ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Σχετικά έγγραφα
ΕΛΕΝΗ Α. ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ ρ.ν Ι Κ Η Γ Ο Ρ Ο Σ ΤΟ ΑΠΟΡΡΗΤΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΚΑΙ Η ΤΑΧΥ ΡΟΜΙΚΗ ΕΠΙΤΑΓΗ

ΕΡΓΑΣΙΑ 5 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η εφαρµογή του δικαιώµατος της επικοινωνίας στον οικογενειακό χώρο» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Η γενική αρχή του σεβασµού και της προστασίας της ανθρώπινης αξίας

ΕΘΝΙΚΟ & ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ. Θέµα: Η αρχή της ανθρώπινης αξίας ΒΑΣΙΛΙΚΗ. ΓΡΙΒΑ. ιδάσκων Καθηγητής: Ανδρέας Γ. ηµητρόπουλος

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ. ΕΡΓΑΣΙΑ 5 η :

Θέµα εργασίας. Η Θεσµική Προσαρµογή των Συνταγµατικών ικαιωµάτων I (Μον.Πρωτ.Θεσ/νίκης 1080/1995)

Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ «Η ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ. ΤΟ ΑΡΘΡΟ 19 Σ»

ΕΡΓΑΣΙΑ 6 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «ΤΟ ΙΚΑΙΩΜΑ ΕΠΙ ΤΗΣ Ι ΙΑΣ ΕΙΚΟΝΑΣ ΤΩΝ ΗΜΟΣΙΩΝ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

Η ΑΡΣΗ ΤΟΥ ΑΠΟΡΡΗΤΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ 1. ΟΙ ΙΣΧΥΟΥΣΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΣΕ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΚΑΙ ΥΠΕΡΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ (ΔΙΕΘΝΕΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ)

ΕΡΓΑΣΙΑ 1 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΑΠΑΡΑΒΙΑΣΤΟΥ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ : ΝΟΜΙΚΗΣ

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ,ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ, ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ. ΕΡΓΑΣΙΑ 4 η :

Κεφάλαιο 1: ΕΙΣΑΓΩΓΉ..σελ. 1

Με το παρόν σας υποβάλουµε τις παρατηρήσεις της ΑΠ ΠΧ επί του σχεδίου κανονισµού της Α ΑΕ σχετικά µε τη διασφάλιση του απορρήτου των επικοινωνιών.

Ο ΕΡΓΟΔΟΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΗΣ ΧΡΗΣΗΣ ΤΟΥ INTERNET

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/ 2656/ ΓΝΩΜΟ ΟΤΗΣΗ 2/2016

[Έκταση εργασίας: λέξεις]

ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΒΡΕΤΤΟΥ (Α.Μ )

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ ΑΡ. 1 /2005

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΘΕΜΕΛΙΟΥ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ Εισαγωγή. 1. Προβληματισμός Μεθοδολογία... 5

Ψήφισµα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά µε τα νοµικά επαγγέλµατα και το γενικό συµφέρον στην οµαλή λειτουργία των νοµικών συστηµάτων

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ. Προλογικό σημείωμα... Εισαγωγικές παρατηρήσεις... 1

Σελίδα 1 από 5. Τ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΠΕ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ

κτικού μέσου ως αυτοτελής προσβολή ατομικού δικαιώματος

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 2: Κράτος Δικαίου 2

ΓΝΩΜΟΛΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

ΠΡΟΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΕΦΑΡΜΟΓΩΝ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

ΤΟΜΕΑΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ Η ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ, ΤΟ ΑΡΘΡΟ 19 Σ

7/3/2014. ό,τι είναι νόμιμο είναι και ηθικό ; νόμος είναι το δίκαιο του εργοδότη ; ή νομικός κανόνας

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ- ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

Δικαίωμα στην εκπαίδευση. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

Ηλεκτρονικές Επικοινωνίες & Εργασιακές Σχέσεις. Ιωάννα Αργυράκη Δικηγόρος LLM, MSc, DPO Ελληνική Εταιρ εία Συμμετοχών και Περιουσίας Α.Ε.

ΑΠΟΡΡΗΤΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΕΞΑΙΡΕΣΕΙΣ

ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΑ - ΠΡΟΣΘΗΚΗ. Στο σ/ν «Μεταρρυθµίσεις ποινικών διατάξεων, κατάργηση των καταστηµάτων κράτησης Γ τύπου και άλλες διατάξεις»

ΕΘΝΙΚΟ & ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΑΙΔΕΙΑ ΕΝΟΤΗΤΑ Β : TO ΔΙΚΑΙΟ

ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΑΘΗΜΑ ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ. Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. Α.

ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ ΚΥΠΡΟΣ. Σύνταγμα Διεθνείς Συμβάσεις Πρωτογενής νομοθεσία Δευτερογενής νομοθεσία. Δικαστήρια

Οργάνωση και Λειτουργία του Κράτους 19 ος Διαγωνισμός ΕΣΔΔ 2 ος Διαγωνισμός ΕΣΤΑ Σάββατο 09 Δεκεμβρίου 2006

ΕΘΝΙΚΟ & ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΟΔΗΓΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΥ «Επιτομή Γενικού Διοικητικού Δικαίου» του Απ. Γέροντα, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2014

I. ΑΡΘΡΟ 19 ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ [Απόρρητο Ανταπόκρισης]

Αρχή της αναλογικότητας. Λίνα Παπαδοπούλου Aν. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ ΤΑ ΘΕΜΕΛΙΩΔΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

Περιεχόμενα. Μέρος Ι Συνταγματικό Δίκαιο... 17

Ηλίας Α. Στεφάνου Έλενα Α. Καπαρδή Δικηγόροι

Ποινική ικονομία II. Υποχρεωτικό. Πτυχίο (1ος Κύκλος) Θα ανακοινωθεί

# εργασία αρ.3# ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣτΕ ΟΠΟΥ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ Σ Χ Ε Ι Α Γ Ρ Α Μ Μ Α 5]ΑΝΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ

Η ποινικοποίηση της διαφθοράς στον ιδιωτικό τομέα: Το διεθνές νομικό πλαίσιο και το παράδειγμα της Ελλάδας

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΑΘΗΝΑ 2012

ΕΘΝΙΚΟ & ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Το Σύνταγμα της Ελλάδας του 1975/86/01 στο δεύτερο μέρος του περιλαμβάνει τις διατάξεις τις σχετικές με τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα.

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΥΠΟΥΡΓΩΝ

A8-0469/79. Helmut Scholz, Merja Kyllönen, Jiří Maštálka, Patrick Le Hyaric, Paloma López Bermejo εξ ονόματος της Ομάδας GUE/NGL

Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ(α.25παρ.3Σ) Με τον όρο γενικές συνταγµατικές αρχες εννοούµε ένα σύνολο

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

Στρατιωτικό προσωπικό και Ανθρώπινα Δικαιώματα. Πρόσφατες Εξελίξεις στην Ελλάδα

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Π.Μ.Σ. ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Το πολίτευμα που προβλέπει το ελληνικό Σύνταγμα του 1975/1986/2001/ Οι θεμελιώδεις αρχές του πολιτεύματος

Κύκλος ικαιωµάτων του Ανθρώπου

Περιεχόμενο: Αρχή διάκρισης των λειτουργιών

Θέµα εργασίας: «Θεσµική εφαρµογή των θεµελιωδών δικαιωµάτων».υπόθεση Κλόντια Σίφερ.

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Ν. 3126/2003 ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ»

Το Σύνταγμα της Ελλάδας του 1975/86/01 στο δεύτερο μέρος του περιλαμβάνει τις διατάξεις τις σχετικές με τα ατομικά δικαιώματα.

"Τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα στο Σύνταγμα του Μαυροβουνίου"

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4493,

ΕΡΓΑΣΙΑ. «Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας, ως γενικής συνταγµατικής αρχής της ελληνικής έννοµης τάξης»

Θέµα εργασίας : Γενικές Συνταγµατικές Αρχές «Απαγόρευση κατάχρησης δικαιώµατος» Καµιντζή Ιωάννα Α.Μ:322 Ε Mail:

Ο ΠΕΡΙ ΤΕΚΝΩΝ (ΣΥΓΓΕΝΕΙΑ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΗ ΥΠΟΣΤΑΣΗ) ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 1991 ΚΑΤΑΤΑΞΗ ΑΡΘΡΩΝ ΜΕΡΟΣ Ι ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΙΑΤΑΞΕΙΣ ΜΕΡΟΣ ΙΙ ΣΥΓΓΕΝΕΙΑ

Διοικητικό Δίκαιο. Εισαγωγή στο Διοικητικό Δίκαιο 1 ο Μέρος. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

ΕΚΘΕΣΗ ΕΠΙ ΤΟΥ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟΥ. «Πρόληψη και καταπολέµηση της εµπορίας ανθρώπων και προστασία των θυµάτων αυτής»

Θέµα εργασίας : Άρθρο 2 παρ. 1 Συντάγµατος( Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας) Σχολιασµός Αποφ. 40/1998 Α.Π

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ. στην ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ. Ένα νέο πλαίσιο της ΕΕ για την ενίσχυση του κράτους δικαίου

ΟΔΗΓΙΑ 93/13/ΕΟΚ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 5ης Απριλίου 1993 σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

Περιεχόμενα. Χουρδάκης Ευστράτιος Σελίδα 1

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ι. Η πρωτότυπη κτήση του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας... 1

Η ΔΕΣΜΕΥΣΗ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΙΚΩΝ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 1 ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ ΤΗΣ ΕΣΔΑ. ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

ΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΘΕΜΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ: «ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ» ΙSSUE: The right to free communication

ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΜΑΡΙΑ ΚΟΤΣΙΝΟΝΟΥ

Αρχή της ισότητας. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου. Ενότητα 8 η : ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Ποινική ικονομία I. Υποχρεωτικό. Πτυχίο (1ος Κύκλος) Θα ανακοινωθεί

05 Ευτυχία Γ. Αρµένη Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΙΣΟΤΗΤΑΣ

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/3277-1/ Γ Ν Ω Μ Ο Ο Τ Η Σ Η 4 /2016

Α Π Ο Φ Α Σ Η ΑΡ. 26/2004

Transcript:

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Θέµα: Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ Καθηγητής: ΑΝ ΡΕΑΣ Γ. ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΚΑ ΟΓΛΟΥ ΑΛΙΚΗ ΙΩΑΝΝΑ Α.Μ.: 1340200300145 ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ 2005 2006

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ Ι. ΟΡΙΣΜΟΣ ΙΙ. ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΙΙΙ. ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑ ΡΟΜΗ IV. ΤΟ ΑΡΘΡΟ 19 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ α) ΑΡΘΡΟ 19 1 εδ. α Σ. (i) Εσωτερικά και Εξωτερικά στοιχεία της Επικοινωνίας (ii) Το Περιεχόµενο της Επικοινωνίας (iii) Μυστικότητα και Απόρρητο (iv) Η «απολυτότητα» του Απαραβίαστου β) ΑΡΘΡΟ 19 1 εδ. β Σ. Περιπτώσεις Άρσης του Απορρήτου (i) Εκτελεστικός Νόµος (ii) ικαστική Εντολή (iii) Εγγυήσεις γ) ΑΡΘΡΟ 19 2 Σ. δ) ΑΡΘΡΟ 19 3 Σ. V. ΦΟΡΕΙΣ ΑΠΟ ΕΚΤΕΣ. ΠΕ ΙΟ ΙΣΧΥΟΣ ΑΡΘΡΟΥ 19 Σ. VI. Η ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΕ ΜΕΡΙΚΟΤΕΡΟΥΣ ΧΩΡΟΥΣ α) Η Επικοινωνία Στον Οικογενειακό Χώρο (i) Η Επικοινωνία Μεταξύ Γονέων, Τέκνων, Συγγενών (ii) Το απόρρητο της επικοινωνίας µεταξύ των συζύγων β) Το Απόρρητο της Επικοινωνίας των Εργαζοµένων γ) Η Επικοινωνία των Κρατουµένων δ) Η Επικοινωνία των Στρατευµένων VΙI. ΤΟ ΑΡΘΡΟ 8 ΤΗΣ Ε.Σ..Α α) Συσχέτιση άρθρου 8 Ε.Σ..Α και 19 Σ. β) Νοµολογία σχετική µε το άρθρο 8 Ε.Σ..Α VIII. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ IX. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Χ. ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ α) Ελληνική Νοµολογία β) Ευρωπαϊκή Νοµολογία 2

ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Το ακόλουθο πόνηµα, αποτελεί µία πρώτη προσέγγιση του ζητήµατος της «Συνταγµατικής Προστασίας της Επικοινωνίας». Αρχικά, υπάρχει αναφορά στον ορισµό και την έννοια της επικοινωνίας, καθώς και σε ειδικότερες διακρίσεις αυτής, µε την έννοια που θα µας απασχολήσει στη συνέχεια. Ακολούθως, γίνεται απόπειρα µιας σύντοµης, αλλά, όσο το δυνατό, πλήρους ιστορικής θεώρησης του θεµελιώδους ατοµικού δικαιώµατος στην ελληνική πολιτεία και, πιο συγκεκριµένα, στα Συντάγµατα από το 1844 έως το 1975. Η αναθεώρηση του 2001 προκάλεσε την εκ βάθρων ανανέωση της συνταγµατικής διάταξης, γεγονός που εξετάζεται ενδελεχώς στη συνέχεια, µε επιµέρους ανάλυση κάθε µίας των παραγράφων του άρθρου 19 Σ. Τέλος, υπάρχει συσχέτιση της ευρωπαϊκής πρόβλεψης σχετικά µε την επικοινωνία, µε την αντίστοιχη ελληνική και κάποια χρήσιµα συµπεράσµατα από αυτή την «αντιπαράθεση», αλλά και την εν γένει προβληµατική της έννοιας αυτής. Ι. ΟΡΙΣΜΟΣ: Επικοινωνία είναι η ανταλλαγή µηνυµάτων µεταξύ ατόµων. Κάθε µετάδοση από το απλό νεύµα µέχρι τα πολυσύνθετα µηνύµατα, που µεταφέρονται σήµερα από τα Μέσα Μαζικής Ενηµέρωσης, είναι στοιχεία της επικοινωνίας. Στα πλαίσια της γενικής αυτής έννοιας η επικοινωνία είναι στοιχείο που συναντάται τόσο στον άνθρωπο, όσο και στα ζώα ιδιαίτερα στα αγελαία. Στον άνθρωπο, η επικοινωνία έγινε µέσω λογικής έκφρασης, γεγονός που τον ξεχωρίζει από το ζωικό βασίλειο. Ωστόσο, δεν αποτελεί επικοινωνία µε την ενδιαφέρουσα έννοια η επαφή του ανθρώπου µε ζώα ή πράγµατα, η «επικοινωνία µε το Θείο» κλπ. 3

ΙΙ. ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ: Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η διάκριση της επικοινωνίας σε άµεση ή έµµεση και απόρρητη ή ανοιχτή. Άµεση ή προσωπική είναι η επικοινωνία που λαµβάνει χώρα µε φυσική παρουσία των ανθρώπων, σε αντίθεση µε την έµµεση ή ανταπόκριση όπου τα «επικοινωνούντα µέρη» δεν είναι σωµατικά παρόντα αλλά σε απόσταση, ώστε η εκ του σύνεγγυς επικοινωνία δεν είναι εφικτή. Για αυτό το λόγο χρησιµοποιούνται διάφορα µέσα επικοινωνίας, όπως τηλέφωνα, τηλεοµοιοτυπία (fax), αλληλογραφία, ηλεκτρονικό ταχυδροµείο (email) κλπ. Επιπλέον, µε βάση τη γνώση του περιεχοµένου της επικοινωνίας από τρίτους, υφίσταται διάκριση αυτής σε κρυφή και φανερή. Στην περίπτωση που οι επικοινωνούντες δεν επιθυµούν να καταστήσουν γνωστό το περιεχόµενο της µεταξύ τους επικοινωνίας σε τρίτους και, εφόσον δεν πρόκειται για επικοινωνία µεταξύ corpore παρόντων, τα µέρη δύνανται να επιλέξουν τα µέσα που µπορούν να εξασφαλίσουν τη µυστικότητα της επικοινωνίας. Τέλος, θα πρέπει να υπογραµµιστεί πως η κλασσική εφαρµογή του άρθρου 19 Σ., εντοπίζεται στην έµµεση - κρυφή επικοινωνία, αυτή που διαµείβεται εξ αποστάσεως, χωρίς ταυτόχρονη φυσική παρουσία των µερών. εν πρέπει να αποκλείεται, ωστόσο, από το πνεύµα του και η άµεση επικοινωνία, καθώς πρόθεση του νοµοθέτη είναι η προστασία του ατοµικού δικαιώµατος της επικοινωνίας εν γένει. ΙΙΙ. ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑ ΡΟΜΗ: Η Συνταγµατική προστασία της επικοινωνίας και, ειδικότερα, του απαραβίαστου της αλληλογραφίας µε άλλα πρόσωπα, πηγάζει από την κατοχύρωση του απαραβίαστου της ιδιωτικής σφαίρας του ατόµου. Στην Ελλάδα κατοχυρώθηκε Συνταγµατικά για πρώτη φορά στο άρθρο 14 του Σ. του 1844 («Το απόρρητο των επιστολών είναι απαραβίαστο»), κατά πιστή µετάφραση του άρθρου 22 του βελγικού Σ. του 1831. Οι αντιδράσεις, όσον αφορά στις παραβιάσεις του άρθρου αυτού, κατά τη διάρκεια της Οθωνικής περιόδου, ώθησε στον χαρακτηρισµό του απορρήτου των επιστολών ως 4

«απολύτως» απαραβίαστου, από το άρθρο 20 του Σ. του 1864, χωρίς να υπάρξει ιδιαίτερη ουσιαστικοποίηση της διάταξης. Ουδεµία αλλάγη δεν επέφερε στη διατύπωσή του ούτε το Σύνταγµα του 1911. Τα Συντάγµατα του 1927 (άρθρο 12) και 1952 (άρθρο 20), διεύρυναν τα όρια των µορφών επικοινωνίας που αυτά κάλυπταν, περιέλαµβάνοντας προσθήκες, που αφορούσαν νεώτερες µορφές από την επιστολή. Προσθήκες υπήρξαν και στο Σύνταγµα του 1975 (άρθρο 19), µε την πρόσθεση της λέξης «επικοινωνίας», δίπλα στη λέξη «ανταποκρίσεως», γεγονός που διευρύνει την προστασία σε κάθε µορφή έµµεσης και άµεσης επικοινωνίας. Επίσης, προστίθεται το επίθετο «ελεύθερη» για τον χαρακτηρισµό της ανταπόκρισης ή επικοινωνίας και, τέλος, το δεύτερο εδάφιο του ανωτέρω άρθρου, που θεσπίζει µία εξαίρεση στο, κατά τα άλλα, απολύτως απαραβίαστο της επικοινωνίας. Τα σχετικά µε την προστασία της επικοινωνίας και της ανταπόκρισης από το παρόν Σύνταγµα, αναλύονται αµέσως πιο κάτω. ΙV. ΤΟ ΑΡΘΡΟ 19 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ: Το άρθρο 19 του Συντάγµατος, µετά και την τελευταία αναθεώρηση (Απρίλιος 2001) προβλέπει: 1. Το απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας µε οποιονδήποτε άλλο τρόπο είναι απόλυτα απαραβίαστο. Νόµος ορίζει τις εγγυήσεις υπό τις οποίες η δικαστική αρχή δεν δεσµεύεται από το απόρρητο για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκληµάτων. 2. Νόµος ορίζει τα σχετικά µε τη συγκρότηση, τη λειτουργία και τις αρµοδιότητες ανεξάρτητης αρχής που διασφαλίζει το απόλυτο της παραγράφου 1. 3. Απαγορεύεται η χρήση αποδεικτικών µέσων που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση του άρθρου αυτού και των άρθρων 9 και 9Α. 5

ΙV.α) Το άρθρο 19 1 εδ. α Σ. Η ratio της ως άνω συνταγµατικής διάταξης είναι η προστασία του απορρήτου του µηνύµατος, που έχει ως µέληµα τη διασφάλιση της ελεύθερης προσωπικής επικοινωνίας - κατα κύριο λόγο της έµµεσης, καθώς τότε, συνηθέστερα, απαιτούνται µέσα επικοινωνίας, όπως αυτά που αναφέρονται στο αρθ. 19 1 - και αφορα σε τουλάχιστον δύο πρόσωπα, τον «ποµπό» και τον «δέκτη» του µηνύµατος µε οποιοδήποτε επικοινωνιακό µέσο και αν επιλεγεί. Η διάταξη είναι ευρύτατη και περιλαµβάνει στους κόλπους της, όχι µόνο όσα µέσα έχουν εφευρεθεί και εκµεταλεύονται από τον άνθρωπο, αλλά και όσα πρόκειται να ανακαλυφθούν, µε την απαραίτητη προΰπόθεση ότι αυτα είναι κατάλληλα για επικοινωνία µε οικειότητα. Στο τηλέφωνο, τον τηλέτυπο, την επιστολή κλπ. είναι αµφίβολο αν µπορούµε να συµπεριλάβουµε και το διαδίκτυο, που θεωρείται κατεξοχήν επικοινωνία σε δηµοσιότητα, σε αντίθεση µε το ηλεκτρονικό ταχυδροµείο, διότι, το τελευταίο, ενέχει ειδική διαδικασία φύλαξης του απορρήτου. (i) Εσωτερικά και Εξωτερικά Στοιχεία της Επικοινωνίας Αρχικά, αντικείµενο διαφωνίας αποτελεί το κατά πόσο, µέσω του αρθρου 19 Σ., προστατεύονται, σε ό,τι αφορά στο δικαίωµα του απαραβίαστου της επικοινωνίας, όχι µόνο τα εσωτερικά στοιχεία της επικοινωνίας, αλλά και τα εξωτερικά. Με τον όρο «εξωτερικά» νοούνται: το ονοµατεπώνυµο, η διεύθυνση, το επάγγελµα του παραλήπτη κ.ο.κ, όταν έχουµε να κάνουµε µε επιστολές, οι τηλεφωνικοί αριθµοί όταν πρόκειται για τηλεφωνικές συνδιαλέξεις κλπ. Η πρώτη άποψη τίθεται υπέρ της περιβολής των εξωτερικών στοιχείων µε συνταγµατική προστασία, ισοσταθµίζοντάς τα µε τα εσωτερικά στοιχεία. Εκ διαµέτρου αντίθετη είναι η δεύτερη άποψη, σύµφωνα µε την οποία δεν περιλαµβάνεται στην πρόθεση του συνταγµατικού νοµοθέτη η προστασία των ανωτέρω στοιχείων και, κατά συνέπεια, δεν απολαµβάνουν αντίστοιχης προστασίας. Λογικότερο φαίνεται να προκριθεί µία ενδιάµεση θέση, βάσει της οποίας τα εξωτερικά στοιχεία προστατεύονται από το άρθρο 19 Σ., όχι όµως µε την έννοια που αυτό προστατεύει τα εσωτερικά, για τον λόγο, ακριβώς, ότι αυτά είναι εµφανή. Αυτό θα έχει ως εύλογη συνέπεια την 6

άρση της συνταγµατικής προστασίας, όχι µε τους περιοριστικούς όρους του αρθ. 19 1 εδ. β µε την τήρηση της ειδικής διαδικασίας, παρά µε την κοινή εθνική νοµοθεσία. (ii) Το Περιεχόµενο Της Επικοινωνίας ιχογνωµία επικρατεί στη θεωρία και αναφορικά µε το αν αποτελεί το απόρρητο του µηνύµατος αντικείµενο προστασίας του άρθρου 19 Σ. και όχι αυτό καθεαυτό το περιεχόµενο του µηνύµατος, το οποίο γίνεται αντικείµενο προστασίας στο άρθρο 14 1 Σ. Μία πρώτη θεώρηση οδηγεί στο συµπέρασµα πως δεν ενδιαφέρει το περιεχόµενο του µηνύµατος. Η επικοινωνία προστατεύεται είτε το µήνυµα έχει προσωπικό χαρακτήρα είτε επαγγελµατικό, είτε αφορά τους επικοινωνούντες είτε τρίτους, είτε ακόµη ακόµη είναι σύννοµο ή παράνοµο. Ωστόσο, είναι νοµικά απαράδεκτο να υποστηριχτεί ότι το Σύνταγµα προσφέρει έρεισµα για τυχόν διεκπαιρέωση πράξεων αντίθετων προς αυτό, αλλά, µε αυτόν τον τρόπο, ελλοχεύει ο κίνδυνος αυθαιρεσιών και καταχρήσεων στην εφαρµογή της διάταξης αυτής. Έτσι, υπάρχει περιοριστική απαρίθµηση από την πλευρά του συνταγµατικού νοµοθέτη (άρθρο 19 1 εδ. β ) στους ικανούς λόγους για άρση του θεµελιωδους αυτού ατοµικού δικαιώµατος, οι οποίοι έγκεινται στην προστασία της εθνικής ασφάλειας, καθώς και στη διακρίβωση ιδιαιτέρως σοβαρών εγκληµάτων. (iii) Μυστικότητα - Απόρρητο Αναφέρθηκε πιο πάνω, πως ο σκοπός του άρθρου 19 Σ. επικεντρώνεται στην προστασία της κρυφής εξ αποστάσεως επικοινωνίας µεταξύ των µερών. Αυτή η παραδοχή µεταφράζεται πρακτικά στη σαφή διάκριση της τηρούµενης µυστικότητας, µεταξύ των επικοινωνούντων, και του απορρήτου του µηνύµατος. H, µεγάλης πρακτικής σηµασίας, διαφορά εντοπίζεται στο γεγονός, ότι η µυστικότητα αποτελεί πραγµατικό στοιχείο της απόρρητης επικοινωνίας και αφορά στο περιεχόµενό της, που εξωτερικεύεται µε την απόφαση των µερών να χρησιµοποιήσουν µέσα που θα τους την εξασφαλίσουν. Αντιθέτως, το απόρρητο αποτελεί νοµικό κατασκεύασµα, 7

θεµελιωµένο προκειµένου να προστατεύει τη δηλούµενη πρόθεση των ανθρώπων για µυστικότητα της πράξης της ανταπόκρισης και όχι του περιεχοµένου της. Αν τέτοια πρόθεση δεν υφίσταται δεν τίθεται και ζήτηµα προστασίας του απορρήτου αλλά ελευθερίας της έκφρασης. Αντιγνωµία εντοπίζεται και στο κατά πόσο τα προπαρασκευαστικά στάδια της επικοινωνίας, καθώς και τα µετέπειτα αυτής (όπως π.χ. το στάδιο πριν την ταχυδρόµηση της επιστολής ή µετά την ανάγνωσή της), προστατεύονται όπως ισχύει µε την πράξη αυτή καθεαυτή. Η επικρατούσα και πλησιέστερη, στη ratio της διάταξης, γνώµη δίνει καταφατική απάντηση. (iv) Η «Απολυτότητα» του Απαραβίαστου Αναφέρθηκε ήδη εκτενώς η νοµική κατοχύρωση της «µυστικότητας» από το Σύνταγµα διά του απορρήτου. Ο έλληνας συνταγµατικός νοµοθέτης, ωστόσο, ήδη από το 1864 προσέθεσε το επίρρηµα «απολύτως», προκειµένου να προσδιορίσει ακριβέστερα το µέγεθος της προστασίας του απαραβιάστου του απορρήτου. Η επιλογή αυτή δεν έµεινε, ωστόσο, ασχολίαστη από τη θεωρία. Έτσι, µία πρώτη θέση υποστηρίζει ότι πρόκειται για µία, ουσιαστικά, ανούσια προσθήκη. Κατά άλλους, η προσθήκη αυτή ανοίγει το ζήτηµα της άµεσης τριτενέργειας στο άρθρο 19 του Σ., καθώς επεκτείνει την ισχύ του, όχι µόνο στους φορείς δηµόσιας εξουσίας, αλλά και στους ιδιώτες. Τέλος, υποστηρίζεται και τρίτη άποψη, που αποδίδει αυξηµένη προστασία στο παρόν δικαίωµα, εν συγκρίσει µε φορείς άλλων ατοµικών δικαιωµάτων. ΙV.β) Το άρθρο 19 1 εδ. β Σ. (Περιπτώσεις Άρσης του Απορρήτου) Παρόλο που το απόρρητο των επιστολών και γενικότερα οποιασδήποτε ανταποκρίσεως χαρακτηρίζεται από το Σύνταγµα ως «απόλυτα απαραβίαστο», το εδ. β της παρ. 1 του άρθρου 19 του Σ. θέτει το απόρρητο υπό την ειδική επιφύλαξη του νόµου. Το «απόλυτα» δηλώνει τόσο την αποχή των κρατικών οργάνων από οποιαδήποτε προσβολή του απορρήτου της επικοινωνίας και για οποιονδήποτε λόγο, όσο και τη υποχρέωση διασφάλισης του απορρήτου της ελεύθερης επικοινωνίας εκ µέρους της κρατικής εξουσίας. 8

Η άρση του απορρήτου συνιστά τυπικό περιορισµό του συνταγµατικού δικαιώµατος και ως εκ τούτου το επίρρηµα «απόλυτα» που διατηρήθηκε στο νέο Σύνταγµα δεν εναρµονίζεται µε τις προβλεπόµενες από το άρθρο εξαιρέσεις που δεν υπήρχαν στα προηγούµενα Συντάγµατα. Το ισχύον Σύνταγµα ορίζει ότι η δικαστική αρχή δε δεσµεύεται από το απόρρητο α) για λόγους εθνικής ασφαλείας και β) για τη διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκληµάτων. Η έννοια της «εθνικής ασφάλειας» θα πρέπει να θεωρηθεί ότι περιλαµβάνει αποκλειστικά οτιδήποτε αφορά στην προάσπιση της χώρας έναντι των εξωτερικών κινδύνων κι όχι γενικά στην δηµόσια ασφάλεια. Όσον αφορά στην έννοια των «ιδιαίτερα σοβαρών εγκληµάτων» θα πρέπει να εκληφθεί ως στενότερη εκείνης του κακουργήµατος, ενώ ελάχιστα πληµµελήµατα θα µπορούσαν κατ εξαίρεση να θεωρηθούν ως «ιδιαίτερα σοβαρά», όπως απαιτεί το Σύνταγµα. Σε κάθε περίπτωση, η διάταξη του άρθρου προϋποθέτει τελεσµένο έγκληµα και όχι προπαρασκευαστικές πράξεις. Ο κίνδυνος καταστρατήγησης της διάταξης αυτής είναι προφανής και η αναφορά του συντακτικού νοµοθέτη στον καθορισµό, από τον κοινό νοµοθέτη, των «εγγυήσεων», υπό τις οποίες αίρεται το απόρρητο της επικοινωνίας, συνεπάγεται τα εξής : (i) Εκτελεστικός Νόµος Ο περιορισµός αυτός µπορεί να εισαχθεί µόνο µε γενικό νόµο (τυπικό ή κανονιστική πράξη ύστερα από νοµοθετική εξουσιοδότηση) και πρέπει να προσδιορίζει συγκεκριµένα και σαφή κριτήρια, που οφείλει να λάβει υπόψιν η δικαστική αρχή, κατά την λήψη της απόφασης για την άρση του απορρήτου, την σχετική διαδικασία, καθώς και τη χρονική διάρκεια της άρσης. (ii) ικαστική Εντολή Για την παραβίαση του απορρήτου απαιτείται προηγούµενη εντολή αρµόδιου δικαστικού λειτουργού (Βλ. άρθρα 87 91 Σ.), π.χ. ο ανακριτής, ο εισαγγελέας, ο πταισµατοδίκης ή ο ειρηνοδίκης. Επιπλέον, ο περιορισµός 9

αυτός µπορεί να εφαρµοστεί µόνο από το ικαστήριο και όχι από τη διοίκηση, αν και η διοίκηση µπορεί να υποβάλλει σχετική αίτηση στις δικαστικές αρχές. (iii) Εγγυήσεις Η άρση του απορρήτου πρέπει να συνοδεύεται από εγγυήσεις οι οποίες αφενός, περιστέλλουν τον τρόπο και τις συνέπειες από την άσκηση της στο µέτρο του αναγκαίου και αφετέρου, αποτρέπουν την πρόσβαση σε οποιαδήποτε επικοινωνία προσώπων πέραν από αυτήν που καθορίζεται στην απόφαση για την άρση του απορρήτου. Όπως προκύπτει από τους λόγους για τους οποίους επιτρέπεται η παραβίαση του απορρήτου, αυτή είναι δυνατή στο πλαίσιο της ποινικής σχέσης ως ειδικής κυριαρχικής σχέσης και όχι στο πλαίσιο της γενικής κυριαρχικής σχέσεις κράτους πολιτών. Ως εκ τούτου, η άρση επιτρέπεται για τα συγκεκριµένα πρόσωπα και τους συγκεκριµένους λόγους, ενώ σε καµία περίπτωση δεν επιτρέπεται εφόσον γίνεται γενικά και αόριστα, για παράδειγµα παρακολούθηση τηλεφώνων για λόγους εθνικής ασφαλείας γενικά και αόριστα. Με τις ανωτέρω εγγυήσεις µπορεί να περιοριστεί ο κίνδυνος καταστρατήγησης του συνταγµατικά κατοχυρωµένου ατοµικού δικαιώµατος της ελεύθερης επικοινωνίας. Εξάλλου, οποιαδήποτε απόφαση για παραβίαση του απορρήτου της επικοινωνίας περιορίζεται περαιτέρω από την αρχή της αναλογικότητας και της µη προσβολής του πυρήνα του δικαιώµατος. Τέλος, περιορισµό του ατοµικού δικαιώµατος συνιστά και η δυνατότητα αναστολής του άρθρου 19 Σ. που εισάγει το άρθρο 48 1 Σ. Η αναστολή επιτρέπεται βάσει της ειδικής σχέσης που προκύπτει από τη εφαρµογή του άρθρου 48 Σ. (κατάσταση πολιορκίας). ΙV.γ) Το άρθρο 19 2 Σ. Με την αναθεώρηση του Απριλίου 2001 προστέθηκαν στο άρθρο 19 Σ. οι παράγραφοι 2 και 3. Η πρώτη εκ των δύο είχε σαφή προσανατολισµό τη 10

δηµιουργία µιας ανεξάρτητης αρχής, η οποία θα συνδράµει, µε τη σειρά της, στην εξασφάλιση του απορρήτου των επικοινωνιών. Αποτελεί αντικειµενική πραγµατικότητα η ολοένα και αυξανόµενη απειλή και διασάλευση της οµαλής επικοινωνίας στη σύγχρονη εποχή των νέων τεχνολογιών και των τεράστιων πολιτικοοικονοµικών συµφερόντων. Ο νοµοθέτης, λοιπόν, αντιλαµβανόµενος τη σπουδαιότητα του απορρήτου και την αδήριτη ανάγκη για περαιτέρω θωράκισή του, κοντά στις συνταγµατικές διατάξεις, την κοινή εθνική νοµοθεσία, αλλά και την ευρωπαϊκή µέριµνα, προέβλεψε τη συγκρότηση, τις αρµοδιότητες και τη λειτουργία της αρχής αυτής, η οποία, επιπλέον, επισφραγίζεται από το άρθρο 101Α Σ. Η τελευταία διάταξη αποτελεί, και αυτή, νεωτερισµό της τελευταίας αναθεώρησης και θέτει τους όρους επιλογής των µελών στις ανεξάρτητες διοικητικές αρχές, όπως επίσης και τα σχετικά µε την επιλογή τους ( ιάσκεψη των Προέδρων της Βουλής όπως ορίζονται στον Κανονισµό της Βουλής) και την προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία τους. Εξάλλου, η αναφορά του άρθρου 19 2 Σ. στις αρµοδιότητες που η ανεξάρτητη αρχή θα πρέπει να έχει, ώστε να διασφαλίζεται το απόρρητο, επιτάσσει από το νόµο που θα την θεσπίσει, αυξηµένες αρµοδιότητες για να µην είναι η θέση της απλώς διακοσµητική. Άξίζει να σηµειώσουµε ότι ο συνδυασµός των παραγράφων 1 εδ. β και 2 του άρθρου 19 Σ., µας οδηγεί στο συµπέρασµα ότι δεν υποκαθίστανται οι δικαστικές αρχές, από τη νεοσύστατη, ανεξάρτητη αρχή στην άρση ή µη του απορρήτου υπό συγκεκριµένες συνθήκες κι αυτό, διότι η αποστολή της περιορίζεται στον προληπτικό έλεγχο των αρµόδιων φορέων και την επιβολή διοικητικών κυρώσεων προς αυτούς. Με το ν. 3115/2003 θεσπίστηκε επίσηµα η «Αρχή ιασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών» (Α..Α.Ε), ανεξάρτητη αρχή, µε διοικητική αυτοτέλεια, που φέρει τα στοιχεία που καθορίζονται εκ του αρ.19 2 Σ. ΙV.δ) Το άρθρο 19 3 Σ. Η δεύτερη νεωτερική διάταξη του αναθεωρητικού νοµοθέτη και τρίτη, κατά σειρά, στο άρθρο 19 Σ. είναι αυτή της προστασίας από τη χρήση παράνοµα κτηθέντων αποδεικτικών µέσων, κατά παράβαση των συνταγµατικών 11

διατάξεων των άρθρων 19, 9 και 9Α Σ. Η ανωτέρω θέση σε συνδυασµό µε το εδ. β της 1 του άρθρου 19 Σ., που προβλέπει περιοριστικά τους λόγους άρσης του απορρήτου, έχει οδηγήσει σε διχασµό τη θεωρία. Από τη µία πλευρά, βρίσκονται οι υποστηρικτές της άποψης, πως η συνταγµατική διάταξη είναι ρητή και κατηγορηµατική και δεν αφήνει περιθώρια αµφισβήτησης, αποκλείοντας την αξιοποίηση παρανόµως συλλεγέντων αποδεικτικών στοιχείων σε οποιαδήποτε διαδικασία και ενώπιον οποιουδήποτε οργάνου, χωρίς, µάλιστα, την ανάγκη θέσπισης εκτελεστικού νόµου, αφού αυτή κρίνεται κανονιστικά πλήρης και άµεσης εφαρµογής. Στη συγκεκριµένη άποψη, δε λαµβάνεται υπόψη η πρόθεση χρήσης των παρανόµως συλλεγέντων αποδεικτικών µέσων, αν, δηλαδή, πρόκειται να χρησιµεύσουν στην καταδίκη ή την αθώωση ενός ανθρώπου. Επιπλέον, αυτή η πρόβλεψη του Συντάγµατος δεν κάµπτεται ούτε από άλλες διατάξεις αυτού, εκτός φυσικά του ίδιου του αρθρου 19 1 εδ. β. Η άλλη άποψη αναφέρει, ότι δεν περιλαµβάνεται στην πρόθεση του νοµοθέτη η ριζική και άτεγκτη απόρριψη χρήσης παράνοµων αποδεικτικών µέσων, ενώ αποδοκιµάζει και την πρόκριση του άρθρου 19 3 Σ., έναντι άλλων συνταγµατικών σταθµίσεων, που αφορούν στο δικαίωµα έννοµης προστασίας και δικαστικής ακρόασης. Η δεύτερη αυτή άποψη εναποθέτει στο δικαστή τον δύσκολο ρόλο να σταθµίσει τα συγκρουόµενα δικαιώµατα και να προτιµήσει τη µία ή την άλλη συνταγµατική οδό. Όπως προαναφέρθηκε, δεν επιτρέπεται η συγκέντρωση ή η αξιοποίηση από το ικαστήριο παράνοµων αποδεικτικών µέσων (αποδεικτικές απαγορεύσεις, άρθρα 19 3 Σ., 177 2 Κ.Π..). Ωστόσο, κατ εξαίρεση ακόµα και αυτής της απόλυτης αποδεικτικής απαγόρευσης του Συντάγµατος, είναι δυνατή η αξιοποίηση ενός, κατά την εν λόγω διάταξη, παρανόµως αποκτηθέντος αποδεικτικού µέσου, αν αυτός είναι ο µόνος και όχι δυσανάλογος (σε σχέση µε τον επιδιωκόµενο σκοπό, κατά το άρθρο 25 1 εδ. δ Σ.), τρόπος για να αποδείξει ο κατηγορούµενος την αθωότητά του. Σε αντίθετη περίπτωση, θα επρόκειτο για προσβολή της αξίας του ανθρώπου (άρθρο 2 1 Σ.), αφού η συνειδητή καταδίκη ενός αθώου, για έγκληµα το οποίο στην πραγµατικότητα δεν έχει τελέσει, θα δηµιουργούσε µια επίφαση «τιµωρίας του εγκλήµατος», δηλαδή θα υποβίβαζε τον άνθρωπο σε µέσο προς επίτευξη ενός (εν προκειµένω: αµφιλεγόµενου) σκοπού. Για τον λόγο αυτό, άλλωστε, 12

δικαιολογηµένη (κατά το άρθρο 270Α 4 Π.Κ.) η χρήση παρανόµως κτηθεισών πληροφοριών ή µαγνητοταινιών, κατά τις παραγράφους 1 και 2 του ίδιου άρθρου. Η µαγνητοφώνηση τηλεφωνικής συνοµιλίας του ενός από τους συνοµιλητές δεν παραβιάζει το άρθρο 19 Σ., ούτε και το 9 1 εδ. β Σ. στο µέτρο που ο µαγνητοφωνούµενος, έστω εν αγνοία του δεν έχει εκφραστεί για ζητήµατα απτόµενα του ιδιωτικού ή οικογενειακού του βίου, αλλά για θέµατα άσχετα (π.χ. παραδέχεται την τέλεση εγκλήµατος από τον ίδιο ή τρίτο). Εάν, αντίθετα, ο κατά τον τρόπο αυτό µαγνητοφωνούµενος λόγος αφορά ιδιωτικά ή οικογενειακά θέµατα, τότε η χρησιµοποίηση της µαγνητοταινίας ως αποδεικτικού µέσου είναι απαγορευµένη σε κάθε περίπτωση, αφού η αδιάστικτη διατύπωση της νέας παραγράφου 3 του άρθρου 19 του Σ., δεν αφήνει περιθώρια εξαιρέσεων. (Βλ. σχετική νοµολογία: (α) Α.Π. 1/2001 Α Τακτική Ολοµέλεια σχετικά µε την εν αγνοία και χωρίς τη συναίνεση ενός των συνοµιλητών µαγνητοφώνηση ιδιωτικής συνοµιλίας., (β) Α.Π. 1317/2001 σχετικά µε το ότι δεν στοιχειοθετείται αξιόποινη πράξη, η µαγνητοσκόπηση των µελών της ιοίκησης Ιδρύµατος ή Ιερού Ναού, κατά την εκτέλεση των υπηρεσιακών τους καθηκόντων από κρυφή κάµερα για καταγραφή στοιχείων υπεξαίρεσης σε βαθµό κακουργήµατος., (γ) Α.Π. 42/2004., (δ) Α.Π. (Ολοµ.) 9/1994 σχετικά µε παράνοµα ληφθείσα µαγνητοταινία ως αποδεικτικό µέσο σε υπόθεση βιασµού κατ εξακολούθηση. V. ΦΟΡΕΙΣ ΑΠΟ ΕΚΤΕΣ. ΠΕ ΙΟ ΙΣΧΥΟΣ ΑΡΘΡΟΥ 19 Σ.: Φορέας ή υποκείµενο του δικαιώµατος της απόρρητης επικοινωνίας είναι τόσο κάθε Έλληνας πολίτης, όσο και αλλοδαποί και ανιθαγενείς, εφόσον δεν υφίσταται σχετική διάκριση στο Σύνταγµα. Η κατοχύρωση αυτού του ατοµικού δικαιώµατος ισχύει όχι µόνο για τα φυσικά πρόσωπα, αλλά και τα νοµικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου. ιχογνωµία επικρατεί στη θεωρία σχετικά µε το εάν µπορούν να είναι φορείς του δικαιώµατος τα νοµικά πρόσωπα δηµοσίου δικαίου. Σύµφωνα µε την παραδοσιακή νοµική θεωρία, το απόρρητο της επικοινωνίας αποτελεί «δηµόσιο δικαίωµα στρεφόµενο κατά της κρατικής εξουσίας». Τηρουµένων των αναλογιών, στη σύγχρονη έννοµη τάξη πρόκειται 13

για αντικειµενική αρχή του δικαίου, που ρυθµίζει τη συνολική νοµική ζωή. Εποµένως, στην περίπτωση του απορρήτου γίνεται περισσότερο εµφανής η ανάγκη προστασίας όχι µόνο των ιδιωτών αλλά και των δηµόσιων φορέων. Σύµφωνα µε την 3922 / 2005 απόφαση του ΣτΕ όχι µόνο οι ιδιώτες αλλά και τα δηµόσια πρόσωπα, όπως για παράδειγµα οι δηµοτικοί άρχοντες, που εκλέγονται µε άµεση ψηφοφορία από το λαό, έχουν δικαίωµα προστασίας της και σεβασµού της ιδιωτικής τους ζωής, έτσι ώστε να διασφαλίζεται και σε αυτά µια σφαίρα «ιδιωτικότητας». Αναµφίβολα, στο πεδίο της ιδιωτικής ζωής του ατόµου, περιλαµβάνεται και η ερωτική του ζωή. Τέλος, φορείς του δικαιώµατος µπορούν να είναι και ενώσεις χωρίς νοµική προσωπικότητα, όπως πολιτικά κόµµατα, εφόσον συµµετέχουν στη διεξαγωγή της επικοινωνίας. Αποδέκτες του δικαιώµατος της απόρρητης επικοινωνίας θα πρέπει να θεωρηθούν τόσο η κρατική εξουσία, όσο και οι ιδιώτες, εφόσον υπό τις σηµερινές συνθήκες, διακινδύνευση µπορεί να προέλθει και από τους τελευταίους, π.χ. µε την κινητή τηλεφωνία που ανήκει στον ιδιωτικό τοµέα, µε τις ιδιωτικές εταιρίες courier κ.λ.π. Η τεχνολογική εξέλιξη παρέχει τη δυνατότητα υποκλοπής, ιδίως όσον αφορά στις τηλεφωνικές συνδιαλέξεις, ακόµη και από ιδιώτες µε διαφορετικά κίνητρα ο καθένας. Ακόµα και πριν την Συνταγµατική αναθεώρηση του 2001, θα ήταν αδιανόητη η προσαγωγή και επίκληση παράνοµου αποδεικτικού µέσου, αποκτηµένου µε παραβίαση του απορρήτου της επικοινωνίας από ιδιώτες (Α.Π. 130 / 1996). Εξάλλου, µετά την αναθεώρηση του Συντάγµατος και την προσθήκη της νέας παραγράφου 19 3 του Σ., το απαράδεκτο απορρέει απευθείας από τη συνταγµατική προστασία του απορρήτου της επικοινωνίας. VI. Η ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΕ ΜΕΡΙΚΟΤΕΡΟΥΣ ΧΩΡΟΥΣ: VI. α) Η Επικοινωνία Στον Οικογενειακό Χώρο (i) Η Επικοινωνία Μεταξύ Γονέων, Τέκνων, Συγγενών 14

Υπάρχει δικαίωµα προσωπικής επικοινωνίας µεταξύ συγγενών. Ο πατέρας δε δικαιούται να παραβιάζει το απόρρητο της επικοινωνίας των τέκνων. Επίσης, ο πατέρας δεν έχει τη δυνατότητα να αποκλείει την επικοινωνία της µητέρας και πρώην συζύγου του µε το τέκνο τους, διότι η µητέρα είναι ελευθέρων ηθών. Στοιχεία που αφορούν την ποιότητα της ιδιωτικής ζωής της µητέρας ή το επάγγελµα της, δεν είναι δυνατόν να καθορίζουν τη σχέση µητρότητας. Η γενικότερη συµπεριφορά της µητέρας δεν µπορεί να επηρεάζει την επικοινωνία της µε το τέκνο καθεαυτή, αλλά κάποια επιµέρους στοιχεία της επικοινωνίας, όπως τη συχνότητα, τις συνθήκες της επικοινωνίας κλπ. Η µητέρα δεν δικαιούται να αποκλείσει την επικοινωνία του ανήλικου παιδιού της µε τους γονείς του αποβιώσαντος συζύγου της και φυσικού πατέρα του τέκνου. Το ίδιο δεν δικαιούται να πράξει και ο πατέρας. Στο άρθρο 21 1 του Σ. αναγνωρίζεται και προστατεύεται ο θεσµός της οικογένειας και µε την ευρύτερη έννοια, το δικαίωµα το µελών της οικογένειας να επικοινωνούν µεταξύ τους. Η επικοινωνία αυτή στο πλαίσιο της οικογενειακής σχέσεις, ως σχέσης που στηρίζεται στο δεσµό αίµατος, διαµορφώνεται βάσει επιµέρους στοιχείων όπως ο βαθµός συγγένειας. Σε περίπτωση αποκλεισµού της επικοινωνίας του ανηλίκου µε τους εξ αίµατος κατ ευθεία γραµµή ανιόντες, προσβάλλεται το δικαίωµα επικοινωνίας όσο του ανηλίκου, όσο και των ανιόντων. (ii) Το απόρρητο της επικοινωνίας µεταξύ των συζύγων Τη νοµολογία ιδιαίτερα έχει απασχολήσει το ζήτηµα του απορρήτου της επικοινωνίας µεταξύ των συζύγων και κυρίως εάν είναι δυνατή η χρήση µαγνητοταινίας από την οποία προκύπτει ότι σύζυγος δεν τήρησε τη συζυγική πίστη. Παλαιότερα, γινόταν δεκτό ότι η διάταξη του άρθρου τύγχανε εφαρµογής µόνο στις σχέσεις κράτους πολιτών. Ως εκ τούτου, ήταν δυνατή η επίκληση τέτοιου είδους αποδεικτικού µέσου, εφόσον δεν παρείχε προστασία η συνταγµατική διάταξη στις συζυγικές σχέσεις. Η αποδοχή, όµως, της διαπροσωπικής ενέργειας («τριτενέργειας») σήµαινε και την εφαρµογή του απορρήτου της επικοινωνίας µεταξύ των συζύγων. Βασική προϋπόθεση εφαρµογής του απορρήτου στη συζυγική σχέση, αποτελεί η θεσµική 15

προσαρµογή του δικαιώµατος, ώστε να µην καταλήγει στην ανατροπή του θεσµού του γάµου, ο οποίος επίσης προστατεύεται συνταγµατικά. Η συζυγική πίστη αποτελεί αντικειµενικό στοιχείο του θεσµού του γάµου και, εποµένως, το δικαίωµα του απορρήτου δεν εκτείνεται σε θέµατα συζυγικής πίστης. Επιπλέον, οτιδήποτε στη συζυγική σχέση είναι κοινό κατά το άρθρο 21 του Σ., δεν µπορεί να είναι απόρρητο, κατά το άρθρο 19 1 εδ. α του Συντάγµατος. Συµπερασµατικά, θα µπορούσε να λεχθεί ότι στο πλαίσιο της συζυγικής σχέσης, ισχύει το απόρρητο της επικοινωνίας για όλα τα ζητήµατα που δεν συνδέονται µε αντικειµενικά στοιχεία του θεσµού του γάµου, π.χ. το επαγγελµατικό απόρρητο ισχύει και µεταξύ των συζύγων. VI. β) Το Απόρρητο της Επικοινωνίας των Εργαζοµένων Σύµφωνα µε το άρθρο 19 του Σ. το απόρρητο των επιστολών, και οποιοσδήποτε άλλος τρόπος ελεύθερης επικοινωνίας, είναι «απόλυτα απαραβίαστο». Πρόκειται για ανοµοιογενή αντίθεση ανάµεσα στο σχετικό δικαίωµα, που αφορά στην ιδιωτική ζωή του ανθρώπου και στο περιεχόµενο της σχέσης εργασίας, που αναφέρεται στη οικονοµική και επαγγελµατική ζωή. Από την έλλειψη αιτιώδους συνάφειας προκύπτει ότι δεν επιτρέπεται ο περιορισµός του δικαιώµατος στην ιδιωτική ζωή, στο πλαίσιο της σχέσης εργασίας. Ο εργοδότης δεν δικαιούται να παραβιάζει τις επιστολές των εργαζοµένων. VI. γ) Η Επικοινωνία των Κρατουµένων Οι κρατούµενοι απολαύουν το ατοµικό δικαίωµα του άρθρου 19 του Σ. Το γεγονός ότι βρίσκονται στη φυλακή, δεν συνεπάγεται στέρηση της επικοινωνίας µε όσους βρίσκονται εκτός αυτής. Εποµένως, οι φυλακισµένοι έχουν το δικαίωµα της απόρρητης επικοινωνίας. Κατ εξαίρεση, για τους ποινικούς κρατούµενους, υπάρχει δυνατότητα κάµψης του απορρήτου για την διαπίστωση τέλεσης ιδιαίτερα σοβαρών εγκληµάτων. Πρακτικές δυσχέρειες που αφορούν στην άσκηση του δικαιώµατος, όπως π.χ. συχνότητα, διάρκεια 16

της επικοινωνίας κλπ., προκύπτουν από τον ίδιο τον εγκλεισµό των κρατουµένων. Συµπερασµατικά, η φυλάκιση δεν συνεπάγεται στέρηση του δικαιώµατος επικοινωνίας και οι αρχές οφείλουν να διασφαλίζουν στους φυλακισµένους ταχυδροµείο και επισκεπτήριο (ν. 1851 / 1989 ΦΕΚ Α 122, άρθρα 49 56). VI. δ) Η Επικοινωνία των Στρατευµένων Η στράτευση δεν επηρεάζει το δικαίωµα απόρρητης επικοινωνίας, ενώ υπάρχει η δυνατότητα άρσης του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας, που πηγάζει απευθείας από το Σύνταγµα. Το δικαίωµα του απορρήτου των στρατευµένων δεν υπόκειται σε κανέναν θεσµικό περιορισµό. VΙI. Το άρθρο 8 της ΕΣ Α: Το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύµβασης ικαιωµάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ..Α) προβλέπει: 1. Παν πρόσωπον δικαιούται εις τον σεβασµόν της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του, της κατοικίας του και της αλληλογραφίας του. 2. εν επιτρέπεται να υπάρξει παρέµβασις δηµόσιας αρχής εν τη ασκήσει του δικαιώµατος τούτου, εκτός αν η επέµβασις αυτή προβλέπεται υπό του νόµου και αποτελεί µέτρον, το οποίον εις µιαν δηµοκρατικήν κοινωνίαν είναι αναγκαίον διά την εθνικήν ασφάλειαν, τη δηµόσιαν ασφάλειαν, την οικονοµικήν ευηµερίαν της χώρας, την προάσπισιν της τάξεως και την πρόληψιν ποινικών παραβάσεων, την προστασία της υγείας ή της ηθικής ή την προστασίαν των δικαιωµάτων και ελευθεριών άλλων. VII. α) Συσχέτιση άρθρου 8 Ε.Σ..Α και 19 Σ. 17

Εκ των προεκτεθέντων µπορούµε να παρατηρήσουµε ότι η επικοινωνία, είτε άµεση είτε έµµεση, γίνεται αντικείµενο προστασίας, όπως, ακριβώς, συµβαίνει και µε το ελληνικό συνταγµατικό κείµενο. Επιπλέον, παρατηρείται και η προσθήκη κάποιων, όχι αµελητέων, επιφυλάξεων, που σκοπό έχουν τη διαφύλαξη άλλων αγαθών και δικαιωµάτων, κυρίως αναφορικά µε την ποινική δικονοµική αντιµετώπιση της συλλογής αποδεικτικών µέσων. Παρόµοια εικόνα µε αυτή του άρθρου 8 2 Ε.Σ..Α, παρατηρείται και στο ελληνικό Σύνταγµα του 2001, πλην όµως, οι περιορισµοί που τίθενται από τον έλληνα συνταγµατικό νοµοθέτη δεν παρουσιάζουν τέτοια έκταση και γενίκευση, γεγονός που καθιστά αυστηρότερες τις προΰποθέσεις του Συντάγµατος, σε ό,τι αφορά στην άρση του απορρήτου των επικοινωνιών. VII. β) Νοµολογία σχετική µε το άρθρο 8 Ε.Σ..Α Ο σκοπός του άρθρου 8 Ε.Σ..Α. «είναι κατ ουσίαν αυτός της προστασίας του ατόµου εναντίον κάθε αυθαίρετης παρέµβασης εκ µέρους των κρατικών αρχών» (Ε Α Απόφαση 23.7.1968), έτσι ώστε κάθε εξαίρεση από το δικαίωµα προστασίας των προσωπικών δεδοµένων να επιτρέπεται µόνο εφόσον είναι αναγκαία ή απαραίτητη σε µια δηµοκρατική κοινωνία. Οποιαδήποτε εξαίρεση πρέπει να θεµελιώνεται σε νόµο, ο οποίος πρέπει να είναι «προσβάσιµος» και «προβλέψιµος» (Ε Α Αποφάσεις: Groppera Radio A.G. της 28.3.1990, Barthold της 25.3.1985, Kruslin της 24.4.1990 και Chappel της 30.3.1989). Η νοµική προστασία πρέπει να διασφαλίζεται ιδιαίτερα στις περιπτώσεις στις οποίες η εκτελεστική εξουσία ασκείται εν κρυπτώ, όπως στα µέτρα µυστικής παρακολούθησης των τηλεπικοινωνιών. Σε αυτές τις περιπτώσεις «.θα ήταν αντίθετο προς το κράτος δικαίου εάν η διακριτική ευχέρεια που παραχωρείται στην εκτελεστική εξουσία εκφραζόταν ως ανεξέλεγκτη δύναµη. Ως εκ τούτου, ο νόµος πρέπει να υποδεικνύει µε επαρκή σαφήνεια το πεδίο αλλά και τον τρόπο εφαρµογής της διακριτικής ευχέρειας που παραχωρείται στις αρµόδιες αρχές, έχοντας υπόψιν το νόµιµο σκοπό που εξυπηρετεί το εν λόγω µέτρο, ώστε να παράσχει στο άτοµο επαρκή προστασία εναντίον κάθε αυθαίρετης παρέµβασης.» (Ε Α Απόφαση «Malone» της 2.8.1984, και επίσης Ε Α 18

Απόφαση «Sunday Times» της 26.4.1979, Ε Α Απόφαση «Valenzuela Contreras» της 30.7.1998). VIII. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: Συνεκτιµώντας τα προαναφερθέντα, αλλά και προβαίνοντας σε µια συνολίκη θεώρηση του σύγχρονου τρόπου ζωής, κυρίως στις τεχνολογικά προηγµένες χώρες, εύλογα καταλήγουµε στο συµπέρασµα της ύψιστης σηµασίας της επικοινωνίας και ανταπόκρισης. Ο κόσµος της αποξένωσης και της αποµόνωσης έγινε ο κανόνας στις µέρες µας. Όµως και ο άνθρωπος από τη φύση του είναι φύσει κοινωνικό ον, προορισµένο να αναζητά την επαφή και τη συντροφικότητα και να επιτυγχάνει µεγάλα βήµατα προόδου διαµέσου αυτής. Η τεχνητή κλίση και η φυσική ροπή του ανθρώπου έρχονται σε σύγκρουση και η επιστήµη του ικαίου συµβάλλει µε τις διατάξεις και τον ορθό λόγο της στην προστασία του υπέρτατου αγαθού της επικοινωνίας, η οποία, µε τη σειρά της, αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο της πνευµατικής ελευθερίας και της ανάπτυξης της προσωπικότητας. Είναι γεγονός πως η ελληνική έννοµη τάξη κινείται στον ορθό δρόµο γεγονός που επιτρέπει να αισιοδοξούµε ότι οι υπάρχουσες αντιγνωµίες και διαφωνίες µόνο εποικοδοµητικές και γόνιµες µπορούν να αποβούν για την κοινωνία και τη θέση της στον ευρωπαϊκό και παγκόσµιο χάρτη. 19

IX. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Αλιβιζάτος Νικόλαος Ν., Εισαγωγή στην Ελληνική Συνταγµατική Ιστορία Σηµειώσεις Πανεπιστηµιακών Παραδόσεων τ.α, Αθήνα Κοµοτηνή 1981. Aνδρουλάκης Ν., «Θεµελιώδεις έννοιες της Ποινικής δίκης Γ'», Αθήνα - Κοµοτηνή 1979 σελ. 175 επ. Βενιζέλος Ευ., «Το Αναθεωρητικό Κεκτηµένο - Το συνταγµατικό φαινόµενο στον 21ο αιώνα και η εισφορά της αναθεώρησης του 2001», Αθήνα - Κοµοτηνή 2002. αγτόγλου Π.., «Συνταγµατικό ίκαιο - Ατοµικά ικαιώµατα Α'», Αθήνα - Κοµοτηνή 1991. αλακούρας Θ., «Η αποδεικτική απαγόρευση αξιοποιήσεως των αθέµιτων φωνοληψιών και απεικονίσεων κατ' άρθρο 370 δ 2 ΠΚ, αρθρ. 31 ν. 1941/1991». ηµητρόπουλος Ανδρ., «Συνταγµατικά ικαιώµατα, Ειδικό Μέρος, Παραδόσεις Συνταγµατικού ικαίου τόµος III ΗΜ. Β», Αθήνα 2005. Καµίνης Γ., «Το απόρρητο της τηλεφωνικής επικοινωνίας: Η συνταγµατική προστασία και η εφαρµογή της από τον ποινικό νοµοθέτη και τα δικαστήρια», ΝοΒ 43 (1995) σελ. 505-522 και «Παράνοµα αποδεικτικά µέσα και συνταγµατική κατοχύρωση των ατοµικών δικαιωµάτων - Οι αποδεικτικές απαγορεύσεις στην ποινική και την πολιτική δίκη», Αθήνα - Κοµοτηνή 1996. Καρράς Αργ., «Ποινικό ικονοµικό ίκαιο», Αθήνα - Κοµοτηνή 1996. Κατρούγκαλος Γ., «Αναθεώρηση των κλασσικών δικαιωµάτων και εγγυήσεων» σε Τσάτσου. / Βενιζέλου Ευ. / Κοντιάδη Ξ. (επιµ.). Το Νέο Σύνταγµα - Πρακτικά Συνεδρίου για το αναθεωρηµένο Σύνταγµα του 1975/1986/2001, Αθήνα - Κοµοτηνή, 2001. Μάνεσης Α., «Ατοµικές Ελευθερίες 4η Έκδοση, Αθήνα - θεσ/κη 1982. Ορφανουδάκης Σαρ., «Η αρχή της αναλογικότητας στην ελληνική έννοµη τάξη», Αθήνα - θεσ/κη 2003. Παραράς Πέτρος Ι., «Σύνταγµα και Ευρωπαϊκή Σύµβαση ικαιωµάτων του Ανθρώπου, εύτερη Έκδοση» Αθήνα - Κοµοτηνή 2001 και «Ατοµικά και Κοινωνικά ικαιώµατα» σελ. 292 294. 20

Σατλάνης Χρ., «Η µαγνητοταινία ως αποδεικτικό µέσο στην ποινική δίκη» Αθήνα - Κοµοτηνή 1996 και «Εισαγωγή στο ίκαιο της ιεθνούς Προστασίας των Ανθρωπίνων ικαιωµάτων». Στράγγα-Ηλιοπούλου Τζ., «Χρήση παρανόµως κτηθέντων αποδεικτικών µέσων και δικαίωµα υπεράσπισης του κατηγορουµένου», Αθήνα - Κοµοτηνή 2003. Χριστοδούλου Κ.Ν., «Ηλεκτρονικά έγγραφα και ηλεκτρονική δικαιοπραξία», Αθήνα - Κοµοτηνή 2001. Χρυσόγονος Κ., «Μια βεβαιωτική αναθεώρηση - Η αναθεώρηση των διατάξεων του Συντάγµατος γιο τα ατοµικά και κοινωνικά δικαιώµατα» Αθήνα - Κοµοτηνή 2000 και «Ατοµικά και Κοινωνικά ικαιώµατα» 2η έκδοση, Αθήνα - Κοµοτηνή 2002. 21

Χ. ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ: X. α) Ελληνική Νοµολογία Άρειος Πάγος: 9/1994 (Ολοµ.) «Παράνοµα ληφθείσα µαγνητοταινία ως αποδεικτικό µέσο σε υπόθεση βιασµού κατ εξακολούθηση» 130/1996 «Χρήση παράνοµα ληφθεισών µαγνητοταινιών για την άσκηση επιµέλειας τέκνων» 1/2001 «Υπόθεση Γατσιόπουλου» 1317/2001 «Υπόθεση παγκαρίου» 42/2004 Εφετείο: 6602/1982 7332/1983 Συµβούλιο της Επικρατείας: 135/1976 3922/2005 «Προστασία απορρήτου των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας» X. β) Ευρωπαϊκή Νοµολογία Ε Α: Groppera Radio A.G. της 28.3.1990 Barthold της 25.3.1985 Kruslin της 24.4.1990 Chappel της 30.3.1989 Malone της 2.8.1984 Sunday Times της 26.4.1979 Valenzuela Contreras της 30.7.1998 22