθήσει ή και να αντιληφθεί ο μη μυημένος. Αυτή ακριβώς η διαφορά κάνει πιο εύκολο το έργο του ερμηνευτή και εφαρμοστή του δικαίου, ο οποίος, όταν καλείται να εφαρμόσει το άρθρο 13 του Σ, αφήνει αδιευκρίνιστη την έννοια της «θρησκείας», παραπέμποντας νοερά σ αυτό που όλοι γνωρίζουν και αντιλαμβάνονται ως «πίστη» και «θρησκευτική πεποίθηση». Η χρησιμοποίηση όμως της «θρησκείας» σε ένα νομικό κείμενο την καθιστά νομική έννοια που έχει ανάγκη νομικής ερμηνείας 36. Έτσι, όταν πρέπει να διαπιστωθεί αν κάποια συμπεριφορά εμπίπτει στο προστατευτικό πεδίο του άρθρου 13 του Σ, είναι αναγκαίος ο προσδιορισμός της έκτασης και έντασης της προστασίας. Η ανεύρεση του προστατευτικού πεδίου απαιτεί προσεκτική έρευνα. Τούτο διότι πάντα είναι ορατός ο κίνδυνος να ξεπεράσει ο νομικός το όριο που διαχωρίζει 35 Βλ. σχετικά Δαγτόγλου οπ.π. σελ. 368, ο οποίος εκφράζει το φόβο ότι η προσπάθεια του νομικού να ερευνήσει έννοιες με μεταφυσικό, φιλοσοφικό ή ηθικό περιεχόμενο για να καταλήξει σε έναν ορισμό, μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη βασική κοσμοθεωρητική ουδετερότητα του κράτους. 36 Δ. Τσάτσος Μ. Σταθόπουλος Δ. Μέλισσσα : «θρησκευτική ελευθερία και ελευθερία συνείδησης» ΕλλΔικ 2003 σελ. 357 οι συγγραφείς επισημαίνουν ότι η ερμηνεία πρέπει να προσανατολίζεται στο σκοπό (τέλος) της κατοχύρωσης της θρησκευτικής ελευθερίας : «την παλαιότερη εννοιοκρατική μέθοδο ερμηνείας του δικαίου, η οποία θεοποιούσε τις έννοιες και τις όριζε χωρίς αναφορά στο σκοπό, εκτοπίζει η κρατούσα σήμερα τελολογική μέθοδος ερμηνείας». Την ίδια απόψη εκφράζει και ο Π.Δ. Δαγτόγλου ο.π σελ. 386. 21

την νομική έννοια την «θρησκευτική ελευθερίας» από τη θεολογική έννοια της «θρησκείας». Η θεωρία και η νομολογία έχουν κατά καιρούς προσπαθήσει να προσεγγίσουν και να οριοθετήσουν τη «θρησκεία», ιδίως σε περιπτώσεις που η υπό κρίση συμπεριφορά δεν μπορεί να ενταχθεί στο χώρο κάποιας από τις «γνωστές θρησκείες». Σύμφωνα με τον πιο διαδεδομένο ορισμό, η «θρησκεία» που προστατεύεται από το Σύνταγμα είναι το σύνολο των συναισθημάτων, των πεποιθήσεων και των κατά παράδοση τελούμενων πράξεων κάθε ατόμου, οι οποίες αναφέρονται στο «Θεό», στο υπέρτατο όν κάθε μονοθεϊστικής θρησκείας 37. Ως «θρησκευτικές πεποιθήσεις» νοούνται οι αντιλήψεις του ατόμου σε σχέση προς το Θεό, δηλαδή η πίστη για την ύπαρξη ή μη του Θεού, οι πεποιθήσεις για τα καθήκοντα που απορρέουν από την πίστη προς το θείο, ο τρόπος με τον οποίο εκδηλώνεται η πίστη κλπ. Στη νομολογία έχει διατυπωθεί η θέση ότι η «θρησκεία» ως νομική έννοια σημαίνει : «επηρεασμός ή βαθιά συγκίνηση στο στοχασμό της Θεότητας και περιλαμβάνει όλες τις μορφωτικές και πολιτιστικές πράξεις στο δημόσιο και ιδιωτικό βίο» 38. Ενώ «θρησκευτική συνείδηση» στα πλαίσια του Συνταγματικού δικαίου «νοείται το ενδιάθετο φρόνημα του ανθρώπου σχετικά με τη φυσική ή μεταφυσική θεώρηση του κόσμου, σε αναφορά ιδίως προς το θείο» 39. Μετά από την ανάλυση που προηγήθηκε μπορεί εύκολα να γίνει αντιληπτό ότι οι «θρησκευτικές πεποιθήσεις», η «πίστη», ή η «θρησκευτική συνείδηση» αφορούν τον εσωτερικό κόσμο κάθε ανθρώπου και κατ επέκταση είναι συνυφασμένες με την προσωπικότητά του. Συχνά λοιπόν ιδίως στη νομολογία, η προστασία του θρησκευτικού συναισθήματος δεν στηρίζεται στην βασική προστατευτική διάταξη του 37 Α Μαρίνος, οπ.π. σελ 99. 38 Τριμ Πλημ Τριπ 512/1992, Υπεράσπιση 1993, σ.369, στην ίδια απόφαση αναφέρεται «θρησκεία είναι η πεποίθηση που εκδηλώνεται μέσα στη γνώση, στη σκέψη, στα συναισθήματα, στη βούληση και στις πράξεις σχετικά με την επενέργεια ανώτερων δυνάμεων προσωπικών ή απρόσωπων.» 39 Τριμ Πλημ Αθ 958/1987 Ποινικά Χρονικά 37, σ. 934 22

13 του Σ, αλλά στο άρθρο 5 παρ. 2. Τούτο δημιουργεί μια φαινομενική ένταση μεταξύ των δύο διατάξεων, που μπορεί εύκολα να ξεπεραστεί αν γίνει δεκτό ότι η εφαρμογή του 5 του Σ είναι συμπληρωματική και όχι αυτοτελής. Η σχετικότητα 40 όμως της προστασίας τη θρησκευτικής ελευθερίας σε συνδυασμό με τη δυσκολία προσδιορισμού της έντασης και έκτασης του προστατευτικού πεδίου της διάταξης του άρθρου 13 Σ προσανατολίζει τον εφαρμοστή του δικαίου στην επιλογή του άρθρου 5 παρ. 2, το οποίο εξ ορισμού περιλαμβάνει κάθε ενδιάθετο φρόνημα και κάθε έκφανση της προσωπικότητας, συνεπώς και το θρησκευτικό συναίσθημα. 3.2 Περιεχόμενο Όπως ήδη αναφέρθηκε η θρησκευτική ελευθερία περιέχει διπλό αίτημα, πρώτον, αξίωση για την ελεύθερη διαμόρφωση της θρησκευτικής συνείδησης και δεύτερον, αξίωση για την ανεμπόδιστη άσκηση της λατρείας. Το ισχύον Σύνταγμα δεν προστατεύει την ελευθερία της συνείδησης αυτοτελώς, αλλά την ειδικότερη έκφανση της θρησκευτικής συνείδησης. Η παρ. 1 του άρθρο 13 κατοχυρώνει το «απαραβίαστο» αυτής, περαιτέρω δε ορίζει ότι η απόλαυση των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων «καθενός» δεν μπορεί να εξαρτηθεί από τις «θρησκευτικές του πεποιθήσεις». Γίνεται δεκτό ότι η παράλειψη του νομοθέτη να αναφερθεί στην απόλαυση κοινωνικών δικαιωμάτων, δεν πρέπει να οδηγεί στο συμπέρασμα ότι αυτά εξαιρούνται από το ρυθμιστικό πεδίο της διάταξης. Πάρα τη διατύπωσή της, η διάταξη εισάγει ένα γενικότερο κανόνα, σύμφωνα με τον οποίο κανενός δικαιώματος, από όσα αναγνωρίζει το ισχύον δίκαιο (συνεπώς και των κοινωνικών αστικών κλπ δικαιωμάτων), η απόλαυση δεν μπορεί να εξαρτάται από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις 41. 40 Υπέρ της σχετικότητας της θρησκευτικής ελευθερίας, ο Α.Μάνεσης ο.π. σελ. 256, αντίθετος Κ. Χρυσόγονος, οπ.π. σ 278 41 Σ. Τρωιάνος, Παραδόσεις εκκλησιαστικού δικαίου, εκδ. Αντ. Σάκκουλα, 1984, σελ. 231 23

Υποκείμενο του δικαιώματος της θρησκευτικής συνείδησης και της θρησκευτικής ελευθερίας γενικότερα είναι κάθε άνθρωπος γενικά και όχι μόνο οι έλληνες πολίτες. Προστασία της θρησκευτικής ελευθερίας γενικώς απολαμβάνουν και τα νομικά πρόσωπα, εκτός και αν πρόκειται για ειδικότερη εκδήλωσή της που προϋποθέτει απαραιτήτως την ιδιότητα του φυσικού προσώπου. Η ελευθερία θρησκευτικής συνείδησης, ειδικότερα πρέπει να θεωρηθεί ότι περιλαμβάνει ιδίως, την ελευθερία επιλογής της θρησκείας της προτίμησης καθενός, την ελευθερία μεταβολής των θρησκευτικών πεποιθήσεων, την ελευθερία να μην πρεσβεύει κάποιος καμία θρησκεία, να είναι δηλαδή άθεος ή άθρησκος, ακόμα να εκδηλώνει ατομικώς ή συλλογικώς, δημοσίως ή ιδιωτικώς τις οποίες πεποιθήσεις του αυτές ή να μην τις εκδηλώνει. Τέλος, περιλαμβάνει το δικαίωμα σύστασης θρησκευτικών ενώσεων, το δικαίωμα ανάληψη ενεργών καθηκόντων της οικείας εκκλησιαστικής ή θρησκευτικής κοινότητας, αλλά και το δικαίωμα των γονέων να επιλέγουν τη θρησκεία των τέκνων τους. Η θρησκευτική ελευθερία θα παρέμενε κενή περιεχομένου, αν η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης δεν συνοδευόταν από τη συνταγματική κατοχύρωση της ελευθερίας της λατρείας. Ως λατρεία νοείται η εξωτερίκευση των θρησκευτικών πεποιθήσεων και η άσκηση όλων εκείνων των καθηκόντων με συγκεκριμένες διαδικασίες και μορφές κυρίως τελετουργικές που απορρέουν από την ένταξη σε θρησκευτική κοινότητα. 42. Το Σύνταγμα καθιερώνει ειδικώς την «ανεμπόδιστη» άσκηση της λατρείας η οποία αποτελεί τη σπουδαιότερη μορφή άσκησης της θρησκείας, θέτοντας όμως γενική επιφύλαξη νόμου. Έτσι η λατρεία κάθε «γνωστής» θρησκείας, δηλαδή κάθε θρησκείας με φανερά δόγματα και διδασκαλία, δεν επιτρέπεται να προσβάλλει τη δημόσια τάξη και τα χρηστά ήθη. 42 Ι. Κονιδάρης, οπ.π. σελ. 49. 24

4. Θρησκευτική ελευθερία και προστασία της προσωπικότητας Ζήτημα γεννάται σχετικά με το αν το θρησκευτικού συναισθήματος, ως ενδιάθετο φρόνημα του ανθρώπου μπορεί να προστατευτεί, και ως έκφανση του δικαιώματος της προσωπικότητας, το οποίο κατοχυρώνεται σε μια σειρά συνταγματικών διατάξεων, όπως είναι τα άρθρα 2 παρ. 1 και 5 παρ. 1 και 2 του Σ. Η θεωρία δέχεται ότι ως προσωπικότητα, νοείται το σύνολο των ιδιοτήτων, ικανοτήτων και καταστάσεων που αφενός προκύπτουν από την υπόσταση του ανθρώπου και αφετέρου εξατομικεύουν το συγκεκριμένο άτομο 43. Πρόσφατα, η νομολογία διατύπωσε τη θέση ότι το εν λόγω δικαίωμα δεν προστατεύει μόνο τα στοιχεία της προσωπικότητας που αναφέρονται στην ατομική συμπεριφορά του κάθε ανθρώπου, αλλά και τα στοιχειά εκείνα που προκύπτουν από την ένταξη του ατόμου σε μια ορισμένη κοινωνική, εθνική ή θρησκευτική ομάδα. Πρέπει όμως να γίνει η εξής διευκρίνιση : ναι μεν το θρησκευτικό συναίσθημα ως εσωτερική σχέση του ανθρώπου με το Θεό, αποτελεί υπό ευρεία έννοια στοιχείο της προσωπικότητας, όμως η υπερβολική διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής της προστασίας της προσωπικότητας ελλοχεύει σοβαρούς κινδύνους. Η αναγόρευση της προστασίας της προσωπικότητας σε γενικό κανόνα που απαγορεύει κάθε προσβολή ακόμα και των φρονημάτων ή συναισθημάτων, θα επέβαλε φίμωση κάθε άποψης ή ιδέας που θα μπορούσε να επιδράσει αρνητικά στον εσωτερικό κόσμο των οπαδών μιας θρησκείας 44. 43 Βλ. ενδεικτικά Α. Μάνεσης οπ.π. σελ 89, ΠΔ. Δαγτόγολου οπ.π. σελ. 397. Γ. Πλαγιαννάκος : «Το δικαίωμα επί της ιδίας προσωπικότητας», 7 ΕλλΔνη (1966) σ. 101..Γ. Δεληγιάννης : «Η προστασία της προσωπικότητας κατά τον ΑΚ από άποψη των σχετικών συνταγματικών ρυθμίσεων». ΕλλΔνη 1997, σ. 489 44 Σ. Βλαχόπουλο, Υπόθεση Ανδουλάκη (Μν), μια απόφαση που ποτέ δεν εκδόθηκε, ΤοΣ 3/2000, σ. 561 25

5. Η ποινική προστασία της θρησκευτικής ελευθερίας. Κακόβουλη βλασφημία και Καθύβριση θρησκεύματος Ανταποκρινόμενος στην συνταγματική επιταγή προστασίας της λατρείας και γενικότερα της θρησκευτικής ελευθερίας, ο νομοθέτης προβαίνει στην ιδιαίτερη προστασία της με τον ποινικό κολασμό εγκλημάτων κατά της θρησκευτικής ειρήνης. Πρόκειται κυρίως για τα εγκλήματα της κακόβουλης βλασφημίας και της καθύβρισης θρησκεύματος που τυποποιούνται στα άρθρα 198 και 199 του Π.Κ. και εντάσσονται συστηματικά στο έβδομο κεφάλαιο του ειδικού μέρους του Ποινικού Κώδικα με τίτλο «επιβουλή της θρησκευτικής ειρήνης». Στη θεωρία του ποινικού δικαίου δεν υπάρχει ομοφωνία για το προστατευόμενο έννομο αγαθό του τμήματος αυτού του ποινικού μας κώδικα. Ειδικότερα, έχει διατυπωθεί η άποψη ότι προστατευόμενα έννομα αγαθά είναι η θρησκεία, το θρησκευτικό συναίσθημα, η ορθόδοξη εκκλησία και κάθε άλλη γνωστή θρησκεία, η θρησκευτική ειρήνη και η ελευθερία στην άσκηση της λατρείας. Άλλη άποψη δέχεται ως προστατευόμενα έννομα αγαθά το θρησκευτικό συναίσθημα, την ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης και την ιδιάζουσα θέση της ανατολικής ορθοδόξου εκκλησίας. Η ελληνική νομολογία δέχεται ότι προστατευόμενο έννομα αγαθό είναι το θρησκευτικό συναίσθημα και η θρησκευτική ειρήνη, ως ειδικότερη έκφανση του αγαθού της δημόσιας τάξης. Η Αιτιολογική Έκθεση του 1933 προς δικαιολόγηση της τιμώρησης της κακόβουλης βλασφημίας και της καθύβρισης θρησκεύματος, αναφέρει ότι οι σχετικής διατάξεις αποβλέπουν στον κολασμό των πράξεων εκείνων που προσβάλλουν το θρησκευτικό συναίσθημα «του οποίου η τόνωση πρέπει να είναι ένα από τα κύρια μελήματα της Πολιτείας» - και που διαταράσσουν την κοινωνική ειρήνη. Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί ότι οι παραπάνω απόψεις δέχονται σφοδρή κριτική από μερίδα νομικών, που θεωρεί ότι σε ένα αντικειμενικό ποινικό δίκαιο το θρησκευτικό συναίσθημα δεν μπορεί να 26

είναι έννομο αγαθό, αφού στερείται υλικού αντικειμένου, ενώ το ασαφές και μη συγκεκριμένο περιεχόμενο των ποινικών αυτών διατάξεων καταλήγει να ποινικοποιεί το φρόνημα 45. Η κακόβολη βλασφημία σύμφωνα με το άρθρο 198 Π.Κ. 46 είναι η καθύβριση του Θεού που γίνεται δημόσια και κακόβουλα 47. Η καθύβριση περιλαμβάνει κάθε έλλειψη σεβασμού και μάλιστα κάθε άμεση ή έμμεση εκδήλωση περιφρόνησης ιδιαίτερα προσβλητική, είτε λόγω της μορφής της είτε λόγω του περιεχομένου της. Η καθύβριση μπορεί να γίνει προφορικά, γραπτά, με εικόνες, χειρονομίες, συμβολικές παραστάσεις. Πρέπει δε να είναι κακόβουλη, να γίνεται δηλαδή με σκοπό την εκδήλωση περιφρόνησης προς το Θεό. Η νομολογία δέχεται ότι ο όρος «κακοβουλία» είναι νομική έννοια που δηλώνει ότι ο υπαίτιος απέβλεπε στην ύβρη με εκδήλωση εχθρικής νοοτροπίας προς το Θεό και από την πράξη αυτή αναζητούσε την ικανοποίησή του 48. Με τον όρο «Θεός» νοείται το υπέρτατο ον κάθε μονοθεϊστικής θρησκείας, ενώ κατά την άποψη της νομολογίας συγκαταλέγεται στην παραπάνω έννοια ο,τιδήποτε θεωρείται ιερό από κάποια αναγνωρισμένη θρησκεία 49. Η δεύτερη παράγραφος του άρθρου 198 Π.Κ. τιμωρεί την έλλειψη σεβασμού προς τα θεία. Η διάταξη της παρ. 2 είναι επικουρική σε σχέση με την πρώτη παράγραφο και αναφέρεται γενικά στην έννοια των «θείων» 45 Αντισυνταγματική χαρακτηρίζει τη διάταξη ο Δ. Σπαθάρης, Το έγκλημα της κακόβουλης βλασφημίας ΠοινΧρ ΚΕ, σελ.461.. 46 ΠΚ 198 : «1. Με φυλάκιση μέχρι δύο ετών τιμωρείται όποιος δημόσια και κακόβουλα βρίζει με οποιοδήποτε τρόπο το Θεό. 2. Όποιος, εκτός από την περίπτωση της παρ. 1 εκδηλώνει δημόσια με βλασφημία έλλειψη σεβασμού προς τα θεία, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριων μηνών». 47 Σύμφωνα με την Αιτιολογική Έκθεση του 1933 Συγκεκριμένα, η διάταξη του άρθρου 198 Π.Κ. θεωρείται αναγκαία, διότι με την κακόβουλη περιύβριση του Θεού προκαλούνται τόσο ισχυρά πάθη ώστε η Πολιτεία έχει μέγιστο συμφέρον να άρει την αιτία τέτοιων σοβαρών αδικημάτων. 48 ΝνωμΕισΠρωτ.Θες. 6/1997, Δ. Καρανίκας, Εγχειρίδιον Ποινικού Δικαίου τόμος β, 1954σελ. 225, 226 49 Μ. Αλβανού, Το έγκλημα της κακόβουλης βλασφημίας κατ αρθρο 198ΠΚ, ΠοινΔικ.2001 σ. 878. 27