ΔΙΑΛΕΚΤΟΣ Ο Όμηρος γράφει μία λογοτεχνική διάλεκτο που κατά βάση συνίσταται από τις διαλέκτους αιολική και αρχαία ιωνική με ελαφριά ανάμειξη αρκαδο-κυπριακής, αττικής και μη ελληνικών τύπων μαζί με κάποιες λέξεις που ο ίδιος ο ποιητής επινοεί (νεολογισμοί). Παραδείγματα α. Αιολικά πίσυρες (=τέσσαρες), ἱππότα (=ἱππότης), ἀρίγνωτος (ιωνικά ἐρι), φῆρες (=θῆρες), ἄμμι (=ἡμῖν), ὔμμε (=ὑμᾶς), πατρωνυμικά σε ιος Κρόνιος (Κρονίδης). β. ιωνικά: κέατο (=κεῖντο), φαεινός (φανός), οὖρος (ὅρος), νηός (νεώς. γ. αρκαδο-κυπριακά: ίσως ἤπυω, ἀσκηθής, δέατο, ἕλος, κασίγνητος, πτόλις (=πόλις), αἶσα. δ. αττικά: κεῖντο, ἧντο, ἑωσφόρος, βοῦν (ιωνικά βῶν), τεύχη (τεύχεα στα ιωνικά), πῶς, ὅπως (ιων.: κῶς, ὅκως). Αυτοί οι τύποι μπορεί να είναι φθορές από τους αττικούς αντιγραφείς των επών (άρα μεταγενέστερες γραφές και όχι οι αρχικές). ε. Μη ελληνικές λέξεις: αἶα, ἰχώρ, πάρδαλις, τύποι σε νθος. στ. πιθανοί ομηρικοί νεολογισμοί, για να εκφραστεί ένα νόημα που θα ταιριάζει στο μέτρο: ἀμφεποτᾶτο, ἀγάννιφος, ἐπίδρομον, ἐκποτέονται, ἀποφώλιος. Προφορά και ορθογραφία 1. Φωνήεντα Η ομηρική ελληνική διαφέρει από την αττική στη χρήση των παρακάτων: α. η (ιωνικό) αντί για α (μακρό), π.χ. ὥρη (ὥρα), πύλῃσι (πύλαισι), κάρη (κάρα). Προσοχή κανονικά πύληισι (το ι υπογεγραμμένο πρωτοεισάγεται μετά το 900 π.χ.). β. ει (ιωνικό) ή η αντί για ε, π.χ. ξεῖνος (ξένος), εἵνεκα (ἕνεκα), ἠύς (ἐύς). γ. εη ή ηε αντί για η, π.χ. ἠέλιος (ἥλιος), ἔηκε (ἧκε). Προσοχή πώς αλλάζει και το πνεύμα από κανονικά δασεία σε ψιλή. δ. εε για ε, π.χ ἐείκοσι (εἴκοσι). ε. ευ για ου (αν προέρχεται από συναίρεση από εο), π.χ ἔρχευ (ἔρχου), μευ (μου). στ. ου (ιωνικό) ή ω για ο, π.χ. πουλύς (πολύς), μοῦνος (μόνος), Διώνυσος (Διόνυσος). ζ. Χωριστά προφέρονται δίφθογγοι (το φαινόμενο αποκαλείται διαίρεσις), π.χ. πάϊς (παῖς), ἐΰ (εὖ), Ἀτρεΐδης (Ἀτρείδης). Αυτές οι συχνές διαιρέσεις (ίσως ιωνικό στοιχείο) μειώνουν τον αριθμό των σπονδείων στον ομηρικό
εξάμετρο. Κάποιοι εκδότες τις εισάγουν πολύ πιο ελεύθερα από άλλους και δεν είναι απίθανο να ήταν σχεδόν καθολικές στην άρση. η. Συχνά ασυναίρετοι ιωνικοί τύποι αντί για συνηρημένους, π.χ. ἔρχεο (ἔρχου), Ποσειδάων (Ποσειδῶν). Κάποιοι από αυτούς τους τύπους μπορούν να εξηγηθούν από το δίγαμμα. θ. Σπάνιες συναιρέσεις αντί για ασυναίρετα, π.χ. ἱρός (ἱερός), βώσας (βοήσας). ι. Αποκοπή: τελικά φωνήεντα χάνονται συχνά σε προθέσεις, π.χ. κάτ (κατά), πάρ (παρά), ἄν (ἀνά). Σε σύνθετα μετά την αποκοπή σε κάτ, το επόμενο σύμφωνο γίνεται το ίδιο κάππεσε, κάμμορος, και το ίδιο με το ἄν, ἄμπνυε, ἀμφαδόν. Προφορά α. Συνίζησις: φωνήεντα που δεν αποτελούν δίφθογγο μπορεί να προφέρονται σαν μία συλλαβή, π.χ. ἡμέων, κρέα, εἰλαπίνη ἠέ, ἐπεί οὐ, πόλιας. Στο τελευταίο παράδειγμα προφέρεται σαν y. β. Τα βραχέα α, ε, ο εκθλίβονται πριν από αρχικά φωνήεντα, πολλὰ δ ὅ γ ἐν, ἠμείβετ ἔπειτα. Το ίδιο στις ρηματικές καταλήξεις νται, μαι, ται, σθαι, και το ι σε δοτική πτώση, και το οι στο μοι, σοι, τοι (αυτό δεν συμβαίνει σε άλλες διαλέκτους). γ. Φωνήενται είναι γενικώς μακρά πριν από δύο σύμφωνα, διπλό σύμφωνο και αρχικό ρ. Φωνήεντα γενικώς βραχέα γίνονται μακρά, πριν από λ, μ, ν. σ (πολλὰ λισσομένη, ἐνὶ μεγάρῳ). Επίσης πριν από απλά σύμφωνα, όταν υπάρχει δίγαμμα ή κάποιο άλλο χαμένο γράμμα (δfείδω, σfός, δfηρόν). Επίσης σε μετρική θέσιν (δηλ. στα εξάμετρα η πρώτη σύλλαβη κάθε ποδός), μετά από μία παύση. δ. Μακρά φωνήεντα και δίφθογγοι μπορεί να γίνουν βραχέα στο μέτρο όταν υπάρχει χασμωδία, δηλ. στην άρση στο τέλος λέξης και ακολουθείται από ένα αρχικό φωνήεν, πλάχθη (βραχύ η) ἐπεί, οἴκοι (βραχύ οι) ἔσαν. Αυτή η βράχυνση λέγεται corruptio (correption αγγλιστί). Γενικά η χασμωδία είναι ύποπτη και πρέπει να προσπαθούμε να τη θεραπεύουμε (με έκθλιψη ή συνίζηση). Υπάρχει και εσωτερική βράχυνση (internal corruption) υἱός, ἥρωος. Συνδυασμός άφωνου και υγρού ή ένρινου προκαλεί μακρότητα π.χ. κν, βρ, τλ, κρ. Στα αττικά παραμένει το φωνήεν βραχύ. Αποτέλεσμα είναι συχνά μία λέξη να έχει δύο ποσότητες χωρίς να αλλάζει η προφορά, πχ. ὕδωρ ( ή ) Ἆρες Ἄρες ( ).
Σύμφωνα α. Πολλά σύμφωνα γράφονται διπλά ή μονά ανάλογα με το μέτρο, Ὀδυσσεύς και Ὀδυσεύς, μέσσος και μέσος, ἔννεπε και ἔνεπε, ὅσσος και ὅσος. Συνήθως πρόκειται για τα λ, μ, ν, ρ, σ. β. πτ αντί για π, πτόλις (πόλις), πτόλεμος (πόλεμος). γ. Η θέση δύο διαδοχικών γραμμάτων μπορεί να μετατεθεί (μετάθεσις), αντιστραφεί δηλ., π.χ. κάρτος (κράτος), θάρσος (θράσος), καρδίη (κραδίη). **Δίγαμμα Ο Άγγλος φιλόλογος Bentley το πρωτοανακάλυψε. Εκτός από τα γνωστά σύμφωνα των άλλων διαλέκτων (αττικά, δωρικά) ο Όμηρος αναγνώριζε ένα χειλικό σύμφωνο (w στην προφορά του), του οποίου αρχικό όνομα πρέπει να ήταν waw (σημιτικό). Αργότερα οι γραμματικοί το ονόμασαν δίγαμμα, δηλ. διπλό γάμμα εξαιτίας του σχήματός του (προσέξτε ότι οι γραμματικοί σκέφτονται σε όρους γραφής και όχι προφορικού λόγου, όπως κάνουν οι ποιητές). Το γράμμα απαντά συχνά σε διαλεκτικές επιγραφές (αιολικές, δωρικές και άλλες) και επίσης σε πρώιμους λυρικούς ποιητές. Δεν γνωρίζουμε αν αυτό το γράμμα γραφόταν ή όχι στα αρχικά γραπτά του Ομήρου. Και ίσως ο Όμηρος δεν το άκουγε στην εποχή του. Δεν είναι απαραίτητο να το αποκαταστήσουμε στις σύγχρονες εκδόσεις. Σίγουρα είχε μεγάλη συνέπεια στην προφορά των ομηρικών ελληνικών. Αυτό ευθύνεται για μακρύνσεις, π.χ. ξεῖνος, μοῦνος και για θεραπεία χασμωδίας, π.χ. α 17 τῷ οἱ ἐπεκλώσαντο θεοὶ οἶκονδε. Το Fοἱ, Fοῖκον στην προφορά. Μπορούμε να σκεφτούμε πώς είναι μία λέξη στην λατινική για να καταλάβουμε αν στην ελληνική είχε αρχικά δίγαμμα, π.χ. ἕσπερος-vesper, σfός-suus. (πβ. work, Fέργον). Συχνά το δίγαμμα αντικαταστάθηκε από υ στο εσωτερικό ἔχευα (ἔχεfα), ἀποεῖπον (αττ. ἀπεῖπον, ἀποfεῖπον), ἔειπον (ἔfειπον). Συχνά όμως το δίγαμμα παραμελείται σε περιπτώσεις μάκρυνσης ή αποφυγής χασμωδίας, π.χ. λ 110 οἱ μὲν ἄρ οἶνον (Fοῖνον κανονικά, vinum λατ.). Στις περιπτώσεις αυτές οι εκδότες θεωρούν τον στίχο ύποπτο ή τον διορθώνουν. Πιθανόν αυτό είναι σημάδι ότι στην εποχή του Ομήρου ο ήχος ήταν σε ένα μεταβατικό στάδιο μεταξύ προφοράς και μη προφοράς του διγάμματος. Στην ποιητική γλώσσα είναι η προφορά όχι ο συλλαβισμός που έχει σημασία (ευφωνία), αν και τα δύο είναι φυσικά συμπληρωματικά. Αυτό συμβαίνει, επειδή η ελληνική ποίηση προορίζεται να λέγεται και να ακούγεται όχι να διαβάζεται και να βλέπεται. Η
ελευθερία του Ομήρου για μακρύνσεις και βραχύνσεις συχνά παρωδήθηκε. ΚΛΙΣΗ ΟΝΟΜΑΤΑ Πρώτη κλίση η για α μακρό πάντα, π.χ. Τροίη, εξαίρεση θεά και κάποια κύρια ονόματα. Συχνά και η για α βραχύ σε αφηρημένα ονόματα σε εια, -οια (ἀληθείη). Ονομαστική σε α (βραχύ, αντί για ης), νεφεληγερέτα, εὐρύοπα. Γενική ενικού σε αο και εω, π.χ. Ἀτρεΐδαο, Ἀτρεΐδεω (αυτό λέγεται σε μία συλλαβή), μετά από φωνήεν μπορεί και ω (Βορέω, ἐυμμελίω). Γεν. πληθ. σε άων, -έων, π.χ. κλισιάων, πασέων. Δοτ. πληθ. -ῃσι και -ῃς, ἀτασθαλίῃσι, κλισίῃς. Δεύτερη κλίση Γεν. εν. σε οιο, δόμοιο, ὁδοῖο. Σε κάποιες εκδόσεις σε οο. Γεν. και δοτ. δυϊκού σε οιϊν και για τρίτη κλίση το ίδιο. Δοτ. πληθ. σε οισι(ν), μετὰ οἷσι φίλοισι Τρίτη κλίση Αιτ. εν. σε α μετά το η αντί για ηυ και ευ. νῆυς, νῆα, βασιλῆα, βασιλῆος. Εὐρέα. Γεν.εν. σε ρίζα ι κρατά το ι αντί να το διωχθεί και να μπεί ε, πόλιος, μήτιος. Πβ. πόληος, πόληι, πόληες αλλά και πόλεος, πτόλεϊ. ἠύς ή ἐΰς (καλός) έχει γεν. ἐῆος πολύς, πολέος, πολέες (πληθ.), πολέας (πληθ.), πολέων, πολέσσι. Δοτ. εν. σε εϊ, -ηϊ, Ἀχιλῆϊ, κράτεϊ. Ονόματα σε ις, νέμεσις, κόνις, μήτις έχουν αιτ. σε ι (μακρό): νέμεσσι, μήτι (αντί για ιι). Ρίζες σε υ, γεν. υος και υι (δίφθογγος στη δοτική), πληθυῖ. Αιτ. πληθ. ρίζας σε ι και υ με αιτ. εν. το αττικό ν συχνά στην αιτ. πληθ. κάνουν ις (μακρό) και υς (μακρό), π.χ. ὄϊς, σῦς, βοῦς, ἰχθῦς. Δοτ. πληθ. σε εσσι και σι ἄνδρεσσι, βόεσσι, πόδεσσι, πολίεσσι. Ετερόκλιτα Υπάρχουν πολλά ετερόκλιτα δηλ. με δύο διαφορετικές κλίση, π.χ. ἀλκή, δοτ. ἀλκί. Ἄϊδης, γεν. Ἄϊδος, Ἄϊδι. γόνυ, γεν. γουνός, γοῦνα (πληθ.)
υἱός έχει τρία θέματα. Γενική ενικού σε -εος γίνεται ευς (με συνίζηση) θάρσευς (θάρσους), θέρευς (θέρους). Έχουμε αφαίρεση εε-α, εε-ϊ, π.χ. δυσκλέα (δυσκλέεα), νηλέα (νηλέεα), νηλέϊ (νηλέεϊ). κλέα (κλέεα), γέρα (γέραα). Αντίστοιχα τέτοιοι τύποι μ συνίζηση, π.χ. εὐκλειῶς. εὐκλεῖας, ἀγακλῆος, Πατροκλῆος, ἐυρρεῖος, σπέεος. Ονόματα όλων των κλίσεων (εν. και πληθ.) μπορεί να έχουν κατάληξη σε φιν με κάτωθι σημασίες: οργανική βίηφι. τοπική ὄρεσφιν. απομάκρυνσης ἀπὸ νευρῆφιν (από). Άλλες καταλήξεις είναι -θι (κάπου τόπος, ὅθι, πόθι, αὐτόθι, Ἰλιόθι). -θα (τόπος, ἔνθα, ὕπαιθα κάτω). -θεν (από κάπου, ἄλλοθεν, Διόθεν. -θεν γενικά τόπο πρόσθεν). -τις στο αὖτις (αττ. αὖθις), πάλι, πίσω. Υπάρχει και αὖθι (εδώ, εκεί). -δε πάλι τόπος, οἶκόνδε, πόλεμόνδε, ἅλαδε και σε (ἄλλοσε, σε άλλη κατεύθυνση). Επίθετα συχνά τα σε ης, -εισα, εν είναι εις, -εσσα, -εν. Προσωπικές αντωνυμίες. Η χρήση της αντωνυμίας ὁ, ἡ, τό στον Όμηρο δεν έχει τη σημασία ενός οριστικού άρθρου, αν και κάποτε την προσεγγίζει. Δηλώνει ένα αδύναμο δεικτικό και με τη σημασία αυτή συχνά δηλώνει αλλαγή θέματος με ένα μέν, δέ, γάρ, αὐτάρ. Είναι σε θέση αναφορικής (αρσενικό ενικ. ονομα.) Το ουδ. τό συχνά μεταφράζεται επιρρηματικά, για αυτό. Σε θέση επιθέτου μαζί με όνομα και προσδιοριστικό του επίθετο που τότε προσδιορίζει την αντωνυμία. Μαζί με τίτλους και κύρια ονόματα, Νέστωρ ὁ γέρων, για να δηλωθεί όπως αργότερα διάκριση. Καθώς απουσιάζει το οριστικό άρθρο στον Όμ. πρέπει να μεταφράζουμε μερικά ασυνόδευτα ονόματα σαν να ήταν εκεί, χωρίς έμφαση, ἄνδρα, τον άνδρα. ὁ ἀνήρ, αυτός, ο άνδρας (προσωπική αντωνυμία) μετά γίνεται αυτός ο άνδρας (δεικτικό) ο άνδρας (τελικό στάδιο).
ΡΗΜΑΤΑ Αύξηση: αυτή μπαίνει ή παραλείπεται με ελευθερία για λόγους μέτρου. Συνήθως παραλείπεται πιο συχνά σε αφηγήσεις, όπου χρειαζόμαστε παρελθοντικούς χρόνους και λιγότερο συχνά σε ευθείς λόγους. Στη συλλαβική αύξηση με ε συχνά παραλείπεται. Συχνά το φωνήεν μετά την αύξηση γίνεται και μακρό, ἑήνδανε (ἐσfάνδανε), ἀνέῳγον (ἀνέfοιγον), και σε παρακειμένους ἐώλπει (Fελπ), ἐώκει (Fοικ). Πολλά ρήματα έχουν δύο τύπους σε θέμα, ένα μακρό και ένα βραχύ, π.χ. φημία και φαμέν, ἵστημι και ἵσταμεν, ἔβην και βάτην, τίθημι και τίθεμαι. Συνήθως το μακρό πάει μαζί με βραχείες καταλήξεις και vice versa. εξαιρέσεις: ἔθηκαν, ἔδωκαν (μακρό με μακρό). Ρήματα σε ω διατηρούν το φωνήεν τους πριν από τελικό ο και ε λέγονται. Τα ο (πριν απο μ, ν) και ε (μετά από άλλα γράμματα) λέγονται θεματικά φωνήεντα (λυο-). Μόνο σε υποτακτική γίνονται η και ω. Όσα ρήματα δεν δείχνουν αυτό το θεματικό φωνήεν (φημί, εἶμι, ἔγνων, ἔβην) λέγονται μη θεματικά (non-thematic). Καταλήξεις: μι για υποτακτική σε μερικούς θεματικούς χρόνους, ἐθέλωμι, τύχωμι. -σθα για υποτακτική ἐθέλῃσθα, εἴπῃσθα σ φεύγει σε βέβληαι (βέβλησαι), μέμηναι (σαι), μάρναο (μάρνασο). Ε φεύγει ἔκλεο (ἐκλέεο), μύθεαι (μυθέεαι). σι (κατάληξη) σε υποτακτική όταν το πρώτο πρόσωπο είναι -μι, ἐθέλῃσι, τύχῃσι. Τρίτο πληθ. σε ενεστ. οριστ. ενεργητ. -μι τιθεῖσι, διδοῦσι, ζευγνῦσι (τιθέασι, διδόασι, ζευγνύασι). Εκτός της κατάληξης -σαν (ἔβησαν, ἔφασαν) οι μη θμεταικοί παρελθοντικοί έχουν και ν ἔφαν, ἔσταν, ἔτιθεν (ἐτίθησαν), ἔβαν (ἔβησαν). Με πάντα βραχύ το φωνήεν πριν το ν. -νται, -ντο σε τρίτο πληθ. παρακ. και υπερσυντ. έχουμε αται, -ατο, και ατο για το ντο. τετεύχαται, τετράφατο. ἐλήλαδαται (ἐλαύνω), ἐρράδατο (ῥαίνω). Πριν από β, π, γ, κ γίνεται δασύ φ και χ. 3ο πληθ.εν. ἧμαι, κεῖμαι: ἥαται, ἥατο, κέαται, κέατο. Δυϊκός την, -τον, -σθον, -σθην μη θεματικοί αόριστοι ἔβην, ἔστην, ἔκταν. βάτην χύτο, λύτο, πλῆτο, πλῆντο, κτίμενος (κτισμένος), κτάμενος (killed), οὐτάμεναι (απρφ).
Σιγματικός αόριστος είναι πάλι μη θεματικός και έχει διπλό σσ, ἐκόμισσα, ἐρύσσαι, ξείνισσε. Θεματικός είναι ο αόριστος που προσθέτει το θεματικό φωνήεν ο ή ε στην βραχεία μορφή της ρίζας του ρήματος ἐλάθετο, ἐπίθοντο, ἔφυγον. Αυτός ο αόριστος συχνά επαναδιπλώνεται, πεπιθεῖν (πιθεῖν), λέλαθον (ἔλαθον), ὤρορε, ἔειπον (εἶπον), ἤγαγον (που υπάρχει και αττ.). Επαναληπτικοί χρόνοι είναι με το σκ και το θεματικό φωνήεν ε και ο. Δηλώνουν επαναλαμβανόμενη ή τακτική δράση, φάσκω, σημαίνει «συνέχεια λέγω». ἔσκε, used to be ἔχεσκε, used to hold πωλέσκετο, used to sell