ΠΡΟΣ 'Ολο το προσωπικό του Νοσοκομείου ΓΝΩΜΟΔΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ Σε απάντηση ερωτήματος που μου ετέθη από το ΣΥΛΛΟΓΟ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΣΤΟ ΤΖΑΝΕΙΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ αναφορικά με το ζήτημα της παραγραφής των αξιώσεων υπαλλήλων κατά του Δημοσίου σας αναφέρω τα κάτωθι: Με το άρθρο 44 παρ. 1 του ν.δ. 496/1976 «Περί Λογιστικού των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου» ορίζεται ότι «Παν χρέος προς το ν.π. παραγράφεται, εφ' όσον δεν ορίζεται άλλως υπό των διατάξεων του παρόντος, μετά πέντε έτη από της λήξεως του οικονομικού έτους εντός του οποίου εβεβαιώθη», ενώ με το άρθρο 48 του ίδιου ν.δ. ορίζεται ότι «1. Ο χρόνος παραγραφής των χρηματικών αξιώσεων κατά του ν.π.δ.δ. είναι πέντε ετών, εφ' όσον δεν ορίζεται άλλως υπό του παρόντος... 3. Ο χρόνος παραγραφής των 1 / 5
κατά του ν.π. αξιώσεων των υπαλλήλων τούτου των επί σχέσει δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου μετ' αυτού συνδεομένων, εκ καθυστερουμένων αποδοχών ή άλλων πάσης φύσεως απολαυών ή αποζημιώσεων εξ αδικαιολογήτου πλουτισμού είναι δύο ετών». Στη συνέχεια με το άρθρο 49 του ως άνω ν.δ. ορίζεται ότι «Η παραγραφή άρχεται από του τέλους του οικονομικού έτους καθ' ό εγεννήθη η αξίωσις και είναι δυνατή η δικαστική αυτής επιδίωξις» και με το άρθρο 51 αυτού ότι «Φυλαττομένης της ισχύος των ειδικών διατάξεων, η παραγραφή των χρηματικών αξιώσεων κατά του ν.π. διακόπτεται μόνον: α) Δια της υποβολής της υποθέσεως εις το αρμόδιον δικαστήριον ή εις διαιτητάς, οπότε η παραγραφή άρχεται εκ νέου από της τελευταίας διαδικαστικής πράξεως των διαδίκων, του δικαστηρίου ή των διαιτητών, β) Δια της υποβολής προς το ν.π. αιτήσεως περί πληρωμής της απαιτήσεως, οπότε η παραγραφή άρχεται εκ νέου από της χρονολογίας την οποία φέρει η έγγραφος απάντησις της αρμοδίας δια την αναγνώρισιν ή την πληρωμήν της απαιτήσεως Αρχής. Εν περιπτώσει μη απαντήσεως η παραγραφή άρχεται μετά πάροδον εξαμήνου από της χρονολογίας υποβολής της αιτήσεως...». Αντίστοιχες διατάξεις ορίστηκαν και με το ν. 2362/1995 «περί δημοσίου λογιστικού ελέγχου των δαπανών του Κράτους και άλλες διατάξεις». Συγκεκριμένα στο άρθρο 90 παρ. 3 προβλέφθηκε ότι «η απαίτηση οποιουδήποτε των επί σχέσει δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του Δημοσίου, πολιτικών ή στρατιωτικών, κατ' αυτού, που αφορά σε αποδοχές ή άλλες κάθε φύσεως απολαβές αυτών ή αποζημιώσεις, έστω και αν βασίζεται σε παρανομία των οργάνων του δημοσίου ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, παραγράφεται μετά διετία από της γενέσεως της». Την αυτή δε διάταξη επανέλαβε και το άρθρο 140 του ν. 4270/2014 ορίζοντας ότι «η απαίτηση οποιουδήποτε των με σχέση δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του Δημοσίου, πολιτικών ή στρατιωτικών, κατ' αυτού, που αφορά σε αποδοχές ή άλλες κάθε φύσεως απολαβές αυτών ή αποζημιώσεις, έστω και αν βασίζεται σε παρανομία των οργάνων του Δημοσίου ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις παραγράφεται μετά την παρέλευση διετίας από τη γένεσή της.» Τέλος στο άρθρο 93 του ν. 2362/1995 ορίστηκε ότι «Με την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων, η παραγραφή των χρηματικών απαιτήσεων κατά του δημοσίου διακόπτεται μόνον: α)...β) Με την υποβολή στην αρμόδια αρχή αιτήσεως για την πληρωμή της απαιτήσεως, οπότε η παραγραφή αρχίζει εκ νέου από τη χρονολογία που φέρει η έγγραφη απάντηση του διατάκτη ή της αρμοδίας για την πληρωμή της απαιτήσεως αρχής. Εάν η αρμόδια αρχή δεν απαντήσει, η παραγραφή αρχίζει μετά πάροδο έξι μηνών από τη χρονολογία υποβολής της αιτήσεως...». Αντίστοιχα και με το νέο άρθρο 143 του ν. 4270/2014 ορίστηκε ότι «Με την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων, η παραγραφή των χρηματικών απαιτήσεων κατά του Δημοσίου διακόπτεται μόνο: α. Με την υποβολή της υπόθεσης στο δικαστήριο ή σε διαιτητές, οπότε η παραγραφή αρχίζει εκ νέου από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων, του δικαστηρίου ή των διαιτητών. β. Με την υποβολή στην αρμόδια δημόσια αρχή αίτησης για την πληρωμή της απαίτησης, οπότε η παραγραφή αρχίζει εκ νέου από τη χρονολογία που φέρει η έγγραφη απάντηση του διατάκτη ή της αρμόδιας για την πληρωμή της απαίτησης αρχής. Αν η αρμόδια δημόσια αρχή δεν απαντήσει, η παραγραφή αρχίζει μετά πάροδο έξι (6) μηνών από τη χρονολογία υποβολής της αίτησης. Υποβολή δεύτερης αίτησης δεν διακόπτει εκ νέου την παραγραφή. γ. Με την υποβολή αίτησης προς το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους για την αναγνώριση της απαίτησης, οπότε η παραγραφή αρχίζει εκ νέου από τη χρονολογία θεώρησης ή έγκρισης του οικείου πρακτικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Αν δεν εκδοθεί πρακτικό, η παραγραφή αρχίζει μετά την πάροδο έξι (6) μηνών από τη χρονολογία υποβολής της 2 / 5
αίτησης. Υποβολή δεύτερης αίτησης δεν διακόπτει εκ νέου την παραγραφή. δ. Με την επίδοση επιταγής για εκτέλεση, όπου αυτή επιτρέπεται. ε. Με την έκδοση τίτλου πληρωμής. Η ολική ή μερική συμψηφιστική εξόφληση δεν διακόπτει την παραγραφή. στ. Με την αναγνώριση της απαίτησης από το Δημόσιο με πρακτικό του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, που έχει εγκριθεί από τον Υπουργό Οικονομικών. Αυτό ισχύει επί οποιασδήποτε απαίτησης κατά του Δημοσίου, συμπεριλαμβανομένης και της απαίτησης από αδικαιολόγητο πλουτισμό.» Υπό το πλέγμα των ως άνω διατάξεων δημιουργήθηκε διχογνωμία σε δύο επίπεδα. Το πρώτο αφορά το αν οι ως άνω διατάξεις, οι οποίες προβλέπουν βραχυπρόθεσμες παραγραφές υπέρ του Δημοσίου αντίκεινται στο Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ και ως εκ τούτου καθίστανται μη εφαρμοστέες ή αν είναι σύμφωνες με το σύνταγμα και τυγχάνουν εφαρμογής. Επί του ζητήματος αυτού η παλαιότερη νομολογία (υπ' αριθμ. 1/2005 απόφαση του Ειδικού Δικαστηρίου) έκρινε ότι οι ως άνω διατάξεις δημιουργούν προφανέστατη άνιση μεταχείριση των ιδιωτών διαδίκων έναντι του Δημοσίου και κατά το μέτρο που με αυτές διαφοροποιείται σε βάρος του ιδιώτη διαδίκου η προθεσμία συμπληρώσεως της παραγραφής μεταξύ του δημοσίου και των ιδιωτών διαδίκων, είναι ανίσχυρες ως αντικείμενες στην αρχή της ισότητας αλλά και της δικονομικής ισότητας των διαδίκων, όπως αυτή συνάγεται από το άρθρο 4 παρ. 1, 2 παρ. 1, 25 παρ. 1 του Συντάγματος, από τα άρθρα 6, 13 και 14 της ΕΣΔΑ (ν.δ. 53/1974) και τα άρθρα 2 παρ. 3 α, β, 14 και 26 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα (ν. 2462/1997), για την αποκατάσταση της οποίας η συμπλήρωση της παραγραφής δέον να θεωρηθεί ότι είναι πενταετής κατ' άρθρο 250, 937 ΑΚ». Αντίστοιχη κρίση είχε και η υπ' αριθμ. 3428/2006 απόφαση του ΣτΕ, η οποία έκρινε ότι «από τις προπαρατεθείσες διατάξεις προκύπτει ότι με αυτές θεσπίζεται εις βάρος των υπαλλήλων ν.π.δ.δ. ειδική βραχυπρόθεσμη διετής παραγραφή, με την οποία περιορίζεται το δικαίωμά τους να διεκδικήσουν αναδρομικά ποσά λόγω καθυστερουμένων αποδοχών ή άλλων απολαυών ή αποζημιώσεως εξ αδικαιολογήτου πλουτισμού. Ως εκ τούτου η ρύθμιση αυτή αντίκειται τόσο στο άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος, όσο και στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, δεδομένου ότι περιορίζει τα περιουσιακά δικαιώματα ειδικά των υπαλλήλων των ν.π.δ.δ. χωρίς αυτό να δικαιολογείται από λόγους δημοσίας ωφέλειας και συνεπώς δεν είναι εφαρμοστέα.» Ωστόσο η νομολογία αυτή μετεβλήθη με την υπ' αριθμ. 9/2009 απόφαση του ΑΕΔ, η οποία έκρινε ότι η προβλεπόμενη από την εν λόγω διάταξη του άρθρου 90 παρ. 3 του ν. 2362/1995, για τις προαναφερθείσες αξιώσεις των υπαλλήλων του Δημοσίου, ειδική βραχυπρόθεσμη (διετής) παραγραφή, ο χρόνος της οποίας είναι μικρότερος από τον χρόνο παραγραφής που ισχύει για τις παρόμοιες αξιώσεις των υπαλλήλων και εργατών των ιδιωτικών επιχειρήσεων, καθώς και 3 / 5
από τον οριζόμενο χρόνο παραγραφής των αξιώσεων από αδικοπραξία (πενταετία), έχει θεσπισθεί για λόγους γενικότερου δημοσίου συμφέροντος - η συνδρομή του οποίου δικαιολογεί την εισαγωγή εξαιρέσεων και διακρίσεων - και συγκεκριμένα, από την ανάγκη ταχείας εκκαθαρίσεως των σχετικών αξιώσεων και των αντίστοιχων υποχρεώσεων του Ελληνικού Δημοσίου, η οποία είναι απαραίτητη για την προστασία της περιουσίας και της οικονομικής καταστάσεως αυτού και, συνεπώς, η διάταξη αυτή του άρθρου 90 παρ. 3 του ν. 2362/1995 δεν αντίκειται στην κατά το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της ισότητας, ούτε αντίκειται στις διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (ΕΣΔΑ) και του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής αυτής Συμβάσεως, που κυρώθηκαν με το ν.δ. 53/1974 και έχουν υπερνομοθετική ισχύ (άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος), καθόσον οι διατάξεις αυτές δεν θίγουν το δικαίωμα κάθε Κράτους να θέτει νόμιμους περιορισμούς στην ικανοποίηση των αξιώσεων των πολιτών, όπως είναι η άσκηση των αξιώσεών τους εντός ορισμένου χρόνου, για την διασφάλιση του δημοσίου συμφέροντος. Το δεύτερο θέμα αφορά το αν η ως άνω παραγραφή οποιασδήποτε απαιτήσεως κατά του δημοσίου αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους, μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη της ή από το χρόνο γεννήσεώς της. Επί του ζητήματος αυτού έχει ήδη κριθεί με την υπ' αριθμ. 32/2008 απόφαση του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, ότι με τη διάταξη του άρθρου 90 παρ. 3 του ν. 2362/1995, ρυθμίζεται ειδικώς το θέμα του χρόνου της παραγραφής των αξιώσεων των επί σχέσει δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του Δημοσίου, πολιτικών ή στρατιωτικών, κατ αυτού, που αφορούν σε αποδοχές ή άλλες πάσης φύσεως απολαβές αυτών ή αποζημιώσεις, έστω και αν βασίζονται σε παρανομία των οργάνων του δημοσίου ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις και ορίζεται ως χρονικό σημείο ενάρξεως της παραγραφής αυτής η γένεση της κάθε αντίστοιχης αξιώσεως. Κατόπιν των ανωτέρω και βάσει της σήμερα ισχύουσας νομολογίας οι αξιώσεις κατά του δημοσίου παραγράφονται μετά την πάροδο της διετίας, αρξάμενης της παραγραφής από την ημέρα που γεννήθηκε η αξίωση. Ως εκ τούτου, με τα υπάρχοντα νομολογιακά δεδομένα, ακόμα κι αν ζητηθεί με την αγωγή αξίωση σε βάθος 5ετίας, πιθανότατα θα απορριφθεί το χρονικό διάστημα που βρίσκεται εκτός της διετίας. Ωστόσο το να ζητήσει κανείς μεγαλύτερο χρονικό διάστημα δεν επέχει κανέναν κίνδυνο, καθώς το πέραν της διετίας διάστημα απλώς θα απορριφθεί από το δικαστήριο (που επιλαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως του θέματος της παραγραφής στην περίπτωση αξιώσεως κατά του δημοσίου), ενώ σε κάθε περίπτωση κατά το χρόνο εκδίκασης μπορεί για το πέραν της διετίας διάστημα να παραιτηθεί και ο υπάλληλος. Η παραπάνω διετής παραγραφή μπορεί να διακοπεί με αίτηση 4 / 5
που θα υποβάλει ο υπάλληλος. Στην αίτηση αυτή το Δημόσιο πρέπει να απαντήσει, ενώ από της απαντήσεώς του τρέχει εκ νέου νέα διετής παραγραφή. Αν δεν απαντήσει η ως άνω νέα διετής παραγραφή τρέχει μετά την πάροδο 6 μηνών. Εντός αυτής της νέας διετίας ο υπάλληλος πρέπει σε κάθε περίπτωση να ασκήσει αγωγή αλλιώς η αξίωσή του θα παραγραφεί και δεν θα είναι δικαστικά επιδιώξιμη. Με εκτίμηση Χρυσάνθη Υφαντή ΤΟ Δ.Σ. 11/10/2018 Αφεντούλη & Ζαννή τ.κ. 18536 Πειραιάς τηλ. 210 4592244 fax. 210 4592668 www.somateiotzaneiou.gr email : somateiotzaneiou@g mail.com 5 / 5