Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ 13 ΠΡΟΛΟΓΟΣ 1720 ΕΙΧΕ ΑΡΧΙΣΕΙ ΝΑ ΣΟΥΡΟΥΠΩΝΕΙ. Μόνο λίγα λεπτά είχαν περάσει από τη στιγμή που ο ήλιος κρύφτηκε πίσω από τις κορυφογραμμές του Αθέρα, αφήνοντας στο γαλανό ουρανό τα ολοκόκκινα χνάρια του. Εδώ και μια βδομάδα φύσαγε ένας δαιμονισμένος αγέρας, νοτιαδούρα όπως τον έλεγαν, αλλά από το μεσημέρι είχε αρχίσει, ευτυχώς, να καταλαγιάζει. Το πλοίο, που είχε φανεί εδώ και αρκετή ώρα να έρχεται από δυτικά, φαινόταν πια καθαρά ότι είχε ρότα προς το νησί. Ήταν μια πειρατική φούστα* και η κόκκινη σημαία του με το πειρατικό έμβλημα ίσα που φαινόταν. Δεν ήξερε όμως κανείς ακόμα αν ήταν ελληνικό ή ξένο. Αυτό μόνο όταν θα πλησίαζε αρκετά μπορούσε κάποιος να το ξεχωρίσει, από το όνομά του πάνω στην πλώρη. Για τους κατοίκους, βέβαια, η καταγωγή των πειρατών ήταν εντελώς αδιάφορη. Είτε Έλληνες είτε ξένοι, τις ίδιες βρομοδουλειές έκαναν: κλοπές, αρπαγές, αιχμαλωσίες, βασανιστήρια. Το πλοίο μετά από λίγο έριξε την άγκυρά του αρόδο. Δεν άργησαν να κατεβάσουν μια βάρκα. Μπήκαν μέσα τρεις άντρες κου- * Είδος πειρατικού πλοίου εκείνης της εποχής. Είχε κωπηλάτες, αλλά και δυο μεγάλα λατίνια (είδος ιστίων). Συνήθως είχε 43-45 μέτρα μήκος και πλάτος 5,5 μέτρα. Τις πειρατικές επιδρομές τις ονόμαζαν και «φούστες», από το ομώνυμο πλοίο που χρησιμοποιούσαν.
14 ΑΓΓΕΛΙΚΗ Μ. ΚΟΝΤΑΞΟΠΟΥΛΟΥ βαλώντας κάποια φορτία. Οι δυο από αυτούς κωπηλατούσαν και ο τρίτος στεκόταν όρθιος στην πλώρη και κοιτούσε επίμονα από άκρη σε άκρη την έρημη ακτή μπροστά του. Ήταν ψηλός, με παραπανίσια κιλά, τα περισσότερα μαζεμένα στο στομάχι και την κοιλιά. Τα μαλλιά του ήταν μακριά, μαύρα και άγρια, σαν τα αγκάθια του αχινού. Εκτός από τα μάτια του, που ήταν καστανά, πάνω στο πρόσωπό του δεν ξεχώριζε τίποτα άλλο, αφού όλα ήταν κρυμμένα κάτω από την πυκνή μαύρη γενειάδα του. Ήταν γύρω στα πενήντα, αλλά φαινόταν μεγαλύτερος. Φορούσε μια μαύρη βράκα και ένα κίτρινο φαρδύ, λερωμένο βαμβακερό πουκάμισο. Στη μαύρη ζώνη του, που ήταν τεράστια σε φάρδος, είχε περασμένα μια πιστόλα και δυο μαχαίρια. Ένα με ξύλινη λαβή που το είχε για κάθε χρήση και ένα μικρό σπαθάκι με ασημένια λαβή. Η καταγωγή του ήταν από την Ίο και είχε ακολουθήσει τα κερδοφόρα βήματα του πατέρα του, που ήταν και αυτός πειρατής. Το νησί αυτό είχε μεγάλη παράδοση στην πειρατεία, γι αυτό οι Τούρκοι το ονόμαζαν «Μικρή Μάλτα». Όνομα που είχε διαλέξει και ο Ζωναράς για το δικό του πλοίο. Κάντε γρήγορα, ωρέ ζαγάρια! Σε λίγο θα νυχτώσει και δε θα βλέπουμε πέρα από τη μύτη μας, τους φώναξε και τους έκανε νόημα με το χέρι να βιαστούν. Οι κωπηλάτες έφτυσαν τις ροζιασμένες παλάμες τους και έπιασαν πάλι τα κουπιά. Άνοιξαν το ρυθμό τους αγκομαχώντας από την προσπάθεια και ο ιδρώτας μούσκευε τα βρόμικα ρούχα τους. Σε δέκα λεπτά τα ίσαλα της βάρκας σέρνονταν πάνω στα ψιλά βότσαλα της ακτής του Δράκανου, στη νότια μεριά της Ικαρίας. Ούλοι, από τη στιγμή που μας μυρίστηκαν, θα είναι κρυμμένοι σαν τους λαγούς. Ευκαιρία είναι, λοιπόν, να κάνουμε τη δουλειά μας, είπε ο Ζωναράς και μ έναν πήδο πάτησε στην ακτή. Εγώ λέγω να κάνουμε μια επιδρομή και ό,τι μαζέψουμε, πρότεινε ο νεότερος από τους κωπηλάτες. Και θαρρείς ότι θα τους έβρεις στους κρέβατούς τους να σε περιμένουν; Τούτοι θα χουν χωθεί στου βοδιού το κέρατο τώρα
Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ 15 και άντε να τους ξετρυπώσεις, έξυσε εκνευρισμένος τ αχαμνά του ο Ζωναράς. Μα και την πρότερη βολά που κάναμε επιδρομή δεν είχαμε βρει τίποτα. Μήτ ανθρώπους μήτε ζώα. Μόνο κάτι μπακιρένια και λίγα πήλινα που δεν άξιζαν ούτε να τα φτύσεις, είπε ο άλλος, που είχε μόνο δυο δόντια μπροστά. Και τούτα δω πώς θα τα κουβαλήσουμε, καπετάνιε; Είναι βαριά και είμαστε μονάχοι. Ένα ένα θα τα θάβουμε, ωρέ όρνιο. Άντε, μη χασομεράτε! Έχω από πριν διαλέξει τα μέρη όπου θα τ αποθέσουμε, είπε ο πειρατής και άρχισε να περπατά προς τη δυτική μεριά της ακτής. Τα χεις γραμμένα σε χαρτί; Μη σε νοιάζει, χαρτί είναι τούτο εδώ! έβαλε το δάχτυλο στον κρόταφο, για να δείξει ότι εννοεί το μυαλό. Και είναι όλα παράδες, καπετάνιε, ή και στολίδια; ρώτησε πάλι ο νεότερος, ανοιγοκλείνοντας με λαιμαργία τα πλατιά ρουθούνια του. Μην κάνεις όρεξη! Τούτα είναι για το πλοίο, όταν θα χρειαστεί διορθώματα. Το δικό σας μερτικό σας το έχω δοσμένο ή μήπως κάνεις πως δε θυμάσαι; Οι δυο άντρες έσκυψαν το κεφάλι και δεν είπαν άλλη κουβέντα. Έβγαλαν μια κασέλα ξύλινη από τη βάρκα και με τις οδηγίες του καπετάνιου άρχισαν να περπατούν. Εκείνος κρατούσε στα χέρια δυο φτυάρια και μια τσάπα με μακριά κοντάρια. Ανέβηκαν με δυσκολία ένα μονοπάτι, συνέχισαν ν ανεβαίνουν τη ράχη του λόφου και κάποια στιγμή χάθηκαν πίσω από κάτι μεγάλες πέτρες. Την ίδια δουλειά έκαναν και με τη δεύτερη κασέλα που έβγαλαν από τη βάρκα. Την τρίτη, που ήταν και η τελευταία, την έθαψαν στην άλλη μεριά της ακτής. Όταν τελείωσαν και γύρισαν στη βάρκα τους, ήταν και οι τρεις μούσκεμα στον ιδρώτα και ξέπνοοι. Οι δυο που έσκαβαν σωριάστηκαν αποκαμωμένοι στα βότσαλα.
16 ΑΓΓΕΛΙΚΗ Μ. ΚΟΝΤΑΞΟΠΟΥΛΟΥ Ο καπετάνιος κάθισε στην κουπαστή της βάρκας και συνέχισε να κοιτά γύρω του. Είχε περάσει από πολλά νησιά, αλλά αυτό είχε τα πρωτεία στην ξεραΐλα και τους απότομους βράχους. Τα μοναδικά δέντρα που υπήρχαν στην περιοχή ήταν κέδροι, ελάχιστα κυπαρίσσια και πολλοί θάμνοι, οι περισσότεροι σκίνα και φασκόμηλο. Αυτός ήταν και ο λόγος που το είχε επιλέξει. Απομονωμένο, με ελάχιστους κατοίκους και μεγάλους βράχους, που ήταν ιδανικοί για τα σημάδια που χρειαζόταν. Τούτο δεν είναι νησί, είναι διαβόλου μεριά, έξυσε το πιγούνι του με το βρόμικο νύχι του. Ξαφνικά το βλέμμα του διέκρινε κάτι παράξενο. Ένας θάμνος, από τους πολλούς στην ακτή, του φάνηκε πως κουνήθηκε. Αγέρα δεν είχε και οι διπλανοί δεν έσειαν ούτε ένα φύλλο τους. Αυτός γιατί κουνήθηκε; Έστρεψε την προσοχή του σε κείνο το μέρος. Τα αετίσια μάτια του σαν να ξεχώρισαν ένα σκούρο κόκκινο σκουφί. Πανάθεμά σας, Καριώτες! Βάλατε στο μάτι το θησαυρό μου καταπώς φαίνεται, μονολόγησε αγριεμένος και έκανε νόημα στους άλλους δύο να σηκωθούν. Τι τρέχει, καπετάνιε; ρώτησαν και οι δυο με μια φωνή ταυτόχρονα. Θαρρώ πως κάποιος μας παρακολουθεί. Ακολουθήστε με, πρόσταξε επιτακτικά και κινήθηκε με γοργό βήμα προς τη μεριά του θάμνου. Οι άλλοι δύο άρχισαν να τρέχουν ο ένας δεξιά και ο άλλος αριστερά, ώστε να περικυκλώσουν τον περίεργο επισκέπτη. Πιο σβέλτοι οι πειρατές, τον πρόλαβαν τη στιγμή που προσπαθούσε ν ανέβει τρέχοντας το λόφο. Από τη βιάση του να ξεφύγει από την καταδίωξη, τα πόδια του δε στέριωναν καλά στις πέτρες και γλιστρούσε προς τα πίσω. Έτσι έχασε πολύτιμο χρόνο. Οι διώκτες του τον πρόλαβαν και τον έπιασαν ο ένας από το χέρι και ο άλλος από το πόδι. Τον πήγανε συρτό μπροστά στον καπετάνιο. Τον έριξαν σαν άδειο τσουβάλι μπροστά στα πόδια του.
Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ 17 Να που ξετρυπώσαμε λαγό! Από το τίποτα καλός είναι και αυτός... χαμογέλασε ο καπετάνιος. Είναι και νιος, θα πιάσει αρκετά γρόσια στο παζάρι, υπολόγισε ο ξεδοντιάρης. Σήκω πάνω, ωρέ πεινάλα! Ποιος είσαι, λέγε γρήγορα, και πόση ώρα μας παρατηρείς; του έδωσε ο καπετάνιος μια κλοτσιά στον πισινό. Ο νεαρός σηκώθηκε θαρρετά και στάθηκε μπροστά του. Ήταν ένα πανύψηλο παλικάρι, γεροδεμένο, με μάτια μεγάλα ολόμαυρα και μαλλιά σαν του κοράκου τα φτερά. Είμαι ο Ανδρόνικος Σταματέλος. Κατέβηκα στην όχτη να ξεψαρίσω τα δίχτυα μου και έπεσα πάνω σας, μόλις πριν λίγο. Δε σας παρατηρούσα, μάρτυς μου ο Άι Νικόλας! Περίμενα εκεί κρυμμένος μέχρι να φύγετε, για να συνεχίσω τη δουλειά μου. Ψαράς είσαι; Τι άλλο θα μπορούσα να είμαι σ αυτό τον ξερότοπο; Μμ, πες το ψέματα... Του λόγου σου, αφέντη, ποιος είσαι; Είμαι ο πειρατής Μιχάλης Ζωναράς! Αποχαιρέτα το νησί σου, ωρέ ζαγάρι, γιατί δε θα το ματαδείς. Πάρτε τον! πρόσταξε και μ ένα του νεύμα οι άλλοι δυο ανέβασαν τον νεαρό στη βάρκα. Του έδεσαν χέρια και πόδια μ ένα σκοινί και τον έριξαν στο μικρό αμπάρι. Σε δέκα λεπτά τον είχαν ξετσουβαλιάσει στο κατάστρωμα του πλοίου. Μην τον αλυσοδέσετε. Έτσι κι αλλιώς, αργούμε να πιάσουμε λιμάνι στην Αραπιά.* Μας είναι χρειαζούμενος στο κατάστρωμα. * Υπάρχουν ιστορικά στοιχεία ότι από το 1740 ως το 1767 στα παζάρια της Λιβύης και του Αλγεριού υπήρχαν πάνω από είκοσι πέντε χιλιάδες Έλληνες άντρες, γυναίκες, παιδιά αιχμάλωτοι που δεινοπαθούσαν. Η τιμή μια ωραίας γυναίκας ήταν 100-150 δουκάτα, ενώ μιας γριάς 50-80. Ένας έφηβος, αν ήταν παχουλός, στοίχιζε 80 δουκάτα και ένας ρωμαλέος άντρας 80-100 δουκάτα. Αν κατάγονταν από εύπορες οικογένειες, οι δικοί τους έδιναν λύτρα στους πειρατές, για να τους πάρουν πίσω.
18 ΑΓΓΕΛΙΚΗ Μ. ΚΟΝΤΑΞΟΠΟΥΛΟΥ Πιάσε, ωρέ, τον τορβά* με το νερό και γυάλισε τα σανίδια πέρα ως πέρα, διέταξε ο καπετάν Ζωναράς και κοίταξε τον νεαρό κατάματα. Καπετάνιε, λυπήσου τα νιάτα μου και μη με πουλήσεις για δούλο. Έχεις φαμέλια εδώ; Έχω πατέρα και ένα αδέρφι μικρό. Η μάνα μου πέθανε πριν πέντε χρόνια. Είχε συνέχεια μεγάλες θέρμες** κι έβγαζε αίμα από το στόμα, του ξεφούρνισε το πρώτο ψέμα που του ήρθε στο μυαλό, για να τον λυπηθεί. Και δεν έπεσε έξω. Ο Ζωναράς θυμήθηκε τη δική του μάνα, που είχε πεθάνει πριν λίγους μήνες από την ίδια αρρώστια. Αυτή τη φορά κοίταξε το παλικάρι με πιο γλυκό βλέμμα. Ο νεαρός, βλέποντας την αλλαγή στο ύφος του πειρατή, πήρε θάρρος και συνέχισε. Κράτα με δω μαζί σου και θα γίνω ο καλύτερος ναύτης σου! έσφιξε τις γροθιές του, από φόβο μήπως καταλήξει σε κάποιο παζάρι αιχμάλωτος. Τι να σε κάνω, ωρέ πεινάλα... Σαν και σένα έχω εκατό ναύτες. Ξέρω γράμματα, καπετάνιε, και μπορεί να με χρειαστείς γι άλλες δουλειές. Ξέρεις γράμματα; γούρλωσε τα μάτια του ο καπετάν Ζωναράς. Ναι, καπετάνιε μου, δε σου λέγω ψέματα! Έμαθα από τον παπά του χωριού μας. Πόσα χρόνια έχεις πάνω σου; Είμαι δεκαοχτώ χρόνων και εκτός από γράμματα ξέρω και να ψέλνω. Ο καπετάνιος έβαλε τα γέλια. * Μικρός σάκος που κρεμιέται στον ώμο. ** Υψηλός πυρετός.
Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ 19 Και ποιος σου είπε ότι δω μέσα θέλουμε παπά και λειτουργιές; Άντρες θέλουμε με δύναμη και καρδιά λιονταριού! Έχω κι απ αυτά, καπετάνιε μου! Κράτησέ με και θα δεις! Ο καπετάν Ζωναράς τον κράτησε και είδε... Ο Ανδρόνικος ήταν πράγματι ένα γενναίο παλικάρι, πρόθυμο, εργατικό και πανέξυπνο, πέρα από την ομορφιά και την ευγένειά του. Όλα αυτά τα χαρίσματα σκλαβώσανε την καρδιά του πειρατή και τον έκανε ψυχογιό του, αφού μήτε παντρεμένος ήταν μήτε δικά του παιδιά είχε. Άσε που δεν ήξερε ούτε τ όνομά του να γράφει και ο Ανδρόνικος τον διευκόλυνε πολύ... Έτσι, αντί να τον πουλήσει στα σκλαβοπάζαρα, που ήταν το πιο συνηθισμένο, ή να τον κρατήσει στα κάτεργα του πειρατικού του, τον πήγε στην Κωνσταντινούπολη και τον έγραψε στην καλύτερη σχολή για ναυπηγούς. Έδωσε πολλά χρυσά νομίσματα για να σπουδάζει ο νεαρός αλλά και να μένει σ ένα όμορφο σπίτι, κοντά στη σχολή του. Από τη μεριά του ο Ανδρόνικος δεν απογοήτευσε ποτέ τον ευεργέτη του. Ήταν συνεπής στα μαθήματα και η ζωή του ήταν μετρημένη και σωστή. Ούτε για μια στιγμή δεν εκμεταλλεύτηκε την αδυναμία που του είχε δείξει ο Ζωναράς. Ο χαρακτήρας του και το κοφτερό μυαλό του έκαναν τον πειρατή να νιώθει υπερήφανος που δεν είχε πέσει έξω στην επιλογή του να μορφώσει τούτο το φτωχό παλικάρι σαν πριγκιπόπουλο. Έτσι κι αλλιώς, αν έμενε στο νησί του, ψαράς είχε γεννηθεί και ψαράς θα πέθαινε. Να που μια φορά στη ζωή του αποφάσισε να κάνει ένα καλό και του βγήκε καλύτερο!