ΕΝΩΣΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΕΡΓΑΤΟΛΟΓΩΝ ΑΚΑ ΗΜΙΑΣ 60-5 Ος ΟΡΟΦΟΣ (ΕΝΤΟΣ ΤΟΥ ΣΑ) ΤΗΛ.- FAX: 210.3398136 e-mail: enelerg@dsa.gr Κύριοι σύµβουλοι, Η Ένωσή µας θέλει να σας ενηµερώσει για τη διάταξη του ν. 3301/2004 που αφορά κυρίως το θέµα 2 της Η του Σ. Σύµφωνα µε το άρθρο 20 του ν. 3301/04 «Στο άρθρο 1 του Ν. 3068/2002 (ΦΕΚ 274 Α ) προστίθεται τελευταίο εδάφιο ως εξής: «εν είναι δικαστικές αποφάσεις κατά την έννοια του παρόντος και δεν εκτελούνται οι εκτελεστοί τίτλοι που αναφέρονται στις περιπτώσεις των εδαφίων γ ζ της παρ. 2 του άρθρου 904 Κ.Πολ.. πλην των κηρυχθεισών εκτελεστών αλλοδαπών δικαστικών αποφάσεων». Όπως αντιλαµβάνεσθε η διάταξη καταλαµβάνει πολλές περιπτώσεις εξαναγκασµού του ηµοσίου ή των ΝΠ σε εκτέλεση, όπως προσωρινές διαταγές, προσωρινές διατάξεις, διαταγές πληρωµής κλπ. Το Σ της Ένωσής µας έχει αποφανθεί ότι η διάταξη είναι αντίθετη προς το Σύνταγµα και τις διατάξεις της ΕΣ Α. Αυτό έχει κριθεί και για αντίστοιχους νόµους από τον ΑΠ. Ειδικότερα, Α) ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΑΡΘΡΟΥ 20 Ν.3301/04 1.Το άρθρο 904 παρ. 2 Κ.Πολ.. αναφέρει ότι «2. Εκτελεστοί τίτλοι είναι α) οι τελεσίδικες αποφάσεις, καθώς και οι αποφάσεις κάθε ελληνικού δικαστηρίου που κηρύχθηκαν προσωρινά εκτελεστές, β) οι διαιτητικές αποφάσεις, γ) τα πρακτικά ελληνικών δικαστηρίων που περιέχουν συµβιβασµό ή προσδιορισµό δικαστικών εξόδων, δ) τα συµβολαιογραφικά έγγραφα, ε) οι διαταγές πληρωµής που εκδίδουν έλληνες δικαστές, "και απόδοσης της χρήσης µισθίου ακινήτου" (όπως προστέθηκε µε την παρ.13 άρθρ.6 Ν.2479/1997 ΦΕΚ Α 67/6-5-1997), στ) οι αλλοδαποί τίτλοι που κηρύχθηκαν εκτελεστοί, ζ) οι διαταγές και πράξεις που αναγνωρίζονται από το νόµο ως τίτλοι εκτελεστοί». Η αντισυνταγµατικότητα της διάταξης αυτής, µε την οποία απαγορεύεται η εκτέλεση κατά του ηµοσίου και των νπδδ, έχει κριθεί µε πολλές αποφάσεις της Ολοµέλειας του Αρείου Πάγου, αλλά και των κατωτέρων δικαστηρίων.
2 Ί ΙΑ ήταν και η διάταξη του άρθρου 8 του ν. 2097/1952 (περί ρυθµίσεως ειδικών τινών περιπτώσεων εφαρµογής του νόµου περί εισπράξεως δηµοσίων εσόδων και άλλων τινών διατάξεων ΦΕΚ Α /152) που ανέφερε ότι «Κατά του ηµοσίου δεν συγχωρείται εκτέλεσις δικαστικών αποφάσεων (Πολιτικών ή Ποινικών ικαστηρίων ή Συµβουλίου Επικρατείας ή Ελεγκτικού Συνεδρίου) επιδικαζουσών χρηµατικάς οφειλάς ή δικαστικήν δαπάνην εις βάρος αυτού και εν γένει παντός εκτελεστικού δικαιογράφου αναγνωριστικού τοιούτων οφειλών. Επί των ως άνω οφειλών του ηµοσίου δεν συγχωρείται επίδοσις επιταγής προς πληρωµήν τούτων, πάσα δε τοιαύτη γενοµένη και µη πληρωθείσα µέχρι της ισχύος του παρόντος ή τυχόν γενησοµένη ουδόλως υποχρεοί το ηµόσιον». Αυτή τη διάταξη επικαλέσθηκε νπδδ (ΟΤΑ) επί ανακοπής κατά διαταγής πληρω- µής προκειµένου να µην γίνει εκτέλεση. Η τακτική Ολοµέλεια του Αρείου Πάγου εξέδωσε την αριθµ. 21/2001( ΕΝ 2002, 185) ad hoc απόφασή της η οποία αναφέρει τα εξής: «Το Ειρηνοδικείο Πειραιώς µε την αναιρεσιβαλλόµενη τελεσίδικη απόφασή του 661/1999 έκανε δεκτή ανακοπή του αναιρεσίβλητου ήµου Πειραιώς και ακύρωσε διαταγή πληρωµής χρηµατικού ποσού κατά του εν λόγω ήµου και την κάτω από αυτήν επιταγή προς πληρωµή, µε την αιτιολογία ότι, κατά το άρθρο 8 του ΑΝ 2097/1952, το οποίο εφαρµόζεται και επί των ΟΤΑ σύµφωνα µε το άρθρο 3 του Ν 31/1968, δεν συγχωρείται κατά του ηµοσίου, ούτε εποµένως κατά των Ο.Τ.Α., εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων που επιδικάζουν χρηµατικές οφειλές και εν γένει κάθε εκτελεστού δικογράφου που αφορά τέτοιες οφειλές καθώς και η επίδοση επιταγής προς πληρωµή των οφειλών αυτών. Με την 67/2001 απόφαση του Ζ' Πολιτικού Τµήµατος του Αρείου Πάγου, που επελήφθη αιτήσεως αναιρέσεως της ηττηθείσας καθής η ανακοπή εταιρίας, παραπέµφθηκε στην πλήρη Ολοµέλεια, γιατί αφορά ζήτηµα εξαιρετικής σηµασίας, σύµφωνα µε το άρθρο 23 παρ. 2 περ. β' του Ν.1756/1988, όπως ισχύει ήδη, ο µοναδικός λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 559 αριθ.1 ΚΠολ, µε τον οποίο προβάλλεται ότι οι προαναφερθείσες διατάξεις, τις οποίες εφήρµοσε το Ειρηνοδικείο Πειραιώς δεν ι- σχύουν γιατί έχουν καταργηθεί µε το άρθρο 2 παρ.3 του, µε το Ν. 2462/1997, κυρωθέντος και υπερνοµοθετική ισχύ, κατά το άρθρο 28 παρ.1 του Συντάγµατος, έ- χοντος ιεθνούς Συµφώνου για τα Ατοµικά και Πολιτικά ικαιώµατα. Το ιεθνές Σύµφωνο για τα ατοµικά και πολιτικά δικαιώµατα, που, µαζί µε το προαιρετικό Πρωτόκολλό του, κυρώθηκε µε το Ν.2462/1997, επικυρώθηκε και άρχισε να ισχύει
3 για την Ελλάδα από 5.8.1997 (Ανακοίνωση Υπ. Εξωτ.Φ.0546/62/Α1/292/ Μ.2870/ 7.5.1997), έχει δε υπερνοµοθετική ισχύ κατά το άρθρο 28 παρ.1 του Συντάγµατος, στο άρθρο 2 παρ.3 αυτού ορίζει ότι: "Τα Συµβαλλόµενα Κράτη στο παρόν Σύµφωνο αναλαµβάνουν την υποχρέωση: α)να εγγυώνται ότι κάθε άτοµο, του οποίου τα δικαιώµατα και οι ελευθερίες, που αναγνωρίζονται στο παρόν Σύµφωνο, παραβιασθούν, θα έχει στη διάθεσή του µία πρόσφορη προσφυγή, ακόµη και αν η παραβίαση θα έχει διαπραχθεί από πρόσωπα που ενεργούν υπό την επίσηµη κρατική ι- διότητά τους, β)να εγγυώνται ότι η αρµόδια δικαστική, διοικητική, νοµοθετική... αρχή... θα αποφαίνεται πράγµατι σχετικά µε τα δικαιώµατα του προσφεύγοντος, και να προωθήσουν τη δυνατότητα δικαστικής προσφυγής, γ)να εγγυώνται την εκτέλεση, από τις αρµόδιες αρχές, κάθε απόφασης που θα έχει κάνει δεκτή τη σχετική προσφυγή". Εξάλλου, το άρθρο 14 παρ.1 εδ. α' του ίδιου Συµφώνου ορίζει ότι: "Κάθε πρόσωπο έχει το δικαίωµα η υπόθεσή του να δικαστεί από... δικαστήριο... το οποίο θα αποφασίσει... και για αµφισβητήσεις δικαιωµάτων και υποχρεώσεων αστικού χαρακτήρα". Προς τη διάταξη αυτή συµπορεύεται και το δικαίωµα πρόσβασης σε δικαστήριο, που καθιερώνεται µε το άρθρο 6 παρ.1 της Ευρωπαϊκής Σύµβασης ικαιωµάτων του Ανθρώπου (ΕΣ Α) η οποία κυρώθηκε µε το ν.δ.53/1974, καθώς και το άρθρο 20 παρ.1 του Συντάγµατος. Οι ως άνω διατάξεις δεν ιδρύουν µόνο διεθνή ευθύνη των συµβαλλοµένων κρατών, αλλά έχουν άµεση εφαρµογή και υπερνοµοθετική ισχύ, άρα θεµελιώνουν δικαιώµατα υπέρ των προσώπων που υπάγονται στο πεδίο εφαρµογής τους. Οι διατάξεις αυτές εγγυώνται όχι µόνο την ελεύθερη πρόσβαση σε δικαστήριο, αλλά και την πραγµατική ικανοποίηση του δικαιώµατος που επιδικάστηκε από το δικαστήριο, δηλαδή το δικαίωµα αναγκαστικής εκτέλεσης, χωρίς την οποία η προσφυγή στο δικαστήριο θα απέβαλλε την ουσιαστική αξία και χρησιµότητά της. Από τους ως άνω κανόνες δικαίου, που καθιερώνουν την αποτελεσµατική δικαστική προστασία έπεται ότι δεν εφαρµόζεται και θεωρείται ως καταργηθείσα η αναφερόµενη στην πρώτη σκέψη διάταξη του άρθρου 8 του Ν. 2095/1952, το οποίο εποµένως δεν ισχύει ούτε επί των Ο.Τ.Α. Εποµένως δεν είναι πλέον ανεπίτρεπτη η αναγκαστική εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων που επιδικάζουν χρηµατικές απαιτήσεις κατά του ηµοσίου, ούτε η επίδοση επιταγής προς πληρωµή τέτοιων απαιτήσεων. Η κατάργηση της ευεργετικής για το ηµόσιο και τους Ο.Τ.Α. διάταξης του άρθρου 8 του Ν. 2095/1952, επιβεβαιώθηκε και µε την πρόσφατη αναθεώρηση του Συντάγµατος, στο οποίο προστέθηκε η διάταξη του
4 άρθρου 94 παρ. 4 εδ. γ', που ορίζει ότι "οι δικαστικές αποφάσεις εκτελούνται αναγκαστικά και κατά του ηµοσίου, των Οργανισµών Τοπικής Αυτοδιοίκησης και των νοµικών προσώπων δηµοσίου δικαίου, όπως νόµος ορίζει". Το Ειρηνοδικείο Πειραιώς, µε το να κρίνει, ότι κατά των Ο.Τ.Α. δεν συγχωρείται αναγκαστική εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων που επιδικάζουν χρηµατικές οφειλές ούτε η επίδοση επιταγής προς πληρωµή των οφειλών αυτών και, συνακόλουθα, να κάνει δεκτή την ανακοπή του αναιρεσιβλήτου ήµου Πειραιώς, παραβίασε ευθέως την ως άνω διάταξη του άρθρου 2 παρ. 3 περ. γ' του Ν. 2462/1997 και τις συµπορευόµενες µε αυτήν ως άνω διατάξεις». Στην ίδια κρίση έχει καταλήξει η Ολοµέλεια του Αρείου Πάγου και µε την 40/1998 απόφασή του (Ελλ. ικ. 1999, 46, ΙΚΗ 1999, 230). Επίσης και η Εφ. ωδ. 31/2000 (Επιθ. Εµπ. ικ. 2000, 759), 11287/2000 Μ.ΠΡ Θεσ. (Αρµ. 2000, 1265) και λοιπές πολλές αποφάσεις. Ήδη η νοµολογία έχει πλέον κρίνει ότι τέτοιου είδους διατάξεις παραβιάζουν ευθέως τον αυξηµένης ισχύος ν. 2462/1997 (Κύρωση του ιεθνούς Συµφώνου για τα ατοµικά και πολιτικά δικαιώµατα, του Προαιρετικού Πρωτοκόλλου στο ιεθνές Σύµφωνο για τα ατοµικά και πολιτικά δικαιώµατα και του ευτέρου Προαιρετικού Πρωτοκόλλου στο ιεθνές Σύµφωνο για τα ατοµικά και πολιτικά δικαιώµατα σχετικού µε την κατάργηση της ποινής του θανάτου ΦΕΚ Α' 25/26.2.97). Η επίµαχη διάταξη του άρθρου 20 ν.3301/04 θέλει να επαναφέρει ένα καθεστώς που έχει ήδη καταργηθεί νοµοθετικά και, επιπλέον, κριθεί νοµολογιακά ως αντίθετο µε το Σύνταγµα και τις διατάξεις της ΕΣ Α. 2. Επίσης η διάταξη του άρθρου 20 ν.3301/04 είναι αντίθετη µε τον ανωτέρω αυξηµένης ισχύος νόµο, γιατί, κατά ρητή πρόβλεψη, αναφέρει ότι οι αλλοδαπές δικαστικές αποφάσεις (κάθε φύσεως) µπορούν να εκτελεστούν κατά του ηµοσίου και των νπδδ, ενώ οι Ελληνικές δικαστικές αποφάσεις δεν µπορούν να εκτελεστούν. Αυτή η διάκριση είναι σαφώς αντίθετη µε το Σύνταγµα, τη σύµβαση για τα ατοµικά και πολιτικά δικαιώµατα και το δεύτερο πρωτόκολλο γιατί καταργεί την ε- κτέλεση, από τις αρµόδιες αρχές, κάθε απόφασης που θα έχει κάνει δεκτή τη σχετική προσφυγή (άρθρο 2 παράγραφος 3 του ν.2462/1997). B) ΑΝΤΙΘΕΤΗ Η ΙΑΤΑΞΗ ΚΑΙ ΜΕ ΤΗΝ Ε.Σ..Α. Η διάταξη του άρθρου 20 ν. 3301/04 είναι αντίθετη και µε το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύµβασης, για την προστασία των δικαιωµάτων του Ανθρώπου και των Θεµελιωδών Ελευθεριών (Ε.Σ..Α.).
5 «Με το άρθρο αυτό, που κυρώθηκε (µαζί µε τη Σύµβαση) µε το ν.δ. 53/1974 και έχει, σύµφωνα µε το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγµατος, αυξηµένη έναντι των κοινών νόµων ισχύ, ορίζεται, ότι «παν φυσικόν ή νοµικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασµού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθεί της περιουσίας αυτού, ειµή δια λόγους δηµοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεποµένους υπό του νόµου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Αι προαναφερόµεναι διατάξεις δεν θίγουν το δικαίωµα παντός Κράτους όπως θέσει εν ισχύι νόµους ους ήθελε κρίνει αναγκαίους προς ρύθµισιν της χρήσεως αγαθών, συµφώνως προς το δηµόσιο συµφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίµων». Με τη διάταξη αυτή κατοχυρώνεται ο σεβασµός της περιουσίας του προσώπου, το οποίο µπορεί να τη στερηθεί µόνο για λόγους δηµόσιας ωφέλειας. Στην έννοια της περιουσίας περιλαµβάνονται όχι µόνο τα εµπράγµατα δικαιώµατα, αλλά και τα δικαιώµατα «περιουσιακής φύσεως» και τα κεκτηµένα «οικονοµικά συµφέροντα» και ειδικότερα απαιτήσεις, είτε αναγνωρισµένες µε δικαστική ή διαιτητική απόφαση, είτε απλώς γεννηµένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόµιµη προσδοκία, µε βάση το ισχύον, έως την προσφυγή στο δικαστήριο, δίκαιο, ότι µπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικά (βλ. Ολ. ΑΠ 40/1998 και την αναφερόµενη σ' αυτή πάγια νοµολογία του Ευρωπαϊκού ικαστηρίου ικαιωµάτων του Ανθρώπου). Η στέρηση των ενοχικών δικαιω- µάτων χωρεί µόνο για λόγους δηµόσιας ωφέλειας και προϋποθέτει την καταβολή αποζηµίωσης. Η διάταξη αυτή του Πρωτοκόλλου έχει, σύµφωνα µε τον κανόνα του άρθρου 28 παρ. 2 του Συντάγµατος, άµεση και υπερνοµοθετική ισχύ σε εθνικό δίκαιο, δεσµεύει δε τον κοινό νοµοθέτη, έτσι ώστε αυτός να δικαιούται να προβεί σε κατάργηση προστατευόµενου περιουσιακού δικαιώµατος µε διάταξη τυπικού νό- µου. Τέτοιες διατάξεις νόµων µε αναδροµική δύναµη, που προβαίνουν σε στέρηση περιουσίας χωρίς να συντρέχουν λόγοι δηµοσίου συµφέροντος και χωρίς προηγούµενη καταβολή αποζηµίωσης, είναι αντισυνταγµατικές (άρθρο 28 παρ.1 Συντάγµατος σε συνδυασµό µε άρθρο 1 ΠΠ Πρωτοκόλλου ΕΣ Α) (ΑΠ 33/2002 ΝοΒ 2003, 853)». Από το Σ του Συλλόγου µας ζητούµε να υπάρξει όχι µόνο ανακοίνωση ή γνωµάτευση, ενέργειες για µας απαραίτητες προκειµένου να αντιµετωπισθεί η κατάστασης, αλλά και αποτελεσµατική παρέµβαση στους αρµόδιους παράγοντες για την κατάργηση της διάταξης του νόµου. Σας προσκοµίζουµε και το τελευταίο άρθρο του καθηγητή κ. Μπέη στην τελευταία ΙΚΗ που χαρακτηρίζει την επίµαχη διάταξη ως νοµοθετικό πραξικόπηµα.
6 Το πρόβληµα αφορά πολλούς συναδέλφους µας που δεν µπορούν να εκτελέσουν κατά του ηµοσίου και των ΝΠ διαταγές πληρωµής, προσωρινές διαταγές κλπ. Με συναδελφικούς χαιρετισµούς. Ο Πρόεδρος Φώτης Κλαουδάτος Για το.σ. Ο Γεν. Γραµµατέας Γεώργιος Χαϊκάλης