Σκέψεις για την προσέγγιση του ηµήτρη Παπανικολάου στον σχεδιασµό, την κατασκευή και την χρήση δοµηµένου χώρου



Σχετικά έγγραφα
Καθορισµός κριτηρίων αξιολόγησης Περιγραφή και βαθµονόµηση κριτηρίων. 1. Εισαγωγή

Αειφορικός σχεδιασµός & κατασκευή κτιρίων

Σχεδιαστικά Προγράμματα Επίπλου

ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΕΙΦΟΡΟ ΓΕΩΡΓΙΑ. Α. Κουτσούρης Γεωπονικό Παν/μιο Αθηνών

επιπτώσεων στο περιβάλλον απαιτήσεις σε αντιρρυπαντικά συστήµατα Αέριες Εκποµπές Εκποµπές οσµών

Αναδιοργάνωση στους Οργανισμούς

4 ο ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΟ ΠΕΔΙΟ:

Ο ΔΗΜΟΣ ΝΟΤΙΑΣ ΚΥΝΟΥΡΙΑΣ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΓΙΑ ΤΟ ΔΗΜΟ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ

2.2 Οργάνωση και ιοίκηση (Μάνατζµεντ -Management) Βασικές έννοιες Ιστορική εξέλιξη τον µάνατζµεντ.

Αστικά υδραυλικά έργα

Σχεδιασμός Κατασκευών Ενότητα 2: Βασικές Έννοιες Τεχνικών Συστημάτων & Οργάνωση Ανάπτυξης ενός Προϊόντος

ΕΝΙΑΙΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ

Κεφάλαιο 14: Διαστασιολόγηση αγωγών και έλεγχος πιέσεων δικτύων διανομής

Στο στάδιο ανάλυσης των αποτελεσµάτων: ανάλυση ευαισθησίας της λύσης, προσδιορισµός της σύγκρουσης των κριτηρίων.

5.1. Χωροταξικός Σχεδιασμός Κριτήρια αξιολόγησης Χωροταξικού Σχεδιασμού Δραστηριότητες Χωροταξικού Σχεδιασμού...

ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑ

1. Οι Τεχνολογίες της Πληροφορίας και των Επικοινωνιών στην εκπαιδευτική διαδικασία

Διαχείριση έργων. Βασικές αρχές Τεχνολογίας Λογισμικού, 8η αγγ. έκδοση

Το ΔΕΠΠΣ- ΑΠΣ των Φυσικών Επιστημών της Ε και Στ Δημοτικού Τα Νέα Διδακτικά Βιβλία των Φυσικών Επιστημών της Ε και Στ Δημοτικού

Εργαστήριο Χωροταξικού Σχεδιασμού. 10 η Διάλεξη Όραμα βιώσιμης χωρικής ανάπτυξης Εισήγηση: Ελένη Ανδρικοπούλου

Countries: Ανάπτυξη συστηµάτων για τη βέλτιστη

Ως ανάπτυξη προϊόντος ορίζεται όλο το σύνολο των δραστηριοτήτων από την έρευνα αγοράς, µέχρι την παράδοσή του στον πελάτη.

ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΘΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

Το περιβάλλον ως σύστηµα

Μελέτες Περιπτώσεων. Επιχειρησιακή Στρατηγική. Αριστοµένης Μακρής

Η αξιοποίηση των Τεχνολογιών της Πληροφορίας και

ΑΕΙΦΟΡΙΑ ΚΑΙ ΒΙΩΣΙΜΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ. Εισαγωγικές Έννοιες -- ΜΑΡΙΑ ΔΑΣΚΟΛΙΑ

Σχεδιασμός Οικολογικού Διαμεσολαβητή για την εποπτεία και διαχείριση δικτύου διανομής ηλεκτρικής ενέργειας

Η Θεωρία Αυτο-κατηγοριοποίησης (ΘΑΚ) Από Χαντζή, Α. (υπό δηµοσίευση)

ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ Χ. ΑΠ. ΛΑΔΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

ΕΝΝΟΙΑ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

7. Η ΓΕΝΝΕΤΙΚΗ ΥΛΗ ΤΩΝ ΠΟΛΕΩΝ.

Διδακτική της Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης

H Έννοια και η Φύση του Προγραμματισμού. Αθανασία Καρακίτσιου, PhD

Διαμόρφωση ολοκληρωμένου πλαισίου δεικτών για την παρακολούθηση (monitoring) της εξέλιξης των οικιστικών δικτύων

Στρατηγικό Σχεδιασµό Πληροφοριακών Συστηµάτων

Περιβαλλοντική Εκπαίδευση

Ε Π Ι Χ Ε Ι Ρ Η Μ Α Σ Ι Κ Ο Σ Η Σ Α & Κ Α Ι Ν Ο Σ Ο Μ Ι Α

Δόμηση. Επαγγελματισμός. Όραμα. Άνθρωπος

Σχεδιασµός Οικολογικού ιαµεσολαβητή για την εποπτεία και διαχείριση δικτύου διανοµής ηλεκτρικής ενέργειας

ΟΔΗΓΟΣ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΚΟΤΗΤΑΣ ΕΝΟΣ BUSINESS PLAN

Παιδαγωγικές δραστηριότητες μοντελοποίησης με χρήση ανοικτών υπολογιστικών περιβαλλόντων

ΠΑΙ ΑΓΩΓΙΚΟ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΓΙΑ ΤΗ ΜΟΡΦΩΤΙΚΗ ΑΥΤΟΤΕΛΕΙΑ ΤΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ

Ανάλυση Απαιτήσεων Απαιτήσεις Λογισµικού

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ. Ενότητα # 6: ΟΡΓΑΝΩΣΙΑΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ

ενεργειακό περιβάλλον

3 ο Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο Α. ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΛΕΙΣΤΟΥ ΤΥΠΟΥ

Τα Διδακτικά Σενάρια και οι Προδιαγραφές τους. του Σταύρου Κοκκαλίδη. Μαθηματικού

Εκπαιδευτική Μονάδα 8.1: Επαγγελματικοί ρόλοι και προφίλ για την παρακολούθηση και την εποπτεία.

Εισαγωγή στην Τεχνολογία Λογισμικού

Περιφερειακή ανάπτυξη- Περιφερειακές ανισότητες. Εισαγωγικές έννοιες. Συσσώρευση Κεφαλαίου, Χωρικός Καταμερισμός Εργασίας

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΚΑΙ ΒΕΛΤΙΣΤΟΠΟΙΗΣΗ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΠΡΟΗΓΜΕΝΗΣ ΔΟΜΗΣΗΣ

1. Εκπαίδευση για την Εξυπηρέτηση Πελάτη (Customer Service Training) (Μικρός Οργανισμός)

ΕΝΩΣΗ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΩΝ ΚΤΙΡΙΩΝ ΕΛΛΑ ΟΣ ΜΑΡΝΗ 30 Τ.Κ ΑΘΗΝΑ

Η Μελέτη Περίπτωσης για τη Σύρο: Υλοποιημένες δράσεις και η επιθυμητή συμβολή φορέων του νησιού

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟ ΕΡΓΩΝ

ΙΣΤΟΡΙΚΟΙ ΟΡΕΙΝΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ, ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΗ, ΑΝΑΠΤΥΞΗ

Οπτική αντίληψη. Μετά?..

Σύγχρονη Οργάνωση & Διοίκηση Επιχειρήσεων.

ΓΕΩΠΟΝΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΥΤΑΝΙΚΕΣ ΕΚΛΟΓΕΣ Υποψηφιότητα: Καθ. Αικατ. Χρονοπούλου - Σερέλη

Πληροφοριακά Συστήματα Διοίκησης. Διοικητική Επιστήμη και Λήψη Αποφάσεων

1. Εκπαίδευση για την Εξυπηρέτηση Πελάτη (Customer Service Training) (Οργανισμός)

Διδακτική Εννοιών τη Φυσικής για την Προσχολική Ηλικία

ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ «ΑΠΟ ΤΟ ΜΕΣΟ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ ΚΑΙ ΠΡΟΣ ΤΗ ΒΑΣΗ» ΚΕΦΑΛΑΙΟ:

Τι είναι βιομηχανία. Εικόνα 1. Εικόνα 2

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5. Κύκλος Ζωής Εφαρμογών ΕΝΟΤΗΤΑ 2. Εφαρμογές Πληροφορικής. Διδακτικές ενότητες 5.1 Πρόβλημα και υπολογιστής 5.2 Ανάπτυξη εφαρμογών

Πρόγραμμα FATE ΠΡΟΤΑΣΗ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΟΥ ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΥ

Διερευνητική μάθηση We are researchers, let us do research! (Elbers and Streefland, 2000)

Σχήμα 8(α) Σχήμα 8(β) Εργασία : Σχήμα 9

Η Περιφερειακή Επιστήμη.

Περίληψη Διδακτορικής Διατριβής ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΤΜΗΜΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ. Πανεπιστήμιο Αιγαίου. Τμήμα Περιβάλλοντος. Ευστράτιος Γιαννούλης

Γεώργιος Φίλιππας 23/8/2015

Έργα Υποδομών: μπορούμε να συμβάλουμε στην επιτυχή σύζευξή τους με το «αστικό» περιβάλλον και την αειφορία;

Γεωργικές Εφαρμογές και Εκπαίδευση για την Αειφόρο Αγροτική Ανάπτυξη

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9 ΑΝΑΜΕΝΟΜΕΝΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ. Εισαγωγή

Ηλεκτροµηχανολογικές Εγκαταστάσεις στα µεγάλα έργα: Συνέργεια µε άλλες ειδικότητες. Θωµάς Δ. Ξένος Καθηγητής ΤΗΜΜΥ

Θανάσης Κ. Παππάς αρχιτέκτων Θεσσαλονίκη Νοέµβριος 1999

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟ # 1: ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ ΤΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ

Ο Ρόλος του Κριτικού Στοχασμού στη Μάθηση και Εκπαίδευση Ενηλίκων

Ολοκληρωμένη Διαχείριση Αστικού Νερού. Α. Ανδρεαδάκης ομ. Καθηγητής ΕΜΠ

ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ

6. Η ΣΥΝΘΕΤΙΚΗ ΑΛΛΗΛΟΥΧΙΑ

ΟΜΟΣΠΟΝ ΙΑ ΕΚΠΑΙ ΕΥΤΙΚΩΝ ΦΡΟΝΤΙΣΤΩΝ ΕΛΛΑ ΟΣ (Ο.Ε.Φ.Ε.) ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ 2014 ΑΡΧΕΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ & ΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

Β.δ Επιλογή των κατάλληλων εμπειρικών ερευνητικών μεθόδων

ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΩΝ

Η Αρχιτεκτονική του κελύφους και της δομής των κτιρίων

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ

Αγαπητοί Σύνεδροι, Αγαπητοί Φίλοι,

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΜΟΝΑΔΑ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ (ΜΚΕ)

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης

ΒΑΣΕΙΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ. Ενότητα 1: Εισαγωγή στις Βάσεις Δεδομένων. Αθανάσιος Σπυριδάκος Διοίκηση Επιχειρήσεων

U T C C R E A T I V E L A B. Σύμβουλοι Καινοτομικής Επιχειρηματικότητας

ΝΑΥΠΛΙΟ Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΜΕΛΕΤΕΣ ΚΑΙ ΕΡΓΑ ΑΝΑΠΛΑΣΗΣ ΗΠΑΛΙΑΠΟΛΗ ΒΥΖΑΝΤΙΟ ΚΑΙ ΠΡΟΝΟΙΑ

ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ. Μάθηµα 5ο: Θεµελιώδεις Αρχές της Οργάνωσης και Οργανωτικός Σχεδιασµός. Ερωτήσεις Μελέτης Στόχοι Μαθήµατος 6

ΠΙΝΑΚΑΣ ΚΡΙΤΗΡΙΩΝ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ. Τίτλος Κριτηρίου. Α.1 Οργανωτική Δομή - Οικονομικά στοιχεία 10%

ΑΡΧΕΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ 11

Η ΜΕΛΕΤΗ ΡΥΘΜΙΣΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΓΩΝ ΣΤΗΝ ΑΕΙΦΟΡΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ.

Transcript:

Σκέψεις για την προσέγγιση του ηµήτρη Παπανικολάου στον σχεδιασµό, την κατασκευή και την χρήση δοµηµένου χώρου 1. Εισαγωγή Το έργο του ηµήτρη Παπανικολάου περιλαµβάνει σηµαντικές καινοτοµίες ως προς την µέθοδο σχεδιασµού, κατασκευής και χρήσης του δοµηµένου χώρου. Είναι γεµάτο από ιδέες και επινοήσεις που άλλοτε αφορούν στην επίλυση προβληµάτων που εντοπίζονται σε συγκεκριµένα έργα και ορίζονται από τις ειδικές συνθήκες και προδιαγραφές των έργων αυτών, και άλλοτε προσδιορίζουν µεθόδους που µπορεί να έχουν γενικότερη εφαρµογή. Σε κάθε περίπτωση τα καινοτοµικά χαρακτηριστικά του έργου σχετίζονται µεταξύ τους και εκφράζουν µε συνέπεια µια ενιαία φιλοσοφία, τις αρχές της οποίας θα προσπαθήσουµε στην συνέχεια να περιγράψουµε. Η φιλοσοφία αυτή αντανακλά σύγχρονες τάσεις που αναπτύσσονται σε πολλούς τοµείς τεχνολογίας και βασίζεται σε υπαρκτές παραγωγικές δυνατότητες. Οι καθιερωµένες µέθοδοι παραγωγής και χρήσης του δοµηµένου χώρου βρίσκονται σε προφανή αναντιστοιχία µε την διαθέσιµη τεχνολογία παραγωγής, ενώ χαρακτηρίζονται από την σπατάλη υλικών πόρων, εργασίας και χρόνου. Η σπατάλη αυτή, αν και δεν δικαιολογείται ούτε ως προς τα κοινωνικά αιτήµατα επί του δοµηµένου χώρου, ούτε ως προς τα οικονοµικά κριτήρια της αγοράς, προκύπτει ως συνέπεια της λειτουργίας ενός παρασιτικού συστήµατος που αναπτύχθηκε ως οργανικό µέρος του καθιερωµένου συστήµατος παραγωγής. Η προσέγγιση του ηµήτρη Παπανικολάου µπορεί να µελετηθεί στα πλαίσια της "βιώσιµης ανάπτυξης", µιας θεώρησης η οποία αµφισβητεί τον σπάταλο και αδιέξοδο χαρακτήρα των καθιερωµένων µεθόδων παραγωγής προτείνοντας εναλλακτικές µεθόδους. Υπερβαίνοντας ωστόσο αυτά τα πλαίσια, η συγκεκριµένη προσέγγιση εναρµονίζεται µε σύγχρονες επιστηµονικές τάσεις τις οποίες ερµηνεύει τον τοµέα της αρχιτεκτονικής και της κατασκευής. Κεντρική θέση στις τάσεις αυτές έχει η έννοια της πληροφορίας και ειδικότερα οι έννοιες της αυθόρµητης ανάπτυξης και της αυτοοργάνωσης σε πολύπλοκα δυναµικά συστήµατα. Βασικά πρότυπα τέτοιων συστηµάτων αποτελούν οι έµβιοι οργανισµοί, όµως η ιστορική προσέγγιση αποκαλύπτει την εφαρµογή των ίδιων αρχών στην εξέλιξη των µεθόδων παραγωγής και χρήσης του δοµηµένου χώρου. Ο ηµήτρης Παπανικολάου προσπάθησε να συνδυάσει τις συγκεκριµένες αρχές σε ένα πρότυπο σκέψης και µεθοδολογίας που επιτρέπει την ανάπτυξη αποτελεσµατικότερων µεθόδων µε την κατάλληλη αξιοποίηση σύγχρονων διαθέσιµων τεχνολογικών µέσων. Η υιοθέτησή του συγκεκριµένου προτύπου είναι εφικτή και ανταποκρίνεται σε ώριµα κοινωνικά και οικονοµικά αιτήµατα. 2. Το καθιερωµένο σύστηµα παραγωγής και χρήσης του δοµηµένου χώρου Ανάλογα µε τις κοινωνικές συνθήκες, η παραγωγή και η χρήση του δοµηµένου χώρου υπόκειται σε κριτήρια όπως αυτά της ανταπόκρισης σε κοινωνικές αξίες, της αισθητικής, της ποιότητας κατασκευής, της αντοχής στον χρόνο ή της εξασφάλισης επιθυµητών συνθηκών διαβίωσης. Οι διαδικασίες παραγωγής και χρήσης που ανταποκρίνονται σε αυτά τα κριτήρια χαρακτηρίζονται από ένα "κοινωνικό κόστος" το οποίο εκφράζει τον ανθρώπινο χρόνο εργασίας που θα πρέπει αθροιστικά να δαπανηθεί για την πραγµατοποίησή τους, αν υπολογιστούν και οι εργασίες εξασφάλισης των απαραίτητων υλικών και ενεργειακών πόρων (η έννοια του "κοινωνικού κόστους" παραπέµπει άµεσα στην έννοια της "αξίας" βλ. επίσης http://en.wikipedia.org/wiki/labor_theory_of_value στην κλασική οικονοµική θεωρία: A. Smith, D. Ricardo, K. Marx, ωστόσο εδώ µας ενδιαφέρει ως αυτόνοµη έννοια, ανεξάρτητη από την σχετική θεωρητική - οικονοµική αντιπαράθεση). - 1 -

Η ελαχιστοποίηση του κοινωνικού κόστους του δοµηµένου χώρου αποτελεί ένα κοινωνικό αίτηµα που σε διαφορετικές ιστορικές συνθήκες έχει υπαγορεύσει χαρακτηριστικά του ίδιου του δοµηµένου χώρου, καθώς και των µεθόδων παραγωγής και χρήσης του. Φαινοµενικά, το συγκεκριµένο αίτηµα ανταποκρίνεται στις καθιερωµένες συνθήκες παραγωγής οι οποίες προσδιορίζουν τον δοµηµένο χώρο ως εµπόρευµα που παράγεται µε σκοπό το κέρδος. Αυτό θα ήταν αναµενόµενο να επιβάλλει την ελαχιστοποίηση του κοινωνικού κόστους (που τελικά µεταφράζεται σε χρήµα) υπαγορεύοντας µεθόδους που αξιοποιούν αποτελεσµατικότερα προς την συγκεκριµένη κατεύθυνση τις υπάρχουσες τεχνολογικές δυνατότητες. Ωστόσο και παρά την φαινοµενική συµβατότητα µε το αντίστοιχο κοινωνικό αίτηµα αυτό δεν συµβαίνει. Το καθιερωµένο σύστηµα παραγωγής και χρήσης του δοµηµένου χώρου περιλαµβάνει ένα πολύπλοκο δίκτυο αλληλεξαρτήσεων που η λειτουργία τους αντιστρατεύεται την τάση µείωσης του κοινωνικού κόστους. Το δίκτυο αυτό δεν αποτελεί εκδήλωση "δυσλειτουργίας" του συστήµατος (κάτι που θα µπορούσε να διορθωθεί αν εντοπίζονταν τα σχετικά προβλήµατα και λαµβάνονταν τα κατάλληλα µέτρα), αλλά ένα παράλληλο "παρασιτικό" σύστηµα που δηµιουργήθηκε µέσα από τις ισχύουσες παραγωγικές σχέσεις και ανέπτυξε την δική του δυναµική και τους δικούς του µηχανισµούς αυτοσυντήρησης. Στην συνέχεια θα επιχειρηθεί η περιγραφή ορισµένων χαρακτηριστικών αυτού του παράλληλου συστήµατος, όπως εκδηλώνονται στους τοµείς της εκπαίδευσης των εµπλεκόµενων παραγωγών, της δοµής και λειτουργίας του παραγωγικού µηχανισµού, καθώς και στα προγράµµατα µελέτης, κατασκευής και χρήσης του δοµηµένου χώρου. Η περιγραφή βασίζεται κυρίως στην ελληνική εµπειρία, η οποία ωστόσο περιλαµβάνει φαινόµενα που σε διαφορετικό βαθµό και µορφή παρατηρούνται σε διεθνή κλίµακα. Η σηµασία και η επικαιρότητα των ιδεών του ηµήτρη Παπανικολάου έγκειται στην αναζήτηση εφαρµόσιµων εναλλακτικών πρακτικών παραγωγής και χρήσης του δοµηµένου χώρου, σε αντίθεση µε τα φαινόµενα αυτά. 2.1 Χαρακτηριστικά του καθιερωµένου συστήµατος παραγωγής και χρήσης του δοµηµένου χώρου 2.1.1 Εκπαίδευση Η εκπαίδευση των µηχανικών που εµπλέκονται στον σχεδιασµό κτιριακών έργων έχει σηµαντικό ρόλο στην αναπαραγωγή του καθιερωµένου συστήµατος παραγωγής και χρήσης του δοµηµένου χώρου. Βρίσκεται σε διαρκή αλληλεπίδραση µε αυτό καθώς ταυτόχρονα υπαγορεύει και κληρονοµεί χαρακτηριστικά του. Τα χαρακτηριστικά στα οποία θα αναφερθούµε στην συνέχεια αναπτύχθηκαν µέσω αυτής της αλληλεπίδρασης και δεν θα πρέπει να αποδοθούν σε ιδιαιτερότητες ή ανεπάρκειες του διδακτικού δυναµικού. α) Η σχέση µεταξύ των ανεξάρτητων "γνωστικών περιοχών" Ο σχεδιασµός ενός έργου απαιτεί την συνθετική αντιµετώπιση αντικειµένων όπως η αρχιτεκτονική δοµή, η στατική λειτουργία, ο µηχανολογικός εξοπλισµός, η µορφή, η σχέση µε το δοµηµένο και µη περιβάλλον κλπ. Σύµφωνα µε την κρατούσα εκπαιδευτική αντίληψη ωστόσο σε συνέπεια, όπως θα εξηγήσουµε στην συνέχεια, µε τις συνθήκες λειτουργίας του συστήµατος παραγωγής καθένα από τα αντικείµενα αυτά αποτελεί ανεξάρτητη γνωστική περιοχή ή ακόµη και ανεξάρτητη "επιστήµη". Η διερεύνηση των σχέσεων µεταξύ αυτών των αντικειµένων και η ανασύνθεσή τους στα πλαίσια µιας ολοκληρωµένης θεώρησης του σχεδιασµού δεν έχει θέση στα πλαίσια της συγκεκριµένης αντίληψης. Έτσι η εκπαίδευση του µηχανικού εµφανίζεται ανεπαρκής ως προς τον τελικό στόχο της που είναι ο σχεδιασµός. Ωστόσο ακόµη και τα επιµέρους αντικείµενα, απαλλαγµένα από το πλαίσιο και τις συνθήκες - 2 -

εφαρµογής τους, τείνουν να εκφυλιστούν σε τεχνικές αντιµετώπισης συνήθων περιπτώσεων, ή απλώς σε σύνολα ασύνδετων πληροφοριών. Έτσι πχ ο σπουδαστής µαθαίνει να χωροθετεί πολεοδοµικές χρήσεις αγνοώντας την εξάρτηση µιας τέτοιας χωροθέτησης από κοινωνικούς και οικονοµικούς παράγοντες, να αναπαράγει µορφές αγνοώντας τις ιστορικές συνθήκες και τις µεθόδους παραγωγής υπό τις οποίες αυτές οι µορφές διαµορφώνονται, να προτείνει κατασκευαστικές λύσεις χωρίς να λαµβάνει υπ' όψιν την φύση των δοµικών υλικών, να εφαρµόζει οικοδοµικές τεχνικές αγνοώντας το κοινωνικό τους κόστος ή τις περιβαλλοντικές τους συνέπειες, να εφαρµόζει τεχνικές πληροφορικής αγνοώντας τις µεθοδολογικές συνέπειες της συγκεκριµένης τεχνολογίας στον σχεδιασµό κλπ. β) Τα κριτήρια του σχεδιασµού Σε συνέπεια µε την παραπάνω εκπαιδευτική αντίληψη, ο σχεδιασµός φέρεται ως ένα ακόµη ανεξάρτητο γνωστικό αντικείµενο το οποίο µάλιστα δεν υπόκειται σε κάποια θεωρία, αφού και αυτή αντιµετωπίζεται επίσης ως ανεξάρτητο αντικείµενο το οποίο δεν συνδέεται άµεσα µε την πρακτική εφαρµογή του σχεδιασµού. Έτσι προκύπτει η απουσία κριτηρίων και εποµένως µεθόδων σχεδιασµού. Επίσης, στα ίδια πλαίσια, ακόµη και όταν αναγνωρίζονται συγκεκριµένα κριτήρια, όπως η εξοικονόµηση ενέργειας ή η αξιοποίηση περιβαλλοντικών πόρων, τα κριτήρια αυτά θεωρούνται χαρακτηριστικά κάποιων συγκεκριµένων ειδών σχεδιασµού, όπως ο ενεργειακός ή ο βιοκλιµατικός σχεδιασµός. Έτσι τα υπόλοιπα "είδη" σχεδιασµού θεωρούνται ως απαλλαγµένα τέτοιων κριτηρίων. γ) Η εµπειρική προσέγγιση στον σχεδιασµό Η απογύµνωση του αρχιτεκτονικού και του πολεοδοµικού σχεδιασµού από την θεωρία, τα κριτήρια και την µεθοδολογία, αφήνει µια µόνο οδό προσέγγισης: την εµπειρική. Αυτή η προσέγγιση ωστόσο δεν µπορεί να θεωρηθεί ως "επιστηµονική" αφού δεν απαιτεί αιτιολόγηση, δεν υπόκειται σε λογική ερµηνεία και δεν οδηγεί στην διατύπωση αρχών µε γενικότητα εφαρµογής. Έτσι, συνεπάγεται απλώς την αναπαραγωγή των καθιερωµένων προτύπων δόµησης και δηµιουργεί το έδαφος για να αγνοηθούν οι κοινωνικοί και οικονοµικοί όροι παραγωγής του δοµηµένου χώρου. δ) Η κυριαρχία της µορφής στον αρχιτεκτονικό σχεδιασµό Η εµπειρική προσέγγιση οδηγεί στην αναζήτηση προτύπων αρχιτεκτονικής στο έργο αναγνωρισµένων µελετητών. Τα πρότυπα αυτά αποτελούν βασικό αντικείµενο της εκπαίδευσης και οδηγό για τις εργασίες των σπουδαστών. Καθώς όµως η θεωρία, τα κριτήρια και η µεθοδολογία του σχεδιασµού απουσιάζουν, οι σπουδαστές δεν είναι σε θέση να κατανοήσουν την λογική των προτύπων έργων και την σχέση τους µε τις συνθήκες υπό τις οποίες δηµιουργήθηκαν. Έτσι, υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, αναπαράγουν τα πιο προφανή χαρακτηριστικά των έργων αυτών που είναι αυτά της µορφής. Τα τεχνικά και οικονοµικά χαρακτηριστικά, αλλά και οι ιστορικές συνθήκες που καθορίζουν την εφικτότητα και την σηµασία µιας συνθετικής ιδέας, επηρεάζοντας τελικά και την µορφή του αρχιτεκτονικού έργου, δεν συµµετέχουν στην δηµιουργία της ιδέας αυτής. ε) Η θεσµική οργάνωση των σπουδών Ο κατακερµατισµός του γνωστικού αντικείµενου συντηρείται από την θεσµική οργάνωση των σπουδών, την οποία αντίστοιχα συντηρεί. Το διδακτικό δυναµικό κατανέµεται σε "πειθαρχίες" που καθεµιά πραγµατεύεται ένα από τα επιµέρους αντικείµενα που έχει ορίσει η παράδοση και η "πραγµατικότητα της παραγωγής", και που κατά σύµβαση στο σύνολό τους συγκροτούν την εκπαίδευση του µηχανικού. Οι πειθαρχίες αυτές συνυπάρχουν στην βάση της αµοιβαίας ανοχής, καθώς καθεµιά περιφρουρεί το ειδικό αντικείµενό της απέναντι σε όλες τις άλλες: το ειδικό αντικείµενο εξασφαλίζει την θέση κάθε πειθαρχίας - 3 -

στην θεσµική οργάνωση, εποµένως κάθε αναδιαµόρφωση ή ανακατανοµή των αντικειµένων θα αποτελούσε δυνητική απειλή κατά της θεσµικής κατοχύρωσης των πειθαρχιών. Επίσης, αν χρησιµοποιήσουµε κατά σύµβαση τον όρο "ενέργεια" για να περιγράψουµε ποσοτικά το επίπεδο της δραστηριότητας που αντιστοιχεί στην λειτουργία των πειθαρχιών, θα µπορούσε να γίνει η παρατήρηση ότι η απαιτούµενη για κάθε αναδιαµόρφωση ή ανακατανοµή αντικειµένων αύξηση δραστηριότητας θα παραβίαζε την "ενεργειακή" ισορροπία του εκπαιδευτικού συστήµατος: το σύστηµα αυτό, όπως κάθε σύστηµα, τείνει να λειτουργεί στην χαµηλότερη ενεργειακή στάθµη, η οποία στην συγκεκριµένη περίπτωση εξασφαλίζεται µε την διατήρηση των πειθαρχιών και του καθιερωµένου τρόπου λειτουργίας τους. 2.1.2 Μελέτη Αναφερόµαστε µε τον όρο "µελέτη" σε όλες τις εργασίες παραγωγής και επεξεργασίας πληροφορίας που αφορούν στον σχεδιασµό δοµηµένου χώρου και προηγούνται της υλικής παραγωγής του. α) ιαφορετικά είδη µελέτης Η µελέτη ενός έργου φέρει τα χαρακτηριστικά του εκπαιδευτικού συστήµατος του οποίου αντίστροφα αποτελεί πρότυπο. Πρόκειται στην πραγµατικότητα για ένα σύνολο παράλληλων και συχνά αντικρουόµενων µελετών που καθεµιά καλύπτει ένα διαφορετικό γνωστικό αντικείµενο. Για παράδειγµα, η πληροφορία που παράγεται σε πρώτη φάση από την αρχιτεκτονική µελέτη υπόκειται σε τροποποιήσεις ενδεχοµένως µεγάλης κλίµακας που υποδεικνύονται από την µηχανολογική µελέτη και που η εφαρµογή τους απαιτεί πρόσθετη αρχιτεκτονική επεξεργασία. Το αποτέλεσµα αυτής της επεξεργασίας γίνεται εκ νέου αντικείµενο της µηχανολογικής µελέτης κοκ. Τέτοιες χρονοβόρες και εργασιοβόρες αλληλεπιδράσεις πρέπει να πραγµατοποιηθούν µεταξύ των µελετητών όλων των ειδικοτήτων που εµπλέκονται στον σχεδιασµό, γεγονός που πολλαπλασιάζει τον ανθρώπινο χρόνο που απαιτείται για την ολοκλήρωση της µελέτης. Όµως ο διαθέσιµος ανθρώπινος χρόνος περιορίζεται από προθεσµίες και οικονοµικά όρια. Έτσι, η µελέτη είναι συνήθως ελλιπής και το τελικό προϊόν της απλώς "ανεκτό" από τους µελετητές όλων των ειδικοτήτων. β) ιαφορετικές κλίµακες επεξεργασίας Ο σχεδιασµός απαιτεί επεξεργασία του θέµατος της µελέτης σε διαφορετικές κλίµακες. Συνήθως η επεξεργασία αρχίζει από την µεγαλύτερη κλίµακα, όπου το θέµα αντιµετωπίζεται κατ' αρχήν αφαιρετικά, και προχωρά προς την µικρότερη, όπου η αντιµετώπιση εξειδικεύεται και γίνεται περισσότερο συγκεκριµένη. Η πληροφορία που παράγεται κατά την επεξεργασία σε κάθε κλίµακα υπόκειται σε τροποποιήσεις που υπαγορεύονται από την επεξεργασία στις µικρότερες κλίµακες. Αυτό δηµιουργεί αµφίδροµες αλληλεπιδράσεις που επιβαρύνουν τις εργασίες σχεδιασµού. Καθώς όµως η κλίµακα επεξεργασίας µικραίνει, τα δεδοµένα που αντιστοιχούν στην συγκεκριµένη κλίµακα και που περιλαµβάνονται σε ολόκληρη την µελέτη πολλαπλασιάζονται. Το ίδιο συµβαίνει και µε τα τοπικής φύσης προβλήµατα τα οποία καλείται να αντιµετωπίσει ο µελετητής. Έτσι υπό την επικρατούσα αντίληψη, σύµφωνα µε την οποία τα προβλήµατα σχεδιασµού δεν επιδέχονται ενοποιητική αντιµετώπιση, αλλά επιλύονται µε την κατά περίπτωση επιστράτευση της εµπειρίας του µελετητή η αναγκαία ποσότητα εργασίας σχεδιασµού (µετρούµενη σε ανθρώπινο χρόνο) πολλαπλασιάζεται για µια ακόµη φορά: η "εµπειρία του µελετητή" θα πρέπει να επιστρατευθεί τόσες φορές όσα τα προβλήµατα που θα πρέπει να αντιµετωπιστούν. - 4 -

γ) Συνέπειες της ιεραρχικής οργάνωσης του µελετητικού γραφείου Οι αυξηµένες απαιτήσεις σε χρόνο εργασίας, µε δεδοµένους τους περιορισµούς του πραγµατικού διαθέσιµου χρόνου, συνεπάγεται αύξηση του εµπλεκόµενου στην µελέτη ανθρώπινου δυναµικού. Αυτό δηµιουργεί την ανάγκη πρόσθετων εργασιών σχετικών µε την οργάνωση του τελευταίου. Τυπικά ένα µελετητικό γραφείο αποκτά ιεραρχική δοµή, µε τα ανώτερα στελέχη της ιεραρχίας να αναλαµβάνουν επιτελικά καθήκοντα, καθώς και την γενική καθοδήγηση του σχεδιασµού, και τα ενδιάµεσα να υλοποιούν τον σχεδιασµό σε διάφορες κλίµακες συνδυάζοντας επιτελικά και εκτελεστικά καθήκοντα. Τα κατώτερα στελέχη της ιεραρχίας πραγµατοποιούν την σχεδίαση και αντιµετωπίζουν τα τεχνικά προβλήµατα µικρής κλίµακας. Καθώς στο συγκεκριµένο µοντέλο σχεδιασµού η αναγκαία ποσότητα εργασίας αυξάνεται µε γεωµετρική πρόοδο από την µεγάλη προς την µικρή κλίµακα, το µοντέλο αυτό ανταποκρίνεται στο ιεραρχικό σύστηµα οργάνωσης, αφού το τελευταίο προβλέπει αντίστοιχη κατανοµή του ανθρώπινου δυναµικού. Το ιεραρχικό σύστηµα αποσκοπεί στον κεντρικό έλεγχο του σχεδιασµού, ωστόσο η πληροφορία που παράγεται µαζικά από τις κατώτερες βαθµίδες της ιεραρχίας τείνει να υπερβαίνει τις δυνατότητες διαχείρισης από τις ανώτερες βαθµίδες, γεγονός που συχνά προκαλεί µερική απώλεια του ελέγχου και εποµένως µείωση της λογικής συνέπειας της µελέτης. Έτσι, η µελέτη τείνει να είναι σύνολο ελλιπώς συσχετισµένων µερών, γεγονός που τροφοδοτεί τον κύκλο σπατάλης εργασίας καθώς τα µέρη αυτά αντιµετωπίζονται ανεξάρτητα. δ) Οι ανθρώπινοι πόροι Το µελετητικό γραφείο στελεχώνεται από µηχανικούς διαφόρων ειδικοτήτων. Η πλειοψηφία των µηχανικών αυτών εµπίπτει στα κατώτερα τµήµατα της ιεραρχίας του γραφείου και ασχολείται µε σχεδίαση και τεχνικά προβλήµατα µικρής κλίµακας. Αυτή η ενασχόληση, σε συνδυασµό µε το γεγονός ότι οι συγκεκριµένοι µηχανικοί διαθέτουν εκπαίδευση µελετητή και όχι σχεδιαστή ή διεκπεραιωτή, θα συνεπαγόταν σπατάλη ανθρώπινων πόρων αν το σύστηµα εκπαίδευσης των µηχανικών ήταν συνεπές µε τον κοινωνικά και επιστηµονικά προσδιορισµένο ρόλο του. Ωστόσο το εκπαιδευτικό σύστηµα, συνεπές µε την πραγµατικότητα της αγοράς, ευνοεί εκ των πραγµάτων την "προλεταριοποίηση" των µηχανικών µέσω της αποσπασµατικής γνώσης που τους παρέχει, της συνεπαγόµενης αδυναµίας τους να διαχειριστούν τον σχεδιασµό ως ενιαία συνθετική δραστηριότητα και εποµένως της προετοιµασίας τους για τον συγκεκριµένο ρόλο στην παραγωγή. Τα ανώτερα στελέχη της ιεραρχίας του µελετητικού γραφείου συνήθως έχουν µεγαλύτερη θητεία στην παραγωγή και ανταποκρίνονται στα επιτελικά τους καθήκοντα µέσω της εµπειρίας τους (που συνήθως είναι εµπειρία στην καθιερωµένη πρακτική). Αυτό είναι επίσης συνεπές µε την εµπειρική αντίληψη που καλλιεργεί το εκπαιδευτικό σύστηµα για τον σχεδιασµό. ε) Η χρήση της πληροφορικής Οι αυξηµένες απαιτήσεις οργάνωσης του µελετητικού γραφείου αλλά και ταχύτητας διεκπεραίωσης των εργασιών σχεδιασµού υπαγορεύουν την ανάγκη χρήσης µεθόδων πληροφορικής και στους δυο τοµείς. Όµως η πληροφορική αποτελεί ανεξάρτητο γνωστικό αντικείµενο και έχει τους δικούς της "ειδικούς". Οι παραγωγοί λογισµικού CAD βασίζονται σε αφηρηµένες υποθέσεις σχετικά µε την οργάνωση της παραγωγής µελέτης και οι µελετητές σε αφηρηµένες υποθέσεις σχετικά µε την βέλτιστη χρήση του λογισµικού στην πραγµατική παραγωγή. Η γεφύρωση του χάσµατος αποτελεί αντικείµενο νέων εργασιών που το µελετητικό γραφείο θα πρέπει να πραγµατοποιήσει, είτε µέσω του δυναµικού του, είτε µέσω µίσθωσης υπηρεσιών. Η αναµενόµενη ποσότητα εργασίας που θα πρέπει να δαπανηθεί για την αφοµοίωση µεθόδων πληροφορικής είναι ιδιαίτερα µεγάλη γιατί οι σχετικές τεχνικές ανανεώνονται µε γρήγορους και διαρκώς επιταχυνόµενους ρυθµούς (αυτό προκύπτει από τις συνθήκες της αγοράς στον τοµέα της πληροφορικής). Επίσης οι µελετητές δεν είναι προετοιµασµένοι για την αφοµοίωση τέτοιων µεθόδων, καθώς η εκπαίδευσή τους αντιστρατεύεται την ενσωµάτωση αυτών των µεθόδων όπως και - 5 -

κάθε µεθόδου στον σχεδιασµό: θεωρώντας την πληροφορική ως ξένο αντικείµενο, περιλαµβάνει την τυπική εκµάθηση τεχνικών της και όχι την κατανόηση µεθοδολογιών σχεδιασµού µε χρήση µεθόδων πληροφορικής. Καθώς ολόκληρο το σύστηµα παραγωγής και οργάνωσης του µελετητικού γραφείου βασίζεται σε συστήµατα πληροφορικής, η συνήθης αποτυχία αποτελεσµατικής χρήσης των τελευταίων συνεπάγεται γενική αποδιοργάνωση του γραφείου και του συστήµατος παραγωγής του. Αυτό πολλαπλασιάζει και πάλι την ποσότητα της εργασίας που απαιτείται για την παραγωγή της µελέτης. 2.1.3 Κατασκευή Αναφερόµαστε µε τον όρο "κατασκευή" στην υλική διαδικασία παραγωγής δοµηµένου χώρου. α) Σειριακό πρόγραµµα παραγωγής Η διαδικασία της κατασκευής περιλαµβάνει πολλές εργασίες που η έναρξη καθεµιάς προϋποθέτει την ολοκλήρωση άλλης: πχ η τοποθέτηση κουφωµάτων σε ένα κτιριακό έργο προϋποθέτει την ολοκλήρωση της κατασκευής των στοιχείων πλήρωσης, η τελευταία προϋποθέτει την ολοκλήρωση της κατασκευής του σκελετού, αυτή προϋποθέτει την ολοκλήρωση των εκσκαφών κλπ. Σε ορισµένες περιπτώσεις, ακόµη και µια επιµέρους εργασία αναλύεται σε µέρη που πρέπει να πραγµατοποιηθούν σειριακά: πχ η κατασκευή του σκελετού από µπετόν απαιτεί διαδοχικές επαναλήψεις ενός συνόλου εργασιών ανά όροφο (καλούπωµα, σιδέρωµα, προετοιµασία-τοποθέτηση-πήξη µπετόν). Η σειριακή εκτέλεση προσδιορίζει τον συνολικό χρόνο των εργασιών κατασκευής ως το άθροισµα των χρόνων πραγµατοποίησης των επιµέρους εργασιών. β) Αθροιστικός χαρακτήρας εργασιών Η κατασκευή περιλαµβάνει ένα πλήθος ανεξάρτητων εργασιών (από την θεµελίωση µέχρι τα τελικά φινιρίσµατα) που ορίζουν αθροιστικά την συνολική εργασία κατασκευής. Σε πολλές περιπτώσεις η πραγµατοποίηση µιας εργασίας προϋποθέτει επέµβαση σε µια προηγούµενη (πχ σκάψιµο τοίχων για να περάσουν ηλεκτροµηχανολογικά) γεγονός που καθιστά την συνολική εργασία µεγαλύτερη από το άθροισµα των επιµέρους εργασιών κατασκευής. Πολλές από τις εργασίες πρέπει να επαναληφθούν σε κάθε σηµείο της κατασκευής, µε αποτέλεσµα η συνολικά απαιτούµενη ποσότητα εργασίας να είναι ανάλογη του µεγέθους του έργου. Είναι χαρακτηριστικό ότι η αξία ενός έργου προσδιορίζεται ανάλογα µε την συνολική επιφάνεια δόµησης. γ) Υλικά και ενέργεια κατασκευής Η καθιερωµένη µέθοδος παραγωγής προβλέπει έναν συγκεκριµένο τρόπο διαχείρισης των υλικών κατασκευής. Η ελαχιστοποίηση της ποσότητας των υλικών που απαιτείται για να καλυφθούν οι προδιαγραφές της κατασκευής δεν αποτελεί στόχο του συγκεκριµένου τρόπου διαχείρισης. Είναι χαρακτηριστικό ότι το βάρος της κατασκευής είναι πολλαπλάσιο του ωφέλιµου φορτίου. Όµως αυξηµένη ποσότητα υλικών συνεπάγεται αυξηµένες απαιτήσεις σε ενέργεια που δαπανάται για την παραγωγή και την ενσωµάτωση των υλικών στην κατασκευή. ευτερογενώς αυτό συνεπάγεται αυξηµένες απαιτήσεις σε εργασία και τελικά αύξηση του κοινωνικού κόστους παραγωγής. δ) Μέσα κατασκευής Η µεταφορά και η τοποθέτηση των υλικών κατασκευής απαιτεί την χρήση των κατάλληλων µέσων που η ενοικίασή τους επιβαρύνει το κόστος της κατασκευής. Η επιβάρυνση είναι ανάλογη της ποσότητας των - 6 -

υλικών ανά είδος. Πρόσθετη επιβάρυνση προκύπτει από την ανάγκη παραγωγής µέσων εξειδικευµένων στο έργο (πχ σκαλωσιά). 2.1.4 Χρήση Αναφερόµαστε µε τον όρο "χρήση" στην λειτουργία και σε κάθε διαδικασία αξιοποίησης δοµηµένου χώρου, µετά την ολοκλήρωση της παραγωγής του. α) Ανταγωνιστική σχέση µε το περιβάλλον Σύµφωνα µε την καθιερωµένη αντίληψη για την δόµηση, ο δοµηµένος χώρος αντικαθιστά τον φυσικό δηµιουργώντας τεχνητές συνθήκες διαβίωσης και "προστατεύοντας" τους χρήστες του από τις συνθήκες του περιβάλλοντος. Η αντικατάσταση, εκτός από τις προφανείς συνέπειές της σε ότι αφορά στην καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος, συνεπάγεται την απώλεια πόρων που προσφέρονται από το περιβάλλον και απαιτούνται για την χρήση του έργου. Η αντικατάσταση αυτών των πόρων συνεπάγεται κατανάλωση ενέργειας, υλικών και εργασίας αυξάνοντας έτσι το κόστος χρήσης του έργου. Για παράδειγµα, ένας χώρος που δεν επηρεάζεται αλλά απλώς προστατεύεται από τις θερµοκρασιακές αλλαγές του περιβάλλοντος δεν εκµεταλλεύεται την ενέργεια που παρέχεται από αυτές, και εποµένως η κάλυψη των ενεργειακών του αναγκών (συµπεριλαµβανοµένων των αναγκών θέρµανσης-ψύξης) θα πρέπει να βασιστεί αποκλειστικά στην εξωτερική παροχή ενέργειας. β) Ανάγκη δικτύων υποδοµής Η αδυναµία του δοµηµένου χώρου να συµβάλλει στην παραγωγή των πόρων που απαιτούνται για την χρήση του, και η ανάγκη εξωτερικής παροχής αυτών των πόρων, συνεπάγεται την ανάγκη δικτύων πολεοδοµικής ή και χωροταξικής κλίµακας (πχ παροχή ρεύµατος, νερού, αποχέτευση). Η απαιτούµενη πολυπλοκότητα και έκταση των δικτύων είναι αντίστροφη της αυτονοµίας των µονάδων του δοµηµένου χώρου στις αντίστοιχες κλίµακες. Έτσι η µειωµένη αυτονοµία αυξάνει το κοινωνικό κόστος χρήσης του δοµηµένου χώρου. γ) ιασπορά ιδιοκτησιών και χρήσεων Η χωρική διάκριση των ιδιοκτησιών, καθώς και η χωρική διάκριση των χρήσεων που υπαγορεύεται από την καθιερωµένη αντίληψη για τον χαρακτήρα του δοµηµένου χώρου και αναπαράγεται από το εκπαιδευτικό σύστηµα, έχει ως συνέπεια την ποσοτική επέκταση του δοµηµένου χώρου ανάλογα µε το πλήθος και την ποσότητα των διαφορετικών δραστηριοτήτων που αυτός στεγάζει. Η επέκταση του δοµηµένου χώρου, σε συνδυασµό µε την απαιτούµενη αντίστοιχη ανάπτυξη των δικτύων υποδοµής, πολλαπλασιάζει το κοινωνικό κόστος παραγωγής και χρήσης του δοµηµένου χώρου. Επίσης, σε συνδυασµό µε την ανταγωνιστική σχέση µεταξύ δοµηµένου και φυσικού χώρου δηµιουργεί σπανιότητα γης και καταστρέφει στην µακρά κλίµακα το περιβάλλον και τους παρεχόµενους από αυτό πόρους τροφοδοτώντας έτσι τον κύκλο αύξησης του κοινωνικού κόστους. δ) ίκτυα µεταφοράς Η υπερβολική παραγωγή δοµηµένου χώρου και η αναγκαστική ανάπτυξη του χώρου αυτού σε µεγάλη γεωγραφική έκταση δηµιουργεί αυξηµένες ανάγκες µετακίνησης ανθρώπων και πόρων. Έτσι απαιτείται η αντίστοιχη ανάπτυξη δικτύων και µέσων µεταφοράς, πράγµα που επιβαρύνει κατά πολύ το κοινωνικό κόστος χρήσης. Η ανάπτυξη του οδικού δικτύου επιβαρύνει σηµαντικά την σπανιότητα γης, µέσω της επιφάνειας που καταλαµβάνει, ενώ µέσω της ανταγωνιστικής σχέσης µε το περιβάλλον προκαλεί - 7 -

καταστροφή φυσικών πόρων στην πολεοδοµική κλίµακα. Εκτός από τις εργασίες που αφορούν στην ανάπτυξη δικτύων και µέσων µεταφοράς, ο κοινωνικός χρόνος εργασίας αυξάνεται κατά πολύ µε την προσθήκη του χρόνου µετακίνησης του ανθρώπινου δυναµικού. Ειδικά η ανάδειξη του ιδιωτικού αυτοκινήτου ως βασικού µέσου µεταφοράς η οποία αντίκειται στην καλή λειτουργία του συστήµατος µετακίνησης και οφείλεται σε παράλληλα φαινόµενα αντίστοιχα αυτών που οδηγούν στην αντιλειτουργικότητα του δοµηµένου χώρου επιβαρύνει σηµαντικά το κοινωνικό κόστος δηµιουργώντας πρόσθετη σπανιότητα γης (ανάγκη χώρων στάθµευσης), πρόσθετες ανάγκες υποδοµής (προσαρµογή οδικού δικτύου, εγκαταστάσεις στάθµευσης) και πρόσθετο χρόνο µετακίνησης (µειωµένη ταχύτητα λόγω υπερφόρτισης του οδικού δικτύου). Ο τελευταίος επιβαρύνει άµεσα τον κοινωνικό χρόνο εργασίας και εποµένως αυξάνει το κοινωνικό κόστος χρήσης του χώρου. ε) Αισθητική Ο εµπορευµατικός χαρακτήρας του δοµηµένου χώρου, και η συνεπαγόµενη ανάγκη εκµετάλλευσης ολόκληρου του διαθέσιµου για δόµηση χώρου, κατά κανόνα επιβάλλει ισχυρούς περιορισµούς στις δυνατότητες των µελετητών να ορίσουν τα δοµικά χαρακτηριστικά του έργου τους µε βάση την αισθητική τους αντίληψη. Καθώς η βασική δοµή του κτιριακού έργου προσδιορίζεται από την µεγιστοποίηση της δόµησης σε έναν συγκεκριµένο χώρο και τους περιορισµούς που επιβάλλει η νοµοθεσία, εκείνο που µένει για την "εκτόνωση" των αισθητικών αναγκών είναι ο σχεδιασµός των όψεων. Έτσι διαµορφώνεται η "αισθητική των όψεων" εν είδη σκηνογραφίας, γεγονός που ακυρώνει ένα µεγάλο µέρος µιας κοινωνικά και επιστηµονικά έγκυρης αρχιτεκτονικής εκπαίδευσης (συνδυάζεται όµως απόλυτα µε τον χαρακτήρα της υπάρχουσας) προκαλώντας και από αυτήν την άποψη σπατάλη κοινωνικών πόρων. Οι περιορισµοί που επιβάλλονται από την ανάγκη µεγιστοποίησης της δόµησης αίρονται σε περιπτώσεις όπου ο εµπορευµατικός χαρακτήρας της ίδιας της αισθητικής παίζει κυρίαρχο ρόλο (πχ εκθεσιακά ή εµπορικά κέντρα που αποτελούν πόλους έλξης κοινού). Ωστόσο σε αυτή την περίπτωση η συγκεκριµένη σκοπιµότητα περιορίζει την έννοια της αισθητικής, ενώ επίσης πρόκειται για αισθητική του κτιρίου και όχι του δοµηµένου χώρου ως συνόλου. Τα χαρακτηριστικά του τελευταίου προσδιορίζονται από αυτά των ανεξάρτητων κτιρίων (που η αισθητική τους υπόκειται σε περιορισµούς σκοπιµότητας και στις αντιλήψεις διαφορετικών µελετητών), της "αισθητικής των όψεων" και της µορφής των εµφανών δικτύων υποδοµής. Τα χαρακτηριστικά αυτά δεν συνδέονται σε ένα κοινό πλαίσιο, µε αποτέλεσµα να διαµορφώνουν µια κακή αισθητική και να υποβαθµίζουν έτσι την ποιότητα του δοµηµένου χώρου ως συνόλου. στ) Η ανάγκη προσαρµοστικότητας Ο εµπορευµατικός χαρακτήρας του δοµηµένου χώρου δηµιουργεί έντονες ανάγκες προσαρµογής σε αλλαγές χρήσεων. Οι αλλαγές αυτές υπαγορεύονται κυρίως από τις τάσεις µεγιστοποίησης της οικονοµικής απόδοσης µέσα σε ένα µεταβαλλόµενο πολεοδοµικό περιβάλλον. Ωστόσο η φυσική αλλαγή του δοµηµένου χώρου είναι αδύνατη ή εξαιρετικά δαπανηρή µε βάση τον καθιερωµένο τρόπο δόµησης: συνήθως η αλλαγή αυτή απαιτεί κατεδάφιση και εξ αρχής δόµηση. Η γενικευµένη τάση αναπροσαρµογής του δοµηµένου χώρου, σε συνδυασµό µε την φυσική "ακαµψία" του, αυξάνει το κοινωνικό κόστος χρήσης του πολεοδοµικού χώρου. 2.2 Μηχανισµοί αυτοσυντήρησης του συστήµατος παραγωγής και χρήσης του δοµηµένου χώρου Όλα τα χαρακτηριστικά που περιγράψαµε, και που αφορούν την εκπαίδευση πάνω στον σχεδιασµό καθώς και τις διαδικασίες µελέτης, κατασκευής και χρήσης, αποτελούν δοµικά χαρακτηριστικά του καθιερωµένου συστήµατος παραγωγής και χρήσης του δοµηµένου χώρου. Το σύστηµα αυτό - 8 -

δηµιουργήθηκε ως παράγωγο των διαδικασιών της αγοράς και στα πλαίσια ενός γενικότερου συστήµατος παραγωγής κέρδους λειτούργησε παρασιτικά αυξάνοντας το κοινωνικό κόστος παραγωγής και χρήσης του δοµηµένου χώρου. Οι βασικοί µηχανισµοί αυτοσυντήρησης και αναπαραγωγής του καθιερωµένου συστήµατος αναφέρονται στην συνέχεια. α) Ανάπτυξη παράλληλων αγορών Οι εργασίες που σχετίζονται µε το αυξηµένο κόστος παραγωγής του δοµηµένου χώρου δηµιουργούν παράλληλα κυκλώµατα αγοράς που βρίσκονται σε σχέση αµοιβαίας εξάρτησης µε αυτά του δοµηµένου χώρου (πχ υλικά και µέσα κατασκευής, παραγωγή ενέργειας, ανάπτυξη δικτύων υποδοµής κλπ). Ένα πολύ σηµαντικό τέτοιο κύκλωµα είναι αυτό της αγοράς µεταφορικών µέσων που καθώς ήδη υφίσταται τις συνέπειες της αστοχίας του πολεοδοµικού χώρου υπαγορεύει νέες ανάγκες υποδοµής. Η λειτουργία αυτών των κυκλωµάτων αποτελεί σταθεροποιητικό παράγοντα του καθιερωµένου συστήµατος παραγωγής δοµηµένου χώρου. β) Συντήρηση τεχνογνωσίας Η αλλαγή του καθιερωµένου συστήµατος παραγωγής δοµηµένου χώρου απαιτεί την αλλαγή της τεχνογνωσίας µε βάση την οποία λειτουργούν οι παραγωγοί όλων των ειδικοτήτων του συγκεκριµένου συστήµατος. Έτσι οι παραγωγοί θα έπρεπε να πληρώσουν το κόστος αντικατάστασης των γνώσεων που τώρα προσδιορίζουν τον υφιστάµενο ρόλο τους στον µηχανισµό παραγωγής. Ένας άλλος σχετικός µε την τεχνογνωσία µηχανισµός συντήρησης του συγκεκριµένου συστήµατος παραγωγής, που σε γενικές γραµµές έχει ήδη περιγραφεί, αφορά το εκπαιδευτικό σύστηµα: η "περιφρούρηση" δεδοµένων αυτόνοµων γνωστικών αντικειµένων και των σχετικών "πειθαρχιών" αντιστρατεύεται κάθε άλλη προσέγγιση, και ιδιαίτερα προσεγγίσεις ολιστικού χαρακτήρα. Το εκπαιδευτικό σύστηµα συντηρεί το καθιερωµένο σύστηµα παραγωγής καθώς ανταποκρίνεται στον καθιερωµένο ρόλο των µηχανικών στο µελετητικό γραφείο, στην καθιερωµένη αποσπασµατικότητα της µελέτης, και στην καθιερωµένη κυριαρχία της µορφής. Αντίστροφα, ως "εικόνα" του συγκεκριµένου συστήµατος παραγωγής, συντηρείται από αυτό. γ) ικτύωση µεγάλων παραγωγικών µονάδων Κατά την τυπική εξέλιξη του οικονοµικού µοντέλου της αγοράς, η κατανοµή των παραγωγικών µονάδων (κατασκευαστικών και τεχνικών εταιριών, κοινοπραξιών κλπ) τείνει σε ένα ιεραρχικό σχήµα όπου το µέγεθος, και αντίστοιχα η δικτύωση των µονάδων στο κοινωνικό οικονοµικό πολιτικό πλαίσιο, παρουσιάζει αντίστροφη σχέση µε το πλήθος τους (για την ποσοτική ανάλυση τέτοιων φαινοµένων βλ. [Barabasi, 2002; Venkatasubramanian et al, 2004]). Το σχήµα αυτό συνεπάγεται την ύπαρξη ελάχιστων µονάδων πολύ µεγάλου µεγέθους. Η ισχυρή δικτύωση των συγκεκριµένων µονάδων µε οικονοµικά και πολιτικά κέντρα έχει ως συνέπεια τον έλεγχο της αγοράς και του νοµοθετικού πλαισίου της λειτουργίας της, ενώ η µεταξύ τους δικτύωση καταργεί τους κανόνες του εµπορικού ανταγωνισµού. Έτσι η αύξηση του κόστους παραγωγής του δοµηµένου χώρου όχι µόνον δεν αποτελεί εµπόδιο στην κερδοφορία των µεγάλων µονάδων, αλλά αντίστροφα αυξάνει τα περιθώρια κέρδους µε αντίστοιχη πρόσθετη επιβάρυνση του κοινωνικού κόστους καθώς το αυξηµένο κόστος δικαιολογεί αντίστοιχη αύξηση του ποσοστού κέρδους. Μέρος του αυξηµένου κέρδους επενδύεται σε δραστηριότητες άτυπης εµπορίας µε αντικείµενο τα οφέλη της δικτύωσης η οποία µε τον τρόπο αυτό συντηρείται και επεκτείνεται. Έτσι δηµιουργούνται πολύπλοκα δίκτυα σχέσεων που αγκαλιάζουν ολόκληρο το κοινωνικό οικονοµικό πολιτικό σύστηµα και τείνουν να συντηρήσουν το καθιερωµένο σύστηµα δόµησης. - 9 -

2.3 Η αµφισβήτηση του καθιερωµένου συστήµατος παραγωγής και χρήσης του δοµηµένου χώρου To καθιερωµένο σύστηµα παραγωγής και χρήσης του δοµηµένου χώρου βασίζεται στην ύπαρξη οικονοµικών µονάδων (ατόµων, επιχειρήσεων, οργανισµών) µε διακριτές ειδικότητες, στόχους και δραστηριότητες εποµένως διακριτούς ρόλους στην λειτουργία του και επίσης στην ύπαρξη περιορισµένων και προκαθορισµένων σχέσεων µεταξύ αυτών των οµάδων. Χαρακτηριστικές τέτοιες σχέσεις είναι η εµπορευµατική συναλλαγή µεταξύ διαφορετικών οικονοµικών µονάδων και η εσωτερική ιεραρχία κάθε µη ατοµικής µονάδας. Η παραγωγή και χρήση του δοµηµένου χώρου µέσω συλλογικών κοινωνικών πρακτικών, η οποία είχε γενικευµένο χαρακτήρα σε διαφορετικές ιστορικές συνθήκες, πραγµατοποιείται πλέον σε συνθήκες ένδειας και ενδεχοµένως παρανοµίας (πχ περιπτώσεις αυθαίρετης δόµησης). Έτσι, ως µορφές κοινωνικής δράσης, στερούνται την δυνατότητα να διαµορφώσουν µια έγκυρη συνολική προσέγγιση στην δόµηση και τοποθετούνται στο περιθώριο. Η αµφισβήτηση του καθιερωµένου συστήµατος παραγωγής και χρήσης του δοµηµένου χώρου εστιάζεται στο υψηλό κοινωνικό του κόστος και στην ταχεία εξάντληση των φυσικών πόρων από τους οποίους αυτό εξαρτάται. Τα φαινόµενα αυτά αποτελούν εκδηλώσεις του γενικότερου κοινωνικού οικονοµικού συστήµατος που ο επεκτατικός χαρακτήρας του εις βάρος των διαθέσιµων φυσικών και κοινωνικών πόρων εγείρει κοινωνικές, πολιτικές και επιστηµονικές αµφισβητήσεις [Hardin, 1968; Daly, 1991; Albert and Hahnel, 1991; Wilson, 2004; EC]. Οι αρχές του "βιώσιµου σχεδιασµού" [Kim, 1998; SD], προβλέπουν την υιοθέτηση εναλλακτικών µεθόδων παραγωγής και χρήσης. Οι µέθοδοι αυτές προσανατολίζονται στην ελαχιστοποίηση της κατανάλωσης και στην ανακύκλωση των πόρων µε τελικό στόχο την θεµελίωση ενός βιώσιµου συστήµατος. Ορισµένες προσεγγίσεις στον "βιώσιµο σχεδιασµό" έχουν ως πρότυπο την λειτουργία των έµβιων συστηµάτων [Magnoli et al, 2001; Tsui, 1996], καθώς η εξέλιξη των τελευταίων καθορίζεται από το κριτήριο της βιωσιµότητας. Το συγκεκριµένο πρότυπο παραπέµπει επίσης σε µια γενικότερη αντίληψη του σχεδιασµού στο πλαίσιο της θεωρίας των πολύπλοκων συστηµάτων [Hensel et al, 2004; Salingaros, 1997, 2005; Jacobs, 1993] που εκφράζεται επίσης στην σύγχρονη έρευνα [PL] πάνω στην κλασική "γλωσσική" προσέγγιση στον σχεδιασµό [Alexander, 1978]. Η έρευνα αυτή ερµηνεύει τον σχεδιασµό µε όρους βιολογικής εξέλιξης [Salingaros and Mikiten, 2002] ή βιολογικής ανάπτυξης [Salingaros 1998] και αναπτύσσει συνθετικές µεθόδους όπου ο σχεδιασµός σύνθετων λύσεων επιτυγχάνεται µε επανάχρηση και διαφοροποίηση απλούστερων λύσεων που αφορούν σε επιµέρους συνθετικά προβλήµατα. Αυτό κάνει δυνατή µια "από τα κάτω προς τα πάνω" (bottom up) προσέγγιση στον σχεδιασµό και επιτρέπει την συλλογική πραγµατοποίησή του και την προσαρµογή του σε σύνθετες και εξελισσόµενες κοινωνικές ανάγκες. Η γενίκευση αυτής της προσέγγισης και η επέκτασή της στον προγραµµατισµό της κατασκευής επιτρέπει την επέκταση της παραγωγικής βάσης του έργου µε αξιοποίηση διαφορετικών µεταξύ τους παραγωγικών µονάδων και τεχνικών δυνατοτήτων [OSBA]. Η οργάνωση του πολεοδοµικού χώρου µε βάση τις αρχές του "βιώσιµου σχεδιασµού" προβλέπει την συγκέντρωση και την ολοκλήρωση των πολεοδοµικών λειτουργιών µε σκοπό την δηµιουργία ενός συµβιωτικού συστήµατος δοµηµένου φυσικού περιβάλλοντος και την ελαχιστοποίηση του κόστους λειτουργίας της πόλης (Soleri, 1969, 1993; ARC). Γενικότερες εφαρµογές των ίδιων αρχών χαρακτηρίζουν νέες προσεγγίσεις στην πολεοδοµία (Duany et al, 2001; NU; CNU). Κεντρική θέση της νέας τάσης είναι η ανάγκη περιορισµού της εξάρτησης της πόλης από τα δίκτυα υποδοµής και ειδικά από το δίκτυο κυκλοφορίας αυτοκινήτων [Crawford, 2000]. Η λειτουργική σχέση µε το περιβάλλον, η εξοικονόµηση και ανακύκλωση των φυσικών πόρων, η µη γραµµικότητα, η κατάλληλη χρήση των διαθέσιµων τεχνολογιών, η (χωρίς εκπτώσεις ποιότητας) µείωση του κοινωνικού κόστους, και η αναφορά στο βιολογικό πρότυπο αποτελούν κοινά χαρακτηριστικά των µεθόδων "βιώσιµης ανάπτυξης". - 10 -

3 Η προσέγγιση του. Παπανικολάου στην παραγωγή και χρήση του δοµηµένου χώρου Η προσέγγιση του. Παπανικολάου είναι µια ιδιαίτερη πρακτική προσέγγιση στο πλαίσιο των εναλλακτικών προτύπων παραγωγής και χρήσης του δοµηµένου χώρου. Η ιδιαιτερότητα της χαρακτηρίζεται από: - την ανάλυση των διαδικασιών παραγωγής και χρήσης του δοµηµένου χώρου σε επίπεδο διαχείρισης πληροφορίας και την επινόηση µεθόδων βέλτιστης τέτοιας διαχείρισης - την ενοποίηση των αρχών της "βιώσιµης ανάπτυξης" σε µια ενιαία και φιλοσοφικά συνεπή µεθοδολογία η οποία εφαρµόζεται σε όλες τις κλίµακες του δοµηµένου χώρου, από αυτήν του δοµικού στοιχείου µέχρι την πολεοδοµική κλίµακα. Η πολυπλοκότητα κάθε διαδικασίας παραγωγής και χρήσης του δοµηµένου χώρου µπορεί να µετρηθεί ως ποσότητα πληροφορίας. Το κόστος πληροφορίας (για µια εκτενή αναφορά στην συγγενή αν και όχι ταυτόσηµη έννοια της "πληροφορικής αξίας" βλ. επίσης: [Βενέρης, 1986, σ.180-189]) αντιπροσωπεύει το κοινωνικό κόστος το οποίο πρέπει να δαπανηθεί για την παραγωγή της συγκεκριµένης πληροφορίας. Έτσι αποτελεί µέρος του κοινωνικού κόστους του δοµηµένου χώρου. Το αίτηµα της ελαχιστοποίησης του κοινωνικού κόστους, του οποίου το κόστος πληροφορίας αποτελεί κρίσιµο και γενικά παραγνωρισµένο µέρος, αποτελεί µορφογενετικό παράγοντα: επιδρά καθοριστικά στην µορφή του δοµηµένου χώρου και των διαδικασιών παραγωγής και χρήσης του. Για τον λόγο αυτό δεν αντιµετωπίζεται ως απλό οικονοµικό αίτηµα αλλά ως µεθοδολογική αρχή. Η συγκεκριµένη αρχή αναπόφευκτα παραπέµπει στην "βιώσιµη ανάπτυξη" καθώς αποτελεί το ενοποιητικό της πλαίσιο. Η προσέγγιση του. Παπανικολάου αποτελεί σύνθεση δυο διαφορετικών τοµέων γνώσης. Ο ένας αφορά στην ιστορικότητα και την τοπικότητα των µεθόδων παραγωγής του δοµηµένου χώρου, δηλαδή την ερµηνεία κάθε µεθόδου µε βάση τις παραγωγικές δυνατότητες που προσδιορίζονται από τις τοπικές συνθήκες και το ιστορικό πλαίσιο της εποχής της. Ο άλλος αφορά σε φαινόµενα που χαρακτηρίζουν την ανάπτυξη και την συµπεριφορά των έµβιων οργανισµών. Η κοινωνική διαµόρφωση δοµηµένου χώρου και η φυσική διαµόρφωση των έµβιων οργανισµών αποτελούν συστήµατα µε κοινά χαρακτηριστικά τα οποία ενοποιούνται στο επίπεδο της διαχείρισης πληροφορίας. Τέτοια χαρακτηριστικά είναι τα ακόλουθα: ιαµόρφωση στην βάση της εξέλιξης: κριτήριο της εξέλιξης των έµβιων οργανισµών είναι η βιωσιµότητα και αναπαραγωγή του είδους, ενώ αυτό των µεθόδων παραγωγής του δοµηµένου χώρου είναι η ικανοποίηση κοινωνικών αναγκών που προσδιορίζονται από το εκάστοτε ιστορικό πλαίσιο. Προσαρµογή στο τοπικό περιβάλλον, άντληση πόρων από αυτό και διαµόρφωση δοµών που ανταποκρίνονται στο κριτήριο της εξέλιξης. Η διαµόρφωση των έµβιων οργανισµών εξαρτάται από τις διαθέσιµες πηγές τροφής και τις ειδικές συνθήκες της "οικολογικής φωλιάς" τους, ενώ αυτή των µεθόδων παραγωγής από το είδος των διαθέσιµων υλικών κατασκευής και τις τοπικές κλιµατολογικές συνθήκες. Οικονοµία ενέργειας και υλικών πόρων: η προσέγγιση της χαµηλότερης ενεργειακής στάθµης αποτελεί φυσική τάση τόσο των έµβιων όσο και των τεχνητών συστηµάτων, ενώ η δυνατότητα εξοικονόµησης υλικών πόρων, όταν οι διαθέσιµες πηγές είναι περιορισµένες, κρίνει την βιωσιµότητα των συστηµάτων αυτών. Αυτοοργάνωση: η δοµή και η συµπεριφορά του συστήµατος στην µακρά κλίµακα προκύπτουν από εσωτερική δυναµική µέσω αλληλεπίδρασης διαφορετικών µονάδων του, τόσο µεταξύ τους όσο και µε το περιβάλλον. Τέτοιες µονάδες παρουσιάζονται σε διαφορετικές κλίµακες, τόσο στους έµβιους οργανισµούς (πχ κύτταρα, όργανα, συστήµατα οργάνων) όσο και στις µεθόδους παραγωγής (πχ άνθρωποι, µέσα παραγωγής, µονάδες παραγωγής). - 11 -

Προσαρµοστικότητα: το σύστηµα έχει την δυνατότητα να µεταβάλλεται, αντιδρώντας σε ερεθίσµατα που δέχεται από το περιβάλλον, έτσι ώστε να διατηρεί ορισµένες ιδιότητές του ή να αποκτά νέες. Η προσαρµογή των έµβιων οργανισµών στο περιβάλλον εκδηλώνεται µε τις µεταβολικές, αυτοιαστικές και κινητικές τους δυνατότητες, ενώ αυτή του δοµηµένου χώρου µε την διαµόρφωση σύµφωνα µε τα φυσικά χαρακτηριστικά και τους πόρους του περιβάλλοντος, την ανταπόκριση στις κλιµατικές συνθήκες και τις διαφορές θερµοκρασίας κλπ. Αυθόρµητη ανάπτυξη: διαµόρφωση στην βάση της εσωτερικής δυναµικής του συστήµατος και της αλληλεπίδρασης µε το περιβάλλον. Η βιολογική ανάπτυξη βασίζεται στην διαµόρφωση οργανικών δοµών που στην συνέχεια οι ίδιες λειτουργούν ως µέσα διαµόρφωσης νέων τέτοιων δοµών µε την καταλυτική επίδραση του περιβάλλοντος. Αντίστοιχα, η πολεοδοµική ανάπτυξη εκδηλώνεται µε την δηµιουργία τεχνητών δοµών (κτίρια, εµπορικά κέντρα, οδικό δίκτυο κλπ) που βασίζονται στο φυσικό και τεχνητό περιβάλλον (κατανοµή φυσικών πόρων, εµπορικών δραστηριοτήτων, προσβάσεων κλπ) και στην συνέχεια συµµετέχοντας στο περιβάλλον αυτό λειτουργούν ως αίτιο δηµιουργίας νέων τέτοιων δοµών. Οικονοµία πληροφορίας: κατά την αυθόρµητη ανάπτυξη απλούστερες δοµικές µονάδες του συστήµατος συγκροτούν συνθετότερες σε διαδοχικά ανώτερες κλίµακες ανάπτυξης. Έτσι σε κάθε κλίµακα εξοικονοµείται πληροφορία από την αµέσως κατώτερή της. ιαδοχικές κλίµακες ανάπτυξης των έµβιων οργανισµών, από τις κατώτερες προς τις ανώτερες, είναι αυτές της σύνθεσης πρωτεϊνών από µόρια RNA, ιστών από πρωτεΐνες, οργάνων από ιστούς κλπ. Αντίστοιχες κλίµακες ανάπτυξης κατά την εφαρµογή των µεθόδων παραγωγής χώρου είναι αυτές της διαµόρφωσης σύνθετων τεχνικών ή κατασκευών από απλούστερες. Χρονική παραλληλία: πολλές από τις λειτουργίες του συστήµατος µπορεί να τελούνται ταυτόχρονα, πράγµα που επιτρέπει διαφορετικά σενάρια συγχρονισµού τους. Η δυνατότητα αυτή, εκτός από την προφανή της συνέπεια που είναι η ταχύτερη ολοκλήρωση µιας σύνθετης διαδικασίας σε σχέση µε την περίπτωση της σειριακής τέλεσης των λειτουργιών, αυξάνει την ποικιλία των πιθανών συµπεριφορών εποµένως και την προσαρµοστικότητα του συστήµατος, καθώς οι ίδιες λειτουργίας µπορεί να οδηγήσουν σε διαφορετική συµπεριφορά ανάλογα µε το σενάριο συγχρονισµού τους. Η επιτυχής ανάπτυξη ενός έµβιου οργανισµού προϋποθέτει ένα συγκεκριµένο σενάριο συγχρονισµού εκατοµµυρίων αναπτυξιακών διαδικασιών, ένα φαινόµενο που χαρακτηρίζεται ως "χορογραφία". Επίσης µια πόλη µπορεί αναπτύξει εντελώς διαφορετικές δοµές ανάλογα µε τον συγχρονισµό των κεντρικών λειτουργιών της. Τα παραπάνω φαινόµενα έχουν µελετηθεί στο πλαίσιο των πολύπλοκων δυναµικών συστηµάτων [Kauffman, 1988, 1995; Holland, 1995; Bar-Yam, 1997]. Η προσέγγιση διαφορετικών τοµέων γνώσης και τεχνολογίας σε αυτό το πλαίσιο αποτελεί µια σύγχρονη τάση που οι αρχές της διαφέρουν από τις αρχές της συµβατικής µηχανιστικής-αιτιοκρατικής προσέγγισης [Bar-Yam, 2003]. Το έργο του. Παπανικολάου µπορεί να κατανοηθεί ως ερµηνεία της συγκεκριµένης τάσης στο πεδίο της παραγωγής και χρήσης του δοµηµένου χώρου. Συνέπεια του προσανατολισµού σε γενικά χαρακτηριστικά συστηµάτων είναι ότι µεγάλο µέρος του έργου του. Παπανικολάου αφορά στον σχεδιασµό συστηµάτων δόµησης αντί µεµονωµένων κατασκευών. Οι τελευταίες αποτελούν είτε περιπτώσεις εφαρµογής των συγκεκριµένων συστηµάτων, είτε εξειδικεύσεις των ίδιων αρχών σχεδιασµού σε ιδιαίτερες τοπικές συνθήκες. Στην συνέχεια θα εντοπίσουµε ορισµένες βασικές έννοιες και αρχές οι οποίες αναδεικνύουν την λογική της προσέγγισής του. Παπανικολάου και χαρακτηρίζουν το έργο του. - 12 -

3.1 "Στοιχειοδόµηση" Ο. Παπανικολάου χρησιµοποίησε τον όρο "στοιχειοδόµηση" για να περιγράψει µια µέθοδο δόµησης συµβατή µε το κριτήριο της οικονοµίας πληροφορίας. Πρόκειται για µια απλή επαγωγική µέθοδο, όπου η πολυπλοκότητα µιας σύνθετης κατασκευής αναπτύσσεται σε διαδοχικά στάδια: σε κάθε στάδιο θεµελιώδεις µονάδες συνδυάζονται σε συνθετότερες, οι οποίες µε την σειρά τους αποτελούν τις θεµελιώδεις µονάδες του επόµενου σταδίου. Οι αρχές αυτής της µεθόδου ταυτίζονται µε τις αρχές χρήσης µιας γλώσσας όπου, σύµφωνα µε τους συντακτικούς κανόνες µιας κατάλληλης γραµµατικής, τα γράµµατα συνδυάζονται σε λέξεις, οι λέξεις σε προτάσεις, οι προτάσεις σε ενότητες κειµένου κοκ. Όµως, αντίθετα µε το κείµενο, το οποίο αποτελεί µια αφηρηµένη συντακτική κατασκευή, η κατασκευή του δοµηµένου χώρου περιλαµβάνει σύνθετες τεχνικές προδιαγραφές. Η "στοιχειοδόµηση" αποτελεί εφαρµογή της "γλωσσικής" προσέγγισης στον τοµέα της κατασκευής. Η πλήρης εφαρµογή της προϋποθέτει την ενσωµάτωση όλων των τεχνικών προδιαγραφών στην "γλώσσα" κατασκευής. Ειδικό χαρακτηριστικό της "στοιχειοδόµησης" είναι η άµεση ή έµµεση ενσωµάτωση όλων των τεχνικών στοιχείων που απαιτούνται για την συναρµολόγηση των συστηµάτων της κατασκευής στις δοµικές µονάδες οι οποίες αποτελούν το "αλφάβητο" της κατασκευαστικής γλώσσας: η δοµική µονάδα µιας κτιριακής κατασκευής πρέπει να σχεδιαστεί έτσι ώστε οποιοσδήποτε συνδυασµός τέτοιων µονάδων, στα πλαίσια της δεδοµένης κατασκευαστικής "γραµµατικής", να ικανοποιεί τις τεχνικές προδιαγραφές της κατασκευής. Στην ιδανική εφαρµογή αυτής της προσέγγισης οι δοµικές µονάδες θα πρέπει να περιλαµβάνουν όλα τα στοιχεία του φέροντος οργανισµού, του ηλεκτροµηχανολογικού εξοπλισµού (καλωδιώσεις ισχυρών ασθενών ρευµάτων, υδραυλικές αποχετευτικές σωληνώσεις κλπ), της διαµόρφωσης των εξωτερικών και εσωτερικών επιφανειών, των συστηµάτων θερµοµόνωσης, στεγάνωσης κλπ, καθώς και προδιαγραφές οι οποίες εξασφαλίζουν ότι η σύνδεση των δοµικών µονάδων συνεπάγεται και την συναρµολόγηση όλων των συστηµάτων της κατασκευής. Η έννοια της "δοµικής µονάδας" δεν ταυτίζεται αναγκαστικά µε αυτήν του υλικού "κατασκευαστικού στοιχείου" (αν και σε πολλές περιπτώσεις αυτό ισχύει): στην γενική περίπτωση περιγράφει µια ενότητα πληροφορίας οι οποία σε συνδυασµό µε άλλες, στα πλαίσια της κατάλληλης σύνταξης, ορίζει µια ενότητα ανώτερης κλίµακας. Από αυτήν την άποψη βρίσκεται πιο κοντά την έννοια του "αντικειµένου" (object) όπως αυτή ορίζεται στον τοµέα της πληροφορικής παρά σε αυτήν του υλικού αντικειµένου. Στην ιδανική µορφή "στοιχειοδόµησης" η κατασκευαστική "γραµµατική" που περιλαµβάνει τους κανόνες συνδυασµού των δοµικών στοιχείων ορίζεται από τις τεχνικές προδιαγραφές των τελευταίων. Έτσι ολόκληρη η κατασκευαστική γλώσσα περικλείεται στα στοιχεία αυτά, ενώ κάθε κατασκευή που εφαρµόζεται µέσω αυτής θα ανταποκρίνεται σε όλες τις απαιτούµενες τεχνικές προδιαγραφές, αφού όλα τα συστήµατά της συναρµολογούνται αυτόµατα κατά την συναρµολόγηση των δοµικών στοιχείων, χωρίς πρόσθετες εργασίες. Σε πραγµατικές (µη ιδανικές) περιπτώσεις εφαρµογής η συναρµολόγηση των συστηµάτων της κατασκευής δεν αυτοµατοποιείται πλήρως, αλλά διευκολύνεται σηµαντικά από την συναρµολόγηση των δοµικών στοιχείων. 3.2 Η δικτυακή οργάνωση των συστηµάτων της κατασκευής Η σύνδεση µονάδων οµοιογενών από άποψη περιεκτικότητας στοιχείων διαφορετικών συστηµάτων της κατασκευής διαµορφώνει τα συστήµατα αυτά ως οµοιογενή δίκτυα. Η ύπαρξη τέτοιων δικτύων καλύπτει όλες τις σχετικές ανάγκες της κατασκευής, όµως στην γενική περίπτωση πλεονάζει (πχ η δυνατότητα παροχής ρεύµατος σε περιοχές της κατασκευής που αυτό δεν απαιτείται, ή η χρήση ισχυρών φερόντων στοιχείων σε περιοχές που δεν καταπονούνται στατικά, αποτελούν αντίστοιχα περιπτώσεις πλεονασµού - 13 -

του ηλεκτροµηχανολογικού και του στατικού συστήµατος). Μπορεί κανείς να παρατηρήσει ότι η ύπαρξη πλεοναζόντων στοιχείων αντιβαίνει στο κριτήριο της οικονοµίας υλικών πόρων. Ωστόσο το κριτήριο αυτό δεν ορίζεται αυτόνοµα, αλλά αποτελεί µέρος του σύνθετου κριτηρίου που καθορίζει το συνολικό κόστος παραγωγής και περιλαµβάνει επίσης τους παράγοντες ενέργεια, εργασία και πληροφορία. Ο πλεονασµός δεν αντιβαίνει σε αυτό το κριτήριο αν η παρεχόµενη από το δικτυακό πρότυπο εξοικονόµηση εργασίας και πληροφορίας η οποία δευτερογενώς συνεπάγεται επίσης εξοικονόµηση ενέργειας και υλικών πόρων υπερβαίνει το κόστος των πλεοναζόντων στοιχείων, µειώνοντας έτσι το συνολικό κόστος παραγωγής. Η λογική του δικτυακού προτύπου διαφωτίζεται από το παράδειγµα που προσφέρει η σύγκριση ενός φέροντος οργανισµού από οπλισµένο σκυρόδεµα (µηχανιστικό-αιτιοκρατικό πρότυπο) µε ένα χωροδικτύωµα (δικτυακό πρότυπο). Ο φέρων οργανισµός σκυροδέµατος περιλαµβάνει δοµικά στοιχεία που η διατοµή και ο οπλισµός καθενός υπολογίζεται ανεξάρτητα µε βάση τις τάσεις που αυτό αναλαµβάνει. Οι τάσεις προκύπτουν από µια δεδοµένη κατανοµή ωφέλιµων φορτίων και από το βάρος του ίδιου του φέροντος οργανισµού. Αντίθετα, οι ράβδοι του χωροδικτυώµατος είναι όµοιες µεταξύ τους, εποµένως όλες ικανές να αναλάβουν το µέγιστο φορτίο που προβλέπεται για µια µεµονωµένη ράβδο. Αυτό συνεπάγεται πλεονασµό υλικού, αφού οι ράβδοι οι οποίες φορτίζονται λιγότερο θα µπορούσε να είναι µικρότερης διατοµής. Αν όµως οι ράβδοι σχεδιάζονταν µε βάση το κριτήριο της ελαχιστοποίησης του υλικού θα ήταν ανόµοιες µεταξύ τους, πράγµα που θα δηµιουργούσε κόστος πληροφορίας και σηµαντικό πρόσθετο κόστος παραγωγής. Εκτός από την συνεισφορά του στην υπό την ευρεία έννοια οικονοµία της κατασκευής, ο "πλεονασµός" συνδυάζεται µε χαρακτηριστικά προσαρµοστικότητας µέσω αυτοοργάνωσης. Συγκεκριµένα, προσφέρει την δυνατότητα αξιόπιστης λειτουργίας του "δικτυακού" συστήµατος σε µεταβαλλόµενες συνθήκες: η µεταβολή προκαλεί την αυθόρµητη ενεργοποίηση πρώην πλεοναζόντων στοιχείων και απενεργοποίηση άλλων. Ας θεωρήσουµε για παράδειγµα την αλλαγή των απαιτήσεων παροχής ρεύµατος που προκαλεί η αλλαγή χρήσεων σε έναν δεδοµένο χώρο. Οι νέες απαιτήσεις ικανοποιούνται άµεσα (µε χρήση του πρώην πλεονάζοντος τµήµατος του ηλεκτρικού δικτύου) αν η δυνατότητα παροχής ρεύµατος κατανέµεται οµοιογενώς στον χώρο. Αντίθετα, το προσαρµοσµένο σε µια συγκεκριµένη διάταξη χρήσεων ηλεκτρικό δίκτυο δεν µπορεί να ανταποκριθεί στις νέες απαιτήσεις, καθώς δεν διαθέτει πλεονάζουσες δυνατότητες. Επίσης η αλλαγή των ωφέλιµων φορτίων τα οποία φέρονται από ένα χωροδικτύωµα προκαλεί ανακατανοµή των τάσεων των ράβδων, όπου νέες τάσεις µπορεί να παραληφθούν από πρώην πλεονάζουσες ράβδους. Αντίθετα, η αλλαγή των ωφέλιµων φορτίων µε βάση τα οποία έχει υπολογιστεί ένας φέρων οργανισµός σκυροδέµατος πιθανότατα θα οδηγήσει σε αστοχία, καθώς στην περίπτωση αυτή δεν υπάρχουν πλεονάζοντα στοιχεία. Το "δικτυακό πρότυπο" έχει µελετηθεί θεωρητικά ως γενικό οργανωτικό σχήµα κατά αντιδιαστολή µε κεντρικά ιεραρχικά σχήµατα που εµπίπτουν σε ένα "µηχανιστικό-αιτιοκρατικό πρότυπο" [Van Alstyne, 1997]. Ο "πλεονασµός" (redundancy) ως αρχή σχεδιασµού εµπνέεται από αντίστοιχα φαινόµενα που χαρακτηρίζουν την ανάπτυξη των έµβιων όντων [Shanks and Joplin, 1999]. Μια γενική σύγκριση του δικτυακού µε το µηχανιστικό-αιτιοκρατικό πρότυπο οδηγεί στις ακόλουθες παρατηρήσεις για τις µονάδες που διαµορφώνουν τα αντίστοιχα συστήµατα: - 14 -

Μονάδες στο µηχανιστικό-αιτιοκρατικό πρότυπο Είναι συγκριτικά λίγες Αναλαµβάνουν καθεµιά µια ανεξάρτητη λειτουργία η οποία αντιπροσωπεύει σηµαντικό µέρος της συνολικής λειτουργίας του συστήµατος Η λειτουργία τους είναι σαφώς προδιαγεγραµµένη και προκύπτει από την ανάλυση του συστήµατος Είναι µελετηµένες ανεξάρτητα, καθώς καθεµιά έχει τις δικές της προδιαγραφές Έχουν υψηλό κόστος παραγωγής, λόγω των ιδιαίτερων προδιαγραφών τους και της σηµαντικής λειτουργίας που αναλαµβάνουν Μονάδες στο δικτυακό πρότυπο Είναι συγκριτικά πολλές Αναλαµβάνουν από κοινού κατανεµηµένες λειτουργίες, όπου σε κάθε µονάδα αντιστοιχεί µικρό µέρος της συνολικής λειτουργίας του συστήµατος Η λειτουργία τους δεν είναι σαφώς προδιαγεγραµµένη και εξαρτάται από τις εκάστοτε συνθήκες λειτουργίας του συστήµατος Είναι µελετηµένες ενιαία, καθώς έχουν κοινές προδιαγραφές Έχουν χαµηλό κόστος παραγωγής, λόγω των κοινών προδιαγραφών τους και του µικρού βάρους των λειτουργιών που αναλαµβάνουν 3.3 Εφαρµογή και υπέρβαση του δικτυακού προτύπου: το "αναπτυξιακό" πρότυπο Η διαµόρφωση της κατασκευής µε δοµικές µονάδες οι οποίες ενσωµατώνουν στοιχεία όλων των συστηµάτων της θα είχε ως συνέπεια την αναγωγή όλων των συστηµάτων στο ίδιο γεωµετρικό δίκτυο. Ωστόσο, διαφορετικά συστήµατα µπορεί να έχουν διαφορετική επιθυµητή πυκνότητα δικτύωσης: πχ η επιθυµητή πυκνότητα των στοιχείων που διαµορφώνουν το στατικό σύστηµα της κατασκευής µπορεί να είναι διαφορετική από αυτήν των στοιχείων που διαµορφώνουν το σύστηµα ύδρευσης ή ηλεκτροδότησης. Έτσι, η αναγωγή όλων συστηµάτων στο ίδιο γεωµετρικό δίκτυο το οποίο θα πρέπει αναγκαστικά να καλύπτει το πυκνότερο από τα λειτουργικά δίκτυα ενδεχοµένως συνεπάγεται αδικαιολόγητο πλεονασµό για πολλά συστήµατα. Ο πλεονασµός όµως δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια πέρα από τα οποία λειτουργεί εις βάρος του συνολικού κόστους της κατασκευής. Επιπλέον, εξειδικευµένες λειτουργίες συγκεκριµένων τµηµάτων της κατασκευής µπορεί να απαιτούν χρήση εξειδικευµένων συστηµάτων, υπαγορεύοντας έτσι απόκλιση από το δικτυακό πρότυπο. Η δυνατότητα δικτύωσης των συστηµάτων της κατασκευής σε διαφορετικές πυκνότητες, αλλά και υλοποίησης εξειδικευµένων (µη δικτυακών) συστηµάτων µε την µέθοδο της στοιχειοδόµησης, προϋποθέτει την ύπαρξη διαφοροποιηµένων τύπων δοµικών µονάδων, όπου κάθε τύπος περιλαµβάνει στοιχεία διαφορετικών συστηµάτων. Η χρήση δοµικών µονάδων των κατάλληλων τύπων στις κατάλληλες θέσεις του γεωµετρικού δικτύου µπορεί να διαµορφώσει την επιθυµητή διάρθρωση όλων των συστηµάτων της κατασκευής. Η ύπαρξη διαφοροποιηµένων τύπων δοµικών µονάδων θα µπορούσε να έχει σηµαντικό κόστος πληροφορίας. Ωστόσο η ίδια η δοµική µονάδα µπορεί να προκύπτει ως προϊόν σύνθεσης απλούστερων µονάδων που καθεµιά αποτελεί στοιχείο ενός διαφορετικού συστήµατος. Η συνθετική διαδικασία µπορεί να είναι ενιαία µέχρι το επίπεδο το οποίο αντιστοιχεί στα κοινά χαρακτηριστικά των σύνθετων µονάδων και στην συνέχεια να διαφοροποιηθεί µόνον στον βαθµό που απαιτούν τα διαφοροποιηµένα χαρακτηριστικά. Έτσι µεγάλος αριθµός διαφοροποιηµένων τύπων δοµικών µονάδων µπορεί να προκύψει µε σηµαντική εξοικονόµηση πληροφορίας. Η διαδικασία είναι επαγωγική και µπορεί να εφαρµοστεί σε διαφορετικές κλίµακες της κατασκευής. Το συγκεκριµένο είδος εξοικονόµησης πληροφορίας χαρακτηρίζει - 15 -

επίσης τις διαδικασίες "αυθόρµητης ανάπτυξης" των έµβιων όντων. Θα χαρακτηρίζουµε το συγκεκριµένο είδος µετάβασης από τις κατώτερες στις ανώτερες κλίµακες (βασικός τύπος διαφοροποίηση σύνθεση µε βάση τους διαφοροποιηµένους τύπους) ως "αναπτυξιακό πρότυπο", και στο εξής θα αναφερόµαστε στον όρο "ανάπτυξη" µε την συγκεκριµένη έννοια (βλ. επίσης [Bar-Yam, 1997, σ.691-695]). Η διαφοροποίηση των τύπων των δοµικών µονάδων σε ένα τεχνικό έργο µπορεί να ξεκινήσει από έναν βασικό τύπο ο οποίος περιλαµβάνει την απαραίτητη υποδοµή για την τοποθέτηση στοιχείων οποιουδήποτε συστήµατος της κατασκευής. Στο έργο του. Παπανικολάου ο τύπος αυτός περιλαµβάνει στοιχεία τα οποία δηµιουργούν κατά την συναρµολόγησή τους έναν φέροντα σκελετό µε εσωτερικά συγκοινωνούντα κενά: τα κενά αυτά διαµορφώνουν ένα ενιαίο δίκτυο υποδοµής για όλα τα συστήµατα της κατασκευής, όπου κάθε σύστηµα µπορεί να έχει διαφοροποιηµένη κατανοµή στο δίκτυο. Ο. Παπανικολάου χαρακτήρισε αυτόν τον σκελετό ως "ηλεκτροµηχανολογικό σκελετό". Σηµαντική εφαρµογή του "αναπτυξιακού προτύπου" στο επίπεδο της διαδικασίας κατασκευής είναι η χρήση δοµικών στοιχείων ως µέσων κατασκευής. Έτσι η εξοικονόµηση πληροφορίας που παρουσιάζεται στην περιγραφή της κατασκευής ερµηνεύεται και στην κατασκευαστική διαδικασία. Αυτό στην πραγµατικότητα δροµολογεί δυνατότητες αυτοκατασκευής. Υπάρχουν αρκετά σχετικά παραδείγµατα στο έργο του. Παπανικολάου, όπως η χρήση του εξωτερικού µεταλλικού οπλισµού ως καλουπιού για την κατασκευή του δοµικού στοιχείου στο οποίο εν συνεχεία ενσωµατώνεται, η χρήση των ίδιων των δοµικών στοιχείων ως καλουπιών για την κατασκευή άλλων, η χρήση κολώνας ως τµήµατος συστήµατος ανύψωσης πλάκας κα. 3.4 Συνέργια και "αναδυόµενες ιδιότητες" Κατά την συναρµολόγηση της κατασκευής "αποκαλύπτονται" λειτουργικές ιδιότητες οι οποίες υπερβαίνουν το άθροισµα των ιδιοτήτων των επιµέρους δοµικών µονάδων. Για παράδειγµα η διαµόρφωση των συστηµάτων της κατασκευής ή της υποδοµής τους κατά την συναρµολόγηση των δοµικών µονάδων, προσδίδει στην κατασκευή λειτουργικές ιδιότητες οι οποίες δεν χαρακτηρίζουν τις επιµέρους δοµικές µονάδες. Τέτοια ιδιότητα αποτελεί επίσης η ίδια η κατασκευαστική "γραµµατική" η οποία αποκαλύπτεται µέσω του συνδυασµού των δοµικών µονάδων. Θα αναφερόµαστε στο φαινόµενο κατά το οποίο ο συνδυασµός µονάδων αποκτά ιδιότητες οι οποίες υπερβαίνουν το άθροισµα των ιδιοτήτων των επιµέρους µονάδων µε τον όρο "συνέργια". Θα αναφερόµαστε στις νέες ιδιότητες που προκύπτουν από τις σχέσεις µεταξύ των συνδυαζόµενων µονάδων µε τον όρο "αναδυόµενες ιδιότητες" (emergent properties: [Bar-Yam, 1997, σ.5, 9-14; Hensel et al, 2004]). Τόσο στα έµβια όσο και στα τεχνητά συστήµατα τα φαινόµενα συνέργιας και οι αναδυόµενες ιδιότητες επιτρέπουν την ανάπτυξη λειτουργικά πολύπλοκων δοµών µε µικρή δαπάνη πληροφορίας. Οι συνέπειες αυτής της δυνατότητας στην οικονοµία της κατασκευής λειτουργούν πολλαπλασιαστικά καθώς διατρέχουν όλες τις κατασκευαστικές κλίµακες. Ένα απλό παράδειγµα "αναδυόµενης ιδιότητας" δίνεται και πάλι από το χωροδικτύωµα. Οι ράβδοι του χωροδικτυώµατος έχουν υψηλή αντοχή σε θλίψη και εφελκυσµό, όχι όµως και σε στρέψη. Ο συνδυασµός τους ωστόσο στην δοµή του χωροδικτυώµατος µετατρέπει τις στρεπτικές τάσεις που ασκούνται σε κλίµακα χωροδικτυώµατος σε θλιπτικές ή εφελκυστικές τάσεις που ασκούνται σε κλίµακα ράβδου. Έτσι τελικά το χωροδικτύωµα αποκτά αντοχή σε στρέψη. Η ιδιότητά του αυτή είναι µια "αναδυόµενη ιδιότητα" που αποτελεί προϊόν "συνέργιας" των µονάδων του: οφείλεται σε ιδιότητες των µονάδων, και αποκαλύπτεται µέσω κατάλληλου συνδυασµού τους, χωρίς να αποτελεί ιδιότητα των µονάδων αυτών. Ένα δεύτερο παράδειγµα "αναδυοµένων ιδιοτήτων" προσφέρει το "αναπτυξιακό πρότυπο": η δυνατότητα - 16 -

των δοµικών στοιχείων να χρησιµοποιηθούν ως µέσα κατασκευής προκύπτει από έναν κατάλληλο συνδυασµό τους, ενώ δεν αποτελεί ιδιότητα του κάθε στοιχείου χωριστά. 3.5 "Συνθετική σµίκρυνση" Η δυνατότητα εξασφάλισης των επιθυµητών ιδιοτήτων της κατασκευής ως "αναδυοµένων ιδιοτήτων" αποδεσµεύει τα µέρη της κατασκευής από την ανάγκη να καλύπτουν τα ίδια αθροιστικά τις τελικές της προδιαγραφές: οι επιθυµητές ιδιότητες µπορεί να αποκαλύπτονται µόνον στο επίπεδο της σύνθεσης των µερών, και µέσω της συνέργιάς τους, υπερβαίνοντας έτσι το άθροισµα των ιδιοτήτων των ανεξάρτητων µερών. Με αυτόν τον τρόπο η δαπάνη των υλικών, ενεργειακών, πληροφοριακών και χωρικών πόρων που απαιτείται για την παραγωγή και σύνθεση των µερών είναι µικρότερη από αυτήν που θα υπαγόρευε η γραµµική σχέση µεταξύ των πόρων αυτών και των συνθετικών απαιτήσεων. Κατά συνέπεια η τελική κατασκευή καταλήγει να είναι κάτι "µικρότερο" από αυτό πού κατ' αρχήν προσδιορίζουν οι λειτουργικές και χρηστικές προδιαγραφές της. Εδώ το "µικρότερο" δεν αναφέρεται µόνο στην χωρική έκταση της κατασκευής αλλά σε κάθε ποσοτική ιδιότητά της η οποία αφορά στην ενσωµάτωση πόρων. Είναι προφανές ότι η έννοια της "σµίκρυνσης" η οποία προκύπτει από την παραπάνω περιγραφή δεν περιορίζεται στην στενή έννοια της κατασκευής αλλά αφορά σε κάθε είδος σύνθεσης που προκύπτει από συνδυασµό κατάλληλων µονάδων και ανταποκρίνεται σε συγκεκριµένες προδιαγραφές. Ο. Παπανικολάου χαρακτήρισε αυτήν την γενικότερη έννοια ως "συνθετική σµίκρυνση", κάνοντας σαφή αναφορά στον όρο "miniaturization": [Soleri, 1969, 1993; ARC]. Παράγωγο φαινόµενο της "συνθετικής σµίκρυνσης" είναι η µείωση του κοινωνικού κόστους της σύνθεσης. Η εφαρµογή της "συνθετικής σµίκρυνσης" απαιτεί µετατόπιση της προσπάθειας του σχεδιασµού από την τελική σύνθεση στα δοµικά µέρη της και στην συνέργιά τους (οι προδιαγραφές της σύνθεσης "σµικρύνονται" σε προδιαγραφές των δοµικών της µερών). Στο κατασκευαστικό επίπεδο, ο επαγωγικός χαρακτήρας της στοιχειοδόµησης, σε συνδυασµό µε την εφαρµογή της "συνθετικής σµίκρυνσης" σε όλες τις κλίµακες, έχει ως συνέπεια την τάση αναγωγής όλων των προδιαγραφών της κατασκευής σε προδιαγραφές των πλέον στοιχειωδών συστατικών της. Η εξοικονόµηση πόρων ωστόσο η οποία συνοδεύει αυτήν την αναγωγή επιτρέπει την παραγωγή αυτών των στοιχειωδών συστατικών και τελικά ολόκληρης της κατασκευής χωρίς την χρήση εξεζητηµένων µέσων. 3.6 Προσαρµογή του δοµικού συστήµατος στο τεχνολογικό και στο φυσικό περιβάλλον 3.6.1 Προσαρµογή στο σύστηµα παραγωγής Η γενική περιγραφή της στοιχειοδόµησης παραπέµπει σε συστήµατα βιοµηχανικής παραγωγής, καθώς βασίζεται στην χρήση όµοιων µονάδων ορισµένων µε ακριβείς προδιαγραφές. Ωστόσο είναι σαφές ότι όλα τα σχετικά µε την µείωση του κόστους πλεονεκτήµατα της συγκεκριµένης προσέγγισης στην δόµηση, θα έµπαιναν σε αµφισβήτηση αν η εφαρµογή της απαιτούσε την ύπαρξη ενός εξειδικευµένου εργοστασίου παραγωγής δοµικών στοιχείων. Είναι η ίδια η λογική της στοιχειοδόµησης και της "συνθετικής σµίκρυνσης" που αίρει αυτήν την απαίτηση. Οι "συµπυκνωµένες" προδιαγραφές των στοιχειωδών συστατικών της κατασκευής περιλαµβάνουν πέραν των τεχνικών προδιαγραφών της κατασκευής την δυνατότητα παραγωγής τους από υπάρχουσες βιοµηχανικές µονάδες, είτε αυτές εντοπίζονται στον τοµέα της παραγωγής δοµηµένου χώρου είτε όχι. Αυτό γίνεται εφικτό χάρη στην χαµηλή πολυπλοκότητά των συγκεκριµένων συστατικών, η οποία επιτυγχάνεται µέσω της "συνθετικής σµίκρυνσης". Τα στοιχειώδη συστατικά της κατασκευής (µεταλλικοί - 17 -

κόµβοι σύνδεσης, φέροντα τµήµατα δοµικών µονάδων, τµήµατα τελικών επιφανειών κλπ) εξασφαλίζονται µε παραγγελία, βάσει συγκεκριµένων προδιαγραφών, από υπάρχουσες βιοµηχανικές µονάδες. Οι µονάδες αυτές επιλέγονται από ολόκληρο το φάσµα της βιοµηχανίας, µε κριτήριο την δυνατότητα αξιόπιστης κάλυψης των προδιαγραφών µε χαµηλό κόστος παραγωγής (βλ. επίσης [OSBA]). Η διαµόρφωση της παραγωγικής βάσης της στοιχειοδόµησης από υπάρχουσες βιοµηχανικές µονάδες ισοδυναµεί µε προσαρµογή του δοµικού συστήµατος σε αυτό που θα µπορούσε να χαρακτηριστεί ως "παραγωγικό περιβάλλον" και αντιπροσωπεύει για το δοµικό σύστηµα ότι η "οικολογική φωλιά" για ένα έµβιο είδος (διαµόρφωση δοµής προσαρµοσµένης στα χαρακτηριστικά του ιδιαίτερου περιβάλλοντος και στο είδος των πόρων που αυτό παρέχει). Μια άλλη σηµαντική πλευρά της προσαρµογής του δοµικού συστήµατος στο σύστηµα παραγωγής, σε συνθήκες σπανιότητας υλικών και ενεργειακών πόρων, είναι η µείωση του βάρους της κατασκευής (βλ. επίσης [Centre for Design at RMIT, 1999; Ries and Holm, 2004]) η οποία µπορεί να επιτευχθεί µε χρήση δοµικών στοιχείων που χωρίς να υστερούν σε αντοχή ως προς τα συµβατικά είναι ελαφρύτερα από αυτά. Καθώς το βασικό φορτίο ενός σκελετού συµβατικών στοιχείων οφείλεται στο ίδιο του το βάρος, η αντικατάσταση τέτοιων στοιχείων µε ελαφρύτερα έχει πολλαπλασιαστικές συνέπειες (συνέργια) στην εξοικονόµηση υλικού και εποµένως ενέργειας και εργασίας προκειµένου να υποστηριχθούν τα αναγκαία ωφέλιµα φορτία. Ο. Παπανικολάου είχε παρατηρήσει εύστοχα την εκδήλωση αντίστοιχων φαινοµένων στον έµβιο κόσµο σε αντιδιαστολή µε µηχανιστικά χαρακτηριστικά του τεχνητού κόσµου: ο σκελετός ενός αθλητή είναι επαρκής για να αναλάβει πρόσθετα φορτία πολλές δεκάδες φορές µεγαλύτερα από το βάρος του, ενώ αυτός µιας συµβατικής οικοδοµής µπορεί να αναλάβει πρόσθετα φορτία που αντιστοιχούν µόνο σε ένα µικρό κλάσµα του βάρους του. 3.6.2 Προσαρµογή στο σύστηµα µεταφοράς Το συνολικό κόστος της παραγωγής δοµηµένου χώρου δεν εξαρτάται µόνο από την διαδικασία παραγωγής και συναρµολόγησης των δοµικών στοιχείων, αλλά και από την µεταφορά τους από τις βιοµηχανικές µονάδες στο εργοτάξιο. Η δυνατότητα και το κόστος µεταφοράς, µαζί µε τις παραγωγικές δυνατότητες στις βιοµηχανικές µονάδες και στο εργοτάξιο, προσδιορίζουν το τι ακριβώς θα πρέπει να παραχθεί που, µε βάση τον βέλτιστο σχεδιασµό του δοµικού συστήµατος. Σύµφωνα µε το πρότυπο της "συνθετικής σµίκρυνσης", όλες οι σχετικές προδιαγραφές, συµπεριλαµβανοµένων εκείνων που αναφέρονται στην µεταφορά, "συµπυκνώνονται" στο δοµικό στοιχείο. Έτσι το τελευταίο µπορεί να υπόκειται σε γεωµετρικούς περιορισµούς σχετικούς µε την δυνατότητα οδικής µεταφοράς του, ή να είναι σχεδιασµένο έτσι ώστε να συσκευάζεται µε άλλα όµοια στοιχεία σε συνεκτικά "πακέτα", χωρίς απώλεια χώρου (αυτοσυσκευασία). Μια χαρακτηριστική λύση που έχει δώσει ο. Παπανικολάου στο πρόβληµα της ενσωµάτωσης προδιαγραφών µεταφοράς στο δοµικό στοιχείο συνοψίζεται σε µία µέθοδο ενσωµάτωσης και µεταφοράς πληροφορίας. Τα ελάχιστα από άποψη ύλης δοµικά στοιχεία τα οποία φέρουν την πληροφορία της κατασκευής παράγονται στην βιοµηχανική µονάδα. Η ελαχιστοποίηση της ύλης επιτρέπει την χαµηλού κόστους µαζική µεταφορά τέτοιων στοιχείων στο εργοτάξιο. Εκεί διοχετεύεται η απαιτούµενη για την πραγµατοποίηση της κατασκευής ύλη, η οποία διαµορφώνεται από τα µεταφερθέντα δοµικά στοιχεία σύµφωνα µε την περιεχόµενη σε αυτά πληροφορία. Έτσι δεν απαιτείται ούτε η µεταφορά του υλικού µέρους της κατασκευής, ούτε η πραγµατοποίηση πολύπλοκων (δαπανηρών σε πληροφορία) εργασιών στο εργοτάξιο. Παράδειγµα εφαρµογής της συγκεκριµένης µεθόδου είναι η χρήση αυτοσυσκευαζόµενων µεταλλικών ελασµάτων τα οποία συναρµολογούνται στο εργοτάξιο διαµορφώνοντας το "καλούπι" του ηλεκτροµηχανολογικού σκελετού της κατασκευής. Ο σκελετός υλοποιείται µε έγχυση σκυροδέµατος στο καλούπι, το οποίο διατηρείται ως εξωτερικός οπλισµός του σκελετού. - 18 -

3.6.3 Προσαρµογή στο φυσικό περιβάλλον Η συσχέτιση της κατασκευής µε το φυσικό περιβάλλον προσανατολίζεται στην διαµόρφωση ενός ενιαίου συστήµατος όπου στοιχεία της κατασκευής αλληλεπιδρούν µε στοιχεία του περιβάλλοντος. Οι αλληλεπιδράσεις αυτές εξασφαλίζουν την ροή πόρων από το φυσικό περιβάλλον προς την κατασκευή, αλλά και την υποστήριξη όλων των χαρακτηριστικών του φυσικού περιβάλλοντος τα οποία διασφαλίζουν την παραγωγή τέτοιων πόρων. Η συγκεκριµένη προσέγγιση αντιµετωπίζει την κατασκευή ως υποσύστηµα του οικοσυστήµατος. Η επιθυµητή σχέση µε το φυσικό περιβάλλον επιτυγχάνεται κατά κύριο λόγο µε την χρήση ενός βιοκλιµατικού συστήµατος. Όπως συµβαίνει µε όλα τα συστήµατα της κατασκευής στα πλαίσια της στοιχειοδόµησης, έτσι και το συγκεκριµένο σύστηµα διαµορφώνεται µε κατάλληλες προδιαγραφές των δοµικών µονάδων και σύµφωνα µε το "δικτυακό" και το "αναπτυξιακό" πρότυπο. Τα βασικά τεχνικά χαρακτηριστικά του βιοκλιµατικού συστήµατος παρέχονται από γνωστές τεχνολογίες "βιώσιµης δόµησης", διαθέσιµες στο υπάρχον τεχνολογικό περιβάλλον. Τα χαρακτηριστικά αυτά αποκαλύπτονται ως αναδυόµενες ιδιότητες κατά την συναρµολόγηση των δοµικών µονάδων και συνδυάζονται στα πλαίσια της "συνθετικής σµίκρυνσης". Τέτοια χαρακτηριστικά είναι τα ακόλουθα: ιακίνηση αέρα, µέσω του κενού στο εσωτερικό ηλεκτροµηχανολογικού σκελετού, ο οποίος φτάνει σε επαρκές βάθος µέσα στο έδαφος, µε σκοπό τον έλεγχο της θερµοκρασίας της κατασκευής µε χρήση της θερµοχωρητικότητας της γης (για την αξιοποίηση γεωθερµικής ενέργειας: [Lund et al, 2003; Lund, 2004; Boyd and Lienau, 1995; Rafferty, 2000; Kavanaugh, 1995; GET], βλ. επίσης [Mendrinos et al, 2002; Καρύτσας και Μενδρινός, 2004]). Χρήση δοµικών στοιχείων µε κατάλληλα υλικά εξωτερικών επιφανειών ώστε να επιτυγχάνεται η επιθυµητή θερµική συµπεριφορά της κατασκευής. Χρήση βιοµηχανικών δοµικών στοιχείων µε κινητά υαλοπετάσµατα ώστε να επιτυγχάνεται ο δυναµικός έλεγχος της θερµικής συµπεριφοράς της κατασκευής ανάλογα µε τις συνθήκες του περιβάλλοντος (συµπεριφορά θερµοκηπίου, δηµιουργία θερµοµονωτικού στρώµατος, δηµιουργία ανοιγµάτων για την προσαρµογή της θερµοκρασίας της κατασκευής σε αυτήν του περιβάλλοντος κλπ). Πρόβλεψη δωµάτων "πράσινης στέγης" [Kuhn et al, 2001; Peck et al, 1999; GR]: πρόκειται για συστήµατα κατάλληλης φύτευσης των δωµάτων η οποία επηρεάζει την θερµοκρασία της κατασκευής, εκµεταλλεύεται ροή νερού που ενδεχοµένως παρέχεται από το περιβάλλον και διυλίζει το νερό αυτό εξασφαλίζοντας έτσι υδάτινους πόρους. Το βιοκλιµατικό σύστηµα εξασφαλίζει ενεργειακούς (και ενδεχοµένως υδάτινους) πόρους µειώνοντας την εξάρτηση της κατασκευής από τα αντίστοιχα τεχνικά δίκτυα. Έτσι κάνει την χρήση της οικονοµικότερη, ενώ µειώνει την "ενεργειακή ρύπανση" του περιβάλλοντος που η αντιµετώπισή της συνεπάγεται την δαπάνη πρόσθετων πόρων. Μια άλλη σηµαντική πλευρά της σχέσης της κατασκευής µε το φυσικό περιβάλλον είναι ο σηµαντικός περιορισµός του δοµηµένου χώρου που επιτυγχάνεται ως συνέπεια της "συνθετικής σµίκρυνσης". Ο περιορισµός αυτός συνεπάγεται διατήρηση χώρου του φυσικού περιβάλλοντος, αλλά και την εξασφάλιση ενός "µικτού" χώρου αλληλοδιείσδυσης ο οποίος αµβλύνει το όριο κατασκευής περιβάλλοντος και αποτελεί µέσο προσαρµογής, κυρίως µέσω του βιοκλιµατικού συστήµατος. Η διατήρηση του χώρου του φυσικού περιβάλλοντος και η διασύνδεση της κατασκευής µε αυτόν επιτρέπει την παραγωγή και χρήση φυσικών πόρων. - 19 -

3.7 Η "στοιχειοδόµηση" και η "συνθετική σµίκρυνση" σε αρχιτεκτονική και πολεοδοµική κλίµακα Περιγράψαµε την "στοιχειοδόµηση" και η "συνθετική σµίκρυνση" ως γενικές έννοιες και παρουσιάσαµε την ερµηνεία τους στον τοµέα της κατασκευής. Επισηµάναµε τον επαγωγικό χαρακτήρα αυτών των εννοιών κατά την µετάβαση από την κλίµακα των στοιχειωδών δοµικών συστατικών σε αυτήν της δοµικής µονάδας και από εκεί στην κλίµακα της κατασκευής. Στην συνέχεια θα σχολιάσουµε την ερµηνεία των ίδιων εννοιών κατά την µετάβαση στην αρχιτεκτονική και την πολεοδοµική κλίµακα. 3.7.1 Η αρχιτεκτονική κλίµακα Τα αρχιτεκτονικά συνθετικά κριτήρια εκφράζουν σύνθετα ιστορικά και πολιτισµικά κοινωνικά χαρακτηριστικά που προσδίδουν υψηλή πολυπλοκότητα στην αρχιτεκτονική συνθετική δραστηριότητα. Η "στοιχειοδόµηση" και η "συνθετική σµίκρυνση" αποτελούν µεθοδολογικά εργαλεία που επιτρέπουν την ικανοποίηση σύνθετων κριτηρίων µε την κατάλληλη εξοικονόµηση πληροφορίας. Εποµένως αξίζει να µελετηθεί η εφαρµογή του βασισµένου στα συγκεκριµένα εργαλεία "αναπτυξιακού προτύπου" στον τοµέα της αρχιτεκτονικής σύνθεσης. Οι µονάδες της κατασκευής οι οποίες προκύπτουν από το ανώτερο κατασκευαστικό στάδιο "ανάπτυξης" της στοιχειοδόµησης µπορεί να χρησιµοποιηθούν ως θεµελιώδεις συνθετικές µονάδες στο στάδιο της αρχιτεκτονικής σύνθεσης. Η κατασκευαστική ολοκλήρωση αυτών των µονάδων επιτρέπει τον εύκολο (οικονοµικό από άποψη πληροφορίας) συνδυασµό τους σε ανώτερες συνθετικές µονάδες, οι οποίες καλύπτουν βασικές αρχιτεκτονικές προδιαγραφές καθώς και προδιαγραφές διασύνδεσής τους στο επόµενο συνθετικό στάδιο. Η κάλυψη εξειδικευµένων προδιαγραφών µπορεί να επιτευχθεί µε την "αναπτυξιακή" µέθοδο της διαφοροποίησης: συνθετικές µονάδες επαρκώς γενικών προδιαγραφών αναπαράγονται (διαφοροποιούµενες σύµφωνα µε τις συνθετικές απαιτήσεις) προκειµένου να αντιµετωπιστούν επιµέρους ειδικά συνθετικά προβλήµατα. Η µετάβαση από τα κατώτερα προς τα ανώτερα συνθετικά στάδια πραγµατοποιείται µε την δηµιουργία διαδοχικά συνθετότερων και πλέον εξειδικευµένων µονάδων. Η διαδικασία αυτή έχει επαγωγικό χαρακτήρα και επιτρέπει την εκθετική ανάπτυξη της πολυπλοκότητας της σύνθεσης ως προς το πλήθος των συνθετικών πράξεων, πράγµα που συνεπάγεται εξοικονόµηση πληροφορίας. Η συγκεκριµένη προσέγγιση, εκτός από την µεθοδολογική της αξία η οποία µπορεί να κριθεί µε καθαρά αρχιτεκτονικά κριτήρια, επιτρέπει την αποτελεσµατική εφαρµογή µεθόδων πληροφορικής: όσο η διαδικασία εξειδίκευσης της αρχιτεκτονικής ιδέας σε ένα λεπτοµερές τελικό σχεδιαστικό αποτέλεσµα προσανατολίζεται στην επεξεργασία υπάρχουσας και όχι στην παραγωγή νέας πληροφορίας (η τάση αυτή χαρακτηρίζει το "αναπτυξιακό πρότυπο") τόσο ευκολότερη γίνεται η τυπική της διατύπωση και εποµένως η αντιµετώπισή της µε µεθόδους πληροφορικής. Έτσι, όσο οι "διεκπεραιωτικού" χαρακτήρα δραστηριότητες αυτοµατοποιούνται, η ανθρώπινη εργασία προσανατολίζεται περισσότερο σε συνθετικές δραστηριότητες. Η "αναπτυξιακή" µέθοδος µπορεί να συνδυαστεί µε το "δικτυακό πρότυπο", την εφαρµογή του οποίου περιγράψαµε στα τεχνικά συστήµατα της κατασκευής. Συγκεκριµένα, οι συνθετικές µονάδες µπορεί να διαµορφώνουν µια δικτυακή υποδοµή για την ανάπτυξη της αρχιτεκτονικής σύνθεσης, µε την έννοια ότι οργανώνουν τον χώρο έτσι ώστε αυτός να παρέχει οµοιογενώς λύσεις σε γενικά συνθετικά προβλήµατα. Ειδικότερα προβλήµατα αντιµετωπίζονται µε περισσότερο εξειδικευµένες µονάδες οι οποίες αναπτύσσονται πάνω στην συγκεκριµένη υποδοµή. Η θεµελιώδης δικτυακή υποδοµή παρέχεται από τον κατάλληλο κατασκευαστικό κάναβο, ή άλλες δοµές περισσότερο εξειδικευµένες στις απαιτήσεις της συγκεκριµένης σύνθεσης. Η εφαρµογή του "αναπτυξιακού προτύπου" στην αρχιτεκτονική σύνθεση µπορεί να συνδυαστεί µε την αναθεώρηση συµβατικών εννοιών σχετικών µε τις µονάδες του αρχιτεκτονικού χώρου. Έτσι, συνεκτικές - 20 -