Ιστορίες που ζεις δυνατά Στέργια Κάββαλου Ο ΚΩΣΤΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΧΑΜΕΝΕΣ ΛΕΞΕΙΣ Εικόνες: Πετρούλα Κρίγκου
ΠΡΌΛΟΓΟΣ Ποτέ δε μου άρεσαν τα γαλλικά ξέρω να λέω «allô» και «au revoir», δηλαδή «γεια σας» και «αντίο», αφού είναι γλώσσα για κορίτσια που ονειρεύονται να γίνουν τουλάχιστον πριγκίπισσες και όχι για μένα που θα γίνω στα σίγουρα μεγάλος πολεμιστής. Μη με ρωτήσεις τι θα πολεμάω, γιατί μία είναι η απάντηση. Θα πολεμάω το κακό. Ούτε τι σημαίνει κακό, πού μένει, πώς θα το νικήσω, γιατί οι απαντήσεις είναι τόσο πολλές, που θα πάρει τον ίδιο πολύ χρόνο για να σου εξηγήσω. Κι όλα έγιναν τόσο γρήγορα 11
1 Τη μέρα που ο μπαμπάς αποφάσισε να αφήσουμε την Αθήνα ήταν νύχτα. Και η ζέστη ήταν εκείνη του Ιουλίου που σου θύμιζε πως το «αθάνατο ελληνικό καλοκαίρι» δεν είχε να κάνει με τουριστικές καμπάνιες αλλά με θερμή αστική πραγματικότητα. Τα κουνούπια δεν καταλάβαιναν ούτε από σιτρονέλες ούτε από βασιλικούς η μαμά, βλέπεις, είναι των φυσικών λύσεων. Εγώ, πάλι, έκρυβα τις ταμπλέτες στο συρτάρι μου, γιατί κάτι μου έλεγε πως δεν ήταν αρκετά «αντρικό» να σε παίρνει η μαμά στο κατόπι για να σε ψεκάσει με λεβάντα, γλυκαίνοντας τη φωνή της για να σε πείσει: «Μα, 13
Κωστή μου, αυτά είναι τα εντομοαπωθητικά της φύσης!». Σκεφτόμουν πως οι μαμάδες δεν απέχουν και πολύ από τα κουνούπια, αφού η μισή τους δουλειά είναι να σε αγαπάνε και η άλλη μισή να σου πίνουν λίγο λίγο το αίμα. Ο μπαμπάς, βαρύς, καταϊδρωμένος και «ως εδώ», έκανε τις γνωστές νευρικές του κινήσεις ψάχνοντας να βρει το μεγάλο μαχαίρι που η μαμά πάλι κάπου έκρυψε και να κόψει επιτέλους εκείνο το καρπούζι που πίστευε ότι θα είναι καλό ένα τέταρτο μείναμε στη μαναβική του σούπερ για να βρει το σωστό. Το μαχαίρι βρέθηκε, το είχε η γιαγιά μου. Έκοβε, χραχ, το κάτω μέρος της μπορντό κουρτίνας για να ράψει παλτό και φουστάνι για την Μπάρμπι της αδερφής μου. Το καρπούζι ήταν τέτοια μάπα όσο και το βάρος του, και ο μπαμπάς, μην αντέχοντας την αποτυχία αυτής της απλής καθημερινής κίνησης, χαλάρωσε τα δάχτυλα, το σώμα και τα φρύδια του, πέταξε την κακογινωμένη κόκκινη σάρκα στη 14
σακούλα των σκουπιδιών, και μαζί μ αυτή και τη ζωή μας στην Ελλάδα: «Στην Αβινιόν ζητάνε οδοντογιατρούς. Φεύγουμε για Γαλλία». Οδοντογιατρούς, ναι, και καλά κάνουν. Αλλά δε ζήτησαν ειδικά «παρακαλείται να έρθει στην Αβινιόν ο Γεώργιος Μυλωνίδης, κάτοικος Παγκρατίου, σύζυγος της Κασσιανής Μυλωνίδου το γένος Κουράκου, πατέρας δύο ανήλικων τέκνων, του Κωστή Μυλωνίδη, αποφοίτου του τμήματος Ε2 δημοτικού, και της Λητώς Μυλωνίδου, που μόλις ολοκλήρωσε με επιτυχία τις επιδείξεις του νηπιαγωγείου». Δεν κράτησα τις παραπάνω απορίες για τον εαυτό μου. Σαν νερό βγήκαν από το σχεδόν εφηβικό μου στόμα στο άκουσμα της λέξης Γαλλία, νερό-ποταμός. «Και ποια, τέλος πάντων, είναι αυτή η Αβινιόν; Χάθηκε ο κόσμος να πάμε σε μια Λιόν, μια Μασσαλία, έστω μια Λιλ, που έχουν και ομαδάρες; Λοιπόν, το δικό μου επάγγελμα είναι μαθητής. Εγώ δεν έχω καμία δουλειά με τα σφραγίσματα 16
και τους καθαρισμούς στα Γαλλάκια. Θα μείνω εδώ». «Κι εγώ!» πετάχτηκε κατενθουσιασμένη η Λητώ, χωρίς να ξέρει γιατί. Μετά την παρέμβαση της μικρής ήρθε η σιωπηλή μα πονεμένη παρέμβαση της μαμάς Κάσης έτσι επέμενε να τη φωνάζουμε τελευταία, η οποία φρόντισε να μου πατήσει το δεξί πόδι, λερώνοντας τα καινούρια μου σταράκια με τις γιγάντιες πλατφόρμες της. Επίτηδες το έκανε αυτό. Για να μου κόψει τη φόρα και να με κάνει να σταματήσω τον αυθόρμητό μου μονόλογο, ο οποίος αργά ή γρήγορα θα εκνεύριζε τον μπαμπά. Κι εκείνος σύντομα θα άρχιζε τις φωνές, που η μαμά βέβαια καθόλου δεν τις είχε ανάγκη. «Το Παρίσι είναι η πρωτεύουσα της μόδας» αποκάλυψε με περηφάνια κατεβαίνοντας στο 1,20 ύψος της Λητώς. «Το Παρίσι μπορεί, η Αβινιόν καμία σχέση» τη διόρθωσα, θέλοντας να αποκαταστήσω την αλήθεια. 17
Τότε η μαμά Κάση σηκώθηκε όρθια, πήρε από το χέρι την κόρη και την οδήγησε στο σαλόνι, τάχα να δούνε τα υφάσματα και τα σχέδια για τα ρούχα της Μπάρμπι που υπέφεραν κάτω από τη ραπτομηχανή της γιαγιάς Ιουλίας, η οποία, μπερδεμένη από τα χρόνια, κάθε μέρα του ομώνυμου μήνα έλεγε στον εαυτό της το γενέθλιο τραγουδάκι. Μου έκανε εντύπωση που ο μπαμπάς δε μίλησε. Δε μίλησε γιατί δεν άκουγε. Ήταν απασχολημένος με το πληκτρολόγιο. Ο ήχος του εκτυπωτή μού ανακοίνωσε το αναπόφευκτο. Τέσσερα εισιτήρια για Παρίσι χωρίς επιστροφή. Αναχώρηση: Κυριακή 29 Ιουλίου. Ε, όχι και Κυριακή! Πιο λυπημένη μέρα δε βρήκε; αναρωτήθηκα και τότε κατάλαβα ότι κοιτούσα το δέντρο και όχι το δάσος. Ή κάτι τέτοιο. Δεν είπαμε τίποτε άλλο. Το χωρίς επιστροφή ηλεκτρονικό εισιτήριο τα είχε πει όλα. Έφυγα τρέχοντας από την κουζίνα, ανέβηκα στο δωμάτιό μου και κλειδώθηκα μέσα του. 20
Ιστορίες που ζεις δυνατά Ο μπαμπάς του Κωστή αποφασίζει να μεταναστεύσει με την οικογένειά του στη Γαλλία, και συγκεκριμένα στην Αβινιόν, αφού «εκεί ζητάνε οδοντογιατρούς». Ο Κωστής, που δε θέλει με τίποτα να αφήσει το δωμάτιό του, τους συμμαθητές του και τους φίλους από τη γειτονιά, θα προσπαθήσει να πολεμήσει το κακό που τον βρήκε. Αφού δεν καταφέρνει όμως να αλλάξει την κατάσταση και η αναχώρηση από το Παγκράτι γίνεται πραγματικότητα, θα συνειδητοποιήσει ότι αυτό που φοβάται περισσότερο είναι να μη χάσει τις λέξεις του. Τις δικές του ελληνικές λέξεις Κι έτσι επινοεί ένα παιχνίδι συγγραφής, το οποίο απλώνεται σε όλη την πόλη. Μια σειρά που απευθύνεται σε όσους αποδέχονται τη δική τους διαφορετικότητα αλλά και των άλλων, σε όσους θέλουν να ανήκουν κάπου ή απλώς να εκφραστούν, αλλά κυρίως σ εκείνους που θέλουν να ζουν δυνατά. ISBN: 978-618-03-1566-0 από 10 ετών ΒΟΗΘ. ΚΩΔ. ΜΗΧ/ΣΗΣ 81566