annual (adj): ετήσιος bloodstream (n): κυκλοφορία του αίματος belly (n): κοιλιά branch (v): διακλαδίζομαι bring along (v): φέρνω μαζί μου Practice Test 7 bring out (to be brought out) (v): παράγομαι, κυκλοφορώ broadcast (n): εκπομπή, πρόγραμμα (ραδιοφώνου ή τηλεόρασης) caregiver (also: carer) (n): φροντιστής (ασθενούς, ηλικιωμένου) collide with sb/sth (v): συγκρούομαι (με κπ / κτ) crop (n): καλλιεργούμενο είδος culinary (adj): μαγειρικός, γαστρονομικός e.g. Take culinary classes in our School and follow your passion of cooking! distinct (adj): διακριτός, ξεχωριστός, a ~ possibility: μεγάλη πιθανότητα donation (n): δωρεά emerge from (v): εξέρχομαι από, ξεπροβάλλω, αναδύομαι excel in/at sth (v): αριστεύω σε κτ, διαπρέπω σε κτ equinox (n): ισημερία export (v): εξάγω extinct (adj): (για ζώο ή φυτό) που έχει εκλείψει, to become ~ / to go ~ : είμαι υπό εξαφάνιση, τείνω να εκλείψω fancy (v): θέλω, γουστάρω, μου αρέσει far (adv): πολύ (+συγκριτικός βαθμός επιθέτου ή επιρρήματος) 1
e.g. The ring you gave me is far more precious than the one I bought myself. first-aid course (n): μάθημα πρώτων βοηθειών gang (n): συμμορία getaway (n): απόδραση, φυγή habitat (n): φυσικό περιβάλλον, τόπος διαβίωσης hitter (n): αυτός που χτυπά την μπάλα (με ρόπαλο, ρακέτα...) hurdle (n): εμπόδιο illustrate (v): επεξηγώ (με παραδείγματα) import (v): εισάγω janitor (n): θυρωρός leak (v): στάζω lengthen (v): επιμηκύνω, μεγαλώνω e.g. As the days lengthen, my mood becomes lighter. let off (to be let off): εκτονώνομαι live up (v): ανταποκρίνομαι σε, φαίνομαι αντάξιος e.g. Her magnificent performance lived up to the audience s expectations. make sth up: επινοώ, σκαρφίζομαι e.g. This story isn t true; he made it up. minor (n): (ΝΟΜ) ανήλικος mobility problem (n): κινητικό πρόβλημα morale (n): ηθικό, φρόνημα mosquito (n): κουνούπι nocturnal (adj): νυκτερινός, νυκτόβιος 2
non-perishable (adj): (για τρόφιμα) μη ευπαθής obstruct (v): εμποδίζω, κλείνω off the coast of (adv): στα ανοικτά των ακτών του / της perk up (v): ζωηρεύω, ξανανιώνω perusal (n): προσεκτική ανάγνωση point to (v): εστιάζω policy (n): πολιτική, τακτική e.g. The company has adopted a strict non-smoking policy in order to provide a healthy work environment. (p)reserve (n): προστατευόμενος βιότοπος protest (against sb, sth / sth) (v): διαμαρτύρομαι, διαδηλώνω (εναντίον) e.g.1 The teachers protested against the lowering of their wages. e.g.2 Hundreds of people protested the bank s financial policy. quantity (n): ποσότητα rapidly (adv): γρήγορα ravage (v): καταστρέφω, ρημάζω reminder (n): υπενθύμιση reputedly (adv): κατά τα λεγόμενα, όπως φημολογείται resurrect (v): ανασταίνω, αναβιώνω sacking (n): απόλυση sanctuary (n): καταφύγιο (άγριας πανίδας) scarce (adj): σπάνιος, λιγοστός set sth up (v): οργανώνω, κανονίζω κτ singalong (also: sing-along): ομαδικό τραγούδι 3
smash (v): χτυπώ με δύναμη, διαλύω, διαλύομαι, θρυμματίζομαι e.g. A few shop windows smashed. spine (n): ραχοκοκαλιά, σπονδυλική στήλη spin (v): περιστρέφω, στροβιλίζω spoil (v): (για φαγητό) χαλάω stimulate (v): διεγείρω, παρακινώ, προκαλώ e.g. Scientists say that running stimulates the brain to grow new cells. ticklish (adj): δυσεπίλυτος, δύσκολος trash (n): σκουπίδια truck (n): νταλίκα, φορτηγό ubiquitous (adj): πανταχού παρών vary (v): αλλάζω, διαφέρω venue (n): μέρος συγκέντρωσης e.g. You have to choose a venue for the next meeting of the group. vertebrate (n): σπονδυλωτό ζώο viable (adj): βιώσιμος warehouse (n): αποθήκη wheelchair (n): αναπηρικό αμαξίδιο whip (v): κινώ γρήγορα ή ξαφνικά προς ορισμένη κατεύθυνση Phrases: - ASAP as soon as possible: το συντομότερο δυνατό - a fit of rage: ξέσπασμα θυμού - early bird: πρωινός τύπος (δραστηριοποιείται από πολύ νωρίς το πρωί ή πολύ νωρίτερα από την καθορισμένη ώρα) # night owl: νυκτερινός τύπος (είναι δραστήριος ή ξύπνιος κατά τη διάρκεια της νύχτας) 4
- go stale, go off: (για φαγητό) μπαγιατεύω, χαλάω - I m afraid: λυπάμαι, δυστυχώς - sb/sth caught my eye: κπ / κτ τράβηξε την προσοχή μου - to be on the brink of sth: είμαι στο χείλος / στα πρόθυρα κπ πράγματος - to be used to sth/ to doing sth: είμαι συνηθισμένος σε κτ / να κάνω κτ - to do some good: κάνω κάτι καλό, είμαι χρήσιμος - to leap at a chance/an opportunity: αρπάζω μια ευκαιρία - to let sb know: ενημερώνω κπ - to look over one s shoulder: κοιτάζω «πίσω μου», είμαι ανήσυχος ή ανασφαλής για ενδεχόμενο κίνδυνο - you are / mean nothing to me: δεν είσαι / σημαίνεις τίποτα για μένα, είσαι ασήμαντος για τη ζωή μου 5