ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΕΝΑΛΛΑΓΗ, ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΕΣ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΕΣ KAI ΔΙΑΓΛΩΣΣΑ: ΑΚΟΜA ΜΙΑ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ «ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ».



Σχετικά έγγραφα
Περιεχόμενα !"#$%&%'(((((((((((((((((((((((((((((((((((((((((((((((((((((((((((((((((((((((((((((((((((((((( )!

Ε Έκδοση 1.0 / ΣΥΝΤΑΞΗ ΚΑΙ ΥΠΟΒΟΛΗ ΜΗΤΡΩΟΥ ΕΡΓΟΥ 01 ΓΕΝΙΚΑ 01 ΓΕΝΙΚΕΣ Ο ΗΓΙΕΣ ΓΕΝΙΚΗ ΙΕΥΘΥΝΣΗ ΥΠΟ ΟΜΗΣ ΙΕΥΘΥΝΣΗ ΓΡΑΜΜΗΣ

Δράση 1.2. Υλοτομία και προσδιορισμός ποσοτήτων υπολειμμάτων.

ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ. «Ελαιόλαδο το χρυσάφι στο πιάτο μας» Παραγωγή Ελαιολάδου

ΠΟΛΙΤΙΚΉ ΠΑΙΔΕΙΑ. Α Γενικού Λυκείου και ΕΠΑ.Λ. Καζάκου Γεωργία, ΠΕ09 Οικονομολόγος

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ υπ' αριθμ. ΣΜΕ 1 / 2011 για τη σύναψη ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΜΙΣΘΩΣΗΣ ΕΡΓΟΥ

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑΤΟΣ ΔΙΔΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΑΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ

Ενότητα 2. Γενικά Οργάνωση Ελέγχου (ΙΙ) Φύλλα Εργασίας Εκθέσεις Ελέγχων

cm U Βασιλική Χάλαζα Α.Μ ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΣΤΗ ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗ ( ) ΚΡΑΤΟΣ ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΣΥΣΤΗΜΑ ΔΙΑΓΝΩΣΗΣ ΑΝΑΓΚΩΝ ΑΓΟΡΑΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΠΑΡΑΔΟΤΕΟ ΕΘΝΙΚΟΥ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΥ

03-00: Βιομάζα για παραγωγή ενέργειας Γενικά ζητήματα εφοδιαστικών αλυσίδων

Πρώτη διδακτική πρόταση Χρωματίζοντας ένα σκίτσο

Α. ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟ ΚΟΙΝΟΠΡΑΞΙΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΩΝΥΜΙΑ

ΟΔΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΛΟΓΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΘΕΜΑΤΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΝΑΠ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΓΝΩΣΤΙΚΩΝ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΩΝ ΣΤΑ ΣΥΜΠΛΕΓΜΑΤΑ ΤΑΞΕΩΝ

ΤΙΜΟΛΟΓΙΟ ΜΕΛΕΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙ ΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ «ΥΓΡΟΜΟΝΩΣΕΙΣ ΕΡΓΟ:

Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών

Επαρχιακός Γραμματέας Λ/κας-Αμ/στου ΠΟΑ Αγροτικής

ΣΤΗΝ ΤΡΟΙΖΗΝΙΑ ΑΠΟ ΑΓ.ΕΛΕΝΗ ΕΩΣ ΤΟΝ ΚΟΜΒΟ ΚΑΛΛΟΝΗΣ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΛΙΑ ΤΟΥ ΑΡΤΙΜΟΥ. ΤΙΜΟΛΟΓΙΟ ΜΕΛΕΤΗΣ Τιμαριθμική 2012Α

ΣΤΑΘΜΟΙ ΤΟΥ ΜΕΤΡΟ - - ΑΤΤΙΚΗ - ΣΕΠΟΛΙΑ - ΑΓ. ΑΝΤΩΝΙΟΣ - - ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ - ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ


ΤΙΜΟΛΟΓΙΟ ΜΕΛΕΤΗΣ ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΟΙ

Αξιολόγηση Προγράμματος Αλφαβητισμού στο Γυμνάσιο Τρίτο Έτος Αξιολόγησης

ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΛΙΑΣ ΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ

Αξιολόγηση του Εκπαιδευτικού Έργου. Διαδικασία Αυτοαξιολόγησης στη Σχολική Μονάδα

ΑΠΟΦΑΣΗ 34750/2006 (Αριθμός καταθέσεως πράξεως 43170/2006) ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΚΟΥΣΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από

ΣΩΜΑ ΠΡΟΣΚΟΠΩΝ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ

Υλικά που χρειαζόμαστε

ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΩΝ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΜΙΑΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ

ΑΔΑ: 4ΙΦΝΚ-ΔΘ. Αθήνα, 14 Δεκεμβρίου 2010 Αριθ. Πρωτ.: Ταχυδρομική. Σταδίου 27 Διεύθυνση: Ταχυδρομικός Κώδικας: ΑΘΗΝΑ

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΘΕΜΑΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ A1. Ο συγγραφέας ορίζει το φαινόμενο του ανθρωπισμού στη σύγχρονη εποχή. Αρχικά προσδιορίζει την

Η υποστήριξη της επαγγελματικής μάθησης μέσα από την έρευνα-δράση: διαδικασίες και αποτελέσματα

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ 13 Α' ΜΕΡΟΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ ΤΟΥ 1897 ΣΤΟ ΓΟΥΔΙ

ΘΕΜΑΤΑ ΓΙΑ ΑΣΕΠ ΝΗΠΙΑΓΩΓΩΝ

62 η ΣΥΝΟΔΟΣ ΠΡΥΤΑΝΕΩΝ & ΠΡΟΕΔΡΩΝ Δ.Ε. ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΩΝ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΤΜΗΜΑΤΑ ΕΚΘΕΣΗΣ ΑΥΤΟΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΤΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΠΟΥ ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΣΥΜΠΛΗΡΩΘΟΥΝ ΑΠΟ ΤΑ ΤΜΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΕΚΠΑ

1 Επιμέλεια: Γράβαλος Βασίλειος, Χρυσανθάκης Ιωάννης

Προς όλους τους συμβολαιογράφους Δ/νση: Γ.Γενναδίου Αθήνα

ΔΗΜΟΤΙΚΕΣ & ΤΟΠΙΚΕΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΕΣ

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ. Από τα πρακτικά της με αριθμό 21ης/2013, συνεδρίασης του Περιφερειακού Συμβουλίου την Σάββατο 1 Νοεμβρίου 2013 στην Κέρκυρα.

ΠΡΟΠΟΝΗΣΗ ΜΕΘΟΔΟΙ & ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ

Η Αγορά Ηλεκτρικής Ενέργειας στην Κύπρο έχει οργανωθεί σε τομείς που υπόκεινται στις ακόλουθες ρυθμίσεις:

EΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΝΟΜΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ ΔΗΜΟΣ ΗΛΙΟΥΠΟΛΗΣ Ν.Π.Δ.Δ. «ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΣ ΑΘΛΗΤΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ (Π.Α.Ο.Δ.ΗΛ)- ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ»

Δικαιούχος: ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΓΟΝΕΩΝ & ΚΗΔΕΜΟΝΩΝ ΑΤΟΜΩΝ ΜΕ ΑΝΑΠΗΡΙΑ Ν. ΦΘΙΩΤΙΔΑΣ

Τρίτη, 2 Σεπτεμβρίου 2014 Αριθ. Τεύχους: 200 Περιεχόμενα

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΠΟΙΝΙΚΩΝ & ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ: ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΝΕΣΤΩΡ ΚΟΥΡΑΚΗΣ

35η ιδακτική Ενότητα ΕΝΟΧΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ( ΕΝΟΧΙΚΟ ΙΚΑΙΟ)

Κεφάλαιο Πέμπτο Εθνοπολιτισμική Ζωή και Εμπειρίες Ελληνικότητας των Ελληνοαυστραλών Εφήβων

ΤΑ ΕΠΙΠΕΔΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΤΩΝ ΠΟΛΥΚΥΤΤΑΡΩΝ ΟΡΓΑΝΣΙΜΩΝ ΟΙ ΖΩΙΚΟΙ ΙΣΤΟΙ 2 ο ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΗΣ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗΣ ΥΠ ΑΡΙΘΜ. ΣΟΧ

ΤΟΜΟΣ Α ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΔΙΚΑΙΟ

Πρακτικό 6/2012 της συνεδρίασης της Επιτροπής Ποιότητας Ζωής, του Δήμου Λήμνου, της 4ης Μαΐου 2012.

Αθήνα 14 Ιουνίου 2007 A.Π.

ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΕΝΟΤΗΤΩΝ Α ΤΑΞΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑ 3

5 η Ενότητα Κουλτούρα και στρατηγική

ΣΥΝΘΗΚΗ SCHENGEN (ΣΕΝΓΚΕΝ)

Ηλεκτρονική Υπηρεσία Υποβολής Αιτήσεων Εισδοχής σε Φοιτητικές Εστίες

ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗ

ΕΜΠΕΔΩΣΗ ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΚΑΛΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ. Δρ Μάριος Στυλιανίδης, ΕΔΕ

Το σχέδιο έχει ως βάση ένα ενιαίο σύστημα κλειστών αγωγών το οποίο εκτείνεται

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ. Από τα πρακτικά της με αριθμό 13ης/2012, συνεδρίασης του Περιφερειακού Συμβουλίου το Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2012 στην Κέρκυρα.

Απομόνωση χλωροφύλλης

Θεματική Ενότητα: ΠΑΙΔΕΙΑ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ - ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ

Από το ξεκίνημά του ο ΤΙΤΑΝ εκφράζει

Πρακτικό 1/2012 της συνεδρίασης της Δημοτικής Επιτροπής Διαβούλευσης του Δήμου Λήμνου,

ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΟΔΗΓΙΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΩΔΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ. Α. Αντικείμενο του εγχειριδίου

ΔΙΑΔΟΣΗ ΘΕΡΜΟΤΗΤΑΣ Φυσική Β' Γυμνασίου. Επιμέλεια: Ιωάννης Γιαμνιαδάκης

Αριθμός 9769/2014 TO ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΚΟΥΣΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Μυρσίνη Κοντογιάννη, Πρόεδρο

ΝΟΜΟΣ ΒΟΙΩΤΙΑΣ ΔΗΜΟΣ ΘΗΒΑΙΩΝ * * * * * * Αριθ. Πρωτ.16183

ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΜΑΓΝΗΣΙΑΣ & ΑΛΜΥΡΟΥ Ν.Π.Δ.Δ Νόμος 3601 Ελευθ. Βενιζέλου 7 Τηλ ΒΟΛΟΣ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΜΑΪΟΥ 2010

ΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΥΝΔΕΣΜΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΘΕΣΜΙΚΟΥ ΠΛΑΙΣΙΟΥ ΑΝΑΘΕΣΗΣ ΚΑΙ ΕΚΠΟΝΗΣΗΣ ΜΕΛΕΤΩΝ

Η ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ & ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΤΗΣ ΔΙΑΣΠΟΡΑΣ ΜΕΤΑ ΤΟΝ Β ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΠΟΛΕΜΟ ΚΑΙ Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΣΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ

Ι ΑΚΤΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΓΡΑΠΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΣΕ ΤΜΗΜΑ ΕΝΤΑΞΗΣ ΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑΣ ΕΚΠΑΙ ΕΥΣΗΣ

Τιμολόγιο Μελέτης ,00 (με ΦΠΑ) ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ (Ε.Γ.Τ.Α.Α.- ΕΘΝΙΚΟΙ ΠΟΡΟΙ) ΥΠΟΕΡΓΟ 1:

ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΚΗΣ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΣ ΕΛΛΑΔΑΣ

ΑΡΝΗΤΙΚΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΛΟΓΟΙ ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΠΡΟ- ΣΩΡΙΝΗΣ ΡΥΘΜΙΣΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ.

ΕΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΝΟΜΗ ΙΑΚΙΝΗΣΗ ΑΝΘΡΩΠΩΝ

ΤΙΜΟΛΟΓΙΟ ΜΕΛΕΤΗΣ Τιµαριθµική 2012Γ

ΑΣΤΡΟΝΟΜΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ

ΓΕΝ. ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΩΝ Αθήνα, 22 Φεβρουαρίου 2008

ΤΙΜΟΛΟΓΙΟ ΠΡΟΣΦΟΡΑΣ ΕΡΓΑΣΙΩΝ ΑΠΟΤΙΜΩΜΕΝΩΝ ΜΕ ΚΑΤ ΑΠΟΚΟΠΗ ΤΙΜΗΜΑΤΑ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΥΠΟΥ. Η ολοκληρωμένη προσέγγιση θα εφαρμοστεί με τα παρακάτω Εργαλεία

ΣΧΕΔΙΟ ΠΡΟΤΑΣΕΩΝ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΓΟΝΕΩΝ & ΚΗΔΕΜΟΝΩΝ ΕΠΙ ΤΟΥ ΠΡΟΣΧΕΔΙΟΥ ΤΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΟΥ 1 ου ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΥ ΣΗΜΕΙΩΣΗ

ΠΕΡΙΗΓΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΦΥΣΙΚΟ ΠΑΡΚΟ ΨΗΛΟΡΕΙΤΗ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΤΜΗΜΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

ΚΟΙΝΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΟΥΡΓΩΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ. Η πολιτική πρόταση και το πρόγραμμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ

Μελέτη διερεύνησης επιμορφωτικών αναγκών. Οκτώβριος 2010 Αρχική Έκδοση

2. Περίληψη των τοποθεσιών. 3. Τοποθεσίες. 4. Κάρτες εδάφους

ΟΙΚΙΣΜΟΣ ΕΞΩ ΠΟΤΑΜΟΙ

ΚΤΙΡΙΑΚΕΣ ΥΠΟΔΟΜΕΣ Α.Ε. ΓENIKH ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΡΓΩΝ Διεύθυνση Κατασκευών Έργων Υποδομών Δικαιοσύνης ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III ΤΕΧΝΙΚΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ

ΤΜΗΜΑ ΗΜΟΣΙΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ & ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΡΟΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ «ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ» Θ.Ε. ΔΕΟ 10 Βασικές Αρχές Δικαίου και Διοίκησης

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ Από το υπ' αριθμ. 11/ Πρακτικό της Οικονομικής Επιτροπής Ιονίων Νήσων

Του Σταύρου Ν. PhD Ψυχολόγου Αθλητικού Ψυχολόγου

ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΟΚΗΡΥΞΗΣ αριθμ /605/ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΑΝΟΙΚΤΟΥ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΚΗΡΥΞΗ ΑΝΑΔΟΧΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΛΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ

«ΑΝΩ ΛΙΟΣΙΑ: ΤΟΠΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ, ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ, ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ»

Transcript:

ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΕΝΑΛΛΑΓΗ, ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΕΣ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΕΣ KAI ΔΙΑΓΛΩΣΣΑ: ΑΚΟΜA ΜΙΑ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ «ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ». Σταυρούλα Τσιπλάκου Τμήμα Επιστημών της Αγωγής Πανεπιστήμιο Κύπρου stav@ucy.ac.cy Abstract/Περίληψη This paper explores patterns of code-switching and code-mixing between Standard and Cypriot Greek in an attempt to determine whether these point to the emergence of a fused system or to the co-existence of two competing grammatical systems, a result of prolonged language contact. The data examined in this paper indicate that the syntax and phonetics of the superposed variety, i.e. Standard Greek, are on the losing end, and that the syntax and phonetics of the naturally-acquired variety remain largely intact. This is evidenced by the fact that code-mixing is achieved largely through morphological choices, while the strong structural constraints on phonetic and syntactic choices point to the robustness of the corresponding underlying naturalistically acquired phonetic and syntactic systems. The data can in turn be seen as evidence in favor of dissociating morphology from syntax in second language (or, in this case, second dialect ) acquisition; the data therefore constitute counterevidence to the proposal that the acquisition of overt surface morphology triggers the acquisition of related syntactic features. 1. Εισαγωγή Η σχέση μεταξύ της κυπριακής διαλέκτου και της Κοινής Νέας Ελληνικής ήταν και εξακολουθεί να είναι σχέση κοινωνικής διγλωσσίας (diglossia Arvaniti 2002, Newton 1972, Terkourafi 2005, Tsiplakou 2006, Tsiplakou κ. ά. 2006). Η (κοινωνιο)γλωσσική κατάσταση στην ελληνόφωνη Κύπρο φαίνεται ότι εξακολουθεί να πληροί τα κριτήρια της κλασσικής κοινωνικής διγλωσσίας (Ferguson 1959), καθώς (α ) υφίσταται ακόμα η διάκριση ανάμεσα στη φυσική κατάκτηση της υποκείμενης ποικιλίας (της διαλέκτου) και στην μετέπειτα εκμάθηση της υπερκείμενης ποικιλίας (της Κοινής Νέας Ελληνικής), (β ) υπάρχει ακόμα λειτουργική διαφοροποίηση των δύο ποικιλιών ανάλογα με το πεδίο χρήσης (δημόσιο ή ιδιωτικό, επίσημο ή ανεπίσημο κτλ.), (γ ) η υπερκείμενη ποικιλία εξακολουθεί να 1195

συσχετίζεται με υψηλό κοινωνικό γόητρο, (δ ) δε γίνονται επίσημες ενέργειες για ορθογραφική και γραμματική τυποποίηση της διαλέκτου, κτλ. 1 Πρόσφατες ωστόσο έρευνες έχουν δείξει ότι στη σύγχρονη κυπριακή επικρατούν τάσεις ισοπέδωσης (levelling) των τοπικών ιδιωμάτων και, συνακόλουθα, εμφανίζεται μια παγκύπρια κοινή (koiné) ποικιλία, η οποία φαίνεται ότι είναι δομικά μεικτή (Terkourafi 2005, Tsiplakou κ. ά. 2006). H ισοπέδωση των ιδιωμάτων και η εμφάνιση της κυπριακής κοινής είναι αποτέλεσμα εκτεταμένης γλωσσικής επαφής με την Κοινή Νέα Ελληνική, και οι δυο αυτές διαδικασίες φαίνεται ότι επιταχύνθηκαν λόγω των απότομων γεωπολιτικών, δημογραφικών και κοινωνικών αλλαγών μετά τα γεγονότα του 1974. Η παρούσα έρευνα εστιάζεται στις δομικές μείξεις στοιχείων από τα δύο συστήματα, τη διάλεκτο και την Κοινή Νέα Ελληνική οι μείξεις αυτές επιφανειακά τουλάχιστον μοιάζουν με μείξη κωδίκων (codemixing), η οποία όμως είναι δύσκολο να ερμηνευθεί πραγματολογικά ή συνομιλιακά. Στην εργασία αυτή προτείνω ότι τα δεδομένα που εξετάζω παραπέμπουν στην ύπαρξη ανταγωνιστικών γραμματικών (competing grammars βλ. ενδεικτικά Kroch & Taylor 1997, 2000), και επιχειρώ μια πρώτη διερεύνηση του συγκεκριμένου είδους «ανταγωνισμού» ανάμεσα στις δύο ποικιλίες. Υποστηρίζω ότι οι μεικτές ή υβριδικές δομές της κοινής κυπριακής που εξετάζω μπορούν να ερμηνευθούν επαρκέστερα αν αντιμετωπιστούν ως δομές διαγλώσσας (interlanguage). 2. Γλωσσική εναλλαγή σε συνθήκες γλωσσικής επαφής Ο όρος γλωσσική εναλλαγή (language alternation Auer 1999) 2 είναι ένας γενικευτικός περιγραφικός όρος που αναφέρεται σε μια ευρεία ποικιλία γλωσσικών φαινομένων όπως η διαπροτασιακή εναλλαγή κωδίκων (intersentential code-switching), η ενδοπροτασιακή (intrasentential) εναλλαγή ή, αλλιώς, μείξη κωδίκων (code-mixing βλ. Poplack 2000, Muysken 2000, Myers-Scotton 2002) ή ακόμα και η εναλλαγή μεταξύ διαλέκτων και επιπέδων ύφους (Alvarez-Cáccamo 1998, Meeuwis & Bloomaert 1998). Η ανάγκη για ένα τέτοιο γενικευτικό όρο προκύπτει από το γεγονός ότι μια μεγάλη γκάμα από φαινομενικά διακριτές πτυχές της γλωσσικής εναλλαγής όχι μόνο εμφανίζεται σε επιφανειακά πολύ διαφορετικές γλωσσικές κοινότητες και γλώσσες ή ποικιλίες, αλλά επίσης μπορεί να εξυπηρετεί παρόμοιους πραγματολογικούς ή συνομιλιακούς σκοπούς. Στην εργασία αυτή 1 Αντίστοιχη είναι η γλωσσική κατάσταση στην τουρκοκυπριακή κοινότητα, όπου υπάρχει σαφής γλωσσική και κοινωνιογλωσσική διάκριση μεταξύ της τουρκοκυπριακής διαλέκτου (που ιστορικά ανήκει στην ομάδα των νοτιοδυτικών τουρκικών διαλέκτων, αλλά παρουσιάζει έντονες διαφοροποιήσεις, ιδιαιτέρα στο λεξιλόγιο και στη σύνταξη, πιθανόν από επίδραση της ελληνοκυπριακής βλ. Kappler & Tsiplakou forthcoming) και της πρότυπης τουρκικής της Τουρκίας, η οποία μαθαίνεται στο σχολείο. Τα σχολικά βιβλία της γλώσσας εισάγονται από την Τουρκία και η τουρκική είναι η γλώσσα γοήτρου (βλ. Gautier-Kizilyürek & Kizilyürek 2004). Οι ομιλήτριες χαρακτηρίζουν την τουρκική ως Istanbul Türkçesi (τουρκικά της Κωνσταντινούπολης) και την τουρκοκυπριακή ως K br sl (κυπριακά) ή και köylü (χωριάτικα). 2 Βλ. Muysken 2000 για μια διαφορετική χρήση του όρου. 1196

χρησιμοποιώ γενικευτικά τον όρο γλωσσική εναλλαγή καθώς (α ) το κύριο ζητούμενο δεν είναι η κοινωνιογλωσσολογική η συνομιλιακή ανάλυση των δεδομένων και η απόπειρα διαφοροποίησης μεταξύ της εναλλαγής και της μείξης κωδίκων ως ενδεικτών με διακριτές πραγματολογικές / συνομιλιακές λειτουργίες, αλλά η απόπειρα ανάλυσης των γλωσσικά υβριδικών δεδομένων που εξετάζω ως προϊόντων ανταγωνιστικών γραμματικών 3 και (β ) η μορφή του σύγχρονου κυπριακού διαλεκτικού συνεχούς (βλ. 2.1) καθιστά ιδιαίτερα δυσχερή τη διάκριση μεταξύ «κωδίκων» και, κατά συνέπεια, μεταξύ εναλλαγής και μείξης (πρβλ. Alfonzetti 1998). Η διερεύνηση των ποικίλων διαστάσεων της γλωσσικής εναλλαγής μεταξύ Κοινής Νέας Ελληνικής και κυπριακής αντιμετωπίζει a priori δυσκολίες, που προκύπτουν (α ) από την ιστορική/γενετική σχέση μεταξύ των δύο ποικιλιών, που έχει ως αποτέλεσμα πολύ μεγάλες ομοιότητες κα επικαλύψεις στη φωνολογία, στη μορφολογία, στη σύνταξη και στο λεξιλόγιο (β ) από τις διαδικασίες ισοπέδωσης των τοπικών ιδιωμάτων και εμφάνισης της παγκύπριας κοινής (Terkourafi 2005, Tsiplakou κ. ά. 2006) αν δεχτούμε ότι η κοινή κυπριακή είναι ήδη σε μεγάλο βαθμό δομικά μεικτή, η έννοια της γλωσσικής εναλλαγής μεταξύ κυπριακής κοινής και Κοινής Νέας Ελληνικής καθίσταται θεωρητικά και μεθοδολογικά αρκετά προβληματική (γ ) τέλος, αν δεχτούμε ότι η επικράτηση μιας μεικτής ποικιλίας μπορεί τελικά να οδηγήσει στην άρση της κοινωνικής διγλωσσίας, τουλάχιστον με τους κλασσικούς όρους του Ferguson (1959), τότε η έννοια της λειτουργικής διαφοροποίησης των δύο ποικιλιών ανάλογα με το πεδίο χρήσης ή παρόμοιες κοινωνιογλωσσικές συνιστάμενες δεν είναι μεθοδολογικά ιδιαίτερα χρήσιμη στην ανάλυση των μηχανισμών και των μορφών της γλωσσικής εναλλαγής μεταξύ της υπερκείμενης και της υποκείμενης ποικιλίας. 2.1. Το κυπριακό διαλεκτικό συνεχές Παραδοσιακά η ελληνοκυπριακή διάλεκτος περιγράφεται ως ένα γεωγραφικό διαλεκτικό συνεχές, που αποτελούνταν κάποτε από δεκαοκτώ τοπικά ιδιώματα (Κοντοσόπουλος 1969) ή βασιλέκτους, τα οποία οι ομιλήτριες χαρακτήριζαν συλλήβδην χωρκάτικα, ενώ ο όρος ελληνικά περιέγραφε τα ελληνικά της Ελλάδας, την Κοινή Νέα Ελληνική. Ο Newton (1972) ωστόσο αναφέρει την ύπαρξη μιας «μητροπολιτικής» κυπριακής ποικιλίας, βασισμένης στο ιδίωμα της Μεσαορίας και της Λευκωσίας, την οποία οι πληροφορητές του χαρακτήριζαν town speech, δηλαδή ως κάποιου είδους «πρότυπη» ή «επίσημη» κυπριακή. Αν και ο Newton δεν αναφέρει κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ποικιλίας αυτής, μπορούμε να εικάσουμε ότι οι (κοινωνιο)γλωσσικές βάσεις της παγκύπριας κοινής είχαν ήδη τεθεί από τη δεκαετία του εξήντα, αν όχι νωρίτερα, και η διαδικασία επιταχύνθηκε μετά το 1974 (για τις 3 Βλ. Tsiplakou (in press) για μια προσέγγιση από τη σκοπιά της Ανάλυσης Συνομιλίας (Conversation Analysis). 1197

δημογραφικές, κοινωνικές και άλλες παραμέτρους που οδηγούν στη δημιουργία κοινών βλ. Kerswill & Williams 2000, 2005, Siegel 2001, Tuten 2003, Terkourafi 2005). Οι Tsiplakou κ. ά. (2006) υποστηρίζουν ότι το σύγχρονο κυπριακό διαλεκτικό συνεχές δεν αποτελείται πλέον από διακριτές γεωγραφικές βασιλέκτους αλλά από επίπεδα ύφους (registers), από τα οποία τα πιο βασιλεκτικά είναι αντιληπτά ως πιο κυπριακά ή/και χωρκάτικα, χωρίς όμως να συνδέονται με κάποια συγκεκριμένα τοπικά ιδιώματα η ισοπέδωση των γεωγραφικών βασιλέκτων συσχετίζεται άμεσα με την εμφάνιση της κοινής κυπριακής, και τα πιο ακρολεκτικά επίπεδα της τελευταίας είναι δομικά μεικτά. Το ερώτημα που προκύπτει επομένως είναι αν και κατά πόσον η ακρόλεκτος του κυπριακού διαλεκτικού συνεχούς περιλαμβάνει κάποια στοιχεία της Κοινής Νέας Ελληνικής. Η εξέταση της γλωσσικής εναλλαγής και η διερεύνηση της έννοιας των ανταγωνιστικών γραμματικών στην παρούσα εργασία αποτελεί μια πρώτη απόπειρα να απαντηθεί το ερώτημα αυτό. Από κοινωνιογλωσσική σκοπιά, αξίζει να σημειώσουμε ότι οι φυσικές ομιλήτριες της κυπριακής έχουν σαφή επίγνωση της ύπαρξης υφολογικής ποικιλίας εντός του διαλεκτικού συνεχούς και υπάρχουν συγκεκριμένοι ημικοί (emic) όροι για τα διάφορα επίπεδα ύφους, με βάση το πόσο προσεγγίζουν την Κοινή Νέα Ελληνική ή πόσο αποκλίνουν από αυτήν έτσι, υπάρχουν κυπριακά χωρκάτικα, δηλαδή βασιλεκτικά από κοινωνιογλωσσική άποψη, και συσταρισμένα («τακτοποιημένα») ή/και ευγενικά, δηλαδή ακρολεκτικά ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο νέος ημικός όρος ελληνικά της Κύπρου, που αναφέρεται στην Κοινή Νέα Ελληνική όπως αυτή μιλιέται στην Κύπρο, δηλαδή ουσιαστικά εκφράζει την πεποίθηση των ομιλητριών ότι σε συγκεκριμένες περιστάσεις επικοινωνίας μιλούν αβίαστα την Κοινή Νέα Ελληνική όσον αφορά τη μορφολογία, τη σύνταξη, το λεξιλόγιο και την προφορά, με εξαίρεση συγκεκριμένα τεμαχιακά και υπερτεμαχιακά στοιχεία, πράγμα που με τη σειρά του μπορεί να δηλώνει την πεποίθηση των ομιλητριών ότι η Κοινή Νέα Ελληνική (ή, τουλάχιστον, το λεξιλόγιο, η μορφολογία και η σύνταξή της) είναι μέρος της κυπριακής ακρολέκτου. 4 3. Η γραμματική της σύγχρονης κυπριακής Οι παραπάνω κοινωνιογλωσσικές τοποθετήσεις δεν παρέχουν παρά μόνο μια αρκετά αβέβαιη ένδειξη σχετικά με τη «μεικτή» φύση της κοινής κυπριακής, ή, τουλάχιστον, των ακρολεκτικών επιπέδων του κυπριακού συνεχούς. Η αμιγώς γλωσσολογική ανάλυση, όπως 4 Είναι ενδιαφέρον ότι ο όρος ελληνικά της Κύπρου έχει διαφορετικό περιεχόμενο από τον όρο καλαμαρίστικα, δηλαδή τα ελληνικά που μιλούν οι Ελλαδίτες, οι καλαμαράδες. Στη συνείδηση των ομιλητριών τα καλαμαρίστικα, και ιδίως το ρήμα καλαμαρίζω, αναφέρονται στην (επιτυχή) μίμηση της «ελλαδίτικης» προφοράς, και ιδίως των υπερτεμαχιακών στοιχείων. Και πάλι ο όρος υποδεικνύει ότι αυτό που τοποθετείται εκτός κυπριακού συνεχούς είναι απλώς κάποια στοιχεία προφοράς, ενώ η μορφοσύνταξη της Κοινής Νέας Ελληνικής θεωρείται μέρος του φυσικού ρεπερτορίου της φυσικής ομιλήτριας της κυπριακής. 1198

θα δούμε στη συνέχεια, παρέχει σοβαρές ενδείξεις ότι το φωνητικό/φωνολογικό και το συντακτικό σύστημα παραμένουν σε μεγάλο βαθμό «κυπριακά», ενώ το μορφολογικό σύστημα τείνει σε μεγάλο βαθμό να προσεγγίσει το σύστημα της Κοινής Νέας Ελληνικής. Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον ότι η επιτυχής κατάκτηση και χρήση της μορφολογίας της Κοινής Νέας Ελληνικής δεν φαίνεται να συνεπάγεται δραματικές αλλαγές στην κυπριακή σύνταξη. Το φαινόμενο αυτό μας οδηγεί στην υπόθεση ότι η κατάκτηση της επιφανειακής μορφολογίας δεν οδηγεί σε πλήρη κατάκτηση των αντίστοιχων συντακτικών χαρακτηριστικών της Κοινής Νέας Ελληνικής. 3.1. Συμπληρωματικά ή ανταγωνιστικά φωνητικά συστήματα; Το φωνητικό και φωνολογικό σύστημα της κυπριακής 5 φαίνεται ότι παραμένει κατά βάση ανεπηρέαστο από την επαφή με το αντίστοιχο της Κοινής Νέας Ελληνικής. Η παραπάνω διαπίστωση τεκμηριώνεται από πληθώρα δεδομένων από τον ακρολεκτικό πόλο του κυπριακού διαλεκτικού συνεχούς, όπου, κατά τεκμήριον, εμφανίζεται η γλωσσική εναλλαγή. Έτσι, για παράδειγμα, τα μακρά ή «δασέα» σύμφωνα (geminates) κυριαρχούν ακόμα και στην ακρολεκτική γλωσσική παραγωγή. Αυτό ενδεχομένως συμβαίνει γιατί η μακρότητα / «δασύτητα» του συμφώνου έχει φωνημική αξία στην κυπριακή, π.χ. [éval:a] «έβαζα» αλλά [évala] «έβαλα» ή [kúp h a] «κούπα» αλλά [kúpa] «είδος φαλάφελ». Η «δάσυνση» είναι επίσης υποχρεωτική σε συμφωνικά συμπλέγματα που αποτελούνται από δύο άηχα κλειστά, π.χ. [ˈpt h osi] «πτώση». Αν και υπάρχει σαφής μεταγλωσσική επίγνωση ότι τα δασέα και μακρά σύμφωνα δεν αποτελούν μέρος του φωνητικού συστήματος της Κοινής Νέας Ελληνικής, η δασύτητα και η μακρότητα κυριαρχούν ακόμα και σε γλωσσική παραγωγή που βρίσκεται στον ακρολεκτικό πόλο του συνεχούς. Επίσης, όπως είναι γνωστό, η κυπριακή δε διαθέτει τα ηχηρά κλειστά [b], [d] και [g]/[ɟ], αλλά μόνο τα αντίστοιχα άηχα [p], [t] και [k]/[c] (π.χ. [paˈpas] αλλά όχι [baˈbas] «μπαμπάς»). Φυσικά στην Κοινή Νέα Ελληνική υπάρχουν τα προερρινοποιημένα αλλόφωνα των ηχηρών κλειστών [ m b], [ n d] και [ ŋ g]/[ ɲ ɟ], με συγκεκριμένη κοινωνιογλωσσική ή/και 5 Το λεξιλόγιο δεν μπορεί να συμπεριληφθεί στην παραπάνω συζήτηση, για τους εξής λόγους: (α ) υπάρχει τεράστια επικάλυψη στο λεξιλόγιο των δύο ποικιλιών (β ) η ύπαρξη λεξικών ζευγών (lexical doublets πρβλ. Ferguson 1959), π.χ. όξινο : λεμόνι ή μάππα : μπάλα, δεν παραπέμπει απαραίτητα σε σαφή διάκριση των δύο ποικιλιών καθώς είναι δύσκολο να ισχυριστούμε ότι η λέξη που ανήκει στο λεξιλόγιο της υπερκείμενης ποικιλίας δεν αποτελεί επίσης μέρος του φυσικά κατακτημένου λεξιλογίου της κυπριακής και (γ ) υπάρχει «επίσημο» κυπριακό λεξιλόγιο (π.χ. αφυπηρετώ «συνταξιοδοτούμαι» ή εισδοχή «εισαγωγή» βλ. και Arvaniti 2002) που δεν είναι μορφοφωνολογικά διαλεκτικό αλλά ούτε ανήκει στο λεξιλόγιο της Κοινής Νέας Ελληνικής είναι ενδιαφέρον ότι οι φυσικές ομιλήτριες της κυπριακής θεωρούν ότι το λεξιλόγιο αυτό είναι κοινό και στις δύο ποικιλίες και συνήθως αγνοούν την ύπαρξη διαφορετικών τύπων στην Κοινή Νέα Ελληνική. (βλ. Tsiplakou (forthcoming) για περισσότερες λεπτομέρειες). 1199

γεωγραφική κατανομή. Στην κυπριακή επίσης εμφανίζονται τα προερρινοποιημένα αλλόφωνα, συνήθως ως αποτέλεσμα αφομοίωσης ενός [n] που προηγείται, π.χ. [to m bapá] < [ton papá] «τον παπά». Ωστόσο, τα προερρινποιημένα αλλόφωνα εμφανίζονται και σε περιβάλλοντα όπου η προερρινοποίηση δεν είναι αποτέλεσμα αφομοίωσης του [n], π.χ. [o m ba m bás] «ο μπαμπάς». (Arvanti 2002, Tsiplakou forthcoming), και αυτό φαίνεται ότι είναι χαρακτηριστικό της ακρολέκτου. Είναι ενδιαφέρον ότι οι Κύπριες ομιλήτριες θεωρούν ότι η προερρινοποίηση είναι κοινό χαρακτηριστικό της κυπριακής και της Κοινής Νέας Ελληνικής, αν και αυτό δεν ισχύει πάντα, εφόσον στην Κοινή Νέα Ελληνική δεν επιτρέπεται προερρινοποίηση στην αρχή λέξης και χωρίς να προηγείται [n] (π.χ. *[ m ba m bás]). Δεδομένα όπως τα παραπάνω δείχνουν ότι, τουλάχιστον στην ακρόλεκτο της κυπριακής, έχουμε υπεργενίκευση στοιχείων που είναι κοινά και στις δύο ποικιλίες η υπεργενίκευση της φωνητικής διαδικασίας της προερρινοποίησης έχει ως αποτέλεσμα μια μερική προσέγγιση της προφοράς της Κοινής Νέας Ελληνικής, αλλά χωρίς να οδηγεί σε αποτελέσματα που είναι εκτός του φωνητικού συστήματος της κυπριακής. 6 3.2. Η μορφολογία Αν και οι μορφολογικές διαφορές μεταξύ της κυπριακής και της Κοινής Νέας Ελληνικής είναι σημαντικές (βλ. Tsiplakou 2006), στην ακρολεκτική παραγωγή παρατηρούμε αφενός επιτυχή χρήση της μορφολογίας της Κοινής Νέας Ελληνικής και αφετέρου μορφολογικές μείξεις στις οποίες είναι ιδιαίτερα δύσκολο να αποδώσουμε συγκεκριμένες πραγματολογικές/συνομιλιακές λειτουργίες, πέρα από τη γενική λειτουργία της σηματοδότησης (indexing) του επίσημου ή ακρολεκτικού επιπέδου ύφους (βλ. Poplack 2000, Tsiplakou κ. ά. 2006, Τsiplakou forthcoming). Στα ακρολεκτικά δεδομένα που εξετάζουμε παρατηρούμε τα εξής γενικά σχήματα μορφολογικής εναλλαγής: (α) Συνεμφάνιση κυπριακών μορφημάτων και μορφημάτων της Κοινής Νέας Ελληνικής. Στο (1), η αιτιατική πληθυντικού του θηλυκού οριστικού άρθρου εμφανίζεται ως τις και ως τες: (1) na e n dopísume tis ðinatótites ce tes aðinamíes ja tes opíes θa zitísume voíθia apó tin civérnisi να εντοπίσουμε τις δυνατότητες και τες αδυναμίες, για τες οποίες θα ζητήσουμε βοήθεια από την κυβέρνηση 6 Υπάρχει πληθώρα άλλων παραδειγμάτων που δείχνουν ότι η φαινομενικά φωνητικά μεικτή παραγωγή στην ακρόλεκτο στην πραγματικότητα υπόκειται σε συστημικούς περιορισμούς της κυπριακής βλ. ενδεικτικά Tsiplakou (forthcoming) για μια εκτεταμένη συζήτηση των φωνολογικών πτυχών του κυπριακού «τσιτακισμού» και Tsiplakou & Papanicola (2008) για μια ανάλυση των συμφωνικών συμπλεγμάτων που προκύπτουν από συμφωνοποίηση υποκείμενου /i/. 1200

(β) Μορφολογικοί τύποι της Κοινής Νέας Ελληνικής εμφανίζονται σε κυπριακές συντακτικές δομές. Στο (2), η δισχιδής δομή εστίασης (focus cleft), που είναι χαρακτηριστική της κυπριακής σύνταξης (βλ. 3.3. ) εκφέρεται με το συνδετικό ρήμα είναι αντί του κυπριακού εν: (2) ta misá seminária ίne metá to mesiméri tis tetártis pu lamvánun xóra Τα μισά σεμνάρια είναι μετά το μεσημέρι της Τετάρτης που λαμβάνουν χώρα. Στο (3), ο υπερσυντέλικος χρόνος, που κατά τεκμήριον είναι χαρακτηριστικό της Κοινής Νέας Ελληνικής, καθώς η διάλεκτος δεν διαθέτει μορφολογικά περιφραστικούς γραμματικούς χρόνους, εκφέρεται με κυπριακή φωνητική ([Σ]αντί [ç] στο [íσete]) και μορφολογία (παρελθοντικό μόρφημα β πληθυντικού -ete αντί -ate στο [íσete]), και με έγκλιση του αδύνατου τύπου της προσωπικής αντωνυμίας. (βλ. Tsiplakou 2004): (3) íσete mas pi óti Είσιετε μας πει ότι (γ) Αντίστροφα, κυπριακή μορφολογία μπορεί να εμφανίζεται σε περιβάλλοντα όπου κατά τα άλλα χρησιμοποιείται η Κοινή Νέα Ελληνική. Στο (4) η γενική πληθυντικού εκφράζεται μορφολογικά με αιτιατική, που αποτελεί τυπικό χαρακτηριστικό της διαλέκτου: (4) xánumen ton élexon pléon tus ariθmús Χάνουμεν τον έλεχον πλέον τους αριθμούς. 3.3. Η σύνταξη Σε αντίθεση με τη μορφολογία, από τα δεδομένα μας προκύπτει ότι η κυπριακή σύνταξη παρουσιάζει σταθερότητα. Έτσι, η προτίμηση για τοποθέτηση του αδύνατου τύπου της προσωπικής αντωνυμίας σε θέση Tobler-Mussafia/Wackernagel επικρατεί (Tsiplakou 2006): 7 (5) α. íðes to? Είδες το; 7 Στα ακρολεκτικά δεδομένα που εξετάζω υπάρχουν ωστόσο αρκετά αντιπαραδείγματα. Η ακριβής θέση των κλιτικών αντωνυμιών στην κυπριακή είναι ένα ιδιαίτερα περίπλοκο ζήτημα τόσο στη συγχρονική όσο και στην ιστορική του διάσταση (βλ. και Pappas 2004) και απαιτεί ανάλυση πολύ πιο εκτεταμένη από ό,τι επιτρέπει η έκταση της παρούσας εργασίας. 1201

β. pót h e to íðes? Πότε το είδες; Επίσης οι ερωτήσεις μερικής αγνοίας, ιδιαίτερα αυτές που εισάγονται με το είντα «τι», έχουν δισχιδή δομή (m bu: εν που «είναι που» βλ. Tsiplakou κ. ά. forthcoming). Στην Κοινή Νέα Ελληνική, αντίθετα, έχουμε απλή μετακίνηση της φράσης π- με συνακόλουθη μετακίνηση της Κλίσης στο ΣΔ (βλ. Tsimpli 1995, Tsiplakou 1998): (6) α. í n da m bu kámnis? Είντα μ που κάμνεις; β. *í n da kámnis? Είντα κάμνεις; Τέλος, στην κυπριακή υπάρχουν δισχιδείς δομές εστίασης (focus clefts βλ. Tsiplakou κ. ά. forthcoming), αλλά όχι συντακτική εστίαση με απλή μετακίνηση του εστιασμένου στοιχείου στη Φράση Εστίασης (Focus Phrase) στην αριστερή περιφέρεια της πρότασης και με συνακόλουθη μετακίνηση της Κλίσης (βλ. Tsimpli 1995, Tsiplakou 1998): (7) α. en tin stávrin pu íða Εν την Σταύρην που είδα. β. *tin stávrin íða Την Σταύρην είδα. Στα ακρολεκτικά δεδομένα που εξετάζουμε, ωστόσο, είναι ιδιαίτερα συχνές οι περιπτώσεις δισχιδών δομών εστίασης με το συνδετικό ρήμα είναι αντί του κυπριακού εν (πρβλ. (2)), και, σπανιότερα, δισχιδείς δομές εστίασης με περαιτέρω συντακτική μετακίνηση της εστιασμένης φράσης αριστερά του συνδετικού ρήματος (βλ. και Gryllia & Lekakou 2007): (8) teliká o arçiepískopos íne pu ta ðiicí óla Τελικά ο Αρχιεπίσκοπος είναι που τα διοικεί όλα. Επίσης στα ακρολεκτικά δεδομένα εμφανίζονται με αρκετή συχνότητα ερωτήσεις μερικής αγνοίας με δισχιδή δομή αλλά με το συνδετικό ρήμα να εκφέρεται μορφολογικά στην Κοινή 1202

Νέα Ελληνική, και ακόμα να εμφανίζεται σε παρελθοντικό χρόνο, 8 σε αντίθεση με τον άκλιτο/άχρονο κυπριακό τύπο εν: (9) α. pót h e ítan pu píγate stin aθína? Πότε ήταν που πήγατε στην Αθήνα; β. tí ítan pu kámate? Τι ήταν που κάματε; 4 Ανταγωνιστικές γραμματικές και διαγλώσσα Αν τα ακρολεκτικά δεδομένα που εξετάζουμε μπορούν πράγματι να θεωρηθούν αποτέλεσμα της συνύπαρξης δύο διαφορετικών γραμματικών συστημάτων σε σχέση ανταγωνισμού (βλ. Kroch & Taylor 1997, 2000), τότε φαίνεται ότι η σύνταξη και η φωνητική/φωνολογία της φυσικά κατακτημένης ποικιλίας είναι οι πιο ισχυρές «ανταγωνίστριες», ενώ η μορφολογία παίζει το ρόλο του «διαμεσολαβητή». Ακόμα και αν θεωρήσουμε ακρολεκτικά δεδομένα όπως τα παραπάνω ως περιπτώσεις γλωσσικής εναλλαγής ή μείξης κωδίκων (πρβλ. τη συζήτηση σχετικά με το δομικά μεικτό χαρακτήρα του ακρολεκτικού πόλου της κυπριακής κοινής στην ενότητα 2.1), η μείξη αυτή επιτυγχάνεται κυρίως με μορφολογικές επιλογές, ενώ φαίνεται ότι συχνά δεν υπάρχει η δυνατότητα επιλογής συντακτικών δομών της Κοινής Νέας Ελληνικής. Για παράδειγμα, όπως είδαμε, οι αποκλειστικά διαλεκτικές δισχιδείς δομές συντακτικής εστίασης ή οι δισχιδείς δομές στις ερωτήσεις μερικής αγνοίας επιλέγονται ακόμα και όταν οι ομιλήτριες μιλούν «επίσημα» ή επιχειρούν να «καλαμαρίσουν» (βλ. 2.1). Όπως δείχνει η αφθονία παραδειγμάτων όπως τα (2), (8) και (9), η προσομοίωση της Κοινής Νέας Ελληνικής / η γλωσσική εναλλαγή / το ακρολεκτικό επίπεδο ύφους επιτυγχάνονται με μορφολογικές αλλά όχι με συντακτικές επιλογές, και από αυτή την άποψη δεδομένα όπως τα παραπάνω παραπέμπουν σε κάποια μορφή διαγλώσσας. Το ερώτημα που προκύπτει είναι ποιος είναι ακριβώς ο ρόλος της μορφολογίας στην ανάπτυξη και τη δόμηση της διαγλώσσας. Αν δεχτούμε την υπόθεση ότι τα δεδομένα που εξετάζουμε αντικατοπτρίζουν διαδικασίες και μηχανισμούς σχηματισμού ενός διαγλωσσικού συστήματος, τότε είναι προφανές ότι η επιτυχής κατάκτηση του μορφολογικού συστήματος της Κοινής Νέας Ελληνικής δε συνεπάγεται την επιτυχή κατάκτηση της σύνταξης της υπερκείμενης ποικιλίας. Δεδομένα όπως τα παραπάνω φαίνεται επομένως ότι διαψεύδουν, για παράδειγμα, την υπόθεση ότι οι λειτουργικές κατηγορίες και προβολές της δεύτερης γλώσσας εμφανίζονται σταδιακά και εξαρτώνται από την κατάκτηση των σχετικών μορφολογικών παραδειγμάτων, 8 Στα δεδομένα μας όμως το συνδετικό ρήμα δεν εμφανίζει χαρακτηριστικά συμφωνίας, ακόμα και αν το εστιασμένο συστατικό είναι σε α ή β πρόσωπο (δεν εμφανίζονται δηλαδή δομές του τύπου ήμουν εγώ που ή ήσασταν εσείς που ). 1203

που λειτουργούν ως εναύσματα (triggers βλ. ενδεικτικά Vainikka & Young-Scholten 1996, 1998). Η Lardière (1998a, b) έχει δείξει ότι ισχύει το αντίστροφο, δηλαδή ότι η ατελής κατάκτηση της μορφολογίας που σχετίζεται με τη Συμφωνία και το Χρόνο στην αγγλική ως δεύτερη γλώσσα δεν αποκλείει την επιτυχή κατάκτηση της πτώσης του αντωνυμικού υποκειμένου, που η συγγραφέας θεωρεί ένδειξη για την ύπαρξη συντακτικά πλήρους Φράσης Κλίσης (και ΣΔ). Η Lardière (1998a, b) ισχυρίζεται επομένως ότι η μορφολογική και η συντακτική κατάκτηση είναι ανεξάρτητες η μια από την άλλη, καθώς ο συσχετισμός μεταξύ των δύο δεν είναι άμεσος, και ότι δεν είναι ορθό να συνάγεται η απουσία λειτουργικών προβολών και φραστικής δομής στη βάση της ατελούς κατάκτησης της μορφολογίας (βλ. και Lardière 2006). Αντίστοιχα, οι Panagiotidis & Tsiplakou (2004) δείχνουν ότι η πλήρης κατάκτηση της μορφολογίας της αγγλικής ως δεύτερης γλώσσας, και ιδιαίτερα της Κλίσης, δεν εξασφαλίζει τη μετακίνηση της Κλίσης στο ΣΔ στις ευθείες ερωτήσεις μερικής αγνοίας της Γ2 στη διαγλώσσα ομιλητριών με Γ1 την ελληνική, ακόμα και σε τελικά στάδια κατάκτησης. Τα δεδομένα που εξετάζουμε μπορούν ενδεχομένως να ερμηνευθούν βάσει διαφορετικών προσεγγίσεων. Έτσι, σύμφωνα με την Υπόθεση της Ελλιπούς Αναπαράστασης (Impaired Representation Hypothesis Beck 1997, 1998, Eubank 1994, 1996, Prévost & White 2000a, b), οι λειτουργικές κατηγορίες της Γ1 υπάρχουν στη διαγλώσσα, αλλά οι σχετικές αξίες είναι ελλιπώς προσδιορισμένες (underspecified) η κατάκτηση της κλιτικής μορφολογίας της Γ2 δεν οδηγεί στην κατάκτηση των οικείων μορφοσυντακτικών χαρακτηριστικών και αξιών, ενδεχομένως γιατί τα μορφολογικά παραδείγματα που κατακτώνται μετά την κρίσιμη περίοδο δε μπορούν να λειτουργήσουν ως εναύσματα (triggers). Είναι όμως δυνατό να μιλάμε για Ελλιπείς Αναπαραστάσεις στην κατάκτηση μιας δεύτερης, συγγενούς ποικιλίας; Προς το παρόν υπάρχουν ελάχιστες έρευνες για το ζήτημα αυτό, αλλά με βάση σχετικά ευρήματα φαίνεται ότι η παραπάνω υπόθεση μπορεί να υποστηριχθεί πρβλ. την έρευνα των Benincà & Poletto (2006), που δείχνει σαφώς ότι οι φυσικές ομιλήτριες της πρότυπης ιταλικής κατακτούν επιφανειακά τα προθετικά ρήματα της βενετικής διαλέκτου αλλά όχι τις ιδιαίτερες συντακτικές τους ιδιότητες. Στην περίπτωσή μας, η υπόθεση περί Ελλιπούς Αναπαράστασης της σύνταξης της Κοινής Νέας Ελληνικής μπορεί να εξηγήσει δεδομένα όπως τα (2), (8) και (9). Όπως αναφέραμε στην ενότητα 3.3, στην Κοινή Νέα Ελληνική τα χαρακτηριστικά [wh]/[f] οδηγούν σε μετακίνηση της Κλίσης στο ΣΔ ή στη Φράση Εστίασης, ενώ στην κυπριακή η συντακτική εστίαση και (εν μέρει) οι ερωτήσεις μερικής αγνοίας απαιτούν δισχιδή δομή (πρβλ. (6) και (7)). Αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι ότι η επιφανειακή χρήση μορφολογικών στοιχείων της Κοινής Νέας Ελληνικής, π.χ. η χρήση των φράσεων π- της Κοινής Νέας Ελληνικής, (πρβλ. (9β)), δεν εμφανίζονται σε δομές με απλή μετακίνηση της φράσης π- αλλά σε δισχιδείς δομές. 1204

Αντίστοιχα, η συντακτική έκφραση του χαρακτηριστικού της εστίασης ([f]), δηλαδή η συντακτική μετακίνηση στη Φράση Εστίασης με συνακόλουθη ανύψωση της Κλίσης, που δεν συσχετίζεται με συγκεκριμένη επιφανειακή μορφολογία, σπανιότατα εμφανίζεται στην ακρολεκτική γλωσσική παραγωγή αντίθετα, κυριαρχούν υβριδικές δισχιδείς δομές με κυπριακή σύνταξη και μορφολογία της Κοινής Νέας Ελληνικής (πρβλ. (2)). Τέλος, η υπόθεση ότι τα συντακτικά χαρακτηριστικά της διαγλώσσας μπορεί να βασίζονται στην ύπαρξη κάποιου πιο αυθαίρετου εναύσματος, όπως, π.χ., η επιφανειακή σειρά των συστατικών της Γ2 (πρβλ. Panagiotidis & Tsiplakou 2004, Schwartz & Sprouse 1996, Sprouse 1998, μεταξύ πολλών άλλων), μπορεί ενδεχομένας να εξηγήσει την φαινομενικά ad hoc φύση των γραμματικών της διαγλώσσας, ακόμα και σε τελικά στάδια κατάκτησης. Οι ιδιαίτερα προβληματικές περιπτώσεις που συνδυάζουν δισχιδή δομή εστίασης με συντακτική μετακίνηση της εστιασμένης φράσης στα αριστερά της δισχιδούς δομής (πρβλ. (8)) μπορούν να ερμηνευθούν ως διαγλωσσικό φαινόμενο αυτού του τύπου, δηλαδή ως απόπειρα μίμησης της επιφανειακής σειράς των συστατικών στις δομές συντακτικής εστίασης της υπερκείμενης ποικιλίας. 5. Συμπεράσματα Στην εργασία αυτή εξετάστηκαν περιπτώσεις γλωσσικής εναλλαγής και μείξης μεταξύ της κυπριακής διαλέκτου και της Κοινής Νέας Ελληνικής. Διερευνήθηκαν δεδομένα από την ακρολεκτική κυπριακή κοινή που εμφανίζουν γλωσσική υβριδικότητα και μπορούν να αναλυθούν ως περιπτώσεις γλωσσικής εναλλαγής/μείξης ή/και ως προϊόντα «ανταγωνισμού» μεταξύ των γραμματικών συστημάτων της διαλέκτου και της υπερκείμενης ποικιλίας, Τα δεδομένα δείχνουν ότι οι ισχυρές «ανταγωνίστριες» είναι η φωνητική/φωνολογία και η σύνταξη της κυπριακής, ενώ η μορφολογία παίζει «διαμεσολαβητικό» ρόλο. Υποστηρίχθηκε ότι ειδικά τα μορφοσυντακτικά δεδομένα δείχνουν ότι η επιτυχής κατάκτηση της μορφολογίας της υπερκείμενης ποικιλίας δεν οδηγεί σε κατάκτηση των σχετικών συντακτικών χαρακτηριστικών και ότι τα φαινομενικά προβληματικά δεδομένα από την κυπριακή ακρόλεκτο μπορούν να αντιμετωπιστούν ως προϊόντα διαδικασιών σχηματισμού μιας διαγλωσσικής γραμματικής, της οποίας όμως οι συντακτικές ιδιότητες δεν συσχετίζονται άμεσα με τις συντακτικές ιδιότητες της υπερκείμενης ποικιλίας, αλλά παραπέμπουν σε Ελλιπή Αναπαράσταση της φραστικής δομής και των λειτουργικών χαρακτηριστικών της. Η προσέγγιση παρόμοιων φαινομένων γλωσσικής επαφής ως διαγλωσσικών φαινομένων μπορεί να αποκαλύψει ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες διαστάσεις του «ανταγωνισμού» μεταξύ συμπληρωματικών ή παραπληρωματικών γραμματικών συστημάτων και να προσφέρει δυνατότητες θεωρητικής ερμηνείας των γλωσσικών διαδικασιών που οδηγούν σε μείξη δύο διακριτών συστημάτων, ή, αντίστροφα, να 1205

αποκαλύψει πτυχές του «ανταγωνισμού» που δεν επιτρέπουν την ένωση των δύο συστημάτων, και, κατά συνέπεια, τον πλήρη αποδιαλεκτισμό. References Alfonzetti, G., (1998). The conversational dimension in code-switching between language and dialect in Sicily. In P. Auer (ed.), 180-214. Alvarez-Cáccamo, C., (1998). From switching code to code-switching : towards a reconceptualization of communicative codes. In P. Auer (ed.), 29-50. Arvaniti, A., (2002). Διμορφία, διγλωσσία και η εμφάνιση της Κυπριακής Κοινής. Recherches en linguistique grecque, vol. I. Paris: L Harmattan, 75-78. Auer, P., (1999). From code-switching via language mixing to fused lects: toward a dynamic typology of bilingual speech. International Journal of Bilingualism 3, 309-332. Auer, P., (ed.) (1998). Code-switching in conversation. London: Routledge. Beck, M.-L., (1998). L2 acquisition and obligatory head movement: English-speaking learners of German and the Local Impairment Hypothesis. Studies in Second Language Acquisition 20, 311-348. Beck, M.-L., (ed.) (1998). Morphology and its interfaces in second language knowledge. Amsterdam: John Benjamins. Beck, M.-L., (1997). Regular verbs, past tense and frequency: tracking down a potential source of NS/NNS competence differences. Second Language Research 13, 93-115. Benincà, P., & C. Poletto (2006). Phrasal verbs in Venetan and regional Italian. In F. Hinskens (ed.) Language Variation. European Perspectives. Selected Papers from the 3rd International Conference on Language Variation in Europe (ICLaVE 3), University of Amsterdam, 23-25 June 2005. Amsterdam: John Benjamins, 9-22. Κοντοσόπουλος, N., (1969). Συμβολή εις την μελέτην της κυπριακής διαλέκτου. Επετηρίς του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών 3, 87-109. Eubank, L., (1994). On the transfer of parametric values in L2 development. Language Acquisition 3, 183-208. Eubank, L., (1996). Negation in early German-English interlanguage: more valueless features in the L2 initial state. Second Language Research 12, 73-106. Gautier-Kizilyürek, S., & N. Kizilyürek (2004). The politics of identity in the Turkish Cypriot community and the language question. International Journal of the Sociology of Language 168, 37-54. Gryllia, S., & M. Lekakou (2007). Clefts in Cypriot Greek. Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα 27. Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών-Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, 136-148. 1206

Kappler, Μ. & S. Tsiplakou (forthcoming). The subjunctive in Cypriot Turkish and Cypriot Greek: A case of dialect contact? In E. Czato (ed.) Proceedings of the 13 th International Conference on Turkish Linguistics. Kerswill, P., & A.Williams (2000). Creating a new town koiné: children and language change in Milton Keynes. Language in Society 29, 65-115. Kerswill, P., & A. Williams (2005). New towns and koinéisation: linguistic and social correlates. Linguistics 43, 1023-2048. Kroch, A. S., & A.Taylor (2000). Verb-Object order in Early Middle English. In S. Pintzuk, G. Tsoulas & A. Warner (eds) Diachronic syntax: models and mechanisms. Oxford: Oxford University Press, 132-163. Kroch, A. S., & A.Taylor (1997). Verb movement in Old and Middle English: dialect variation and language contact. In A. van Kemenade & N. Vincent (eds) Parameters of morphosyntactic Change. Cambridge: Cambridge University Press, 297-325. Lardière, D., (2006). Attainment and acquirability in second language acquisition. Second Language Research 22, 239-242. Lardière, D., (1998a). Case and tense in the fossilized steady state. Second Language Research 14, 1-26. Lardière, D., (1998b). Dissociating syntax from morphology in a divergent L2 end-state grammar. Second Language Research 14, 359-375. Meeuwis, M., & J. Bloomaert (1998). A monolectal view of code-switching: layered codeswitching among Zairians in Belgium. In P. Auer (ed.), 76-100. Muysken, P., (2000). Bilingual speech. a typology of code mixing. Cambridge: Cambridge University Press. Myers-Scotton, C., (2002). Contact linguistics. Bilingual encounters and grammatical outcomes. Oxford: Oxford University Press. Newton, B., (1972). Cypriot Greek: its phonology and inflections. The Hague: Mouton. Panagiotidis, P., & S. Tsiplakou (2004). What I said this time? Οι ερωτήσεις μερικής αγνοίας κατά την κατάκτηση της Αγγλικής ως δεύτερης γλώσσας. In G. Catsimali, A. Kalokairinos, E. Anagnostopoulou & I. Kappa (eds.) Proceedings of the 6 th International Conference on Greek Linguistics. Rethymno: Linguistics Lab. CD-Rom. Pappas, P. A., (2004). Variation and morphosyntactic change in Greek: from clitics to affixes. New York: Palgrave Macmillan. Prévost, P., & L. White (2000a). Accounting for morphological variation in L2 acquisition: truncation or missing inflection? In M. A Friedemann & L. Rizzi (eds) The Acquisition 1207

of Syntax: Issues in Comparative Developmental Linguistics. London: Longman, 202-235. Prévost, P., & L. White (2000b). Missing surface inflection or impairment in second languageacquisition? Evidence from tense and agreement. Second LanguageResearch 16, 103 133. Poplack, S., (2000). Sometimes I'll start a sentence in Spanish y termino en español: toward a typology of code switching. In L. Wei (ed.) The Bilingualism Reader. London: Routledge, 221-256. Schwartz, B. D., & R. A. Sprouse (1996). L2 cognitive states and the Full Transfer/Full Access model. Second Language Research 12, 40-72. Siegel, J., (2001). Koine formation and creole genesis. In N. Smith & T. Veestra (eds) Creolization and Contact. Amsterdam: John Benjamins, 175-197. Sprouse, R. A., (1998). Some notes on the relationship between inflectional morphology and parameter setting in first and second language acquisition. In M.-L. Beck (ed.), 41-68. Terkourafi, M., (2005). Understanding the present through the past. Processes of koineisation in Cyprus. Diachronica 22, 309-372. Tsimpli, I.-M., (1995). Focusing in Modern Greek. In K. É. Kiss (ed.) Discourse Configurational Languages. Oxford Studies in Comparative Syntax. New York/Oxford: Oxford University Press, 176-206. Tsiplakou, S., (forthcoming) Code-switching and code mixing between related varieties: establishing the blueprint. The International Journal of the Humanities 6. Tsiplakou, S., (2006). Cyprus: language situation. In K. Brown (ed.) Encyclopedia of Language and Linguistics. 2 nd Edition. Oxford: Elsevier, 337-339. Tsiplakou, S., (2004). Στάσεις απέναντι στη γλώσσα και γλωσσική αλλαγή: μια αμφίδρομη σχέση; In G. Catsimali, A. Kalokairinos, E. Anagnostopoulou & I. Kappa (eds.) Proceedings of the 6 th International Conference on Greek Linguistics. Rethymno: Linguistics Lab. CD-Rom. Tsiplakou, S., (1998). Focus in Greek: its structure and interpretation. Unpublished Ph.D. thesis, University of London. Tsiplakou, S., P. Panagiotidis & K. Grohmann (forthcoming). Properties of Cypriot Greek wh-question formation. In G. Tsoulas (ed.) Proceedings of the 7 th International Conference on Greek Linguistics. Tsiplakou, S., A. Papapavlou, P. Pavlou & M. Katsoyannou (2006). Levelling, koineization and their implications for bidialectism. In F. Hinskens (ed.) Language Variation. European Perspectives. Selected Papers from the 3rd International Conference on 1208

Language Variation in Europe (ICLaVE 3), University of Amsterdam, 23-25 June 2005 Amsterdam: John Benjamins, 265-276. Tsiplakou, S., & E. Papanicola (2008). Hardening in Cypriot Greek: a compound story. Ανακοίνωση στο Generative Linguistics of the Old World 31, University of Newcastle, 26 Μαρτίου 2008. Tuten, D., (2003). Koineization in Medieval Spanish. Contributions to the Sociology of Language 88. Berlin: Mouton de Gruyter. Vainikka, A., & M. Young-Sholten (1998). Morphosyntactic triggers in adult SLA. In M.- L. Beck (ed.), 89-113. Vainikka, A., & M. Young-Sholten (1996). Gradual development of L2 phrase structure. Second Language Research 12, 7-39. 1209