ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ Κυριακή 4 Μαρτίου 2012 Α. α) η απάντηση βρίσκεται στη σχολικό βιβλίο: Εισαγωγή των «Ποιημάτων για την Ποίηση», σελίδες 57-58. β) Το ποίημα του Εγγονόπουλου συγκαταλέγεται στα «Ποιήματα για την Ποίηση» γιατί: - το θέμα του αντλείται από την ίδια την ποίηση, καθώς αναζητάται ο ρόλος της, αλλά και η αποστολή του δημιουργού της στις δύσκολες εποχές για την κοινωνία - ο ίδιος ο ποιητής εκφράζει σε α πρόσωπο την άποψή του για την τέχνη και του έργο του (αυτοαναφορικότητα) - αποδεικνύει ότι ο ποιητής είναι υπεύθυνος απέναντι στην τέχνη του και την κοινωνία, ακόμα κι αν υπηρετεί τη χαμηλόφωνη ποίηση - αποτελεί την προσπάθεια του ποιητή να εκφραστεί ποιητικά για έναν θέμα που τον πληγώνει και τον πονά Β.1. Το ποίημα έχει τα χαρακτηριστικά της χαμηλόφωνης και εξομολογητικής ποίησης γιατί: - είναι ολιγόστιχο - είναι γραμμένο ελλειπτικά - απουσιάζουν τα κεφαλαία γράμματα που αποτελούν το ηχηρό ξεκίνημα μιας πρότασης ή ενός νοήματος - οι στίχοι είναι κατακερματισμένοι
- οι λέξεις απλωμένες, σαν να είναι ένας ψίθυρος, που με δυσκολία αρθρώνει ο ποιητής - ο ίδιος ο δημιουργός στο β μέρος του ποιήματος εξομολογείται ότι γράφει πικραμένα και κυρίως λίγα ποιήματα, εννοώντας ότι δεν έχει τη δύναμη να αρθρώσει ποιητικό λόγο που είναι καταγγελτικός σε μια εποχή όπως ο εμφύλιος Β.2. Η παρομοίωση που υπάρχει στο ποίημα είναι: «σαν πάει κάτι να γραφεί είναι ως αν να γράφονταν από την άλλη μεριά αγγελτηρίων θανάτου». Η λειτουργία της παρομοίωσης είναι σημαντική τόσο για το περιεχόμενο όσο και για τη δομή του ποιήματος. Αρχίζοντας από τη λειτουργία της παρομοίωσης στη δομή, αυτή είναι πολύ σημαντική καθώς συνδέει τις επιμέρους ενότητες του ποιήματος. Την αρχική διαπίστωση για την ποίηση σε γ ενικό πρόσωπο με την άποψη του ποιητή σε α πρόσωπο. Με την έννοια αυτή η εικόνα είναι ο νοηματικός «αρμός» του ποιήματος. Ως προς το περιεχόμενο αυτή η υπερρεαλιστική παρομοίωση είναι πολυδιάστατη, γι αυτό ευρηματική, προκαλώντας στον αναγνώστη πολλές σκέψεις: - Εικόνα αυτή απεικονίζει τη βιαιότητα του εμφυλίου πολέμου - Όλα περιστρέφονται γύρω από το θάνατο - Οι πολίτες φοβούνται το θάνατο αλλά τον βιώνουν καθημερινά - Οι δημιουργοί καταδιώκονται κι αυτοί από το θάνατο καθώς φυλακίζονται, διώκονται και εκτελούνται λόγω της επαναστατικής δράσης τους, αλλά ακόμη κι αν τα καταφέρνουν και δημιουργούν τα ποιήματά τους περιθωριοποιούνται σε μια εποχή αντιπνευματική και αντιποιητική - Το περιεχόμενο της ποίησης είναι πένθιμο, όπως άλλωστε είναι και η εποχή. Γ. Μετά το τυπογραφικό διάκενο ακολουθεί η προσωπική τοποθέτηση του Εγγονόπουλου. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες αποδίδει στα ποιήματά του έναν ποιοτικό χαρακτηρισμό («πικραμένα») κι έναν ποσοτικό χαρακτηρισμό («λίγα»). Ο πρώτος αυτοχαρακτηρισμός των ποιημάτων του Εγγονόπουλου είναι παρενθετικός λειτουργώντας ως σχόλιο του ποιητή για το έργο του. Ο ποιητής διακόπτει τον ειρμό της σκέψης του κάνοντας αυτό το πικρό σχόλιο με το οποίο όμως υποδηλώνει και κάτι άλλο. Ότι δηλαδή, τα ποιήματά του έτσι κι αλλιώς είναι πικραμένα, γιατί πάντα και οι συνθήκες που βίωνε ο ποιητής στην πολιτική και την κοινωνία ήταν πάντα πικρές. Αυτό, όμως, που κυρίως τα χαρακτηρίζει κυρίως την εποχή του εμφυλίου σπαραγμού είναι ότι είναι «λίγα», εκφράζοντας έτσι ο
ποιητής την αδυναμία του να εκφραστεί ποιητικά στο βαθμό που θα μπορούσε μέσα σε αντίξοες για την ποίηση και για τον ίδιο συνθήκες. Εξάλλου, η εποχή που γράφεται το ποίημα αποτελεί το αποκορύφωμα του εμφυλίου. Επιλέγει, έτσι, μια ηχηρή σιωπή για να καταγγείλει τα όσα συμβαίνουν στην εποχή του.. ιαβάζοντας παράλληλα τα δύο ποιήματα διαπιστώνεται ότι έχουν κοινό ιστορικό πλαίσιο, τον εμφύλιο πόλεμο. Ειδικότερα, οι δύο δημιουργοί, Εγγονόπουλος και Σαχτούρης, κατορθώνουν να μετουσιώσουν σε ποίηση τα προσωπικά τους βιώματα από τον εμφύλιο πόλεμο. Σε ένα πρώτο επίπεδο, αντιστοιχία εντοπίζεται στους τίτλους των δύο ποιημάτων. Είναι σύντομοι, αποτελούμενοι από ένα ουσιαστικό και τη χρονολογία 1948. Ιδιαίτερα η χρονολογία είναι συνδεδεμένη με τον εμφύλιο πόλεμο και δεν αφήνει περιθώρια παρανόησης. Το έτος 1948 είναι συνυφασμένο στη συνείδηση όλων με τον εμφύλιο σπαραγμό, πολύ περισσότερο στη συνείδηση των δύο ποιητών, που βίωσαν την εμφύλια διαμάχη ως αυτόπτες μάρτυρες. Ως προς τη χρήση των ουσιαστικών, πάλι η επιλογή τους δεν είναι τυχαία. Ο Εγγονόπουλος αναφέρει το ουσιαστικό «Ποίηση» προαναγγέλοντας ότι θα αναφερθεί στη δοκιμασία που υφίσταται η ποιητική τέχνη στον εμφύλιο πόλεμο. Αντίστοιχα, ο Σαχτούρης επιλέγει το ουσιαστικό «Χριστούγεννα» που παραπέμπει στη μεγάλη γιορτή της χριστιανοσύνης, τη γιορτή της αγάπης και της ελπίδας. Συνεπώς οι δύο τίτλοι προσημαίνουν το περιεχόμενο γύρω από το οποίο θα κινηθούν τα ποιήματα. Παράλληλα, βλέπουμε ότι τα δύο ποιήματα έχουν σχεδόν την ίδια μορφή και οι δημιουργοί τους ακολουθούν παρόμοιες τεχνικές. Ελλειπτικές διατυπώσεις, κατακερματισμένοι στίχοι, σύντομο ανάπτυγμα στίχου, δυναμική λειτουργία της ποιητικά αυτονομημένης λέξης, ελευθερία στη χρήση των σημείων στίξης, υπερρεαλιστική εικονοπλασία. Πρόθεση των ποιητών είναι να συνταιριάξουν τη μορφή των ποιημάτων τους με τη συναισθηματική τους κατάσταση, που δεν είναι άλλη από την οδύνη και το σπαραγμό για τα γεγονότα του εμφυλίου πολέμου. Επιλέγουν την ελλειπτική διατύπωση και δίνουν έμφαση στις εικόνες. Αφήνουν τις εικόνες να μιλήσουν μιας και οι δημιουργοί αδυνατούν να εκφράσουν άρτια τον ποιητικό τους λόγο, κυριευμένοι καθώς είναι από τον πόνο και τη φρίκη του πολέμου. Ο Εγγονόπουλος στηρίζει το ποίημά του στην εικόνα των «αγγελτηρίων θανάτου», η οποία αποτυπώνει το πένθος και το θάνατο της ποίησης αλλά και της κοινωνίας γενικότερα. Από την άλλη, ο Σαχτούρης ξετυλίγει μια σειρά από επώδυνες εικόνες «δίκανα στημένα, πέφτει η οβίδα, το τουφέκι της πρωτοχρονιάς» εμμένοντας στο θάνατο «το αίμα το αίμα το αίμα» (επανάληψη), εικόνες που μοιάζουν ασυνάρτητες, αλλά με
εξαιρετική δύναμη. Και οι δύο ποιητές δεν καταγράφουν πλήρεις νοηματικά ιστορίες, αλλά κατακερματισμένες, διαμαρτυρώμενοι, ίσως, κατ αυτόν τον τρόπο για τον παραλογισμό του εμφυλίου πολέμου. Η διαφορά των δύο ποιημάτων είναι ότι ενώ ο Εγγονόπουλος αναφέρεται ρητά στον εμφύλιο με τη φράση «τούτη η εποχή του εμφυλίου σπαραγμού», χωρίς να δώσει άλλες εξηγήσεις, ενώ ο Σαχτούρης προσδιορίζει μεν χρονικά το ποίημα «1948» (όπως και ο Εγγονόπουλος), αλλά αφήνει τις εικόνες να μιλήσουν από μόνες τους, χωρίς να αναφέρει καθόλου τη λέξη «εμφύλιος». Τα δύο αυτά ποιήματα δίνουν μια πολύ χαρακτηριστική εικόνα εκείνης της εποχής, αλλά και του τρόπου αντιμετώπισης της κατάστασης από τους δημιουργούς. Φανερώνουν την αγωνία, τον πόνο των ποιητών, που ως ευαίσθητοι άνθρωποι και υπεύθυνοι απέναντι στην τέχνη τους και την κοινωνία δεν μπορούν να παραμείνουν αμέτοχοι στα δρώμενα της εποχής τους.
ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ ΑΠΟΦΟΙΤΩΝ ευτέρα 5 Μαρτίου 2012 Α. Η ποίηση του Καβάφη ξεχωρίζει για τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της, πέντε από τα οποία είναι τα εξής: 1. Πεζολογικός τόνος, ελεύθεροι, ανισοσύλλαβοι και ανομοιοκατάληκτοι στίχοι (σε όλους τους στίχους του ποιήματος). 2. Προσεγμένη στίξη, που συμβάλλει στην ακρίβεια του νοήματος «που κάμνουνε-για λίγο-να μη νοιώθεται η πληγή.» 3. Λόγιες και αρχαίες εκφράσεις «Εις σε προστρέχω», «Έν Φαντασία και Λόγω» 4. Χρήση προσωπείου που επιτρέπει την ελεύθερη και αποστασιοποιημένη έκφραση του δημιουργού «Ιάσων Κλέανδρος». 5. Ορθογραφικές ιδιομορφίες «εγκαρτέρησι» Β.1. Ο τίτλος του ποιήματος προσδιορίζει το κύριο πρόσωπο, την ιδιότητα και την ψυχική του κατάσταση, το χώρο και το χρόνο. Αποτελεί έναν από τους πιο εκτενείς τίτλους ποιημάτων που έγραψε ποτέ ο Καβάφης. Με την εσκεμμένη αυτή επιλογή του επιδιώκει την απόλυτη ταύτισή του με τον υποθετικό ποιητή μέσω του οποίου προβάλλει τους δικούς του προβληματισμούς, ενώ αποστασιοποιημένος από την προσωπική του περίπτωση επισημαίνει την καθολικότητα των γηρατειών και το θεραπευτικό ρόλο της ποίησης. Ωστόσο, το ιστορικό άλλοθι περιορίζεται μόνο στην τίτλο κι έτσι διαβάζοντας το ποίημα είναι τελικά αναπόφευκτη η ταύτιση του προσώπου με το προσωπείο. Β.2. Ο τρόπος επικοινωνίας του ποιητή με την τέχνη της ποίησης βρίσκεται αποτυπωμένος στη φράση «Εν Φαντασία και Λόγω». -Από πλευράς μορφής, οι δύο λέξεις αρχίζουν με κεφαλαία γράμματα, όπως και η φράση «Τέχνη της Ποίησεως», γεγονός που δείχνει την ιδιαίτερη αξία και τη μοναδικότητα που αποδίδει ο ποιητής στις λέξεις αυτές, τις οποίες θεωρεί αμοιβαίες και
αλληλοεξαρτώμενες. Εξάλλου, η αρχαιοπρεπής διατύπωση και η πυκνότητα της φράσης (δύο λέξεις) της εξασφαλίζουν το κύρος και τη βαρύτητα ενός γνωμικού. -Από πλευράς περιεχομένου η φράση έχει μιαν εξαιρετική δύναμη: «Φαντασία» σημαίνει η ικανότητα κάποιου να επινοεί κάτι πρωτότυπο, συνδυάζοντας γνωστά στοιχεία. Κι αυτή η εσωτερική ικανότητα βγαίνει προς τα έξω και εκφράζεται με το «Λόγο», δηλαδή με ένα συστηματικά δομημένο σύνολο λέξεων, με το οποίο πραγματοποιείται η επικοινωνία. -Το κλίμα αυτής της επικοινωνίας είναι κλίμα που το διαπνέει ο φιλικός και οικείος τόνος. Τουλάχιστον έτσι το βλέπει ο ποιητής, ο οποίος προσωποποιεί την Τέχνη της Ποίησης, της ανοίγει την καρδιά του, ζητώντας παρηγοριά. Γ. Η δεύτερη στροφική ενότητα αρχίζει με την επανάληψη του στίχου «Είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι.-». Μέσω αυτής της επανάληψης τονίζεται για ακόμη μια φορά ο πόνος που αισθάνεται ο ποιητής λόγω της φθοράς του χρόνου. Είναι εύγλωττη η μεταφορική εικόνα, αλλά και το σχήμα υπαλλαγής που δίνουν έμφαση στα συναισθήματα του ποιητή. Αξιοπρόσεκτη είναι, ωστόσο, σε αυτό το στίχο η προσεγμένη στίξη. Η τελεία και η παύλα δεν αποτυπώνουν απλώς τα συναισθήματα του ποιητή. ίνουν στο στίχο στοχαστικό τόνο, αλλά και την απόλυτη επίγνωση του ποιητή για το αναπόφευκτο και το οδυνηρό της κατάστασής του.. ιαβάζοντας παράλληλα τα δύο καβαφικά ποιήματα διαπιστώνεται πως κινούνται γύρω από τον ίδιο θεματικό άξονα: τη θλίψη που προκαλείται στον άνθρωπο από το επερχόμενο γήρας. Πιο συγκεκριμένα και τα δύο ποιήματα ξεκινούν με τη διαπίστωση των οδυνηρών συμπτωμάτων του γήρατος στο σώμα και την ψυχή. Χαρακτηριστικές είναι οι μεταφορές που κάνει ο ποιητής για να αποδώσει την εικόνα της φθοράς: «Το γήρασμα του σώματος και της μορφής μου /είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι» στη «Μελαγχολία» και «Μες στα παληά τα σώματά των τα φθαρμένα /κάθονται των γερόντων οι ψυχές». Άλλη μία χαρακτηριστική ομοιότητα που εντοπίζεται και στα δύο ποιήματα είναι η αδυναμία του ανθρώπου να αντιμετωπίσει το επερχόμενο γήρας. Ο ποιητής της «Μελαγχολίας» «εν έχει εγκαρτέρησι καμιά». Αντίστοιχα, στις «Ψυχές των γερόντων», οι ψυχές χαρακτηρίζονται ως «σαστισμένες και αντιφατικές». Μάλιστα, στο ίδιο ποίημα οι ψυχές χαρακτηρίζονται ως «κωμικοτραγικές», χαρακτηρισμός που εμμέσως ταιριάζει με το στίχο της «Μελαγχολίας» «που κάμνουνε-για λίγο-να μη νοιώθεται η πληγή». Τα ποιητικά υποκείμενα είναι τραγικά πρόσωπα μιας και, αν και επιθυμούν τη λύτρωση από το γήρας, ωστόσο δεν τρέφουν αυταπάτες. Γνωρίζουν ότι το γήρας είναι αναπόφευκτο και μη αντιμετωπίσιμο.
Η διαφορά των δύο ποιημάτων βρίσκεται στο εξής σημείο: ότι ενώ στο πρώτο ποίημα ο ποιητής άμεσα ζητά καταφύγιο στην ποίηση για βοήθεια και παρηγοριά, στο δεύτερο ποίημα δεν γίνεται επίκληση στην ποίηση άμεσα, αλλά έμμεσα, διότι η κατάθεση της ψυχής του δημιουργού γίνεται μέσα από τη δημιουργία ενός ποιήματος, αλλά χωρίς ευθεία επίκληση στην ποιητική τέχνη.