Άγγελος Μιχαλόπουλος Αήττητες ψυχές, λυπημένες ευτυχίες ΑΘΗΝΑ 2015
Copyright by Angelos Michalopoulos All rights reserved Άγγελος Μιχαλόπουλος, 2015. Απαγορεύεται η αναδημοσίευση και γενικά η αναπαραγωγή του συνόλου ή τμήματος του παρόντος έργου, με οποιοδήποτε μέσο και μορφή, καθώς και η μετάφραση, η διασκευή, η προσαρμογή, η μετατροπή ή η εν γένει εκμετάλλευση αυτού με οποιονδήποτε τρόπο και μέσο, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης της Βέρνης, χωρίς γραπτή άδεια του συγγραφέα. Απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας και της σελιδοποίησης, του εξωφύλλου και της εν γένει αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, για σκοπούς εκμετάλλευσης, σύμφωνα με το άρθρο 51 του Ν. 2121/1993. www.angelosm.com email: onelilo@angelosm.com Εκτύπωση - Βιβλιοδεσία: Nota All About Print, www.notadd.gr ISBN: 978-618-82378-0-3
ΧΑΡΑΚΤΗΡΕΣ ΑΦΗΓΗΤΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΑΡΚΟΣ ΡΟΒΕΡΤΟΣ
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Δυο αδελφικοί φίλοι, ο Γιάννης και ο Μάρκος, στη διάρκεια της πρώτης μέρας των διακοπών τους βρίσκονται σε μια παραλία στις δυο το πρωί προσπαθώντας να βρουν τρόπο να ξαλαφρώσουν από το επιπλέον βάρος που κουβάλησαν για λογαριασμό του ανθρώπου που ο καθένας τους διάλεξε να είναι κατά τη διάρκεια της μέρας που μόλις τέλειωσε. Και οι δύο έχουν φέρει το βάρος αυτό στο μαγαζί της αυτογνωσίας τους για να το εξαργυρώσουν, μήπως και καταφέρουν έτσι να μάθουν ποιο είναι το κέρδος που αποκόμισαν μεταμορφώνοντας για μερικές ώρες τον εαυτό τους ταυτόχρονα σε κάτι παραπάνω απ ό,τι η λογική τους θα ήθελε να είναι και σε κάτι λιγότερο απ ό,τι η ψυχή τους άντεχε να γίνει. Με διαφορετική τεχνική ο καθένας παλεύει πάλι μετά από καιρό να θυμηθεί πώς απελευθερώνεται κανείς από την υποχρέωση να δείχνει στους γύρω κάτι διαφορετικό απ αυτό που βλέπει όταν κοιτάζει τον εαυτό του στον καθρέφτη που του φέρνει η συνείδησή του και του στήνει απέναντι από τις ερωτήσεις εκείνες που εδώ και χρόνια φοβάται ο ίδιος να της κάνει. Έχουν φέρει μαζί τους μόνο ό,τι είναι πιο βαρύ από μια συνείδηση που δεν αντέχει να πολεμάει άλλο την αλήθεια της και ό,τι είναι πιο ελαφρύ από έναν εγωισμό που δεν χρειάζεται να νικήσει το επόμενο λεπτό του ιδιοκτήτη του για να νιώσει χρήσιμος. Εδώ και μερικά λεπτά της ώρας έχουν καταφέρει να τρέχουν πιο γρήγορα από το άλλοθι τους κι έτσι έχουν και οι δυο αφήσει αρκετά πίσω όποια γυαλάδα της ζωής τους επιμένει να τους ακολουθεί για να τους προστατεύσει από την πραγματική τους αξία. Μήπως έχει έρθει η ώρα που θα πρέπει να συστηθούν ξανά στις πολύχρωμες ανασφάλειές 7
τους, εκείνες που ζουν μες σ ένα από τα λίγα μαυρόασπρα όνειρα που δεν έχουν ακόμα προδώσει, τα όνειρα αυτά που είναι έτοιμα να χτίσουν από την αρχή ένα αύριο, χρησιμοποιώντας εκείνο το είδος του υλικού που θυμήθηκε πάλι πώς να ξεχνά πριν προσπαθήσει να μάθει παραπάνω; Ξέρετε, καμιά φορά ψάχνοντας να βρεις ποιος θα ήθελες να ήσουν, ανακαλύπτεις τελικά ποιος δεν έγινες. Μισοβυθισμένοι στη άμμο που είναι ακόμα ζεστή από τον ήλιο που δεν σταμάτησε να τη φορτίζει με την αισιοδοξία του όλη τη μέρα, μισοβυθισμένοι στην πλευρά εκείνη της αλήθειας τους που δεν ξέρει πώς να τους κάνει παρέα τις ώρες σαν και τώρα που είναι διατεθειμένοι να μιλήσουν ακόμα και στην ίδια τη σκιά τους για ν αποφύγουν να μιλήσουν στον εαυτό τους, συνειδητοποιούν, ψάχνοντας προσεχτικά κάθε λέξη που βγαίνει από το στόμα τους, ότι δυστυχώς δεν έχουν πάρει όλη την αυτοπεποίθηση μαζί τους. Την άφησαν πίσω στον άνθρωπο που έγιναν κατά τη διάρκεια της μέρας, για να μπορέσει ν αντιμετωπίσει, να λύσει τα προβλήματα που ο ίδιος δημιούργησε. Σύντομα θα τη χρειαστούν όμως, γιατί χωρίς να το συνειδητοποιήσουν, μόλις μπαίνουν σ εκείνες τις ώρες στη ζωή ενός ανθρώπου που όσο περισσότερο μιλάει για άλλους, τόσο καταλήγει να μιλάει παραπάνω για τον εαυτό του. Είναι οι ώρες που, παρατηρώντας με την άκρη της ψυχής του τα ελαττώματά του να έρχονται από μακριά, από διάφορα σημεία του παρελθόντος του στα οποία ο ίδιος δεν έχει πια πρόσβαση, βιάζεται να πείσει τις αναμνήσεις του εκείνες που προσποιούνται ότι δεν θυμούνται πια καλά, να του διηγηθούν τη δική του ιστορία, τα δικά του κατορθώματα. Ξέρει πολύ καλά ότι όταν τα ελαττώματά του καταφέρουν τελικά να τον φτάσουν, θα ξεκινήσουν αμέσως ν ανοίγουν μία μία τις σελίδες του βιογραφικού του χωρίς να κάνουν το παραμικρό για να τον προστατεύσουν από το κομμάτι του εγωισμού του που ο ίδιος τόσα χρόνια τώρα κάνει τα πάντα για να κρατήσει μακριά από την αλήθεια του. Τυλιγμένοι στα όμορφα αισθήματα που τους δίνει η οικειότητα που νιώθουν μεταξύ τους, κουβεντιάζουν χαλαρά, βλέποντας τις καρδιές τους να υπογράφουν στην κάτω 8
δεξιά μεριά όποιο χαρτί τούς φέρνει και βάζει μπροστά τους η αυριανή πραγματικότητα, ενώ μερικά μέτρα πιο πέρα χαζεύουν τις δύο μνήμες τους οι οποίες, χρησιμοποιώντας τα ολόχρυσα δεκανίκια της λογικής των αφεντικών τους, ψάχνουν ν ανακαλύψουν για λογαριασμό τους έναν καινούριο τρόπο για να ξαναδιασχίσουν μερικές από τις πιο έντονες, τις πιο χαρούμενες στιγμές που οι ίδιοι πέρασαν στη ζωή τους, χωρίς να τις κάνουν να αισθάνονται άσχημα γι αυτό που ήταν. Είναι οι στιγμές αυτές που ενώ σε προτρέπουν να περάσεις για δεύτερη φορά από μέσα τους, θα κάνουν τα πάντα για να μην σ αφήσουν ούτε αυτή τη φορά να τις καταλάβεις. Με όποια εργαλεία έχει στην εργαλειοθήκη του το πάθος του καθενός τους, προσπαθούν να βρουν τρόπο ν ανοίξουν το κλουβί μες στο οποίο έκλεισαν όλη μέρα την ψυχή τους για να μην τους ενοχλεί, λέγοντάς της διαρκώς το είδος αυτό της αλήθειας που όσο καλά ξέρει να χτίζει το πρωί, τόσο καλά ξέρει να γκρεμίζει το βράδυ. Τι κρίμα το είδος της αυταπάτης που χρησιμοποιούμε το πρωί για ν ανακουφίσουμε τον εγωισμό μας κρύβοντάς τον από την πραγματικότητα, να βρίσκει τόση ευχαρίστηση με το που πέσει το σκοτάδι να μας κάνει να πονάμε αφόρητα. Προσπαθούν να το κάνουν όσο πιο μαλακά μπορούν χωρίς να κινδυνέψουν οι ίδιοι να προσβάλλουν τη λογική τους, γιατί και οι δυο ξέρουν ότι μια αλήθεια που μετά από καιρό θέλει να μάθει πάλι πώς να λέει ψέματα, μπορεί να τους καταστρέψει. Οι καρδιές τους, βλέποντάς τους να τεμπελιάζουν, δίνουν αμέσως έναν πήδο, σηκώνονται όρθιες κι αρχίζουν, χωρίς να τους ρωτήσουν, ν αυτοσχεδιάζουν δείχνοντάς τους πώς ένα μισοφαγωμένο μέλλον μπορεί να φτιάξει από την αρχή ένα ολοκληρωμένο παρόν. Και οι δυο περιτριγυρισμένοι από στιγμές που δεν έχουν ορίσει οι ίδιες τι θέλουν να νιώσουν και περιμένουν απ αυτούς να τις γεμίσουν μ όσο παραπάνω ανθρωπιά, συναισθηματική εντιμότητα αντέχουν οι ίδιοι να έχουν, έχουν εδώ και μερικά λεπτά ανοίξει την πόρτα εκείνη από την οποία το μέλλον ενός ανθρώπου μπαίνει πρώτα στο παρελθόν του και μετά σ αυ- 9
τόν, και περιμένουν. Λέτε σήμερα να είναι η μέρα που θα αποφασίσουν τι θα χωρούν μέσα τους από εδώ κι εμπρός οι αγκαλιές τους; Λέτε σήμερα να είναι η μέρα που θα επιστρέψουν στην ίδια τη ζωή τους το κομμάτι του καλοκαιριού που οι ίδιοι έκλεψαν μέσ από τον προηγούμενο Αύγουστο, αυτό που δεν άφησε ποτέ τον εαυτό του να γίνει φθινόπωρο; Για να δούμε ΓΙΑΝΝΗΣ (Περπατώντας στην άμμο, πλησιάζει τον Μάρκο, ο οποίος είναι ξαπλωμένος σε μια ξαπλώστρα): Τι κάνεις εδώ; ΜΑΡΚΟΣ: Παρέα στη μελαγχολία μου. ΓΙΑΝΝΗΣ: Να κάτσω; ΜΑΡΚΟΣ (Χτυπώντας μαλακά το χέρι του στην άμμο, γνέφοντάς του να κάτσει): Έλα, έλα, μην νομίζεις ότι έτσι κι αλλιώς μπορώ να τα βγάλω πέρα με τον εαυτό μου όταν μένουμε οι δυο μας μόνοι. Συνήθως χάνω κι ας έχω την εντύπωση ότι δεν αγωνίζομαι καν. ΓΙΑΝΝΗΣ: Τι έγινε; Σε βλέπω αναστατωμένο. ΜΑΡΚΟΣ: Τι να γίνει τσακώθηκα πάλι με τη Γεωργία. ΓΙΑΝΝΗΣ : Γιατί; ΜΑΡΚΟΣ: Χρειάζεται να υπάρχει λόγος; Οι άνθρωποι τσακώνονται συνήθως επειδή δεν αντέχουν να ζουν τόσο ευτυ- 10
χισμένοι και για να περάσει η ώρα καταλήγουν να προκαλούν την ευτυχία τους σε μονομαχία για να τη σκοτώσουν! Μα το Θεό, υπάρχουν στιγμές που πιστεύω ότι κάθε άνθρωπος, ίσως και κάθε ζευγάρι, έχει μέσα του προδιαγραφές σαν τη μηχανή ενός αυτοκινήτου, πόσο ευτυχισμένος μπορεί να γίνει χωρίς να κινδυνέψει να του συμβεί κάτι, να κάνει ζημιά στον εαυτό του, να χαλάσει. ΓΙΑΝΝΗΣ: Τι λες δηλαδή, ότι μπορεί ένας άνθρωπος να μην αντέχει να είναι πιο ευτυχισμένος επειδή φοβάται ότι τελικά θα δυστυχήσει; ΜΑΡΚΟΣ: Δεν μπορώ ν απαντήσω αλλά ξέρω ότι προσπαθώντας τόσο καιρό με τη Γεωργία να ξεχάσουμε ότι ζούμε ανάμεσα στους ομόκεντρους άσπρους και κόκκινους κύκλους που έχουν φτιάξει στην επιφάνεια της ευτυχίας μας οι μεγάλοι μας φόβοι για να προπονούν τις δυνατότητές τους να μας φοβίζουν, καταφέραμε τελικά στο μεγάλο τελικό αγώνα που οργάνωσαν οι λογικές μας, να χάσουμε έχοντας την ψευδαίσθηση ότι και οι δυο κερδίσαμε. ΓΙΑΝΝΗΣ: Ωχ. ΜΑΡΚΟΣ: Και το χειρότερο είναι ότι και οι δυο κάναμε ότι αδιαφορούσαμε κάθε στιγμή που στη διάρκεια της μάχης καταλήγαμε να κόβουμε σε χιλιάδες κομμάτια την ευτυχία μας, μια ευτυχία την οποία για καιρό, με πολύ κόπο φτιάχναμε μαζί ένα φιλί, μια ζεστή αγκαλιά τη φορά. Τι να πω τώρα, τι να πω! Όταν ένα φιλί χρησιμοποιείται σαν απόδειξη είσπραξης παροχής υπηρεσιών, τότε (Σταματά να μιλάει κι αρχίζει να παίζει με την άμμο, χτενίζοντάς άσκοπα με το δεξί του χέρι πάνω κάτω την επιφάνειά της) Δεν ξέρω. Κάθε φορά που τσακώνομαι μαζί της, αισθάνομαι ότι η πειθαρχημένη από τα τόσο πολλά χρόνια χαμένων αγώνων δυσπιστία μου αρνείται να καταλάβει πότε έχασα την καλο- 11
σύνη, την οποία από την πρώτη φορά που τσακωθήκαμε, υποσχέθηκα ότι θα κάνω τα πάντα για ν αποκτήσω. Αισθάνομαι ότι κάθε χάραμα με αναγκάζει να παίρνω όρκο πως θα υπηρετήσω τα συναισθήματα που η δυσπιστία γεννά μέσα μου, ίσως ότι θα υπηρετήσω ένα κοινό μέλλον που δεν ξέρω ακόμα πώς ν αρπάξω ένα φιλί μέσ από την ψυχή μου για να ξεκινήσω να το χτίζω. Αισθάνομαι ότι στη διάρκεια κάθε τσακωμού μαζί της, έχοντας τα φώτα της λογικής μου εντελώς σβηστά, καταλήγω ν ανεβαίνω τη φιλάργυρη ανηφόρα που μου χάρισε η ίδια η λογική μου, την ανηφόρα αυτή που αντέχει να είναι ταυτόχρονα ολοσκότεινη κι εκτυφλωτικά λαμπερή. ΓΙΑΝΝΗΣ: Γιατί στη χάρισε; ΜΑΡΚΟΣ: Μου την έδωσε όταν ένιωσε για πρώτη φορά ότι ήμουν έτοιμος να ξεφύγω από τους ιδιωτικούς νόμους της βαρύτητας, τους οποίους είχε φτιάξει η λύπη μου για να κάνω δώρο τους ανθρώπους που σκοπεύω ν αγαπήσω. ΓΙΑΝΝΗΣ: Έτσι είναι. Κι εγώ κάθε φορά που τσακωνόμουν στη ζωή μου, ένιωθα τη λογική μου να φεύγει απ τις πρώτες λέξεις του τσακωμού και να πηγαίνει να φέρει ένα καλάθι αχρήστων, έτσι ώστε μαζί με τον άνθρωπο με τον οποίο τσακωνόμουν να πετάξουμε όσο πιο γρήγορα μπορούμε τις δυο αλήθειες μας μέσα του. ΜΑΡΚΟΣ: Όταν μαλώνεις με κάποιον που αγαπάς, μην προσπαθείς να κόψεις στα δυο κάτι που δεν έχεις καταφέρει ποτέ να ενώσεις. ΓΙΑΝΝΗΣ: Εγώ θα έλεγα μην προσπαθείς ν αφαιρέσεις από κάποιον κάτι που δεν θα ήσουν ποτέ ικανός να του προσφέρεις. 12
ΜΑΡΚΟΣ (Παύση): Άσε φίλε μου, η καρδιά μου σήμερα δεν είναι έτοιμη να μου δώσει το χέρι της για να συστηθούμε από την αρχή, το δάκρυ μου σήμερα δεν είναι έτοιμο να μοιραστεί τη δυστυχία μου με κανέναν άλλο εκτός από εμένα. ΓΙΑΝΝΗΣ: Πες μου όμως, τι άνθρωπος είναι η Γεωργία, γιατί ποτέ μου δεν κατάλαβα. ΜΑΡΚΟΣ: Μια καλή της φίλη μού είχε κάποτε πει γι αυτήν: «Είναι καλό κορίτσι, αγαπάει την οικογένειά της, αγαπάει αυτά που το χώμα στο οποίο γεννήθηκε της είπε ν αγαπάει, είναι καλό κορίτσι, αγαπάει ό,τι της έχουν πει πως δεν πρέπει ποτέ να προσπαθήσει να καταλάβει, είναι καλό κορίτσι, αγαπάει τη σιγουριά ενός κιλού παγωτού από την αβεβαιότητα μιας ακόμα ώρας γυμναστικής, είναι καλό κορίτσι, αγαπάει όλους τους ανθρώπους γύρω της, αγαπάει και το αγόρι μου. Κατάλαβες;» ΓΙΑΝΝΗΣ: Μην μου λες τέτοια. ΜΑΡΚΟΣ: Σ τα λέω, σ τα λέω ΓΙΑΝΝΗΣ: Υπάρχουν άραγε σκοτάδια που να μη θέλουν να γεμίσουν τη ζωή μας με περισσότερο μαύρο απ όσο η ίδια χρειάζεται; ΜΑΡΚΟΣ: Ναι, αν υπάρχει λευκό που να μην απαιτεί να κάνει τον κόσμο να φαίνεται πιο καθαρός απ ό,τι ο ίδιος αντέχει να είναι. ΓΙΑΝΝΗΣ: Άραγε αντέχουμε να γίνουμε πιο έξυπνοι από την πραγματικότητά μας; 13
ΜΑΡΚΟΣ: Ναι, αν καταφέρουμε να γίνουμε πιο βλάκες από τα ψέματα που οι ίδιοι της λέμε. ΓΙΑΝΝΗΣ: Γιατί να λέμε ψέματα στην πραγματικότητά μας; ΜΑΡΚΟΣ: Για να την πείσουμε να φύγει από κοντά μας και να μας αφήσει να φτιάξουμε την επόμενη ώρα της ζωής μας όπως εμείς θέλουμε. ΓΙΑΝΝΗΣ: Μάλλον έχεις δίκιο Ο άνθρωπος που είναι ερωτευμένος με τον εαυτό του, έχει πάψει να παίρνει ευχαρίστηση απλώς λέγοντας ιστορίες για το παρελθόν του κι έχει αρχίσει να διηγείται ιστορίες από το μέλλον του. ΜΑΡΚΟΣ: Εννοείς για πράγματα που δεν έχει ακόμα κάνει; ΓΙΑΝΝΗΣ: Ακριβώς. ΜΑΡΚΟΣ: Σε παρακαλώ, μην προσκαλείς όποιο σύννεφο τ ουρανού δεν έχει αυτή τη στιγμή τι να κάνει, να έρθει από πάνω μου, μην ΓΙΑΝΝΗΣ: Έχεις δίκιο, έχεις δίκιο Πες μου κάτι όμως, τι σε κάνει να πιστεύεις ότι δικαιούσαι να ζεις σ έναν κόσμο που ένα συν ένα κάνουν δύο; Έχεις άραγε αναλογιστεί τι θα έκανες αν αυτό έπαυε να ισχύει; Πόσες φορές σου έχει συμβεί να γίνεται κάτι που αρνείται να υποκύψει στους νόμους της λογικής σου, τους νόμους που από μικρό σου έβαλαν μες στο μυαλό για να σε βοηθήσουν ν ανοίξεις δρόμο στη ζούγκλα της ζωής σου, μια ζούγκλα που αντί για δέντρα έχει φυτεμένες παντού απορίες που δεν θα θελήσουν ποτέ να σου εξηγήσουν τι σημαίνουν; 14
ΜΑΡΚΟΣ: Γιατί; ΓΙΑΝΝΗΣ: Για να μην καταφέρεις να τον διασχίσεις και φτάσεις στο τέλος της κάθε μέρας αλώβητος, σώος, ψυχικά ισορροπημένος. Δεν έχεις καταλάβει ότι διαρκώς συμβαίνουν γύρω σου πράγματα που η λογική σου προτιμά να μην σου εξηγεί, καταφέρνοντας να σου κρύβει πράγματα που εσύ είσαι σίγουρος ότι έχεις ήδη δει, καταφέρνοντας να σου εξηγεί από την αρχή πράγματα που έχεις ήδη καταλάβει, αφήνοντάς σε τελικά στο έλεος διαφόρων επινοημάτων που η προσπάθεια του ανθρώπου ανά τους αιώνες να μην χύσει ιδρώτα για ν ανακαλύψει ποιος πραγματικά είναι, ονόμασε «τύχη», «μοίρα», «πεπρωμένο»; Από μικρό, για να μην αισθάνεσαι την ανασφάλεια ότι δεν ορίζεις απόλυτα ό,τι σου συμβαίνει, σ έκαναν να πιστεύεις ότι όλα στη ζωή πρέπει να είναι λογικά, ότι όλα έχουν μια λογική εξήγηση. Σε έπεισαν ότι δεν μπορεί να μην είναι έτσι, γιατί δεν μπορείς εσύ να εξηγήσεις κάτι που το μυαλό, η λογική, η γνώση τόσων δισεκατομμυρίων ανθρώπων που ήρθαν στη γη πριν από σένα, τόσων σοφών που γέμισαν ολόκληρα βιβλία με πραγματικά ανεκτίμητες θεωρίες, δεν μπόρεσαν ποτέ να εξηγήσουν. ΜΑΡΚΟΣ: Τι βάρος κι αυτό ΓΙΑΝΝΗΣ: Τι βάρος κι αυτό, να σου βάλει στην πλάτη σου η ίδια η ζωή, τις πιο πολλές φορές όταν το θέλει εκείνη κι όχι όταν προτιμάς εσύ, για να σ αναγκάζει γρήγορα να εξηγήσεις κάτι που δεν κατάφεραν τόσοι άλλοι εξυπνότεροι από σένα να εξηγήσουν! Αν όλα αυτά που συνέβαιναν στη ζωή μας ήταν λογικά, τότε όποιος απλώς διάβαζε εκατοντάδες βιβλία, θα ήταν εξαιρετικά πετυχημένος, πλούσιος και σοφός. Δεν θα έκανε λάθη, δεν θα υπέφερε από ταπεινωτικές ήττες. Αυτό το 1+1 2 είναι η γλύκα της ζωής, αυτή η πανέμορφη, αόρατη, διαρκής πάλη με το κομμάτι του αύριο, του άγνωστου που είναι ατίθασο, αυτό που όχι μόνο δεν παρα- 15
δίνεται στη λογική μας, αλλά αρνείται να λειτουργήσει κάτω από τους νόμους που εμείς οι ίδιοι έχουμε μέχρι σήμερα φτιάξει για να προστατεύουμε τον εαυτό μας από το άγνωστο, από την αδυναμία μας να κάνουμε διανοητικά δικό μας ό,τι μας συμβαίνει που δεν μπορούμε να καταλάβουμε. ΜΑΡΚΟΣ: Εννοείς ακολουθώντας το τι συμβαίνει στη ζωή μας σύμφωνα με τους νόμους των πιθανοτήτων; ΓΙΑΝΝΗΣ: Ναι, αν κάτι μας συμβαίνει πολύ συχνά καταλήγουμε να τ ονομάζουμε «νόμο» και τρέχουμε όσο πιο γρήγορα μπορούμε να κρυφτούμε από πίσω του χρησιμοποιώντας το σαν ασπίδα για να υπερασπίσουμε τον εαυτό μας απ οτιδήποτε μας συμβεί στο μέλλον, το οποίο, απειλώντας τις γνώσεις μας, απειλώντας τις δυνατότητές μας, θα καταλήξει ν απειλεί την ευτυχία μας. Ο άνθρωπος το κάνει αυτό γιατί όταν αργότερα ο ίδιος καταλήξει να χάσει, θα το χρησιμοποιήσει για να γλιτώσει από το ανελέητο κυνηγητό του εγωισμού του, που διαρκώς τρέχει από πίσω του για να του αποδείξει πόσο λίγος είναι. ΜΑΡΚΟΣ: Εννοείς κάτι σαν διανοητικό άλλοθι; ΓΙΑΝΝΗΣ: Ναι. Έχει ανάγκη να έχει το νόμο αυτό στο τσεπάκι του, για να του τον βγάλει αμέσως μήπως και πείσει την αυτοκριτική του ότι η ήττα του οφείλεται στη σύμπτωση, στην τύχη, αποτελεί εξαίρεση, κι έτσι δεν ευθύνεται ο ίδιος που έχασε. Έτσι πέφτει για ύπνο το βράδυ ανακουφισμένος, ήσυχος ότι δεν είναι τόσο λίγος, τεμπέλης κι ανίκανος όσο πιστεύει ο εγωισμός του. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο που ο άνθρωπος κρύβεται πίσω απ ό,τι δεν καταλαβαίνει κάθε φορά που η ζωή τον φέρνει αντιμέτωπο με τα ίδια τα όριά του, αναγκάζοντάς τον ν αγγίξει τους ίδιους τους περιορισμούς του, και μια στο τόσο, ακόμα και να τους ξεπεράσει. 16
ΜΑΡΚΟΣ: Τι εννοείς; ΓΙΑΝΝΗΣ: Τους περιορισμούς του το πόσο έξυπνος είναι, του πόσο σκληρά θα πρέπει να εργαστεί για ν αποκτήσει γνώσεις που θα μπορέσουν να μεταφράσουν την ευφυία του σε κάτι που να του είναι χρήσιμο, και το πιο βασικό να μπορέσει επιτέλους να νικήσει ό,τι δεν μπορεί να καταλάβει. ΜΑΡΚΟΣ: Άσε μην συνεχίσεις, παρακαλώ, ξέρω, ξέρω Το έχω κάνει συχνά, πολύ συχνά Δεν μπορώ να σου πω πόσες φορές έχω ονομάσει «τυχαίο» οποιοδήποτε άλλο αποτέλεσμα στη ζωή μου δεν με βολεύει ν αρχίσω να εξηγώ στις δυνατότητές μου. ΓΙΑΝΝΗΣ: Ειδικά στα πλεονεκτήματά σου. ΜΑΡΚΟΣ: Όντως. Κυκλοφορώ μονίμως έχοντας στις τσέπες μου μεγάλες μπλε ταμπέλες που γράφουν «ατυχία». Με το που χάνω μια μάχη, ο εγωισμός μου τρέχει να τις τοποθετήσει στο μέτωπό μου πριν η αυτοεκτίμησή μου τον πάρει απ το χέρι και τον πάει στη μεγάλη αποθήκη μέσα μου, της οποίας η πόρτα έχει μια πινακίδα με κάτι μικρά, κόκκινα, λυπημένα γράμματα που ίσα ίσα μπορείς να τα διαβάσεις, εκτός κι αν πας πολύ κοντά, που γράφουν «ήττες». Ελάχιστα έξω απ αυτή την καταραμένη πόρτα έρχεται και με πιάνει απ το χέρι και με πάει για να με στήσει μπροστά σε κάθε στιγμή της ζωής μου, στη διάρκεια της οποίας αισθάνθηκα πιο κοντός από το πραγματικό μου ύψος, πιο αδύναμος από τις πραγματικές μου δυνατότητες. Πόσες ώρες, πόσες χιλιάδες ώρες δεν έχω κάτσει μπροστά της βλέποντας αυτή την καταραμένη πινακίδα, «ήττες», να με κοιτάει, πιστεύοντας πραγματικά ότι κάθε γράμμα της μου χαμογελούσε ειρωνικά μ ένα διαφορετικό τρόπο, ενώ δεν σταματούσε να με προτρέπει να την ανοίξω για να μπω μέσα. 17
ΓΙΑΝΝΗΣ: Μην λες άλλα, βλέπω τα βήματα της προσωπικής μου καταιγίδας να έρχονται ήδη ένα-ένα μπροστά μου και ν απαιτούν να τ αφήσω να περπατήσουν πάνω στα λαμπερές πληγές που εγώ ο ίδιος φύτεψα με επιμέλεια πάνω σ όποια σημεία του μυαλού μου οι αθέατες απορίες της αυτογνωσίας μου δεν έχουν ήδη ξεκινήσει να καλλιεργούν το δικό τους μέλλον. ΜΑΡΚΟΣ: Αν μπορούσα κάθε φορά που είμαι έτοιμος να πω κάτι, να πάω και να κάτσω τουλάχιστον δυο ενοχές μακριά από την καρδιά μου προσπαθώντας να καταλάβω αυτά που μόλις είπα, να καταλάβω πώς είναι δυνατόν να γεννάω μόλις τώρα τον πόνο που εδώ και μέρες νιώθω, αυτόν τον καταραμένο πόνο που επιμένει να γίνει ο περήφανος συνιδιοκτήτης του χαμόγελού μου. Και τι δεν θα έδινα να μπορούσα να το κάνω αυτό! Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο δύσκολο είναι κάθε φορά που τσακώνομαι μ έναν άνθρωπο που αγαπάω, να προσποιούμαι στον ίδιο μου τον εαυτό ότι δεν μ ενδιαφέρει να κερδίσω! ΓΙΑΝΝΗΣ: Ξέρεις τι μου συμβαίνει συχνά εμένα; Με το που συνειδητοποιήσει ο πραγματικός λόγος που τσακωνόμαστε ότι τελειώσαμε να διαφωνούμε, μπαίνει ανάμεσα σ εμένα και τον άνθρωπο με τον οποίο τσακώνομαι, κρατώντας στα χέρια μια τεράστια πιατέλα με όλες τις σιωπές που χρησιμοποιήσαμε στη διάρκειά του για να μην πούμε αυτό που πραγματικά θέλαμε και να μην βγάλει καθένας μας από μέσα του την αλήθεια και την προσφέρει στον άλλο και αρχίσει να του εξηγεί τι πραγματικά ήθελε να πει, πώς πραγματικά νιώθει. Αφού τελειώσει ο τσακωμός, σηκώνεται πάνω κι αρχίζει να μας διηγείται πώς ο ίδιος σκόπευε να φτιάξει το ιδανικό τέλος του. ΜΑΡΚΟΣ: Και εσύ τι κάνεις; 18
ΓΙΑΝΝΗΣ: Ανήμπορος ν απαντήσω στις ερωτήσεις που είχαν να μου κάνουν οι ίδιες οι λέξεις μου, κρατήθηκα από τους τοίχους της καρδιάς μου για να μην καταρρεύσω, και άρχισα ν απαντάω σ αυτές που είχαν να μου κάνουν οι σιωπές μου. Είναι τρομερά περίεργο τη στιγμή που τσακώνεσαι με τον άνθρωπο που είσαι μαζί, να γυρίζεις πίσω και να βλέπεις εκατοντάδες ελαττώματά σου να έρχονται έτοιμα να πέσουν πάνω σου, για ν αρχίσουν να σε τραβούν επίμονα σαν ζητιάνοι απ το μανίκι. ΜΑΡΚΟΣ: Γιατί; ΓΙΑΝΝΗΣ: Για να σου ανακοινώσουν ότι ήρθε η ώρα να σου ξανασυστηθούν ένα-ένα, κάνοντας καθένα τα πάντα για να σε πείσει ότι αν θες πραγματικά να κερδίσεις, θα πρέπει να χρησιμοποιήσεις εκείνο πριν αρχίσεις να χρησιμοποιείς οποιοδήποτε άλλο. ΜΑΡΚΟΣ: Πάλι καλά. Εγώ μερικές φορές αισθάνομαι ότι με το που ξεκινάω να τσακώνομαι με κάποιον, ταυτόχρονα τσακώνομαι και με ό,τι περισσεύει από τη δειλία μου, αν καταφέρω να βγάλω από μέσα της όποιο κομμάτι της πιστεύει ακόμα σε μένα. ΓΙΑΝΝΗΣ: Πόσες πραγματικότητες ζουν μέσα σου, ταλαίπωρε άνθρωπε; ΜΑΡΚΟΣ: Ο άνθρωπος που έχει πρόσβαση σε διάφορα είδη ευτυχίας συνήθως καταλήγει να είναι δυστυχής. (Παύση) Αυτή την ερώτηση μπορούν να την απαντήσουν μόνο άνθρωποι που δεν αφήνουν την αλήθεια τους να ξυπνά κάθε πρωί νικημένη από την εκδοχή τους εκείνη που γυρίζει πίσω τα μεσάνυχτα, για να μπει πάλι μες στον άνθρωπο που μερικές ώρες πριν την ξεπροβόδισε στο κατώφλι του σπιτιού του για να πάει στη δουλειά. 19
ΓΙΑΝΝΗΣ: Έχω την εντύπωση ότι μιλάς γι ανθρώπους που η φαντασία τους γεννά μόνο όνειρα που αρνιούνται να έρθουν κοντά στην ψυχή τους για να την αφήσουν να τα ονειρευτεί. ΜΑΡΚΟΣ: (Δεν απαντά) ΓΙΑΝΝΗΣ: Ίσως και γι ανθρώπους που έχουν χάσει το δικαίωμα να ελπίζουν με οποιοδήποτε άλλον τρόπο εκτός από το να χρησιμοποιούν τις ελπίδες τους που έχουν γεννηθεί ελαττωματικές. Βλέπεις, τα όνειρα που αξίζουν δεν τα ονειρεύονται λογικές, τα ονειρεύονται ψυχές. ΜΑΡΚΟΣ: Πού το ξέρεις; ΓΙΑΝΝΗΣ: Έλα τώρα! Μην αφήσεις τη λογική σου να ονειρεύεται για εσένα Οι λογικές παραείναι κουρασμένες τη νύχτα απ όλη τη δουλειά της μέρας, για να μπορούν να δουλέψουν και το βράδυ. Αυτό εκμεταλλεύονται οι ψυχές και βάζουν μπρος τα εργοστάσια που φτιάχνουν όνειρα, τα εργοστάσια που βρίσκονται στα όρια της αυτοπεποίθησης ενός ανθρώπου με το θάρρος του. ΜΑΡΚΟΣ: Πάντα σιχαινόμουν τον εαυτό μου όταν στο τέλος ενός ονείρου συνειδητοποιούσα ότι η ψυχή μου ήταν εκείνη που το ξεκίνησε και η λογική μου αυτή που το τέλειωσε. ΓΙΑΝΝΗΣ: Κι εγώ, κι εγώ ΜΑΡΚΟΣ: Ποιος ξέρει τι υλικά αποφασίζει πέφτοντας για ύπνο ο άνθρωπος να χρησιμοποιήσει για να φτιάξει τις λιακάδες που θα ήθελε να δει την επόμενη μέρα; 20