Δ ι α φ ά ν ε ι ε ς β ι β λ ί ο υ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12 ο ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ ΚΑΙ ΔΙΑΘΕΣΙΜΑ
Τι θα δούμε σε αυτό το κεφάλαιο Ποιες είναι οι επενδύσεις και ποια τα διαθέσιμα Αποτίμηση επενδύσεων και διαθεσίμων Διαθέσιμα για πώληση χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία και εμπορικό χαρτοφυλάκιο
Χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία Οι επενδύσεις και τα διαθέσιμα ανήκουν στα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία. Με τον όρο χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία νοούνται τόσο τα απλά και γνωστά χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία -όπως οι απαιτήσεις, οι μετοχές, οι λοιποί συμμετοχικοί τίτλοι (συμμετοχές στην καθαρή θέση άλλων οντοτήτων) και τα ομόλογα (κρατικά και εταιρικά) - όσο και τα πιο περίπλοκα -όπως επενδύσεις σε αμοιβαία κεφάλαια, τα παράγωγα και τα σύνθετα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία (για παράδειγμα ένα ομόλογο με ενσωματωμένο παράγωγο).
Λογαριασμοί χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων πλην απαιτήσεων 34 Επενδύσεις 35 Χρηματοοικονομικά στοιχεία για αντιστάθμιση 36 Συμμετοχές 38 Ταμειακά διαθέσιμα και ισοδύναμα
Χρεόγραφα Τα χρεόγραφα είναι έγγραφα, ανώνυμα ή ονομαστικά, που εγκλείουν αξίωση για παροχή και για τα οποία η αγορά διαμορφώνει τιμή ενδεχομένως διαφορετική από τη τιμή που αναγράφεται πάνω σ' αυτά. Στα χρεόγραφα εντάσσονται: οι μετοχές των Α.Ε. που αντιπροσωπεύουν συμμετοχή κάτω του 10% του κεφαλαίου των εκδοτριών εταιρειών, για τις οποίες υπάρχει πρόθεση της εταιρείας να τις πωλήσει στην επόμενη χρήση, οι ομολογίες ελληνικών δανείων, τα έντοκα γραμμάτια του Ελληνικού Δημοσίου, τα μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων, τα ομόλογα Ελληνικού Δημοσίου και Τραπεζών, εφόσον η εταιρεία προτίθεται να τα ρευστοποιήσει στην επόμενη χρήση.
Συμμετοχές Συμμετοχές είναι οι μετοχές εκδόσεως άλλων ανώνυμων εταιρειών, τα εταιρικά μερίδια των εταιρειών περιορισμένης ευθύνης (Ε.Π.Ε.) και οι εταιρικές μερίδες των άλλης νομικής μορφής εταιρειών (Ο.Ε., Ε.Ε., κ.λπ.), εφόσον πληρούν τις εξής δύο προϋποθέσεις: Οι κατεχόμενες μετοχές και τα εταιρικά μερίδια Ε.Π.Ε., καθώς και οι εταιρικές μερίδες άλλης νομικής μορφής εταιρειών, να αντιπροσωπεύουν ποσοστό τουλάχιστον 10% του κεφαλαίου καθεμίας από τις επιχειρήσεις αυτές, και, Οι κατεχόμενες μετοχές, εταιρικά μερίδια και εταιρικές μερίδες να αποκτήθηκαν από την εταιρεία με σκοπό τη διαρκή κατοχή τους, δηλαδή να μην υπάρχει πρόθεση διαθέσεώς τους.
Επενδύσεις διαθέσιμες για πώληση Επενδύσεις διαθέσιμες για πώληση αποτελούν τα μη παράγωγα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία τα οποία κατά την αρχική αναγνώριση καθορίζονται από την οντότητα ως διαθέσιμα για πώληση, καθώς και κάθε άλλο μη παράγωγο μέσο που δεν εντάσσεται στις κατηγορίες: των δανείων και απαιτήσεων που δημιουργούνται από την οντότητα, των διακρατούμενων μέχρι τη λήξη επενδύσεων, και των χρηματοοικονομικών στοιχείων εμπορικού χαρτοφυλακίου. Επενδύσεις διαθέσιμες για πώληση ή αλλιώς τα «Διαθέσιμα για πώληση χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία (ΔΠΧΣ)» θεωρούνται κατά βάση στοιχεία μακροπρόθεσμου χαρακτήρα
Εμπορικό χαρτοφυλάκιο Στην κατηγορία των χρηματοοικονομικών στοιχείων του εμπορικού χαρτοφυλακίου εμπίπτουν συνήθως εκείνα τα περιουσιακά στοιχεία τα οποία αποκτήθηκαν κυρίως για την επίτευξη εμπορικού κέρδους μέσω πώλησης (ρευστοποίησης) στο βραχυπρόθεσμο διάστημα ή που εντάχθηκαν σε αυτή την κατηγορία με απόφαση της οντότητας κατά την αρχική αναγνώριση. Εμπεριέχονται και τα παράγωγα κερδοσκοπίας, όχι αυτά της αντιστάθμισης. Στο εμπορικό χαρτοφυλάκιο καταχωρούνται τα χρεόγραφα που χαρακτηρίζονται από τα εξής: το ποσοστό συμμετοχής μιας οντότητας στο κεφάλαιο είναι μικρότερο του 10%, υπάρχει πρόθεση ρευστοποίησης των τίτλων και υπάρχει ευχέρεια ρευστοποίησης των τίτλων.
Ταμειακά διαθέσιμα και ισοδύναμα 38 Ταμειακά διαθέσιμα και ισοδύναμα 38.01 Ταμείο 38.02 Καταθέσεις όψεως 38.03 Καταθέσεις προθεσμίας 38.04 Λοιπά ταμειακά ισοδύναμα
Αποτίμηση απομείωση χρηματοοικονομικών και λοιπών περιουσιακών στοιχείων στο κόστος κτήσης Τα χρηματοοικονομικά στοιχεία αναγνωρίζονται αρχικά στο κόστος κτήσης. Το κόστος κτήσης περιλαμβάνει το σύνολο των ταμειακών διαθεσίμων (ή ταμειακών ισοδύναμων) ή την εύλογη αξία άλλου ανταλλάγματος που διατέθηκε για την απόκτηση, πλέον δαπάνες αγοράς. Όταν εφαρμόζεται το κόστος κτήσης, τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία παρουσιάζονται στον ισολογισμό ως στοιχεία του μη κυκλοφορούντος και του κυκλοφορούντος ενεργητικού, ανάλογα με τις επενδυτικές προθέσεις της διοίκησης της οντότητας και το συμβατικό ή εκτιμώμενο χρόνο διακανονισμού τους. Παράδειγμα αποτίμησης ομολόγου αρχικά Η επιχείρηση Β απόκτησε κρατικό ομόλογο πενταετούς διάρκειας ονομαστικής αξίας 1.000.000 κατά την ημερομηνία της έκδοσής του. Το ομόλογο εκδόθηκε υπό το άρτιο στην τιμή των 991.000 και αποδίδει τόκους με σταθερό επιτόκιο 4% ετησίως. Η Β επιβαρύνθηκε με την αμοιβή χρηματοοικονομικού συμβούλου ο οποίος και υπέδειξε την αγορά του, ποσού 3.000. Το κόστος κτήσης του ομολόγου θα είναι 991.000 + 3.000 = 994.000.
Μεταγενέστερη αποτίμηση στο αποσβέσιμο κόστος Μεταγενέστερα της αρχικής αναγνώρισης, τα χρηματοοικονομικά στοιχεία επιμετρούνται στην ονομαστική τους αξία μείον τυχόν ζημίες απομείωσης. Ειδικά και αποκλειστικά τα έντοκα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία μεταγενέστερα της αρχικής αναγνώρισης επιμετρούνται στο αποσβέσιμο κόστος: είτε με τη σταθερή μέθοδο, είτε με τη χρήση της μεθόδου του πραγματικού επιτοκίου. Η μέθοδος του αποσβέσιμου κόστους κτήσης χρησιμοποιείται μόνο κατά την επιμέτρηση εντόκων χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων (δηλαδή εκείνων των στοιχείων που εμπεριέχουν σημαντικά ποσά τόκων.
Μεταγενέστερη αποτίμηση στην εύλογη αξία (1) Ένα χρηματοοικονομικό στοιχείο δύναται να επιμετρηθεί μεταγενέστερα και στην εύλογη αξία. Η επιμέτρηση ενός στοιχείου στην εύλογη αξία γίνεται μόνο όταν η εύλογη αξία του στοιχείου αυτού (περιουσιακό στοιχείο ή υποχρέωση) δύναται να επιμετρηθεί αξιόπιστα (π.χ. μέσω της αποτίμησής του σε ένα Χρηματιστήριο). Όταν η εύλογη αξία ενός περιουσιακού στοιχείου ή υποχρέωσης δεν μπορεί να επιμετρηθεί αξιόπιστα, το στοιχείο αυτό και μόνο, επιμετρείται με τη μέθοδο του κόστους.
Μεταγενέστερη αποτίμηση στην εύλογη αξία (2) Οι διαφορές (θετικές ή αρνητικές) από την επιμέτρηση των μακροπρόθεσμων διαθέσιμων για πώληση περιουσιακών στοιχείων στην εύλογη αξία τους (κέρδη ή ζημίες) αναγνωρίζονται ως στοιχείο της καθαρής θέσης (Διαφορά αξίας διαθέσιμων για πώληση), στην περίοδο που προκύπτουν. Οταν πωληθεί ο τίτλος η διαφορά αυτή θα μεταφερθεί σε λογαριασμό αποτελεσμάτων χρήσης μαζί με τα κέρδη (ζημίες) που θα προκύψουν από την πώληση του τίτλου. Οι διαφορές (θετικές ή αρνητικές) από την επιμέτρηση του εμπορικού χαρτοφυλακίου στην εύλογη αξία («Διαφορές αξίας διαθέσιμων για πώληση») μεταφέρονται στα αποτελέσματα της χρήσης.
Παράδειγμα αποτίμησης μετοχών στην εύλογη αξία Η εταιρεία "Α" την 28/5/20Χ5 αγοράζει 20.000 μετοχές της εταιρείας "Β" (εισηγμένη στο ΧΑΑ) με κόστος κτήσης 4 ανά μετοχή. Ζητούνται οι λογιστικές εγγραφές από την ημερομηνία αγοράς μέχρι και την ημερομηνία 31/12/20Χ7 με δεδομένο ότι η εταιρεία "Α" αποτιμά τις μετοχές της εταιρείας "Β" με τη μέθοδο της εύλογης αξίας. Η χρηματιστηριακή τιμή της μετοχής της εταιρείας "Β" διαμορφώνεται ως εξής: Ημερομηνία Τιμή 31/12/20Χ5 4,60 31/12/20Χ6 4,40 31/12/20Χ7 4,70
Σημείωση Εφόσον η εταιρεία "Α" επιλέξει τη μέθοδο των εύλογων αξιών, έχει την υποχρέωση να καθορίσει εάν οι μετοχές της εταιρείας "Β" που αποκτήθηκαν κατατάσσονται: Στα χρηματοοικονομικά στοιχεία εμπορικού χαρτοφυλακίου ή Στα διαθέσιμα για πώληση χρηματοοικονομικά στοιχεία.
Εάν οι μετοχές της εταιρείας "Β" που αποκτήθηκαν κατατάσσονται στα χρηματοοικονομικά στοιχεία εμπορικού χαρτοφυλακίου, οι λογιστικές εγγραφές είναι οι εξής:
Εάν οι μετοχές της εταιρείας "Β" που αποκτήθηκαν κατατάσσονται στα διαθέσιμα για πώληση χρηματοοικονομικά στοιχεία, οι λογιστικές εγγραφές είναι οι εξής: