ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙΔΑΣ Γ ΗΜΕΡΗΣΙΩΝ ΚΑΙ Δ ΕΣΠΕΡΙΝΩΝ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΚΑΙ Δ ΤΑΞΗΣ ΕΣΠΕΡΙΝΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΤΕΤΑΡΤΗ 22 ΜΑΪΟΥ 2013 - ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ ΣΥΝΟΛΟ ΣΕΛΙΔΩΝ: ΤΕΣΣΕΡΙΣ (4) ΚΕΙΜΕΝΟ Διονύσιος Σολωμός Ο ΚΡΗΤΙΚΟΣ 5 [22.].. Ἀλλά τό πλέξιμ ἄργουνε 1 καί μοῦ τ ἀποκοιμοῦσε 2 Ἠχός, γλυκύτατος ἠχός, ὁπού μέ προβοδοῦσε 3. 25 Δέν εἶναι κορασιᾶς φωνή στά δάση πού φουντώνουν, Καί βγαίνει τ ἄστρο τοῦ βραδιοῦ καί τα νερά θολώνουν, Καί τόν κρυφό της ἔρωτα τῆς βρύσης τραγουδάει, Τοῦ δέντρου καί τοῦ λουλουδιοῦ πού ἀνοίγει καί λυγάει Δέν εἶν ἀηδόνι κρητικό, πού σέρνει τή λαλιά του 30 Σέ ψηλούς βράχους κι ἄγριους ὅπ ἔχει τή φωλιά του, Κι ἀντιβουΐζει ὁλονυχτίς ἀπό πολλή γλυκάδα Ἡ θάλασσα πολύ μακριά, πολύ μακριά ἡ πεδιάδα, Ὥστε πού πρόβαλε ἡ αὐγή και ἔλιωσαν τ ἀστέρια, Κι ἀκούει κι αὐτή καί πέφτουν της τά ρόδα ἀπό τά χέρια 35 Δέν εἶν φιαμπόλι 4 τό γλυκό, ὁπού τ ἀγρίκαα μόνος Στόν Ψηλορείτη ὅπου συχνά μ ἐτράβουνεν ὁ πόνος Κι ἔβλεπα τ ἄστρο τ οὐρανοῦ μεσουρανίς νά λάμπει Καί τοῦ γελοῦσαν τά βουνά, τά πέλαγα κι οἱ κάμποι Κι ἐτάραζε τά σπλάχνα μου ἐλευθεριᾶς ἐλπίδα 40 Κι ἐφώναζα: «ὦ θεϊκιά κι ὅλη αἵματα Πατρίδα!» Κι ἅπλωνα κλαίοντας κατ αὐτή τά χέρια μέ καμάρι Καλή ν ἡ μαύρη πέτρα της καί τό ξερό χορτάρι. Λαλούμενο 5, πουλί, φωνή, δέν εἶναι νά ταιριάζει, Ἴσως δέ σώζεται στή γῆ ἦχος πού νά τοῦ μοιάζει 1. άργουνε αργοπορούσε, καθυστερούσε, βράδυνε 2. μου τ αποκοιμούσε μου το καθυστερούσε, το καθιστούσε ράθυμο, νωθρό, αργό 3. με προβοδούσε με προέπεμπε, με συνόδευε 4. φιαμπόλι αυτοσχέδιο πνευστό όργανο των ποιμένων (σουραύλι) 5. λαλούμενο μουσικό όργανο 1
45 Δέν εἶναι λόγια ἦχος λεπτός Δέν ἤθελε 6 τόν ξαναπεῖ ὁ ἀντίλαλος κοντά του. Ἄν εἶν δέν ἤξερα κοντά, ἄν ἔρχονται ἀπό πέρα Σάν τοῦ Μαϊοῦ τές εὐωδιές γιομίζαν τόν ἀέρα, Γλυκύτατοι, ἀνεκδιήγητοι 7... 50 Μόλις εἶν ἔτσι δυνατός ὁ Ἔρωτας καί ὁ Χάρος. Μ ἄδραχνεν ὅλη τήν ψυχή, καί νά μπει δέν ἠμπόρει Ὁ οὐρανός, κι ἡ θάλασσα, κι ἡ ἀκρογιαλιά, κι ἡ κόρη Μέ ἄδραχνε, καί μ ἔκανε συχνά ν ἀναζητήσω Τή σάρκα μου νά χωριστῶ γιά νά τόν ἀκλουθήσω. 55 Ἔπαψε τέλος κι ἄδειασεν ἡ φύσις κι ἡ ψυχή μου, Πού ἐστέναξε κι ἐγιόμισεν εὐθύς ὀχ τήν καλή μου Καί τέλος φθάνω στό γιαλό τήν ἀρραβωνιασμένη, Τήν ἀπιθώνω μέ χαρά, κι ἤτανε πεθαμένη. 6. δε ν ή θ ε λ ε δε ν ε π ρ ό κ ε ι τ ο, δ ε θα τ ολ μ ού σ ε να 7. ανε κ διή γητ οι [ ενν. ήχ οι ] α ν ε κλ ά λ ητ ο ι, ά ρ ρ ητ ο ι, ε ξωαν θ ρώπ ιν οι ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ Α1. Τρία χαρακτηριστικά του Ευρωπαϊκού Ρομαντισμού, από τον οποίο επηρεάστηκε ο Σολωμός, είναι το μεταφυσικό στοιχείο, η αγάπη για την πατρίδα και η εξιδανίκευση του έρωτα. Για κάθε ένα από τα παραπάνω χαρακτηριστικά να γράψετε ένα αντίστοιχο παράδειγμα μέσα από το κείμενο. Μονάδες 15 Β1. Σύμφωνα με τον Π. Μάκριτζ: «Αυτό που κάνει εντύπωση (στον Σολωμό) είναι η επιμονή του να χρησιμοποιεί εικόνες από τον κόσμο της φύσης». Να επιβεβαιώσετε την παραπάνω άποψη με μία εικόνα από τους στίχους 23-28 και άλλη μία από τους στίχους 35-43, παρουσιάζοντας το περιεχόμενό της καθεμιάς (μονάδες 10) και σχολιάζοντας τη λειτουργία της στο κείμενο (μονάδες 10). Β2. Στους στίχους 29-34 «Δέν εἶν ἀηδόνι ἀπό τά χέρια» να αναζητήσετε τέσσερα διαφορετικά σχήματα λόγου (μονάδες 8) και να σχολιάσετε τη λειτουργία τους στο κείμενο (μονάδες 12). Γ1. Να σχολιάσετε τους δύο τελευταίους στίχους του ποιήματος σε ένα κείμενο 120-140 λέξεων: Καί τέλος φθάνω στό γιαλό τήν ἀρραβωνιασμένη, Τήν ἀπιθώνω μέ χαρά, κι ἤτανε πεθαμένη. Μονάδες 25 Δ1. Να συγκρίνετε ως προς το περιεχόμενο το απόσπασμα από το ποίημα Ο Κρητικός του Δ. Σολωμού με το παρακάτω απόσπασμα από τη νουβέλα του Ν.Λαπαθιώτη Κάπου περνούσε μια φωνή, αναφέροντας (μονάδες 5) και σχολιάζοντας (μονάδες 15) τρεις ομοιότητες και δύο διαφορές μεταξύ των δύο κειμένων. Ναπολέων Λαπαθιώτης ΚΑΠΟΥ ΠΕΡΝΟΥΣΕ ΜΙΑ ΦΩΝΗ Αυτό το βράδυ, η Ρηνούλα δεν κοιμήθηκε. Σαν ένας πυρετός γλυκός, της μέλωνε τα μέλη. Όλη νύχτα, μέχρι το πρωί, το αίμα της, πρώτη φορά, της τραγουδούσε, φανερά, τόσο ζεστά τραγούδια Κι όταν, προς τα χαράματα, την πήρε λίγος ύπνος, είδε πως ήταν μέσα σ ένα δάσος, ένα μεγάλο δάσος γαλανό, μ ένα πλήθος άγνωστα κι αλλόκοτα λουλούδια. Περπατούσε, λέει, μέσ στην πρασινάδα, σκυμμένη, και με κάποια δυσκολία, χωρίς, όμως αυτό, να συνοδεύεται κι απ τη συνηθισμένην αγωνία, που συνοδεύει κάποιους εφιάλτες. 2
[ ]Και την ίδια τη στιγμή, χωρίς ν αλλάξει τίποτε, μια μελωδία σιγανή γεννήθηκε κι απλώθηκε, σαν ένα κόρο 1 από γνώριμες φωνές, που, μέσα τους, ξεχώριζε γλυκιά και δυνατή, την ήμερα παθητική και πλέρια του Σωτήρη! Κι η φωνή δυνάμωνε, δυνάμωνε, και σε λίγο σκέπασε και σκόρπισε τις άλλες, κι έμεινε μονάχη και κυρίαρχη, γιομίζοντας τη γη, τον ουρανό, γιομίζοντας το νου και την καρδιά της! Κι είχ ένα παράπονο βαθύ, η χιμαιρική αυτή φωνή, κι έμοιαζε μ ένα χάδι τρυφερό, λησμονημένο, γνώριμο, κι απόκοσμο! Κι η ψυχή της έλιωνε βαθιά, σαν το κερί, σβήνοντας σε μια γλύκα πρωτογνώριστη, σε μια σπαραχτική, πρωτοδοκίμαστη, και σαν απεγνωσμένη, νοσταλγία! Και καθώς ήταν έτοιμη να σβήσει, και να λιώσει, πίστεψε πως ήταν πια φτασμένη στον παράδεισο Κι η Ρηνούλα ξύπνησε με μιας, σα μεθυσμένη, και κρύβοντας το πρόσωπο μέσ στο προσκέφαλό της, μην τύχει και τη νιώσουν από δίπλα, ξέσπασε σ ένα σιγανό παράπονο πνιγμένο Ν. Λαπαθιώτης, Κάπου περνούσε μια φωνή, Εκδόσεις Ερατώ, Αθήνα 2011, σ. 71-73 1. κόρος χορωδία 3
ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ Α1. Τρία χαρακτηριστικά του Ευρωπαϊκού Ρομαντισμού, από τον οποίο επηρεάστηκε ο Σολωμός, είναι το μεταφυσικό στοιχείο, η αγάπη για την πατρίδα και η εξιδανίκευση του έρωτα. Για κάθε ένα από τα παραπάνω χαρακτηριστικά να γράψετε ένα αντίστοιχο παράδειγμα μέσα από το κείμενο. Μονάδες 15 Ο Σολωμός έχει επηρεαστεί βαθιά από τον Ευρωπαϊκό Ρομαντισμό και τη βασική θεματολογία του για τη μεταφυσική, τη φιλοπατρία, τον εξιδανικευμένο έρωτα. Στο απόσπασμα το μεταφυσικό στοιχείο που δεσπόζει είναι ο «ανεκδιήγητος ηχός», το μουσικό σύμβολο που συμπληρώνει το πλαστικό της Φεγγαροντυμένης. Ο μυστηριακός απόκοσμος ήχος υπερβαίνει τα ανθρώπινα όρια όπως φαίνεται στους στ: 44, 46, 54 Η αγάπη για την πατρίδα αποτυπώνεται στη θλίψη του ήρωα που απομονώνεται στις κορυφές του Ψηλορείτη και «επικοινωνεί» μυστικά με το όραμα της ματωμένης πατρίδας, στ. 40, 41,42 αλλά και 29 κλπ Τέλος η εξιδανίκευση του Έρωτα καταγράφεται στο στίχο 50 όπου συνδυάζεται με το Θάνατο δίνοντας τις δύο μείζονες δυνάμεις που κυβερνούν τον κόσμο.. Β1. Σύμφωνα με τον Π. Μάκριτζ: «Αυτό που κάνει εντύπωση (στον Σολωμό) είναι η επιμονή του να χρησιμοποιεί εικόνες από τον κόσμο της φύσης». Να επιβεβαιώσετε την παραπάνω άποψη με μία εικόνα από τους στίχους 23-28 και άλλη μία από τους στίχους 35-43, παρουσιάζοντας το περιεχόμενό της καθεμιάς (μονάδες 10) και σχολιάζοντας τη λειτουργία της στο κείμενο (μονάδες 10). Ο Δ. Σολωμός «επιμένει να χρησιμοποιεί εικόνες από τη φύση» όχι μόνον γιατί επηρεάζεται από το ρομαντισμό αλλά γιατί η φύση συνιστά αξία, χώρο που συναιρεί το «καλό και το αγαθό», χώρο του μυστηρίου και του θαύματος. Στο 5 ο απόσπασμα και στην προσπάθειά του να προσδιορίσει την υφή του «γλυκύτατου ηχού» δημιουργεί τρεις αποφατικές παρομοιώσεις που συντίθενται από επιμέρους εικόνες. Η πρώτη (στ.24-28) είναι μία σύνθετη λυρική εικόνα μίας μυστικά ερωτευμένης κόρης που τραγουδά το δειλινό στη βρύση (στοιχείο της λαϊκής παράδοσης) μέσα στο ανοιξιάτικο δάσος (στα δάση που φουντώνουν) και προκαλεί την ανταπόκριση της σχεδόν προσωποποιημένης φύσης στο χιαστό του στ. 28. Η εικόνα συμπυκνώνει μερικά από τα πιο βασικά θέματα της σολωμικής ποίησης όπως είναι η εξιδανικευμένη γυναικεία παρουσία και ο έρωτας. Η δεύτερη (στ. 35-43) στην ουσία η τρίτη και εκτενέστερη αποφατική παρομοίωση- συντίθεται από εικόνες μεγαλοπρέπειας του κρητικού τοπίου και της μουσικής αρμονίας του αυλού (Ψηλορείτης, πάμφωτο καταμεσήμερο, «γελαστή φύση») αλλά και ο πόνος του ήρωα για την υποδούλωση της πατρίδας την οποία οραματίζεται σχεδόν ως θεϊκή μορφή (στ.40-41) που όντας καταματωμένη κάνει μία έξοχη αντίθεση με το θεσπέσιο τοπίο. Η αγάπη για την πατρίδα εξιδανικεύει ακόμη και τα ταπεινά και ασήμαντα όπως οι πέτρες και το χορτάρι (στ.42) Και οι δύο οπτικές ακουστικές εικόνες της φύσης, πέρα από τα επιμέρους θέματά τους, αξιοποιούνται για να δείξουν την ποιότητα του ανήκουστου ήχου. Παρά την τελειότητα της ανθρώπινης φωνής στην κορυφαία στιγμή του έρωτα και το λυρισμό του μουσικού οργάνου που υμνεί την ομορφιά αλλά και την ελευθερία της πατρίδας ο ήχος υπερτερεί, γιατί ακριβώς υπερβαίνει τα γήινα μέτρα Β2. Στους στίχους 29-34 «Δέν εἶν ἀηδόνι ἀπό τά χέρια» να αναζητήσετε τέσσερα διαφορετικά σχήματα λόγου (μονάδες 8) και να σχολιάσετε τη λειτουργία τους στο κείμενο (μονάδες 12). 4
Οι στίχοι 29-34 συνθέτουν τη δεύτερη αποφατική παρομοίωση παρουσιάζοντας με μία ποικιλία επί μέρους σχημάτων την ποιότητα που έχει το κελάηδημα του γλυκόλαλου αηδονιού (υπηρετώντας και με αυτήν την ποιότητα του ήχου). α) παρομοίωση: στ.29 «δεν είν αηδόνι..» με την οποία αντιπαραβάλλεται ο ήχος β) η επανάληψη αναδίπλωση του στ. 32 που δείχνει την απόσταση στην οποία φθάνει το κελάηδημα ταυτόχρονα και υπερβολή γ) η προσωποποίηση της Αυγής (στ. 33-34) στην οποία εύκολα εντοπίζονται και οι ομηρικές επιδράσεις (Ροδοδάκτυλη Ηώ) με τα ρόδα που της πέφτουν από τα χέρια να δηλώνουν το θαυμασμό της για τον γλυκύ ήχο αλλά και το ρόδινο χρώμα της ανατολής. δ) η μεταφορά έλιωσαν τ αστέρια που συνυποδηλώνει το σβήσιμο των αστεριών στην ανατολή του ήλιου (αλλά και: εικόνες μεταφορές (σέρνει τη λαλιά του), πολλή γλυκάδα) Γ1. Να σχολιάσετε τους δύο τελευταίους στίχους του ποιήματος σε ένα κείμενο 120-140 λέξεων: Καί τέλος φθάνω στό γιαλό τήν ἀρραβωνιασμένη, Τήν ἀπιθώνω μέ χαρά, κι ἤτανε πεθαμένη. Μονάδες 25 Το δίστιχο κλείνει το ποίημα. Ο αφηγητής επανέρχεται στην πραγματικότητα της θάλασσας, του αγώνα για τη σωτηρία της κόρης. Έχει φέρει σε πέρας την αποστολή του; Ή νομίζει, σε μία στιγμή τραγική, ότι την έχει φέρει; Το ποίημα κλείνει με σχήμα κύκλουόπως άρχισε αλλά και με μία οριστική μεταβολή των καταστάσεων. Αυτό που ήταν ο στόχος και η επιδίωξη του αγώνα με τα κύματα η διάσωση της κόρης- δεν κατορθώθηκε. Ξενίζει μάλιστα η τραγικότητα της λέξης «χαρά» και η αντίθεσή της με τη λέξη «πεθαμένη», το αδυσώπητο γεγονός του θανάτου. Γιατί στο βάθος ξέρει, αισθάνεται ότι έχει ανυψωθεί ηθικά και έχει κερδίσει και τον αιώνιο έρωτα. Εντυπωσιακή λιτότητα και απουσία μελοδραματισμού μπροστά στο τραγικό γεγονός. Ο θρήνος είναι περιττός εφόσον ο πρωταγωνιστής θα συναντηθεί με την κόρη στον Παράδεισο. Παράλληλα η αδυσώπητη επίγεια μοίρα είναι μία στιγμή μπροστά στην αιωνιότητα. Και το «ήτανε πεθαμένη»; Γιατί θα πρέπει να ήταν έτσι; Μια πιο άμεση απάντηση θα ήταν ο γνωστός στίχος του Ελύτη από τα Ελεγεία της Οξώπετρας: «Αλλ /Η αλήθεια μόνον έναντι θανάτου δίδεται». Ίσως γιατί η λέξη «χαρά» (όπως και στο στίχο «όμως κοντά στην κορασιά που μ έσφιξε κι εχάρη») είναι πολύ κοντά ηχητικά με τη λέξη χάρος; Ίσως, γιατί ο θάνατος, «ο μόνος αθάνατος», παραμονεύει και περιγελά τις χαρές μας; Ίσως για να θυμόμαστε ότι η χαρά είναι μια στιγμούλα και πάντως άλλο πράγμα από την ευτυχία, αν η τελευταία έχει και τη σημασία του να διατηρείς ή και να αποκτάς το χάρισμα της δημιουργικότητας (ή της ποίησης) μέσα στη συμφορά. {από τον Π. Μπουκάλα:.»Μ' αυτό το «εκεί», με τη μοίρα των βροτών ανθρώπων, πολέμησαν αμέτρητοι ποιητές και στοχαστές. Και έφτασαν στην κορυφή της σκέψης τους ακριβώς όταν συλλάβισαν απλά το αυτονόητο, το δεδομένο, όταν έδωσαν μορφή στο ασφυκτικό κοινό αίσθημα. Αυτό συνέβη από τον Ομηρο και το «γενιά των φύλλων των ανθρώπων η γενιά» της «Ιλιάδας» του («οίη περ φύλλων γενεή, τοίη δε και ανδρών»), στον Αισχύλο και το «μα ποιος, εξόν θεός, όλο το βίο του τον γεύτηκε απίκραντο;» του «Αγαμέμνονά» του («τις δε πλην θεών άπαντ' απήμων τον δι' αιώνος χρόνον;»), ώς τον Οδυσσέα Ελύτη και το συμπέρασμά του, στα «Ελεγεία της Οξώπετρας», πως «η αλήθεια μόνον έναντι θανάτου δίδεται», μια αλήθεια ωστόσο που την έχεις διδαχθεί κατ' επανάληψη εν ζωή»... Και από τον Κ. Γεωργουσόπουλο 5
...«Ο Σοφοκλής ξεκάθαρα εντοπίζει το αδιέξοδο, θα έλεγα το μέγα Σκότος, αυτό που ο Χριστιανισμός ονόμασε Σκάνδαλον. Είναι ο θάνατος, λέει ο Σοφοκλής. Αυτό το αναπόφευκτο και νομοτελειακό γεγονός καθιστά δραματικό, τραγικό ζώο τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος είναι γραμμένος του θανάτου και το γνωρίζει αυτό το ακατανόητο και παράλογο γεγονός προκαλεί τη μεγάλη Απορία. Και όλα τα άλλα, όλη η δημιουργική περιπέτεια, όλη η προμηθεϊκή προίκα προς τι; Η λύση της Απορίας έχει δύο ρίζες λύσεως τον Μηδενισμό και τη Μεταφυσική. Το τίποτα και την Αθανασία. Εδώ η δεινότητα έγκειται πως είσαι καταδικασμένος να διαλέξεις, είσαι καταδικασμένος να είσαι ελεύθερος να διαλέξεις και διαλέγοντας έτσι είσαι υπεύθυνος για ό,τι διάλεξες και άλλο τόσο υπεύθυνος για ό,τι δεν διάλεξες»... Ο Κρητικός διάλεξε την Αθανασία. Εμείς; } Δ1. Να συγκρίνετε ως προς το περιεχόμενο το απόσπασμα από το ποίημα Ο Κρητικός του Δ. Σολωμού με το παρακάτω απόσπασμα από τη νουβέλα του Ν.Λαπαθιώτη Κάπου περνούσε μια φωνή, αναφέροντας (μονάδες 5) και σχολιάζοντας (μονάδες 15) τρεις ομοιότητες και δύο διαφορές μεταξύ των δύο κειμένων. Ναπολέων Λαπαθιώτης ΚΑΠΟΥ ΠΕΡΝΟΥΣΕ ΜΙΑ ΦΩΝΗ Αυτό το βράδυ, η Ρηνούλα δεν κοιμήθηκε. Σαν ένας πυρετός γλυκός, της μέλωνε τα μέλη. Όλη νύχτα, μέχρι το πρωί, το αίμα της, πρώτη φορά, της τραγουδούσε, φανερά, τόσο ζεστά τραγούδια Κι όταν, προς τα χαράματα, την πήρε λίγος ύπνος, είδε πως ήταν μέσα σ ένα δάσος, ένα μεγάλο δάσος γαλανό, μ ένα πλήθος άγνωστα κι αλλόκοτα λουλούδια. Περπατούσε, λέει, μέσ στην πρασινάδα, σκυμμένη, και με κάποια δυσκολία, χωρίς, όμως αυτό, να συνοδεύεται κι απ τη συνηθισμένην αγωνία, που συνοδεύει κάποιους εφιάλτες. [ ]Και την ίδια τη στιγμή, χωρίς ν αλλάξει τίποτε, μια μελωδία σιγανή γεννήθηκε κι απλώθηκε, σαν ένα κόρο1 από γνώριμες φωνές, που, μέσα τους, ξεχώριζε γλυκιά και δυνατή, την ήμερα παθητική και πλέρια του Σωτήρη! Κι η φωνή δυνάμωνε, δυνάμωνε, και σε λίγο σκέπασε και σκόρπισε τις άλλες, κι έμεινε μονάχη και κυρίαρχη, γιομίζοντας τη γη, τον ουρανό, γιομίζοντας το νου και την καρδιά της! Κι είχ ένα παράπονο βαθύ, η χιμαιρική αυτή φωνή, κι έμοιαζε μ ένα χάδι τρυφερό, λησμονημένο, γνώριμο, κι απόκοσμο! Κι η ψυχή της έλιωνε βαθιά, σαν το κερί, σβήνοντας σε μια γλύκα πρωτογνώριστη, σε μια σπαραχτική, πρωτοδοκίμαστη, και σαν απεγνωσμένη, νοσταλγία! Και καθώς ήταν έτοιμη να σβήσει, και να λιώσει, πίστεψε πως ήταν πια φτασμένη στον παράδεισο Κι η Ρηνούλα ξύπνησε με μιας, σα μεθυσμένη, και κρύβοντας το πρόσωπο μέσ στο προσκέφαλό της, μην τύχει και τη νιώσουν από δίπλα, ξέσπασε σ ένα σιγανό παράπονο πνιγμένο Ν. Λαπαθιώτης, Κάπου περνούσε μια φωνή, Εκδόσεις Ερατώ, Αθήνα 2011, σ. 71-73 1. κόρος χορωδία Δύο κείμενα άλλης εποχής, τεχνικής και ποιητικών προθέσεων (εμβληματικό του νεοελληνικού ρομαντισμού του 19 ου αι. ο «Κρητικός», συμβολιστικό του 20 ου η νουβέλα του Λαπαθιώτη) δείχνουν τη συνέχεια της νεοελληνικής ποιητικής παράδοσης όπως και την ποιότητά της. Η κορυφαία ομοιότητα των δύο κειμένων είναι η κυριαρχία της φυσικής ομορφιάς με όρους που κατά πολύ ξεπερνούν την αισθητική απεικόνιση της φύσης και την ανάγουν σε αξία. η μνεία ενός πρωτάκουστου και «ανεκδιήγητου» ήχου τόσο στον Κρητικό «Ηχός, γλυκύτατος ηχός.. Ίσως δε σώζεται στη γη ήχος που να του μοιάζει «όσο και στο «Κάπου περνούσε μια φωνή» «μια μελωδία γεννήθηκε» η δεσπόζουσα παρουσία του ήχου που «πληροί», γεμίζει τη φύση ( Αν ειν δεν ήξερα κοντά, αν έρχονται από πέρα», «γιομίζοντας τη γη») η απόκοσμη υφή του ήχου και στα δύο κείμενα εικόνες από τη φύση, το δάσος η έκσταση των προσώπων (του ναυαγού και της Ρηνούλας) η διονυσιακή απόδοση της φύσης - οι τολμηρές εικόνες η επαναφορά στην πραγματικότητα, η σκληρή αφύπνιση (σ.σ. αρκούν 3) Παρά τις ομοιότητες δε λείπουν οι διαφορές 6
στον «Κρητικό» παρά τη μεταφυσική και υπερβατική διάσταση του μουσικού συμβόλου ο ήχος υπηρετεί την ποιητική αφήγηση, συνιστά μία δοκιμασία για τον ήρωα. Στο «Κάπου περνούσε μια φωνή» υπηρετεί μία νοσταλγία, υπαινίσσεται έναν έρωτα ο ήχος στον Κρητικό είναι μεταφυσικής προέλευσης και απροσδιόριστος ο ήχος στη νουβέλα συσχετίζεται με μία ανθρώπινη φωνή η απουσία ορισμένου εμφανούς πατριωτικού στοιχείου στην νουβέλα, η λυρική αποτύπωση της αγάπης στην πατρίδα στον «Κρητικό» η διαφορά του τόπου: θάλασσα και δωμάτιο (δάσος στο όραμα) 7