«ΤΟΝ ΕΑΥΤΟΝ ΜΗ ΑΔΙΚΟΥΝΤΑ ΟΥΔΕΙΣ ΠΑΡΑΒΛΑΨΑΙ ΔΥΝΑΤΑΙ» Εισαγωγή Η πραγµατεία «Τον εαυτόν µη αδικούντα ουδείς παραβλάψαι δύναται» γράφτηκε τη εποχή της δευτέρας εξορίας του αγίου Χρυσοστόµου (404-407) και πιθανώς στην Κουκουσόν της Αρµενίας το έτος 406. Στην πραγµατεία αυτή ο άγιος Χρυσόστοµος υποστηρίζει ότι η ευτυχία ή η δυστυχία, η ζηµία ή η ωφέλεια στον άνθρωπο δεν εξαρτώνται από τις συνθήκες του περιβάλλοντος ούτε από τους ανθρώπους που µας περιβάλλουν, αλλά είναι καταστάσεις εντελώς υποκειµενικές. Η ευτυχία ή η δυστυχία εξαρτώνται µόνο από εµάς και ανάλογα µε το αν τηρούµε ή όχι το θέληµα του Θεού. Συνεπώς δεν µπορούµε να κατηγορούµε την πρόνοια του Θεού αλλά ούτε και τους ανθρώπους ή τις συνθήκες που επικρατούν στην κοινωνία κάθε εποχής για το ότι µας συµβαίνει, αλλά µόνο τον εαυτό µας. Εµείς είµαστε οι µόνοι που µπορούµε να τον αδικήσουµε. Εάν εµείς δεν τον αδικούµε κανένας δεν µπορεί να µας αδικήσει. Ας δούµε την θαυµάσια αυτή πραγµατεία του µεγάλου αγίου της Εκκλησίας µας σε περιληπτική διασκευή. Γνωρίζω ότι ο λόγος µου θα φανεί παράδοξος και γελοίος. Μη απορρίψεις όµως καµµία γνώµη εκ των προτέρων, αν δεν ακούσεις τα επιχειρήµατά της. Όσο δίκαια και σωστή κι αν φαίνεται η δική σου. Αυτό κάνουν και οι σωστοί δικαστές. Σήµερα όλοι πιστεύουν ότι όλα έχουν γίνει άνω κάτω. Οι αδύνατοι αδικούνται, υβρίζονται, βλάπτονται. Οι πτωχοί καταδυναστεύονται... Όπως δεν µπορούµε να µετρήσουµε τα κύµατα της θάλασσας, έτσι δεν µπορούµε να µετρήσουµε τις αδικίες που γίνονται. Και για όλα αυτά, λένε κάποιοι, φταίει η πρόνοια του Θεού. Ας δούµε όµως τι είναι αδικία, τι είναι αρετή και από τι βλάπτεται. Το σίδερο το βλάπτει η σκουριά, το µαλλί ο σκόρος, τα πρόβατα οι λύκοι, τα σώµατα οι ασθένειες και ούτω καθ εξής. Λοιπόν τι βλάπτει την αρετή; Η φτώχεια, η ασθένεια, η χρηµατική ζηµία, η συκοφαντία, ο θάνατος; Μήπως η φυλακή, η εξορία, ο σεισµός, η πληµµύρα και γενικά το λεγόµενο φυσικό κακό; Ή µήπως την βλάπτει η αµαρτία και ότι καταστρέφει την αρετή; Ας δούµε µε παραδείγµατα τι είναι αρετή. Αρετή του αλόγου τι είναι; Μήπως να έχει χρυσά χαλινάρια, χρυσά λουριά, σέλα από µεταξωτά υφάσµατα και να έχει χαίτη πλεγµένη µε χρυσά σχοινιά; Ή να είναι γρήγορο, ανθεκτικό, ακούραστο, άφοβο και υπάκουο; Αρετή της αµπέλου είναι να έχει κλήµατα και φύλλα ωραία ή να είναι κατάφορτη από καρπούς; Ποιά η αρετή του ανθρώπου; Μήπως είναι τα χρήµατα, για να φοβηθούµε την πτωχεία; Μήπως η υγεία, για να φοβηθούµε την αρρώστια; Μήπως η εκτίµηση των πολλών, για να φοβηθούµε την συκοφαντία; Μήπως το ζην εική και ως έτυχε, για να φοβηθούµε το θάνατο; Μήπως η ελευθερία για ν αποφύγουµε τη δουλεία;
Αρετή όµως είναι η των αληθών δογµάτων η ακρίβεια και η κατά βίο ορθότητα. Αυτά κανείς, ούτε ο διάβολος, µπορεί να µας τα αφαιρέσει, αν προσέχουµε. Το παράδειγµα του Ιώβ µας αποκαλύπτει και πρακτικά όσα είπαµε θεωρητικά. Ο διάβολος του αφαίρεσε την περιουσία, για να τον εξαναγκάσει να βλασφηµήσει. Του γέµισε το σώµα µε έλκη, για να τον καταβάλει ψυχικά. Τον πολύτεκνο τον έκανε άτεκνο, για να του σπάσει το ηθικό. Δεν τον εξόρισε σε άλλη πόλη και οικία, αλλά τον πέταξε στην κοπριά. Έκανε να τον απαρνηθούν και οι φίλοι του και η γυναίκα του. Κι όµως εκείνος υπήρξε άκαµπτος και άτρωτος. Σε τίποτα δεν αδικήθηκε. Τον Αδάµ δεν τον υποσκέλισε ο διάβολος, αλλά η απερισκεψία του και η ραθυµία του. Τον Άβελ δεν τον έβλαψε ο πρόωρος θάνατος ούτε τον Κάιν ωφέλησε ο φόνος. Ο πρώτος εγκωµιάζεται εις τους αιώνες και βλέπει το Θεό σαν φως, ο δεύτερος έχει γίνει σιχαµερός και απεχθής εις τους αιώνες και βλέπει το Θεό σαν φωτιά. Τον Ιωσήφ τι τον έβλαψε το µίσος των αδελφών του, η συκοφαντία της γυναίκας του Πετεφρή, η φυλακή... Τους αποστόλους οι οποίοι παλεύαν συνέχεια µε πείνα, δίψα, γυµνότητα, διωγµούς, κατατρεγµούς, συκοφαντίες και στο τέλος µαρτύρησαν, τι αδικήθηκαν απ όλα αυτά. Τον φτωχό και ασθενή Λάζαρο τι τον ζηµίωσε η φτώχεια, η εγκατάλειψη, η ασθένεια, η πείνα, η θέα της ευτυχίας των άλλων ενώ αυτός έπασχε; Όχι απλώς δεν τον βλάψανε όλα αυτά, αλλά αντίθετα εξ αιτίας αυτών πήρε τα στεφάνια, γιατί δεν βαρυγκώµησε και τα υπέµεινε όλα. Γιατί από µόνα τους αυτά ούτε µας δίνουν τη σωτηρία ούτε µας οδηγούν στην κόλαση. Συνεπώς όχι µόνο δεν αδικείται κανείς από κανένα, αλλά και περισσότερα κερδίζει, εάν προσέχει τον εαυτό του. Μα τότε, αφού δεν αδικεί κανείς, γιατί υπάρχει κόλαση και τόσες τιµωρίες; Μη συγχέουµε τα πράγµατα. Γιατί δε λέω ότι κανείς δεν αδικεί, αλλά ότι κανείς δεν αδικείται. Πολλοί είναι οι αδικούντες, ουδείς όµως ο αδικούµενος. Τον Ιωσήφ τον αδίκησαν οι αδελφοί του, αυτός όµως δεν αδικήθηκε. Τον Άβελ το αδίκησε ο Κάιν, αλλά αυτός δεν αδικήθηκε. Ο Θεός δεν καταργεί τις τιµωρίες λόγω της αρετής των πασχόντων. Διότι αυτοί, αν γίνονται καλύτεροι, το οφείλουν στην υποµονή τους και όχι στην κακία αυτών που τους επιβουλεύονται. Συνεπώς σου αφαίρεσαν χρήµατα; Πες ότι «γυµνός βγήκα από την κοιλιά της µητέρας µου και γυµνός θα φύγω (στον άλλο κόσµο) (Ιώβ 1,21). «Τίποτα δεν φέραµε στον κόσµο αυτό φανερό είναι ότι και τίποτα δεν µπορούµε να πάρουµε µαζί µας (Α Τιµ. 6,7). Σε κακολόγησαν και σε περιέλουσαν µε αµέτρητες βρισιές; Θυµήσου αυτά που είπε ο Κύριος µας, ότι «Αλλοίµονο σας, όταν σας επαινούν όλοι οι άνθρωποι (Λκ.
6,26). Είστε όµως µακάριοι όταν σας βρίζουν και σας καταδιώκουν και λένε ψευδόµενοι κάθε είδους συκοφαντία, εξ αιτίας µου. Να είστε χαρούµενοι όταν σας συµβαίνουν αυτά και να νιώθετε ικανοποίηση, γιατί ο µισθός σας είναι πολύς εις τους ουρανούς. Διότι τα ίδια έκαναν και στους προφήτες, που ήταν πριν από σας (Ματθ. 5,11-12). Σε εξόρισαν; Κατάλαβε ότι δεν είναι εδώ η πατρίδα σου και ότι στην πραγµατικότητα είσαι εξόριστος, όπου κι αν βρίσκεσαι. Αρρώστησες; Πες αυτό που λέγει ο Παύλος ότι δεν απελπιζόµαστε, διότι όσο ο εξωτερικός άνθρωπος (το σώµα) διαρκώς φθείρεται, όµως ο εσωτερικός άνθρωπος (η ψυχή) διαρκώς ανανεώνεται (Β Κορ. 4,16). Αλλά µήπως κάποιος πέθανε κατά τρόπο µαρτυρικό; Θυµήσου τον Τίµιο Πρόδροµο, τον επίγειο άγγελο και τον επουράνιο άνθρωπο, πως σφαγιάστηκε, για να ικανοποιηθεί µια µοιχαλίδα και ελεεινή γυναίκα και να βραβευτεί η κόρη της που χόρεψε πορνικά. Όταν πάσχεις αδίκως τότε και τα αµαρτήµατά σου συγχωρούνται και δίκαιος αποβαίνεις. Συνεπώς πως µπορεί να αδικηθεί κανείς, όταν έτσι έχουν τα πράγµατα. Και κείνο που πρέπει να γνωρίζουµε είναι ότι οι πραγµατικά αδικηµένοι είναι αυτοί που απεργάζονται την αδικία. Ο Κάιν, οι αδελφοί του Ιωσήφ, η Ηρωδιάδα, ο Ιούδας, ο διάβολος, είναι ελεεινοί και τρισάθλιοι και αδικηµένοι, αλλά από τον εαυτό τους. Με όλη την κακία τους δεν πέτυχαν τίποτα και ενώ είναι αδικηµένοι δεν είναι αξιολύπητοι. Συνεπώς, για να επανέλθουµε στο πρώτο θέµα µας, αρετή δεν αποτελεί για τον άνθρωπο ούτε ο πλούτος, ούτε η χλιδή και η πολυτέλεια, ούτε η υγεία, ούτε η δόξα, ούτε η ελευθερία αλλά τα της ψυχής κατορθώµατα. Θα θυµηθούµε εδώ τους στίχους του Διονυσίου Σολωµού (1797-1857) που ταιριάζουν απόλυτα µε όσα υποστηρίζει ο άγιος Χρυσόστοµος. «Χαρές και πλούτη κι αν χαθούν / και τα βασίλεια κι όλα / τίποτα δεν είναι / σαν στητή µένει η ψυχή κι ολόρθη». Μόνο όταν βρίσουν κάποιον, τον συκοφαντήσουν, τον εξορίσουν, τον ληστέψουν και κείνος ερεθιστεί και βρίσει και καταραστεί και ανταποδώσει ΤΟΤΕ ΑΔΙΚΕΙΤΑΙ. Μη πούµε ότι ήταν φοβερός ο πειρασµός και ανταπέδωσα, αφού τον Ιώβ που έζησε προ της χάριτος, δεν µπόρεσε να νικήσει κανείς να µη δικαιολογείται. Αλλά και τον Παύλο ας σκεφθούµε. Τα δεινά του δεν µπορούµε να τα απαριθµήσουµε. Φυλακίσθηκε, δέθηκε µε αλυσίδες, µαστιγώθηκε, ραβδίστηκε, λιθοβολήθηκε, ναυάγησε, τον πολεµούσαν συνεχώς γνωστοί και άγνωστοι, αντιµετώπιζε συνεχώς διωγµούς, πείνα, γυµνότητα, δίψα, φτώχεια, καθηµερινά απέθνησκε. Κι όµως συχνά αναφωνεί «Χαίρω εν τοις παθήµασί µου» (Κολ. 1,24), «ου µόνον δε αλλά και καυχώµεθα εν ταις θλίψεσιν» (Ρωµ. 5,3) και άλλα παρόµοια. Αν ο Παύλος χαιρόταν και καυχάτο δια τα παθήµατά του, που ήταν πολλά, ποιά απολογία θα έχουµε εµείς, που το ελάχιστο απ αυτά δεν υποµένουµε κι όµως βλασφηµούµε; «Μα αδικούµαι όταν µε ληστέψουν, ακόµη κι αν δεν βλασφηµήσω, διότι δεν µπορώ να δώσω ελεηµοσύνη». Η πενία δεν είναι εµπόδιο για την ελεηµοσύνη. Η χήρα της εποχής του προφήτη Ηλία έδωσε µια χούφτα αλεύρι και λίγο λάδι κι όµως ο Θεός την αντάµειψε. Η χήρα του ευαγγελίου έδωσε τον ελάχιστο οβολό εκ του
υστερήµατός της κι όµως έγινε το πρότυπο της ελεηµοσύνης. Και έδωσε περισσότερα από τους πλουσίους κατά την αψευδή ρήση του Κυρίου µας. Άρα και σ αυτή την περίπτωση δεν αδικείσαι αλλά µάλλον ωφελείσαι. Δίνετε σηµασία στα ωραία της ζωής, που µοιάζουν µε τα άνθη που σαπίζουν και τις σκιές. Όπως τα µικρά δίνουν σηµασία στα παιχνίδια τους και σε ευτελή πράγµατα. Δίνετε σηµασία στον πλούτο. Τον θεωρείτε πολυτιµότερο από την υγεία, αφού χάριν αυτού πολλές φορές την θυσιάζετε. Τον θεωρείτε ανώτερο από τη ζωή, αφού κι αυτή τη διακινδυνεύετε και τη χάνετε χάριν αυτού. Τον θεωρείτε ανώτερο από την καλή υπόληψη, αφού χάριν αυτού κλέβετε και κάνετε µύρια όσα ανόσια και βδελυρά. Τον θεωρείτε ανώτερο από την πατρίδα, την οικογένεια, την φιλία, αφού χάριν αυτού ήρθατε σε σύγκρουση και διακοπή σχέσεων µε συγγενείς και φίλους και προδώσατε και την πατρίδα. Υψώθηκε η µανία του πλούτου µέχρι τα σύννεφα. Κυρίευσε γη και θάλασσα. Κανείς δεν µπορεί να σβήσει αυτή τη φλόγα. Λύσσα αθεράπευτη, µανία ακατάσχετη, ασθένεια µη ιάσιµη, έρωτας που νικά κάθε άλλο έρωτα, κύριος απάνθρωπος που δεν ενδιαφέρεται καθόλου για τους υπηρέτες του. Κι όµως ο πλούτος ούτε πιο σοφό σε κάνει, ούτε πιο φρόνιµο, ούτε πιο χριστό και φιλάνθρωπο, ούτε σε δίνει τη δύναµη ν αντιµετωπίζει τα πάθη σου αλλά µάλλον στα εξάπτει και σε υποδουλώνει σ αυτά. Εις τι αδικήθηκε ο Λάζαρος από την έλλειψη του πλούτου; Εις τι αδικήθηκε ο Παύλος; Και ο Ιούδας από τι έχασε το αποστολικό αξίωµα και τον ίδιο τον Χριστό; Συνεπώς αυτόν που δεν θέλει να αδικήσει τον εαυτό του, κανείς άλλος δεν µπορεί να τον αδικήσει. Αυτόν δε που δεν θέλει να νήφει και να αγωνίζεται όσο µπορεί κανείς δεν µπορεί να τον ωφελήσει. Ας θυµηθούµε την παραβολή του σπορέως, που ενώ ο σπόρος είναι ίδιος ο καρπός είναι διαφορετικός, ανάλογα µε τη γη που θα πέσει. Ας θυµηθούµε την οικία που κτίστηκε στην άµµο και έπεσε. Δεν την ρίξανε οι καιρικές συνθήκες αλλά τα σαθρά θεµέλια. Η βροχή φανερώνει τις τρύπες της σκεπής, αλλά δεν τις δηµιουργεί. Ο Ιούδας χωρίς κανένα πειρασµό έπεσε, αφού απόλαυσε µεγάλη καλωσύνη, ενώ ο Παύλος µε πολλούς πειρασµούς και δοκιµασίες όχι µόνο δεν έπεσε αλλά ανεδέιχθη o µέγας των αποστόλων. Ο ιουδαϊκός λαός τα είχε όλα στην έρηµο. Είχε τη νεφέλη που, αφ ενός µεν τους οδηγούσε που θα πάνε, αφ ετέρου την ηµέρα τους σκέπαζε από τον ήλιο και τη νύχτα τους φώτιζε. Είχαν συνεχώς από τον ουρανό το µάννα και τα ορτύκια για να τρέφονται. Οι πέτρες ανέβλυζαν νερό για να πίνουν. Ασθένεια δεν υπήρχε όλη την περίοδο που περιπλανήθηκαν στην έρηµο (Ψαλµ. 104,37). Βάδιζαν ανάµεσα στην θάλασσα, κέρδιζαν µάχες. Ο Θεός τους έδωσε το νόµο του. Κι όµως συνεχώς τον παραπίκραναν και ήρθε στιγµή που αντ αυτού λάτρευσαν το χρυσό µοσχάρι που οι ίδιοι έκαναν. Αποτέλεσµα αυτής της τακτικής τους από τα 2.000.000 ψυχές που εξήλθαν από την Αίγυπτο µόνο 2, Ο Ιησούς του Ναυή και ο Χάλεβ, να εισέλθουν στη γη της επαγγελίας.
Οι Νινευΐτες δεν είχαν τίποτα. Βάρβαροι, αλλόφυλοι, αλλόθρησκοι, χωρίς προφήτες και θαύµατα, πιστέψαν στον Ιωνά και σώθηκαν. Ανακάλεσαν απόφαση του Θεού να τους καταστρέψει. Ενώ η κακία τους είχε ανεβεί µέχρι τον ουρανό, σε τρεις µέρες µε νηστεία, πένθος, µετάνοια διώξανε τη θεόσταλτη οργή. Έτσι τα θαύµατα που απόλαυσαν οι Ισραηλίτες δεν τους ωφέλησαν τίποτα ούτε ζηµίωσε τους Νινευΐτες σε τίποτα η µη συµµετοχή σ αυτά. Οι τρεις παίδες εν καµίνω. Νέοι, ανώριµοι, εξόριστοι, αιχµάλωτοι µακριά από το ναό των Ιεροσολύµων, τους ιερείς και τις θυσίες µακριά από ανθρώπους που µπορούσαν να τους στηρίξουν, µέσα στους πειρασµούς των ανακτόρων. Τους διέταξε ο βασιλεύς να συµµετέχουν σε συβαριτική και ακάθαρτη τράπεζα κι αυτή αρνήθηκαν ενώ είχαν πολλές δικαιολογίες να το κάνουν. Πείσαν µε τους λόγους τους τον αξιωµατούχο του βασιλιά και δέχθηκε αυτοί να σιτίζονται µε τις δικές τους τροφές. Εν τέλει αυτοί ήταν οι πιο υγιείς και ροδοκόκκινοι από τους άλλους που σιτιζόταν από την τράπεζα του βασιλιά (Δαν. 1 ο κεφ.). Εάν κάνεις όσα εξαρτώνται από σένα, τότε βάζει και ο Θεός το χέρι του. Έτσι οι τρεις παίδες δοξάστηκαν περισσότερο απ ότι αν έµεναν στο Ισραήλ ελεύθεροι και άνετοι. Μόλις πέτυχαν αυτό το κατόρθωµα καλούνται σε άλλο. Μπαίνουν στην κάµινο του πυρός, γιατί δεν προσκυνούσαν την εικόνα του Ναβουχοδονόσορος. Και κει είναι που δοξάσθηκαν. Ενώ οι στρατιώτες που ρίχνανε τα ξύλα καήκανε τα γένια τους, τα µαλλιά τους και τα ρούχα τους από την υπερβολική πυρά, εκείνοι δεν πάθανε τίποτα. Αντίθετα δροσιζόµενοι και αλώβητοι ψάλλανε µε έξαρση και ενθουσιασµό. Η ψαλµωδία που ψάλλανε τότε έγινε ψαλµωδία της Εκκλησίας και ψάλλεται σ ολόκληρη την οικουµένη και θα ψάλλεται µέχρι Β Παρουσίας. Ο άγιος Χρυσόστοµος δεν θαυµάζει για το υπερφυσικό και καταπληκτικό θαύµα, αλλά για το ότι δέχθηκαν να καούν χάριν των αληθινών δογµάτων. Θαυµάζει για τα λόγια που είπαν. «Υπάρχει ο Θεός εις τους ουρανούς, τον οποίον εµείς λατρεύουµε και ο οποίος είναι ικανός να µας σώσει από τη φωτιά και από τα χέρια σου βασιλιά. Κι αν όµως δεν θελήσει να το κάνει, να ξέρεις βασιλιά ότι εµείς τους θεούς σου δεν τους λατρεύουµε και την εικόνα σου τη χρυσή δεν την προσκυνούµε» (Δαν. 3,16-18). Με αυτά που είπαν ήδη υπήρξαν νικητές. Αργότερα βέβαια έδειξαν και την πίστη τους έµπρακτα. Λοιπόν σε τι τους αδίκησε ο Ναβουχοδονόσορας. Οι Ιουδαίοι είχαν ναό και θυσιαστήριο, κιβωτό, χερουβίµ, ιλαστήριο, ιερείς, θυσίες, τους προφήτες, συνεχή θαύµατα του Θεού. Κι όµως έστησαν είδωλα µέσα στο ναό, έκαναν ανθρωποθυσίες, έκαναν του κόσµου τα άτοπα. Συνεπώς ας µη νοµίζουµε, όταν αµαρτάνουµε, ότι µας αρκούν προς απολογία η δυσκολία των καιρών ή των περιστάσεων, ή οι ανάγκες και η βία και η τυραννική εξουσία των αρχόντων. «Τον εαυτόν µη αδικούντα ουδείς παραβλάψαι δύναται». Για την διασκευή ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ www.pmeletios.com