Πρόλογος Εκεί έξω, σε μέρη που ανέγνωρα κοιμούνται, σε τόπους μακρινούς και μυστηριακά άφαντους, ανθοβριθούν κόσμοι και μαραίνονται πλάσματα που χλευάζουν την αιωνιότητα. Το μικρό μυαλό των ανθρώπων, ευχαριστημένο και νανουρισμένο γλυκερά από την ανθρώπινη κενοσοφία, μνέσκει στα γνωστά των ανθρώπων πράγματα, και δεν ξεφεύγει μήτε λίγο. Πού και πού, μυστήρια όντα που ψιθυρίζουν κλαίγοντας μες στο σκοτάδι αναφωνούν κρυφές αλήθειες, μα η σκοτεινάγρα, πεθαμένη από τη λάμψη των α- στεριών τα μυστικά φοβάται. Άνθρωποι τυχαία ανακαλύπτουν τέτοιους αλλοπρόσαλλους κόσμους, κόσμους με πλάσματα σκυθρωπά που ξαγιάζουν τ άστρα και τα κάμουνε αλαβάστρινα κρεβάτια να ξαποστάσει η λυπημένη τους ψυχή. Ένας από αυτούς τους μυριάδες άγνωστους κόσμους είναι και ο Ελιέζερ που ποτέ να μην ανακαλυφτεί, γιατί έχει πλάσματα παράξενα με καυτές ανάσες γεννημένες από 7
τη φλόγα της πίκρας μες στα σπλάχνα τους, πλάσματα με συμπεριφορές δυσερμήνευτες πολύ, κατάρες που τα λιώνουνε και σπιτικά σε βουνά που γιομίζουν σκιές μες στην κακότητα τους. Στις παρυφές ενός τέτοιου βουνού, του όρους της Κυλλήνης, ευτυχούσε ένας νεαρός ονόματι Σαλαθιήλ μαζί μ έναν πατέρα γλυκό και πράο, που του δρόσιζε το μέτωπο με τα πελώρια του χέρια εκείνες τις θερμές νύχτες των παιδικών πυρετών. Ο νεαρός πατέρας, που χαρισματικός όπως ήταν, είχε καλή φήμη σ ολάκερη την περιοχή, λεγόταν Ελιακείμ. Είχε ταξιδέψει σε μέρη πολλά και έμορφα, ήτανε και συγγραφέας αγαπητός. Αυτή εδώ είναι η ιστορία του Σαλαθιήλ, που άδικα έ- χασε τον πατέρα του. Αποφάσισε να διασχίσει ολόκληρο τον Ελιέζερ, γδικιωτής άγριος ενός νεκρού πατέρα υπεύθυνου για το μεγάλωμα, το γέλιο, την αναπνοή του. Αυτή εδώ είναι μια ιστορία θαυματουργών βασάνων και ανείπωτης φρίκης. Είναι η ιστορία ενός γιου, μα κι η ιστορία ενός κόσμου. Είναι αυτή, η εκδίκηση του Σαλαθιήλ. 8
1 Τ ο σούρουπο είχε απλώσει το σκοτεινό υφάδι του, κεντημένο με περισσή στοργή από τη μητέρα του, τη μαρμαρυγή. Τιτιβίσματα πτηνών ορμούσαν μες στην κάμαρα και παιχνίδιζαν με τους ξεφτισμένους τοίχους. Το φως είχε εύλογα λιγοστέψει και έτσι ο Σαλαθιήλ έβαλε ε- μπρός του ένα καντηλάκι με λάδι ποσειδώνιο. Κρυστάλλινα ρεύματα αέρα τρύπωναν μες στο σπιτικό από τα μισάνοιχτα παράθυρα, ρεύματα παγωμένα, κουβαλητές γλυκών μυρωδιών από τα θυμάρια που βασίλευαν στην κορυφή του όρους της Κυλλήνης. Η ατμόσφαιρα ήταν υποβλητική. Οι κελαηδισμοί, ο αχνός φωτισμός, η ευγενική απομόνωση, όλα συντελούσαν στην πλήρωση της ηρεμίας, που τόσο ποθεινή ήταν εκείνη τη στιγμή, εκείνης της ηρεμίας που δοξάζει σεμνά τον ταπεινό θάνατο άλλης μίας ημέρας. 9
Ο πατέρας τού Σαλαθιήλ, ο Ελιακείμ, θα βρισκόταν έξω στη χλόη, παίζοντας ίσως με τους ζωηρούς λευκούς σκίουρους που βγαίνουν από τις φωλιές τους εκείνα τ αταπείνωτα, ατίθασα δειλινά που μνηστεύονται την ανεμελιά. Ο Σαλαθιήλ δεν ενοχλούσε τον πατέρα του τέτοιες διακριτικές στιγμές, όταν ο τελευταίος αποφάσιζε να μείνει μονάχος, με απερίσπαστη την προσοχή του, και να αφοσιωθεί στην καταγραφή αλησμόνητων εμπειριών, από ολόκληρο τον κόσμο του Ελιέζερ. Ο Ελιακείμ είχε κατοχυρώσει μια φήμη ως συγγραφέα ακριβοδίκαιη, που ξεκινούσε από τα Αραιά Χωριά στις παρυφές του όρους της Κυλλήνης, μέχρι την Εμπορική Πόλη Ερμ. Αλλά και πιο μακριά, στον Νότο, οι ταλαιπωρημένοι εργάτες των Μολυσμένων Χωριών κάθονταν ήσυχα τις ξεκούραστες ημέρες και ρουφούσαν τις ιστορίες του Ελιακείμ σαν τα πιστά αγγόνια που αποστηθίζουν αυτόματα τις μεγαλόπρεπες ιστορίες κουρασμένων πια παππούδων. Ο Σαλαθιήλ ήταν περήφανος για τον πατέρα του. Σε αντίθεση με αυτόν, δεν είχε ταξιδέψει παρά λίγες φορές στην Ερμ, την Εμπορική Πόλη με τα μελανά παλάτια, και αυτό δεν ήταν τυχαίο. Ένιωθε γνήσιος απόγονος του πατέρα του, και γι αυτόν ακριβώς τον λόγο δεν είχε διάθεση ή ανάγκη για μυστήρια και περιπέτειες. ήθελε να συνεχίσει τον δρόμο και την πορεία της οικογένειας από κει που την άφηνε ο Ελιακείμ, στο απόμερο, ανήλιαγο μέρος νοτιοανατολικά του όρους της Κυλλήνης όπου την είχε εγκαταστήσει. 10
Η μητέρα του είχε χαθεί στη γέννα. Ίσως ενοχική θλίψη να πέτρωνε τον Σαλαθιήλ και να τον εμπόδιζε να νιώσει την υπεροχή ενός ανέγνωρου ταξιδιού. Ίσως η μοναξιά, κομμάτι αναπόσπαστο των δύο ανδρών, να επέβαλλε τη συνεχή παρουσία της, και να τον απέτρεπε από την αναζήτηση άλλης συντροφιάς. Η ουσία ήταν, πάντως, πως ο Σαλαθιήλ, ο γιος του διάσημου ταξιδευτή και συγγραφέα Ε- λιακείμ, στη μαγεία της πένας του οποίου υποκλίνονταν ακόμα και οι αλαζονικοί τρελοί επιστήμονες της Εν-Δη, δεν είχε φύγει από το σπιτικό του και δεν είχε γνωρίσει κανέναν άλλον άνθρωπο ή πλάσμα εκτός από τον πατέρα του. Η ώρα είχε περάσει. Ο Σαλαθιήλ ένοιωθε μικρές ενοχλήσεις στο στομάχι του κι αποφάσισε πως είχε έρθει πια η ώρα να σπάσει την ευγενική απομόνωση του πατέρα του και να τον καλέσει για δείπνο. Πήγε στην κάμαρά του. Ήταν το πιο όμορφο δωμάτιο του ταπεινού αρχοντικού τους. Απορούσε πράγματι ο Σαλαθιήλ πώς κατάφερνε ο πατέρας του να διατηρεί μέσα σε μια τέτοια μοναδική υπεροχή αυτή την κάμαρα με την έκπαγλή της γυμνότητα, με τα πάλλευκα, ατλαζένια σεντόνια, τη ζωγραφιά της μητέρας του από έναν ζητιάνο, το κουτσό, πληγωμένο κομοδίνο και τα κεριά που ρόδινα χάιδευαν τους μαλακούς τοίχους μ ένα φως λεπτό και ευαίσθητο όσο τα μέσα του πατέρα του. Δεν τον βρήκε εκεί. Έψαξε και στο υπόλοιπο σπίτι. Τον κάλεσε πολλές φορές, σε μια στιγμή νόμισε πως α- στειευόταν και πως θα ξεφύτρωνε από καμιά γωνιά με δυο- 11
τρεις λευκούς σκίουρους να κρέμονται από τους ώμους του πλαταγίζοντας τη γλώσσα τους χλευαστικά. Είχε εξημερώσει ο Ελιακείμ κάμποσα από αυτά τα τρελά πλασματάκια, που κοιμούνται τεμπέλικα ίσαμε έντεκα φορές τη μέρα στις κουφάλες των βελανιδιών. Τα είχε εκπαιδεύσει να κρύβονται κάτω από τα χαλιά ή πίσω από τα έπιπλα που κοιμόντουσαν μες στο σκοτάδι των ορεξάτων του απογεμάτων. Σίντα ο γιος του περνούσε, τούτα τον έφτυναν ή τον τσιμπούσαν, μα ποτέ δεν τον πονούσαν. Άνοιξε την εξώπορτα, αρκετά παραξενευμένος. Αντίκρισε τον πατέρα του στη ρίζα μιας κοντινής βαλανιδιάς. Ήταν ασάλευτος. Χαμογέλασε μόνος του και φώναξε περιπαικτικά, μα με μια τρυφερότητα γνώριμη πολύ: «Πατέρα, έφαγα τον κόσμο να σε βρω κι εσύ ξεράθηκες στον ύπνο.» Και γέλασε μόνος του πάλι. Το χαχανητό του ακούστηκε παράταιρο μες στη σιωπή της ήσυχης νυχτιάς. Αίφνης σοβάρεψε. Κανένα φληνάφημα από κάποιο περαστικό νυχτοπούλι, κανένα σάλτο ή κραυγή από τους άσπονδους εχθρούς του, τους λευκούς σκίουρους. Καμία ανταπόκριση από το ασάλευτο κορμί του πατέρα του, του Ελιακείμ. Προχώρησε αργά προς το μέρος της γέρικης δρυός και κοκάλωσε μπρος στο άψυχο κουφάρι του πατέρα του. Μια πληγή απ όπου ανάβλυζε γαλαζωπό αίμα έχασκε στο 12
στήθος του. Το δέρμα είχε φουσκώσει και κάμποσες ά- σχημες γρατζουνιές φαίνονταν κάτω από τα σκισμένα ρούχα. Ο γιος έμεινε για ώρα καρφωμένος μπροστά στον πατέρα του αντικρίζοντας την αγριότερη σκηνή της ζωής του. Τον μοναδικό άνθρωπο που αγάπησε, παραιτημένο, σκοτωμένο κατά γης. Σωριασμένο σαν τσουβάλι στη ρίζα του δέντρου όπου είχε καταφέρει να συρθεί. Το χρώμα σ ολάκερο το κέρινο πια κορμί του ήταν υπόλευκο, αρρωστημένο τόσο που τρόμαζε τον Σαλαθιήλ και τον απέτρεπε να αγγίξει το βασανισμένο κορμί του ανθρώπου που κάποτε φάνταζε στα μάτια του σαν θεός. Η αρχική έκπληξη ήταν τόση που δεν αντιλήφθηκε πόσο γδαρμένο και βασανισμένο ήταν το κουφάρι του Ε- λιακείμ. Μες από τις σκισμένες λουρίδες φάνταζε η πληγή σαν αναμασημένο κρέας. Τα μάτια του νεκρού φανέρωναν τον φόβο αυτού που αργοπέθαινε περιμένοντας με πόνο έκτακτο και φρικιαστικό το θάνατο του. Ο Σαλαθιήλ έκανε εμετό δίπλα στο πτώμα. Έπεσε στο έδαφος και κλαψούριζε, τον έκαιγε η ψυχή του. Το μυαλό του δεν δούλευε, δεν μπορούσε να καταλάβει τι είχε συμβεί. Δεν αντίκριζε μονάχα έναν απλό θάνατο, αλλά μια ά- γρια, παράξενη δολοφονία. Το πορφυρό αίμα του πατέρα του είχε μετατραπεί σ ένα γαλάζιο υγρό που κατά περίεργο τρόπο μύριζε ό- μορφα. Μια μυρουδιά απέραντου ωκεανού πλανιόταν στον αέρα, μια θαλασσινή αύρα που αχαλίνωτη γιόμιζε το μέ- 13
ρος με σκέψεις για καράβια που πέθαναν πάνω σε πονηρούς θαλασσόβραχους και γέρους που δεινοπάθησαν διασχίζοντας τα κύματα με σκοπό μια θαλερή ζωή. Ο νεαρός άνδρας, αποκαμωμένος από τον πόνο και τον θρήνο, με μύριες σκέψεις να βασανίζουν το μυαλό του, αποκοιμήθηκε δίπλα στο άψυχο σώμα του πατέρα του. Βυθίστηκε σ έναν ύπνο βαρύ, μα ήσυχο. Δίχως όνειρα κύλησε η νυχτιά μέχρι το κακό χάραμα, οπότε και ξύπνησε πονεμένος όσο ποτέ. Ο Σαλαθιήλ, αν και έζησε μια μαλθακή ζωή ζωή που του είχε εξασφαλίσει ο πατέρας του πουλώντας τα γραπτά του στην Αγορά της Ερμ δεν ήταν ένα αγόρι που θα κατέρρεε σε μια τέτοια δύσκολη και κρίσιμη στιγμή. Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκε ήταν το στομάχι του. Είχε να βάλει κάτι στο στόμα του πάνω από δώδεκα ώρες και η αυθάδική του πείνα, δίχως φραγμό πάντα, τον πίεζε να καταβροχθίσει τις λιχουδιές που μαζεύανε συχνά από τα Σκουροπράσινα Δάση. Πήγε στην αποθήκη δίπλα στο μικρό τους σπιτικό και άνοιξε μια μικρή κασέλα. Μέσα είχε διάφορα γλυκίσματα και καρπούς που δωρίζανε οι λευκοί σκίουροι στον πατέρα του. Μόλις καταλάγιασε λίγο ο πόνος στην κοιλιά, αναρωτήθηκε φωναχτά: «Τα ζωντανά που πήγαν άραγε;» Βγήκε έξω και πλησίασε γοργά το πτώμα, με απαλές όμως κινήσεις για να μην τρομάξει τους σκίουρους. Χώθη- 14
κε μες στο δάσος και, μόλις έκανε μερικά βήματα, βρήκε κάμποσους λευκούς σκίουρους, μαζεμένους μπροστά από έναν ασημένιο θάμνο. Ήταν πετρωμένοι. Τους άγγιξε κι ήταν σκληροί και κρύοι σαν μαρμάρινο άγαλμα, σαν βαλσαμωμένοι. Τα ερωτήματα διαδέχονταν το ένα το άλλο Έπρεπε να δράσει γρήγορα. Αυτό που συνέβαινε ξεπερνούσε και τον αγριότερο εφιάλτη του. Δεν ένιωθε καταραμένος ή χτυπημένος, σαν ένας θνητός διαλυμένος απ τη σύγκρουση με την πολύ ισχυρότερη μοίρα του. Ο χαμός του πατέρα του, η απίθανη και στυγνή εξαφάνιση της ύπαρξής του, ανέτρεπαν τη ζωή του αδιάντροπα και ωμά, σαν τη γέννηση μιας συνοικίας πάνω σ ένα θαλερό άλσος. Τίποτα δεν φάνταζε φυσικό, όπως πριν. Τί έπρεπε να κάνει; Πού να πάει ή σε ποιον να απευθυνθεί; Μέχρι να γυρίσει στην αποθήκη, είχε ήδη καταστρώσει ένα σχέδιο στο μυαλό του. Έβγαλε πρώτα πρώτα την κασέλα με τα τρόφιμα έξω από το ξύλινο χτίσμα και έβαλε όσα από αυτά μπορούσε μέσα σ έναν πάνινο σάκο. Έπειτα πλησίασε το κορμί του Ελιακείμ και έκανε να το σηκώσει. Δεν μπόρεσε με την πρώτη. δάκρυα ήλθαν στα μάτια του και το άφησε να πέσει στο έδαφος. Με έναν γδούπο σωριάστηκε ο πατέρας χάμω κι ο γιος έπεσε πάνω του αγκαλιάζοντας τον όσο περισσότερο μπορούσε, φιλώντας του το βασανισμένο, αγαλήνευτο πρόσωπο, ζητώντας του συγνώμη που τον είχε πονέσει. 15
Του πήρε μερικά λεπτά να συνέλθει. Η δεύτερη προσπάθεια πέτυχε. Τον σήκωσε στα μπράτσα του, βάζοντας όση δύναμη μπορούσε, γιατί γνώριζε πως έπρεπε να κάνει ένα από τα τελευταία πράματα που του όφειλε, δηλαδή να του δώσει ένα αξιοπρεπές τέλος χωρίς τη μεταθανάτια επέλαση στο κορμί των θνητών: τη βρομιά, τη δυσωδία και τα σκουλήκια. χωρίς τη βαθμιαία, φριχτή φθορά του ρωμαλέου και δυνατού κορμιού του. Τον μετέφερε μέσα, τον ξάπλωσε στο κρεβάτι του και τον φίλησε στο μέτωπο για μια τελευταία φορά. Οι ρόλοι σαν να είχανε αντιστραφεί τώρα πια και καληνύχτιζε τον πατέρα του όπως άλλοτε ο τελευταίος τον παρηγορούσε και θώπευε τις σκοταδερές ασέληνες νύχτες των εφιαλτικών και μοναχικών του παιδικάτων. Για άλλη μια φορά γύρισε στην αποθήκη, άρπαξε από χάμω την άδεια πια κασέλα των τροφίμων και τη βούτηξε σ ένα βαρέλι με ποσειδώνιο λάδι. Ξαναγύρισε στο δωμάτιο που είχε αφήσει τον νεκρό και το ριξε όλο πάνω στο ταλαιπωρημένο σώμα. Αυτό συνεχίστηκε όλο το πρωινό. Ράντισε ολάκερο το δωμάτιο, από άκρη σε άκρη. Στη συνέχεια μούσκεψε όλο το αρχοντικό με λάδι. Κατάκοπος, κολάτσισε μες στην αποθήκη δίπλα στο γιγάντιο βαρέλι που σχεδόν άδειο πια μπορούσε να χωρέσει άνθρωπο. Πριν ο ήλιος νικηθεί από το ορμητικό δειλινό ο Σαλαθιήλ έκαψε το σπίτι που έζησε για σχεδόν δυο δεκαετίες, 16
το σπίτι που πέθανε η μητέρα του στη γέννα, το σπίτι που μεγάλωσε, το σπίτι που τελικά έχασε κάθε αξία και σημασία γι αυτόν. κι αυτό γιατί ο Ελιακείμ του είχε εμφυσήσει την αδιαφορία για οτιδήποτε υλικό, ακόμα και για την ίδια του την ιδιοκτησία. Μουδιασμένος, δεν μπόρεσε καν να συγκρίνει τη διαφορά της απώλειας: έχασε τον πατέρα του, τον μοναδικό συγγενή του, τον άνθρωπο που ενσάρκωνε την αγάπη και τη δικαίωση του νοήματος της ίδιας του της ύπαρξης. Κατέστρεψε και το ζεστό σπιτικό του που μπρος στη νεότητα και τη λάμψη της εφηβικής βεβαιότητας φάνταζε αιώνιο. Η ζωή του δεν άλλαξε απλώς χρώμα, μα διέλυσε κάθε υποψία απόχρωσης πάνω στη λεπτή υφή των πραγμάτων. Δεν είχε σημασία το σπιτικό ή η γαλήνη. Η συνέχεια και ο ανεκτικός καημός. Κάτι άλλο μονάχα μετρούσε. Αφότου μάζεψε κάμποσα φρούτα από το δάσος, ανέβηκε στην κορφή του όρους της Κυλλήνης και κατευθύνθηκε προς τη σπηλιά, όπου ο πατέρας του είχε κρύψει μερικά αργυρά νομίσματα για ώρα ανάγκης. Πέρα από την απέχθεια για τον απτό πλούτο, ο Ελιακείμ, με καθαρό μυαλό, σκεφτόταν πάντοτε τον γιο του. Από την κορυφή του όρους, είδε στα αριστερά του τον μαύρο καπνό που ανέδιδε το σπιτικό το οποίο χάθηκε μεμιάς μαζί με τον αφέντη του. Πιο πέρα εκτείνονταν ως εκεί που έφτανε το μάτι του τα θαυμάσια και φιλόξενα Σκουροπράσινα Δάση, αδέλφια της Φύσης μονιασμένα τόσο 17