STEPHEN KING 22/11/63



Σχετικά έγγραφα
Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

Πριν από λίγες μέρες πήγα για κούρεμα.

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

Λήστευαν το δημόσιο χρήμα - Το B' Μέρος με τους αποκαλυπτικούς διαλόγους Άκη - Σμπώκου

Ο Τοτός και ο Μπόμπος εξετάζονται από το δάσκαλό τους. Ο Μπόμπος βγαίνει από την αίθουσα και λέει στον Τοτό:

Τοπαλίδης Ιπποκράτης, 13 ετών

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά

Modern Greek Beginners

Το δικό µου σκυλάκι. Ησαΐα Ευτυχία

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

Αποστολή. Κρυμμένος Θησαυρός. Λίνα Σωτηροπούλου. Εικόνες: Ράνια Βαρβάκη

Εικόνες: Eύα Καραντινού

Ποια είναι η ερώτηση αν η απάντηση είναι: Τι έχει τέσσερις τοίχους;

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

Μεγάλο βραβείο, μεγάλοι μπελάδες. Μάνος Κοντολέων. Εικονογράφηση: Τέτη Σώλου

Πρώτες μου απορίες. ΚΟΙΤΑΖΑ τ αγόρια και σκέπτουμουν. [7]

ΑΠΟΔΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΟΥ ΤΡΟΜΟΥ

Ο νονός μου είναι ο καλύτερος συγγραφέας τρελών ιστοριών του κόσμου.

ΖΑΚ ΠΡΕΒΕΡ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ

Modern Greek Beginners

Μαρία Κωνσταντινοπούλου Ψυχολόγος - ειδική παιδαγωγός

Απόψε (ξανα)ονειρεύτηκα

Γλωσσικές πράξεις στη διαγλώσσα των μαθητών της Ελληνικής ως Γ2

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

Δεν είναι λοιπόν μόνο οι γυναίκες που έχουν αυτήν την ανάγκη, αλλά κι οι άντρες επίσης, όσο σκληροί κι αν το παίζουν.

ΜΠΑ Μ! Μ Π Α Μ! Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για όλους.

Παραμύθι για την υγιεινή διατροφή

17.Β. ΜΙΚΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 4 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ

Εκμυστηρεύσεις. Πετρίδης Σωτήρης.

ΤΑ ΜΠΑΛΟΝΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΙΑΣ

ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε.

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

- Γιατρέ, πριν την εγχείρηση δεν είχατε μούσι... - Δεν είμαι γιατρός. Ο Αγιος Πέτρος είμαι...

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 4 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

Σιώμος Θεόδωρος του Κωνσταντίνου, 11 ετών

17.Α.ΜΕΓΑΛΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 1 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ

ΘΟΔΩΡΗΣ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ

Μπεχτσή Μαρία του Κωνσταντίνου, 11 ετών

ΠΕΡΙΓΡΑΦΩ ΕΙΚΟΝΕΣ ΜΕ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥΣ. Μια ολοκληρωμένη περιγραφή της εικόνας: Βρέχει. Σήμερα βρέχει. Σήμερα βρέχει όλη την ημέρα και κάνει κρύο.

ΙΑ ΧΕΙΡΙΣΗ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ

Κάτι μου λέει πως αυτή η ιστορία δε θα έχει καλό

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος

The G C School of Careers

Αν δούµε κάπου τα παρακάτω σήµατα πώς θα τα ερµηνεύσουµε; 2. Πού µπορείτε να συναντήσετε αυτό το σήµα; (Κάθε σωστή απάντηση 1 βαθµός)

Χαμπάρι ο Γιαννάκης. Η μάνα χαμηλώνει το στερεοφωνικό... Ο Γιαννάκης επιτέλους, γυρίζει! Βλέπει τη μάνα... θυμώνει... της βάζει τις φωνές...

Εργασία Οδύσσειας: θέμα 2 ο «Γράφω το ημερολόγιο του κεντρικού ήρωα ή κάποιου άλλου προσώπου» Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

Δύο ιστορίες που ρωτάνε

Κωνσταντινίδου Αγγελίνα του Χρήστου, 8 ετών

Αυτό το βιβλίo είναι μέρος μιας δραστηριότητας του Προγράμματος Comenius

Κείμενα Κατανόησης Γραπτού Λόγου

Modern Greek Stage 6 Part 2 Transcript

ΣΚΕΤΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ. ΑΡΗΣ (Συναντώνται μπροστά στη σκηνή ο Άρης με τον Χρηστάκη.) Γεια σου Χρηστάκη, τι κάνεις;

THE G C SCHOOL OF CAREERS ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ Ε ΤΑΞΗ

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Οι αριθμοί σελίδων με έντονη γραφή δείχνουν τα κύρια κεφάλαια που σχετίζονται με το θέμα. ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΜΑΘΗΜΑ

Σκηνή 1 η. Μπαίνει η γραμματέας του φουριόζα και τον διακόπτει. Τι θες Χριστίνα παιδί μου; Δε βλέπεις που ομιλώ στο τηλέφωνο;

Φωνή: Θανούλη! Φανούλη! Μαριάννα! Φανούλης: Μας φωνάζει η μαμά! Ερχόμαστε!

Αδαμοπούλου Μαρία του Δημητρίου, 9 ετών

Η ζωή είναι αλλού. < <Ηλέκτρα>> Το διαδίκτυο είναι γλυκό. Προκαλεί όμως εθισμό. Γι αυτό πρέπει τα παιδιά. Να το χρησιμοποιούν σωστά

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΟΥΤΣΙΚΟΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΦΑΡΚΑΔΟΝΑΣ ΤΡΙΚΑΛΩΝ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ «ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΙ ΠΕΤΑΣ, ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ»

ΣΚΕΤΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΠΑΡΕΝΟΧΛΗΣΗ. ΝΑΤΑΣΑ (Μέσα στην τάξη προς το τέλος του μαθήματος) ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ Η Γη, κυρία Νατάσα, έχει το σχήμα μιας σφαίρας.

ΤΟ ΣΤΕΡΕΟ ΠΟΥ ΤΡΩΕΙ ΣΟΚΟΛΑΤΑ

Την επομένη ήρθε προς το μέρος μου και μου είπε καλημέρα.

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Κρατς! Κρουτς! Αχ! Ουχ!

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΠΡΩΤΟΓΗΡΟΥ Πρωτοδίκου Διοικητικών Δικαστηρίων ΟΜΙΛΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΗΣ ΧΟΡΩΔΙΑΣ ΟΡΧΗΣΤΡΑΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΧΑΛΚΙΔΟΣ

Δύο μικρά δεινοσαυράκια θέλουν να πάνε σχολείο μαζί με τα παιδάκια

Πώς γράφεις αυτές τις φράσεις;

Μια φορά κι ένα γαϊδούρι

Γράφει η Ευρυδίκη Αμανατίδου

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37

Εδώ μένω ΕΓΩ αυτοπροσώπως! ΑΓΟΡΑ ΤΣΙΡΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΟΙΚΟΣ ΕΥΓΗΡΙΑΣ ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΡΚΕΤ ΔΡΟΜΕΙΟ ΤΑΧΥ- ΦΟΥΡΝΟΣ ΛΕΩΦ. ΝΤΑΝΦΕΡ ΡΟΣΡΟ ΝΤΕΜΙΡΕΛ ΛΕ ΤΟΥΡΝΕ

LET S DO IT BETTER improving quality of education for adults among various social groups

Η γυναίκα με τα χέρια από φως

Προσπάθησα να τον τραβήξω, να παίξουμε στην άμμο με τα κουβαδάκια μου αλλά αρνήθηκε. Πιθανόν και να μην κατάλαβε τι του ζητούσα.

Βρισκόμαστε σε ένα μικρό νησί, που βρίσκεται εκεί που ο κόσμος, όχι όλος, πίστευε και θα πιστεύει ότι παλιά υπήρχε η Ατλαντίδα, δηλαδή για να σας

λινη βάση του κουνιστού αλόγου την είχε μισοφάει

Παναγιώτης Πεϊκίδης PAE8397. Σενάριο μικρού μήκους

Τάξη: Γ. Τμήμα: 2ο. Υπεύθυνη τμήματος : ΑΝΕΣΤΗ ΑΣΗΜΙΝΑ. Εκθέσεις μαθητών.. ΜΑΘΗΤΗΣ: ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΠΟΥΛΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ.

«Πούλα τα όσο θες... πούλα ας πούµε το καλάµι από 200 ευρώ, 100. Κατάλαβες;»

Στον Γιάννη και στον Θεόφιλο

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΣΑΜΕ ΚΑΙ ΝΙΩΣΑΜΕ.. ΠΟΣΟ ΠΟΛΥΤΙΜΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ Ο ΕΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ!

Μια φορά και ένα καιρό, σε μια μουντή και άχρωμη πόλη κάπου στο μέλλον, ζούσαν τρία γουρουνάκια με τον παππού τους. Ο Ανδρόγεως, το Θρασάκι και ο

17.Β. ΜΙΚΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 2 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ

Διαγνωστικό Δοκίμιο GCSE1

Κάποια μέρα, όπως όλοι παντρεύονται, έτσι παντρεύτηκε και ο Σοτός. Σον ρωτάει η γυναίκα του:

Το παραμύθι της αγάπης

Transcript:

STEPHEN KING 22/11/63 Ποτέ µου δεν ήµουν απ αυτούς που τους λένε κλαψιάρηδες. Η πρώην γυναίκα µου ισχυρίστηκε ότι η «ανυπαρξία κλιµάκωσης των συναισθηµάτων µου» ήταν ο κύριος λόγος για τον οποίο µε άφησε (λες και ήταν άσχετο το ότι γνώρισε εκείνο τον τύπο στις συγκεντρώσεις των Ανώνυµων Αλκοολικών). Η Κρίστι είπε ότι πιθανότατα θα µπορούσε να µου συγχωρήσει το ότι δεν έκλαψα στην κηδεία του πατέρα της. Έξι χρόνια τον ήξερα µόνο, και δεν ήµουν σε θέση να καταλάβω πόσο υπέροχος, γενναιόδωρος άνθρωπος ήταν (για παράδειγµα, όταν η Κρίστι αποφοίτησε από το λύκειο, της έκανε δώρο µια Μάστανγκ κονβέρτιµπλ). Ύστερα όµως, όταν δεν έκλαψα ούτε στων δικών µου των γονιών την κηδεία πέθαναν µε διαφορά δύο χρόνων, ο πατέρας µου από καρκίνο στο στοµάχι και η µητέρα µου από ανακοπή που τη χτύπησε σαν κεραυνός ενώ έκανε περίπατο σε µια παραλία της Φλόριντα, άρχισε να καταλαβαίνει τα περί ανυπαρξίας κλιµάκωσης. Στη γλώσσα των ΑΑ, ήµουν «ανίκανος να νιώσω τα συναισθήµατά µου». «ε σε έχω δει ποτέ να χύνεις ένα δάκρυ», µου είπε µε το ψυχρό ύφος που χρησιµοποιεί κάποιος όταν θέλει να εκφράσει µε εντελώς απόλυτο τρόπο την απόφασή του να διακόψει µια σχέση. «Ούτε καν όταν µου είπες ότι ή πάω για αποτοξίνωση ή µ αφήνεις». Η συζήτηση αυτή έγινε έξι περίπου βδοµάδες πριν µαζέψει τα πράγµατά της, τα κουβαλήσει στην άλλη άκρη της πόλης και πάει να µείνει µε τον Μελ Τόµσον. «Αγόρι γνωρίζει κορίτσι στους κήπους των ΑΑ», άλλη µια φράση που λένε στις συναντήσεις των Ανώνυµων Αλκοολικών. εν έκλαψα όταν την αποχαιρέτησα. Ούτε όταν ξαναµπήκα στο µικρό µου σπίτι µε τη µεγάλη υποθήκη. Σ εκείνο το σπίτι όπου δεν είχε γεννηθεί ποτέ παιδί κι ούτε θα γεννιόταν ποτέ. Πήγα µόνο κι έπεσα στο κρεβάτι, που τώρα ήταν αποκλειστικά δικό µου, σκέπασα τα µάτια µου µε το µπράτσο µου, και θρήνησα. Χωρίς δάκρυα. Όµως τα συναισθήµατά µου δεν είναι µπλοκαρισµένα. Η Κρίστι είχε άδικο σ αυτό. Μια µέρα, όταν ήµουν εννιά χρονών, γυρίζοντας απ το σχολείο, βρήκα τη µητέρα µου να µε περιµένει στην πόρτα. Μου είπε ότι το κόλι µου, τον Ραγκς, το είχε πατήσει ένα φορτηγό, που δεν µπήκε καν στον κόπο να σταµατήσει. εν έκλαψα όταν θάψαµε το σκυλί µου, κι ας µου είπε ο πατέρας µου ότι δε θα µε κοροϊδέψει κανείς, µα έκλαψα την ώρα που µου το ανακοίνωσε η µητέρα µου. Εν µέρει επειδή αυτή ήταν η πρώτη µου επαφή µε το θάνατο. Κυρίως όµως γιατί ήταν δική µου ευθύνη να κρατάω τον Ραγκς ασφαλή στην πίσω αυλή µας. Έκλαψα κι όταν ο γιατρός της µαµάς µού τηλεφώνησε και µου είπε τι συνέβη σ εκείνη την παραλία. «Λυπάµαι, µα δεν είχε καµιά ελπίδα», ήταν τα λόγια του. «Μερικές φορές συµβαίνει αστραπιαία, και οι γιατροί αυτό το θεωρούν ευτύχηµα». Η Κρίστι δεν ήταν εκεί. Εκείνη τη µέρα έπρεπε να µείνει ως αργά στο σχολείο για να δει µια µητέρα που είχε να της κάνει κάποιες ερωτήσεις σχετικά µε τους βαθµούς του γιου της. Εγώ όµως έκλαψα. Πήγα στο µικρό πλυσταριό µας, πήρα ένα σεντόνι από το καλάθι µε τα άπλυτα και το µούσκεψα στο κλάµα. Όχι για πολύ, αλλά πάντως έκλαψα. Θα µπορούσα να της το πω αργότερα, µα δεν έβλεπα το λόγο. Απ τη µια γιατί θα πίστευε ότι ήθελα να προκαλέσω τον οίκτο της (αυτό δεν το λένε στους ΑΑ, αν και θα έπρεπε) κι απ την άλλη γιατί δε νοµίζω ότι η ικανότητα να ξεσπάς σε λυγµούς ακριβώς την κατάλληλη στιγµή αποτελεί προϋπόθεση για έναν επιτυχηµένο γάµο. Τώρα που το σκέφτοµαι, ούτε τον πατέρα µου τον είχα δει ποτέ να κλαίει. Όταν τον έπιαναν οι συναισθηµατισµοί, το πολύ πολύ να αναστέναζε βαριά ή,

αντίθετα, να χαχάνιζε λιγάκι. Ούτε ξέσκιζε το στήθος του ούτε ξεκαρδιζόταν στα γέλια ο Γουίλιαµ Έπινγκ. Ήταν ένας δυνατός, σιωπηλός τύπος και, σε γενικές γραµµές, το ίδιο ήταν κι η µητέρα µου. Ίσως λοιπόν αυτό το «δεν κλαίω εύκολα» να είναι κληρονοµικό. Αλλά να είµαι και µπλοκαρισµένος συναισθηµατικά; Να είµαι ανίκανος να νιώσω τα συναισθήµατά µου; Όχι βέβαια. Ποτέ µου δεν ήµουν τέτοιος. Εκτός από την περίσταση που πληροφορήθηκα τα νέα για τη µητέρα µου, θυµάµαι µόνο άλλη µία φορά που έκλαψα ως ενήλικος: Τότε που διάβασα την ιστορία του πατέρα του επιστάτη. Καθόµουν µόνος µου στην αίθουσα καθηγητών στο λύκειο του Λίσµπον και διάβαζα µια στοίβα κόλλες µε εκθέσεις που είχαν γράψει οι ενήλικοι µαθητές µου. Από το βάθος του διαδρόµου ακούγονταν οι γδούποι από το γήπεδο του µπάσκετ, η κόρνα των τάιµ άουτ και οι κραυγές του φίλαθλου πλήθους που παρακολουθούσε τον αγώνα των Λίσµπον Γκρέιχαουντς εναντίον των Τζέι Τάιγκερς. Ποιος µπορεί να ξέρει πότε η ισορροπία της ζωής του θα ανατραπεί ή γιατί; Το θέµα της έκθεσης που τους είχα βάλει ήταν «Η µέρα που άλλαξε τη ζωή µου». Οι περισσότεροι είχαν γράψει πράγµατα βγαλµένα από την καρδιά, αλλά απαίσια: συναισθηµατικές ιστορίες για µια ευγενική θεία που είχε δώσει στέγη σε µια έγκυο έφηβη, για ένα συνάδελφο από το στρατό που είχε δείξει τι σηµαίνει αληθινό θάρρος, για την τυχαία συνάντηση µε µια διασηµότητα (ας πούµε, τον παρουσιαστή του τηλεπαιχνιδιού Τζέπαρντι ο Άλεξ Τρέµπεκ νοµίζω ήταν, αλλά µπορεί να ήταν κι ο Καρλ Μόλντεν). Όσοι από σας είναι καθηγητές ή δάσκαλοι και έχουν θελήσει να βγάλουν τρία τέσσερα χιλιάρικα έξτρα το χρόνο διδάσκοντας ενηλίκους που δεν έχουν ολοκληρώσει τη δευτεροβάθµια εκπαίδευση και επιστρέφουν στα θρανία για να πάρουν πιστοποιητικό ισοδύναµο του απολυτηρίου λυκείου ξέρουν πόσο απογοητευτική µπορεί να είναι η ανάγνωση τέτοιων εκθέσεων. Κι ούτε µπορείς να τις βαθµολογήσεις κανονικά. Εγώ τουλάχιστον τους περνούσα όλους, επειδή ποτέ δε µου έτυχε ενήλικος µαθητής που να µη βγάζει τα µάτια του στο διάβασµα. Αν η κόλλα που έδινες στο φιλόλογο Τζέικ Έπινγκ έγραφε οτιδήποτε, είχες εξασφαλίσει ένα Γ. Αν, µάλιστα, το γραπτό ήταν οργανωµένο σε παραγράφους, έπαιρνες τουλάχιστον ένα Β-. Αυτό που έκανε σκληρή τη δουλειά ήταν πως βασικό διδακτικό µου εργαλείο δεν ήταν το στόµα µου, αλλά το κόκκινο στυλό και είχα στην κυριολεξία λιώσει πολλά από δαύτα. Κι εκείνο που την έκανε αποθαρρυντική ήταν το γεγονός ότι ελάχιστα απ όσα δίδασκε αυτό το κόκκινο στυλό έπιαναν τόπο. Όταν φτάνεις στα είκοσι πέντε ή στα τριάντα σου χρόνια χωρίς να ξέρεις πως η σωστή γραφή είναι «χωρισµός» και όχι «χωριζµός», ή ότι ο Λευκός Οίκος γράφεται µε κεφαλαία αρχικά, ή να γράψεις µια πρόταση που να περιέχει και ένα ουσιαστικό και ένα ρήµα, κατά πάσα πιθανότητα δε θα τα µάθεις ποτέ. Κι ωστόσο εµείς προχωράµε σαν γενναίοι στρατιώτες και γεµίζουµε κοκκινίλες τα γραπτά των µαθητών µας σε φράσεις του τύπου «Ο άντρας µου ήταν πάντα ποιο αυστηρός κριτής» ή «µπόρεσα να ανταπεξέρθω στις δυσκολίες». Μια τέτοια απελπιστικά βαρετή δουλειά έκανα κι εκείνο το βράδυ, ενώ λίγο πιο πέρα ολοκληρωνόταν ένας ακόµα αγώνας µπάσκετ κι ο κόσµος εξακολουθούσε να γυρίζει, αµήν. εν είχε περάσει πολύς καιρός από τότε που η Κρίστι είχε βγει από το πρόγραµµα αποτοξίνωσης, και το µόνο πράγµα που σκεφτόµουν αν σκεφτόµουν κάτι ήταν η ελπίδα να γυρίσω σπίτι και να τη βρω νηφάλια (όπερ και εγένετο, γιατί ήταν καλύτερη στο να κρατάει τη νηφαλιότητά της παρά τον άντρα της). Θυµάµαι ότι είχα έναν ελαφρύ πονοκέφαλο κι έτριβα τους κροτάφους µου για να µη χειροτερέψει. Άλλα τρία από δαύτα, συλλογιζόµουν, και θα µπορέσω να φύγω. Να πάω σπίτι µου, να φτιάξω µια µεγάλη κούπα κακάο και να πέσω µε τα µούτρα στο καινούριο βιβλίο του Τζον Ίρβινγκ για να ξεχάσω τούτα τα έντιµα αλλά χαζά γραπτά. Όταν πήρα την κόλλα του επιστάτη του σχολείου, ούτε βιολιά ακούστηκαν ούτε προειδοποιητικά καµπανάκια. Τίποτα δε µου είπε ότι θα άλλαζε η ζωούλα µου. Μα ποιος το ξέρει ποτέ; Η ζωή είναι ένα κέρµα που στριφογυρίζει.

Η έκθεση ήταν γραµµένη µε φτηνό στυλό διαρκείας, που το µελάνι του είχε γεµίσει µουντζούρες τις τέσσερις σελίδες της κόλλας. Ο γραφικός χαρακτήρας ήταν κακός αλλά διαβαζόταν, κι ο επιστάτης πρέπει να πίεζε πολύ το στυλό, γιατί οι λέξεις ήταν πραγµατικά χαραγµένες στο φτηνό χαρτί. Αν έκλεινα τα µάτια, γύριζα τη σελίδα ανάποδα κι έσερνα πάνω της το δάχτυλό µου, θα ήταν σαν να διάβαζα γραφή Μπράιγ. Και θυµάµαι ιδιαίτερα καθαρά πως στην ουρά του κάθε «ξ» έκανε µια µικρή φιοριτούρα. Επίσης, θυµάµαι λέξη προς λέξη πώς άρχιζε η έκθεση. «εν ήτανε µέρα, αλλά νύχτα. Η νύχτα που άλλαξε τη ζωή µου ήτανε η νύχτα που ο πατέρας µου σκότοσε τη µάνα µου και τα δυο µου αδέρφια µου και µένα µε τραβµάτησε βαριά. Χτύπησε και την αδερφή µου τόσο πολύ, που έπεσε σε κόµα. Πέθανε σε τρία χρόνια χωρίς να ξιπνήσει. Το όνοµα της ήταν Έλεν και την αγάπαγα πάρα πολύ. Της άρεσε να µαζέβει λουλούδια και να τα βάζει σε βάζα». Στα µισά της πρώτης σελίδας τα µάτια µου άρχισαν να τσούζουν και άφησα το πιστό µου στυλό. Κι όταν έφτασα στο σηµείο όπου περιέγραφε πώς είχε χωθεί κάτω από το κρεβάτι µε το αίµα να κυλάει στα µάτια του (έτρεχε και µέσα στο λαρίγγι µου κι είχε απέσια γέφση), έβαλα τα κλάµατα. Πόσο περήφανη θα ήταν η Κρίστι! ιάβασα µέχρι τέλους την έκθεση χωρίς να βάλω ούτε µια µολυβιά, σκουπίζοντας συνέχεια τα µάτια µου για να µη λεκιάσω µε δάκρυα αυτές τις σελίδες, που ήταν φανερό πως τον είχαν παιδέψει πάρα πολύ τον επιστάτη. Κι αν είχα σκεφτεί πως ήταν πιο αργόστροφος από τους υπόλοιπους µαθητές, µισό µόλις βήµα πάνω από έναν «µορφώσιµο καθυστερηµένο», όπως τους λέγαµε, ε, να που, µα το Θεό, υπήρχε σοβαρός λόγος. Σωστά; Τώρα επίσης καταλάβαινα γιατί κούτσαινε. Ήταν θαύµα που ήταν ζωντανός. Κι ήταν ένας ευγενικός άντρας, πάντα χαµογελαστός, που δεν ύψωνε ποτέ τη φωνή του στα παιδιά. Ένας καλός άνθρωπος που είχε ζήσει µια αληθινή κόλαση κι ωστόσο δούλευε ταπεινά και γεµάτος ελπίδες, όπως οι περισσότεροι ενήλικοι για να πάρει ένα απολυτήριο λυκείου. Κι ας έµενε για πάντα επιστάτης, ένας απλός άνθρωπος µε πράσινη ή καφέ φόρµα που σπρώχνει µια σκούπα ή ξύνει µε το σουγιαδάκι που έχει πάντα στην κωλότσεπη τσίχλες κολληµένες στα πατώµατα. Ίσως κάποτε να µπορούσε να γίνει κάτι διαφορετικό, αλλά µια νύχτα η ζωή του ήρθε τούµπα και τώρα ήταν ένας τύπος που τα παιδιά τον φώναζαν Πηδηχτούλη Χάρι εξαιτίας της περπατησιάς του. Κι έτσι έκλαψα. Με αληθινά δάκρυα, από κείνα που βγαίνουν βαθιά από µέσα σου. Πέρα στο βάθος άκουγα την µπάντα του Λίσµπον να παίζει τον νικητήριο ύµνο της. Άρα, είχε κερδίσει η γηπεδούχος, και µπράβο της. Αργότερα, ο Χάρι κι ένας δυο συνάδελφοί του θα σήκωναν τα ταπέτα και θα σκούπιζαν ό,τι είχε µαζευτεί από κάτω. Έβαλα ένα µεγάλο κόκκινο Α στην κορφή της κόλλας του. Το κοίταξα ένα δυο δευτερόλεπτα κι ύστερα πρόσθεσα έναν µεγάλο κόκκινο τόνο. Και επειδή ήταν καλή η έκθεσή του, αλλά και επειδή ο πόνος του είχε προκαλέσει έντονη συγκίνηση σ εµένα, τον αναγνώστη της. Αυτό δεν πρέπει να κάνει ένα γραπτό τού Α µε τόνο; Να προκαλεί αντιδράσεις; Όσο για µένα, χίλιες φορές καλύτερα να είχε δίκιο η Κρίστι, πρώην κυρία Έπινγκ. Χίλιες φορές καλύτερα, τελικά, να ήταν µπλοκαρισµένα τα συναισθήµατά µου. Γιατί όλα όσα ακολούθησαν όλα εκείνα τα τροµερά πράγµατα προκλήθηκαν από αυτά τα δάκρυά µου.

ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ΑΛΛΑΖΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΡΟΥ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 1 Ο Χάρι Ντάνινγκ αποφοίτησε µετά φανών και λαµπάδων. Και µε κάλεσε να παραστώ στη µικρή τελετή απονοµής των απολυτηρίων που έγινε στο γυµναστήριο του σχολείου. εν είχε κανέναν άλλο, κι εµένα ήταν χαρά µου να πάω. Μετά την προσευχή (που την έκανε ο πατήρ Μπάντι, ο οποίος σπάνια έχανε τις εκδηλώσεις του σχολείου) διέσχισα το πλήθος των συγγενών και φίλων και πήγα εκεί όπου στεκόταν µόνος του ο Χάρι, µε την κυµατιστή µαύρη τήβεννό του, και µε το δίπλωµά του στο ένα χέρι και τον νοικιασµένο ακαδηµαϊκό πίλο στο άλλο. Του τον πήρα, για να µπορέσω να τον χαιρετήσω. Εκείνος χαµογέλασε αποκαλύπτοντας µια οδοντοστοιχία όλο κενά και δόντια έτοιµα να φύγουν. Μα πόσο αξιαγάπητο, σαν ηλιαχτίδα, ήταν το χαµόγελό του! «Σ ευχαριστώ που ήρθες, κύριε Έπινγκ. Σ ευχαριστώ πάρα πολύ». «Χαρά µου ήταν. Και να µε λες Τζέικ. Αυτό το επιτρέπω σε όσους µαθητές είναι τόσο µεγάλοι που θα µπορούσαν να είναι γονείς µου». Μπερδεύτηκε για µια στιγµή, µα ύστερα έβαλε τα γέλια. «Ναι, θα µπορούσα να είµαι πατέρας σου! Χα!» Γέλασα κι εγώ. Όλοι γελούσαν γύρω µας. Και κάποιοι δάκρυζαν, φυσικά. Αυτό που είναι δύσκολο για µένα για άλλους είναι παιχνιδάκι. «Κι αυτό το Α µε τόνο! Χα! Σ όλη µου τη ζωή δεν είχα ξαναπάρει Α µε τόνο. Κι ούτε που περίµενα ότι θα πάρω ποτέ!» «Σου άξιζε, Χάρι. Λοιπόν, ποιο είναι το πρώτο πράγµα που θα κάνεις τώρα που είσαι απόφοιτος λυκείου;» Το χαµόγελό του θάµπωσε για µια στιγµή. εν το είχε σκεφτεί καθόλου αυτό. «Λέω να γυρίσω σπίτι µου. Ξέρεις, έχω νοικιασµένο ένα σπιτάκι στην Γκόνταρντ Στρητ». Σήκωσε το δίπλωµά του κρατώντας το προσεκτικά µε τ ακροδάχτυλα, λες και φοβόταν µην το µουντζουρώσει. «Θα το κορνιζάρω και θα το κρεµάσω στον τοίχο. Κι ύστερα θα βάλω ένα ποτήρι κρασί, θα καθίσω στον καναπέ, και θα το θαυµάζω µέχρι να έρθει η ώρα να πάω για ύπνο». «εν είναι κακό σχέδιο», του είπα. «Μήπως όµως θα ήθελες να έρθεις πρώτα µαζί µου να φάµε ένα χάµπουργκερ µε τηγανητές πατάτες; Μπορούµε να πάµε στου Αλ». Κρίνοντας από τους συναδέλφους µου, περίµενα να αντιδράσει άσχηµα. Και εκείνοι αλλά και οι περισσότεροι µαθητές µας απέφευγαν σαν το διάβολο το Αλ ς Ντάινερ και σύχναζαν είτε στο Ντέρι Κουίν απέναντι από το σχολείο είτε στο Χάι-Χατ στην Εθνική Οδό 196, κοντά στο παλιό ντράιβ-ιν του Λίσµπον. «Πολύ καλή ιδέα, κύριε Έπινγκ! Ευχαριστώ!» «Τζέικ είπαµε, το ξέχασες;» «Τζέικ, έγινε». Πήρα λοιπόν τον Χάρι και πήγαµε στου Αλ, όπου µόνο εγώ σύχναζα απ όλο το διδακτικό προσωπικό και όπου, παρ ότι εκείνο το καλοκαίρι ο Αλ είχε µια σερβιτόρα, µας εξυπηρέτησε ο ίδιος. Ως συνήθως, ένα τσιγάρο (παράνοµο στους χώρους εστίασης, αλλά αυτό δεν εµπόδισε ποτέ τον Αλ να καπνίζει) λιβάνιζε στην άκρη των χειλιών του κι ο καπνός έκανε το µάτι του να µισοκλείνει. Όταν είδε τη διπλωµένη τήβεννο και κατάλαβε τι γιορτάζαµε, επέµεινε να κεράσει. Ο λογαριασµός στου Αλ ήταν πάντα µικρός, πράγµα που είχε δώσει λαβή για διάφορες φήµες

σχετικές µε τα αδέσποτα ζώα της περιοχής. Μας έβγαλε και µια φωτογραφία, που αργότερα την κρέµασε στον τοίχο που αποκαλούσε Πινακοθήκη ιασηµοτήτων της Πόλης. Άλλες «διασηµότητες» ήταν ο Άλµπερτ Ντάντον, ιδρυτής της Κοσµηµατοποιίας Ντάντον, ο Ερλ Χίγκινς, παλιός διευθυντής του λυκείου του Λίσµπον, ο Τζον Κραφτς, ιδρυτής της Εµπορίας Αυτοκινήτων Κραφτς, και φυσικά ο πατήρ Μπάντι, εφηµέριος του Αγίου Κυρίλλου. (Στην ίδια κορνίζα µε τον ιερέα είχε βάλει και τον Πάπα Ιωάννη ΚΓ, που βέβαια δεν ήταν ντόπιος, αλλά τον σεβόταν πολύ ο Αλ Τέµπλτον.) H φωτογραφία που τράβηξε ο Αλ εκείνη τη µέρα έδειχνε τον Χάρι να χαµογελάει πλατιά. Εγώ στεκόµουν δίπλα του, και κρατούσαµε κι οι δυο το δίπλωµά του. Η γραβάτα του Χάρι ήταν λιγάκι στραβή. Με έκανε να θυµηθώ τις στραβές φιοριτούρες που έβαζε στα ξι του. Τα θυµάµαι όλα. Πολύ καλά. 2 υο χρόνια αργότερα, την τελευταία µέρα της σχολικής χρονιάς, καθόµουν σ εκείνη την ίδια αίθουσα των καθηγητών και διάβαζα τα τελικά δοκίµια των µαθητών που είχαν παρακολουθήσει το σεµινάριό µου πάνω στην αµερικανική ποίηση. Τα παιδιά είχαν ήδη φύγει, ελεύθερα για άλλο ένα καλοκαίρι, και σύντοµα θα έφευγα κι εγώ. Για την ώρα, όµως, ήµουν ευχαριστηµένος εκεί που βρισκόµουν και απολάµβανα την ασυνήθιστη ησυχία. Σκεφτόµουν µάλιστα να καθαρίσω το ντουλάπι όπου βάζαµε τις κούπες και το κολατσιό µας. Κάποιος έπρεπε να το κάνει κι αυτό. Νωρίτερα, ο Χάρι Ντάνινγκ είχε έρθει κουτσαίνοντας να µε βρει και µου είχε δώσει το χέρι του. «Θέλω να σε ευχαριστήσω για όλα», µου είπε. «Απ όσο θυµάµαι, το έχεις κάνει ήδη», αποκρίθηκα µορφάζοντας. «Ναι, αλλά σήµερα είναι η τελευταία µου µέρα εδώ. Παίρνω σύνταξη. Ήθελα λοιπόν να σ ευχαριστήσω ξανά». Την ώρα που σφίγγαµε τα χέρια, πέρασε ένας πιτσιρικάς της δευτέρας πρέπει να ήταν, αν έκρινα σωστά από τα σπυράκια και τις πέντε κωµικές τρίχες που φιλοδοξούσαν να γίνουν µούσι στο σαγόνι του µουρµουρίζοντας: «Ο Πηδηχτούλης Χάρι πηδάει εδώ κι εκεί». Έκανα να τον αρπάξω και να τον βάλω να ζητήσει συγνώµη, αλλά ο Χάρι µε εµπόδισε. Χαµογελούσε χωρίς να δείχνει προσβεβληµένος. «ε βαριέσαι... Το έχω συνηθίσει. Παιδιά είναι». «Ακριβώς», του είπα. «Και η δουλειά µας είναι να τα διδάσκουµε». «Το ξέρω, κι εσύ είσαι καλός δάσκαλος. Εµένα, όµως, δεν είναι δουλειά µου να χρησιµεύω για πώς το λέτε υπόδειγµα. Ιδίως σήµερα. Ελπίζω να προσέχεις στη ζωή σου, κύριε Έπινγκ». Μπορεί να ήταν αρκετά µεγάλος για να είναι πατέρας µου, µα το «Τζέικ» δε θα του ερχόταν ποτέ βολικό. «Κι εσύ, Χάρι». «ε θα ξεχάσω ποτέ εκείνο το Α µε τόνο. Το έχω κορνιζάρει κι αυτό, το κρέµασα δίπλα στο απολυτήριό µου». «Μπράβο σου». Όλα καλά. Η έκθεσή του ήταν πρωτόγονη, αλλά τόσο ειλικρινής και δυνατή όσο οι πίνακες των πριµιτίφ ζωγράφων. Ήταν σαφώς καλύτερη από αυτά που διάβαζα εκείνη την ώρα. Η ορθογραφία στα δοκίµια ήταν γενικά σωστή, όπως και το συντακτικό (αν και οι υποψήφιοι για το κολέγιο είχαν µια εκνευριστική µανία µε την παθητική φωνή), αλλά το ύφος ήταν άχρωµο. Πληκτικό. Οι µαθητές µου ήταν πιτσιρικάδες (τους µεγαλύτερους ο Μακ Στέντµαν, ο διευθυντής, τους κρατούσε για τον εαυτό του), αλλά έγραφαν όπως µιλάνε οι γέροι και οι γριές, µε φράσεις του τύπου «Αχ, Μίλντρεντ, πρόσεχε µη γλιστρήσεις, καλή µου». Ενώ ο Χάρι Ντάνινγκ, παρά τα γραµµατικά λάθη και τα κατσαρά γράµµατά του, έγραφε σαν ήρωας. Σε µια περίσταση τουλάχιστον.

Εκεί που καθόµουν και συλλογιζόµουν τη διαφορά ανάµεσα στο επιθετικό και στο αµυντικό γράψιµο, άκουσα την ενδοεπικοινωνία να κάνει παράσιτα. «Ο κύριος Έπινγκ είναι ακόµα στην αίθουσα καθηγητών της δυτικής πτέρυγας; Τζέικ, είσαι εκεί;» Σηκώθηκα, πάτησα το κουµπί και είπα: «Εδώ είµαι, Γκλόρια. Πληρώνω τις αµαρτίες µου. Τι µπορώ να κάνω για σένα;» «Σε ζητάει στο τηλέφωνο κάποιος Αλ Τέµπλτον. Μπορώ να σ το γυρίσω αν θέλεις ή, αν προτιµάς, να του πω πως έφυγες». Ο Αλ Τέµπλτον, ιδιοκτήτης και διευθυντής του Αλ ς Ντάινερ, όπου όλα τα µέλη του διδακτικού προσωπικού του λυκείου του Λίσµπον, εκτός από τον υποφαινόµενο, αρνούνταν να πάνε. Ακόµα και ο διακεκριµένος διευθυντής µου που προσπαθούσε να µιλάει σαν καθηγητής του Κέµπριτζ και πλησίαζε κι αυτός στη συνταξιοδότηση αποκαλούσε το «Ξακουστό Μεγάλο», το σπέσιαλ µπέργκερ του Αλ, «Ξακουστό Με-γάτο». «Ε, ασφαλώς και δεν είναι από γάτα», έλεγαν οι άλλοι, ή «κατά πάσα πιθανότητα δεν είναι γάτα, αλλά µε 1,19 δολάρια αποκλείεται να είναι και βοδινό». «Τζέικ; Μήπως σε πήρε ο ύπνος;» «Όχι βέβαια, ξύπνιος είµαι». Και πολύ περίεργος να µάθω γιατί µου τηλεφωνούσε στο σχολείο ο Αλ. Γιατί µου τηλεφωνούσε, σκέτο, δηλαδή. Η σχέση µας ήταν πάντα αυστηρά πελατειακή. Εµένα µου άρεσε το φαγητό του κι εκείνου του άρεσε να µου το πουλάει. «Άντε, δώσε µού τον». «Αλήθεια, γιατί είσαι ακόµα εδώ;» «Αυτοµαστιγώνοµαι». «Ου!!!» αποκρίθηκε η Γκλόρια και τη φαντάστηκα να πεταρίζει τις µακριές βλεφαρίδες της. «Πεθαίνω να σ ακούω να µιλάς βρόµικα. Πάρε το τηλεφωνηµατάκι σου!» Εκείνη έκλεισε και το τηλέφωνο κουδούνισε. «Τζέικ; Εσύ είσαι, φιλαράκο;» Στην αρχή νόµισα πως η Γκλόρια είχε κάνει λάθος στο όνοµα. εν µπορεί να ήταν του Αλ αυτή η φωνή. Ούτε µε το χειρότερο κρυολόγηµα του κόσµου δε θα είχε τέτοια βραχνάδα. «Ποιος είναι;» «Ο Αλ Τέµπλτον, δε σ το είπε η κυρία; Αυτή η µουσική που έχετε στην αναµονή είναι απαίσια, Χριστέ µου! Γιατί δε βάζετε Κόνι Φράνσις;» Άρχισε να βήχει τόσο δυνατά, που τράβηξα το ακουστικό µακριά απ το αυτί µου. «Σαν να µου φαίνεται πως άρπαξες γρίπη». Γέλασε συνεχίζοντας να βήχει. Ο συνδυασµός ήταν τροµακτικός. «Κάτι άρπαξα, σίγουρα». «Πολύ γρήγορα σε τσάκισε». Τον είχα δει αργά το προηγούµενο απόγευµα, που είχα πάει να τσιµπήσω κάτι. Είχα πάρει ένα Μεγάλο, πατάτες και µίλκσεϊκ φράουλα. Πιστεύω πως ένας εργένης πρέπει να παίρνει όλες τις µεγάλες οµάδες τροφών. «Πες το κι έτσι. Ή πες πως άργησα λιγάκι. Και τα δυο είναι σωστά». εν ήξερα τι να του απαντήσω. Μέσα στα έξι ή εφτά χρόνια που πήγαινα στου Αλ είχαµε κάνει πολλές και διάφορες συζητήσεις, και ενίοτε γινόταν αλλόκοτος. Επέµενε, ας πούµε, να δίνει δικά του ονόµατα στις ποδοσφαιρικές οµάδες και να αναφέρεται σε διάσηµους ανθρώπους σαν να ήταν κολλητοί του. Ποτέ όµως δε µου είχε πει τόσο φευγάτα πράγµατα. «Τζέικ, πρέπει να σε δω. Είναι κάτι σηµαντικό». «Μπορώ να ρωτήσω;» «Θα µε ρωτήσεις πολλά κι εγώ θα σου απαντήσω σε όλα, αλλά όχι απ το τηλέφωνο».

εν ήξερα πόσα θα προλάβαινε να µου πει πριν κλείσει εντελώς η φωνή του, αλλά του υποσχέθηκα πως θα πήγαινα σε καµιά ώρα. «Ευχαριστώ. Έλα και πιο νωρίς αν µπορείς. Ο χρόνος τρέχει, όπως λένε». Έκλεισε χωρίς να µε χαιρετήσει. ιάβασα δύο ακόµα δοκίµια. Απέµεναν άλλα τέσσερα, µα δεν είχα πια κουράγιο. Τα έχωσα λοιπόν στην τσάντα µου κι έφυγα. Προς στιγµήν είπα να πάω επάνω και να ευχηθώ καλό καλοκαίρι στην Γκλόρια, αλλά βαρέθηκα. Θα έµενε όλη την επόµενη βδοµάδα για να κλείσει τα βιβλία της σχολικής χρονιάς, κι εγώ θα ερχόµουν τη ευτέρα να καθαρίσω εκείνο το ντουλάπι, το υποσχέθηκα στον εαυτό µου. Αλλιώς οι καθηγητές των καλοκαιρινών τµηµάτων θα το έβρισκαν γεµάτο µαµούνια. Αν ήξερα τι µου επιφύλασσε το µέλλον, θα είχα ανέβει να τη δω. Μπορεί ακόµα και να της έδινα εκείνο το φιλί που αιωρούνταν ανάµεσά µας στο φλερτ που κάναµε εδώ και δυο µήνες. εν το ήξερα, όµως. Η ζωή είναι ένα κέρµα που στριφογυρίζει. 3 Το Αλ ς Ντάινερ στεγαζόταν σ ένα ασηµί τροχόσπιτο πέρα από τη Μέιν Στρητ, στη σκιά του παλιού κτιρίου της Υφαντουργίας Γουοράµπο. Κάτι τέτοια µέρη δείχνουν συνήθως ελεεινά, αλλά ο Αλ είχε µεταµφιέσει τους τσιµεντόλιθους που πάνω τους πατούσε το τροχόσπιτο µε ωραίες ζαρντινιέρες γεµάτες λουλούδια. Είχε φτιάξει ακόµα κι ένα όµορφο γκαζόν που το κούρευε ο ίδιος µε µια παλιά, χειροκίνητη χορτοκοπτική µηχανή, που τη φρόντιζε εξίσου προσεκτικά µε τα λουλούδια του. εν είχε ίχνος σκουριάς επάνω της. Λες και την είχε αγοράσει την περασµένη βδοµάδα από το τοπικό κατάστηµα ειδών κήπου. Μόνο που τα τοπικά καταστήµατα ειδών κήπου τα είχαν καταπιεί τα µεγάλα πολυκαταστήµατα στο τέλος του εικοστού αιώνα. ιέσχισα λοιπόν το πλακόστρωτο, ανέβηκα τα σκαλιά και σταµάτησα ζαρώνοντας τα φρύδια. Η ταµπέλα που έγραφε ΚΑΛΩΣ ΗΡΘΑΤΕ ΣΤΟ ΑΛ Σ ΝΤΑΪΝΕΡ, ΜΕ ΤΟ «ΞΑΚΟΥΣΤΟ ΜΕΓΑΛΟ»! δεν υπήρχε πια. Στη θέση της υπήρχε ένα τετράγωνο χαρτόνι που έγραφε ΚΛΕΙΣΤΟ & Ε ΘΑ ΞΑΝΑΝΟΙΞΕΙ ΛΟΓΩ ΑΣΘΕΝΕΙΑΣ. ΣΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΤΙΜΗΣΗ ΣΑΣ ΟΛΑ ΑΥΤΑ ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ & Ο ΘΕΟΣ ΝΑ ΣΑΣ ΕΧΕΙ ΚΑΛΑ. εν είχα µπει ακόµα σ εκείνες τις εξωπραγµατικές οµίχλες που θα µε κατάπιναν σύντοµα, αλλά ένιωθα κιόλας τα πρώτα ξέφτια τους. Τη βραχνάδα του Αλ και τον ξερό του βήχα δεν τα είχε προκαλέσει κάποιο καλοκαιρινό συνάχι. Ούτε καµιά γρίπη. Αν έκρινα από την πινακίδα, ήταν κάτι πολύ πιο σοβαρό. Μα τι σοβαρή αρρώστια µπορεί να είχε πάθει µέσα σε λιγότερο από ένα εικοσιτετράωρο; Η ώρα τώρα ήταν δυόµισι και είχα φύγει από του Αλ χτες στις έξι παρά τέταρτο. Ήταν µια χαρά τότε. Σχεδόν σε φρενίτιδα, για να πω την αλήθεια. Θυµάµαι που τον ρώτησα αν είχε πιει πολύ από τον δικό του απαίσιο καφέ, και µου είχε πει πως όχι. Απλώς σκεφτόταν να πάει διακοπές. Ένας άνθρωπος τόσο άρρωστος ώστε να κλείνει το µαγαζί που κρατούσε µόνος του εδώ και πάνω από είκοσι χρόνια θα συζητούσε για διακοπές; Ίσως να υπήρχαν κάποιοι που θα το έκαναν, µα σίγουρα όχι πολλοί. Η πόρτα άνοιξε τη στιγµή που ετοιµαζόµουν να πιάσω το πόµολο, κι ο Αλ µε κοίταξε χωρίς να µου χαµογελάσει. Τον κοίταξα κι εγώ, νιώθοντας εκείνη την εξωπραγµατική οµίχλη να πυκνώνει γύρω µου. Η µέρα ήταν ζεστή, µα η οµίχλη παγερή. Μπορούσα ακόµα να κάνω µεταβολή και να επιστρέψω στη λιακάδα του Ιουνίου, το ήθελα µάλιστα. Μα είχα παγώσει από την απορία και την κατάπληξη. Κι από φρίκη, ας το παραδεχτώ. Οι σοβαρές αρρώστιες µάς προκαλούν φρίκη, κι ο Αλ ήταν σοβαρά άρρωστος. Το είδα µε την πρώτη. Θανάσιµα άρρωστος, θα έλεγα. εν ήταν το ότι τα συνήθως ροδοκόκκινα µάγουλά του είχαν ρουφηχτεί και κρεµάσει. Ούτε ότι τα γαλανά του µάτια ήταν θαµπά σαν να είχε καταρράκτη. Ούτε καν ότι τα µαλλιά του, που πριν ήταν κατάµαυρα, τώρα φάνταζαν σχεδόν κάτασπρα.

Στο κάτω κάτω της γραφής, µπορεί να τα έβαφε πριν, και τώρα να είχε αποφασίσει να τα αφήσει στο φυσικό τους. Το πιο απίστευτο απ όλα ήταν ότι µέσα σ αυτές τις είκοσι δύο ώρες που είχα να τον δω, ο Αλ Τέµπλτον έδειχνε να έχει χάσει δεκαπέντε τουλάχιστον κιλά. Μπορεί και είκοσι, δηλαδή το ένα τέταρτο του βάρους του. Κανείς δε χάνει τόσο βάρος σε µια µέρα. Κανείς. Κι όµως, το έβλεπα µπροστά µου. Και τότε εκείνη η εξωπραγµατική οµίχλη µε κατάπιε εντελώς. Ο Αλ χαµογέλασε και είδα πως εκτός από κιλά είχε χάσει και δόντια. Τα ούλα του φάνταζαν άσπρα, άρρωστα. «Πώς σου φαίνεται ο καινούριος µου εαυτός, Τζέικ;» µε ρώτησε και µονοµιάς άρχισε να βήχει µ ένα βήχα που έβγαινε βαθιά από τα σωθικά του. Άνοιξα το στόµα µου, µα δε βγήκε κανένας ήχος. Ένα µέρος του αηδιασµένου µυαλού µου ήθελε να το βάλω στα πόδια, αλλά δεν το µπορούσα. Είχα καρφωθεί εκεί που βρισκόµουν. Ο Αλ κοντρολάρισε το βήχα του κι έβγαλε ένα µαντίλι. Σκούπισε το στόµα του, κι ύστερα τη χούφτα του. Πριν το ξαναβάλει στην τσέπη του, πρόλαβα να δω πως το µαντίλι ήταν γεµάτο κοκκινίλες. «Έλα µέσα», µου είπε. «Έχω πολλά να πω, και νοµίζω πως µόνο εσύ θα καθίσεις να µ ακούσεις. Θα µ ακούσεις;» «Αλ» Η φωνή µου ήταν τόσο χαµηλή και ξέψυχη, που ούτ εγώ την άκουγα καλά καλά. «Τι σου συνέβη;» «Θα καθίσεις να µε ακούσεις;» «Φυσικά». «Θα σου γεννηθούν ερωτήσεις και θα απαντήσω σε όσες µπορώ, αλλά προσπάθησε να µη µε ρωτήσεις πολλά. ε µου βγαίνει η φωνή. Και δε µου έχουν αποµείνει πολλές δυνάµεις. Άντε, έλα µέσα». Μπήκα. Το µαγαζί ήταν σκοτεινό, κρύο και άδειο. Ο πάγκος ήταν σκουπισµένος, χωρίς ψίχουλα. Τα χρώµια στα σκαµπό λαµποκοπούσαν. Η καφετιέρα το ίδιο. Η πινακίδα που έγραφε ΑΝ Ε ΣΑΣ ΑΡΕΣΕΙ Η ΠΟΛΗ ΜΑΣ, ΕΧΟΥΜΕ ΤΑ ΡΟΜΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΛΕΩΦΟΡΕΙΩΝ βρισκόταν στη θέση της δίπλα στο ταµείο. Το µόνο που έλειπε ήταν οι πελάτες. Και ο ιδιοκτήτης-µάγειρας βέβαια. Ο Αλ Τέµπλτον είχε αντικατασταθεί από ένα άρρωστο, γερασµένο φάντασµα. Όταν κλείδωσε την πόρτα, ο θόρυβος ήχησε σαν πιστολιά. 4 «Καρκίνος των πνευµόνων», είπε ξερά όταν µε πήγε να καθίσουµε σ ένα τραπέζι στο βάθος. Χτύπησε την τσέπη του πουκαµίσου του και είδα πως ήταν άδεια. εν υπήρχε πια το αιώνιο πακέτο άφιλτρα Κάµελ. «ε µε εκπλήσσει. Άρχισα το κάπνισµα στα έντεκα και συνέχισα µέχρι που µου διέγνωσαν την ασθένεια. Πάνω από πενήντα αναθεµατισµένα χρόνια. Τρία πακέτα τη µέρα, µέχρι που ακρίβυναν, το 2007. Τότε έκανα τη θυσία και περιορίστηκα στα δύο». Γέλασε βραχνά. Σκέφτηκα να του πω πως έκανε λάθος στο λογαριασµό, γιατί ήξερα την πραγµατική του ηλικία. Μια µέρα κατά τα τέλη του χειµώνα που τον είχα ρωτήσει γιατί δούλευε στην ψησταριά του µε ένα παιδικό κοτιγιόν στο κεφάλι, µου απάντησε, «Επειδή, φίλε, σήµερα κλείνω τα πενήντα εφτά». Μου είχε πει όµως να µην κάνω πολλές ερωτήσεις, και σκέφτηκα πως αυτό ίσχυε και για τις διορθωτικές παρεµβάσεις. «Στη θέση σου και µακάρι να ήµουν στη θέση σου, αλλά να µην ήσουν εσύ στη δική µου θα έλεγα, Κάτι δεν πάει καλά εδώ, κανείς δεν παθαίνει προχωρηµένο καρκίνο των πνευµόνων µέσα σε µια νύχτα. Σωστά;» Κούνησα καταφατικά το κεφάλι. Απολύτως σωστά.

«Η απάντηση είναι αρκετά απλή. ε συνέβη µέσα σε µια νύχτα. Άρχισα να βήχω σαν τρελός πριν από εφτά µήνες, το Μάη». Αυτό ήταν καινούριο. Αν όντως έβηχε εδώ και καιρό, τότε δεν είχε τύχει να το κάνει µπροστά µου. Κι έπειτα, πάλι έκανε λάθος στο λογαριασµό. «Ε, Αλ, συγκεντρώσου! Ιούνιο έχουµε. Πριν από εφτά µήνες είχαµε εκέµβριο». Κούνησε το χέρι του, µε τα δάχτυλα αδυνατισµένα και το δαχτυλίδι των Πεζοναυτών που φορούσε έτοιµο να του πέσει, σαν να µου έλεγε, «Προσπέρασέ το για την ώρα, προσπέρασέ το». «Στην αρχή νόµισα πως είχα κάποιο άσχηµο κρυολόγηµα. Μα δεν έκανα πυρετό, κι ο βήχας αντί να περνάει χειροτέρευε. Κι άρχισα να χάνω βάρος. εν είµαι κανένας βλάκας, φίλε, πάντα το ήξερα ότι µπορεί να πάθαινα καρκίνο. Παρ όλο που ο πατέρας κι η µητέρα µου κάπνιζαν σαν φουγάρα και ξεπέρασαν τα ογδόντα. Θαρρώ όµως πως όλοι µας αναζητάµε δικαιολογίες για να συνεχίσουµε τις κακές µας συνήθειες, σωστά;» Άρχισε πάλι να βήχει κι έβγαλε το µαντίλι του. Όταν ηρέµησε, είπε: «Όλο παρενθέσεις κάνω. Πιο εύκολα έκοψα το τσιγάρο, παρά αυτές, είναι παλιά µου συνήθεια. Άµα µε βλέπεις να λέω άσχετα πράγµατα, να µε ανακαλείς στην τάξη. Κάνε µου νόηµα πως τάχα µου κόβεις το λαιµό». «Εντάξει», αποκρίθηκα όσο πιο κεφάτα µπορούσα. Ξαφνικά µου είχε έρθει η ιδέα ότι έβλεπα όνειρο. Ένα πάρα πολύ ζωντανό όνειρο, µια που έβλεπα ακόµα και τη σκιά που έριχναν τα πτερύγια του ανεµιστήρα οροφής πάνω στα χαλάκια που έγραφαν ΤΟ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟ ΜΑΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΣΤΕ ΕΣΕΙΣ! «Για να µην τα πολυλογώ, πήγα σ ένα γιατρό, µου έβγαλε ακτινογραφία, και να το το κέρατο. υο όγκοι. Προχωρηµένη απονέκρωση. Μη εγχειρήσιµο». Ακτινογραφία; συλλογίστηκα. Τέτοια κάνουν ακόµα για να διαγνώσουν τον καρκίνο; «Κρατήθηκα για ένα διάστηµα, µα τελικά έπρεπε να επιστρέψω». «Από πού; Από το Λιούιστον; Το Γενικό Νοσοκοµείο Κεντρικού Μέιν;» «Από τις διακοπές µου». Τα µάτια του καρφώθηκαν στα δικά µου, µέσα από τις βαθιές κόγχες τους. «Μόνο που δεν επρόκειτο για διακοπές». «Αλ, όλα αυτά είναι παράλογα. Χτες βρισκόσουν εδώ και ήσουν µια χαρά». «Κοίταξέ µε καλά. Ξεκίνα από τα µαλλιά και κατέβαινε προς τα κάτω. Προσπάθησε να αγνοήσεις αυτά που µου κάνει ο καρκίνος αυτός ο διάολος σου καταστρέφει την όψη, δε χωράει αµφιβολία και πες µου: Είµαι ο ίδιος άνθρωπος που είδες χτες;» «Ε, προφανώς λούστηκες κι έβγαλες την µπογιά...» «Ποτέ µου δεν έβαψα τα µαλλιά µου. ε χρειάζεται να σου επιστήσω την προσοχή στα δόντια που έχασα όσο έλειπα. Ξέρω ότι τα πρόσεξες. Λες να µου το έκανε η ακτινογραφία; Ή το στρόντιο-90 στο γάλα; Μόνο που δεν πίνω γάλα. Βάζω µόνο µια σταγόνα στον τελευταίο καφέ της ηµέρας». «Το ποιο στρόντιο;» «Ξέχνα το. Ψάξε για την πώς να το πω τη γυναικεία σου πλευρά. Κοίταξέ µε όπως κοιτάζονται οι γυναίκες όταν θέλουν να ανακαλύψουν την ηλικία η µία της άλλης». Προσπάθησα να κάνω αυτό που έλεγε, και πείστηκα. Λεπτές ρυτίδες ξεκινούσαν από τις άκρες των µατιών του και τα βλέφαρά του είχαν βαρύνει όπως των ανθρώπων που δε χρειάζεται να δείξουν ταυτότητα για να τους κόψουν εισιτήριο υπερηλίκου. Το µέτωπό του ήταν γεµάτο χαρακιές που δεν υπήρχαν χτες, και άλλες δυο, ακόµα πιο βαθιές, πλαισίωναν το στόµα του. Το σαγόνι του είχε γίνει µυτερό και το προγούλι του είχε σακουλιάσει. Αυτά τα τελευταία θα µπορούσε να τα είχε προκαλέσει η απότοµη απώλεια βάρους, αλλά όλες αυτές οι ρυτίδες Κι ακόµα, αν δεν έλεγε ψέµατα για τα µαλλιά του Μισοχαµογελούσε. Βλοσυρά, αλλά και µε ευθυµία. Πράγµα που χειροτέρευε τα πράγµατα.

«Θυµάσαι τα γενέθλιά µου τον περασµένο Μάρτη; Μην ανησυχείς Αλ, µου είχες πει, αν αυτό το γελοίο κοτιγιόν πιάσει φωτιά έτσι που σκύβεις στην ψησταριά, θ αρπάξω τον πυροσβεστήρα και θα σε περιλούσω. Το θυµάσαι;» Το θυµόµουν. «Είπες πως έκλεινες τα πενήντα εφτά». «Έτσι είπα. Και τώρα είµαι εξήντα δύο. Ξέρω πως ο καρκίνος µε κάνει να δείχνω ακόµα πιο µεγάλος, αλλά αυτά κι αυτά...» Άγγιξε το µέτωπο και τις άκρες των µατιών του. «Αυτά είναι αυθεντικά σηµάδια γηρατειών. Κάτι σαν παράσηµα». «Αλ µπορώ να έχω ένα ποτήρι νερό;» «Ασφαλώς. Σ έχω σοκάρει, ε;» Με κοίταξε µε συµπάθεια. «Μέσα σου λες Ή τρελάθηκα εγώ ή τρελάθηκε αυτός ή τρελαθήκαµε κι οι δυο. Το ξέρω. Το έχω περάσει κι εγώ αυτό». Σηκώθηκε µε κόπο από το τραπέζι, µε το δεξί του χέρι κάτω από την αριστερή του µασχάλη, θαρρείς και προσπαθούσε να στηρίξει το σώµα του, και µ εµένα ξοπίσω του πήγε στον πάγκο. Και τότε πρόσεξα και κάτι άλλο εξωπραγµατικό. Εκτός από τις πολύ σπάνιες φορές που πηγαίναµε µαζί στην εκκλησία του Αγίου Κυρίλλου (παρά τη χριστιανική ανατροφή µου, εγώ δεν είµαι και τόσο πιστός) ή που συναντιόµασταν τυχαία στο δρόµο, ποτέ µου δεν είχα δει τον Αλ χωρίς ποδιά. Έπιασε ένα πεντακάθαρο ποτήρι και µου το γέµισε νερό από την πεντακάθαρη βρύση. Τον ευχαρίστησα κι έκανα να γυρίσω στο τραπέζι µας, αλλά µε χτύπησε µαλακά στον ώµο. Μακάρι να µην το έκανε. Ένιωσα σαν να µε είχε αγγίξει ο γερο-ναυτικός από το ποίηµα του Κόουλριτζ για να µου διηγηθεί την ιστορία του. «Πριν καθίσουµε, θέλω να δεις κάτι. Έτσι θα κάνουµε πιο γρήγορα. ε θα το δεις ακριβώς, µα θα το νιώσεις. Θα το βιώσεις, κάπως σαν εµπειρία. Πιες το νερό σου, φίλε». Το νερό ήταν δροσερό και το ήπια µε ευχαρίστηση. Κατέβασα το µισό ποτήρι, χωρίς να πάρω το βλέµµα µου από πάνω του. Λες και περίµενα να µου επιτεθεί, να γίνω το πρώτο θύµα του κλασικού µανιακού που συναντάς σ εκείνου του είδους τις ταινίες που έχουν πάντα κι έναν αριθµό δίπλα στον τίτλο τους. Ο Αλ όµως στεκόταν εκεί, ακουµπώντας µε το ένα χέρι στον πάγκο. Το χέρι του ήταν ζαρωµένο και οι αρθρώσεις διογκωµένες. εν έµοιαζε µε χέρι πενηντάρη, έστω και καρκινοπαθή και «Οι ακτινοβολίες σού το έκαναν αυτό;» τον ρώτησα απότοµα. «Ποιο πράγµα;» «Το µαύρισµα. Κι η ανάστροφη της παλάµης σου είναι όλο σκούρες κηλίδες. Αυτά τα κάνουν είτε οι ακτινοβολίες είτε η πολλή έκθεση στον ήλιο». «Ε, µια που δεν έκανα θεραπεία µε ακτινοβολίες, µας µένει ο ήλιος. Ρούφηξα µπόλικο από δαύτον τα τελευταία τέσσερα χρόνια». Απ όσο ήξερα, το µεγαλύτερο µέρος από τα τέσσερα τελευταία χρόνια ο Αλ το είχε περάσει ψήνοντας χάµπουργκερ και φτιάχνοντας µίλκσεϊκ κάτω από λάµπες φθορίου. εν του το είπα όµως. Ήπια και το υπόλοιπο νερό µου. Καθώς ακουµπούσα το ποτήρι στη φορµάικα του πάγκου, πρόσεξα ότι το χέρι µου έτρεµε ελαφρά. «Εντάξει. Τι είναι αυτό που θέλεις να δω; Ή να βιώσω;» «Έλα από δω». Με οδήγησε στο στενόµακρο µαγειρείο, πίσω από τη διπλή ψησταριά και τις φριτέζες, το νεροχύτη, το µεγάλο ψυγείο και τη χαµηλή κατάψυξη. Σταµάτησε µπροστά στο σιωπηλό πλυντήριο πιάτων και µου έδειξε την πόρτα στο πίσω µέρος της κουζίνας. Ήταν µια χαµηλή πόρτα, ο Αλ έπρεπε να σκύψει για να µπει, κι ας ήταν ένα κι εβδοµήντα µόνο. Εγώ είµαι ένα ενενήντα πέντε µερικά παιδιά µε φωνάζουν Ελικόπτερο Έπινγκ. «Εκεί είναι», είπε. «Πίσω απ αυτή την πόρτα». «Η αποθήκη σου δεν είναι αυτή;» Ρητορική ερώτηση, µια που τον είχα δει να φέρνει από κει µέσα κονσέρβες, σακιά πατάτες κι ένα σωρό άλλα όλα αυτά τα χρόνια, και ήξερα πολύ καλά τι ήταν. Ο Αλ έκανε σαν να µη µε είχε ακούσει.

«Ξέρεις ότι αρχικά το µαγαζί το είχα ανοίξει στο Όµπερν;» «Όχι». Κούνησε το κεφάλι, κι αυτό του προκάλεσε άλλη µια κρίση βήχα. Τον έπνιξε µέσα στο µαντίλι, που λερωνόταν όλο και πιο πολύ. Όταν ησύχασε, πέταξε το µαντίλι στο σκουπιδοτενεκέ και πήρε µια χούφτα χαρτοπετσέτες. «Το τροχόσπιτο είναι Αλουµινέρ, φτιαγµένο τη δεκαετία του τριάντα, εντελώς αρ ντεκό. Το ήθελα απ όταν ήµουν παιδί κι ο µπαµπάς µου µε είχε πάει σ ένα παρόµοιο στο Μπλούµινγκτον. Το αγόρασα πλήρως εξοπλισµένο και το έστησα στην Πάιν Στρητ. Έµεινα κανένα χρόνο εκεί, µα είδα πως, αν έµενα κι άλλο, θα χρεοκοπούσα. Υπήρχαν πολλά άλλα φαγάδικα στην περιοχή, άλλα καλά κι άλλα όχι και τόσο, µα είχαν όλα τούς τακτικούς πελάτες τους. Έµοιαζα µε νεαρό που είχε µόλις τελειώσει τη Νοµική κι ήθελε ν ανοίξει γραφείο σε µια πόλη γεµάτη δικηγόρους. Κι έπειτα, τον καιρό εκείνο, το Ξακουστό Μεγάλο του Αλ πουλιόταν δυόµισι δολάρια. εν µπορούσα να το δώσω λιγότερο ούτε καν τότε, στα 1990». «Και πώς στο διάβολο το πουλάς στη µισή τιµή τώρα; Εκτός κι αν είναι στ αλήθεια από γάτα». Έβγαλε έναν ήχο σαν βράσιµο από βαθιά µέσα στο στήθος του. «Φιλαράκο, αυτό που πουλάω είναι εκατό τα εκατό αγνό αµερικάνικο βοδινό, το καλύτερο στον κόσµο. Ασφαλώς και ξέρω τι λέει ο κόσµος. Μα δε δίνω σηµασία. Τι να κάνω; Να κάνω τον κόσµο να πάψει να µιλάει; Είναι σαν να προσπαθείς να κάνεις τον άνεµο να πάψει να φυσάει». Έσυρα το δάχτυλό µου στο λαιµό σαν να τον έκοβα. Ο Αλ χαµογέλασε. «Ναι, ξέρω, άρχισα πάλι τις παρενθέσεις. Μα αυτή είναι µέρος της ιστορίας.»μπορούσα να συνεχίσω να σπάω το κεφάλι µου στην Πάιν Στρητ, µα η κυρα- Ιβόν, η µάνα µου, δε µεγάλωσε βλάκες. Καλύτερα να φεύγεις και να ξαναπολεµάς κάποια άλλη µέρα, µας έλεγε όταν ήµασταν παιδιά. Πήρα λοιπόν τα τελευταία µου κεφάλαια, έψησα την τράπεζα να µου δανείσει άλλα πέντε χιλιάρικα µη ρωτάς πώς τα κατάφερα και µετακόµισα εδώ. Η δουλειά δεν έχει ανοίξει φοβερά ως τώρα, µε την οικονοµία έτσι όπως είναι κι όλες αυτές τις βλακείες περί γατοµπέργκερ και σκυλοµπέργκερ και ασβοµπέργκερ και ό,τι άλλο κατεβαίνει στα κεφάλια του κόσµου, αλλά εγώ δεν είµαι πια εξαρτηµένος από την τωρινή οικονοµική κατάσταση όπως ο άλλος κόσµος. Εξαιτίας εκείνου που βρίσκεται πίσω απ αυτή την πόρτα. εν υπήρχε όταν δούλευα στο Όµπερν, σ το ορκίζοµαι σ όσα Ευαγγέλια θέλεις. Εδώ εµφανίστηκε». «Για ποιο πράγµα µιλάς;» Με κοίταξε µε τα θαµπά, γερασµένα του µάτια. «Τέρµα οι κουβέντες, για την ώρα. Θα το µάθεις µόνος σου. Εµπρός, άνοιξε την πόρτα». Τον κοίταξα γεµάτος αµφιβολίες. «Πες πως είναι η τελευταία επιθυµία ενός ετοιµοθάνατου», µου είπε. «Έλα, φιλαράκο. Αν είσαι φίλος, άνοιξε την πόρτα». 5 Θα ήταν ψέµα αν έλεγα πως η καρδιά µου δεν άρχισε να καλπάζει όταν γύρισα το πόµολο της πόρτας και την άνοιξα. εν είχα ιδέα τι θα αντίκριζα (αν και σαν να θυµάµαι πως από µπροστά µου πέρασαν εικόνες από γάτες γδαρµένες κι έτοιµες να µπουν στη µηχανή του κιµά), µα όταν ο Αλ έχωσε το χέρι του δίπλα µου κι άναψε το φως, είδα Ε, µια αποθήκη. Μικρή και τακτοποιηµένη, όπως και το υπόλοιπο µαγαζί. Και στους δυο τοίχους υπήρχαν ράφια γεµάτα κονσέρβες επαγγελµατικού µεγέθους. Στην πέρα άκρη, εκεί που η σκεπή χαµήλωνε, υπήρχαν σύνεργα καθαρισµού. Η σκούπα και η σφουγγαρίστρα ήταν ακουµπισµένες στο πάτωµα, καθώς το ύψος σ εκείνο το σηµείο

δεν ήταν ούτε ένα µέτρο. Το δε πάτωµα ήταν καλυµµένο µε το ίδιο σκούρο γκρίζο λινόλεουµ που υπήρχε στο χώρο εστίασης, κι αντί για ψητό κρέας εδώ µύριζε καφές, λαχανικά και µπαχαρικά και κάποια άλλη µυρωδιά, αµυδρή και όχι τόσο ευχάριστη. «Εντάξει», είπα. «Η αποθήκη. Τακτοποιηµένη και γεµάτη προµήθειες. Παίρνεις άριστα στη διαχείριση προµηθειών». «Τι σου µυρίζει;» «Μπαχαρικά κυρίως. Καφές. Και ίσως αποσµητικό χώρου, δεν είµαι σίγουρος». «Μάλιστα. Χρησιµοποιώ Γκλέιντ, εξαιτίας εκείνης της άλλης µυρωδιάς. Εσένα δε σου µυρίζει τίποτ άλλο;» «Ναι, κάτι µυρίζει. Κάπως σαν θειάφι. Σαν καµένα σπίρτα». Μου µύριζε ακόµα όπως τα ασφυξιογόνα αέρια που αφήναµε µετά τη φασολάδα που µας µαγείρευε η µητέρα µου κάθε Σάββατο, µα δεν ήθελα να του το πω. Σε κάνει άραγε να κλάνεις η θεραπεία για τον καρκίνο; «Θειάφι είναι. Και άλλα πράγµατα που δεν έχουν σχέση µε το Σανέλ Νο. 5. Η µυρωδιά της υφαντουργίας, φίλε». Κι άλλη τρέλα. Το µόνο όµως που είπα, µε το ευγενικό ύφος που συνηθίζεται µεταξύ αγνώστων στα κοκτέιλ πάρτι, ήταν ένα «Αλήθεια;» Ο Αλ χαµογέλασε ξανά, δείχνοντάς µου τα κενά που χτες ήταν γεµάτα δόντια. «Επειδή είσαι ευγενικός, δε µου λες ότι η υφαντουργία έχει κλείσει απ όταν ο Έκτοράς µου ήταν κουτάβι. Ότι, µάλιστα, το µεγαλύτερο µέρος της κάηκε στα τέλη της δεκαετίας του ογδόντα, και ό,τι αποµένει από δαύτη εκεί πίσω» έδειξε µε τον αντίχειρα πάνω από την πλάτη του «είναι ένα κατάστηµα που πουλάει υφαντά για τους τουρίστες. Και πως νοµίζεις ότι ήρθε πια η ώρα να βγάλεις το κινητό σου και να πάρεις τα παιδιά µε τους ζουρλοµανδύες. Τα λέω καλά, φίλε;» «εν πρόκειται να πάρω κανέναν, επειδή δεν είσαι τρελός». Βέβαια, δεν ήµουν καθόλου σίγουρος γι αυτό. «Όµως αυτό εδώ είναι µια αποθήκη τροφίµων, και η Υφαντουργία Γουοράµπο δεν έχει βγάλει ούτε ένα τόπι ύφασµα εδώ και είκοσι πέντε χρόνια». «Έχεις δίκιο πως δε θα τηλεφωνήσεις σε κανέναν, επειδή θέλω να µου δώσεις το κινητό σου, το πορτοφόλι σου και όλα τα λεφτά που έχεις στις τσέπες σου, ακόµα και τα κέρµατα. ε σε ληστεύω, θα σ τα επιστρέψω όλα. Θα µου τα δώσεις;» «Πόση ώρα θα µας πάρει αυτό, Αλ; Έχω να διορθώσω µερικά γραπτά ακόµα πριν παραδώσω τη βαθµολογία της χρονιάς». «Όση ώρα θέλεις. Στην πραγµατικότητα δυο λεπτά θα κρατήσει. Τόσο κρατάει πάντα. Κάνε µια ώρα, αν θες, να ρίξεις µια καλή µατιά τριγύρω, µα δε θα σ το συµβούλευα για την πρώτη φορά. Θα είναι πραγµατικό σοκ για σένα. Θα δεις. Με εµπιστεύεσαι;» Κάτι στην έκφρασή µου τον έκανε να σφίξει τα χείλη του πάνω στα λειψά του δόντια. «Σε παρακαλώ, Τζέικ. Σε παρακαλώ. Η τελευταία επιθυµία ενός ετοιµοθάνατου». Ήµουν σίγουρος πως είχε τρελαθεί, αλλά εξίσου σίγουρος ήµουν και για το ότι έλεγε αλήθεια για την κατάστασή του. Τα µάτια του έδειχναν να έχουν βουλιάξει ακόµα πιο πολύ στις κόγχες τους όση ώρα µιλούσαµε. Κι ήταν εξαντληµένος. Τα δέκα βήµατα από το τραπέζι όπου καθόµασταν µέχρι την αποθήκη τον είχαν κάνει να µην µπορεί να σταθεί στα πόδια του. Για να µη µιλήσω για το µατωµένο µαντίλι. Μην ξεχνάς το µατωµένο µαντίλι, είπα στον εαυτό µου. Εξάλλου µερικές φορές είναι πιο εύκολο να κάνεις το χατίρι κάποιου, παρά να του πας κόντρα. ε συµφωνείτε; «Αφέσου κι άσε το Θεό να κάνει κουµάντο», συνηθίζουν να λένε σ εκείνες τις συγκεντρώσεις που πηγαίνει η πρώην γυναίκα µου. Εδώ, η περίπτωση απαιτούσε ν αφήσω τον Αλ να κάνει κουµάντο. Μέχρις ενός σηµείου, τέλος πάντων. Και επιτέλους, είπα στον εαυτό µου, στις µέρες µας, ακόµη και για ν ανέβεις απλώς σ ένα αεροπλάνο τραβάς πολύ περισσότερα. Αυτός τουλάχιστον δε µου ζήτησε να βγάλω και τα παπούτσια µου για έλεγχο.

Ξεκρέµασα το κινητό µου από τη ζώνη µου και το ακούµπησα σ ένα κιβώτιο µε κονσέρβες τόνο. Από πάνω έβαλα το πορτοφόλι µου, µερικά χαρτονοµίσµατα, ένα περίπου δολάριο σε κέρµατα και τα κλειδιά µου. «Τα κλειδιά κράτα τα, δεν έχουν σηµασία». Για µένα είχαν, µα κράτησα το στόµα µου κλειστό. Ο Αλ έβγαλε από την τσέπη του ένα πάκο χαρτονοµίσµατα πιο χοντρό από εκείνο που είχα ακουµπήσει πάνω στο κιβώτιο και µου το έτεινε. «Λεφτά για τρέλες», µου είπε. «Μήπως θελήσεις ν αγοράσεις κανένα σουβενίρ ή τίποτ άλλο. Πάρ τα». «Γιατί να µη χρησιµοποιήσω τα δικά µου λεφτά;» Η ερώτηση µου φάνηκε πολύ λογική. Μα, από την άλλη, τι ήταν λογικό σε όλη αυτή τη συζήτηση; «Μην ασχολείσαι µ αυτό τώρα», µου απάντησε. «Η εµπειρία που θα έχεις θα σου δώσει καλύτερες απαντήσεις απ όσες θα σου έδινα εγώ, ακόµα κι αν ήµουν σε πλήρη φόρµα κι αυτή τη στιγµή είµαι στο άκρο αντίθετο. Πάρε τα λεφτά». Τα πήρα και τα µέτρησα. Πάνω πάνω ήταν µονά δολάρια που έδειχναν εντάξει. Ύστερα ήταν ένα πεντοδόλαρο, που έδειχνε και δεν έδειχνε εντάξει. Πάνω από το πορτραίτο του Αβραάµ Λίνκολν έγραφε ΑΡΓΥΡΗ ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΣΗ και στα αριστερά του υπήρχε ένα µεγάλο µπλε 5. Το σήκωσα στο φως. «εν είναι πλαστό». Ο Αλ το διασκέδαζε κι ας ήταν κουρασµένος. Μπορεί να µην ήταν, µα δεν υπήρχε πουθενά ολόγραµµα. «Αν είναι αληθινό, είναι παλιό», είπα. «Βάλ τα στην τσέπη σου, Τζέικ». Υπάκουσα. «Έχεις πάνω σου κανένα κοµπιουτεράκι ή τίποτ άλλο ηλεκτρονικό;» «Όχι». «Τότε µπορείς να περάσεις. Γύρνα και κοίτα στο βάθος της αποθήκης». Πριν προλάβω να το κάνω, εκείνος χτύπησε το κούτελό του. «Αχ, Θεέ µου, τα έχασα τα µυαλά µου. Ξέχασα τον Άνθρωπο µε την Κίτρινη Κάρτα». «Τον ποιο;» «Τον Άνθρωπο µε την Κίτρινη Κάρτα. Έτσι τον λέω εγώ, δεν ξέρω το αληθινό του όνοµα. Έλα, πάρε κι αυτό». Έβγαλε από την τσέπη του ένα νόµισµα των πενήντα σεντς και µου το έδωσε. Από παιδί είχα να δω τέτοιο πράγµα. Το ζύγισα στο χέρι µου. «εν πρέπει να µου το δώσεις αυτό. Έχει αξία». «Φυσικά. Μισού δολαρίου». Τον έπιασε ξανά βήχας, κι αυτή τη φορά τραντάχτηκε ολόκληρος. Μα σαν στράφηκα να τον πλησιάσω µου έκανε νόηµα να φύγω. Ακούµπησε στη στοίβα των κιβωτίων, έφτυσε στις χαρτοπετσέτες, τις κοίταξε, έκανε µια γκριµάτσα και τις έσφιξε στην παλάµη του. Το τραβηγµένο του πρόσωπο είχε µουσκέψει στον ιδρώτα. «Κάτι σαν έξαψη. Μαζί µε τα άλλα σκατά, ο καρκίνος µού έχει διαλύσει και το θερµοστάτη. Λοιπόν, ο Άνθρωπος µε την Κίτρινη Κάρτα. Είναι αλκοολικός, µα ακίνδυνος και διαφορετικός απ οποιονδήποτε άλλο. Σαν να ξέρει κάτι. Νοµίζω πως είναι σύµπτωση θα τον δεις αραγµένο κοντά στο σηµείο όπου θα βγεις, αλλά ήθελα να είσαι ενήµερος». «Στην ενηµέρωση δεν είσαι και πολύ καλός», του είπα. «εν καταλαβαίνω τίποτα απ όλα αυτά». «Θα σου πει: Πήρα κίτρινη κάρτα από την πράσινη βιτρίνα. ώσ µου ένα δολάριο, σήµερα χρεώνουν τα διπλά. Μπήκες;» «Μπήκα». Όλο και πιο σκατά τα πράγµατα. «Όντως έχει µια κίτρινη κάρτα περασµένη στην κορδέλα του καπέλου του. Ίσως είναι από κάποια εταιρεία ταξί ή κανένα κουπόνι που βρήκε στο δρόµο, αλλά το µυαλό του έχει γίνει σούπα από το φτηνό κρασί που πίνει, και νοµίζει πως είναι κάτι σαν Χρυσό Εισιτήριο για το Εργοστάσιο Σοκολάτας του Γουίλι Γουόνκα. Εσύ λοιπόν να του πεις, ε µου περισσεύει ένα δολάριο. Να, πάρε µισό, και να του δώσεις αυτό. Ύστερα µπορεί να σου πει...» Ο Αλ ύψωσε ένα σκελετωµένο δάχτυλο.

«Μπορεί να σου πει, Γιατί ήρθες εδώ; ή Από πού ήρθες; Μπορεί ακόµα να σου πει, εν είσαι ο ίδιος. ε νοµίζω, µα µπορεί να σ το πει κι αυτό. Υπάρχουν πολλά που δεν ξέρω. Ό,τι κι αν σου πει, άφησέ τον εκεί που κάθεται, δίπλα στο στεγνωτήριο εκεί θα τον βρεις, και βγες από την πύλη. Όπως θα φεύγεις, αυτός µάλλον θα σου πει, Ξέρω πως σου περισσεύει ένα δολάριο, τσιφούτη, µα µην του δώσεις σηµασία. Μη γυρίσεις να κοιτάξεις. Πέρνα τις γραµµές του τρένου και θα βρεθείς στη διασταύρωση των οδών Μέιν και Λίσµπον». Μου χαµογέλασε ειρωνικά. «Από κει και µετά, φίλε, όλος ο κόσµος είναι δικός σου». Στο στεγνωτήριο; Σαν να θυµόµουν αόριστα ότι κάτι υπήρχε παλιά εκεί όπου τώρα βρισκόταν το εστιατόριο του Αλ. Ίσως ήταν το παλιό στεγνωτήριο της υφαντουργίας, µα τώρα πια δεν υπήρχε. Αν υπήρχε παράθυρο στο πίσω µέρος της αποθήκης του Αλουµινέρ, το µόνο που θα έβλεπες απ αυτό θα ήταν µια πλινθόστρωτη αυλή κι ένα στοκατζίδικο µε σπορ ρούχα. Λίγο µετά τα Χριστούγεννα είχα πάρει από κει ένα µπουφάν Νορθ Φέις, και σε πολύ καλή τιµή µάλιστα. «Μην ασχολείσαι µε το στεγνωτήριο. Να θυµάσαι µόνο αυτά που σου είπα. Γύρνα τώρα έτσι µπράβο και κάνε δυο τρία βήµατα µπροστά. Μικρά βήµατα, µωρουδιακά. Πες πως ψάχνεις την κορυφή µιας σκάλας µε τα φώτα σβηστά. Τόσο προσεκτικά». Έκανα ό,τι µου είπε, κι ας ένιωθα πως ήµουν ο µεγαλύτερος ηλίθιος του κόσµου. Ένα βήµα Σκύβω για να µη χτυπήσω στο αλουµινένιο ταβάνι ύο βήµατα Καµπουριάζω κι άλλο. Σε λίγο θα πρέπει να πέσω στα γόνατα. Αυτό όµως δεν είχα σκοπό να το κάνω, κι ας ήταν η τελευταία επιθυµία ενός ετοιµοθάνατου. «Αλ, αυτό είναι βλακώδες. Εκτός κι αν θέλεις να σου φέρω κανένα κιβώτιο από το βάθος...» Εκείνη τη στιγµή το πόδι µου βούλιαξε, όπως όταν κατεβαίνεις ένα σκαλοπάτι. Μόνο που το έβλεπα το πόδι µου, να πατάει στο γκρίζο λινόλεουµ. «Έφυγες», είπε ο Αλ, κι η φωνή του τώρα ήταν καθαρή. Μαλακή και ικανοποιηµένη. «Το βρήκες, φίλε». Μα τι είχα βρει; Τι ακριβώς βίωνα; Η πιο πιθανή απάντηση ήταν πως ο Αλ µε είχε επηρεάσει ψυχολογικά, γιατί έβλεπα πάντα το πόδι µου στο πάτωµα. Εκτός Σας έχει τύχει κάποια µέρα µε λιακάδα να κλείσετε τα µάτια και να δείτε το µετείκασµα της εικόνας που βλέπατε µόλις πριν; Ε, κάτι τέτοιο συνέβη. Όταν κοίταζα το πόδι µου, το έβλεπα στο πάτωµα. Μα σαν πετάριζα τα µάτια για ένα κλάσµα δευτερολέπτου, έβλεπα το πόδι µου να πατάει σ ένα σκαλοπάτι. Κι όχι µε το λιγοστό φως µιας εξηντάρας λάµπας. Μα κάτω από δυνατό ήλιο. Πάγωσα. «Προχώρα», είπε ο Αλ. «ε θα πάθεις τίποτα, φίλε. Προχώρα». Έβηξε σαν να ξεσκιζόταν και γρύλισε απελπισµένα: «Φίλε, έχω ανάγκη να το κάνεις αυτό». Το έκανα λοιπόν. Μα το Θεό, το έκανα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 1 Έκανα άλλο ένα βήµα µπροστά και κατέβηκα άλλο ένα σκαλοπάτι. Τα µάτια µου µου έλεγαν ότι βρισκόµουν ακόµα στο πάτωµα της αποθήκης του Αλ, αλλά στεκόµουν όρθιος και το κεφάλι µου δεν ακουµπούσε πια στη στέγη. Πράγµα που, φυσικά, ήταν αδύνατο. Το στοµάχι µου ανακατώθηκε αντιδρώντας µε δυσαρέσκεια στο µπέρδεµα των αισθήσεών µου και ένιωθα το σάντουιτς µε αβγά και τη µηλόπιτα που είχα φάει για µεσηµέρι να ετοιµάζονται να εκτιναχθούν. Από πίσω µου αλλά κάπως µακρινή, λες και στεκόταν δεκαπέντε µέτρα κι όχι ενάµισι µέτρο πίσω µου ακούστηκε η φωνή του Αλ: «Κλείσε τα µάτια σου, φίλε, είναι πιο εύκολο έτσι». Το έκανα, και το µπέρδεµα των αισθήσεων εξαφανίστηκε µονοµιάς. Ένιωσα όπως όταν φοράς τα ειδικά γυαλιά για να δεις µια ταινία 3-D. Κούνησα το δεξί µου πόδι και κατέβηκα άλλο ένα σκαλοπάτι. Ήταν όντως σκαλοπάτια µπροστά µου. Χωρίς την όραση, το σώµα µου δεν είχε καµιά αµφιβολία γι αυτό. «Άλλα δύο, κι ύστερα άνοιξε τα µάτια», είπε ο Αλ. Ακουγόταν ακόµα πιο απόµακρος. Λες και βρισκόταν στην άλλη άκρη του µαγαζιού. Κατέβηκα µε το αριστερό πόδι. Ύστερα ξανά µε το δεξί, κι απότοµα ένιωσα ένα παφ µέσα στο κεφάλι µου, όπως όταν είσαι στο αεροπλάνο κι αλλάζει ξαφνικά η πίεση. Το σκοτάδι πίσω από τα βλέφαρά µου έγινε κόκκινο κι ένιωσα ζεστασιά στην επιδερµίδα µου. Λιακάδα, δεν υπήρχε αµφιβολία. Κι εκείνη η µυρωδιά από θειάφι είχε γίνει πιο βαριά και πολύ δυσάρεστη. εν υπήρχε αµφιβολία ούτε γι αυτό. Άνοιξα τα µάτια. ε βρισκόµουν πια στην αποθήκη. Ούτε στο µαγαζί του Αλ. Παρ όλο που η αποθήκη δεν είχε εξωτερική πόρτα, εγώ βρισκόµουν στο ύπαιθρο. Στην αυλή. Μα η αυλή δεν ήταν πια πλινθόστρωτη, κι ούτε υπήρχαν µαγαζιά. Στεκόµουν σε ένα φαγωµένο, βρόµικο τσιµεντένιο δάπεδο. Στο σηµείο όπου έπρεπε να βρίσκεται εκείνο το στοκατζίδικο ήταν αραδιασµένα µερικά τεράστια µεταλλικά δοχεία. Ήταν γεµάτα µε κάτι και σκεπασµένα µε καφετιές λινάτσες µεγάλες σαν ιστία. Γύρισα να δω το µεγάλο ασηµί τροχόσπιτο που στέγαζε το εστιατόριο του Αλ, αλλά δεν ήταν πια εκεί. 2 Στη θέση του βρισκόταν το ογκώδες κτίριο της Υφαντουργίας Γουοράµπο, που θύµιζε ιστορίες του Ντίκενς, σε πλήρη λειτουργία. Άκουγα καθαρά το θόρυβο των τυπωτηρίων και των στεγνωτηρίων και το βουητό των υφαντικών µηχανών που κάποτε γέµιζαν τον δεύτερο όροφο (είχα δει φωτογραφίες αυτών των µηχανηµάτων που τα δούλευαν γυναίκες µε φόρµες και µαντίλια στο κεφάλι, στο µικροσκοπικό κτίριο της Ιστορικής Εταιρείας του Λίσµπον, ψηλά στη Μέιν Στρητ). Γκριζόλευκος καπνός έβγαινε από τρεις ψηλές καµινάδες, που είχαν γκρεµιστεί από µια µεγάλη ανεµοθύελλα στη δεκαετία του 80. Στεκόµουν δίπλα σ ένα µεγάλο πράσινο κτίριο σαν κύβο, που υπέθεσα πως ήταν το στεγνωτήριο. Καταλάµβανε τη µισή αυλή και είχε ύψος εφτά περίπου µέτρα. Είχα κατέβει µια σκάλα, µα δεν την έβλεπα πουθενά. εν υπήρχε τρόπος να γυρίσω πίσω. Πανικός µε κυρίεψε. «Τζέικ!» Η φωνή του Αλ ακούστηκε ασθενική. Έφτανε στ αυτιά µου λες και, µε κάποιο κόλπο ακουστικής, ερχόταν από µίλια µακριά, διασχίζοντας ένα µακρύ φαράγγι. «Μπορείς να επιστρέψεις όπως κατέβηκες. Ψάξε ψηλαφιστά τα σκαλοπάτια». Σήκωσα το αριστερό πόδι και πάτησα ένα σκαλοπάτι. Ο πανικός υποχώρησε.

«Προχώρα». Η φωνή ακούστηκε σαν µακρινή ηχώ. «Κάνε µια βόλτα, ρίξε µια µατιά τριγύρω κι ύστερα έλα πίσω». Στην αρχή έµεινα εκεί όπου βρισκόµουν, σκουπίζοντας το στόµα µου µε την ανάστροφη της παλάµης µου. Ένιωθα τα µάτια µου να πετάγονται γουρλωµένα. Τα µαλλιά µου είχαν σηκωθεί όρθια κι η πλάτη µου ανατρίχιαζε. Ήµουν φοβισµένος, τροµοκρατηµένος σχεδόν, αλλά ταυτόχρονα ένιωθα µια δυνατή περιέργεια που (για την ώρα) κρατούσε υπό έλεγχο τον πανικό µου. Έβλεπα τη σκιά µου στο τσιµέντο, σαν ένα κοµµάτι µαύρο ύφασµα. Στην αλυσίδα που χώριζε το στεγνωτήριο από την υπόλοιπη αυλή διέκρινα ψήγµατα σκουριάς. Ο καπνός από τις καµινάδες έκανε τα µάτια µου να τσούζουν. Όποιος επιθεωρητής της Υπηρεσίας Προστασίας Περιβάλλοντος περνούσε και τον µύριζε, θα έβαζε στη στιγµή λουκέτο σε τούτη την επιχείρηση. Μόνο που δε νοµίζω να υπήρχαν επιθεωρητές της Υπηρεσίας Προστασίας Περιβάλλοντος εκεί γύρω. εν ήµουν καν σίγουρος πως είχε εφευρεθεί η Υπηρεσία Προστασίας Περιβάλλοντος. Ήξερα πού βρισκόµουν: Στο Λίσµπον Φολς του Μέιν, στην καρδιά της Κοµητείας Αντροσκόγκιν. Το ζήτηµα ήταν το πότε. 3 Από την αλυσίδα κρεµόταν µια ταµπέλα που δεν µπορούσα να τη διαβάσω, γιατί ήταν γυρισµένη από την άλλη. Έκανα να πάω κοντά της, µα γύρισα πίσω. Έκλεισα τα µάτια θυµίζοντας στον εαυτό µου να κάνει µωρουδίστικα βήµατα. Όταν το αριστερό µου πόδι σκόνταψε στη σκάλα που έβγαζε στην αποθήκη του Αλ (όπως δηλαδή ήλπιζα ολόψυχα), έβγαλα από την πίσω τσέπη µου ένα διπλωµένο χαρτί. Το υπόµνηµα του εξοχότατου διευθυντή µου: «Καλό καλοκαίρι και µην ξεχνάς πως τον Ιούλιο έχεις υπηρεσία». Αναρωτήθηκα πώς θα αισθανόταν αν του χρόνου ο Τζέικ Έπινγκ έκανε ένα σεµινάριο για τη λογοτεχνία τη σχετική µε τα ταξίδια στο χρόνο. Έκοψα ύστερα ένα κοµµάτι από το πάνω µέρος του χαρτιού, το τσαλάκωσα και το έριξα στο πρώτο σκαλοπάτι της αόρατης σκάλας. Το χαρτί έπεσε στο χώµα φυσικά, αλλά οπωσδήποτε σηµάδευε το σηµείο που ήθελα. Το απόγευµα ήταν ζεστό, δε φυσούσε καθόλου και δεν πίστευα να µου το πάρει ο άνεµος. Βρήκα όµως κι ένα κοµµάτι τσιµέντο για να το πλακώσω, καλού κακού. Το έριξα κι αυτό στο σκαλοπάτι, µα έπεσε κι αυτό πάνω στο χώµα. Γιατί σκαλοπάτι δεν υπήρχε. Ο στίχος ενός παλιού τραγουδιού ήρθε στο µυαλό µου: «Στην αρχή υπάρχει ένα βουνό, ύστερα δεν υπάρχει, και µετά υπάρχει». Ρίξε µια µατιά τριγύρω, είχε πει ο Αλ, κι αποφάσισα να το κάνω. Συλλογίστηκα πως, αφού δεν είχα χάσει ακόµα τα µυαλά µου, θα άντεχα λιγάκι ακόµα. Εκτός βέβαια κι αν έβλεπα καµιά παρέλαση ροζ ελεφάντων ή κανένα ούφο να αιωρείται πάνω από την Εµπορία Αυτοκινήτων Τζον Κραφτς. Προσπάθησα να πείσω τον εαυτό µου πως αυτό το πράγµα δε συνέβαινε, δεν µπορούσε να συµβαίνει, µα δεν τον έπεισα. Οι φιλόσοφοι και οι ψυχολόγοι µπορεί να διαφωνούν για το τι είναι πραγµατικότητα και τι δεν είναι, αλλά οι περισσότεροι από εµάς τους απλούς ανθρώπους γνωρίζουµε και αποδεχόµαστε την υφή του κόσµου γύρω µας. Τούτο το πράγµα, λοιπόν, συνέβαινε. Πέρα απ όλα τ άλλα, βροµούσε πάρα πολύ για να είναι κάποια ψευδαίσθηση. Πλησίασα την αλυσίδα που κρεµόταν στο ύψος των µηρών µου και πέρασα από κάτω της. Στην άλλη πλευρά της πινακίδας ήταν γραµµένο µε µαύρα γράµµατα: ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΙΕΛΕΥΣΗ ΜΕΧΡΙ ΝΑ ΕΠΙΣΚΕΥΑΣΤΕΙ Ο ΑΠΟΧΕΤΕΥΤΙΚΟΣ ΑΓΩΓΟΣ. Κοίταξα πίσω µου, δεν είδα τίποτα επισκευές να γίνονται, έστριψα στη γωνία του στεγνωτηρίου, και παραλίγο να πέσω πάνω σ έναν άνθρωπο που λιαζόταν εκεί. Όχι δηλαδή πως θα αποκτούσε κανένα ιδιαίτερο µαύρισµα. Φορούσε ένα παλιό µαύρο παλτό που έπεφτε γύρω του σαν άµορφη σκιά. Και στα δυο του µανίκια υπήρχαν ξεραµένες µύξες. Το κορµί µέσα στο παλτό ήταν αδύνατο σε

σκελετώδη βαθµό. Τα γκρίζα του µαλλιά έπεφταν µπερδεµένα πάνω στα αξύριστα µάγουλά του. Κλασικός τύπος µπεκρούλιακα. Στο κεφάλι του, ριγµένη προς τα πίσω, φορούσε µια βροµερή ρεπούµπλικα που έδειχνε να έχει βγει από φιλµ νουάρ της δεκαετίας του 50, από εκείνα όπου όλες οι γυναίκες είχαν µεγάλα βυζιά κι όλοι οι άντρες µιλούσαν γρήγορα µε ένα τσιγάρο στο στόµα. Και, ναι, στην κορδέλα της ρεπούµπλικας ήταν χωµένη µια κίτρινη κάρτα, σαν πάσο παλιού δηµοσιογράφου. Κάποτε θα είχε φωτεινό κίτρινο χρώµα, µα από το πολύ πιάσιµο µε γλιτσιασµένα δάχτυλα είχε βροµιστεί και θαµπώσει. Όταν η σκιά µου έπεσε στα πόδια του, ο Άνθρωπος µε την Κίτρινη Κάρτα γύρισε και µε επιθεώρησε µε θολά µάτια. «Ποιος διάολος είσαι;» µε ρώτησε µασώντας τους µισούς φθόγγους. Ο Αλ δε µου είχε δώσει οδηγίες για όλες τις ερωτήσεις, κι έτσι, για ασφάλεια, το έπαιξα σκληρός. «Τι σε νοιάζει, ρε; Άντε γαµήσου». «Εσύ να πας να γαµηθείς». «Εντάξει», είπα. «Συµφωνούµε». «Ε;» «Άντε, καλή σου µέρα», αποκρίθηκα και ξεκίνησα προς την ανοιχτή σιδερένια πύλη. Πέρα απ αυτήν κι αριστερά βρισκόταν ένας χώρος πάρκινγκ που δεν υπήρχε πριν. Ήταν γεµάτος αυτοκίνητα, τα περισσότερα στραπατσαρισµένα και τόσο παλιά, που άξιζαν για µουσείο. Μπιούικ µε φινιστρίνια και Φορντ µε µούρες σαν τορπίλες. Τούτα εδώ ανήκουν πραγµατικά σε εργάτες υφαντουργίας, συλλογίστηκα. Ζωντανούς υφαντουργούς που τώρα βρίσκονται στο εργοστάσιο δουλεύοντας για το µεροκάµατο. «Πήρα κίτρινη κάρτα από την πράσινη βιτρίνα», είπε ο µπεκρούλιακας. Το ύφος του ήταν απότοµο αλλά και ανήσυχο. «ώσ µου ένα δολάριο, σήµερα χρεώνουν τα διπλά». Του έτεινα τα πενήντα σεντς και, νιώθοντας σαν ηθοποιός που έχει έρθει η ώρα να πει τη µοναδική του ατάκα, του είπα: «ε µου περισσεύει ένα δολάριο. Να, πάρε µισό». Και να του δώσεις αυτό, είχε πει ο Αλ, µα δε χρειάστηκε. Ο Άνθρωπος µε την Κίτρινη Κάρτα µού άρπαξε το κέρµα και το έφερε κοντά στη µούρη του. Για µια στιγµή νόµισα πως θα το δάγκωνε, αλλά εκείνος έκλεισε τα µακριά του δάχτυλα και το εξαφάνισε. Με κοίταξε ξανά µε µια κωµικά δύσπιστη έκφραση. «Ποιος είσαι; Τι κάνεις εδώ;» «Μακάρι να ξερα», αποκρίθηκα και τράβηξα ξανά προς την πύλη. Περίµενα να µου κάνει κι άλλες ερωτήσεις, µα έµεινε σιωπηλός. Βγήκα από την πύλη.