Εξοικονόμηση ενέργειας και θέρμανση κτιρίων Μέρος 1 ο : Σύγκριση τοπικών και κεντρικών συστημάτων θέρμανσης "Μύρισε χειμώνας" και πολλοί επιλέγουν τις θερμάστρες υγραερίου για τη θέρμανση της κατοικίας τους (ή έστω κάποιων χώρων αυτής) ως έναν οικονομικό τρόπο θέρμανσης. Οι ειδικοί συμβουλεύουν: "Για να αποφύγετε την έκθεσή σας στους ρύπους, χρησιμοποιείτε τη θερμάστρα μόνο σε ΚΑΛΑ ΑΕΡΙΖΟΜΕΝΟΥΣ χώρους και μην σφραγίζετε τις χαραμάδες σε πόρτες και παράθυρα. Δεν πρέπει να χρησιμοποιείται σε υπνοδωμάτια και μπάνια, ιδιαίτερα κατά την ώρα του ύπνου." Έχετε όμως αναρωτηθεί τί ποσό θερμότητας χάνεται από τις χαραμάδες των κουφωμάτων? Περίπου το 10% των θερμικών απωλειών σε ένα κτίριο οφείλεται στον αθέλητο αερισμό. Δηλαδή για κάθε 100 ευρώ που δίνετε για τη θέρμανση του κτιρίου σας, τα 10 ευρώ "φεύγουν" από τις χαραμάδες! Πολλοί επιλέγουν την καύση ξύλου ή προϊόντων αυτού μέσα στο βιώσιμο χώρο της κατοικίας τους για τη θέρμανσή της. Μία επιλογή είναι η εστία ανοιχτού τύπου, δηλαδή το τζάκι (με βαθμό απόδοσης 10-20%) και άλλη επιλογή είναι η εστία κλειστού τύπου, δηλαδή το «ενεργειακό» τζάκι 1
(με βαθμό απόδοσης 50-80%) ή η αερόθερμη σόμπα pellet (με βαθμό απόδοσης 75-90%). Τα δύο τελευταία μπορούν υπό προϋποθέσεις (εάν υπάρχουν παραπάνω από μία έξοδοι θερμού αέρα) να θερμάνουν και άλλους χώρους της κατοικίας, ενώ το τζάκι θερμαίνει μόνο το χώρο στον οποίο βρίσκεται (και κρυώνει τους υπόλοιπους!). Για την καύση το τζάκι «τραβάει» αέρα από τον εσωτερικό χώρο του σπιτιού προς την εστία (εάν δεν υπάρχει εξωτερικός αεραγωγός), ο οποίος αέρας αναπληρώνεται με ίση ποσότητα εξωτερικού (κρύου) αέρα που εισέρχεται από τις χαραμάδες. Το φαινόμενο αυτό του ελκυσμού εσωτερικού αέρα προς το περιβάλλον μέσω της καμινάδας συνεχίζεται, σε κάποιο βαθμό, ακόμη και όταν το τζάκι είναι σβηστό ή το dumper είναι κλειστό (εφόσον δεν είναι αεροστεγανό). Η καύση του ξύλου βέβαια παράγει και βλαβερές ουσίες, όπως μονοξείδιο και διοξείδιο του άνθρακα και μονοξείδιο του αζώτου, αλλά και μικροσωματίδια PM10. Οι μετρήσεις τους προηγούμενους χειμώνες στην περιοχή της Αττικής έδειξαν τιμές έως και 189 μικρογραμμάρια PM 10ανά κυβικό μέτρο, το γνωστό πλέον φαινόμενο της αιθαλομίχλης, όταν το όριο επιφυλακής είναι 50 μικρογραμμάρια ανά κυβικό μέτρο. Ανησυχητική όμως είναι και η συγκέντρωση μικροσωματιδίων στον εσωτερικό χώρο του σπιτιού, όταν το τζάκι ανάβει πολλές ώρες. Αν μάλιστα οι συνθήκες καύσης είναι κακές, η συγκέντρωση μπορεί να φτάσει μέχρι και τα 400 μικρογραμμάρια ανά 2
κυβικό μέτρο (!), συνθήκες που επιδεινώνουν καρδιαγγειακές παθήσεις και αναπνευστικές νόσους ειδικά στις ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού. Αρκετοί πάλι επιλέγουν τη χρήση τοπικών ηλεκτρικών συσκευών για τη θέρμανση συγκεκριμένων -συνήθως - χώρων της κατοικίας τους, οι οποίες έχουν συντελεστή απόδοσης τη μονάδα (1). Κάποιες από αυτές τις συσκευές, όπως οι θερμοπομποί (Convectors ή κονβέκτορες) και τα αερόθερμα, χρησιμοποιούν ηλεκτρικές αντιστάσεις. Στην περίπτωση των θερμοπομπών η λειτουργία τους βασίζεται στη θέρμανση του ψυχρού αέρα που εισέρχεται στη συσκευή, θερμαίνεται από την αντίσταση και αποδίδεται θερμός πλέον στο χώρο μέσω φυσικής ροής. Ενώ στην περίπτωση των αερόθερμων η κίνηση του αέρα είναι βεβιασμένη λόγω του ανεμιστήρα που διαθέτουν. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι ο χώρος ζεσταίνεται πιο γρήγορα, αλλά ανασηκώνουν σωματίδια σκόνης και δεν είναι αθόρυβα. Άλλοι τύποι θερμαντικών σωμάτων που μετατρέπουν ηλεκτρική ενέργεια σε θερμική είναι τα καλοριφέρ λαδιού, οι σόμπες αλογόνου και τα πάνελ υπέρυθρης θέρμανσης. Οι σόμπες αλογόνου είναι κατάλληλες μόνο για μικρούς χώρους και θερμαίνουν τα αντικείμενα που βρίσκονται μπροστά από τις λάμπες αλογόνου και όχι το χώρο γενικότερα. Επίσης, τα πάνελ υπέρυθρης θέρμανσης ζεσταίνουν μέσω υπέρυθρης ακτινοβολίας τα 3
αντικείμενα και τα δομικά στοιχεία που βρίσκονται απέναντι από την επιφάνειά τους, αλλά όχι τον αέρα του χώρου. Ενώ στα καλοριφέρ λαδιού, το λάδι μεταφέρει τη θερμότητα από την εσωτερική αντίσταση στις μεταλλικές φέτες, οι οποίες ζεσταίνουν τόσο τον αέρα που διέρχεται ανάμεσά τους όσο και το χώρο μέσω ακτινοβολίας. Όλες οι παραπάνω συσκευές θερμαίνουν άμεσα αλλά δεν ενδείκνυται η χρήση τους για τη θέρμανση ολόκληρου του κτιρίου/κατοικίας καθώς αυξάνουν κατά πολύ την κατανάλωση του οικιακού ρεύματος, με κίνδυνο να τιμολογηθούν οι καταναλωθείσες κιλοβατώρες (KWh) στο αυξημένο κλιμάκιο χρέωσης. Κάποιοι προτιμούν τη λύση των κλιματιστικών, τα οποία έχουν διαφορετική αρχή λειτουργίας από τις προηγούμενες συσκευές. Τα κλιματιστικά αντλούν θερμότητα από το εξωτερικό περιβάλλον και την αποδίδουν στον εσωτερικό χώρο. Ειδικά τα τύπου inverter παράγουν θερμική ενέργεια ακόμα και 4 φορές παραπάνω (συντελεστής απόδοσης έως και 4) καταναλώνοντας το ίδιο ρεύμα με άλλες ηλεκτρικές συσκευές θέρμανσης, επιτυγχάνοντας σημαντικά χαμηλότερο κόστος λειτουργίας. Έχουν ωστόσο αυξημένο αρχικό κόστος αγοράς και τοποθέτησης, καθώς και μειωμένη απόδοση σε θερμοκρασία περιβάλλοντος κάτω του μηδέν. Τέλος, κάποιοι προσανατολίζονται σε αντικατάσταση ή τροποποίηση/βελτίωση του κεντρικού συστήματος θέρμανσής τους. Οι περισσότερες κατοικίες και πολυκατοικίες διαθέτουν λέβητα και καυστήρα πετρελαίου, για τη σωστή και οικονομική λειτουργία του οποίου απαιτείται ετήσια συντήρηση. Συχνότερη ακόμη συντήρηση χρειάζονται οι λέβητες βιομάζας, αλλά και σχετικά συχνή τροφοδοσία καυσίμου. Κάποια πρόσθετα μέτρα εξοικονόμησης είναι η τοποθέτηση θερμοστατικών κεφαλών στα σώματα (τα οποία πρέπει να είναι ελεύθερα από καλύμματα και έπιπλα), η σωστή θερμομόνωση του συστήματος διανομής του ζεστού νερού, η τοποθέτηση συστήματος αντιστάθμισης και η αλλαγή του κυκλοφορητή με έναν σύγχρονο (Inverter) για οικονομία στην κατανάλωση καυσίμου. Στις περιοχές που έχει επεκταθεί το δίκτυο φυσικού αερίου, αρκετοί επιλέγουν την αντικατάστασή του με καυστήρα φυσικού αερίου (είτε με κεντρικό για όλη την πολυκατοικία είτε με ατομικό λέβητα -με ενσωματωμένο καυστήρα - για μεμονωμένο διαμέρισμα). Στα πλεονεκτήματα αυτής της λύσης είναι ότι δεν απαιτείται δεξαμενή αποθήκευσης καυσίμου (όπως στο πετρέλαιο και τη βιομάζα), το αέριο είναι άμεσα διαθέσιμο, δεν χρειάζεται παραγγελία ή παραλαβή και πληρώνετε κάθε φορά την κατανάλωσή σας. 4
Παρόμοια πλεονεκτήματα έχουν και οι αντλίες θερμότητας, οι οποίες κερδίζουν συνεχώς έδαφος. Η αντλία θερμότητας απορροφά περίπου το 75% της απαιτούμενης ενέργειας για θέρμανση και ψύξη από το περιβάλλον, ενώ για το υπόλοιπο 25% χρησιμοποιεί ηλεκτρική ενέργεια. Πρακτικά λοιπόν, μία αντλία θερμότητας έχει βαθμό απόδοσης έως και 4 φορές μεγαλύτερο από αυτό των άλλων συστημάτων, επομένως είναι αρκετά οικονομική στη λειτουργία της. Επίσης, για όσα κτίρια διαθέτουν σώματα fan-coil, παρέχουν και ψύξη το καλοκαίρι. Ιδιαίτερα κατατοπιστική για το κόστος λειτουργίας του κάθε συστήματος είναι η μελέτη του ΕΜΠ (Νοέμβριος 2014) «Σύγκριση κόστους θέρμανσης από διάφορες τεχνολογίες». Ας μην ξεχνάμε όμως ότι η αντικατάσταση του συστήματος θέρμανσης έχει ένα αυξημένο αρχικό κόστος εγκατάστασης (με χρόνο απόσβεσης από 6 έως 12 έτη) και μεταβαλλόμενο κόστος λειτουργίας, καθώς οι τιμές του καυσίμου που χρησιμοποιούμε (πετρέλαιο, ρεύμα, βιομάζα, φυσικό αέριο κτλ) μεταβάλλονται και αυτές συνεχώς (συχνά από απρόβλεπτους παράγοντες). Αρκεί να συγκρίνει κανείς τους πίνακες κόστους θέρμανσης του ΕΜΠ για τα έτη 2013 και 2014 για να το διαπιστώσει! 5
Ποιά είναι η πιο συμφέρουσα λύση λοιπόν? (η συνέχεια στο 2 ο μέρος: «Η θερμική θωράκιση του κτιρίου προέχει.») 6