EL EL EL
ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ Βρυξέλλες, 9.10.2007 COM(2007) 603 τελικό 2005/0214 (COD) Τροποποιηµένη πρόταση Ο ΗΓΙΑΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ σχετικά µε τις τη βελτίωση της δυνατότητας µεταφοράς των δικαιωµάτων συµπληρωµατικής συνταξιοδότησης ελάχιστες απαιτήσεις για την αύξηση της κινητικότητας των εργαζοµένων µέσω της βελτίωσης της απόκτησης και της διατήρησης δικαιωµάτων συµπληρωµατικής συνταξιοδότησης (υποβληθείσα από την Επιτροπή σύµφωνα µε το άρθρο 250 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ) EL EL
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ Η Επιτροπή υποβάλλει τροποποιηµένη πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συµβουλίου σχετικά µε τη βελτίωση της δυνατότητας µεταφοράς των δικαιωµάτων συµπληρωµατικής συνταξιοδότησης. Στην τροποποιηµένη πρόταση ενσωµατώνονται οι τροπολογίες που υπέβαλε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατά την πρώτη ανάγνωση, τις οποίες αποδέχτηκε η Επιτροπή, όπως και τεχνικές βελτιώσεις που προέκυψαν από τις συζητήσεις µε εµπειρογνώµονες στο πλαίσιο οµάδων εργασίας του Συµβουλίου. Επιπλέον, η Επιτροπή συνεκτιµά πλήρως το αίτηµα του Ευρωπαϊκού Συµβουλίου για µια τροποποιηµένη πρόταση που να βασίζεται στην αύξηση της κινητικότητας των εργαζοµένων µε τη βελτίωση της θεµελίωσης και της διατήρησης δικαιωµάτων συµπληρωµατικής συνταξιοδότησης. 1) ΙΣΤΟΡΙΚΟ Στις 20 Οκτωβρίου 2005 η Επιτροπή εξέδωσε πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συµβουλίου σχετικά µε τη βελτίωση της δυνατότητας µεταφοράς των δικαιωµάτων συµπληρωµατικής συνταξιοδότησης. Η πρόταση αυτή διαβιβάστηκε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συµβούλιο στις 21 Οκτωβρίου 2005. Η Ευρωπαϊκή Οικονοµική και Κοινωνική Επιτροπή εξέδωσε γνώµη στις 20 Απριλίου 2007 και υπέβαλε τροποποιήσεις στην πρόταση της Επιτροπής. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εξέδωσε ψήφισµα νοµοθετικού περιεχοµένου κατά την πρώτη ανάγνωση, στις 20 Ιουνίου 2007. 2) ΣΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ Τα συστήµατα κοινωνικής προστασίας των διαφόρων κρατών µελών πρέπει να αντιµετωπίσουν το πρόβληµα της δηµογραφικής γήρανσης. Οι µεταρρυθµίσεις που έχουν εφαρµοστεί ή που πρόκειται να εφαρµοστούν στα περισσότερα κράτη µέλη τείνουν προς την περαιτέρω ανάπτυξη των συστηµάτων συµπληρωµατικής συνταξιοδότησης, κάτι που ενθαρρύνεται ενεργά από πολλά κράτη µέλη. Επείγει λοιπόν να εξασφαλιστεί ότι οι κανόνες που διέπουν τη λειτουργία αυτών των συστηµάτων δεν εµποδίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζοµένων µεταξύ των κρατών µελών ή την κινητικότητα στο εσωτερικό κάθε κράτους µέλους, µειώνοντας έτσι τις δυνατότητες των διακινούµενων εργαζοµένων όσον αφορά τη θεµελίωση επαρκών συνταξιοδοτικών δικαιωµάτων έως το τέλος της επαγγελµατικής τους σταδιοδροµίας. Η αδυναµία επίτευξης αυτού θα µειώσει την ευελιξία και την αποτελεσµατικότητα της αγοράς εργασίας. Παρ ότι υπάρχουν πολλοί παράγοντες που µπορούν να επηρεάσουν την επιλογή ενός ατόµου για περισσότερη µετακίνηση, το ενδεχόµενο απώλειας δικαιωµάτων συµπληρωµατικής συνταξιοδότησης µπορεί να επηρεάσει σοβαρά την απόφαση ενός ατόµου όσον αφορά την αλλαγή εργασίας. Εποµένως, η παρούσα τροποποιηµένη πρόταση αντιµετωπίζει άµεσα το θέµα της µείωσης των εµποδίων που έχουν εντοπιστεί σε ορισµένα συστήµατα συµπληρωµατικής συνταξιοδότησης, έτσι ώστε να διευκολύνεται η κινητικότητα των εργαζοµένων. Τα δυνητικά εµπόδια για την κινητικότητα των εργαζοµένων αφορούν, κυρίως, τους όρους υπό τους οποίους ένα άτοµο αποκτά συνταξιοδοτικά δικαιώµατα και τους όρους µε τους οποίους τα δικαιώµατα αυτά αντιµετωπίζονται όταν ένα άτοµο EL 2 EL
αλλάζει εργασία. Επιπλέον, η τροποποιηµένη πρόταση εξετάζει το θέµα του δικαιώµατος πληροφόρησης των εργαζοµένων σχετικά µε την επίδραση της κινητικότητας στην απόκτηση και τη διατήρηση των δικαιωµάτων τους συµπληρωµατικής συνταξιοδότησης. 3) ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΠΙ ΤΩΝ ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΩΝ ΠΟΥ ΕΝΕΚΡΙΝΕ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ Στις 20 Ιουνίου 2007 το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενέκρινε 34 τροπολογίες στην πρόταση οδηγίας για τη βελτίωση της δυνατότητας µεταφοράς των δικαιωµάτων συµπληρωµατικής συνταξιοδότησης. Η Επιτροπή θεωρεί ότι η πλειονότητα των τροπολογιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου µπορούν να γίνουν αποδεκτές πλήρως, κατ αρχήν ή εν µέρει, αφού διατηρούν τους στόχους και την πολιτική βιωσιµότητα της πρότασης και, σε πολλές περιπτώσεις, βελτιώνουν την αρχική διατύπωση. Ένα κύριο χαρακτηριστικό των τροπολογιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου είναι να µεταφερθεί η εστίαση της οδηγίας στην απόκτηση και τη διατήρηση αδρανοποιηµένων δικαιωµάτων, από διατάξεις για µεταφορές. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θεωρεί ότι η θέσπιση µιας επιλογής υποχρεωτικής µεταφοράς στη δεδοµένη χρονική στιγµή θα δηµιουργούσε πολύ µεγάλο φόρτο για ορισµένα συστήµατα συµπληρωµατικής συνταξιοδότησης και, επίσης, σηµαντικές τεχνικές δυσκολίες. Λαµβάνοντας προσεκτικά υπόψη την απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και τις απόψεις των εµπειρογνωµόνων στο πλαίσιο της οµάδας εργασίας του Συµβουλίου, η Επιτροπή συµφωνεί µε αυτή την αλλαγή προτεραιοτήτων και αποδέχεται τη διαγραφή του άρθρου 6 (διατάξεις µεταφοράς). Κατά συνέπεια, η Επιτροπή προτείνει την αλλαγή του τίτλου της οδηγίας, αποδεχόµενη εν µέρει τη διατύπωση που χρησιµοποιεί το Ευρωπαϊκό Συµβούλιο στην αναφορά του στο σχέδιο οδηγίας, τον Ιούνιο του 2007. Ο τίτλος της τροποποιηµένης πρότασης έχει ως εξής: «Πρόταση οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις για την αύξηση της κινητικότητας των εργαζοµένων µε τη βελτίωση της απόκτησης και της διατήρησης δικαιωµάτων συµπληρωµατικής συνταξιοδότησης». Εποµένως, η Επιτροπή αποδέχεται πλήρως ή εν µέρει τις ακόλουθες τροπολογίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου: 3.1 Πεδίο εφαρµογής και άλλες γενικές διατάξεις (άρθρα 1-3) Στόχος : Οι τροπολογίες 1 και 18 αφορούν το στόχο της οδηγίας, όπου η τροπολογία 1 διαγράφει την αναφορά των λέξεων «δυνατότητα µεταφοράς» στην αιτιολογική σκέψη 5, αντικατοπτρίζοντας τη διαγραφή του άρθρου 6 σχετικά µε τις µεταφορές. Η τροπολογία αντικαθιστά επίσης τον όρο «εναρµόνιση» µε τον όρο «ελάχιστες απαιτήσεις», σύµφωνα µε τις αλλαγές στα άρθρα 4 και 5. Η Επιτροπή δέχεται την τροπολογία αυτή ως έχει. Η τροπολογία 18 αντικαθιστά τον όρο «εργαζόµενοι» µε τον όρο «πρόσωπα», στο άρθρο 1, και διευρύνει το στόχο της οδηγίας. Η Επιτροπή δεν µπορεί να αποδεχτεί την τροπολογία αυτή διότι η η οδηγία αφορά την εξάλειψη των εµποδίων στο πλαίσιο των συστηµάτων συµπληρωµατικής συνταξιοδότησης που επηρεάζουν την ελεύθερη κυκλοφορία ή την κινητικότητα των εργαζοµένων. Η Επιτροπή δεν έχει την εξουσία να απαιτήσει από τα κράτη µέλη την «έγκαιρη και ολοκληρωµένη καθιέρωση συµπληρωµατικής σύνταξης λόγω γήρατος». Η Επιτροπή έλαβε υπόψη τις τεχνικές τροποποιήσεις που συζητήθηκαν στο Συµβούλιο και, αναλόγως, προέβη σε µικρές συντακτικές τροποποιήσεις του άρθρου 1. Η τροπολογία 2 προτείνει µια νέα αιτιολογική σκέψη, επισηµαίνοντας ότι είναι πολύ EL 3 EL
σηµαντικό να εξασφαλίζεται ότι η οδηγία δεν υποσκάπτει τη βιωσιµότητα της παροχής συµπληρωµατικής συνταξιοδότησης και ότι συνεκτιµάται πλήρως η προστασία των δικαιωµάτων των υπόλοιπων εργαζοµένων και των συνταξιούχων του συστήµατος. Επισηµαίνει επίσης το σηµαντικό ρόλο των κοινωνικών εταίρων στο σχεδιασµό και την υλοποίηση των συστηµάτων συµπληρωµατικής συνταξιοδότησης. Η Επιτροπή αποδέχεται πλήρως αυτή την τροπολογία (εµφανίζεται ως αιτιολογική σκέψη 5α). Η τροπολογία 3 εισαγάγει µια νέα αιτιολογική σκέψη (εµφανίζεται ως 5β), σύµφωνα µε την οποία η οδηγία δεν απαιτεί τη θέσπιση νοµοθεσίας για τη δηµιουργία συστηµάτων συµπληρωµατικής συνταξιοδότησης όπου τα κράτη µέλη δεν διαθέτουν τέτοιου είδους νοµοθεσία. Η Επιτροπή αποδέχεται την τροπολογία αυτή κατ αρχήν και διασαφηνίζει µε βάση εν µέρει την τεχνική εργασία των εµπειρογνωµόνων στις οµάδες εργασίας του Συµβουλίου ότι τα κράτη µέλη, ενώ υποχρεούνται να µεταφέρουν τις διατάξεις της οδηγίας στο εθνικό τους δίκαιο, παραµένουν αρµόδια για την οργάνωση των συνταξιοδοτικών τους συστηµάτων. Πεδίο εφαρµογής. Η τροπολογία 5 αποτελεί µια νέα αιτιολογική σκέψη (εµφανίζεται ως 5γ), που διασαφηνίζει το πεδίο εφαρµογής της οδηγίας, και η Επιτροπή την αποδέχεται πλήρως. Οι τροπολογίες 6, 7, 8 και 19 πρέπει να εξεταστούν από κοινού όσον αφορά τις τροποποιήσεις τους στο άρθρο 2 και στις αντίστοιχες αιτιολογικές σκέψεις. Η τροπολογία 6 εισαγάγει µια νέα αιτιολογική σκέψη (εµφανίζεται ως 5δ) η οποία διασαφηνίζει την εξαίρεση από την εφαρµογή της οδηγίας των συστηµάτων που είναι κλειστά για εγγραφές νέων µελών. Η Επιτροπή δέχεται ότι ο περιορισµός αυτός αποτελεί ένα συµβιβασµό και ότι µπορεί να θεωρηθεί αναλογικό µέτρο για να εξασφαλιστεί η συνεχής βιωσιµότητα ορισµένων συστηµάτων συµπληρωµατικής συνταξιοδότησης. Εποµένως, η Επιτροπή αποδέχεται πλήρως την τροπολογία, µε την προσθήκη µιας τεχνικής διασαφήνισης που αφορά τους «υποτοµείς» κλειστών συστηµάτων, ώστε να εξασφαλίζεται ότι, όπου ενδείκνυται, θα εξαιρούνται µόνον µέρη συστηµάτων συµπληρωµατικής συνταξιοδότησης που είναι κλειστά σε εγγραφές νέων µελών. Η τροπολογία 7 αποτελεί µια τεχνική διασαφήνιση και εισαγάγει µια νέα αιτιολογική σκέψη (εµφανίζεται ως 5ε), στην οποία διασαφηνίζεται ότι η οδηγία δεν έχει καµια επίδραση σε µέτρα αναδιοργάνωσης ή εξυγίανσης, και η Επιτροπή την αποδέχεται εν µέρει, ενώ απορρίπτει την παραποµπή στο άρθρο 16 παράγραφος 2 της οδηγίας 2003/41/ΕΚ, το οποίο είναι αδιάφορο προς τους σκοπούς της διασαφήνισης. Η τροπολογία 19 αφορά το άρθρο 2 στο σύνολό του και γίνεται αποδεκτή κατ αρχήν, µε την ενσωµάτωση τεχνικών διασαφηνίσεων που αναπτύχθηκαν µε τους εµπειρογνώµονες στις οµάδες εργασίας του Συµβουλίου. Η τροπολογία 8 εισαγάγει µια νέα αιτιολογική σκέψη (εµφανίζεται ως 5στ) που διασαφηνίζει ότι η οδηγία δεν ισχύει για τα συστήµατα προστασίας έναντι αφερεγγυότητας, ούτε τα αντισταθµιστικά συστήµατα ή τα εθνικά συνταξιοδοτικά αποθεµατικά ταµεία και η Επιτροπή την αποδέχεται πλήρως. Ορισµοί. Η τροπολογία 20 αφορά τεχνικές αλλαγές στον ορισµό των όρων στο πλαίσιο του άρθρου 3. Η Επιτροπή αποδέχεται πλήρως τις αλλαγές στο άρθρο 3 στοιχείο α) καθώς και την ενσωµάτωση ενός νέου ορισµού στο άρθρο 3 στοιχείο δα), που αφορά τον όρο «περίοδος θεµελίωσης». Γίνεται δεκτή η τροπολογία στο άρθρο 3 στοιχείο β), εκτός από τη διαγραφή των λέξεων «κάθε επαγγελµατικό», που η Επιτροπή θεωρεί ότι µειώνει τη σαφήνεια του ορισµού. Η τροπολογία στο άρθρο 3 στοιχείο γ) γίνεται αποδεκτή εν µέρει, µε συντακτικές αλλαγές, για να διασαφηνιστεί περισσότερο ότι οι προϋποθέσεις που πρέπει ενδεχοµένως να ικανοποιεί ένας «ενεργός ασφαλισµένος» είναι αυτές που ορίζονται στο άρθρο 4. Η τροπολογία στο άρθρο 3 EL 4 EL
στοιχείο δ) γίνεται αποδεκτή µε µικρές συντακτικές αλλαγές. Η τροπολογία στο άρθρο 3 στοιχείο στ) γίνεται αποδεκτή κατ αρχήν, µε τη διατύπωση που διαµορφώθηκε από τους εµπειρογνώµονες στις οµάδες εργασίας του Συµβουλίου. Η αλλαγή στο άρθρο 3 στοιχείο η) για την αντικατάσταση του όρου «εν αναµονή δικαιούχος» από τον όρο «αποχωρήσας δικαιούχος» δεν γίνεται αποδεκτή διότι η Επιτροπή θεωρεί ότι ο αρχικός όρος ήταν τεχνικώς πιο σαφής. Ωστόσο, η Επιτροπή αποδέχεται κατ αρχήν τις υπόλοιπες τεχνικές αλλαγές στο άρθρο 3 στοιχείο η), µε τη διατύπωση που διαµορφώθηκε εν µέρει µέσω των εργασιών στο Συµβούλιο. Γίνονται αποδεκτές οι αλλαγές στο άρθρο 3 στοιχείο θ), µε εξαίρεση τον όρο «αποχωρήσας δικαιούχος». Η αλλαγή στο άρθρο 3 στοιχείο ι) αποσκοπεί στην εισαγωγή µια νέας έννοιας, της «αξίας του αδρανοποιηµένου δικαιώµατος», και τη διαγραφή του όρου «µεταφορά». Η Επιτροπή αποδέχεται το σκεπτικό αυτού του νέου όρου αλλά θεωρεί ότι ο όρος «αξία του αδρανοποιηµένου δικαιώµατος» πιο ακριβή και αναλόγως διαµορφώνει τη διατύπωση. Τα στοιχεία ε) και ζ) του άρθρου 3 διαγράφονται από την Επιτροπή ώστε να αντικατοπτρίζεται η αναδιάρθρωση και η τροποποίηση της οδηγίας στο σύνολό της, εποµένως δεν χρειάζονται πλέον οι ορισµοί αυτοί. Η τροπολογία 4 εισαγάγει µια νέα αιτιολογική σκέψη (εµφανίζεται ως 5ζ), η οποία διασαφηνίζει περαιτέρω τον ορισµό των «συστηµάτων συµπληρωµατικής συνταξιοδότησης». Η Επιτροπή αποδέχεται τη νέα αιτιολογική σκέψη κατ αρχήν, λαµβάνοντας υπόψη την εργασία των εµπειρογνωµόνων στο Συµβούλιο ώστε να βελτιωθεί η τεχνική διατύπωση. Η Επιτροπή απλουστεύει επίσης την περιγραφή των προϋποθέσεων για να θεωρούνται, για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, οι ατοµικές ρυθµίσεις συνταξιοδότησης ως συµπληρωµατικά συστήµατα. Η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι η ταξινόµηση των συνταξιοδοτικών συστηµάτων, ιδίως όσον αφορά τις ατοµικές ρυθµίσεις συνταξιοδότησης, δεν είναι πάντοτε σαφής. Ως εκ τούτου, η αιτιολογική σκέψη διασαφηνίζει ότι ατοµικές ρυθµίσεις συνταξιοδότησης που συνάπτονται µέσω µιας εργασιακής σχέσης πρέπει να θεωρούνται εντός του πεδίου εφαρµογής της παρούσας οδηγίας. Επίσης, η Επιτροπή έχει εισαγάγει µια νέα αιτιολογική σκέψη (5η) για να καταστήσει σαφές ότι ειδικές, µικρές πληρωµές που γίνονται στο τέλος της σταδιοδροµίας και οι οποίες χρηµατοδοτούνται αποκλειστικά από τον εργοδότη δεν θεωρούνται συµπληρωµατικές συνταξιοδοτήσεις για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας. 3.2 Όροι απόκτησης (άρθρο 4) Η τροπολογία 22 αναπτύσσει την αρχική πρόταση της Επιτροπής για την απόκτηση συνταξιοδοτικών δικαιωµάτων. Η προσέγγιση του Κοινοβουλίου για τη θέσπιση ελάχιστων απαιτήσεων απόκτησης διαφέρει από αυτήν της Επιτροπής ενώ διατηρεί την αρχή της µείωσης των εµποδίων στην κινητικότητα που εντοπίστηκαν σε ορισµένα συστήµατα συµπληρωµατικής συνταξιοδότησης. Το κύριο στοιχείο της τροπολογίας είναι ότι προτείνει την απάλειψη κάθε αναφοράς σε ελάχιστες ηλικίες θεµελίωσης, όπως αναφέρονται στο άρθρο 4 στοιχείο β) και την αντικατάστασή της από µια νέα διατύπωση η οποία από τη φύση της συνδέει την έννοια µιας ανώτατης επιτρεπόµενης περιόδου θεµελίωσης µε την ηλικία του ενεργού ασφαλισµένου. Εποµένως, η τροπολογία προτείνει µια ανώτατη περίοδο θεµελίωσης 5 ετών (όταν απαιτείται) για ενεργούς ασφαλισµένους κάτω των 25 ετών και την απαλλαγή από κάθε περίοδο θεµελίωσης για όσους είναι άνω των 25 ετών. Η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι σκοπός της τροπολογίας είναι να συνεκτιµηθεί, γενικά, ότι οι νέοι σε ηλικία εργαζόµενοι έχουν µεγαλύτερη κινητικότητα σε σύγκριση µε EL 5 EL
όσους είναι µεγαλύτεροι των 25 ετών και ότι η απόκτηση συνταξιοδοτικών δικαιωµάτων για τα άτοµα κάτω των 25 ετών δεν είναι τόσο επείγουσα όσο για τα άτοµα µεγαλύτερης ηλικίας. Εποµένως, η Επιτροπή αποδέχεται την πρόταση να επιτρέπεται, όπου ενδείκνυται,, ως συµβιβαστικό µέτρο, να υφίσταται περίοδος θεµελίωσης που δεν θα υπερβαίνει τα πέντε έτη, για τα άτοµα κάτω των 25 ετών. Όσον αφορά την απαγόρευση κάθε προϋπόθεσης θεµελίωσης για άτοµα άνω των 25 ετών, η Επιτροπή, ενώ υποστηρίζει την αρχή του να έχει ο εργαζόµενος το δικαίωµα της ταχύτερης δυνατής θεµελίωσης, παραδέχεται ότι ορισµένα συστήµατα συµπληρωµατικής συνταξιοδότησης µπορεί να αντιµετωπίσουν σηµαντικές διοικητικές και τεχνικές δυσκολίες σε περίπτωση που επιτρέπεται µια σύντοµη περίοδος θεµελίωσης. Αυτό ισχύει ιδίως για συστήµατα όπου η εθνική νοµοθεσία δεν επιτρέπει µια υποχρεωτική περίοδο απασχόλησης πριν την ένταξη στο σύστηµα συνταξιοδότησης. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή δεν µπορεί να αποδεχτεί την πρόταση απάλειψης των προϋποθέσεων θεµελίωσης για τα άτοµα κάτω των 25 ετών και, αντ αυτού, προτείνει, όπου υφίστανται περίοδοι θεµελίωσης, να µην υπερβαίνουν το ένα έτος. Αυτή εξακολουθεί να είναι µια αναλογική προσέγγιση που µειώνει τα εµπόδια όσον αφορά την κινητικότητα ενώ εµποδίζει την αναίτια επιβάρυνση των συστηµάτων συµπληρωµατικής συνταξιοδότησης. Βάσει αυτών η Επιτροπή αναδιατύπωσε το άρθρο 4 στοιχείο γ), διασαφηνίζοντας όµως ότι ισχύει περίοδος θεµελίωσης ενός έτους από τη στιγµή που ένας ενεργός ασφαλισµένος φθάνει στην ηλικία των 25 ετών, ανεξάρτητα από την ηλικία που άρχισε την απόκτηση δικαιωµάτων. Η αναδιάρθρωση του άρθρου 4 από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, για να συνδυαστούν οι ηλικίες και οι ανώτατες περίοδοι θεµελίωσης αφήνει ένα στοιχείο ασάφειας ως προς το εάν µπορεί να ισχύει µια ελάχιστη ηλικία θεµελίωσης για άτοµα κάτων των 25 ετών. Με την περαιτέρω αναθεώρηση αυτής της πρότασης από την Επιτροπή, για να επιτρέπεται µια ανώτατη περίοδος θεµελίωσης ενός έτους (για άτοµα άνω των 25 ετών) η ασάφεια αυτή εντείνεται. Εποµένως, για λόγους σαφήνειας, η Επιτροπή απορρίπτει τη διαγραφή του στοιχείου β) του άρθρου 4, όπου αναφέρεται: «όταν απαιτείται ελάχιστο όριο ηλικίας για την απόκτηση συνταξιοδοτικών δικαιωµάτων, το εν λόγω όριο να µην υπερβαίνει τα 21 έτη» και, αντ αυτού, προβαίνει σε µικρές συντακτικές τροποποιήσεις. Επίσης, η Επιτροπή κάνει τεχνικές τροποποιήσεις στο αρχικό στοιχείο γ) του άρθρου 4 και το µετακινεί στο στοιχείο α) του άρθρου 4 για να βελτιωθεί η συνολική δοµή και η συνέπεια του εν λόγω άρθρου. Η τροπολογία 43 αναδιατυπώνει και επεκτείνει το αρχικό στοιχείο α) του άρθρου 4 [εµφανίζεται ως στοιχείο δ)] και διασαφηνίζει περαιτέρω την τύχη των εισφορών που έχουν καταβληθεί πριν από τη θεµελίωση. Η Επιτροπή αποδέχεται αυτές τις αλλαγές πλήρως, µε µικρές συντακτικές τροποποιήσεις. Η Επιτροπή αποδέχεται επίσης κατ αρχήν την αντίστοιχη νέα αιτιολογική σκέψη που εισαγάγει η τροπολογία 11. Αυτή αναδιατυπώνεται ως αιτιολογική σκέψη 6α, ύστερα από σχόλιο εµπειρογνώµονα στις οµάδες εργασίας του Συµβουλίου και διασαφηνίζει περαιτέρω τον τρόπο αντιµετώπισης µη θεµελιωµένων δικαιωµάτων και αποχωρούντων εργαζοµένων. Η τροπολογία 24 περιγράφει το ρόλο που µπορούν να διαδραµατίσουν οι κοινωνικοί εταίροι µέσω συλλογικών συµβάσεων κατά τη θέσπιση των διατάξεων των στοιχείων α) έως δ) του άρθρου 4. Η Επιτροπή αποδέχεται αυτές τις προτάσεις κατ αρχήν και τις εισαγάγει ως νέο στοιχείο ε) του άρθρου 4 µε συντακτικές αλλαγές που συζητήθηκαν στο Συµβούλιο, οι οποίες παρέχουν µεγαλύτερη νοµική σαφήνεια. Η τροπολογία 9 αφορά µια γενική αιτιολογική σκέψη για ολόκληρο το άρθρο 4, η οποία εν µέρει αντικαθιστά την αρχική αιτιολογική σκέψη 6 που διαγράφεται µε την EL 6 EL
τροπολογία 10. Αναφέρει ότι, δεδοµένης της αυξανόµενης σπουδαιότητας της συµπληρωµατικής συνταξιοδότησης για τα εισοδήµατα στα γηρατειά, πρέπει να βελτιωθούν η απόκτηση, η διατήρηση και η µεταφορά των συνταξιοδοτικών δικαιωµάτων. Η Επιτροπή αποδέχεται πλήρως την τροπολογία ως αιτιολογική σκέψη 5θ ενώ κάνει πρόσθετη αναφορά στη µείωση των εµποδίων όσον αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία και την επαγγελµατική κινητικότητα για να εξασφαλιστεί η συνέπεια µε το στόχο της οδηγίας. Ως πρόσθετη τεχνική διασαφήνιση, η Επιτροπή εισαγάγει µια νέα αιτιολογική σκέψη 5ι ώστε να αποφευχθεί η σύγχυση όσον αφορά την έννοια του όρου «απαίτηση θεµελίωσης», ο οποίος σε ορισµένα κράτη µέλη µπορεί να ερµηνευτεί και ως αγορά µιας ετήσιας προσόδου. 3.3 ιατήρηση αδρανοποιηµένων δικαιωµάτων και µεταφορές (άρθρα 5 και 6) ιατήρηση των αδρανοποιηµένων δικαιωµάτων. Η τροπολογία 12 εισαγάγει µια νέα αιτιολογική σκέψη (6β) η οποία επισηµαίνει το δικαίωµα των αποχωρούντων εργαζοµένων να αφήσουν τα θεµελιωµένα τους συνταξιοδοτικά δικαιώµατα ως αδρανοποιηµένα στο σύστηµα στο οποίο τα έχουν θεµελιώσει. Η Επιτροπή αποδέχεται αυτή την τροπολογία κατ αρχήν, µε πρόσθετη διατύπωση που αντικατοπτρίζει την εργασία στο πλαίσιο του Συµβουλίου, ιδίως σε σχέση µε συγκεκριµένες περιπτώσεις όπου εργαζόµενοι µε υψηλή κινητικότητα, κυρίως στο πλαίσιο συνταξιοδοτικών συστηµάτων καθορισµένης εισφοράς, µπορεί να υλοποιήσουν τα δικαιώµατά τους σε ένα άλλο σύστηµα συµπληρωµατικής συνταξιοδότησης που ικανοποιεί τις διατάξεις του άρθρου 5 παράγραφος 1. Η τροπολογία 13 αναδιατυπώνει την αιτιολογική σκέψη 7 σύµφωνα µε τη γενική αρχή διασαφήνισης του τρόπου υπολογισµού και διατήρησης των αδρανοποιηµένων δικαιωµάτων, ενώ επισηµαίνει την ανάγκη εξέτασης της ιδιαίτερης φύσης του συστήµατος και των δικαιωµάτων των µελών του συστήµατος που δεν είναι αποχωρούντες εργαζόµενοι. Η Επιτροπή αποδέχεται την τροπολογία κατ αρχήν και στην αναδιατύπωσή της λαµβάνει υπόψη την εργασία των εµπειρογνωµόνων στις οµάδες εργασίας του Συµβουλίου. Το κείµενο πλέον παραπέµπει στις «εθνικές νοµοθετικές διατάξεις και πρακτικές» για τον υπολογισµό των αξιών των συνταξιοδοτικών δικαιωµάτων, αντί στις «αναλογιστικές αρχές» ώστε να αποφεύγεται η σύγχυση µε τις διασυνοριακές διατάξεις στο πλαίσιο της οδηγίας 2003/41/EΚ 1. Αξιοποιώντας περαιτέρω την εργασία των εµπειρογνωµόνων στις οµάδες εργασίας του Συµβουλίου, το κείµενο περιέχει αναφορά σε αιτιολογηµένες διοικητικές δαπάνες που ενδεχοµένως λαµβάνονται υπόψη στην περίπτωση προσαρµογής αδρανοποιηµένων δικαιωµάτων. Η Επιτροπή θεωρεί ότι πρόκειται για αναλογική και αναγκαία προσθήκη. Η τροπολογία 14 διασαφηνίζει την αιτιολογική σκέψη 8 όσον αφορά την υλοποίηση µικρών ποσών θεµελιωµένων συνταξιοδοτικών δικαιωµάτων αποχωρούντων εργαζοµένων. Η Επιτροπή αποδέχεται αυτή την τροπολογία κατ αρχήν και προσθέτει διασαφηνίσεις σχετικά µε τον υπολογισµό της επιβολής κεφαλαίου. Η τροπολογία 25 αναθεωρεί το άρθρο 5 µε την εισαγωγή µιας νέας παραγράφου -1, η οποία παραχωρεί στους αποχωρούντες εργαζοµένους υπό τους όρους των 1 Οδηγία 2003/41/ΕΚ για τις δραστηριότητες και την εποπτεία των ιδρυµάτων που προσφέρουν υπηρεσίες επαγγελµατικών συνταξιοδοτικών παροχών. EL 7 EL
παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 5 το δικαίωµα διατήρησης των αδρανοποιηµένων δικαιωµάτων τους στο σύστηµα στο οποίο τα θεµελίωσαν. Η Επιτροπή αποδέχεται αυτή την τροπολογία κατ αρχήν, µε συντακτικές αλλαγές που αντικατοπτρίζουν εν µέρει τεχνικές συζητήσεις στο Συµβούλιο. Για να εξασφαλιστεί η σαφήνεια της πρόθεσης, η Επιτροπή ενσωµατώνει επίσης ένα κείµενο που διασαφηνίζει ότι, όπου ενδείκνυται, η αξία των νεοαποκτηθέντων συνταξιοδοτικών δικαιωµάτων πρέπει να υπολογίζεται κατά τη χρονική στιγµή που ο εργαζόµενος εγκαταλείπει το σύστηµα. Η αξία αυτή λειτουργεί ως σηµείο αναφοράς για τη µελλοντική επεξεργασία αδρανοποιηµένων δικαιωµάτων όπως ορίζεται στο άρθρο 5 παράγραφος 1. Η τροπολογία 25 προσθέτει επίσης πολλές λεπτοµέρειες στο άρθρο 5 παράγραφος 1 και, ιδίως, περιέχει ρητή αναφορά σε µεθόδους µε τις οποίες η «δίκαιη προσαρµογή» (στην τροπολογία αναφέρεται ως «δίκαιη µεταχείριση») πρέπει να θεωρείται δίκαιη. Εν µέρει, αυτό περιλαµβάνει την ενσωµάτωση κειµένου από την αρχική αιτιολογική σκέψη 7. Η τροπολογία προτείνει επίσης ότι τα αδρανοποιηµένα δικαιώµατα πρέπει να προστατεύονται σε περίπτωση αφερεγγυότητας του χορηγούντος εργοδότη. Η Επιτροπή δεν µπορεί να αποδεχτεί την εισαγωγή της προστασίας έναντι αφερεγγυότητας στην παρούσα οδηγία, αφού αυτό αποτελεί ήδη αντικείµενο της ευρωπαϊκής νοµοθεσίας µέσω των διατάξεων του άρθρου 8 της οδηγίας 80/987/ΕΟΚ του Συµβουλίου 2. Η Επιτροπή αποδέχεται τις άλλες αλλαγές κατ αρχήν, µε την τεχνική διατύπωση που διαµορφώθηκε στις οµάδες εργασίας του Συµβουλίου. Ωστόσο, η Επιτροπή, ενώ αποδέχεται κατ αρχήν την παροχή περισσότερων λεπτοµερειών στο άρθρο 5 παράγραφος 1, θεωρεί ότι η δοµή της προτεινόµενης τροπολογίας δεν επιτυγχάνει πλήρως το στόχο της, δηλαδή τον ορισµό της «δίκαιης µεταχείρισης» κατά τρόπο πιο σαφή. Εποµένως, η τροποποιµένη πρόταση αναδιατυπώνει και διασαφηνίζει το άρθρο 5 παράγραφο 1, µε την εισαγωγή δύο κοινών και συγκεκριµένων µεθόδων για την επεξεργασία των αδρανοποιηµένων δικαιωµάτων (ανάπτυξη σύµφωνα µε τα δικαιώµατα ενεργών ασφαλισµένων και ανάπτυξη σύµφωνα µε τις συνταξιοδοτικές παροχές που καταβάλλονται) παράλληλα µε την έννοια της δίκαιης µεταχείρισης στην αρχή του άρθρου. Παρατίθενται και άλλες µέθοδοι που µπορούν να θεωρούν δίκαιη µεταχείριση, όπως προτείνεται στην τροπολογία 25. Για περισσότερη σαφήνεια όσον αφορά αυτές τις αλλαγές, η Επιτροπή εισαγάγει µια νέα αιτιολογική σκέψη (7α), στην οποία αναφέρεται ότι η οδηγία δεν δηµιουργεί την υποχρέωση θέσπισης πιο ευνοϊκών όρων για τα αδρανοποιηµένα δικαιώµατα απ ό,τι για τα δικαιώµατα των ενεργών ασφαλισµένων. Η Επιτροπή εισαγάγει - ύστερα από τη σύσταση εµπειρογνώµονα στην οµάδα εργασίας του Συµβουλίου - επιπλέον διασάφηση στο άρθρο 5 παράγραφος 1 στοιχείο γ), που επιτρέπει στα κράτη µέλη να θέσουν αναλογικά όρια κατά την προσαρµογή των αδρανοποιηµένων δικαιωµάτων, σύµφωνα µε τον πληθωρισµό των τιµών ή των µισθών. Η Επιτροπή θεωρεί ότι πρόκειται για ένα λογικό συµβιβασµό ώστε να προστατευτεί µακροπρόθεσµα η βιωσιµότητα της παροχής συµπληρωµατικής συνταξιοδότησης. Ως συνέπεια αυτών των αλλαγών, η εκτελεστική στο άρθρο 9 παράγραφος 5 είναι περιττή και ως εκ τούτου διαγράφεται. Η τροπολογία 25 προτείνει επίσης συντακτικές αλλαγές στο άρθρο 5 παράγραφος 2 όσον αφορά την καταβολή κεφαλαίου, όταν τα θεµελιωµένα δικαιώµατα είναι κάτω 2 Οδηγία 80/987/EOK του Συµβουλίου, της 20ής Οκτωβρίου 1980, περί προσεγγίσεως των νοµοθεσιών των κρατών µελών σχετικά µε την προστασία των µισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητος του εργοδότη, όπως τροποποιήθηκε µε την οδηγία 2002/74/ΕΚ. EL 8 EL
από το συγκεκριµένο όριο που θέτει η εθνική νοµοθεσία. Η Επιτροπή αποδέχεται αυτές τις αλλαγές πλήρως, µε µικρές συντακτικές αλλαγές. Η Επιτροπή αποδέχεται επίσης κατ αρχήν την εισαγωγή της παραγράφου 3 στο άρθρο 5, η οποία καθιστά σαφή το ρόλο που µπορούν να διαδραµατίσουν οι κοινωνικοί εταίροι κατά την εισαγωγή των διατάξεων του άρθρου 5 σε συλλογικές συµβάσεις. Μεταφορές. Οι τροπολογίες 15, 16 και 17 αντικατοπτρίζουν τις αλλαγές στο άρθρο 5 και τη διαγραφή του άρθρου 6, ενώ δίνεται έµφαση στο ότι η οδηγία δεν επιδιώκει την αποθάρρυνση της µεταφοράς συνταξιοδοτικών δικαιωµάτων. Οι αιτιολογικές σκέψεις συνιστούν στα κράτη µέλη να επιδιώξουν τη βελτίωση των όρων µεταφοράς, όπου αυτό είναι δυνατόν. Η Επιτροπή αποδέχεται τις τροπολογίες 15 και 17, µε τις οποίες διαγράφονται οι αιτιολογικές σκέψεις 9 και 10 και αποδέχεται επίσης, µε συντακτικές αλλαγές, την τροπολογία 16 (εµφανίζεται ως νέα αιτιολογική σκέψη 9α), στην οποία αναφέρεται ότι τα νέα συστήµατα συµπληρωµατικής συνταξιοδότησης πρέπει να ενθαρρύνουν ιδιαίτερα τις µεταφορές. Η τροπολογία 26 προτείνει τη διαγραφή του άρθρου 6 για τη µεταφορά των συνταξιοδοτικών δικαιωµάτων. Η Επιτροπή αποδέχεται πλήρως την τροπολογία αυτή, λυπούµενη όµως για το γεγονός ότι στην τροποποιηµένη πρόταση δεν περιέχονται διατάξεις που να ορίζουν τον τρόπο µεταφοράς των συνταξιοδοτικών δικαιωµάτων. Η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι στην παρούσα χρονική στιγµή, λόγω τεχνικών δυσκολιών όσον αφορά τη συµφωνία επί γενικών διατάξεων για τις µεταφορές αλλά και επιφυλάξεων όσον αφορά τον αντίκτυπο στη δηµοσιονοµική βιωσιµότητα ορισµένων συστηµάτων συµπληρωµατικής συνταξιοδότησης, το άρθρο 6 πρέπει να διαγραφεί. 3.4 Ενηµέρωση και µη οπισθοδρόµηση (άρθρα 6 και 7) Ενηµέρωση. Η τροπολογία 27 αφορά τη διάταξη περί πληροφόρησης των εργαζοµένων, των ενεργών ασφαλισµένων και των αποχωρούντων εργαζοµένων στο άρθρο 7 παράγραφος 1 (εµφανίζεται πλέον ως άρθρο 6 παράγραφος 1). Η τροπολογία προτείνει ότι οι ενεργοί ασφαλισµένοι έχουν το δικαίωµα να ζητήσουν πληροφόρηση σχετικά µε τα δικαιώµατά τους συµπληρωµατικής συνταξιοδότησης σε περίπτωση λήξης της απασχόλησής τους. Η Επιτροπή αποδέχεται πλήρως αυτό το µέρος της τροπολογίας. Οι αλλαγές στις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 7 (εµφανίζονται πλέον ως παράγραφοι 2 και 3 του άρθρου 6) γίνονται αποδεκτές πλήρως ή κατ αρχήν, µε τη χρήση κάποιας τεχνικής διατύπωσης που διαµορφώθηκε στο πλαίσιο των εργασιών στο Συµβούλιο. Η πρόταση διαγραφής της παραγράφου 4 του άρθρου 7, όπου περιγράφεται η µέθοδος της διάταξης περί πληροφόρησης, και η τοποθέτησή της στο πλαίσιο της παραγράφου 2 του άρθρου 7 δεν γίνεται αποδεκτή από την Επιτροπή, αφού η Επιτροπή θεωρεί ότι η αρχική δοµή του άρθρου είναι πιο σαφής. Ωστόσο, το κείµενο στην παράγραφο 4 του άρθρου 7 (πλέον παράγραφος 4 του άρθρου 6) έχει διαµορφωθεί έτσι ώστε να αντικατοπτρίζονται οι συζητήσεις µε τους εµπειρογνώµονες στο Συµβούλιο. Κατά συνέπεια αυτών των αλλαγών, η Επιτροπή εισαγάγει στην αιτιολογική σκέψη 11 πρόσθετο κείµενο που θα επιτρέπει κάποια διοικητική διασφάλιση, ώστε να καταστεί σαφές ότι δεν υφίσταται υποχρέωσης παροχή πληροφοριών σε πιο τακτό διάστηµα από αυτό του ενός έτους. Κατοχύρωση του επιπέδου προστασίας. Η τροπολογία 28 διασαφηνίζει το άρθρο περί µη οπισθοδρόµησης, µε την αντικατάσταση του όρου «δυνατότητα µεταφοράς» από τον όρο «θεµελίωση και διατήρηση», αντικατοπτρίζοντας τη διαγραφή από την οδηγία των διατάξεων περί µεταφοράς. Η τροπολογία γίνεται πλήρως αποδεκτή, εκτός EL 9 EL
από την αναφορά στους αποχωρούντες εργαζοµένους, στην τελευταία γραµµή του άρθρου, η οποία κρίνεται περιττή. Η Επιτροπή διασαφήνισε επίσης τον αντίκτυπο του άρθρου ώστε να καταστεί σαφές ότι η διατήρηση αφορά αποχωρούντες εργαζοµένους, ενώ η απόκτηση δικαιωµάτων αφορά τους εργαζοµένους γενικότερα. 3.5 Εφαρµογή και υποβολή εκθέσεων (άρθρα 8 και 9) Εφαρµογή. Οι τροπολογίες 29 και 42 προτείνουν να χορηγείται στα κράτη µέλη, κατά την εφαρµογή της οδηγίας, παράταση 60 µηνών όσον αφορά την εφαρµογή των άρθρων 4 και 5. Η Επιτροπή αποδέχεται την πρόταση αυτή καθώς και τις µικρές συντακτικές αλλαγές, ως αναλογικές για την εξισορρόπηση των στοιχείων µείωσης των εµποδίων στην ελεύθερη κυκλοφορία και την κινητικότητα και για την εξασφάλιση της συνεχούς βιωσιµότητας της παροχής συµπληρωµατικής συνταξιοδότησης. Η Επιτροπή άλλαξε επίσης την ηµεροµηνία εφαρµογής για να συνεκτιµηθεί η τρέχουσα κατάσταση. Η τροπολογία 30 διαγράφει την παράγραφο 3 του άρθρου 9, κάτι που η Επιτροπή αποδέχεται, αφού η διάταξη είναι πλέον περιττή λόγω της διαγραφής των διατάξεων περί µεταφοράς. Υποβολή εκθέσεων. Η τροπολογία 31 ορίζει ότι ένα στοιχείο των πενταετών εκθέσεων που προβλέπονται στο άρθρο 10 (πλέον άρθρο 9) πρέπει να είναι η αξιολόγηση της «διαθεσιµότητας των εργοδοτών» να προσφέρουν συµπληρωµατική συνταξιοδότηση µετά τη θέση σε ισχύ της παρούσας οδηγίας. Η Επιτροπή αποδέχεται αυτή την τροπολογία κατ αρχήν, προτείνει όµως την εισαγωγή του στοιχείου της υποβολής εκθέσεων σε µια νέα αιτιολογική σκέψη (15α). Η Επιτροπή έκανε επίσης αλλαγές τεχνικής διατύπωσης και εισήγαγε αναφορά στην «ανάπτυξη συµπληρωµατικής παροχής» αντί στη «διαθεσιµότητα». Η Επιτροπή θεωρεί ότι η διαθεσιµότητα αποτελεί µια δύσκολα ποσοτικοποιήσιµη έννοια. Η τροπολογία 32 προτείνει µια νέα ρήτρα στο άρθρο 10 (πλέον άρθρο 9), µε την οποία ζητείται η αξιολόγηση από την πρώτη έκθεση του αντικτύπου που έχει στην υποχρέωση παροχής συµπληρωµατικής συνταξιοδότησης του εργοδότη από τη µεταφορά των συνταξιοδοτικών δικαιωµάτων. Η Επιτροπή αποδέχεται αυτό το πρόσθετο στοιχείο κατ αρχήν και για λόγους σαφήνειας το περιλαµβάνει επίσης στην αιτιολογική σκέψη 15α. Οι τροπολογίες 52 και 33 προτείνουν τη διαγραφή της παραγράφου 2 του άρθρου 10 και την αντικατάστασή της από µια νέα παράγραφο [άρθρο 10 παράγραφο 2 στοιχείο α)]. Η νέα παράγραφος απαιτεί από την Επιτροπή να αναθεωρήσει, ιδίως, τους όρους µεταφοράς συνταξιοδοτικών δικαιωµάτων εντός 5 ετών από την έκδοση της οδηγίας. Με βάση αυτή την έκθεση, η Επιτροπή πρέπει να υποβάλει κάθε αναγκαία πρόταση για την περαιτέρω µείωση των εµποδίων όσον αφορά την κινητικότητα. Η Επιτροπή αποδέχεται και τις δύο αυτές τροπολογίες και για λόγους σαφήνειας τροποποίησε αναλόγως την παράγραφο 2 του άρθρου 10 (πλέον παράγραφος 2 του άρθρου 9). Η Επιτροπή εισήγαγε επίσης πρόσθετο κείµενο για να διασαφηνιστεί ότι κάθε πρόταση τροποποίησης της οδηγίας θα υποβληθεί µόνον εάν η κατάσταση στη δεδοµένη χρονική στιγµή απαιτεί περαιτέρω νοµοθεσία. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ Έχοντας υπόψη το άρθρο 250 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ, η Επιτροπή τροποποιεί την πρότασή της ως ακολούθως. EL 10 EL
Τροποποιηµένη πρόταση 2005/0214 (COD) Ο ΗΓΙΑΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ σχετικά µε τις τη βελτίωση της δυνατότητας µεταφοράς των δικαιωµάτων συµπληρωµατικής συνταξιοδότησης ελάχιστες απαιτήσεις για την αύξηση της κινητικότητας των εργαζοµένων µέσω της βελτίωσης της απόκτησης και της διατήρησης δικαιωµάτων συµπληρωµατικής συνταξιοδότησης (Κείµενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ) ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ, Έχοντας υπόψη: τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως τα άρθρα 42 και 94, την πρόταση της Επιτροπής 3, τη γνώµη της Ευρωπαϊκής Οικονοµικής και Κοινωνικής Επιτροπής 4, Αποφασίζοντας σύµφωνα µε τη διαδικασία του άρθρου 251 της Συνθήκης 5, Εκτιµώντας τα ακόλουθα: (1) Η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων αποτελεί µία από τις θεµελιώδεις ελευθερίες της Κοινότητας στο άρθρο 42 της Συνθήκης προβλέπεται ότι το Συµβούλιο, αποφασίζοντας µε τη διαδικασία του άρθρου 251, λαµβάνει τα αναγκαία µέτρα στον τοµέα της κοινωνικής ασφάλισης για την εγκαθίδρυση της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζοµένων. (2) Η κοινωνική προστασία των εργαζοµένων σε θέµατα συνταξιοδότησης εξασφαλίζεται από τα νόµιµα συστήµατα κοινωνικής ασφάλισης, τα οποία συµπληρώνονται από τα συµπληρωµατικά συστήµατα κοινωνικής ασφάλισηςσυνταξιοδότησης που συνδέονται µε τη σύµβαση εργασίας και κατέχουν όλο και µεγαλύτερη θέση στα κράτη µέλη. 3 4 5 ΕΕ C [ ] της [ ], σ. [ ]. ΕΕ C [ ] της [ ], σ. [ ]. ΕΕ C [ ] της [ ], σ. [ ]. EL 11 EL
(3) Το Συµβούλιο διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια όσον αφορά την επιλογή των καταλληλότερων µέτρων για την επίτευξη του στόχου του άρθρου 42 της Συνθήκης το σύστηµα συντονισµού που προβλέπεται στον κανονισµό (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71 του Συµβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρµογής των συστηµάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους µισθωτούς, στους µη µισθωτούς και στα µέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας 6 και στον κανονισµό (ΕΟΚ) αριθ. 574/72 του Συµβουλίου, της 21ης Μαρτίου 1972, περί του τρόπου εφαρµογής του κανονισµού (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71 7 και, ειδικότερα, οι κανόνες που ισχύουν σε θέµατα συνυπολογισµού των περιόδων ασφάλισης δεν αφορούν τα συστήµατα συµπληρωµατικής συνταξιοδότησης, µε εξαίρεση τα συστήµατα που καλύπτονται από τον όρο «νοµοθεσία», όπως ορίζεται στο άρθρο 1 στοιχείο ι) πρώτο εδάφιο του κανονισµού (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71 ή που έχουν αποτελέσει αντικείµενο σχετικής δήλωσης από ένα κράτος µέλος δυνάµει του εν λόγω άρθρου. Συνεπώς, τα συστήµατα συµπληρωµατικής συνταξιοδότησης θα πρέπει να αποτελέσουν αντικείµενο ειδικών µέτρων, ώστε να ληφθεί υπόψη η φύση τους και τα ιδιάζοντα χαρακτηριστικά τους, καθώς και η πολυµορφία των συστηµάτων αυτών εντός των κρατών µελών και µεταξύ αυτών, και ιδιαίτερα ο ρόλος των κοινωνικών εταίρων στην εφαρµογή τους. (4) Η οδηγία 98/49/ΕΚ του Συµβουλίου, της 29ης Ιουνίου 1998, σχετικά µε την προστασία των δικαιωµάτων συµπληρωµατικής συνταξιοδότησης των µισθωτών και των µη µισθωτών που µετακινούνται εντός της Κοινότητας 8, αποτελεί ένα πρώτο ειδικό µέτρο που αποσκοπεί στο να βελτιώσει την άσκηση του δικαιώµατος της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζοµένων στον τοµέα των συστηµάτων συµπληρωµατικής συνταξιοδότησης. (5) Είναι επίσης σκόπιµο να χρησιµοποιηθεί ως νοµική βάση το άρθρο 94 της Συνθήκης, δεδοµένου ότι οι αποκλίσεις των εθνικών νοµοθεσιών που διέπουν τα συστήµατα συµπληρωµατικής συνταξιοδότησης παρεµποδίζουν, λόγω της φύσης τους, τόσο την άσκηση του δικαιώµατος των εργαζοµένων για ελεύθερη κυκλοφορία όσο και τη λειτουργία της κοινής αγοράς. Έτσι, για να βελτιωθείούν ταη δυνατότητα µεταφοράς των δικαιωµάτων συµπληρωµατικής συνταξιοδότησης δικαιώµατα των εργαζοµένων που διακινούνται στο εσωτερικό της Κοινότητας και στο εσωτερικό του εκάστοτε κράτους µέλους, πρέπει να υπάρξει αφενός, εναρµόνιση ορισµένων όρων απόκτησης συνταξιοδοτικών δικαιωµάτων και, αφετέρου, προσέγγιση των κανόνων που αφορούν τη διατήρηση των αδρανοποιηµένων δικαιωµάτων και τη µεταφορά των θεµελιωµένων δικαιωµάτων θεσπιστούν ορισµένες ελάχιστες απαιτήσεις όσον αφορά την θεµελίωση και διατήρηση των θεµελιωµένων συνταξιοδοτικών δικαιωµάτων των αποχωρούντων εργαζοµένων στα συστήµατα συµπληρωµατικής συνταξιοδότησης που συνδέονται µε εργασιακή σχέση. (5α) Επιπλέον, πρέπει να ληφθούν υπόψη η δοµή και ο ιδιαίτερος χαρακτήρας των συστηµάτων συµπληρωµατικής συνταξιοδότησης καθώς και το γεγονός ότι παρουσιάζουν διαφορές εντός και µεταξύ των επιµέρους κρατών µελών. Η δηµιουργία νέων συστηµάτων, η βιωσιµότητα των υφιστάµενων συστηµάτων και 6 7 8 ΕΕ L 149 της 5.7.1971, σ. 1. Κανονισµός όπως τροποποιήθηκε τελευταία µε τον κανονισµό (ΕΚ) αριθ. 631/2004 (ΕΕ L 100 της 6.4.2004, σ. 1). ΕΕ L 74 της 27.3.1972, σ. 1. Kανονισµός όπως τροποποιήθηκε τελευταία µε τον κανονισµό (ΕΚ) αριθ. 77/2005 (ΕΕ L 16 της 20.1.2005, σ. 3) που πρόκειται να καταργηθεί µε την έναρξη ισχύος του κανονισµού (ΕΚ) 883/04. ΕΕ L 209 της 25.7.1998, σ. 46. EL 12 EL
οι προσδοκίες και απαιτήσεις των σηµερινών ασφαλισµένων θα πρέπει να προστατευθούν επαρκώς. Επιπλέον, στην παρούσα οδηγία θα πρέπει να ληφθεί ιδιαίτερα υπόψη ο ρόλος των κοινωνικών εταίρων κατά την διαµόρφωση και εφαρµογή των συστηµάτων συµπληρωµατικής συνταξιοδότησης. (5b) Η οδηγία δεν αµφισβητεί το δικαίωµα των κρατών µελών να οργανώνουν τα συνταξιοδοτικά τους συστήµατα. Τα κράτη µέλη παραµένουν εξ ολοκλήρου αρµόδια για την οργάνωση αυτών των συστηµάτων και, κατά τη µεταφορά της παρούσας οδηγίας στην εθνική νοµοθεσία, δεν υποχρεούνται να θεσπίσουν νοµοθεσία που να προβλέπει τη δηµιουργία συστηµάτων συµπληρωµατικής συνταξιοδότησης. (5γ) Η παρούσα οδηγία αφορά όλα τα συστήµατα συµπληρωµατικής συνταξιοδότησης που έχουν συσταθεί σύµφωνα µε τις εθνικές νοµοθετικές διατάξεις και πρακτικές και προσφέρουν πρόσθετες συνταξιοδοτικές παροχές για τους εργαζόµενους, όπως για παράδειγµα οι οµαδικές ασφαλιστικές συµβάσεις, τα στατικά διανεµητικά συστήµατα που έχουν συµφωνηθεί µε έναν ή περισσοτέρους κλάδους ή τοµείς, τα κεφαλαιοποιητικά συστήµατα ή οι υποσχέσεις συνταξιοδότησης που υποστηρίζονται από λογιστικά αποθέµατα ή οποιεσδήποτε συλλογικές ή άλλες παραπλήσιες συµφωνίες. (5δ) Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να εφαρµόζεται σε συστήµατα συµπληρωµατικής συνταξιοδότησης ή, κατά περίπτωση, σε υποτοµείς αυτών των συστηµάτων, που έχουν κλείσει µε αποτέλεσµα να µην είναι πλέον δυνατή η εγγραφή νέων µελών διότι η θέσπιση νέων κανόνων θα µπορούσε να σηµαίνει αδικαιολόγητη επιβάρυνση αυτών των συστηµάτων. (5ε) Η παρούσα οδηγία δεν έχει στόχο να εναρµονίσει ή να επηρεάσει την εθνική νοµοθεσία σχετικά µε τα µέτρα εξυγίανσης και τις διαδικασίες εκκαθάρισης εν προκειµένω είναι επουσιώδες αν οι διαδικασίες κινούνται λόγω αφερεγγυότητας ή εάν κινούνται εθελοντικά ή υποχρεωτικά. Οµοίως, η παρούσα οδηγία δεν θίγει τις εθνικές νοµοθετικές διατάξεις σχετικά µε τα µέτρα εξυγίανσης που αναφέρονται στην οδηγία 2001/17/ΕΚ 9. (5στ) Η παρούσα οδηγία δεν πρέπει να αφορά τα συστήµατα προστασίας έναντι αφερεγγυότητας και τα αντισταθµιστικά συστήµατα, τα οποία δεν συγκαταλέγονται στα συστήµατα συµπληρωµατικής συνταξιοδότησης που συνδέονται µε εργασιακή σχέση και αποσκοπούν στην προστασία των συνταξιοδοτικών δικαιωµάτων των εργαζοµένων σε περίπτωση αφερεγγυότητας της επιχείρησης ή του συστήµατος συνταξιοδότησης. Κατά τον ίδιο τρόπο, η παρούσα οδηγία δεν πρέπει να αφορά τα εθνικά αποθεµατικά συνταξιοδοτικά ταµεία. (5ζ) Η παρούσα οδηγία εφαρµόζεται µόνο στα συστήµατα συµπληρωµατικής συνταξιοδότησης που υφίστανται λόγω εργασιακής σχέσης και βασίζονται στη συµπλήρωση της ηλικίας συνταξιοδότησης ή στην εκπλήρωση άλλων προϋποθέσεων, όπως ορίζεται από το σύστηµα ή την εθνική νοµοθεσία. Η 9 Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συµβουλίου, της 19ης Μαρτίου 2001, για την εξυγίανση και την εκκαθάριση των ασφαλιστικών επιχειρήσεων (ΕΕ L 110 της 20.4.2001, σ. 28) EL 13 EL
παρούσα οδηγία δεν ισχύει για ατοµικές συνταξιοδοτικές ρυθµίσεις, εκτός αυτών που συνάπτονται µέσω εργασιακής σχέσης. Η παρούσα οδηγία δεν ισχύει και για επιδόµατα αναπηρίας και επιζώντων. (5η) (5θ) (5ι) Κατ' αποκοπή πληρωµή, η οποία δεν κρίνεται ότι αποτελεί ουσιαστικό εισόδηµα, δεν συνδέεται µε εισφορές για την απόκτηση προσόδου, πραγµατοποιείται άµεσα ή έµµεσα στο τέλος της σταδιοδροµίας και χρηµατοδοτείται αποκλειστικά από τον εργοδότη, δεν θα πρέπει να θεωρείται ως συµπληρωµατική σύνταξη κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας εδοµένου ότι η συµπληρωµατική παροχή συντάξεων αποκτά ολοένα µεγαλύτερη σηµασία για τη διασφάλιση του βιοτικού επιπέδου στα γηρατειά σε πολλά κράτη µέλη, πρέπει να βελτιωθούν οι όροι απόκτησης, διατήρησης και µεταφοράς των θεµελιωµένων δικαιωµάτων ώστε να µειωθούν τα εµπόδια για την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζοµένων και την επαγγελµατική κινητικότητα εντός της ΕΕ. Οι προϋποθέσεις κτήσης δεν θα πρέπει να εξοµοιώνονται προς άλλους όρους που τίθενται για την απόκτηση δικαιώµατος προσόδου όσον αφορά το στάδιο της πληρωµής σύµφωνα µε την εθνική νοµοθεσία ή βάσει των κανόνων ορισµένων συστηµάτων συµπληρωµατικής συνταξιοδότησης (ιδίως των συστηµάτων προκαθορισµένων εισφορών). (6) Για να εξασφαλιστεί ότι οι όροι απόκτησης των δικαιωµάτων συµπληρωµατικής συνταξιοδότησης δεν ζηµιώνουν την άσκηση του δικαιώµατος των εργαζοµένων για ελεύθερη κυκλοφορία εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι σκόπιµο να καθοριστούν όρια όσον αφορά τους όρους απόκτησης ώστε ο εργαζόµενος, όταν ασκεί το δικαίωµά του για ελεύθερη κυκλοφορία ή µετακινείται στο εσωτερικό ενός κράτους µέλους, να λαµβάνει στο τέλος της σταδιοδροµίας του σύνταξη ικανοποιητικού επιπέδου. (6α) (6β) Όταν η εργασιακή σχέση παύει πριν σωρεύσει ο αποχωρών εργαζόµενος θεµελιωµένα συνταξιοδοτικά δικαιώµατα και όταν το σύστηµα ή ο εργοδότης επωµίζεται τον επενδυτικό κίνδυνο (ιδίως σε συστήµατα προκαθορισµένων εισφορών), το σύστηµα θα πρέπει πάντοτε να περιλαµβάνει την επιστροφή των εισφορών του αποχωρούντος εργαζοµένου. Όταν η εργασιακή σχέση παύει πριν σωρεύσει ο αποχωρών εργαζόµενος κεκτηµένα συνταξιοδοτικά δικαιώµατα και όταν ο αποχωρών εργαζόµενος επωµίζεται τον επενδυτικό κίνδυνο (ιδίως σε συστήµατα προκαθορισµένων εισφορών), το σύστηµα θα πρέπει πάντοτε να περιλαµβάνει την επιστροφή των εισφορών του αποχωρούντος εργαζοµένου ανεξαρτήτως της αξίας των επενδύσεων που προέκυψαν από αυτές τις εισφορές. Η επενδυτική αξία µπορεί να είναι είτε υψηλότερη είτε χαµηλότερη από τις εισφορές που έχει καταβάλει ο αποχωρών εργαζόµενος. Σε περίπτωση που η αξία είναι αρνητική δεν πραγµατοποιείται επιστροφή. Οι αποχωρούντες εργαζόµενοι θα πρέπει να έχουν το δικαίωµα να διατηρούν τα θεµελιωµένα συνταξιοδοτικά δικαιώµατά τους ως αδρανοποιηµένα δικαιώµατα στο σύστηµα συµπληρωµατικής συνταξιοδότησης στο οποίο θεµελιώθηκε το δικαίωµά τους. Όσον αφορά τη διατήρηση των αδρανοποιηµένων δικαιωµάτων, η προστασία µπορεί να θεωρείται ισοδύναµη όταν, ιδίως σε πλαίσιο συστήµατος προκαθορισµένων εισφορών, προσφέρεται στους αποχωρούντες εργαζοµένους η δυνατότητα µεταφοράς της αξίας των θεµελιωµένων συνταξιοδοτικών EL 14 EL
δικαιωµάτων τους σε σύστηµα συµπληρωµατικής συνταξιοδότησης που ικανοποιεί τους όρους του άρθρου 5 παράγραφος 1. (7) Σύµφωνα µε την εθνική νοµοθεσία και πρακτική θα πρέπει να ληφθούν µέτρα ώστε να εξασφαλισθεί Είναι επίσης σκόπιµο να δοθεί προσοχή σε µια δίκαιη προσαρµογή η διατήρηση των αδρανοποιηµένων δικαιωµάτων ή της αξίας αυτών των αδρανοποιηµένων δικαιωµάτων ώστε να αποφευχθεί η πιθανότητα ζηµίωσης του αποχωρόντος εργαζοµένου. Ο στόχος αυτός θα µπορούσε να επιτευχθεί µε προσαρµογή των αδρανοποιηµένων δικαιωµάτων σε συσχετισµό µε διάφορα µέτρα αναφοράς, µεταξύ των οποίων περιλαµβάνεται ο πληθωρισµός, το επίπεδο των µισθών ή οι καταβαλλόµενες συνταξιοδοτικές παροχές, αλλά και ο συντελεστής απόδοσης των στοιχείων του ενεργητικού του συστήµατος συµπληρωµατικής συνταξιοδότησής τους. Η αξία των δικαιωµάτων κατά την αποχώρηση του εργαζοµένου από το σύστηµα θα πρέπει να καθορίζεται σύµφωνα µε την εθνική νοµοθεσία και πρακτική. Κατά τον υπολογισµό της αξίας θα πρέπει να λαµβάνονται υπόψη η ιδιαίτερη φύση του συστήµατος, τα συµφέροντα των αποχωρούντων δικαιούχων, τα συµφέροντα των υπολοίπων ενεργών ασφαλισµένων του συστήµατος και τα συµφέροντα των συνταξιοδοτηµένων δικαιούχων. Όταν αναπροσαρµόζεται η αξία αδρανοποιηµένων δικαιωµάτων, µπορούν να λαµβάνονται επίσης υπόψη οι δικαιολογηµένες διοικητικές δαπάνες. (7α) Η παρούσα οδηγία δεν δηµιουργεί την υποχρέωση θέσπισης πιο ευνοϊκών όρων για τα αδρανοποιηµένα δικαιώµατα απ ό,τι για τα δικαιώµατα των ενεργών ασφαλισµένων του συστήµατος. (8) Εάν τα θεµελιωµένα συνταξιοδοτικά δικαιώµατα ή η αξία των θεµελιωµένων συνταξιοδοτικών δικαιωµάτων ενός αποχωρούντος εργαζοµένου δεν υπερβαίνει ένα όριο καθορισµένο από το εκάστοτε κράτος µέλος και προκειµένου να αποφευχθούν οι ιδιαίτερα υψηλές διοικητικές δαπάνες που απορρέουν από τη διαχείριση σηµαντικού αριθµού αδρανοποιηµένων δικαιωµάτων µικρής αξίας, πρέπειείναι δυνατόν να δοθεί η δυνατότητα στα συνταξιοδοτικά συστήµατα να µην διατηρούν αυτά τα θεµελιωµένα δικαιώµατα, αλλά να προβαίνουν είτε σε µεταφορά της αξίας των θεµελιωµένων συνταξιοδοτικών δικαιωµάτων είτε σε πληρωµή κεφαλαίου ανάλογα µε τα θεµελιωµένα δικαιώµαταεφόσον αυτά δεν υπερβαίνουν ένα όριο καθορισµένο από το εκάστοτε κράτος µέλος. Η αξία µεταφοράς ή η καταβολή κεφαλαίου θα καθορίζονται ενδεχοµένως σύµφωνα µε την εθνική νοµοθεσία και πρακτική. (9) Για τους εργαζοµένους που αλλάζουν απασχόληση, είναι σκόπιµο να εξασφαλιστεί η δυνατότητα επιλογής µεταξύ, αφενός, της διατήρησης των συνταξιοδοτικών δικαιωµάτων που απέκτησαν στο αρχικό συµπληρωµατικό σύστηµα συνταξιοδότησής τους και, αφετέρου, της µεταφοράς του αντίστοιχου κεφαλαίου σε άλλο σύστηµα συµπληρωµατικής συνταξιοδότησης, ακόµα και σε άλλο κράτος µέλος. (9α) Η παρούσα οδηγία δεν περιέχει διατάξεις για τη µεταφορά θεµελιωµένων συνταξιοδοτικών δικαιωµάτων, ωστόσο, προκειµένου να προαχθεί η επαγγελµατική κινητικότητα, τα κράτη µέλη πρέπει να επιδιώκουν, στο µέτρο του δυνατού και ιδίως σε περίπτωση σύστασης νέων συστηµάτων συµπληρωµατικής συνταξιοδότησης, τη βελτίωση της δυνατότητας µεταφοράς θεµελιωµένων συνταξιοδοτικών δικαιωµάτων. EL 15 EL
(10) Για λόγους οικονοµικής βιωσιµότητας των συστηµάτων συµπληρωµατικής συνταξιοδότησης, τα κράτη µέλη έχουν τη δυνατότητα να εξαιρούν κατ αρχήν τα µη κεφαλαιοποιητικά συστήµατα από την υποχρέωση να δίνουν στους εργαζοµένους τη δυνατότητα µεταφοράς των θεµελιωµένων δικαιωµάτων τους. Ωστόσο, για να υπάρξει ίση µεταχείριση µεταξύ των εργαζοµένων που καλύπτονται από κεφαλαιοποιητικά συστήµατα και των εργαζοµένων που καλύπτονται από µη κεφαλαιοποιητικά συστήµατα, είναι σκόπιµο να προσπαθήσουν τα κράτη µέλη να βελτιώσουν σταδιακά τη δυνατότητα µεταφοράς των δικαιωµάτων που απορρέουν από τα µη κεφαλαιοποιητικά συστήµατα. (11) Με την επιφύλαξη της οδηγίας 2003/41/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συµβουλίου, της 3ης Ιουνίου 2003, για τις δραστηριότητες και την εποπτεία των ιδρυµάτων που προσφέρουν υπηρεσίες επαγγελµατικών συνταξιοδοτικών παροχών 10, οι ενεργοί ασφαλισµένοι του συστήµατος και οι εργαζόµενοι που ασκούν ή που προτίθενται να ασκήσουν το δικαίωµά τους για ελεύθερη κυκλοφορία πρέπει να είναι κατάλληλα ενηµερωµένοι από τους υπευθύνους διαχείρισης των συστηµάτων συµπληρωµατικής συνταξιοδότησης, ιδίως όσον αφορά τις συνέπειες µιας ενδεχόµενης παύσης της επαγγελµατικής τους δραστηριότητας στα δικαιώµατά τους για συµπληρωµατική συνταξιοδότηση. Τα κράτη µέλη µπορούν να ορίσουν ότι οι εν λόγω πληροφορίες δεν δίνονται περισσότερες από µία φορά το χρόνο. (12) Λόγω της πολυµορφίας των συστηµάτων συµπληρωµατικής συνταξιοδότησης κοινωνικής ασφάλισης, η Κοινότητα οφείλει να περιοριστεί στον καθορισµό των στόχων προς επίτευξη σε ένα γενικό πλαίσιο και ως, εκ τούτου, η οδηγία αποτελεί το κατάλληλο νοµοθετικό µέσο. (13) Με δεδοµένο ότι οι στόχοι της προς ανάληψη δράσης, δηλαδή η µείωση των εµποδίων στην άσκηση του δικαιώµατος των εργαζοµένων για ελεύθερη κυκλοφορία και επαγγελµατική κινητικότητα και στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, δεν είναι δυνατόν να επιτευχθούν σε ικανοποιητικό βαθµό από τα κράτη µέλη και µπορούν, κατά συνέπεια, λόγω της κλίµακας της δράσης, να επιτευχθούν καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, η Κοινότητα έχει τη δυνατότητα να θεσπίσει µέτρα σύµφωνα µε την αρχή της επικουρικότητας, όπως καθορίζεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης. Σύµφωνα µε την αρχή της αναλογικότητας, όπως διατυπώνεται στο εν λόγω άρθρο, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων της, βασιζόµενη ιδίως σε ανάλυση αντικτύπου η οποία θα διεξαχθεί µε τη συνδροµή της επιτροπής στον τοµέα των συµπληρωµατικών συντάξεων (το «φόρουµ των συντάξεων»). (14) Η παρούσα οδηγία καθορίζει ελάχιστες απαιτήσεις, αφήνοντας στα κράτη µέλη τη δυνατότητα θέσπισης ή διατήρησης ευνοϊκότερων διατάξεων. Η εφαρµογή της παρούσας οδηγίας δεν µπορεί να χρησιµεύσει ως δικαιολογία για ενδεχόµενη οπισθοδρόµηση σε σχέση µε την κατάσταση που επικρατεί ήδη σε κάθε κράτος µέλος. (15) Όσον αφορά την ανάγκη να ληφθούν υπόψη οι συνέπειες της παρούσας οδηγίας ιδίως στην οικονοµική βιωσιµότητα των συστηµάτων συµπληρωµατικής συνταξιοδότησης, τα κράτη µέλη µπορούν να χρησιµοποιήσουν ένα συµπληρωµατικό χρονικό περιθώριο για τη σταδιακή εφαρµογή των διατάξεων που ενδέχεται να επιφέρουν τις εν λόγω συνέπειες. 10 ΕΕ L 235 της 23.9.2003, σ. 10. EL 16 EL
(15α) Οι πενταετείς εκθέσεις θα επισκοπούν πρόσφατες τάσεις στην παροχή συµπληρωµατικών συντάξεων. Η πρώτη έκθεση θα περιέχει επίσης αξιολόγηση της υποχρέωσης του εργοδότη στο πλαίσιο της εθνικής νοµοθεσίας, όσον αφορά τα συνταξιοδοτικά δικαιώµατα αποχωρούντων εργαζοµένων που µεταφέρουν τα δικαιώµατά τους σε άλλο συνταξιοδοτικό σύστηµα. Η αξιολόγηση πρέπει επίσης να εξετάζει δυνατότητες που να εξασφαλίζουν τη λήξη της νοµικής υποχρέωσης από τη στιγµή της εκτέλεσης των µεταφορών. (16) Σύµφωνα µε τις εθνικές διατάξεις που διέπουν την οργάνωση των συστηµάτων συµπληρωµατικής συνταξιοδότησης, τα κράτη µέλη µπορούν να αναθέσουν στους κοινωνικούς εταίρους, εφόσον αυτοί το ζητήσουν από κοινού, την εφαρµογή της παρούσας οδηγίας όσον αφορά τις διατάξεις που αναφέρονται σε συλλογικές συµβάσεις, µε την προϋπόθεση ότι τα κράτη µέλη λαµβάνουν κάθε αναγκαίο µέτρο ώστε να είναι ανά πάσα στιγµή σε θέση να εξασφαλίζουν τα αποτελέσµατα που απαιτούνται από την παρούσα οδηγία, ΕΞΕ ΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ Ο ΗΓΙΑ: Άρθρο 1 Στόχος Η παρούσα οδηγία αποσκοπεί στο να διευκολύνει την άσκηση του δικαιώµατος των εργαζοµένων για ελεύθερη κυκλοφορία καθώς και του δικαιώµατός τους για την επαγγελµατική τους κινητικότητα στο εσωτερικό ενός κράτους µέλους, µειώνοντας τα εµπόδια που δηµιουργούνται από ορισµένους κανόνες που διέπουν αφορούν τα συστήµατα συµπληρωµατικής συνταξιοδότησης στα κράτη µέλη που συνδέονται µε εργασιακή σχέση. Άρθρο 2 Πεδίο εφαρµογής 1. Η παρούσα οδηγία εφαρµόζεται στα συστήµατα συµπληρωµατικής συνταξιοδότησης, εξαιρουµένων των συστηµάτων που καλύπτονται από τον κανονισµό (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71 11. 2. Η παρούσα οδηγία δεν εφαρµόζεται στα ακόλουθα συστήµατα: α) συστήµατα συµπληρωµατικής συνταξιοδότησης τα οποία έχουν παύσει να δέχονται νέα ενεργά µέλη κατά την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας και τα οποία παραµένουν κλειστά σε νέα µέλη β) στα συστήµατα συµπληρωµατικής συνταξιοδότησης τα οποία υπόκεινται σε µέτρα που συνεπάγονται την παρέµβαση διοικητικών φορέων που έχουν συσταθεί βάσει εθνικής νοµοθεσίας ή δικαστικών αρχών και τα οποία στόχο έχουν να διαφυλάξουν ή να αποκαταστήσουν την οικονοµική τους 11 Πρόκειται να καταργηθεί µε την έναρξη ισχύος του κανονισµού (ΕΚ) 883/04. EL 17 EL