- 9 - ΕΝΟΤΗΤΑ Β ΤΑΥΤΟΠΟΙΗΣΗ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΜΕ ΦΑΣΜΑΤΟΣΚΟΠΙΚΕΣ ΜΕΘΟΔΟΥΣ Οι φασματοσκοπικές μέθοδοι υπάγονται στις φυσικές μεθόδους ποιοτικής και ποσοτικής ανάλυσης και κυρίως περιλαμβάνουν: α) Φασματοσκοπία Υπεριώδους-Ορατού (UV-VIS), β) Υπέρυθρη Φασματοσκοπία (IR), γ) Φασματοσκοπία Πυρηνικού Μαγνητικού Συντονισμού (NMR). H φασματομετρία μάζας (MS) είναι επίσης μια σημαντική τεχνική για τη μελέτη των φυσικών προϊόντων. Τυπικά εξετάζεται μαζί με τις φασματοσκοπικές τεχνικές αλλά διαφέρει από αυτές στο γεγονός ότι δεν χρησιμοποιεί κάποια ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία. Οι παραπάνω μέθοδοι ευρίσκουν μεγάλη εφαρμογή στην ταυτοποίηση, τον έλεγχο της καθαρότητας και στην εύρεση της δομής των χημικών ενώσεων. Μερικά πλεονεκτήματα των μεθόδων αυτών είναι: α) ο μικρός απαιτούμενος χρόνος λήψης ενός φάσματος, β) η μικρή απαιτούμενη ποσότητα δείγματος, γ) οι ήπιες συνθήκες μετρήσεως, οι οποίες επιτρέπουν σε ορισμένες περιπτώσεις την επανάκτηση του δείγματος και δ) η μεγάλη ακρίβεια και ευαισθησία αυτών. Οι διάφορες χαρακτηριστικές περιοχές του ηλεκτρομαγνητικού φάσματος και το αποτέλεσμα που προκαλεί η επίδραση τους στα μόρια παρουσιάζονται στον παρακάτω πίνακα:
- 10 - Τμήμα Ακτινοβολίας Μήκος Κύματος Αποτέλεσμα επίδρασης της Ακτινοβολίας Ακτίνες Χ 0,3-100 Ǻ Διεγέρσεις ηλεκτρονίων εσωτερικών στοιβάδων Άπω Υπεριώδες 100-200 nm Διεγέρσεις ηλεκτρονίων σθένους Υπεριώδες 200-400 nm Διεγέρσεις ηλεκτρονίων σθένους Ορατό 400-800 nm Διεγέρσεις ηλεκτρονίων σθένους Εγγύς Υπέρυθρο 0,8-2,5 μm (10000-4000 cm -1 ) Υπέρυθρο 2,5-15 μm (4000-400 cm -1 ) Άπω Υπέρυθρο 15-200 μm (400-10 cm -1 ) Δονήσεις και περιστροφές των μορίων Δονήσεις και περιστροφές των μορίων Δονήσεις και περιστροφές των μορίων Μικροκύματα 0,2-7,0 mm Διεγέρσεις περιστροφής των μορίων και διεγέρσεις μονήρων ηλεκτρονίων Ραδιοσυχνότητες 100-10000 m Διεγέρσεις πυρήνων εντός μαγνητικού πεδίου
- 11 - ΑΣΚΗΣΗ 1 ΤΑΥΤΟΠΟΙΗΣΗ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΜΕ ΦΑΣΜΑΤΟΣΚΟΠΙΑ ΥΠΕΡΥΘΡΟΥ Το υπέρυθρο είναι εκείνο το τμήμα του φάσματος της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας, το οποίο εκτείνεται πέρα από το ορατό και φθάνει μέχρι την περιοχή των μικροκυμάτων. Διακρίνεται στις παρακάτω τρεις περιοχές: Από 0.8μ - 2μ (εγγύς υπέρυθρο) Από 2μ - 15μ (κυρίως υπέρυθρο) και Από 15μ - 300μ (άπω υπέρυθρο) Τα φάσματα υπερύθρου είναι φάσματα απορρόφησης. Για την ευκολότερη μελέτη των φασμάτων υπερύθρου, έχει εισαχθεί μία καινούργια έννοια, ο κυματαριθμός ( ), ο οποίος ορίζεται ως εξής: [cm -1 ]=1/λ[cm -1 ]. Όπως είναι γνωστό τα άτομα των μορίων ακόμη και στη βασική ενεργειακή τους κατάσταση εκτελούν κινήσεις δόνησης και περιστροφής. Ένα ποσοστό από τα μόρια που ακτινοβολούνται με υπέρυθρη ακτινοβολία, απορροφά ενέργεια, την οποία μετατρέπει σε ενέργεια δόνησης και περιστροφής. Για να λάβει χώρα απορρόφηση ενέργειας θα πρέπει να συμπέσει η συχνότητα της προσπίπτουσας ακτινοβολίας με τη συχνότητα δόνησης των ατόμων του δεσμού. Στο φαινόμενο αυτό στηρίζεται η δημιουργία των φασμάτων υπερύθρου. Οι συχνότητες με τις οποίες δονούνται τα άτομα στο μόριο εξαρτώνται από τις μάζες των ατόμων, από τον τύπο των δεσμών και από το σχήμα του μορίου. Συμμετρικά μόρια ή υποκατεστημένοι δεσμοί δεν απορροφούν στο υπέρυθρο. Η σπουδαιότητα των φασμάτων υπερύθρου οφείλεται στο ότι οι συχνότητες δόνησης των διαφόρων δεσμών του μορίου δεν επηρεάζονται σημαντικά από το υπόλοιπο τμήμα του, αφού η συχνότητα δόνησης εξαρτάται από την ισχύ του δεσμού και την ανηγμένη μάζα των ατόμων του δεσμού. Οι δονήσεις οι οποίες λαμβάνουν χώρα διακρίνονται σε δύο κατηγορίες:
- 12-1. Η πρώτη κατηγορία περιλαμβάνει τις δονήσεις τάσης κατά τις οποίες τα άτομα του δεσμού διαδοχικά πλησιάζουν και απομακρύνονται μεταξύ τους κινούμενα κατά μήκος του δεσμού. 2. Η δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει τις δονήσεις κάμψης κατά τις οποίες τα άτομα των γειτονικών δεσμών κινούνται έτσι ώστε να αλλάζει η γωνία των δεσμών. Εκτός των παραπάνω βασικών δονήσεων λαμβάνουν χώρα και συνδυασμένες δονήσεις. Τα φάσματα υπερύθρου μπορούν να ληφθούν σε στερεά φάση καθώς και σε διάλυμα. Τα φάσματα υπερύθρου έχουν ως τετμημένη το μήκος κύματος της ακτινοβολίας σε μ ή τον κυματαριθμό σε cm -1 και σαν τεταγμένη τη διαπερατότητα, Τ(%) και σπάνια την απορρόφηση Α. Το υπέρυθρο φάσμα διακρίνεται σε δύο κύριες περιοχές. Η μία περιέχει τις απορροφήσεις πάνω από τα 1500 cm -1 (4000~1500 cm -1 ) και η άλλη τις απορροφήσεις κάτω από τα 1500 cm -1 (1500~400 cm -1 ). Στην πρώτη περιοχή απαντώνται οι απορροφήσεις όλων σχεδόν των χαρακτηριστικών ομάδων. Στη δεύτερη απαντώνται πάρα πολλές απορροφήσεις οι περισσότερες από τις οποίες δεν μπορούν να αποδοθούν σε συγκεκριμένες διεγέρσεις. Η δεύτερη αυτή περιοχή χαρακτηρίζεται σαν περιοχή δακτυλικού αποτυπώματος του μορίου. Στην συγκεκριμένη άσκηση η τεχνική του IR θα χρησιμοποιηθεί για την ταυτοποίηση του οξικού ισοπεντυλεστέρα (Σχήμα 1α) και του σαλικυλικού μεθυλεστέρα (Σχήμα 1β). ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ Πειραματική πορεία Προετοιμασία δείγματος: 1. Σε στερεή φάση α) 1 mg ουσίας αναμιγνύεται ομοιογενώς σε γουδί από αχάτη με μια σταγόνα Nujol (κεκορεσμένος υδρογονάνθρακας) ή με μία σταγόνα εξαχλωροβουταδιενίου. Η σχηματιζόμενη πάστα πιέζεται μεταξύ δύο επιπέδων πλακών από NaCl και το όλο σύστημα τοποθετείται στην πορεία της υπέρυθρης ακτινοβολίας. β) 1 mg ουσίας λειοτριβείται σε γουδί από αχάτη με 100 mg άνυδρου KBr και η σκόνη συμπιέζεται υπό κενό σε υδραυλικό πιεστήριο μέσα σε ειδικό υποδοχέα, έτσι
- 13 - ώστε να γίνει ένα διαφανές δισκίο, το οποίο τοποθετείται στην πορεία της δέσμης. Το KBr έχει το προτέρημα να μην απορροφά στο υπέρυθρο και ως εκ τούτου λαμβάνονται καλύτερα σάσματα απ ότι με την προηγούμενη μέθοδο. 2. Σε διάλυμα Η ένωση διαλύεται σε κάποιο οργανικό διαλύτη, ώστε να σχηματισθεί διάλυμα περιεκτικότητας 1-5% κ.ό. Κατάλληλοι διαλύτες είναι ο τετραχλωράνθρακας, ο διθειάνθρακας και το χλωροφόρμιο. Το διάλυμα τοποθετείται σε ειδική κυψελίδα με παράθυρα από NaCl και η κυψελίδα φέρεται στην πορεία της υπέρυθρης ακτινοβολίας. Σχήμα 1α. IR φάσμα οξικού ισοπεντυλεστέρα
- 14 - Σχήμα 1β. IR φάσμα σαλικυλικού μεθυλεστέρα ΑΣΚΗΣΗ 2 ΤΑΥΤΟΠΟΙΗΣΗ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΜΕ ΦΑΣΜΑΤΟΣΚΟΠΙΑ ΥΠΕΡΙΩΔΟΥΣ-ΟΡΑΤΟΥ (UV-VIS) Η υπεριώδης περιοχή (100-400 nm) του ηλεκτρομαγνητικού φάσματος διακρίνεται σε εγγύς υπεριώδη (200-400 nm) και άπω υπεριώδη (100-200 nm). Η περιοχή του ορατού εκτείνεται από 400-800 nm. Όταν ένα μόριο ή ιόν ακτινοβοληθεί με υπεριώδη ή ορατή ακτινοβολία απορροφά ενέργεια. Η απορροφούμενη ενέργεια είναι αρκετή για να διεγείρει τα ηλεκτρόνια σθένους των ακτινοβολουμένων μορίων προκαλώντας έτσι ηλεκτρονιακές μεταπτώσεις. Πέραν της ηλεκτρονιακής διέργερσης η απορρόφηση υπεριώδους ή ορατής ακτινοβολίας προκαλεί συγχρόνως διεγέρσεις δόνησης και περιστροφής στο μόριο. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα στα φάσματα υπεριώδους και ορατού να παρατηρούνται φαρδιές ταινίες απορρόφησης.
- 15 - Τέσσερις βασικοί όροι που χρησιμοποιούνται στην ορολογία της φασματοσκοπίας UV-VIS είναι οι κάτωθι: (α) βαθυχρωμική μετατόπιση ή ερυθρή μετατόπιση (bathochromic shift, red shift) όταν υπάρχει μετατόπιση μιας απορρόφησης προς μεγαλύτερα μήκη κύματος (προς το ερυθρό χρώμα του ορατού). (β) υποχρωμική μετατόπιση ή μπλε μετατόπιση (hypochromic shift, blue shift) όταν μια απορρόφηση μετατοπίζεται προς μικρότερα μήκη κύματος (προς την πλευρά του μπλε χρώματος). (γ) υπερχρωμικό φαινόμενο (hyperchromic effect) όταν προκαλείται αύξηση της έντασης της απορρόφησης. (δ) υποχρωμικό φαινόμενο (hypochromic effect) όταν προκαλείται μείωση της έντασης μιας απορρόφησης. ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ Πειραματική πορεία Στα συνήθη φασματοφωτόμετρα λαμβάνει χώρα μέτρηση των απορροφήσεων ενός δείγματος μιας χημικής ένωσης σε διάφορα μήκη κύματος. Το λαμβανόμενο σχεδιάγραμμα των εντάσεων των απορροφήσεων σε συνάρτηση με τα μήκη κύματος της ακτινοβολίας, στα οποία μετρήθηκαν οι απορροφήσεις αποτελεί το φάσμα απορρόφησης της ένωσης. Για να ληφθεί το φάσμα απορρόφησης μιας ουσίας στο υπεριώδες ή και στο ορατό, ζυγίζεται μια ποσότητα αυτής και διαλύεται σε συγκεκριμένο όγκο εκλεγέντος διαλύτη. Με το διάλυμα αυτό γεμίζεται η μία κυψελίδα (διαμέτρου 1 cm περίπου) ενώ μία παρόμοια γεμίζεται με καθαρό διαλύτη (κυψελίδα αναφοράς) και οι κυψελίδες τοποθετούνται στο φασματοφωτόμετρο. Η λήψη του φάσματος μπορεί να γίνει αυτόματα από το όργανο. Βασικό κριτήριο ενός καλού διαλύτη για φάσματα UV-VIS είναι να μην απορροφά στην ίδια θέση με τη διαλυμένη ουσία. Συνήθως οι διαλύτες που δεν έχουν συζυγιακούς διπλούς δεσμούς είναι οι πιο κατάλληλοι. Οι πιο κοινοί διαλύτες είναι: το νερό, 95% αιθανόλη και το κανονικό εξάνιο, που δεν απορροφούν στην περιοχή του υπεριώδους των περισσότερων οργανικών ενώσεων. Άλλοι διαλύτες που χρησιμοποιούνται συχνά είναι: το ακετονιτρίλιο (190 nm), το χλωροφόρμιο 240 nm),
- 16 - το κυκλοεξάνιο (195 nm, κύρια απορρόφηση), το 1,4-διοξάνιο (215 nm), η μεθανόλη (205 nm), το ισοοκτάνιο (195 nm) κλπ. Η διαφορά μεταξύ πολικών και μη πολικών διαλυτών είναι ότι οι πολικοί διαλύτες δημιουργούν δεσμούς υδρογόνου με τη διαλυμένη ουσία και εξασθενίζουν την λεπτή υφή του φάσματος, ενώ με τους μη πολικούς διαλύτες η λεπτή υφή παραμένει, όπως στο φάσμα της ουσίας σε αέρια κατάσταση. Τα νεώτερα φασματόμετρα UV-VIS αποτελούνται από την πηγή ακτινοβολίας (λάμπα δευτερίου για UV και λάμπα μη νήμα βολφραμίου για VIS). Η ανομοιογενής ακτινοβολία που παράγεται περνάει μέσα από ένα μονοχρωμάτορα που επιλέγει τα διάφορα μήκη κύματος και συνδέεται άμεσα με το καταγραφικό (ηλεκτρονική οθόνη). Η δέσμη του φωτός, μετά το μονοχρωμάτορα, διαχωρίζεται σε δύο παράλληλες δέσμες, από τις οποίες η μία περνάει μέσα από την κυψελίδα του δείγματος (sample cell) που περιέχει το διάλυμα της ουσίας στο διαλύτη (1-2%) και η δεύτερη μέσα από μια παρόμοια κυψελίδα που περιέχει μόνο διαλύτη. Οι εντάσεις των δύο δεσμών φωτός μετά την απορρόφηση συγκρίνονται ηλεκτρονικά. Οι κυψελίδες του δείγματος για το ορατό φάσμα κατασκευάζονται από γυαλί, ενώ για την περιοχή του υπεριώδους, επειδή οι προσμίξεις του γυαλιού απορροφούν μέρος της υπεριώδους ακτινοβολίας, χρησιμοποιούνται κυψελίδες κατασκευασμένες από κρυσταλλικό πυρίτιο. Λόγω της ακριβής τιμής των κυψελίδων αυτών πρέπει να πλένονται τακτικά (απεσταγμένο νερό, ακετόνη, αιθανόλη, διχλωρομεθάνιο) και να διατηρούνται σε στεγνό μέρος (ξηραντήρας με Silica Gel). Στην συγκεκριμένη άσκηση η τεχνική της φασματοσκοπίας υπεριώδους-ορατού θα χρησιμοποιηθεί για την ταυτοποίηση χρωστικών από το σπανάκι.
- 17 - Σχήμα 2. Συγκριτικό φάσμα Ορατού για τις α- & β-χλωροφύλλες, β-καροτένιο και Λουτεΐνη
- 18 - ΑΣΚΗΣΗ 3 ΤΑΥΤΟΠΟΙΗΣΗ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΜΕ ΦΑΣΜΑΤΟΣΚΟΠΙΑ ΠΥΡΗΝΙΚΟΥ ΜΑΓΝΗΤΙΚΟΥ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΥ (NMR) Η φασματοσκοπία Πυρηνικού Μαγνητικού Συντονισμού (NMR) είναι φασματοσκοπία απορρόφησης και έχει ως βάση τις μαγνητικές ιδιότητες των πυρήνων των ατόμων. Μια ομάδα κατάλληλων πυρήνων που βρίσκονται υπό την επίδραση ενός ισχυρού μαγνητικού πεδίου μπορεί να αλληλεπιδρά με ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία στην περιοχή των ραδιοκυμάτων και να απορροφά ενέργεια. Η ενέργεια αυτή είναι ικανή να επιφέρει αλλαγές στον προσανατολισμό των πυρήνων σε σχέση με την κατεύθυνση του πεδίου. Η τοποθέτηση της κορυφής συντονισμού ενός πρωτονίου σε μια ορισμένη θέση στην περιοχή συχνοτήτων του NMR φάσματος, εξαρτάται από το χημικό περιβάλλον στο οποίο βρίσκεται το αναφερόμενο πρωτόνιο. Με τον όρο χημική μετατόπιση (chemical shift) εννοούμε την ορισμένη εκείνη θέση της περιοχής συχνοτήτων του NMR φάσματος στην οποία εμφανίζεται η κορυφή απορρόφησης ενός πρωτονίου ή ομάδας ισοτίμων πρωτονίων. Η χημική μετατόπιση μετράται σε μονάδες δ (ppm) σε σχέση με ένα σταθερό σημείο αναφοράς. Το αναφερόμενο σημείο είναι η θέση εκείνη όπου εμφανίζεται η κορυφή απορρόφησης των πρωτονίων του τετραμεθυλοσιλανίου (TMS) και αυθαίρετα ορίζεται ως δ=0. Η μονάδα μέτρησης της χημικής μετατόπισης δ (ppm) ορίζεται σαν το πηλίκο της συχνότητας σε Hz του συγκεκριμένου πρωτονίου προς τη συχνότητα σε Hz του NMR οργάνου. Επομένως το δ δεν έχει διαστάσεις και είναι ανεξάρτητο του οργάνου που χρησιμοποιείται. Τέλος το εμβαδόν μιας απορρόφησης είναι ευθέως ανάλογο προς τον αριθμό των πρωτονίων τα οποία είναι υπεύθυνα για την εμφάνιση αυτής. Εκτός του 1 Η και άλλοι πυρήνες όπως 19 F, 11 B, 13 C, 15 N και 31 P, μπορούν να εξεταστούν με κατάλληλους συνδυασμούς ραδιοσυχνοτήτων και κατάλληλων μαγνητικών πεδίων. Πυρήνες με ζυγό ατομικό και μαζικό αριθμό όπως π.χ. 12 C 6, 16 O 8, δεν ανιχνεύονται με τη μέθοδο του Πυρηνικού Μαγνητικού Συντονισμού γιατί στερούνται αυτοστροφορμής.
- 19 - Η φασματοσκοπία NMR χρησιμοποιείται ευρέως για τον καθορισμό δομών οργανικών μορίων, για τη μελέτη αλληλεπίδρασης φαρμακευτικών και άλλων βιολογικά δραστικών ουσιών με το κέντρο δράσης τους, για την ανάπτυξη μοριακών προτύπων για τη σύνθεση φαρμακευτικών μορίων με βελτιωμένες βιολογικές ιδιότητες, για τη μελέτη νοθείας ποτών και τροφίμων, κ.ά. Ένα 1 Η NMR φάσμα μπορεί να δώσει διάφορες πληροφορίες όπως: είδος πρωτονίων, που σχετίζονται με τη χημική μετατόπιση, δομική σχέση πρωτονίων μεταξύ τους, αριθμός πρωτονίων ανά κορυφή, κλπ. Η χρήση υψηλού πεδίου παράγει φάσματα υψηλής διαχωριστικότητας, τα οποία αποτελούνται από πληθώρα σημάτων, ο διαχωρισμός των οποίων καθίσταται αναγκαίος. Ένας τρόπος να αποφευχθεί αυτό είναι ο χωρισμός των σημάτων σε διάφορες διαστάσεις. Στη φασματοσκοπία δύο διαστάσεων (two dimensional NMR, 2D-NMR) υπάρχει καταγραφή δύο διαφορετικών πληροφοριών σε δύο διαφορετικούς άξονες συχνοτήτων F 2 και F 1. Στον έναν άξονα F 2 καταγράφονται συνήθως οι απορροφήσεις ενός συγκεκριμένου πυρήνα ( 1 Η ή 13 C) ενός μορίου, ενώ στον άλλο άξονα καταγράφονται άλλες πληροφορίες όπως οι απορροφήσεις άλλων πυρήνων που σχετίζονται ή αλληλεπιδρούν με αυτούς του άξονα F 2. Τα βασικά στοιχεία ενός συστήματος NMR είναι τα εξής: 1. Ένας ηλεκτρομαγνήτης, που παράγει μαγνητοστατικό πεδίο. 2. Ένα σύστημα τριών πηνίων που παράγουν στο χώρο του μαγνητοστατικού πεδίου ένα μαγνητικό πεδίο το οποίο ονομάζεται πεδίο κλίσης. Το πεδίο αυτό έχει μόνο μια συνιστώσα που είναι παράλληλη με το στατικό πεδίο, ενώ η έντασή της μεταβάλλεται γραμμικά ως προς τις χωρικές συντεταγμένες. 3. Ένα πηνίο εκπομπής παλμών ραδιοσυχνοτήτων. 4. Ένα πηνίο λήψης των σημάτων που εκπέμπονται από τους συντονισμένους πυρήνες του εξεταζόμενου βιολογικού υλικού 5. Ένα σύστημα ανίχνευσης, το οποίο παράγει το σήμα εξόδου του συστήματος. 6. Ένα σύστημα απεικόνισης, που περιλαμβάνει τον υπολογιστή στον οποίο γίνεται η ανακατασκευή και η παρουσίαση των εικόνων.
- 20 - ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ Πειραματική πορεία Για την καταγραφή ενός NMR φάσματος μιας οργανικής ένωσης, το δείγμα διαλύεται σε κατάλληλο διαλύτη, τοποθετείται σε ένα μακρύ και στενό υάλινο σωλήνα, διαμέτρου περίπου 5 mm και με ένα κατάλληλο μηχανισμό φέρεται στο διάκενο των δύο πόλων του NMR οργάνου όπου και περιστρέφεται. Το εισαγόμενο στο σωλήνα δείγμα πρέπει να είναι ελεύθερο από προσμείξεις που προκαλούν διεύρυνση των κορυφών συντονισμού. Ο χρησιμοποιούμενος διαλύτης πρέπει να μην περιέχει πρωτόνια στη δομή του. Ο πλέον χρησιμοποιούμενος διαλύτης είναι το δευτεριωμένο χλωροφόρμιο (CDCl 3 ). Άλλοι χρησιμοποιούμενοι διαλύτες είναι ακετόνη-d 6, διμεθυλο-d 6 -σουλφοξείδιο, D 2 O, κ.λ.π.
- 21 - Στην συγκεκριμένη άσκηση η τεχνική του ΝΜR θα χρησιμοποιηθεί για την ταυτοποίηση του οξικού ισοπεντυλεστέρα (Σχήματα 3α 1 & 3α 2 ) και της ευγενόλης (Σχήματα 3β 1 & 3β 2 ). Πειραματικές συνθήκες 399.65 MHz, 0.05 ml:0.5 ml CDCl 3 Assign. Shift (ppm) A 4.095 B 2.037 C 1.693 D 1.521 E 0.926 Σχήμα 3α 1. 1 Η NMR φάσμα οξικού ισοπεντυλεστέρα
- 22 - Πειραματικές συνθήκες 15.09 MHz, 0.25 ml : 0.75 ml CDCl 3 ppm Assign. 171.08 1 63.13 2 37.48 3 25.18 4 22.51 5 20.96 6 Σχήμα 3α 2. 13 C NMR φάσμα οξικού ισοπεντυλεστέρα
- 23 - Πειραματικές συνθήκες 399.65 MHz, 0.05 ml : 0.5 ml CDCl 3 Assign. Shift (ppm) A 6.832 B 6.66 C 6.65 D 5.933 E 5.73 F 5.058 G 5.039 J 3.801 K 3.291 Σχήμα 3β 1. 1 Η NMR φάσμα ευγενόλης
- 24 - Πειραματικές συνθήκες 15.09 MHz, 20 vol% in CDCl3 ppm Assign. 146.60 1 144.03 2 137.91 3 131.94 4 121.26 5 115.49 6 114.46 7 111.28 8 55.84 9 39.92 10 Σχήμα 3β 2. 13 C NMR φάσμα ευγενόλης
- 25 - ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 1. D.L. Paiva, G.M. Lampman and G.S. Kriz Introduction to Organic Laboratory Techniques, Second Edition Saunders college publishing, New York (1998) 2. L. M. Harwood, C.J. Moody and J. M. Percy Experimental Organic Chemistry, Second Edition Blackwell Science Ltd, London (1999) 3. R.L. Pecsok, L.D. Shields, T. Cairns and I.G. McWilliam, Σύγχρονες Μέθοδοι στη Χημική Ανάλυση, (Απόδοση στα Ελληνικά Σταύρος Βολιώτης), Εκδόσεις Γ. Α. Πνευματικός, Αθήνα (1980) 4. Δ. Παπαϊωάννου, Γ. Σταυρόπουλος και Θ. Τσεγενίδης Σημειώσεις Πειραματικής Οργανικής Χημείας, Εκδόσεις Πανεπιστημίου Πατρών, Πάτρα (1996)