Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΟΙ ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΚΗ ΚΑΙ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΠΟΧΗ Ο όρος αρχαία ελληνική γλώσσα χρησιμοποιείται για μια μορφή της ελληνικής γλώσσας, που ομιλούνταν κατά τους αρχαϊκούς και κλασσικούς χρόνους. Υπήρξαν ωστόσο μεταλλάξεις στη γλώσσα κατά την ελληνιστική περίοδο οι οποίες δικαιολογούν μεθοδολογικά τον συνειδητό διαχωρισμό της από τον όρο Ελληνιστική κοινή. Όταν μιλάμε για αρχαία γλώσσα, δεν μιλάμε για μία κοινή γλώσσα, αλλά για διαλέκτους μίας γλώσσας, που ήταν από όλους, άσχετα με τον τόπο καταγωγής τους, κατανοητές. Οι διάλεκτοι μιλιόντουσαν σε τόπους. Επειδή όμως η πολιτική οργάνωση της Ελλάδας ήταν η πόλη-κράτος, η τοπική διάλεκτος ήταν ταυτόχρονα και η επίσημη γλώσσα της πόλης-κράτους. Όλες οι ως άνω διάλεκτοι και ομιλούνταν και γράφονταν, ως επίσημες γλώσσες, πλην της μακεδονικής, για την οποία γίνεται ιδιαίτερη μνεία πιο κάτω. Οι αρχαίες διάλεκτοι ταξινομούνται σε τρεις ενιαίες κατηγορίες που προσδιορίζονται με γεωγραφικά κριτήρια ως εξής: Ανατολική, με χαρακτηριστικό κορμό την Ιωνική-Αττική διάλεκτο (Ιωνία, Εύβοια, Κυκλάδες, Αττική, Μεθώνη Πιερίας, Θάσο, Χαλκιδική) Κεντρική, με κύριες διαλέκτους την Αρκαδοκυπριακή (Αρκαδία, Κύπρος) και την Αιολική (Θεσσαλία, Βοιωτία, Λέσβος και Αιολία). Δυτική, της όποιας ο κορμός ήταν η Δωρική (Ήπειρος, Μακεδονία (βλ. Κατάδεσμο της Πέλλας), Δυτική Στερεά, Πελοπόννησος, Μήλος, Θήρα, Κρήτη, Δωδεκάνησα και τα παράλια της Μ. Ασίας). 1. Ιωνική Πρόκειται για τη διάλεκτο του φύλου των Ιώνων, το οποίο κατά τη 2η π.χ. χιλιετία φέρεται εγκατεστημένο σε εκτεταμένα τμήματα της νοτιότερης ηπειρωτικής Ελλάδας. Μερικά από τα βασικά χαρακτηριστικά της ιωνικής ομάδας είναι: α) Τροπή του παλαιού μακρού α σε η (= μακρό ε): π.χ. νᾶσος > νῆσος, δᾶμος > δῆμος. β) Σίγηση του φθόγγου που συμβολιζόταν με το γράμμα F(δίγαμμα): Fέργον > ἔργον, Fοῖκος > οἶκος. γ) Τροπή της συλλαβής τι σε σι: δίδωσι> δίδωτι, διακόσιοι,> διακάτιοι. δ) Κλίση του πληθυντικού των προσωπικών αντωνυμιών ως εξής: ἡμέες ἡμέων ἡμέας (αττικά με συναίρεση ἡμεῖς ἡμῶν ἡμᾶς).
ε) Απαρέμφατα σε -ναι: εἶναι, τιθέναι, λελυκέναι. Τα δύο τελευταία χαρακτηριστικά η ιωνική τα μοιράζεται με την αρκαδική. στ) Ειδικότερα η αττική διάλεκτος εμφανίζει τροπή του διπλού σ σε ττ (θάλαττα, φυλάττω), τροπή του συμπλέγματος ρσ σε ρρ (θάρσος > θάρρος, ἄρσεν > ἄρρεν), συναίρεση των εα, εο, εω σε η,ου, ω αντίστοιχα 2. Α. Αρκαδική (και κυπριακή) ή αρκαδοκυπριακή Είναι η διάλεκτος του φύλου των Αρκάδων. Η διάλεκτος αυτή, η οποία κατά τη μυκηναϊκή εποχή φαίνεται ότι μιλιόταν σε σημαντικά μεγαλύτερη έκταση, με τη λεγόμενη «κάθοδο των Δωριέων» περιορίστηκε στο εσωτερικό της Πελοποννήσου. Αρκαδόφωνοι πληθυσμοί εγκαταστάθηκαν κατά τον 11ο π.χ. αι. στην Κύπρο, η διάλεκτος της οποίας, παρά τη γεωγραφική αποκοπή της από την Αρκαδία, εμφανίζει σαφή συγγένεια με τη διάλεκτο της τελευταίας. Η κυπριακή διάλεκτος υπήρξε η μόνη αρχαία ελληνική διάλεκτος των ιστορικών χρόνων, η οποία αποδόθηκε γραπτώς όχι όπως οι υπόλοιπες, με κάποια παραλλαγή του ελληνικού αλφαβήτου, αλλά με μια συλλαβογραφική γραφή, ατελή για την απόδοση της ελληνικής γλώσσας, γνωστή ως κυπριακό συλλαβάριο. Η γραφή αυτή συγγενεύει με τη μυκηναϊκή γραμμική Β γραφή και η χρήση της εγκαταλείφθηκε τον 4ο π.χ. αι. μαζί με τη χρήση της κυπριακής διαλέκτου στις επιγραφές. 2. Β. Αιολική Η διάλεκτος του φύλου των Αιολέων, η οποία κατά τους ιστορικούς χρόνους μιλιόταν στη Βοιωτία, τη Θεσσαλία, τη Λέσβο και τις απέναντι μικρασιατικές ακτές (την «Αιολίδα»). Εμφανίζει αρκετά κοινά στοιχεία με την αρκαδική, γι' αυτό και παλαιότερα περιλαμβανόταν από τους επιστήμονες μαζί με την τελευταία σε μια ευρύτερη ομάδα, την οποία ονόμαζαν αχαϊκή. Σήμερα γίνεται γενικά δεκτό ότι πρόκειται για δύο ξεχωριστές ομάδες. Σημαντικά κοινά στοιχεία εμφανίζουν επίσης η βοιωτική και η θεσσαλική αιολική με τις δυτικές ελληνικές διαλέκτους (δηλ. τις δωρικές με την ευρύτερη έννοια). Μερικά από τα χαρακτηριστικά της αιολικής ομάδας είναι: Α) Διατήρηση του παλαιού μακρού α (βλ. πιο πάνω). Β)Μετοχή ενεργητικού παρακειμένου σε -ων (γενική -οντος) αντί σε -ώς/ -ότος: ἐπεστα μκοντα = αττ. ἐφεστηκότα. Γ) Απαρέμφατα σε -μεν(αι) αντί -ναι (ἦμεν/εἶμεν/ἔμμεν(αι) = εἶναι, τιθέμεν = τιθέναι) κ.λ.π. 3. Δυτική ελληνική ή δωρική (με την ευρύτερη έννοια) Η διάλεκτος των Δωριέων, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στο μεγαλύτερο μέρος της Πελοποννήσου (πλην της Αρκαδίας) και στην περιοχή των Μεγάρων απωθώντας, υποτάσσοντας ή αφομοιώνοντας παλαιότερους ελληνόφωνους πληθυσμούς. Δυτικού τύπου διάλεκτοι μιλιόνταν και σε ολόκληρη την ηπειρωτική βορειοδυτική Ελλάδα (Ήπειρος και σημερινή Στερεά Ελλάδα: Φωκίδα/Δελφοί, Λοκρίδα, Φθιώτιδα, Αιτωλία, Ακαρνανία). Οι τελευταίες περιλαμβάνονται από τους γλωσσολόγους σε μια ιδιαίτερη υποομάδα, την οποία ονομάζουν βορειοδυτική, η οποία εμφανίζει χαρακτηριστικούς αλλά όχι παλαιούς νεωτερισμούς και επομένως θεωρείται ως το αποτέλεσμα νεότερων εξελίξεων. Σε αυτήν περιλαμβάνονται συνήθως και οι διάλεκτοι της Ηλείας και της Αχαΐας.
Τέλος, ιδιαίτερη περίπτωση είναι αυτή της μακεδονικής διαλέκτου, η οποία, θα μπορούσε να θεωρηθεί περισσότερο αχαϊκή και δωρική. (Κατά Μπαμπινιώτη, περισσότερο δωρική): στην Μακεδονία ομιλείται αλλά δεν γράφεται, διότι σύμφωνα με την πολιτική που ήθελε ο Φίλιππος να ασκήσει, καθ όσον απλώθηκε η κυριαρχία του σε όλη την Ελλάδα και απέκτησε δύναμη, ήθελε και μία διάλεκτο περιωπής, μία διάλεκτο καλλιεργημένη και τέτοια ήταν η Αττική διάλεκτος και την οποία έκανε επίσημη γλώσσα του Μακεδονικού Κράτους του. Με αυτόν τον τρόπο, με χιλιάδες διασωσμένη γραπτά στην αττική διάλεκτο της περιόδου εκείνης, η αττική διάλεκτος απλώθηκε στα πέρατα του τότε γνωστού κόσμου, πλην όμως, εξακολουθούσε να ομιλείται η μακεδονική διάλεκτος, από την οποία διασώθηκαν ελάχιστες λέξεις, από λεξικογράφους που διέσωζαν τα «περίεργα». Αυτό έχει ως αποτέλεσμα στην σύγχρονη εποχή, όπως ξέρουμε, να αμφισβητηθεί η ελληνικότητα, τόσο της μακεδονικής διαλέκτου, όσο και των Μακεδόνων συνολικότερα. Όμως, επιστημονικά, το θέμα αυτό έχει λυθεί οριστικά με αδιαμφισβήτητο τρόπο, όχι μόνο από Έλληνες, αλλά, ιδίως από ξένους επιστήμονες. Σημείωση: Όσον δε αφορά την «μακεδονική» γλώσσα των Σκοπίων αυτή δεν έχει καμία σχέση με την αρχαία μακεδονική διάλεκτο, (η οποία, όπως τονίσαμε παραπάνω ήταν ελληνική) αλλά είναι βουλγαρική διάλεκτος εξσερβισμένη, δηλαδή, καμία σχέση με την αρχαία Μακεδονία ή τον Μ. Αλέξανδρο. Υπάρχει επίσης, άλλο ένα αξιοσημείωτο, μοναδικό στοιχείο, όσον αφορά τις διαλέκτους της Αρχαίας Ελληνικής: Οι Λογοτεχνικές διάλεκτοι, δηλαδή, κάθε καλλιτεχνικό είδος γραφόταν με διαφορετική διάλεκτο. Έτσι ο λογοτέχνης-διανοούμενος έγραφε ανάλογα με την καθιερωμένη διάλεκτο του είδους και όχι την διάλεκτο της καταγωγής του, δηλ. που μιλούσε. Έτσι για παράδειγμα, ο Τυρταίος ήταν Σπαρτιάτης, δηλαδή μιλούσε την Λακωνική (δωρική) διάλεκτο. Επειδή όμως έγραφε ελεγείες, τις έγραφε στην ιωνική διάλεκτο. Ο Πίνδαρος ήταν από την Βοιωτία, άρα μιλούσε την αχαϊκή διάλεκτο. Όμως, επειδή έγραφε χωρικά, έγραφε στην δωρική διάλεκτο. Έτσι λοιπόν, τα χωρικά του δράματος γραφόταν σε δωρική διάλεκτο, τα έπη γράφονταν σε ιωνική διάλεκτο, οι ελεγείες στην Ιωνική διάλεκτο κ.λ.π. ΓΡΑΜΜΙΚΗ Β Η Γραμμική Β είναι η πρώτη γραφή της ελληνικής γλώσσας, μεταγενέστερη μορφή της Γραμμικής Α, και χρησιμοποιήθηκε στη Μυκηναϊκή Περίοδο, από το 17ο ως τον 13ο αι. π.χ., κυρίως για την τήρηση λογιστικών αρχείων στα ανάκτορα. Ανακαλύφθηκε για πρώτη φορά στην Kνωσό της Kρήτης το 1900 από τον Arthur Evans και αποκρυπτογραφήθηκε το 1952 από τον άγγλο αρχιτέκτονα Michael Ventris και αποδείχθηκε ότι αποδίδει μια αρχαϊκή μορφή της ελληνικής. Είναι συλλαβική γραφή. Τα σύμβολά της αναπαριστούν συλλαβές αποτελούμενες από ένα φωνήεν ή από ένα σύμφωνο μαζί με ένα φωνήεν. Οι σειρές των σημείων στη γραμμική Β χωρίζονται από κάθετες γραμμές. Αυτό δηλώνει ότι οι ομάδες των σημείων που διαχωρίζονται με αυτό τον τρόπο αντιστοιχούν σε λέξεις. Όταν βρίσκουμε την ίδια σειρά σημείων να επαναλαμβάνεται με κάποιες αλλαγές στο τέλος της, τότε μπορούμε να υποθέσουμε ότι έχουμε να κάνουμε με ένα ουσιαστικό σε διαφορετικές πτώσεις.
Με τέτοιου είδους παρατηρήσεις ο Ventris κατέληξε στην αποκρυπτογράφηση της γραμμικής Β. Δεν μπορεί κανείς να είναι βέβαιος για ποια λέξη πρόκειται, εκτός αν βοηθά το υπόλοιπο κείμενο (συμφραζόμενα). Και αυτό είναι ένα βασικό πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε σήμερα, καθώς προσπαθούμε να καταλάβουμε τα κείμενα αυτά. Σήμερα γνωρίζουμε ότι χρησιμοποιούνταν κατά τον 13ο αιώνα π.x. στα μυκηναϊκά ανάκτορα της Πύλου, των Mυκηνών, της Tίρυνθας και των Θηβών, καθώς επίσης και στα Xανιά της Kρήτης. Ήταν ήδη από καιρό γνωστό ότι μια κάπως παρόμοια γραφή βρισκόταν σε χρήση στην Kύπρο μεταξύ 11ου και 3ου αιώνα π.x. για τη γραπτή απόδοση της τοπικής ελληνικής διαλέκτου. Η γραφή δεν είχε πλατιά διάδοση, όπως θα γίνει αργότερα με την αλφαβητική γραφή και έως τις μέρες μας. Ήταν κτήμα μιας περιορισμένης ομάδας ειδικών, των γραφέων, που κατέγραφαν ένα περιορισμένο φάσμα πληροφοριών (λογιστικούς καταλόγους προϊόντων, προσώπων κλπ). Οι κατάλογοι αυτοί, με το περιορισμένο περιεχόμενο, δεν απευθύνονταν σε ένα ευρύ κοινό αλλά στη «γραφειοκρατία» των ανακτόρων. Έτσι, δεν υπήρχε πρόβλημα συνεννόησης και κατανόησης, παρά τις ασάφειες του συστήματος γραφής, όπως δεν υπάρχει σήμερα πρόβλημα κατανόησης για ένα επιχειρηματία που διαβάζει τα λογιστικά έγγραφα που του δίνει το λογιστήριό του. Ξέρει για ποιο πράγμα γίνεται λόγος και δεν τον εμποδίζει ο συντομογραφικός ή και ελλειπτικός τρόπος γραφής ενός λογιστικού εγγράφου. Η σημασία της για την μελέτη της εξέλιξης της ελληνικής γλώσσας είναι μεγάλη, επειδή ακριβώς αντιπροσωπεύει, σε σύγκριση με τις άλλες διαλέκτους, ένα χρονολογικό επίπεδο κατά τέσσερις με πέντε αιώνες παλιότερο. Στις αρχές του 14 ου αιώνα π.χ. και στην πορεία του 13ου αιώνα π.χ. τα μυκηναϊκά παλάτια καταστρέφονται. Δεν ξέρουμε ποιοι ήταν οι λόγοι που οδήγησαν σε αυτές τις καταστροφές. Οι φωτιές όμως στις οποίες παραδόθηκαν τα μυκηναϊκά ανάκτορα έψησαν τις «ωμές» πινακίδες που ήταν αποθηκευμένες στα αρχεία των παλατιών και έτσι βοήθησαν στη διατήρηση και την ανεύρεσή τους στις ανασκαφές. Ο πηλός σίγουρα δεν θα ήταν το μόνο υλικό πάνω στο οποίο γράφονταν τα κείμενα της γραμμικής Β. Είναι πολύ πιθανόν να χρησιμοποιούσαν δέρματα πάνω στα οποία έγραφαν ή και πάπυρο. Τα υλικά αυτά όμως δεν αντέχουν στον χρόνο και έτσι δεν έφτασαν ως εμάς. Τα κείμενα ήταν απλές απογραφές προσώπων, ζώων, αντικειμένων και προϊόντων, δηλαδή το αρχειακό υλικό της ανακτορικής γραφειοκρατίας. Από τα λογοτεχνικά έργα, αν είχαν καταγραφεί, δεν διασώζεται ούτε ένας στίχος. ΣΚΟΤΕΙΝΟΙ ΑΙΩΝΕΣ και δημιουργία αλφαβήτου Κατά την παρακμή του μυκηναϊκού πολιτισμού λησμονήθηκε κι η τέχνη της γραφής. Κατά τους σκοτεινούς αιώνες (1200-750) μόνο στην περιφέρεια του ελληνικού κόσμου χρησιμοποιούσαν κάποια ατελή συστήματα γραφής, όπως το κυπριακό συλλαβάριο. Τη νέα, αλφαβητική, όμως, γραφή την έφεραν έμποροι (Κρητες, Ροδιοι, Κυπριοι, Μιλησιοι) πιθανότατα από την Φοινίκη. Η προσαρμογή του φοινικικού αλφάβητου στις ανάγκες της ελληνικής γλώσσας πρέπει να έγινε από κάποιον ή κάποιους, που μιλούσαν και τις δύο γλώσσες. Δεν αποκλείεται, επομένως, η παραλαβή και η προσαρμογή του να έγινε στις ακτές της Συρίας και της Φοινίκης, όπου υπήρχαν εγκαταστάσεις Ελλήνων κατά τον 9ο και 8ο αι. π. Χ. Είναι, όμως, εξίσου πιθανό ο τόπος παραλαβής να βρίσκεται στην περιοχή του Αιγαίου, όπου μαρτυρείται η παρουσία Φοινίκων κατά την ίδια περίοδο. Οι Έλληνες επέφεραν περιορισμένες, αλλά αποφασιστικής σημασίας τροποποιήσεις, η σημαντικότερη από τις όποιες ήταν η χρησιμοποίηση ορισμένων γραφημάτων για την απόδοση των φωνηέντων, που είναι η βάση της γλώσσας τους. Παρ' όλου που αρχικά υπήρξε περιφρόνηση της γλώσσας ακόμα και από τους λόγιους τελικά αποδείχθηκε ότι είχε καθοριστικές επιπτώσεις επειδή:
προώθησε την επιστήμη, συνεπικουρησε την κωδικοποίηση της νομοθεσίας οχυρωνοντας τους δημοκρατικούς θεσμούς, διευκόλυνε τις εμπορικές συναλλαγές, επέτρεψε και στα λαϊκά στρώματα να έχουν πρόσβαση στην εκπαίδευση, περιόρισε τις διαλεκτικές διαφορές και τέλος βοήθησε στη διάδοση και διάσωση της λογοτεχνίας. ΟΜΗΡΙΚΑ ΕΠΗ Η γλωσσα του Ομήρου είναι τεχνητή, η οποία ουδέποτε μιλήθηκε, αλλά κατανοητή απ' όλον τον ελληνόφωνο κόσμο. Το υλικό της προέρχεται από διάφορες διαλέκτους και χρονικές περιόδους. Η γλώσσα των ομηρικών επών χαρακτηρίζεται από σπάνια ποικιλομορφία, η οποία προκύπτει από την συνύπαρξη αρχαίων και νεοτέρων γλωσσικών στοιχείων σε μια σχέση πολύπλοκη, με την ανάμειξη διαλεκτικών τύπων, την χρήση του δίγαμμα(f)(όχι παντού), την παρουσία συνηρημένων και ασυναίρετων τύπων. Χαρακτηρίζεται από σπάνια ποικιλομορφία, η οποία προκύπτει από την συνύπαρξη αρχαίων και νεοτέρων γλωσσικών στοιχείων σε μια σχέση πολύπλοκη, με την ανάμειξη διαλεκτικών τύπων, την χρήση του δίγαμμα, την παρουσία συνηρημένων και ασυναίρετων τύπων. Συγκεκριμένα, είχε ως βάση την Ιωνική διάλεκτο (8ο αι. π.χ.), η οποία εμπλουτιζόταν με στοιχεία κυρίως από την Αιολική αλλά και από την Αττική, την Αρκαδοκυπριακη. «Σε καμία άλλη λογοτεχνική γλώσσα δεν διακρίνουμε πράγματι τόσο σαφώς την σύνδεση ανόμοιων στοιχείων. Σ αυτή διατηρήθηκαν όχι μόνο τύποι διαφόρων εποχών αλλά και διαφόρων διαλέκτων» παρατηρούν οι O. Hoffman, A. Debrunner και A.Scherer αναφερόμενοι. Ο Αισχύλος αναφερόμενος στα <<ομηρικα δειπνα>> χαρακτήρισε ψίχουλα τις τραγωδίες του μπροστά τους. Αυτό σημαίνει ότι ακόμα κι αν δεν μιλήθηκε η γλώσσα του Ομήρου από το λαό, θεωρήθηκε και θεωρείται ακόμα το ανεξάντλητο θησαύρισμα για όλη την μεταγενέστερη λογοτεχνία. Ένα άλλο πολύ σημαντικό χαρακτηριστικό των ομηρικών επών είναι η χρήση του τυπικού επιθέτου που συνοδεύει σταθερά ανθρώπους και πράγματα Αυτό βοήθησε στη διάσωση διαλεκτικών τύπων από τις παλαιότερες φάσεις της επικής παράδοσης. Τελος, η αποκρυπτογράφηση των πήλινων πινακίδων σε Γραμμική Β και η διεξοδική μελέτη της γλώσσας τους έδωσε μια άλλη διάσταση στην μελέτη της ομηρικής γλώσσας. Χαρακτηριστική είναι η άποψη του Προμπονά ότι ο έλεγχος των ομηρικών κειμένων με βάση τα μυκηναϊκά κείμενα των πινακίδων αποδεικνύει πως κάποιες λέξεις διαβάζονται ευκολότερα με την βοήθεια της Γραμμικής Β και ότι στα έπη υπάρχουν αποσπάσματα που έχουν μυκηναϊκή γλωσσική προέλευση. Η ΚΟΙΝΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η Ελληνιστική περίοδος (323-30 π.χ.) αφορά την ελληνική ιστορία και την ιστορία των άλλων εθνοτήτων της Ανατολής αλλά και τη ρωμαϊκή ιστορία μετά το Β Καρχηδονιακό πόλεμο. Διεθνής γλώσσα της εποχής σε όλο το μεσογειακό χώρο και πέραν των ορίων των ελληνιστικών βασιλείων είναι η κοινή ελληνική. Με τον όρο αυτόν εννοούμε την ελληνική όπως εξελίχθηκε μετά από το συνδυασμό της αττικής διαλέκτου και του ιωνικού αλφαβήτου, πρώτα στοιχεία για τον οποία συναντούμε το τέλος του 5ου αιώνα π.χ., ενώ τομή στην εξέλιξη αυτή αποτελεί η υιοθέτηση του ιωνικού αλφαβήτου από την Αθήνα το 403/2 π.χ. Η Ελληνιστική Κοινή (κοινή εννοείται διάλεκτος) είναι η λαϊκή μορφή της αρχαίας ελληνικής γλώσσας που εμφανίστηκε στη μετακλασσική αρχαιότητα (περ. 300 π.χ. - 300 μ.χ.) και
αποτελεί την τέταρτη περίοδο στην ιστορία της ελληνικής γλώσσας. Άλλες ονομασίες της είναι Αλεξανδρινή, Ελληνιστική, Κοινή ή Ελληνική της Καινής Διαθήκης. Η Κοινή είναι σημαντική όχι μόνο για τους Έλληνες, καθώς αποτέλεσε την πρώτη τους κοινή διάλεκτο και προπομπό της δημοτικής, αλλά και για τον Δυτικό πολιτισμό, για τον οποίο αποτέλεσε την lingua franca στην περιοχή της Μεσογείου. Η Κοινή ήταν επίσης η γλώσσα στην οποία γράφτηκαν τα Ευαγγέλια καθώς και η γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε για την διδασκαλία και εξάπλωση του Χριστιανισμού στα πρώτα χρόνια μετά Χριστόν. Η Κοινή ήταν επίσης ανεπίσημα πρώτη ή δεύτερη γλώσσα στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και ενώ στη Δύση σταδιακά εκτοπίστηκε από τα μεσαιωνικά λατινικά (τη Λαϊκή Λατινική γλώσσα), στην Ανατολή παρέμεινε για αιώνες η καθομιλουμένη. Η Κοινή Ελληνιστική ξεπήδησε ως κοινή διάλεκτος μέσα στα στρατεύματα του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Υπό την ηγεσία των Μακεδόνων που κατέκτησαν τον γνωστό τότε κόσμο, η νεοσχηματισθείσα κοινή διάλεκτος ομιλούνταν τότε από την Αίγυπτο ώς τη λεκάνη της Ινδίας. Αν και τα επιμέρους στοιχεία της Κοινής διαμορφώθηκαν κατά την ύστερη Κλασική εποχή, στην μετά- Κλασική περίοδο μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου το 323 π.χ., όταν οι ασιατικοί πολιτισμοί υπό την επιρροή της Ελληνιστικής περιόδου άρχισαν με την σειρά τους να επηρεάζουν την γλώσσα. Για την προέλευση της Κοινής Ελληνικής οι μελετητές διαφωνούν. Οι μεν πιστεύουν ότι πράγματι προερχόταν από τον συγκερασμό των τεσσάρων βασικών διαλέκτων της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (ή εκ των τεσσάρων συνιστώσα), άλλοι ότι αποτελεί ουσιαστικά μια μετεξέλιξη της Ιωνικής ή της Αττικής διαλέκτου. Οι μεν[1] υποστηρίζουν ότι στην Ελληνιστική ήταν πολύ έντονα τα ιωνικά στοιχεία, όπως το σσ αντί του ττ και το σύμπεγλμα ρσ αντί του ρρ (θάλασσα αντί θάλαττα και ἀρσενικός αντί ἀρρενικός) ενώ οι δε[2] θεωρούν ότι παρά τα πολλά στοιχεία από την ιωνική και άλλες διαλέκτους, ο βασικός πυρήνας της Ελληνιστικής ήταν η Αττική διάλεκτος. Οι πρώτοι που μελέτησαν την Ελληνιστική Κοινή ήταν κλασσικιστές (δηλαδή λάτρεις της Αττικής διαλέκτου) και ήταν λογικό να μην αποδέχονται τις παρεκτροπές της Ελληνιστικής από το πρότυπό τους. Την απαξίωσαν ως "παρηκμασμένη μορφή" της λόγιας Αττικής γλώσσας και δεν της έδωσαν ιδιαίτερη σημασία όσο ήταν ακόμα καιρός και διασώζονταν περισσότερα στοιχεία της. Η μεγάλη σημασία της αναγνωρίστηκε μόλις κατά τον 19ο αιώνα και οι πηγές ήταν όσα πρωτότυπα σε επιγραφές και πάπυροι είχαν διασωθεί. Πηγή της επίσης υπήρξε η «Μετάφραση των Εβδομήκοντα», δηλαδή η σχεδόν κατά λέξη μετάφραση στα Ελληνικά της Παλαιάς Διαθήκης, καθώς και η Καινή Διαθήκη που συντάχθηκε περίπου 4 αιώνες αργότερα. Αυτά τα κείμενα στόχευαν λογικά στο να γίνουν κατανοητά από το πλατύ κοινό και κατά συνέπεια πρέπει να είχαν συνταχθεί στην καθομιλουμένη της εποχής τους. Η Ελληνιστική Κοινή παρουσίαζε ποικιλία κατά τόπους, αλλά και ανάλογα με τη χρήση της. Ένας τύπος Ελληνιστικής Κοινής είναι η γλώσσα της Βίβλου. Η Μετάφραση των Εβδομήκοντα της Παλαιάς Διαθήκης που έγινε γύρω στο 280 π.χ. από λόγιους Ιουδαίους οι οποίοι μιλούσαν τα Ελληνικά, δείχνει την Ελληνιστική Κοινή της εποχής και της περιοχής τους. Η μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης έχει πολλά στοιχεία της Ελληνιστικής της περιοχής και είναι επηρεασμένη από τα Αραμαϊκά και τα Εβραϊκά, οπότε δεν είναι βέβαιο ότι αντικατοπτρίζει την καθομιλουμένη Ελληνιστική Κοινή και λείπουν για παράδειγμα «μεν» και «δε» ενώ αφθονεί ο ρηματικός «ἐγένετο» (με τη σημερινή έννοια «έγινε»). Εντούτοις η μετάφραση αυτή εισήγαγε
στοιχεία στην Ελληνιστική Κοινή και ακόμα κι αν εξαρχής δεν ταυτιζόταν με την καθομιλουμένη, κατέληξε να επηρεάσει την τελευταία πολύ βαθιά. Τα κείμενα της Νέας ή Καινής Διαθήκης που συντάχθηκαν τα περισσότερα εξαρχής στα Ελληνικά, δίνουν στοιχεία για την Ελληνιστική Κοινή της δικής τους εποχής (1ος αιώνας μ.χ.) Η γλώσσα είναι αρκετά διαφορετική από της Παλαιάς Διαθήκης γιατί τα Ελληνικά της Καινής Διαθήκης είναι πιο καθαρά Ελληνιστικά - δεν αποτελούσαν έργο μετάφρασης αλλά συντάχθηκαν εξαρχής στην Ελληνική. Τα Ελληνικά των Πατέρων της Εκκλησίας αποτελούν ένα τρίτο τύπο της Ελληνιστικής Κοινής που είναι και πιο κοντά στην καθομιλουμένη της εποχής τους. Σε φωνολογικό επίπεδο καταργήθηκε η διάκριση μεταξύ μακρών και βραχέων φωνηέντων, τα οποία έγιναν πλέον ισόχρονα. Οι δίφθογγοι μονοφθογγίστηκαν και συχνά ιωτακίστηκαν (π.χ. οι δίφθογγοι οι, ει δεν προφέρονται πλέον οϊ, εϊ αλλά ι). Η δασεία έπαψε να προφέρεται και ο τονισμός των λέξεων από μουσικός μετατράπηκε σε δυναμικό, η τονισμένη δηλαδή συλλαβή δεν προφερόταν πια σε μουσικά υψηλότερο τόνο αλλά πιο δυνατά από τις υπόλοιπες συλλαβές. Σε μορφοσυντακτικό επίπεδο εμφανίστηκαν έντονες τάσεις για περιφραστική δήλωση έναντι της μονολεκτικής -που χαρακτήριζε τις διαλέκτους των κλασικών χρόνων- καθώς και για ένταξη σε γενικότερα δομικά σχήματα, όπως είναι για παράδειγμα η δημιουργία κοινών καταλήξεων. Σε λεκτικό επίπεδο παρατηρήθηκε η σημασιολογική διαφοροποίηση κάποιων λέξεων, ενώ υιοθετήθηκαν και αρκετές ξένες, κυρίως εβραϊκές και λατινικές. Των μαθητών: Ζησόπουλος Μιχάλης Καραούλη Δομνίκη Κλεισιούνης Άρης Κωνσταντινίδη Ανδριανή ΠΗΓΕΣ http://el.wikipedia.org/wiki/%ce%91%cf%81%cf%87%ce%b1%ce%af%ce%b1_%ce%b5%ce%bb %CE%BB%CE%B7%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%AE_%CE%B3%CE%BB%CF%8E%CF%83%CF%83% CE%B1 http://www.greek language.gr/greeklang/studies/history/thema_07/index.html Ραδιοφωνικός Σταθμός ΣΚΑΪ: 40 αιώνες ελληνική γλώσσα, εκπομπή της 7.9.2014: Πορτοσάλτε - Μπαμπινιώτης http://el.wikipedia.org/wiki/omiros http://omirikiereuna.blogspot.gr/p/blogpage_6469.html http://el.wikipedia.org/wiki/%ce%93%ce%b5%cf%89%ce%bc%ce%b5%cf%84%cf%81%ce%b9% CE%BA%CE%AE_%CE%B5%CF%80%CE%BF%CF%87%CE%AΕ http://www.greeklanguage.gr/greeklang/studies/history/thema_15/05.html
http://el.wikipedia.org/wiki/%ce%93%cf%81%ce%b1%ce%bc%ce%bc%ce%b9%ce%ba%ce%ae _%CE%92 Ιστορία της Εληνικής Γλώσσας, Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο, Αθήνα 1999