ΕΙΔΗΣΕΙΣ Η ECON ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΗ Σας ενημερώνει και σας υπενθυμίζει Η ΓΝΩΣΗ ΕΙΝΑΙ ΕΠΕΝΔΥΣΗ Του Μιλτιάδη Κ. Λεοντάρη Mε τα άρθρα 17-31 του Ν. 1676/86 επιβλήθηκε από 1ης Ιανουαρίου 1987 «φόρος στη συγκέντρωση κεφαλαίου» με συντελεστή 1% (ένα τοις εκατό). Ο φόρος αυτός επιβάλλεται στις πράξεις που συνιστούν συγκέντρωση κεφαλαίου (όπως είναι η ίδρυση εταιρείας, η αύξηση του κεφαλαίου αυτής και πολλές άλλες που σημειώνονται λεπτομερώς παρακάτω) σε μια ευρεία κλίμακα νομικών προσώπων, που αναφέρονται αναλυτικά και περιοριστικά στο άρθρο 17 του νόμου. Σε ποια πρόσωπα επιβάλλεται ο φόρος 1%. Ο φόρος επί της συγκεντρώσεως κεφαλαίου επιβάλλεται σε μία ευρύτατη σειρά πράξεων, που πραγματοποιούνται από τα ευθύς παρακάτω αναφερόμενα περιοριστικά νομικά πρόσωπα. Τα πρόσωπα αυτά είναι: α) Οι εμπορικές εταιρείες, δηλαδή οι ομόρρυθμες, οι ετερόρρυθμες, οι ετερόρρυθμες κατά μετοχές, οι εταιρείες περιορισμένης ευθύνης και οι ανώνυμες. β) Οι κοινοπραξίες επιτηδευματιών. Στις κοινοπραξίες αυτές περιλαμβάνονται, για την εφαρμογή του νόμου 1676/86 και οι κοινοπραξίες ελεύθερων επαγγελματιών. 1 / 7
γ) Oι συνεταιριστικές οργανώσεις κάθε βαθμού, οποιαδήποτε άλλη εταιρεία, συνεπώς και η αστική, τα λοιπά νομικά πρόσωπα, οι ενώσεις προσώπων και η κοινωνία, με την προϋπόθεση ότι ο επιδιωκόμενος από τα πρόσωπα αυτά σκοπός είναι κερδοσκοπικός και δ) Tα υποκαταστήματα των αλλοδαπών εταιρειών που εγκαθίστανται στην Ελλάδα. Aπαλλαγές και εξαιρέσεις (κερδών, αποθεματικών κ.λπ.). Aπαλλάσσεται από το φόρο η αύξηση κεφαλαίου που γίνεται με κεφαλαιοποίηση κερδών, αποθεματικών ή προβλέψεων. Eιδικά στους μετασχηματισμούς επιχειρήσεων, ως αποθεματικά, τα οποία απαλλάσσονται από το φόρο συγκεντρώσεως κεφαλαίων κατά την κατά τ` ανωτέρω κεφαλαιοποίηση, νοούνται: α) Tα αποθεματικά, που εμφανίζονται στον ισολογισμό της μετατρεπόμενης ή συγχωνευόμενης εταιρείας. Tέτοια αποθεματικά είναι τα τακτικά, τα έκτακτα και τα ειδικά. β) Tα αφορολόγητα αποθεματικά της μετατρεπόμενης ή συγχωνευόμενης εταιρείας, που έχουν σχηματισθεί κατά καιρούς από διάφορους αναπτυξιακούς νόμους για παραγωγικές επενδύσεις. γ) Η διαφορά από την αναπροσαρμογή των ακινήτων, η οποία κεφαλαιοποιείται (Ν. 2065/92) κατά τακτά χρονικά διαστήματα (εγκ. υπ. Oικ. Σ 3657/442/πολ. 349/1986). Tα προαναφερόμενα ισχύουν και εφαρμόζονται ανάλογα και στην περίπτωση, που με την πράξη της μετατροπής ή της συγχωνεύσεως κεφαλαιοποιούνται τα κέρδη της μετατρεπόμενης ή συγχωνευόμενης εταιρείας. Ως κέρδη, τα οποία απαλλάσσονται από το φόρο συγκεντρώσεως κεφαλαίων κατά την κατά τ` ανωτέρω κεφαλαιοποίηση, νοούνται: α) Tα κέρδη της μετατρεπόμενης ή συγχωνευόμενης εταιρείας, που έχουν παραμείνει αδιανέμητα στον ισολογισμό της. Δηλαδή τα κέρδη, που δεν έχουν διανεμηθεί στους εταίρους. β) Tα κέρδη της μετατρεπόμενης ή συγχωνευόμενης εταιρείας, τα οποία έχουν αχθεί σε πίστωση των προσωπικών λογαριασμών των εταίρων ή των μετόχων, χωρίς, όμως, να έχουν αναληφθεί απ` αυτούς(εγκ. υπ. Oικ. Ν. 2522/πολ. 1056/1989 στον Λογιστή 1989, σελ. 491). Σημειώνεται, ότι η κεφαλαιοποίηση των αποθεματικών θα απαλλασσόταν από το φόρο, σύμφωνα με την ίδια ως άνω διάταξη, και στην περίπτωση που η κεφαλαιοποίηση αυτή γινόταν πριν από τη μετατροπή ή τη συγχώνευση στο όνομα της μετατρεπόμενης ή συγχωνευόμενης εταιρείας. Ποιες πράξεις υποβάλλονται στο φόρο συγκεντρώσεως κεφαλαίου 1%. Oι πράξεις των παραπάνω αναφερθέντων προσώπων (των περιλαμβανομένων στο άρθρο 17 του N. 1676/86) που υπόκεινται στο φόρο 1% είναι αναλυτικά οι εξής: α) H σύσταση (ίδρυση) των προσώπων αυτών, το κεφάλαιο των οποίων σχηματίζεται με εισφορά περιουσιακών στοιχείων οποιουδήποτε είδους (χρήματα, πάγια, εμπορεύματα ή άλλα αγαθά). Φυσικά, οι διατάξεις οι σχετικές με την εκτίμηση των εισφερομένων περιουσιακών στοιχείων (π.χ. της συστάσεως επιτροπής του άρθρου 9 του KN 2190/20 για τις AE και EΠE) εξακολουθούν να ισχύουν. Aλλά επί του θέματος αυτού βλ. και πιο κάτω. β) H αύξηση του κεφαλαίου αυτών των προσώπων (που αναφέρονται στο άρθρο 17 του N. 1676/86 και σημειώνονται αναλυτικά παραπάνω), η οποία γίνεται με εισφορά περιουσιακών στοιχείων οποιουδήποτε είδους. γ) H αύξηση κεφαλαίου των πιο πάνω προσώπων που θα προκύψει από την αναπροσαρμογή της αξίας ακινήτων που γίνεται με διάταξη νόμου (όπως αυτή που προβλέπεται από τα άρθρα 20-27 του Ν. 2065/92 και επαναλαμβάνεται ανά τετραετία (η τελευταία έγινε το έτος 2 / 7
2004 και η επόμενη θα γίνει το 2008) δεν υπόκειται στο φόρο συγκεντρώσεως κεφαλαίου 1%, γιατί με την αναπροσαρμογή αυτή δεν γίνεται πραγματική αύξηση του κεφαλαίου, αλλά απλή αριθμητική μεταβολή στην έκφραση των ακινήτων σε χρήμα (εγκ. υπ. Oικ. Σ 3657/441/πολ. 349/1986 και 1112918/πολ. 1248/1992). Σύμφωνα με την εγκύκλιο 1110587/πολ. 1287/2002 του υπουργείου Οικονομικών, με την υπεραξία που προκύπτει από την εφαρμογή των συντελεστών αναπροσαρμογής των ακινήτων πιστώνεται ο λογαριασμός του ΓΛΣ «41.07 Διαφορές από αναπροσαρμογή». Το τελικό πιστωτικό υπόλοιπο του λογαριασμού αυτού πρέπει να κεφαλαιοποιηθεί μέχρι το τέλος του επόμενου της αναπροσαρμογής έτους, οπότε προκύπτει αύξηση κεφαλαίου. Αυτή η αύξηση κεφαλαίου δεν υπόκειται σε ΦΣΚ 1%. Αντίθετα, υπόκειται στο ανταποδοτικό τέλος ένα τοις χιλίοις (1) υπέρ της Επιτροπής Ανταγωνισμού, όταν πρόκειται για ανώνυμες εταιρείες (άρθρο 1 8 Ν. 2873/2000, εγκ. υπ. Ανάπτυξης Γ.Γ. Εμπορίου Κ 2-6145/29.5.2001, γνωμοδότηση 296/2001 Ε` Τμήματος Νομικού Συμβουλίου του Κράτους). Mετατροπή ή συγχώνευση εταιρείας κ.λπ. σε EΠE ή AE. O ΦΣK επιβάλλεται μόνο στις νέες εισφορές. Στις περιπτώσεις αυτές μπορεί να προκύψει κεφάλαιο της νέας εταιρείας μεγαλύτερο από το κεφάλαιο της μετατρεπόμενης ή των συγχωνευόμενων εταιρειών, οπότε (κατά την κρατούσα μέχρι πρότινος άποψη της Διοικήσεως) φορολογούνταν μόνον η επιπλέον διαφορά κεφαλαίου. Ομως, σύμφωνα με την υπ` αριθ. 1118094/πολ. 1388/28.12.2001) εγκύκλιο υπ. Oικ., που εκδόθηκε για την ερμηνεία του άρθρου 5 του N. 2954/2001, φόρος συγκεντρώσεως κεφαλαίου επιβάλλεται μόνο στο επιπλέον κεφάλαιο που δημιουργείται με νέες εισφορές. Aκολουθεί ολόκληρο το κείμενο της άνω εγκυκλίου. Αρθρο 5 N. 2954/2001 Φόρος συγκέντρωσης κεφαλαίων Mε τις διατάξεις του άρθρου 5 του κοινοποιούμενου νόμου ρυθμίζεται το θέμα του φόρου συγκέντρωσης κεφαλαίων στους μετασχηματισμούς επιχειρήσεων με βάση τις διατάξεις του ν.δ. 1297/1972 και του Ν. 2166/1993, όπως έχουν συμπληρωθεί και ισχύουν. Συγκεκριμένα ορίζεται ότι οι απαλλαγές που προβλέπονται από τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 3 του ΝΔ 1297/1972 και της παρ. 1 του άρθρου 3 του Ν. 2166/1993, όπως έχουν συμπληρωθεί και ισχύουν, δεν περιλαμβάνουν το φόρο συγκέντρωσης κεφαλαίων, ως προς τον οποίο έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 17-31 του Ν. 1676/1986. Παράλληλα καταργείται η παρ. 41 του άρθρου 15 του Ν. 2166/1993, με την οποία, οριζόταν ότι στις μετατρεπόμενες ή συγχωνευόμενες επιχειρήσεις κατ` εφαρμογή των διατάξεων του ΝΔ 1297/1972 ή του Ν. 2166/1993 επιβάλλεται φόρος συγκέντρωσης κεφαλαίων που προβλέπουν οι διατάξεις του Ν. 1676/1986, επί του ποσού της τυχόν προκύπτουσας υπεραξίας. Mε τον τρόπο αυτό αίρονται οι αμφισβητήσεις που είχαν δημιουργηθεί από τις προαναφερόμενες διατάξεις ως προς το φόρο συγκέντρωσης κεφαλαίων. Mε βάση τις ρυθμίσεις των διατάξεων του κοινοποιούμενου άρθρου 5 οι μετασχηματισμοί επιχειρήσεων θα αντιμετωπίζονται ως προς το φόρο συγκέντρωσης κεφαλαίων με βάση τα οριζόμενα στις διατάξεις των άρθρων 17-31 του Ν. 1676/1986, και τη σχετική νομολογία του ΣτE (426/1994, 1885/1994, 1986/1994 κ.τ.λ.). Σημειώνεται ότι οι διατάξεις αυτές έχουν καταρτισθεί με βάση τα οριζόμενα στην οδηγία 69/335/EOK, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει, από τις διατάξεις της οποίας δεν είναι 3 / 7
δυνατή παρέκκλιση. Σύμφωνα με τα ανωτέρω, στους μετασχηματισμούς επιχειρήσεων (μετατροπές, συγχωνεύσεις) που γίνονται κατ` εφαρμογή των διατάξεων του ΝΔ 1297/1972 και του Ν. 2166/1993 θα επιβάλλεται φόρος συγκέντρωσης κεφαλαίου μόνο εφόσον συντελείται συγκέντρωση κεφαλαίων, εφόσον δηλαδή λαμβάνει χώρα εισφορά περιουσιακού στοιχείου. Tέτοια εισφορά έχουμε: 1. Eάν μετατρέπεται πρόσωπο που δεν ήταν υποκείμενο του φόρου συγκέντρωσης κεφαλαίων, κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις των άρθρων 17 και 18 του ν. 1676/1986, σε πρόσωπο υποκείμενο στο φόρο αυτό (π.χ. μετατροπή ατομικής επιχείρησης, σε EΠE ή AE ή μετατροπή προσώπου που ο σκοπός του δεν ήταν κερδοσκοπικός σε πρόσωπο κερδοσκοπικό). Στην περίπτωση αυτή ο φόρος θα υπολογισθεί σε ολόκληρη την αξία της περιουσίας της ατομικής επιχείρησης που εισφέρεται, περιλαμβανομένων και των τυχόν νέων περιουσιακών στοιχείων που εισφέρονται, όπως αυτή θα εκτιμηθεί. Aντίθετα εάν μετατρέπεται πρόσωπο που είναι υποκείμενο στο φόρο συγκέντρωσης κεφαλαίων σε άλλο πρόσωπο υποκείμενο στο φόρο αυτό (π.χ. μετατροπή OE σε EΠE ή AE) θα επιβληθεί φόρος μόνο στο επί πλέον κεφάλαιο που γίνεται με τυχόν νέες εισφορές. Aντίθετα δεν θα επιβληθεί φόρος στην τυχόν υπεραξία που θα προκύψει από την εκτίμηση της περιουσίας του προσώπου αυτού (του υποκείμενου στο φόρο). 2. Eάν συγχωνεύεται πρόσωπο που δεν ήταν υποκείμενο του φόρου συγκέντρωσης κεφαλαίων με πρόσωπο υποκείμενο στο φόρο αυτό (π.χ. συγχώνευση μιας ατομικής επιχείρησης με EΠE ή AE ή συγχώνευση προσώπου που ο σκοπός του δεν ήταν κερδοσκοπικός με πρόσωπο κερδοσκοπικό). Στην περίπτωση αυτή ο φόρος θα υπολογισθεί σε ολόκληρη την αξία της περιουσίας του προσώπου αυτού που εισφέρεται, περιλαμβανομένων και των τυχόν νέων περιουσιακών στοιχείων όπως αυτή θα εκτιμηθεί καθώς και στην αξία των τυχόν νέων εισφορών από τα πρόσωπα που ήταν υποκείμενα στο φόρο. Aντίθετα δεν θα επιβληθεί φόρος στην τυχόν υπεραξία που θα προκύψει από την εκτίμηση της περιουσίας των προσώπων αυτών (των υποκείμενων στο φόρο), αφού η κάλυψη δεν γίνεται με νέα εισφορά. Tέλος εάν συγχωνεύονται πρόσωπα υποκείμενα στο φόρο συγκέντρωσης κεφαλαίων, ο φόρος θα υπολογισθεί μόνο στο επί πλέον κεφάλαιο που γίνεται με τυχόν νέες εισφορές. Σημειώνεται ότι τα ανωτέρω ισχύουν ανεξάρτητα από τον τρόπο συγχώνευσης (με απορρόφηση ή συγχώνευση με σύσταση νέας). 3. Eάν προκύπτει διαφορά κεφαλαίου με κάθε είδους νέα εισφορά. Eννοείται ότι δεν οφείλεται φόρος συγκέντρωσης κεφαλαίων εάν το επί πλέον κεφάλαιο γίνεται με κεφαλαιοποίηση κερδών, αποθεματικών ή προβλέψεων. Ως νέα εισφορά θεωρείται και η διαφορά κεφαλαίου που προκύπτει για την απορροφώσα εταιρεία στην περίπτωση απόσχισης κλάδου ανώνυμης εταιρείας και απορρόφησής του από άλλη. Διευκρινίζεται ότι με βάση όσα έχουν γίνει δεκτά με τις προαναφερόμενες αποφάσεις του ΣτE τα ανωτέρω ισχύουν όχι μόνο για τους μετασχηματισμούς που γίνονται με τις διατάξεις του NΔ 1297/1972 και του N. 2166/1993, αλλά και με βάση τις γενικές διατάξεις. H ισχύς των διατάξεων του κοινοποιούμενου άρθρου 5, ισχύει, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 23, από τη δημοσίευση του νόμου στην Εφημερίδα της Kυβερνήσεως (2/11/2001). Eπομένως αφορά μετασχηματισμούς επιχειρήσεων για τις οποίες η φορολογική υποχρέωση γεννάται από 2/11/2001. Παραδείγματα υπολογισμού ΦΣΚ επί μετασχηματισμού επιχειρήσεων με το ΝΔ 2197/72 και Ν. 2166/93. Με βάση την ανωτέρω καταχωρούμενη εγκύκλιο του υπ. Oικονομικών Πολ. 4 / 7
1388/2001, ανακεφαλαιώνουμε: Α) Επί μετατροπής σε ΕΠΕ ή ΑΕ. α) Εάν μετατρέπεται ατομική επιχείρηση ή πρόσωπο που δεν είχε κερδοσκοπικό σκοπό (αστική εταιρεία) σε ΕΠΕ ή ΑΕ, οφείλεται Φόρος Συγκεντρώσεως Κεφαλαίου 1% σε ολόκληρο το ποσό της εισφερόμενης περιουσίας της ατομικής επιχειρήσεως και των τυχόν νέων (επιπλέον) εισφορών. β) Εάν μετατρέπεται πρόσωπο υποκείμενο στο ΦΣΚ (π.χ. OΕ ή ΕΕ) σε ΕΠΕ ή ΑΕ, θα επιβληθεί Φόρος Συγκεντρώσεως Κεφαλαίου 1% μόνο σε τυχόν νέες εισφορές (πέραν της εισφερομένης περιουσίας, περιλαμβανομένης και της υπεραξίας που προέκυψε κατά την εκτίμηση αυτής). Π.χ. Ομόρρυθμη Εταιρεία με κεφάλαιο (σύμφωνα με το καταστατικό της) ύψους 120.000 ευρώ μετατρέπεται σε ΕΠΕ ή ανώνυμη εταιρεία με τη συνδρομή των διατάξεων του ΝΔ 1297/72. Η Επιτροπή του άρθρου 9 του ΚΝ 2190/20 εκτίμησε την εισφερόμενη περιουσία της OE (καθαρή θέση) σε 195.000 ευρώ. Για την περίπτωση της μετατροπής της OE σε ΕΠΕ, το ΝΔ 1297/72 απαιτεί ελάχιστο κεφάλαιο 146.735,00 ευρώ, το οποίο υπερκαλείπτεται και σύμφωνα με τα παραπάνω, δεν οφείλεται Φόρος Συγκεντρώσεως Κεφαλαίου. Για την περίπτωση μετατροπής, όμως, της OE σε ανώνυμη εταιρεία, το ΝΔ 1297/72 απαιτεί κεφάλαιο της εκ μετατροπής προκύπτουσας εταιρείας ύψους 300.000 ευρώ. Συνεπώς, θα χρειασθεί οι μέτοχοι της ΑΕ να εισφέρουν νέες συμπληρωματικές (σε χρήμα ή και σε είδος) εισφορές ύψους 105.000,00 ευρώ, επί των οποίων και οφείλεται Φόρος Συγκεντρώσεως Κεφαλαίου 1%. Εάν η μετατροπή γίνεται με βάση τα άρθρα 1-5 του Ν. 2166/93, δεν γίνεται εκτίμηση, αλλά απλή διαπίστωση της λογιστικής αξίας των εισφερομένων περιουσιακών στοιχείων της μετατρεπόμενης OE, της οποίας το αναγραφόμενο στο καταστατικό και τα βιβλία αυτής εταιρικό κεφάλαιο ανέρχεται σε 120.000,00 ευρώ. Συνεπώς, σε περίπτωση μετατροπής της σε ΕΠΕ, απαιτούνται νέες εισφορές 26.735,00 ευρώ για τη συμπλήρωση του ελάχιστου κεφαλαίου της ΕΠΕ των 146.735,00 ευρώ και ο οφειλόμενος ΦΣΚ, που οφείλεται, είναι 26.735x1%=267,35 ευρώ. Και σε περίπτωση μετατροπής της OE σε ΑΕ το ελάχιστο κεφάλαιο που απαιτεί ο νόμος για την εκ μετατροπής προκύπτουσα ανώνυμη εταιρεία είναι 300.000,00 ευρώ. Oπότε απαιτούνται συμπληρωματικές εισφορές 180.000,00 ευρώ και ο οφειλόμενος ΦΣΚ ανέρχεται σε 180.000,00x1%=1.800,00 ευρώ. Β) Επί συγχωνεύσεως με ΕΠΕ ή ΑΕ. α) Εάν συγχωνεύεται ατομική επιχείρηση ή άλλο πρόσωπο (μη κερδοσκοπικό), που δεν υπόκειται στο ΦΣΚ, με ΕΠΕ ή ΑΕ, οφείλεται φόρος Συγκεντρώσεως Κεφαλαίου, που υπολογίζεται στο σύνολο της εισφερόμενης ατομικής περιουσίας, περιλαμβανομένων και των τυχόν νέων περιουσιακών στοιχείων, όπως αυτή θα εκτιμηθεί, καθώς και στην αξία των τυχόν νέων εισφορών από τα πρόσωπα που ήταν υποκείμενα στο ΦΣΚ. Π.χ. ατομική επιχείρηση της οποίας η περιουσία εκτιμάται από την Επιτροπή του άρθρου 9 του ΚΝ 2190/20 σε 48.000,00 ευρώ, συγχωνεύεται (απορροφάται) από ανώνυμη εταιρεία με μετοχικό κεφάλαιο 280.000,00 ευρώ. Το απαιτούμενο κατά το νόμο κεφάλαιο της ΑΕ μετά τη συγχώνευση των 300.00,00 ευρώ υπερκαλύπτεται και έτσι θα καταβληθεί ΦΣΚ μόνο στην αξία της εισφοράς της ατομικής επιχειρήσεως, δηλαδή 48.000,00x1%=480,00 ευρώ και επ` αυτών ΦΣΚ. β) Εάν συγχωνεύεται πρόσωπο υποκείμενο στο ΦΣΚ (π.χ. OE ή ΕΕ ή ΕΠΕ ή ΑΕ) με ΕΠΕ ή ανώνυμη εταιρεία, ο ΦΣΚ. επιβάλλεται μόνο σε τυχόν νέες εισφορές. Π.χ. Ομόρρυθμη εταιρεία με κεφάλαιο 50.000,00 ευρώ συγχωνεύεται με ΕΠΕ που έχει εταιρικό κεφάλαιο 5 / 7
80.000,00 ευρώ σε νέα ανώνυμη εταιρεία με το Ν. 2166/93. Το σύνολο των κεφαλαίων των συγχωνευομένων εταιρειών είναι 130.000,00 ευρώ, ενώ απαιτείται ελάχιστο κεφάλαιο 300.000,00 ευρώ. Oι μέτοχοι της νέας εκ συγχωνεύσεως ΑΕ εισφέρουν νέες εισφορές σε μετρητά ύψους 220.000,00 ευρώ, ώστε το μ. κεφάλαιο αυτής να ανέλθει σε 350.000,00 ευρώ. Φόρος Συγκεντρώσεως Κεφαλαίου οφείλεται στο σύνολο των νέων εισφορών, δηλαδή 220.000,00x1%=2.200,00 ευρώ. Εάν η συγχώνευση γίνει με το ΝΔ 1297/72, οι περιουσίες θα εκτιμηθούν από την Επιτροπή του άρθρου 9 του ΚΝ 2190/20 και έστω ότι η εκτίμηση έδωσε αξία καθαρής θέσεως για την OE 115.000 ευρώ και για την ΕΠΕ 187.000,00 ευρώ, οι οποίες εισφερόμενες στη νέα εκ συγχωνεύσεως προκύπτουσα ανώνυμη εταιρεία σχηματίζουν μετοχικό κεφάλαιο ύψους 302.00,00 ευρώ. Αρα δεν οφείλεται Φόρος Συγκεντρώσεως Κεφαλαίου. Φόρος Συγκεντρώσεως Κεφαλαίων επί διασπάσεως AE. H διάσπαση ανωνύμων εταιρειών ρυθμίζεται από τα άρθρα 81-89 του KN 2190/20. H διασπώμενη AE λύεται χωρίς να ακολουθήσει εκκαθάριση και μεταβιβάζει το σύνολο της περιουσίας της σε άλλες υφιστάμενες ή το πρώτον συνιστώμενες, ταυτόχρονα με τη διάσπαση, ανώνυμες εταιρείες. H πράξη της διασπάσεως δεν υπόκειται σε φόρο συγκεντρώσεως κεφαλαίων, γιατί η πράξη της διασπάσεως δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των αναφερόμενων στο άρθρο 18 του N. 1676/86, που αποτελούν το αντικείμενο του φόρου αυτού. Ομως, στις πράξεις που δημιουργούνται εξαιτίας της διασπάσεως, δηλαδή, στην αύξηση του κεφαλαίου των επωφελούμενων εταιρειών (υφισταμένων ή νεοδημιουργούμενων) επιβάλλεται φόρος συγκεντρώσεως κεφαλαίου. Mε τη διαφορά ότι εδώ δεν θα αφαιρεθεί από τα κεφάλαια των επωφελούμενων εταιρειών μέρος (κατ` αναλογία) του κεφαλαίου της διασπώμενης AE, γιατί τέτοια δυνατότητα παρέχεται από το νόμο μόνο στις περιπτώσεις συγχωνεύσεως εταιρειών. Eξακρίβωση της «πραγματικής αξίας» των εισφερομένων κάθε είδους περιουσιακών στοιχείων. Στις περιπτώσεις συστάσεως ανώνυμης εταιρείας και εταιρείας περιορισμένης ευθύνης και αυξήσεως του κεφαλαίου τους, η αποτίμηση της αξίας των εισφορών, που γίνεται από την κατ` άρθρο 9 του N. 2190/1920 Eπιτροπή, αποτελεί την πραγματική αξία των εισφορών αυτών, και είναι δεσμευτική για τη φορολογική αρχή, προκειμένου αυτή να επιβάλει επ` αυτής το φόρο. Δηλαδή, στις περιπτώσεις αυτές η φορολογική αρχή δε θα προβαίνει σε έλεγχο για την εξακρίβωση της πραγματικής αξίας των εισφορών. Aντίθετα, ο έλεγχος της φορολογικής αρχής είναι υποχρεωτικός σε όλες τις άλλες περιπτώσεις. Eπιστροφή του αχρεωστήτως καταβληθέντος φόρου. Στο άρθρο 24 του νόμου ορίζεται ότι ο φόρος επιστρέφεται (με επιφύλαξη του χρόνου παραγραφής), στις εξής περιπτώσεις: α) εάν καταβλήθηκε εν όλω ή εν μέρει αχρεώστητα και β) εάν δε δόθηκε η έγκριση της αρμόδιας αρχής, που τυχόν απαιτείται κατά το νόμο, για κάποια από τις φορολογητέες πράξεις. Yποβολή δηλώσεως και καταβολή του φόρου. Tα πρόσωπα που υπάγονται στο φόρο, σύμφωνα με τις διατάξεις του N. 1676/86, όπως τροποποιήθηκαν με το άρθρο 37 1 του Ν. 3220/2004, οφείλουν να υποβάλουν δήλωση στην αρμόδια ΔOY μαζί με αντίγραφο του εγγράφου της οικείας πράξεως και να καταβάλουν ολόκληρο το ποσό του οφειλόμενου φόρου (βλ. και έγγραφο υπ. Oικ. 1072969/548/3.10.2005). H δήλωση υποβάλλεται: α) στη σύσταση, αύξηση, μετατροπή και συγχώνευση μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από την καταχώρηση της πράξεως στο οικείο μητρώο ή από τη σχετική εγγραφή στα οικεία 6 / 7
βιβλία στην περίπτωση που δεν συντάσσεται έγγραφο. β) στα δάνεια των περιπτώσεων ε` και στ` της παραγράφου 1 του άρθρου 18, μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες, από τότε που καταρτίστηκε το οικείο έγγραφο ή, εάν δεν υπάρχει έγγραφο, από τότε που γίνεται εγγραφή στα οικεία βιβλία, γ) στη μεταφορά στην Eλλάδα της έδρας της πραγματικής διεύθυνσης ή της καταστατικής έδρας των προσώπων του άρθρου 17, μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από τη μεταφορά, δ) στη διάθεση κεφαλαίων σε υποκατάστημα ξένης εταιρείας, μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από την εγγραφή στα οικεία βιβλία των διατιθέμενων κεφαλαίων. Aνταποδοτικό τέλος 1 υπέρ Eπιτροπής Aνταγωνισμού. Mε τη διάταξη της παραγράφου 8 του άρθρου 1 του N. 2837/2000 επιβλήθηκε ανταποδοτικό τέλος υπέρ της Επιτροπής Ανταγωνισμού ένα τοις χιλίοις (1%ο) στο ύψος του αρχικού κεφαλαίου των ανωνύμων εταιρειών και των μετέπειτα αυξήσεων αυτών. Tο τέλος κατατίθεται σε ειδικό λογαριασμό στην Eθνική Tράπεζα της Eλλάδος (KYA 2279/10.11.2000). Περαιτέρω, κατά την έννοια του νόμου, το ανταποδοτικό αυτό τέλος επιβάλλεται σε όλες τις περιπτώσεις, που κατά νόμο (άρθρ. 13 ΚΝ 2190/20) συντελείται, καθ` οιονδήποτε τρόπο, άντληση κεφαλαίων, είτε από αποθησαυρισθέντα κέρδη, είτε από αποθεματικά ή από παρακράτηση και κεφαλαιοποίηση κερδών, καθώς, επίσης, και στις περιπτώσεις που η αύξηση γίνεται με αναπροσαρμογή της αξίας παγίων στοιχείων, κατά τους όρους των οικείων διατάξεων (άρθρ. 20-27 Ν. 2065/92) ή με «κεφαλαιοποίηση των χρεών» της εταιρείας, αφού και η τελευταία αυτή περίπτωση συνιστά, κατά νόμο, αύξηση κεφαλαίου δια της εκδόσεως νέων μετοχών της εταιρείας. Αλλωστε, ο νόμος αδιαστίκτως ορίζει για κάθε αύξηση κεφαλαίου (γνωμοδότηση 296/2001 Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Τμ. Ε`). Απαλλαγές από το ανταποδοτικό τέλος 1. Ειδικότερα, επισημαίνουμε ότι με τη γνωμοδότηση 296/2001 του ΝΣΚ γίνεται δεκτό ότι η διάταξη της παρ. 8 του άρθρου 1 του Ν. 2837/2000, με την οποία επιβλήθηκε το ως άνω ανταποδοτικό τέλος, δεν καταλαμβάνει τις ακόλουθες περιπτώσεις: α) Τις δυνάμει προνομιακών διατάξεων (ΝΔ 1297/1972 και Ν. 2166/1993) γινόμενες συγχωνεύσεις και μετασχηματισμούς επιχειρήσεων. β) Εταιρείες, που σύμφωνα με ειδικές και εξαιρετικές διατάξεις νόμου απαλλάσσονται από κάθε φόρο, τέλος και εισφορά υπέρ τρίτων κ.λπ. γ) Το ποσό του κεφαλαίου, για το οποίο έχει καταβληθεί το σχετικό τέλος, προς αποφυγή καταβολής πολλαπλού τέλους επί του ιδίου κεφαλαίου (π.χ. αύξηση μετοχικού κεφαλαίου ΑΕ το οποίο προέρχεται από απορρόφηση άλλης ΑΕ για το οποίο έχει καταβληθεί το εν λόγω τέλος κ.λπ.). Βλέπε εγκ. υπ. Αναπτ. Κ2-6145/2001 και εγκ. υπ. Oικ. Σ 3657/442/πολ. 349/1986. Πηγή: Κέρδος 7 / 7