Εισήγηση του Αχιλλέα Μίτιλη σε Επιµορφωτική Συνάντηση της Περιφερειακής ιεύθυνσης Αττικής στις 4/03/2009 ιαπολιτισµική Εκπαίδευση (Εννοιολογικές προσεγγίσεις. Μοντέλα ιαπολιτισµικής Εκπαίδευσης. Η κατάσταση στην Ελλάδα.) Α. Γενικά. Είναι γεγονός ότι η Ελλάδα έχει πάψει πλέον να χαρακτηρίζεται ως χώρα αποστολής µεταναστών και, τώρα πια, παρουσιάζεται ως χώρα υποδοχής ή/και διέλευσης µεταναστών. Ιδιαίτερα από τη δεκαετία του 90 και µετά, η χώρα µας εµφανίζει µια έντονη πολυπολιτισµικότητα, καθώς το µεταναστευτικό ρεύµα προς την Ελλάδα αυξήθηκε σηµαντικά. Η αρχή έγινε µε µετανάστες από χώρες του πρώην «ανατολικού µπλοκ» (τέως Σοβιετική Ένωση, Αλβανία, Βουλγαρία, Ρουµανία κλπ.) και συνεχίζεται στις µέρες µας µε µετανάστες από τη Νότια Νοτιοδυτική Ασία (Ινδία, Πακιστάν, Ιράκ, Αφγανιστάν, Τουρκία κλπ.). Η πολιτισµική ποικιλοµορφία αποτυπώνεται πια στην καθηµερινή µας πραγµατικότητα. Έτσι, σε όλους τους τοµείς της κοινωνικής επίδρασης και υποστήριξης, χρειάζεται ευαισθητοποίηση, ενηµέρωση και τεχνογνωσία λόγω της πολυµορφίας που την χαρακτηρίζει. Ο χώρος της εκπαίδευσης, τον οποίο υπηρετούµε, αντικατοπτρίζει αυτήν την ετερότητα και πολυµορφία, και µάλιστα για πρώτη φορά βρέθηκε αντιµέτωπος µε παρόµοια κατάσταση, στο µέγεθος και το εύρος που αυτή παρουσιάζεται από τις αρχές της δεκαετίας του 90 και µετά. Πιστεύουµε ότι οι εµπλεκόµενοι στην εκπαιδευτική διαδικασία, οφείλουν να γνωρίζουν και να ενσωµατώνουν στην καθηµερινή παιδαγωγική πράξη και µεθοδολογία, δεξιότητες και πρακτικές, που ευνοούν την ανάπτυξη της διαπολιτισµικής κατανόησης και επικοινωνίας. Όπως συνήθως συµβαίνει σε όλα τα κράτη του κόσµου, η ταχύτητα µε την οποία µεταβάλλονται και εξελίσσονται τα κοινωνικά φαινόµενα (όπως για παράδειγµα οι µετακινήσεις πληθυσµιακών οµάδων) είναι πολύ µεγαλύτερη από την ταχύτητα µε την οποία η κοινωνία και η οργανωµένη Πολιτεία αντιλαµβάνεται, δραστηριοποιείται και εντέλει θεσµοθετεί. Στη χώρα µας όµως είχαµε µια σχετικά γρήγορη αντίδραση και άρχισαν να λαµβάνονται µέτρα σχεδόν ταυτόχρονα µε την εµφάνιση του φαινοµένου. Γρήγορα άρχισαν να εφαρµόζονται αντισταθµιστικοί θεσµοί (Τάξεις Υποδοχής, Φροντιστηριακά Τµήµατα κλπ.) για την υποστήριξη των µαθητών µε διαφορετικό γλωσσικό και πολιτισµικό υπόβαθρο, ενώ άρχισε να γίνεται λόγος και για διαπολιτισµική εκπαίδευση. Όµως, η διαπολιτισµική 1
εκπαίδευση είναι µια µόνο προσέγγιση της πολυπολιτισµικότητας, η πιο απαιτητική ίσως, αλλά όχι η µοναδική. Θα ήταν ορθότερο λοιπόν, να µιλούσαµε για πολυπολιτισµική εκπαίδευση και όχι διαπολιτισµική. Β. Μοντέλα πολυπολιτισµικής εκπαίδευσης. Όπως προκύπτει από τη διερεύνηση της σχετικής βιβλιογραφίας που έχει αναπτυχθεί σε χώρες που αντιµετώπισαν την πολυπολιτισµικότητα, και τα προβλήµατα που δηµιουργούνται απ αυτήν, πολύ πριν την Ελλάδα, όπως για παράδειγµα οι Η.Π.Α., η Γαλλία και η Μ. Βρετανία, διακρίνονται πέντε κύριες προσεγγίσεις ή/και πολιτικές. Οι προσεγγίσεις αυτές είναι (βλ. περισσότερα στο: Μάρκου Γ., Προσεγγίσεις της πολυπολιτισµικότητας και η ιαπολιτισµική Εκπαίδευση Επιµόρφωση των εκπαιδευτικών, 1996: 1-32): 1. Η αφοµοιωτική πολιτική. Πρόκειται για την πρώτη και ίσως την πιο απλοϊκή προσέγγιση της πολυπολιτισµικότητας. Εκφράζει τη θέση πως οι µεταναστευτικοί πληθυσµοί πρέπει να απορροφηθούν από τον ντόπιο οµοιογενή πολιτισµό για να µπορούν να συµµετέχουν ισοδύναµα στην κοινωνία και να µη δηµιουργούν προβλήµατα. Όπως πολύ χαρακτηριστικά έχει αναφερθεί, πρόκειται για τη θεωρία του «melting pot» (χωνευτήρι), που αναλαµβάνει την αποστολή της εξοµοίωσης και εξίσωσης των µεταναστών µε τον γηγενή πληθυσµό. Σύµφωνα µε τον κοινωνιολόγο M. Gordon για την ολοκλήρωση της διαδικασίας της αφοµοίωσης πρέπει να υπάρχει πλήρης αποδοχή των πολιτισµικών προτύπων της χώρας υποδοχής, ευρεία συµµετοχή σε πρωτογενείς οµάδες της χώρας αυτής (λέσχες, οργανώσεις κλπ.), απουσία συγκρούσεων και στερεοτυπικών διακρίσεων και σηµαντικός αριθµός µικτών γάµων. Στην εκπαίδευση το µοντέλο αυτό αντιµετωπίζει τους µετανάστες µαθητές ως «πρόβληµα», καθώς δεν γνωρίζουν την επίσηµη γλώσσα του σχολείου και τον πολιτισµό της χώρας, δηµιουργώντας µάλιστα εµπόδια στην πρόοδο των άλλων µαθητών. Έτσι, αναπτύσσονται διάφορες στρατηγικές µε στόχο την υπέρβαση των εµποδίων. Οι στρατηγικές αυτές έχουν ως κύριο στόχο τη γρήγορη εκµάθηση της γλώσσας της χώρας υποδοχής, αλλά αδιαφορούν τελείως για το πολιτισµικό παρελθόν του µετανάστη, τον οποίο καταδικάζουν σε ρόλο κοµπάρσου. Το µοντέλο αυτό απαιτεί τα πάντα από το µετανάστη και µάλιστα χωρίς να του δίνει τη δυνατότητα να αποκαλύψει τις δικές του πραγµατικές ικανότητες. 2. Η πολιτική της ενσωµάτωσης. Οι αδυναµίες της αφοµοιωτικής πολιτικής και, κυρίως, η απαίτησή της για οριστική διαγραφή του πολιτισµικού παρελθόντος του µετανάστη, οδήγησαν σε µια νέα προσέγγιση της πολυπολιτισµικότητας, την προσέγγιση της ενσωµάτωσης. Το µοντέλο της ενσωµάτωσης αναγνωρίζει και σέβεται την πολιτισµική ταυτότητα και ετερότητα του µετανάστη, καθώς δέχεται ότι το 2
κάθε άτοµο µεταφέρει µαζί του στοιχεία από τον δικό του πολιτισµό, τα οποία στη χώρα υποδοχής θα αποτελέσουν µέρος της νέας εθνικής του ταυτότητας. Κατ αυτόν τον τρόπο γίνεται «ανεκτή» η πολιτισµική ιδιαιτερότητα του µετανάστη, στο βαθµό βέβαια που δεν εµποδίζει τη διαδικασία της ενσωµάτωσής του και δεν προκαλεί, τουλάχιστον φανερά, τις πολιτισµικές απόψεις και παραδοχές της κυρίαρχης κοινωνίας. Η ανεκτικότητα αυτή συνήθως αφορά θρησκευτικές πεποιθήσεις, ήθη και έθιµα, εορτές, παραδόσεις, ενδυµασία, µουσική κλπ. καταστάσεις δηλαδή που δε θεωρούνται θεµελιώδεις ή/και ουσιαστικές στη διαµόρφωση του κοινωνικού status της χώρας υποδοχής των µεταναστών. Στην εκπαίδευση, αν και παραµένει κυρίαρχος στόχος η προσαρµογή στα δεδοµένα της χώρας υποδοχής και η εκµάθηση της γλώσσας, πιστεύεται ότι η εκµάθηση της µητρικής γλώσσας και των ιστορικών και κοινωνικών στοιχείων της ιδιαίτερης πατρίδας του µετανάστη συµβάλλουν στην αναγνώριση της διαφορετικότητας και της ετερότητας. Τις περισσότερες φορές το κοµµάτι αυτό της εκπαίδευσης γίνεται σε συνεργασία µε τη χώρα αποστολής του µετανάστη. Κατ αυτόν τον τρόπο εξασφαλίζεται ένα καθεστώς ισονοµίας και ισότητας των εκπαιδευτικών ευκαιριών, ενώ παράλληλα δηµιουργούνται συνθήκες κοινωνικής ελευθερίας και ασφάλειας για τα παιδιά των µεταναστών. 3. Η πολυπολιτισµική προσέγγιση. Η διαπίστωση ότι στις σύγχρονες πολυπολιτισµικές κοινωνίες «το χωνευτήρι δεν χωνεύει» (the melting pot does not melt) κατέδειξε την ανεπάρκεια των δύο προηγούµενων µοντέλων να διαχειριστούν την, συνεχώς αυξανόµενη, πολυµορφία και πολιτισµική ετερότητα των σύγχρονων κοινωνιών. Στην εποχή µας οι περισσότερες κοινωνίες δεν είναι πολιτισµικά οµοιογενείς, αλλά αποτελούνται από διάφορες οµάδες µε πολιτικές και πολιτισµικές ετερότητες και ιδιαιτερότητες. Έτσι, παρουσιάζεται η ανάγκη για αναγνώριση, αρχικά, αυτών των οµάδων και, στη συνέχεια, για ενθάρρυνσή τους στη διατήρηση των πολιτισµικών και ιστορικών ιδιαιτεροτήτων τους. Όπως τονίζει η πολυπολιτισµική προσέγγιση, αυτή η πολυµορφία δεν αποτελεί απειλή για την κοινωνία, καθώς αυτό που ενώνει τις ετερόκλητες οµάδες είναι η πολιτική εξουσία του Κράτους. Έτσι διασφαλίζεται η ενότητα µέσα από τη διαφορετικότητα. Προτείνεται η διαµόρφωση ενός κοινωνικού πλαισίου, όπου µπορούν να συνυπάρχουν και να αναπτύσσονται όλες οι πολιτισµικές οµάδες. Στο χώρο του σχολείου εφαρµόζονται προγράµµατα που έχουν στόχο την καλλιέργεια του σεβασµού και της «ανοχής» των ατόµων µε διαφορετική εθνική, πολιτισµική και θρησκευτική προέλευση. Κατ αυτόν τον τρόπο, στο χώρο της εκπαίδευσης παρουσιάζεται µια µετατόπιση από την εθνοκεντρική προσέγγιση προς τον πολιτισµικό πλουραλισµό. Όπως θεωρούν οι υποστηρικτές της πολυπολιτισµικής εκπαίδευσης, το αφοµοιωτικό µοντέλο 3
είναι διχαστικό, γιατί δεν αναγνωρίζει τη γλωσσική και πολιτισµική πολλαπλότητα της κοινωνίας, ενώ αντίθετα, αυτοί πιστεύουν ότι η αναγνώριση της ετερότητας και η επαφή µε τον δικό του εθνικό πολιτισµό και την εθνική του παράδοση βοηθά το παιδί να ενισχύσει την αυτοαντίληψή του και να βελτιώσει τη σχολική του επίδοση. 4. Η αντιρατσιστική προσέγγιση. Το Αντιρατσιστικό Μοντέλο εµφανίστηκε ως αντίδραση στο πολυπολιτισµικό µοντέλο και επικεντρώνεται στους θεσµούς και τις δοµές της κοινωνίας όπου, µέσα από διάφορες νοµοθετικές ρυθµίσεις, εµφανίζεται ο θεσµικός ρατσισµός. Οι θεωρητικοί της αντιρατσιστικής προσέγγισης πιστεύουν ότι δεν αρκεί µόνο η αναγνώριση και η αποδοχή των πολιτισµικών ιδιαιτεροτήτων των διάφορων πληθυσµιακών οµάδων µιας κοινωνίας, όπως κάνει το πολυπολιτισµικό µοντέλο, ούτε η συµπάθεια προς τις διάφορες µειονότητες, όπως προσπαθεί να κάνει η ουµανιστική αντιµετώπισή τους. Άλλωστε, ιστορικά, ο ουµανισµός απέτυχε να νικήσει τον ρατσισµό. Ο ρατσισµός, για τον οποίο θα γίνει εκτενέστερη αναφορά παρακάτω, έχει διαποτίσει τις σύγχρονες, και όχι µόνο, κοινωνίες. Και αν για τον ατοµικό ρατσισµό θεωρείται υπεύθυνος ο καθένας για τον εαυτό του, υπάρχει ο θεσµικός ρατσισµός για τον οποίο είναι υπεύθυνη η κοινωνία και µάλιστα µε την οργανωµένη µορφή της ως Πολιτεία. Κύριος στόχος λοιπόν της αντιρατσιστικής προσέγγισης είναι η καταπολέµηση όλων των αναχρονιστικών ρατσιστικών νοµοθετικών, οικονοµικών και κοινωνικών ρυθµίσεων, που διέπουν τις οργανωµένες κοινωνίες και συνιστούν τον λεγόµενο θεσµικό ρατσισµό. Με την έννοια αυτή το αντιρατσιστικό µοντέλο παίρνει µια καθαρά πολιτική διάσταση και υπόσταση. Στο χώρο της εκπαίδευσης το αντιρατσιστικό µοντέλο, σύµφωνα µε τον Brant, θέτει ως βασικούς στόχους: - την ισότητα ευκαιριών και πρόσβασης στην εκπαίδευση όλων των παιδιών ανεξάρτητα από το γλωσσικό και πολιτισµικό υπόβαθρό τους - τη δίκαιη αντιµετώπιση από το κράτος µε τη διασφάλιση ίσων ευκαιριών σε όλα τα άτοµα στην εκπαίδευση, την υγεία και γενικά σε όλα τα αγαθά που προσφέρει η κοινωνία - την απαλλαγή ρατσιστικών προτύπων. 5. Η διαπολιτισµική προσέγγιση. Η ιαπολιτισµική Προσέγγιση αναφέρεται στις πολυπολιτισµικές κοινωνίες, οι οποίες και αποτελούν την πλειονότητα των σύγχρονων κοινωνιών, γεγονός µάλιστα που το χαρακτηρίζει εν δυνάµει προνόµιο. Σε αντίθεση µε την πολυπολιτισµική προσέγγιση, η οποία απλώς αναγνωρίζει και αποδέχεται την πολυπολιτισµική σύνθεση της κοινωνίας, περιγράφοντας απλώς µια σύγχρονη πραγµατικότητα, η διαπολιτισµική προσέγγιση δηλώνει µια διαλεκτική σχέση και µια διαδικασία αλληλεπίδρασης ανάµεσα στις 4
διαφορετικές κοινωνικές - πολιτισµικές οµάδες που συνθέτουν το µωσαϊκό µιας κοινωνίας. Το διαπολιτισµικό µοντέλο κινείται σε τέσσερις βασικές αρχές: - την κατανόηση - την αλληλεγγύη - το σεβασµό - την εξάλειψη στερεοτύπων και προκαταλήψεων Στον χώρο της εκπαίδευσης, στον οποίο κυρίως απευθύνεται το διαπολιτισµικό µοντέλο, η διαπολιτισµική εκπαίδευση ορίζεται ως αρχή, ως διαδικασία και ως κίνηµα µεταρρύθµισης της εκπαίδευσης και της κοινωνίας. Ο όρος διαπολιτισµική εκπαίδευση χρησιµοποιείται ως εργαλείο δράσης για την επίτευξη της ισότητας τόσο στην εκπαίδευση όσο και στην κοινωνία. Σύµφωνα µε την τελική Έκθεση του Συµβουλίου της Ευρώπης για την εκπαίδευση και την πολιτισµική ανάπτυξη των µεταναστών, ως βασικά χαρακτηριστικά της διαπολιτισµικής εκπαίδευσης αναφέρονται ότι: - αποτελεί βασική αρχή και στόχο που διέπει κάθε σχολική δραστηριότητα - πεδίο αναφοράς της είναι η άµεση εµπειρία των παιδιών στις χώρες υποδοχής - διευρύνει τους υφιστάµενους εκπαιδευτικούς στόχους του σχολείου - προκαλεί την αµοιβαία επίδραση των πολιτισµών των χωρών αποστολής (καταγωγής) και υποδοχής - δηµιουργεί προϋποθέσεις για αποδοχή της νέας πολιτισµικής πραγµατικότητας και της δυναµικής της στις χώρες υποδοχής - προξενεί επανεξέταση, αναθεώρηση και διεύρυνση των κοινωνικοκεντρικών και εθνοκεντρικών κριτηρίων του σχολείου - διευρύνει την οπτική µέσα από την οποία βλέπεται η εκπαίδευση, ο πολιτισµός, τα παιδιά και οι ενήλικες - αποτελεί µέσο για την αξιολόγηση των ευκαιριών στη ζωή και για την επίτευξη της µέγιστης δυνατής κοινωνικής και οικονοµικής ένταξης. Κλείνοντας την παρουσίαση των µοντέλων (προσεγγίσεων) της πολυπολιτισµικότητας θα πρέπει να τονιστεί ότι δεν υπάρχουν κοινά αποδεκτοί ορισµοί µε αποτέλεσµα να µη προσδιορίζεται µε σαφήνεια το εννοιολογικό περιεχόµενο της κάθε προσέγγισης. Γίνεται όµως φανερό ότι οι δύο πρώτες προσεγγίσεις προϋποθέτουν την πλήρη αποδοχή των πολιτισµικών προτύπων της χώρας υποδοχής και ίσως - ίσως και σηµαντικό αριθµό µικτών γάµων. Οι δύο επόµενες προσεγγίσεις ήρθαν για να διορθώσουν την αποτυχία των δύο πρώτων, αλλά και για να δώσουν ένα τέλος στην προκατάληψη και τα στερεότυπα µε παρεµβάσεις στην εκπαιδευτική πολιτική. Τέλος, η διαπολιτισµική εκπαίδευση νοείται σαν µια «δυναµική διαδικασία αλληλεπίδρασης και συνεργασίας ατόµων µε δια- 5
φορετικό πολιτισµικό υπόβαθρο για τη δηµιουργία κοινωνιών που θα χαρακτηρίζονται από ισονοµία, αλληλοκατανόηση και αλληλοαποδοχή». Μ αυτήν την έννοια απευθύνεται στο σύνολο των ατόµων µιας κοινωνίας και απαιτεί βαθύτερες αλλαγές, για να ανοίξει το σχολείο στη ζωή και να προσφέρει σε όλα τα παιδιά τη µόρφωση που επιθυµούν. Ο Π. Γεωργογιάννης στο βιβλίο του «Θέµατα ιαπολιτισµικής Εκπαίδευσης» (1997) περιληπτικά επεξεργάζεται τα µοντέλα και παρατηρεί «... το πρώτο µοντέλο, το αφοµοιωτικό, είναι στενά εθνοκεντρικό, γιατί απαιτεί από τον µετανάστη να ξεπεράσει ο ίδιος όλα τα προβλήµατα που θα αντιµετωπίσει στη χώρα υποδοχής και τον καταδικάζει σε ένα ρόλο παρατηρητή, χωρίς να του παρέχει την ευκαιρία να ανακαλύψει και να πραγµατώσει τις δικές του δυνατότητες. Τον υποχρεώνει να αγνοήσει εντελώς τον πολιτισµό του, να αποκοπεί από τις ρίζες του και δίνει ως µόνη δυνατότητα ικανοποιητικής βελτίωσης την απόλυτη προσαρµογή του στον πολιτισµό και τη γλώσσα, µη λαµβάνοντας καθόλου υπόψη την επίδραση που µπορούν να έχουν οι ιδέες, το ταλέντο και οι ελπίδες του µετανάστη στη νέα κοινωνία. Το µοντέλο ενσωµάτωσης απ την άλλη µεριά, αν και επιτρέπει την αποδοχή διαφοροποιήσεων των µεταναστευτικών οµάδων σε τρόπους ζωής...αφήνει στα ίδια τα παιδιά τη δυνατότητα να αλλάξουν και να προσαρµοστούν στα νέα δεδοµένα, χωρίς να παρεµβαίνει... Έτσι, τα παιδιά πρέπει να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις ενός σχολείου που αγνοεί τις δικές τους ανάγκες. Όταν κάποια πολιτισµικά στοιχεία εισάγονται στο σχολικό πρόγραµµα, δεν αξιολογούνται σύµφωνα µε τη αξία και τα πρότυπα αυτών, αλλά µε βάση τα πρότυπα του κυρίαρχου πολιτισµού. Το πολυπολιτισµικό µοντέλο... δηµιουργεί κινδύνους να καλλιεργηθούν προκαταλήψεις και στερεότυπα... δηµιουργεί κοινωνικό διχασµό, επειδή τονίζει την πολιτισµική αυτοσυνειδησία τέτοιων οµάδων και παρακωλύει την κοινωνική τους ενσωµάτωση. Το αντιρατσιστικό µοντέλο... θεωρεί την καταπολέµηση του ρατσισµού κατά κύριο λόγο πολιτική υπόθεση. Έτσι όµως υπάρχει το ενδεχόµενο πολιτικής εκµετάλλευσης της εκπαίδευσης. Σε αντίθεση µε τα παραπάνω µοντέλα, το διαπολιτισµικό µοντέλο είναι ένα ολοκληρωµένο µοντέλο εκπαίδευσης που λαµβάνει υπόψη του την αναγκαιότητα της αλληλεπίδρασης και αµοιβαίας συνεργασίας ανάµεσα σε άτοµα διαφόρων µεταναστευτικών οµάδων και έχει ως στόχο τη δηµιουργία ανοιχτών κοινωνιών που θα χαρακτηρίζονται από ισονοµία, αλληλοκατανόηση και αλληλοαποδοχή». Γ. Ξενοφοβία και ρατσισµός. Ο ρατσισµός αποτελεί µια έκφραση της ανθρώπινης συµπεριφοράς, που έχει απασχολήσει, ιδιαίτερα τους τελευταίους δύο αιώνες, τη διεθνή βιβλιο- 6
γραφία και διανόηση. Όµως στην Ελλάδα, και για λόγους που θα αναλυθούν στη συνέχεια, δεν έχει τύχει ανάλογης επιστηµονικής διερεύνησης. Παρατηρείται σχετική έλλειψη βιβλιογραφίας και, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, οι προσεγγίσεις και οι µελέτες του φαινοµένου έχουν γίνει µε τρόπο µονόπλευρο και αποσπασµατικό. Εξαιτίας αυτής της διαπίστωσης η παρούσα τοποθέτηση πρέπει να έχει, τουλάχιστον στην αρχή, εισαγωγικό χαρακτήρα. Η πρώτη αναφορά του όρου «ρατσισµός» σε γραπτό κείµενο έγινε από τον Γερµανοεβραίο συγγραφέα Magnus Hirschfeld στο οµώνυµο έργο του, που γράφηκε πρώτα στα γερµανικά το 1933-1934 και κυκλοφόρησε σε αγγλική µετάφραση το 1938 στο Λονδίνο. Βλ. M. Hirschfeld, Racism, London 1938 (Παπαδηµητρίου, 2000: 41). Όµως, το φαινόµενο είναι πολύ παλαιότερο και, θα τολµούσαµε να το χαρακτηρίσουµε, διαχρονικό. Ο Κ. Τσουκαλάς (1998: 18, στο Έξι κείµενα για το Ρατσισµό) αναφέρει χαρακτηριστικά: «Πάντα, από τα βάθη των αιώνων, οι άνθρωποι φοβούνταν και µισούσαν το άγνωστο και το ξένο. Και έτσι, δεν υπάρχει αµφιβολία ότι ο ρατσισµός µπορεί να θεωρηθεί σαν µια από πολλές εκφράσεις του προαιώνιου και διιστορικού αισθήµατος επιφύλαξης, απέχθειας και εχθρότητας που αναπτύσσεται στις κοινότητες των ανθρώπων, όταν έλθουν σε επαφή µε το έτερο, το ξένο». Είναι πάντως βέβαιο ότι, από πολύ παλιά, υπήρχε επίγνωση της ανοµοιο- µορφίας του ανθρώπινου γένους, η οποία οδήγησε στη διαίρεση των ανθρώπων σε φυλές, µε βάση τα φαινοτυπικά τους γνωρίσµατα. Όπως διαφαίνεται από ιστορικές και, κυρίως, µυθολογικές αναφορές, οι πολύ παλιοί πρόγονοί µας είχαν εντοπίσει τις διαφορές στα χαρακτηριστικά των ανθρώπων και τους είχαν κατατάξει σε φυλές, ανάλογα µε το χρώµα του δέρµατός τους. Η βιβλική αναφορά στους τρεις γιους του Νώε, τον Σηµ, τον Χαµ και τον Ιάφεθ, που αποτελούσαν τους γενάρχες των τριών γνωστών τότε φυλών, αλλά και οι παραπλήσιες αναφορές στη µυθολογία των άλλων λαών (για παράδειγµα ο µύθος του Ιαπετού των αρχαίων Ελλήνων) δεν αφήνουν περιθώρια για αµφιβολίες σχετικά µε αυτή τη διαπίστωση, της επίγνωσης δηλαδή της ετερότητας και της ανοµοιοµορφίας του ανθρώπινου γένους. Όµως, αυτή η επίγνωση της ανοµοιοµορφίας δε βοήθησε στην αποδοχή και τη συνεργασία των λαών, αλλά, αντίθετα, όρθωσε τα φράγµατα της απο- µόνωσης και της µισαλλοδοξίας, συντελώντας παράλληλα στη δηµιουργία στεγανών ανάµεσά τους, καθώς ο κάθε λαός υποστήριζε για λογαριασµό του την ιδιαιτερότητα και, τις περισσότερες φορές, την υπεροχή της δικής του φυλής. Σχεδόν πάντα σύµµαχος αυτής της αίσθησης υπεροχής ήταν η υποτί- µηση και η οµαδοποίηση, σε κατώτερες κατηγορίες, των άλλων λαών µε αποτέλεσµα την εµφάνιση φαινοµένων όπως η ξενοφοβία, ο ρατσισµός αλλά και η εκµετάλλευση και η παράλογη βία κατά των «άλλων». Το θέµα πήρε µεγάλες διαστάσεις µετά την ανακάλυψη της Αµερικής, του Νέου Κόσµου όπως την αποκαλούσαν οι Ισπανοί κατακτητές, όταν έθεσαν το ερώτηµα αν, και κατά πόσο, θα έπρεπε να θεωρούνται άνθρωποι, δηλαδή 7
απόγονοι του Αδάµ, οι ιθαγενείς που βρέθηκαν εκεί. Οι διαφορές τους µε τους άλλους ανθρώπους στην εµφάνιση, τη συµπεριφορά, τη µυϊκή δύναµη κλπ. έθεσαν σε αµφισβήτηση ακόµα και το κύρος της Παλαιάς ιαθήκης, ιδιαίτερα δε το βιβλίο της Γένεσης. Αν και ο Πάπας Παύλος ο Γ το 1537 αναγνώρισε, και µάλιστα µε ειδική Βούλα (Bulle Sublimis Deus), ότι οι Ινδιάνοι είναι «πραγµατικοί άνθρωποι», οι διαµάχες και οι αντιπαραθέσεις συνεχίστηκαν. Μάλιστα, ο επίσκοπος Juan Gines Sepulveda το 1551 στο Βαγιαδολίδ της Καστίλης, ενώπιον του βασιλιά της Ισπανίας Καρόλου του Ε, ισχυρίστηκε ότι οι ιθαγενείς είναι εκ φύσεως δούλοι και εποµένως οι ισπανικές αρχές έπρεπε να τους µεταχειριστούν ανάλογα. Την άποψη αυτή αντέκρουσε ο οµινικανός ιεραπόστολος Bartholomeo de Las Casas, ο οποίος επέµεινε στη φυσική ενότητα του ανθρώπινου γένους και στην αρχή της ισότητας των ανθρώπων, θεωρώντας τους Ινδιάνους, όπως και όλους τους άλλους λαούς, πλάσµατα του Θεού (Βλ. περισ. Παπαδηµητρίου Ζ., 2000: 93-96). Οι πρώτες θεωρίες «ράτσας» και φυλετικής προκατάληψης εµφανίστηκαν τον 18ο αιώνα και το παράδοξο είναι ότι συνέπεσαν µε τον αιώνα του ιαφωτισµού. Όµως η προέλευση των λέξεων «ράτσα» και «ρατσισµός» είναι πολύ παλαιότερη. Προέρχονται από το ισπανικό raza και το πορτογαλικό raca (γύρω στον 13ο αιώνα), που έχουν σαν ρίζα τους την αραβική λέξη ras που σηµαίνει «κεφάλι». Οι ρίζες λοιπόν του όρου θα πρέπει να αποδοθούν στους Άραβες, καθώς ο νοµαδικός τρόπος ζωής τους επιβάλλει στον καθένα τους να γνωρίζει την καταγωγή του και να την έχει µέσα στο «κεφάλι» του. Η παραδοσιακή αυτή γνώση της «καθαρής» φυλετικής καταγωγής του καθενός καθορίζει τη θέση, τα δικαιώµατα και τις υποχρεώσεις του µέσα στη φυλή, η οποία έχει τον δικό της αρχηγό («κεφάλι») και ξεχωρίζει από τις άλλες φυλές (που έχουν άλλο «κεφάλι»). Έτσι ο καθένας έχει µια συλλογική ταυτότητα, που αντιστοιχεί στο επίπεδο της ακόµα αδιαφοροποίητης ατοµικότητας (Λίποβατς, 1990: 233). Το φαινόµενο του ρατσισµού, κατά την ιστορική διαδροµή του δια µέσου των αιώνων, βρήκε συµµάχους και υποστηρικτές σε διάφορες εθνικές αντιλήψεις, πολιτικά συµφέροντα και ιστορικές συγκυρίες που το κατεύθυναν σε µια κλιµακούµενη νοοτροπία άρνησης ή/και υποβάθµισης της ετερότητας των άλλων λαών. Έτσι, για παράδειγµα, αναφέρονται οι «µιαροί» (µη Άριοι) στο ινδικό σύστηµα της κάστας, η αντίληψη των Εβραίων ότι αποτελούσαν τον «περιούσιο λαό του Θεού» και το «Πας µη Έλλην βάρβαρος» των αρχαίων Ελλήνων. Πρόκειται για ιδεολογικές κατασκευές που επιτρέπουν στους λαούς να φαντασιώνουν µια προνοµιούχο δική τους υπόσταση σε σύγκριση µε τους ξένους, τους υποδεέστερους λαούς, µε τρόπο ανάλογο του ναρκισσισµού, που εκδηλώνεται σε ατοµικές ψυχοπαθολογικές αποκλίσεις. (Τζαβάρας, 1998: 76, στο Έξι κείµενα για το Ρατσισµό). 8
Οι ιδεολογικές κατασκευές, για τις οποίες µιλήσαµε προηγουµένως, αναζήτησαν θεωρητικό και επιστηµονικό υπόβαθρο κυρίως στην ανθρωπολογία και τη βιολογία, αλλά ακόµα και στην οικονοµία, τη φιλοσοφία και την Παλαιά ιαθήκη. Έτσι το 1666, όταν η έννοια της φυλής ήταν άγνωστη ακόµα στον ευρωπαϊκό χώρο, ο Georgius Hornius, στην εργασία του «Η Κιβωτός του Νώε» (Arca Noae), προχώρησε στη διαίρεση των ανθρώπων σε τρεις οµάδες (φυλές), τους Ιαφεθίτες (λευκοί), τους Σηµίτες (κίτρινοι) και τους Χαµίτες (µαύροι). Ακολούθησαν αρκετές ταξινοµήσεις του ανθρώπινου γένους σε φυλές µε κριτήριο τα φαινοτυπικά τους γνωρίσµατα. Η σηµαντικότερη από αυτές ανήκει στον Σουηδό βιολόγο Carl von Linne, ο οποίος στο περίφηµο έργο του «Το σύστηµα της φύσης» (Systema naturae, 1735) διακρίνει τέσσερις φυλές ανθρώπων µε βάση το χρώµα του δέρµατός τους: τους Λευκούς, τους Ερυθρόδερµους, τους Κίτρινους και τους Μαύρους. Μάλιστα, προχώρησε σε καταγραφή των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της κάθε φυλής και αξιολόγησή τους, θεωρώντας ανώτερη τη λευκή φυλή και κατώτερη τη µαύρη. Σύµφωνα πάντα µε τον ίδιο µελετητή, ο Λευκός είναι µεγαλοφυής, εφευρετικός, εύθυµος και υπακούει στους νόµους, ο Ερυθρόδερµος είναι φιλάρεσκος, απότοµος, αγαπά την ελευθερία και κατευθύνεται από το έθιµο, ο Κίτρινος είναι άρπαγας, µελαγχολικός και παρασύρεται εύκολα από την κοινή γνώµη, ενώ ο Μαύρος είναι πανούργος, τεµπέλης, αδιάφορος, φλεγµατικός και υποκύπτει στην αυθαιρεσία αυτών που τον εξουσιάζουν. Ο Linne πίστευε ότι οι ανθρώπινες φυλές διαµορφώθηκαν από διάφορες περιβαλλοντικές επιρροές και ότι τα διάφορα είδη των ανθρώπων αποτελούν παραλλαγή µιας και µοναδικής φυλής. Υπάρχουν κι άλλες κατηγοριοποιήσεις των ανθρώπων µε διάφορα κριτήρια (π.χ. το σχήµα του κεφαλιού (κρανίου), το είδος του σκελετού ή ακόµα την αισθητική τους εµφάνιση), οι οποίες δε χρειάζεται να αναλυθούν περισσότερο. Αντίθετα, εκείνο που πρέπει να αναλυθεί είναι η εθνική, πολιτική και ιδεολογική αξιοποίηση αυτών των κατηγοριοποιήσεων, µέσα από διάφορες θεωρίες. Ο Λίποβατς (1991: 235) παρατηρεί ότι η παραγωγή µιας ρατσιστικής ιδεολογίας είναι έργο των διανοουµένων και των οργανώσεων, που µέσω ενός δόγµατος και µιας θεωρίας οργανώνουν τα συγκεχυµένα και λανθάνοντα άγχη των ανθρώπων. Στην παραγωγή µιας τέτοιας ιδεολογίας σηµαντικός είναι ο ρόλος ψυχικά και κοινωνικά ανασφαλών διανοούµενων που γίνονται έτσι ένα «ηχείο» της υστερίας των µαζών. Παρόµοια είναι και η θέση του Balibar ο οποίος σηµειώνει ότι δεν υπάρχει ρατσισµός χωρίς ρατσιστική θεωρία(ες), συµπληρώνοντας ότι θα ήταν εντελώς µάταιο να αναρωτηθούµε αν οι ρατσιστικές θεωρίες προέρχονται από τις ελίτ ή από τις µάζες, από τις κυρίαρχες ή τις κυριαρχούµενες τάξεις. Απεναντίας, είναι προφανές ότι ο εξορθολογισµός τους είναι έργο διανοούµενων, οι οποίοι 9
συγκροτούν πάντα «δηµοκρατικά» δόγµατα, άµεσα κατανοήσιµα και εκ των προτέρων προσαρµοσµένα στο κατώτερο υποτιθέµενο επίπεδο ευφυΐας των µαζών, τα οποία θεωρητικοποιούν το ρατσισµό. Αυτοί είναι και οι ιστορικά αποτελεσµατικοί ιδεολόγοι ρατσιστές (Balibar, 1991: 31-33). Αυτές οι, λίγο ως πολύ, ρατσιστικές ιδεολογίες προσέφεραν ένα ισχυρότατο επιχείρηµα στη διαµόρφωση της εθνικής ταυτότητας των σύγχρονων κρατών. Είναι γεγονός ότι η ιδέα του λαού, της πατρίδας και του έθνους αποτελούν θεµελιακές ιστορικές προϋποθέσεις για τη µόνιµη παγίωση των σύγχρονων δηµοκρατικών Πολιτειών. Το κύριο µέληµα των υπό κατασκευήν κρατών είναι η συµβολική και ιδεολογική κατασκευή της εθνικής τους ταυτότητας. Χαρακτηριστικό παράδειγµα αποτελεί η ιστορική ρήση του Massimo d Alessio: «Κατασκευάσαµε την Ιταλία. Αποµένει να κατασκευάσουµε τους Ιταλούς» (Τσουκαλάς, 1998: 22, στο Έξι κείµενα για το Ρατσισµό). Έτσι, εµφανίζεται (και είναι) ως άµεση προτεραιότητα για τη δηµιουργία και την επιβίωση ενός κράτους η κατασκευή µιας ενιαίας, φαντασιακής πολλές φορές, αντίληψης για τους πολίτες του, που πρέπει να έχουν κοινές αντιλήψεις, παραδόσεις και ιστορικές καταβολές και, το κυριότερο, να διαφέρουν από τους «άλλους», τους ξένους. Κατ αυτόν τον τρόπο, καλλιεργήθηκε σιγά - σιγά µια εχθρική και αντικοινωνική νοοτροπία απέναντι στους άλλους λαούς, όπως, για παράδειγµα, η υποτίµηση της µαύρης φυλής και ο αντισηµιτισµός. Η νοοτροπία αυτή έχει προκαλέσει, στο βαθµό που της αναλογεί, προσβλητικά για το ανθρώπινο γένος φαινόµενα και συµπεριφορές, όπως το δουλεµπόριο, το απαρτχάιντ και η ναζιστική παράνοια κατά των Εβραίων στη διάρκεια του Β παγκοσµίου πολέµου. Αν και η έννοια της λέξης ρατσισµός προσλαµβάνεται και κατανοείται σχετικά εύκολα απ όλους τους ανθρώπους, αποδείχθηκε ιδιαίτερα δύσκολη υπόθεση η διατύπωση ενός ορισµού, κοινής αποδοχής, του φαινοµένου. Η δυσκολία αυτή οφείλεται στις διαφορετικές µορφές του ρατσισµού, κατά την ιστορική του πορεία και εξέλιξη, αλλά και στην ποικιλία των τρόπων εκδήλωσης και εξωτερίκευσής του. Έτσι, ήδη από το 1973, ο H. J. Ehrlich συγκέντρωσε δεκαπέντε περίπου ορισµούς του ρατσισµού και είναι προφανές ότι αυτοί αυξάνονται όσο συνεχίζουν να αυξάνονται οι µελετητές του, αλλά και οι σύγχρονες µορφές του. Αυτή η διαπίστωση οδήγησε τον D. Milner (1981) στη σταχυολόγηση των στοιχείων εκείνων που κρίθηκαν απαραίτητα για την απόπειρα διατύπωσης ενός ορισµού της φυλετικής προκατάληψης µε βάση την προηγηθείσα φιλολογία πάνω στο αντικείµενο. Τα στοιχεία αυτά ήταν: 1. Προκατάληψη είναι «η στάση που προδιαθέτει ένα άτοµο να σκεφτεί ή να δράσει µε τρόπους ευνοϊκούς ή δυσµενείς έναντι µιας οµάδας ή έναντι των µεµονωµένων µελών της» (Secord και Backman, 1964). 10
2. «Βασίζεται σε µια λανθασµένη και άκαµπτη γενίκευση» (G. W. Allport, 1954). 3. Είναι µια «προκατειληµµένη κρίση» (McDonagh και Richards, 1953), η οποία διαµορφώνεται «πριν, αντί ή παρά τα αντικειµενικά στοιχεία» (Cooper και McGaugh, 1963). 4. Είναι «µια συναισθηµατική, άκαµπτη στάση» (Simpson και Yinger, 1965) «την οποία δεν αλλάζουν εύκολα οι αντίθετες πληροφορίες» (Krech, Crutchfield και Ballachkey, 1962). 5. Είναι κακή, επειδή ο προκατειληµµένος άνθρωπος θεωρείται ότι παρεκκλίνει από συγκεκριµένους ιδανικούς κανόνες, όπως είναι οι κανόνες της λογικής, της δικαιοσύνης και «της ανθρώπινης καρδιάς» (Harding κ.α., 1969). Ο ίδιος συγγραφέας τονίζει ότι στον ορισµό και την ανάλυση του φαινο- µένου πρέπει να συνεκτιµηθούν τρία στοιχεία, χαρακτηριστικά του τρισδιάστατου µοντέλου των στάσεων. Τα στοιχεία αυτά είναι: α) το συναισθη- µατικό (απέχθεια, αντιπάθεια ακόµα και µίσος), β) το γνωστικό (αντιλήψεις, στερεότυπα κλπ.) και γ) το βουλητικό (αρνητική προδιάθεση, µεροληψία κλπ.). Η σύνθεση αυτών των στοιχείων σε συνδυασµό µε κάποιους µεµονωµένους παράγοντες (ιστορικούς, κοινωνικούς κλπ.) οδηγεί στην εµφάνιση της φυλετικής προκατάληψης. Όσον αφορά τις µορφές εκδήλωσης της φυλετικής προκατάληψης, είναι γεγονός ότι, στη µακρόχρονη ιστορική της διαδροµή, αυτή εκφράστηκε µε ποικίλους τρόπους, τόσο ως προς το είδος της προκατάληψης, όσο και ως προς την ένταση εκδήλωσης των φαινοµένων και των στάσεων. Οι παλιότερες «εκδόσεις» της φυλετικής προκατάληψης, όπως ο ρατσισµός εκµετάλλευσης (π.χ. δουλεµπόριο) και ο ρατσισµός εξολόθρευσης (π.χ. γενοκτονίες, εξόντωση Εβραίων από τους ναζί κλπ.) έδωσαν τη θέση τους σε άλλες «ηπιότερες» µορφές, όπως για παράδειγµα ο λανθάνων ρατσισµός και η υποτίµηση ή/και η αποστροφή προς τους µετανάστες. Η εµφανής ανοµοιοµορφία της στάσης των ανθρώπων στο συγκεκριµένο θέµα οδήγησε τον G. W. Allport στο κλασικό έργο του The Nature of Prejudice (1954) να διατυπώσει µια «κλίµακα αρνητικής δράσης» της έντασης του φαινοµένου µε πέντε διαβαθµίσεις: 1. Προφορική επίθεση ενάντια στον «άλλο». 2. Αποφυγή του άλλου ή (αυτο)περιορισµός του (ειδική συνοικία Ghetto). 3. ιακρίσεις, όπως στέρηση των δικαιωµάτων του άλλου. 4. Άµεση σωµατική επίθεση (πογκρόµ, λιντσάρισµα). 5. Εξολόθρευση, γενοκτονία. Σύµφωνα µ αυτήν την κλίµακα, η πιο ασθενής διαβάθµιση αποτελεί προϋπόθεση για τη µετάβαση στην επόµενη, την πιο ισχυρή, αλλά πολλά άτοµα σταµατούν σε κάποιο σηµείο και δεν προχωρούν παραπέρα στις εντονότερες µορφές ρατσισµού. 11
Έτσι, για παράδειγµα, οι παλαιότερες απόψεις για πνευµατική κατωτερότητα και ύποπτη ηθική των µαύρων έχουν εγκαταλειφθεί στην πλειοψηφία τους και έχουν δώσει τη θέση τους σε άλλες πιο ήπιες µορφές αποδοκιµασίας και διαχωρισµού των µαύρων από τη λευκή πλειονότητα. Πιο κοντά στη σηµερινή κατάσταση είναι η θέση του E. Balibar (1988), ο οποίος αναφέρεται στην ύπαρξη ενός «νεορατσισµού», που στρέφεται κυρίως εναντίον των µεταναστών και των ξένων εργαζοµένων. Η θέση αυτή βρίσκει σύµφωνο και τον Λίποβατς (1990: 258-259), ο οποίος µε τη σειρά του παρατηρεί ότι οι «πολυεθνικές», λόγω της µετανάστευσης, κοινωνίες της υτικής Ευρώπης αντιµετωπίζουν προβλήµατα ρατσισµού κυρίως στις µερίδες εκείνες του πληθυσµού που χαρακτηρίζονται από ανεργία, υποαπασχόληση και οικονοµική ανασφάλεια. Η ξενόφοβη και ρατσιστική θεώρηση των µεταναστών εκδηλώνεται αρχικά µε την µαζική κατηγοριοποίησή τους σε µεγάλες οµάδες πληθυσµών, ανεξάρτητα από τις όποιες ιδιαιτερότητες τους, η οποία στη συνέχεια οδηγεί στην ανάπτυξη αρνητικών κοινωνικών στερεοτύπων. Έτσι, για παράδειγµα, στη Βόρεια Αµερική οι Κινέζοι, οι Γιαπωνέζοι, οι Βιετναµέζοι και οι Φιλιπινέζοι αποκαλούνται όλοι µαζί slants (σχιστοµάτηδες), οι Μεξικανοί και οι Πορτορικανοί Chicanos κλπ., επειδή οι ντόπιοι αδυνατούν να αναγνωρίσουν τη διαφορετική τους προέλευση αλλά και την ιδιαίτερη ιστορία και κουλτούρα τους. Το ίδιο συµβαίνει και στη Γαλλία µε τους Αλγερινούς, τους Τυνήσιους, τους Μαροκινούς και τους Τούρκους, οι οποίοι αποκαλούνται όλοι µαζί «Άραβες». Αυτή η ανάµειξη εκπροσώπων πολλών διαφορετικών λαών µε µοναδικό κριτήριο την κοινή γενολογική καταγωγή τους, πέραν του ότι συνιστά ήδη ένα ρατσιστικό στερεότυπο, ανοίγει το δρόµο σε υποτιµητικές και υβριστικές εκφράσεις όπως boungouls, ratons κλπ. Πρόσφατες έρευνες πάνω στη φυλετική προκατάληψη αποκάλυψαν τη δράση µιας λανθάνουσας ρατσιστικής στάσης η οποία παρατηρείται σε µεγάλο µέρος της πλειοψηφίας και η οποία, προφανώς λόγω της αρνητικής κοινωνικής φόρτισης που περιβάλλει τη ρατσιστική συµπεριφορά, δεν εκδηλώνεται ανοιχτά. Πρόκειται για τον «λανθάνοντα ρατσισµό» (Perez και Mugny, 1996: 170-174), µια µορφή συµβολικού ή µοντέρνου ρατσισµού, όπου το αξιακό σύστηµα του ατόµου δεν επιτρέπει την εκδήλωση τέτοιων αρνητικών στάσεων και συµπεριφορών µε αποτέλεσµα αυτές να απωθούνται από τη συνείδησή του και να µην εκδηλώνονται παρά µόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις ή έντεχνους πειραµατικούς χειρισµούς των ερευνητών του φαινοµένου. Συµπερασµατικά, όπως προκύπτει από τα παραπάνω, θα ήταν µαταιοπονία η απόπειρα διατύπωσης ενός ακόµα ορισµού του ρατσισµού, ειδικά στην εποχή µας που αυτός εµφανίζεται µε πολλά πρόσωπα. Είναι προτιµότερο για τον αναγνώστη να καταλήξει στη διαπίστωση ότι ο ρατσισµός (µε τις διά- 12
φορες µορφές του) εµφανίζεται σε όλες τις κοινωνίες και όλες τις περιόδους της ανθρωπότητας, είναι δε παρών σε όλες τις ιστορικές εξελίξεις. Το γεγονός αυτό οδήγησε τους Perez και Mugny να τον χαρακτηρίσουν σαν «µια απ αυτές τις δυνατά παγιωµένες στάσεις, τις εγγεγραµµένες στην αιωνιότητα» (Παπαστάµου Στ. και Μαντόγλου Αν., 1996: 169). Παραπλήσια είναι και η τοποθέτηση του Etienne Balibar (στο Race, nation, class. Les identites ambigues, Paris, 1988) όπου χαρακτηρίζει τον ρατσισµό σαν αληθινό «ολικό κοινωνικό φαινόµενο», το οποίο αρθρώνεται γύρω από τα στίγµατα της ετερότητας (όνοµα, χρώµα δέρµατος, θρησκευτικές πρακτικές) και εκδηλώνεται µε διάφορες µορφές βίας, περιφρόνησης, αδιαλλαξίας, ευτελισµού και εκµετάλλευσης. Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του ρατσισµού είναι η ποικιλία των µορφών και των προσώπων µε τα οποία αυτός εκδηλώνεται σε κάθε εποχή. Οι παλαιότερες και ιστορικά ξεπερασµένες µορφές ρατσισµού δίνουν τη θέση τους σε άλλες, πιο «µοντέρνες», εναρµονισµένες πλήρως στο πνεύµα της εποχής (zeitgeist). Βέβαια, σε αρκετές περιπτώσεις, οι παλαιότερες µορφές επιµένουν και έρχονται να µας υπενθυµίσουν την ενοχλητική, όσο και ανεπιθύµητη, παρουσία τους. Περνώντας στη σύγχρονη εποχή, αποτελεί πλέον κοινή διαπίστωση ότι ο ρατσισµός έπαψε να εκδηλώνεται ανοιχτά. Οι σύγχρονες κοινωνίες µοιάζουν να θεωρούν το ρατσισµό σαν µια αρρώστια που προξενεί ντροπή και που, αν δε µπορούν να θεραπεύσουν, πρέπει οπωσδήποτε να αποκρύψουν. Η εξέλιξη και η βελτίωση των τεχνικών έρευνας µας επιτρέπει να κάνουµε συγκρίσεις. Έτσι για παράδειγµα στις Ηνωµένες Πολιτείες, όπου υπάρχει πλούσια ερευνητική δραστηριότητα πάνω στο αντικείµενο αυτό, παρατηρούµε ότι το 1989 το 77% των ερωτηθέντων τοποθετήθηκε αρνητικά πάνω στο ερώτηµα της θέσπισης νόµων εναντίον των µεικτών γάµων µεταξύ λευκών και µαύρων, ενώ το 1972 το αντίστοιχο ποσοστό ήταν µόνο 61%. Στην Ισπανία, και σε µια, σχετικά, πρόσφατη έρευνα που έγινε σε 17.800 άτοµα (βλ. Perez και Mugny, 1996: 170-171), µόνο το 11% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι θα ψήφιζε υπέρ ενός κόµµατος ρατσιστικής ιδεολογίας, ενώ το 71% του δείγµατος ήταν σταθερά αντίθετο σε µια τέτοια ιδεολογία. Από τα παραπάνω παραδείγµατα εξάγεται το συµπέρασµα ότι η µεγάλη πλειοψηφία του πληθυσµού εκφράζει την αντιρατσιστική της στάση και µόνο µια µικρή µειοψηφία αποκαλύπτει ανοιχτά το ρατσιστικό της πρόσωπο, διαπίστωση µε την οποία, κατ αρχήν, θα συµφωνήσουµε. Πραγµατικά, οι απροκάλυπτοι ρατσιστές, αυτοί δηλαδή που εµφανίζουν µια έκδηλη και, πολλές φορές, επιθετική ρατσιστική στάση, ανήκουν στη µειοψηφία. Όµως η δράση τους, σε αντίθεση µε τη σιωπηλή πλειοψηφία, τους φέρνει συνεχώς στο προσκήνιο της επικαιρότητας. Έτσι τα κρούσµατα ρατσιστικής βίας προβληµατίζουν µε τη συχνότητά τους, µε θύµατα κυρίως µαύρους, ξένους εργάτες και άλλες µειονότητες. 13
Τι γίνεται όµως µε την άλλη διάσταση της ρατσιστικής δυναµικής, τη λανθάνουσα, που λόγω της φύσης της δυσχεραίνει το έργο τόσο της ανίχνευσης όσο και της αντιµετώπισής της; Παλιότερες έρευνες (Βλ. Jones και Sigal, 1971, Sigal και Page, 1970) έδειξαν ότι λευκοί φοιτητές εκφράζονταν µε περισσότερο αρνητικές και στερεότυπες απόψεις για τους µαύρους, όταν πίστευαν ότι ήταν συνδεδεµένοι µε έναν «ανιχνευτή ψεύδους», επιβεβαιώνοντας την άποψη ότι η αρνητική κοινωνική φόρτιση που συνοδεύει το ρατσισµό επιβάλει ένα είδος αυτόκλητης λογοκρισίας στον ερωτώµενο, για να µη βρεθεί αντιµέτωπος µε το πνεύµα της εποχής. Στη σύγχρονη Ευρώπη εξακολουθεί να συντηρείται (έστω και αισθητά εξασθενηµένο) το παραδοσιακό αντισηµιτικό ρεύµα, αλλά και µια εκδήλωση ρατσισµού προς τους τσιγγάνους, τους «νέγρους της Ευρώπης», όπως χαρακτηριστικά αποκαλούνται. Στην Ισπανία, για παράδειγµα, απαγορεύεται στα τσιγγανάκια να φοιτούν στα σχολεία των Payos (όπως ονοµάζονται στη γλώσσα των τσιγγάνων οι µη-τσιγγάνοι) και πολλές φορές παρατηρούνται εκρήξεις βίας και διώξεις εναντίον τους. Ακόµη δε περισσότερο, σε όλες τις χώρες της Ευρώπης, παρατηρείται µια ξενόφοβη στάση απέναντι στους πρόσφυγες και τους οικονοµικούς µετανάστες. Ειδικότερα για την ξενοφοβία και τον ρατσισµό κατά των µεταναστών, που αποτελεί την πλέον σύγχρονη εκδήλωσή του, έχουµε να παρατηρήσουµε ότι αρχικά εµφανίζεται στα χαµηλότερα κοινωνικο-οικονοµικά στρώµατα, γρήγορα όµως επεκτείνεται σε όλα τα στρώµατα του πληθυσµού για διαφορετικούς λόγους κάθε φορά. Από τη µια υπάρχει η έκδηλη ανησυχία των οικονοµικά ανασφαλών και των ανέργων ότι οι µετανάστες αποτελούν, αν όχι την αιτία της δυσάρεστης κατάστασής τους, τουλάχιστον απειλή για το µέλλον τους. Σε περιπτώσεις οικονοµικής κρίσης η µανία των εργατών και των ανέργων, εφ όσον δεν οργανώνεται σε πολιτική βάση, κατευθύνεται πρώτα απ όλα σε ανίσχυρες µειονότητες και αλλοδαπούς εργάτες, που αποτελούν τον εύκολο στόχο, επιτυγχάνοντας µάλιστα µια (αµφίβολη) αλληλεγγύη ανάµεσά τους (Vinnai Gerhard, 1985: 111-112). Από την άλλη πλευρά τα κοινωνικά στρώµατα που δεν απειλούνται οικονοµικά από την παρουσία των µεταναστών νιώθουν αυτή την απειλή σε πολιτιστικό επίπεδο, καθώς βλέπουν τους µετανάστες σαν άξεστους και απολίτιστους βαρβάρους, φορείς του κατώτερου (όπως εκείνοι τον αντιλαµβάνονται) πολιτισµού τους, οι οποίοι µειώνουν πολιτιστικά το επίπεδο της κοινωνίας τους. Τέλος, θα πρέπει να γίνει αναφορά στη ρατσιστική συµπεριφορά πολλών νεαρών ατόµων και οµάδων που παρατηρείται στη µοντέρνα κοινωνία, εξ αιτίας κυρίως της ανίας και της αποπνικτικής ασφάλειας που τους παρέχεται. Ακόµα, η ανακολουθία που χαρακτηρίζει το σηµερινό πρόσωπο της κοινωνίας, που από τη µια εµφανίζεται σαν δηµοκρατική, µε σεβασµό σε υψηλές αξίες και ιδανικά, και από την άλλη σαν ανταγωνιστική και καταναλωτική, που υποθάλπει την ανισότητα και την αντιπαλότητα, προκαλεί στους νέους 14
µια διάθεση ανοιχτής αντιπαράθεσης µαζί της. Πρώτος στόχος σ αυτήν την αντιπαράθεση είναι οι αρχές και οι αξίες των ενηλίκων (Αρχή της Ισότητας, της ικαιοσύνης κλπ.), τις οποίες εκλαµβάνουν σαν ψεύτικες, µε αποτέλεσµα αρκετοί απ αυτούς να εµφανίζουν ρατσιστική συµπεριφορά ενάντια στους ξένους (κυρίως), αλλά και σε οποιουσδήποτε άλλους αποτελούν πρόκληση για τις αρχές τους. Για τους περισσότερους είναι µια παροδική αποµίµηση των πρωτόγονων µορφών κοινωνίας, αλλά αν δεν αλλάξουν γρήγορα συµπεριφορά, τότε κινδυνεύουν να εξελιχθούν σε πραγµατικούς ρατσιστές. Ιδιαίτερα σηµαντικός σε αυτόν τον τοµέα θεωρείται ο ρόλος των Μ.Μ.Ε., τα οποία αποτελούν την κύρια πηγή ενηµέρωσης για τις περισσότερες κατηγορίες πληθυσµού, ιδιαίτερα δε για τους νέους, αλλά και για τους ίδιους τους µετανάστες. Ο ρατσισµός του τηλεοπτικού λόγου είναι εξαιρετικά αποτελεσµατικός στην εποχή µας, αν και δεν είναι εµπρόθετος. εν έχουµε δηλαδή να κάνουµε µε συνειδητοποιηµένους και αµετανόητους ρατσιστές δηµοσιογράφους, πλην ελαχίστων, ίσως, περιπτώσεων. Απλά, πολλές από τις στρατηγικές που χρησιµοποιούν εµπεριέχουν ρατσιστικές λογικές στα πλαίσια της τηλεοπτικής πρακτικής. Έτσι, ο ρατσισµός του τηλεοπτικού λόγου δεν είναι τόσο άµεσος, όσο έµµεσος (Πλειός Γ., 2004: 127). Όµως, παραµένει ισχυρός και δραστικός και, γι αυτό, πρέπει να προσεχθεί ιδιαίτερα. Τέλος, θα ήταν παράληψη, αν δε γινόταν µια αναφορά στις επιπτώσεις του ρατσισµού πάνω στα ίδια τα θύµατα της φυλετικής προκατάληψης (µαύροι, µειονότητες, µετανάστες κλπ.). Όπως εύκολα µπορεί να προβλέψει κανείς, η υποτίµηση (εξ αιτίας του ρατσισµού) της ταυτότητάς τους συνοδεύεται από την εµφάνιση ψυχολογικών προβληµάτων και χαµηλής αυτοεκτίµησης. Έρευνες που έγιναν στην Αµερική πάνω στα προβλήµατα των νέγρων, εξ αιτίας της φυλετικής προκατάληψης, έδειξαν ότι πολλοί απ αυτούς συµβιβάστηκαν µε την ιδέα της κατωτερότητάς τους, γιατί επηρεάστηκαν από την κυρίαρχη ιδεολογία των λευκών. Αυτή η δυσάρεστη παραδοχή τους δηµιουργεί ανησυχία και µειωµένη αυτοεκτίµηση, από την οποία δε µπορούν εύκολα να ξεφύγουν. Ήδη από το 1947 οι Clark και Clark, σε µια έρευνα για τη φυλετική στάση των παιδιών, βρέθηκαν µπροστά σε ένα απροσδόκητο φαινόµενο. Παρουσιάζοντας στα πειραµατικά τους υποκείµενα µια µαύρη και µια λευκή κούκλα και ρωτώντας τους «ποια από τις δύο κούκλες νοµίζεις ότι σου µοιάζει περισσότερο;», διαπίστωσαν ότι το ένα τρίτο περίπου των µαύρων παιδιών δήλωσε ότι τους έµοιαζε περισσότερο η λευκή κούκλα! Αυτή η ένδειξη απροθυµίας των µαύρων παιδιών να ταυτιστούν µε την κούκλα που αντιπροσώπευε την οµάδα τους προκάλεσε µεγάλη ανησυχία και αποτέλεσε αφορµή για αρκετές µεταγενέστερες έρευνες, µε παρόµοια όµως αποτελέσµατα. Είναι προφανές ότι τα µαύρα παιδιά δεν είχαν κάποιο πρόβληµα στις αντιληπτικές τους ικανότητες, αλλά δίστασαν να αποδεχθούν την αληθινή 15
τους ταυτότητα, εξ αιτίας της µειωτικής θεώρησης των µαύρων από τους λευκούς και της γενικότερης υποβάθµισης της φυλής τους. Σύµφωνα µε τη γενική αντίληψη, αλλά και µε τη θεωρία της κοινωνικής µάθησης µέσω της «µίµησης προτύπων» του A. Bandura, τα παιδιά θέλουν να µοιάσουν στους δυνατούς χαρακτήρες και όχι στους αδύνατους. Όµως οι µαύροι εµφανίζονται, τις περισσότερες φορές, σαν αδύναµοι και καταπιεσµένοι µε αποτέλεσµα τα παιδιά να αρνούνται την ταύτιση µε την οµάδα υπαγωγής τους και να αναζητούν διέξοδο από την αντίληψη της κατωτερότητάς τους µέσα από τη, µη ρεαλιστική, λύση της ταύτισης µε τους λευκούς. Αυτή η ενοχλητική διαπίστωση µας οδηγεί µοιραία σε ανησυχητικούς συνειρµούς σχετικά µε την αυτοεκτίµηση, την πνευµατική υγεία και την κοινωνικοποίηση των µαύρων παιδιών αλλά και των ενηλίκων, καθώς τόσο η ωρίµανση όσο και η ενηλικίωσή τους συντελείται κάτω από αυτές τις ανεπιθύµητες συνθήκες.. Η κατάσταση στην Ελλάδα Στην Ελλάδα η κατάσταση είναι πιο ήπια και δεν είναι λίγοι αυτοί που επαίρονται ότι δεν έχουµε πρόβληµα ρατσισµού. Βέβαια, όσοι ισχυρίζονται κάτι τέτοιο, απλώς δεν έχουν συνηθίσει να κάνουν αυτοκριτική (Σταθόπουλος Μ., 2001: 18). Πάντως, η έννοια του ξένου ήταν από την αρχαιότητα σεβαστή και αποδεκτή στην Ελλάδα. Μην ξεχνάµε ότι ο ίας, ο πατέρας των θεών, είχε και την επωνυµία Ξένιος Ζευς. Τον ξένο λοιπόν τον δεχόµαστε. εν τον ανεχόµαστε απλώς και, πολύ περισσότερο, δεν τον απορρίπτουµε. Αυτό αποτελεί κοµµάτι της πολιτισµικής µας ταυτότητας και είναι συνυφασµένο µε τις παραδόσεις και τον πολιτισµό µας. Επιβεβαιώνεται δε σε διάφορες ιστορικές περιόδους µε πιο πρόσφατη την οµαλή και απρόσκοπτη συνύπαρξη των Ελλήνων µε δύο παραδοσιακές µειονότητες, αυτές των Εβραίων και των Αρµενίων (βλ. περισ. Μίτιλης, Αχ., 1998: 103-110). Παραφωνία σε αυτή τη διαπίστωση, ίσως, να αποτελεί η συµβίωση µε τους τσιγγάνους, επειδή κατά καιρούς δηµιουργούνται εντάσεις, ιδίως στο χώρο της εκπαίδευσης, αλλά µε τοπικό χαρακτήρα. Σαν παράδειγµα, θα µπορούσαν να αναφερθούν, οι κινητοποιήσεις διαµαρτυρίας των κατοίκων στα Εξαµίλια Κορινθίας εξαιτίας της παρουσίας 23 τσιγγανόπουλων στο σχολείο τους (Κάτσικας, Χ. και Καββαδίας, Γ.Κ., 1996: 51), αλλά και άλλες. Πάντως, σε καµία περίπτωση, δεν είχαν την ένταση και την έκταση ανάλογων κινητοποιήσεων σε άλλες χώρες της Ευρώπης. Όµως, από το τελευταίο τέταρτο του 20 ου αιώνα και µετά, η Ελλάδα µετατράπηκε, από παραδοσιακή χώρα αποστολής µεταναστών (Η.Π.Α., Γερµανία, Αυστραλία κλπ.), και σε χώρα υποδοχής, για µετανάστες που προέρχονται, κυρίως, από χώρες του πρώην ανατολικού µπλοκ και της Μέσης Ανατολής. Αυτή η αυξανόµενη εισροή παλιννοστούντων και αλλοδαπών, εκτός του ότι βρήκε την Ελλάδα απροετοίµαστη σε πολλούς 16
τοµείς, άρχισε να προκαλεί ξενόφοβες αντιδράσεις και αρνητικά κοινωνικά στερεότυπα στον πληθυσµό, όπως για παράδειγµα, οι φόβοι για ανεργία και η ανησυχία για την ενδεχόµενη αύξηση της εγκληµατικότητας. Σε αυτό το σηµείο, σηµαντικός θεωρείται ο ρόλος των ελληνικών Μ.Μ.Ε., τα οποία, πολλές φορές, αποδίδουν µε µεγάλη ευκολία τα αγνώστου δράστη εγκλήµατα σε λαθροµετανάστες (κατά κανόνα Αλβανούς) ή σε τσιγγάνους. Ακόµη δε περισσότερο, µέσα από τους ρεπόρτερ ή τους προσκεκληµένους τους διατυπώνεται ευθέως η άποψη για τον παραβατικό και εγκληµατογενή τρόπο επιβίωσης και συµπεριφοράς των εν λόγω οµάδων (Πλειός Γ., 2004: 112). Αυτή η τακτική των ελληνικών Μ.Μ.Ε., ακόµη κι αν εφαρµόζεται χωρίς πρόθεση, συµβάλλει στην καλλιέργεια ξενόφοβου κλίµατος και συντελεί στην ανάπτυξη αρνητικών κοινωνικών στερεοτύπων. Το ελληνικό κράτος από την πλευρά του έχει θεσπίσει Νόµους για την είσοδο και παραµονή των αλλοδαπών στην Ελληνική Επικράτεια (π.χ. Ν. 2910/2001), αλλά και για τη διαπολιτισµική εκπαίδευση, τη φοίτηση αλλοδαπών µαθητών στα ελληνικά σχολεία και την εκµάθηση της ελληνικής, ως δεύτερης ξένης γλώσσας, µέσα από τις Τάξεις Υποδοχής, τα Φροντιστηριακά Τµήµατα και τα Τµήµατα Γλωσσικής Στήριξης του Κε..Α. (βλ. περισ. για το Νοµικό Πλαίσιο για την υποστήριξη µεταναστών και προσφύγων µαθητών στο: Μίτιλης Αχ. και Σκαλή., Οδηγός ιαπολιτισµικής Εκπαίδευσης, 2004: 45-70). Σύµφωνα µε τη δεύτερη Έκθεση της ECRI (Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά του Ρατσισµού και της Μισαλλοδοξίας) το 1999, η Ελλάδα διαθέτει το πιο ολιγάριθµο αντιρατσιστικό κίνηµα στην Ευρώπη (Πάγκαλος Π., 2001: 41). Αυτό κάτι σηµαίνει. Μπορεί όµως και να µη σηµαίνει τίποτα. Ανάλογα, αν κανείς το εκλαµβάνει σαν µια φοβική και αρνητική εκδήλωση της ελληνικής κοινωνίας στο θέµα του ρατσισµού, ή απλά σαν υποβάθµιση του προβλήµατος, όπου δεν χρειάζεται να ληφθούν ιδιαίτερα µέτρα από τις «υγιείς» κοινωνικές δυνάµεις. Πάντως, η Έκθεση της ECRI για την Ελλάδα αναδεικνύει σε κάθε παράγραφο και σε κάθε ενότητά της την ανάγκη κατανόησης του επικίνδυνου φαινοµένου του ρατσισµού, το οποίο, στην παρούσα φάση, συνοψίζεται στην καταπληκτική ρήση «δεν είµαι ρατσιστής, αλλά». Ε. Βιβλιογραφία Allport, G.W. (1954). The Nature of Prejudice. Cambridge, Maas.: Addison- Wesley. Balibar, E., Wallerstein, I. (1988). Race, nation, class. Les identites ambigues. Paris. Bandura, A. (1979). Sozial-kognitive Lerntheorie. Stuttgart: Klett-Cotta. Γεωργογιάννης, Π. (1997) Θέµατα ιαπολιτισµικής Εκπαίδευσης. Αθήνα: Gutenberg. 17
Κάτσικας Χ., Καββαδίας Γ.Κ. (1996). Η ελληνική εκπαίδευση στον ορίζοντα του 2000. Αθήνα: Gutenberg. Λίποβατς, Θ. (1990). Η ψυχοπαθολογία του πολιτικού. Αθήνα: Οδυσσέας. Λίποβατς, Θ. (1991). Ζητήµατα πολιτικής ψυχολογίας. Αθήνα: Οδυσσέας. Μάρκου, Γ. (1996). Προσεγγίσεις της πολυπολιτισµικότητας και η ιαπολιτισµική Εκπαίδευση Επιµόρφωση των εκπαιδευτικών. Αθήνα: Γενική Γραµµατεία Λαϊκής Επιµόρφωσης. Milner, D. (1981). Racial prejudice. Oxford: Basil Blackwell. Μίτιλης, Αχ. (1998). Οι µειονότητες µέσα στη σχολική τάξη. Μια σχέση αλληλεπίδρασης. Αθήνα: Οδυσσέας. Μίτιλης, Αχ., Σκαλή,. (2004). Οδηγός ιαπολιτισµικής Εκπαίδευσης. Αθήνα: Ελληνικό Συµβούλιο για τους Πρόσφυγες. Πάγκαλος, Π. (2001). Η δεύτερη Έκθεση της ECRI για την Ελλάδα. Μετανάστες, Ρατσισµός, Ξενοφοβία. (επιµ. Κτιστάκις, Γ.). Αθήνα: Σάκκουλας. Παπαδηµητρίου, Ζ. (2000). Ο ευρωπαϊκός ρατσισµός. Εισαγωγή στο φυλετικό µίσος. Αθήνα: Ελληνικά Γράµµατα. Παπαστάµου, Στ. (1989α). Εγχειρίδιο Κοινωνικής Ψυχολογίας. Αθήνα: Οδυσσέας. Παπαστάµου, Στ. (1990). ιοµαδικές σχέσεις. Αθήνα: Οδυσσέας. Perez, J.A., Mugny, G. (1996). Η Θεωρία της Επεξεργασίας της Σύγκρουσης. (επιµ. Παπαστάµου, Στ. & Μαντόγλου, Αν.). Αθήνα: Οδυσσέας. Σταθόπουλος Μ. (2001). Οικουµενικότητα των δικαιωµάτων του ανθρώπου και προστασία της διαφορετικότητας. Μετανάστες, Ρατσισµός, Ξενοφοβία. (επιµ. Κτιστάκις, Γ.). Αθήνα: Σάκκουλας. Πλειός, Γ. (2004). Ο ρατσισµός του τηλεοπτικού λόγου. Νέοι, βία και ρατσισµός. (επιµ. Πανούσης, Γ.). Αθήνα: Παπαζήσης. Τζαβάρας, Ν. (1998). Μία διαστροφική κατάχρηση των βιολογικών εννοιών. Έξι κείµενα για το Ρατσισµό. Αθήνα: Παρασκήνιο. Τσουκαλάς, Κ. (1998). Μπροστά στο ρατσισµό του σήµερα. Έξι κείµενα για το Ρατσισµό. Αθήνα: Παρασκήνιο. Vinnai, G. (1985). Η Κοινωνική Ψυχολογία της εργατικής τάξης. Αθήνα: Αναγνωστίδης. Φραγκουδάκη, Α. (1985). Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης. Αθήνα: Παπαζήσης. 18