Aν είχα κάνει μια ευχή
Φιλομήλα Βακάλη-Συρογιαννοπούλου Aν είχα κάνει μια ευχή Eικόνες Φιλομήλα Βακάλη-Συρογιαννοπούλου
Διορθώσεις: Νέστορας Χούνος Σελιδοποίηση: Ευθύµης Δηµουλάς 2009 ΦΙΛΟΜΗΛΑ ΒΑΚΑΛΗ-ΣΥΡΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ & EKΔOΣEIΣ «AΓKYPA» Δ.A. ΠAΠAΔHMHTPIOY A.B.E.E. Λάµπρου Κατσώνη 271 & Γεωργίου Παπανδρέου Άγιοι Ανάργυροι, Τ.Κ. 13562 Τηλ.: 210 2693800-4 Fax: 210 2693806-7 Κεντρικό κατάστηµα: ΑΓΚΥΡΑ-ΠΟΛΥΧΩΡΟΣ, Σόλωνος 124 Αθήνα, Τ.Κ. 10681, Τηλ.: 210 3837667, 210 3837540 Fax: 210 3837066 e-mail agyra@agyra.gr www.agyra.gr ISBN: 978-960-422-716-7 Απαγορεύεται η αναπαραγωγή µέρους ή όλης της έκδοσης, η µεταφορά σε οποιοδήποτε ηλεκτρονικό αποθηκευτικό σύστηµα ή αναµετάδοση µε οποιασδήποτε µορφής ηλεκτρονικά, µηχανικά, φωτοτυπικά ή άλλα µέσα, χωρίς την προηγούµενη γραπτή άδεια του εκδότη. Ν. 2121/1993, καθώς και κανόνες του Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν και στην Ελλάδα.
Στ αδέρφια μου
Περιεχόμενα Λευκά χρυσάνθεμα... 13 Η φοινικιά... 37 Της τύχης τα καμώματα... 47 Τάρτα Ερασμία και μία... 63 Αν είχα κάνει μια ευχή...... 79 Το τυχερό της Ανούσιας... 97 Πασχαλιά στη Μυτιλήνη... 107 9
Λευκά χρυσάνθεμα Τ ελευταίες αναλαμπές του καλοκαιριού. Φθινόπωρο. Επιστροφή! Ο σάκος που κουβαλούσα ανάλαφρα στην πλάτη μου από νησί σε νησί και πάνω σε βουνοκορφές, ξαφνικά, την ώρα της επιστροφής ασήκωτη αβασταγή μου λύγιζε τα πόδια. Όλα βαριά και δύσθυμα μου φαίνονταν κι ας είχα παρατείνει τις ξέγνοιαστες μέρες των διακοπών πέρα από κάθε πρόβλεψη. Κόντευε να φύγει και ο Σεπτέμβρης. Βέβαια δεν είχα ξεκινήσει και από την αρχή του καλοκαιριού, φευγάτος Ιούλης ήταν κι αφού είχα περάσει την πιο δύσκολη περίοδο της μαθητικής μου ζωής. Πανελλήνιες! Κούραση! Αγωνία! Αν λογαριάσει κανείς και τα δύο χρόνια προετοιμασίας, τι είναι δύο μήνες διακοπών; Τα «δεινά» που είχα περάσει, αλλά και τη σίγουρη κατά τον φροντιστή μου επιτυχία, εκμεταλλεύτηκα. Δικαιωματικά και αποφασιστικά, καταρρίπτοντας τους όποιους ενδοιασμούς και ανησυχίες της μητέρας μου, σήκωσα πανιά για την πρώτη μεγάλη και ηρωική έξοδο. Κατάργηση του οικογενειακού κατεστημένου «δια- 13
ΦΙΛΟΜΗΛΑ ΒΑΚΑΛΗ-ΣΥΡΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ κοπές μόνο με τους γονείς ή τους συγγενείς». Μονάχη με φίλους και φίλες της πρόσφατης δοκιμασίας πέρασα ένα αξέχαστο καλοκαίρι σε παραδοσιακά χωριά και πανέμορφες ακρογιαλιές. Δε μας χωρούσε ο τόπος. Από τη μια μεριά πεταγόμαστε στην άλλη. Περισσότερο κι από την επιτυχία που λαχταρούσα και ονειρευόμουν όλο τον καιρό, μετρούσε η λύτρωση από την αγωνία. Το ξαλάφρωμα από το βάρος της προσμονής και της αβεβαιότητας που με ταλάνιζε σχεδόν από τα δεκάξι μου χρόνια κι αυτή η πρώτη γεύση ξεγνοιασιάς και ελευθερίας που η μητέρα ήθελε να μου θυμίζει πως έχει τα όριά της... «Επιτέλους, δε χόρτασες;» «Έβαλα βαψίματα, το σπίτι είναι άνω κάτω, έλα να βάλεις ένα χεράκι», λάβαινα απανωτά μηνύματα στο κινητό που συστηματικά απέφευγα να σχολιάσω. Με το πρόσχημα των μειωμένων μονάδων και των καταδύσεων στην Αλόννησο, κρατούσα όλη την ημέρα το τηλέφωνο κλειστό. Αντιδρούσα πεισματικά στο γυρισμό και για πρώτη φορά στη ζωή μου λειτούργησα αυθαίρετα. Ξεπερνώντας κατά πολύ και την τελευταία προθεσμία που μου απέμενε, επέστρεψα μέρες αφότου οι γονείς μου είχαν φύγει για το εξωτερικό. Στην Αλόννησο βρέθηκα στο Κέντρο Περίθαλψης της μεσογειακής φώκιας με την προοπτική να παρατείνω τις διακοπές μου και μάλιστα ανέξοδα. Μια πρόφαση ήταν που τελικά με μάγεψε. Η παραμονή μου στο Κέντρο υπήρξε μοναδική και ανεπανάληπτη. 14
ΛΕΥΚΑ ΧΡΥΣΑΝΘΕΜΑ Μετά από τόσες μέρες ανείπωτης ξεγνοιασιάς, πλάι στο κύμα με τον ήλιο κατάντικρυ τη μέρα και τις νύχτες με το φεγγάρι μισό ή ολόγιομο να ακούει σιωπηλά τα κρυφά μου μυστικά, μου ήταν δύσκολο να αντέξω το βάρος του γυρισμού. Η διάθεσή μου άλλαξε τελείως. Μελαγχόλησα. Όπως άλλωστε μου συμβαίνει πάντα με το τέλος των διακοπών. Πολύ περισσότερο αυτή τη φορά. Ώσπου να ξανάβρω τα νερά μου κι αυτό έπρεπε να κάνω και πάλι. Ξεκλείδωσα απρόθυμα. Φρέσκια ακόμα η μυρωδιά της μπογιάς ξεχύθηκε από την πόρτα. Έσυρα το σάκο μου, βαρύ σα μολύβι και τον άφησα καταμεσής στο καθιστικό. Πήρα ένα γύρο τα δωμάτια. Η μάνα μου είχε φροντίσει να με περιποιηθεί. Στη μέση του δωματίου μου, εκτός από το κρεβάτι που ήταν στη θέση του, κομοδίνο, καρέκλες, ρούχα, παιχνίδια... «ατάκτως ερριμμένα» με περίμεναν για τακτοποίηση. Έκανα γρήγορα μεταβολή κλείνοντας πίσω μου την πόρτα. Το στομάχι μου γουργούριζε. Τράβηξα για την κουζίνα. Αν το ψυγείο ήταν ανάλογα γεμάτο με τα ραβασάκια που είχε κολλημένα στην πόρτα του, θα ικανοποιού σα τουλάχιστον την πείνα μου. Είχε φανεί και σ αυτό γενναιόδωρη. Πήρα ένα κομμάτι μουσακά και το μπουκάλι με το γάλα. Κλείνοντας το ψυγείο είδα πάλι τα χαρτάκια. Κολλημένα το ένα δίπλα στο άλλο, ένα μωσαϊκό από παραγγελίες, παραινέσεις και συμβουλές. Πράγματα που θα έπρεπε να τελειώσουν πριν γυρίσουν οι γονείς στο σπίτι, «ξεκούραστη ήμουν πια, τι στο καλό...» Και άλλα πολλά και «καιρός να συμμα- 15
ΦΙΛΟΜΗΛΑ ΒΑΚΑΛΗ-ΣΥΡΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ ζευτώ για τις καινούριες μου υποχρεώσεις...» Έκλεισα τα μάτια όπως κάνω όταν θέλω κάτι να αποφύγω και βάλθηκα να φάω το μουσακά μου. Θα ξεκινούσα αλλά σιγά σιγά, όχι απότομα. Άλλωστε είχα κάμει τόσα πολλά, συν την επιβεβαιωμένη πλέον επιτυχία. Μεγάλος άθλος! Έπιασα το τηλέφωνο. Τέλειωσα και μ αυτό. Άνοιξα διάπλατα τις μπαλκονόπορτες. Το δυνατό ρεύμα έμπασε μερικά φύλλα της φτελιάς. Πήρε να κιτρινίζει, σκέφτηκα. Και η μυρωδιά νοτισμένου χώματος, ποιος ξέρει από πού, διαπότισε την ψυχή μου και τη βάρυνε ακόμα πιο πολύ. Ήμουν αναγκασμένη να αποχαιρετήσω οριστικά το καλοκαίρι. Κοιμήθηκα στον καναπέ με το ραδιόφωνο ανοιχτό ως το πρωί. Κάπως έτσι κύλησαν δυο μέρες. Ώσπου, άρχισε να βαραίνει και το κορμί μου. Τώρα ξεσπάει η κούραση, έλεγα. Κι όσο ξεκουραζόμουν, τόσο πιο βαριά ένιωθα. Ρεκόρ άλματος. Τι μπορεί να κάνει ένα τηλεφώνημα! «Έλα, πουλάκι μου, πώς είσαι, μου έλειψες. Μοναχούλι σου... σου άφησα και τόσες δουλειές... την Τετάρτη γυρίζουμε, επιτέλους!» «Ναι, μαμάκα, γυρίζετε». Κι εγώ την είχα επιθυμήσει, δε λέω, και τον πατέρα μου, αλλά πώς, πότε θα προλάβαινα; Σε τρεις μέρες έπρεπε να κάνω ό,τι δεν είχα κάνει σε δεκαπέντε. Από πού να ξεκινήσω; Πήγα στο ψυγείο και άρχισα να διαβάζω τα ραβασάκια της μαμάς. «Το δωμάτιό σου πρώτα, βάλε μια τάξη, τώρα έχεις χρόνο...», «Ξεκαθά- 16
ΛΕΥΚΑ ΧΡΥΣΑΝΘΕΜΑ ρισε τα ρούχα σου, όσα δεν τα φοράς, να τα δώσουμε να πιάσουν τόπο...», «Κάνε ό,τι έχεις να κάνεις με τα παιχνίδια, μεγάλωσες πια, τι τα κρατάς...», «Κοίτα μην αρχίσεις να τα καταχωνιάζεις στην αποθήκη, την έχω ξεκαθαρίσει», «Στο καθιστικό θα βρεις μια κούτα με βιβλία. Την είχαμε στην αποθήκη. Του παππού ήταν. Δεν πρόλαβα να την τακτοποιήσω. Βγάλε ένα ένα τα βιβλία και τακτοποίησέ τα στη βιβλιοθήκη...» Αυτά ήταν μερικά από τα πολλά. Πιάστηκε η ψυχή μου. Έπρεπε επειγόντως να ξεκινήσω. Άρχισα από το δωμάτιό μου, καιρός ήταν να κοιμηθώ και στο κρεβάτι μου. Μια μέρα μού πήρε. Πάλι καλά. Την άλλη ξεκίνησα απ το καθιστικό. Ο σάκος βρισκόταν ακόμα εκεί που τον είχα αφήσει την ημέρα που γύρισα. Ντράπηκα για λογαριασμό μου. Δεν είχα διάθεση όμως να τον ανοίξω ακόμα. Σε μεγάλο μπελά θα με έβαζε. Μια κι έξω το βράδυ, να βάλω και πλυντήριο, που το ρεύμα είναι φτηνότερο, προφασίστηκα. Κοίταξα την κούτα με τα βιβλία. Τη θυμήθηκα, την είχε φέρει ο πατέρας από το σπίτι του παππού όταν τον χάσαμε. Πού ήταν καταχωνιασμένη τόσο καιρό; Πάνω από πέντε χρόνια. Στο νου μου ήρθε ξάφνου η εικόνα του παππού. Γαλήνια και τρυφερή. Τι συγκίνηση! Γονάτισα στο πάτωμα. Άνοιξα την κούτα με νοσταλγία. Έπιανα ένα ένα τα βιβλία κι ένιωθα την παρουσία του. Άφησα πίσω τις άλλες δουλειές και βάλθηκα να σκαλίζω μνήμες και βιβλία. Μυθιστορήματα, συλλογές διηγημάτων, ποιητικές συλλογές, δοκίμια... Εκδόσεις όχι και τόσο πρόσφατες, ωστόσο καλοδιατηρημένες. 17