Λάθρα βιώσασα O ΠAΠΠOYΣ MAΣ KATAΓINOTAN μέ στιχάκια. \Aραγμένος ïλημερίς σέ μιά βαθιά δερμάτινη πολυθρόνα, àναπολοüσε τήν πρότερη âπαγγελματική του ζωή καπνίζοντας καί μουντζουρώνοντας χαρτιά καί κουτιά àπό ôφιλτρα τσιγάρα. ^H γιαγιά àπομνημόνευε âν συνεχεία τά σχεδιάσματα αéτά πού ξεχείλιζαν νοσταλγία καί μäς τά τραγουδοüσε. Eτσι, τήν τρυφερή παιδική μας λικία δέν τήν συνδέσαμε ποχρεωτικά μέ γελαστά àσμάτια καί παραμύθια, πως οî συμμαθητές μας, àλλά μέ τά φοβερά στιχουργήματα τοü παπποü, πού öβριθαν àπό ôγνωστες λέξεις καί öννοιες καί πού μäς πλάκωναν μέ çκάδες θλίψης. \Aπουσία, κενό, àναμνήσεις καί θάνατος qταν τά βασικά συστατικά τ ν τραγουδι ν του. ^H γιαγιά μäς ξεχνοüσε χάριν τοü τυφλοü θαυμασμοü πού σ\ ïλόκληρη τή ζωή της öθρεψε γιά τόν ôντρα της. Kαί μäς τά μετέδιδε αéτούσια, νομίζοντας âπιπλέον τι μäς κληροδοτεö τόν μεγαλύτερο θησαυρό τéς γéς. \Aνακάλυψα πολύ àργότερα, ταν οî παπποüδες μου
10 ONEIPEYOMAI ΠΩΣ ΓΛYTΩΣA εrχαν πεθάνει àπό καιρό, τά σκληρόδετα κιτρινισμένα τετράδια τéς γιαγιäς που, προσεκτικά καί καλλιγραφικότατα, εrχε àποτυπώσει μέ μελάνι τίς ποιητικές âξάρσεις τοü παπποü. Tινάχτηκαν ξαφνικά καταχωνιασμένες àναμνήσεις àπό àκατάληπτες φράσεις πού γίνονταν γοητευτικές στά χείλη τéς γιαγιäς, ε κόνα τéς γιαγιäς πού δακρύζει àπαγγέλλοντας τραγουδώντας σέ δικούς της σκοπούς τούς περίφημους στήν ο κογένειά μας καί μόνον στίχους τοü παπποü. \Aλλά ï παππούς àδιαφοροüσε γιά λες αéτές τίς διαδικασίες τéς καλλιγραφικéς àντιγραφéς, τéς àποστήθισης καί τéς μελοποίησης. Tό μόνο πού τόν âνδιέφερε qταν δική του àποτύπωση στά κουτιά καί στά τσιγαρόχαρτα. Eχω μάλιστα τήν âντύπωση πώς τά πετοüσε στό καλάθι, àπ\ που τά ψάρευε γιαγιά κρυφοκαμαρώνοντας, γιά νά κλειδωθεö στερα στήν κάμαρά της ïλομόναχη. Kάποτε âντυπωσιαστήκαμε μέ τόν àδελφό μου àπό âρωτικούς στίχους πού γιά μäς τότε ëφτά καί âννιά χρον ν àντιστοίχως εrχαν κάτι τό àπαγορευμένο καί τό ëλκυστικό, πού θά çνομάζαμε àργότερα «πορνικό». Θέλοντας νά τσιγκλίσουμε λιγάκι τόν παππού, âπειδή δέν àσχολιόταν μαζί μας παρά γιά νά μäς λύσει àσκήσεις àριθμητικéς, àποφασίσαμε νά τοü àπαγγείλουμε τούς στίχους του œστε νά καταλάβει μιά γιά πάντα τι δέν μασταν êπλ ς «διαολόπαι-
ΛAΘPA BIΩΣAΣA 11 δα», àλλά καί διαολόπαιδα âνήμερα τ ν δραστηριοτήτων του. E ρήσθω âν παρόδω τι σα πιάναμε àπό τούς στίχους του, τά θεωρούσαμε μέ βεβαιότητα προσωπικά του βιώματα. Oταν, γιά παράδειγμα, öπεσε στά χέρια μας τό στιχούργημα μέ τόν τίτλο «Mελαγχολία» (Kαθώς λοιπόν βαδίζαμε μέ τή μελαγχολία / νά μäς βαραίνει τά πλευρά, φόρτωμα κι àθυμία / öλειψαν οî χαιρετισμοί, τά δ ρα, οî προσκλήσεις / öμειναν γράμματα κενά, àπόντων àναμνήσεις / Στούς δρόμους καλημέριζαν οî ôλλοι μέ àνία / σέ μäς àπόμειναν οî σκιές, τά δέντρα κι λαγνεία / γιά ξεχασμένα γράμματα πού κρύβονταν στά βάθη / τ ν ëρμαρίων τ ν κλειστ ν, μέ öρωτες καί πάθη / Kι ôς μάθει ï âθέλων ëαυτόν âν τοöς νεκροöς νοéσαι / πώς σάν φορτώσεις γάιδαρο μέ τή μελαγχολία / ποτέ δέν ξαναγίνεσαι παρά αéτός πού εrσαι / πού öτρεχες σάν παλαβός σέ κάθε παραλία / γιά πέτρες καί γιά κούτσουρα, τά κύματα μισώντας / γιατί στό νοü σου öφερναν μονίμως τούς àπόντας), ε δαμε τόν παππού νά φορτώνει σ\ ναν γάιδαρο κοφίνια μέ μελαγχολικό γαλαζωπό καπνό, κάτι σάν τόν καπνό àπό τό σπίτι τοü \Oδυσσέα, κι στερα νά τρέχει στήν παραλία νά μαζέψει κούτσουρα καί πέτρες, γιά ôγνωστους σ\ âμäς λόγους. Γιατί μως μισοüσε τά κύματα δέν τό καταλαβαίναμε διόλου, κυρίως âπειδή âμεöς τά àγαπούσαμε πολύ, κι οûτε βέβαια καταλαβαίναμε τί λογéς πράγμα qταν αéτοί οî «àπόντας»,
12 ONEIPEYOMAI ΠΩΣ ΓΛYTΩΣA πού τούς ποψιαζόμασταν πάντως γιά κάποιο εrδος μεγάλου καί κακοü ψαριοü. Στηθήκαμε λοιπόν àπέναντί του, μήν τολμώντας νά τόν âνοχλήσουμε στίς τέσσερις τό àπόγευμα ï παππούς öπεφτε σέ νάρκη œς τίς πεντέμισι, στήν πολυθρόνα πάντοτε, κι στερα ξυπνοüσε μόνος του, σάν κουρδισμένος, καί ζητοüσε àπαιτητικά καφέ. Στίς πεντέμισι, σταθήκαμε προσοχή μπροστά του. ^O àδελφός μου τόν σκούντησε μαλακά γιά νά τόν προσγειώσει κι àπαγγείλαμε μέ μία φωνή: Kαλ ς τήν çμορφούλα μου Mέ τά μεγάλα στήθη Γιά σέ οî ôντρες σφάζονται Kι àπέ μένουν στή λήθη Kαλό σέ μένα νά συμβεö Στό πάθος πού \χω πέσει Kι àπό τόν πόνο σπαρταρ Kαρδιά, στέρνο καί μέση. ^O παππούς ôνοιξε κάτι μάτια ïλοστρόγγυλα καί βρόντηξε σάν τόν Δία, ποιός μäς τά \μαθε αéτά, δέν θελε àηδίες στό σπίτι του καί νά χαθοüμε àπό μπροστά του προτοü μäς δώσει νά καταλάβουμε περισσότερα. MοÜ φαίνεται πώς κάτι öγινε τότε àνάμεσα σ\
ΛAΘPA BIΩΣAΣA 13 αéτόν καί στή γιαγιά, ε τε κατάλαβε τί συνέβαινε τόσον καιρό ε τε τοü τό âξήγησε γιαγιά γιά πρώτη φορά,τι καί νά \γινε πάντως μήπως ε χαμε μεγαλώσει καί θά σταματοüσε öτσι κι àλλι ς γιαγιά νά μäς τραγουδάει; öκτοτε δέν ξανακούσαμε àπαγγελία καί τραγούδι. Kρυφοκοιτούσαμε μόνο τή γιαγιά ταν νόμιζε πώς εrναι μονάχη, ταν, ôς ποüμε, ±πλωνε τήν μπουγάδα öριχνε πασιέντσες κεντοüσε, καί τήν πιάναμε νά μουρμουρίζει, κάποτε καί νά τραγουδάει, ôγνωστους σέ μäς στίχους τοü παπποü. H μήπως δέν qταν λοι αéτοί οî στίχοι τοü παπποü; Γιατί στά δεμένα τετράδια πού àνακάλυψα πéρχαν, âκτός àπό τά ποιήματα πού àπέδωσα εéθύς àμέσως στόν παππού, δεκάδες ôλλα κείμενα, μερολογιακές σημειώσεις πού àνéκαν âμφαν ς στή γιαγιά, àλλά καί àνυπόγραφες îστοριοüλες μέ πλοκή, καί ποιήματα κι α νίγματα καί συνταγές καί γνωμικά... Ωστε αéτή γιαγιά πού τή βλέπαμε ν\ àσχολεöται μόνο μέ τόν παππού, μέ τό νοικοκυριό της καί μέ μäς, öκανε κι ôλλα πράγματα àπό τό νά ρίχνει πασιέντσες καί νά κεντάει. Στό τέλος àναρωτήθηκα μήπως λα σα μäς àπήγγελλε στή διάρκεια τ ν παιδικ ν μας χρόνων qταν δικά της καί μόνο. Στό κάτω-κάτω, âμεöς βλέπαμε τόν παππού νά γράφει, àλλά δέν διαπιστώσαμε ποτέ τί. Oûτε πλησιάζαμε, γιατί δέν μäς âνδιέφερε, κι ôλλωστε μαστε βέβαιοι πώς öγραφε αéτά πού τρα-
14 ONEIPEYOMAI ΠΩΣ ΓΛYTΩΣA γουδοüσε γιαγιά. Yστερα àπό τόσα χρόνια διερωτ μαι σοβαρά μήπως ï παππούς συμπλήρωνε êπλ ς τίς στéλες τοü Προπό πολόγιζε τά öξοδα τοü σπιτιοü στό κάτω τéς γραφéς qταν âπί σαράντα χρόνια λογιστής καί μήπως γιαγιά, σάν τίς γυναöκες τοü καιροü της, qταν λάθρα βιώσασα ποιήτρια.