«ΟΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΚΗΣ ΕΝΟΠΟΙΗΣΗΣ ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΗΣ Ο..Γ. ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΣΥΝΙΣΤΩΣΕΣ, ΕΝ ΟΓΕΝEIΣ ΚΑΙ ΕΞΩΓΕΝEIΣ ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΙ» (THE IMPACT OF GERMAN REUNIFICATION THE FOREIGN POLICY FRY. HISTORICAL GERMAN FEDERAL REPUBLIC, HISTORCAL COMPONENTS, ENDOGENOUS AND EXOGENOUS PARAMETERS ) Μαυροζαχαράκης Εµµανουήλ Mavrozacharakis Emmanouil University of Crete, Department of Political Science, Students Abstract Greek [1]
H ενοποίηση ανατολικής και δυτικής Γερµανίας η οποία συντελέστηκε υπό επίδραση και διάδραση διεθνών και εσωτερικών παραµέτρων και δρώντων και ήταν µόνο εφικτή, λόγω της δεσµευτικής αποδοχής διεθνών και ευρωπαϊκών εταίρων αφενός και λόγω της ανάληψης δεσµεύσεων εκ µέρους της Γερµανίας αφετέρου. Μετά το τέλος του ευρωπαϊκού διχασµού µετά την π τωση της Σοβιετικής Ένωσης και την διάλυση του σοσιαλιστικού µπλόκ, όλα τα ευρωπαϊκά κράτη βρέθηκαν αντιµέτωπα µε το ερώτηµα τι είδους ισχύ διαθέτουν. Για κανένα άλλο κράτος το ερώτηµα αυτό δεν ήταν τόσο δύσκολο όσο για την Γερµανία. Οι επιφυλάξεις των ευρωπαϊκών εταίρων έναντι της γερµανικής ενοποίησης ανάγκασαν την γερµανική διπλωµατία να χειρίζεται υποθέσεις πολύ προσεκτικότερα για να διαλυθούν οι φοβίες.ταυτόχρονα όµως οι οικονοµικές επιπτώσεις της ενοποίησης ανάγκαζαν τους διαπραγµατευτικούς ηγέτες της Γερµανίας να παίρνουν όλο και περισσότερο σκληρότερες διαπραγµατευτικές θέσεις στο ευρωπαϊκό επίπεδο. Το φαινόµενο αυτό συνδυασµού ήπιας δύναµης και σκληρών διαπραγµατευτικών θέσεων ερµηνεύεται ως µεταβολή της γερµανικής στρατηγικής σε επίπεδο Ε Ε η οποία οφείλεται κυρίως στις επιπτώσεις της γερµανικής ενοποίησης. Abstract English The Reunification of eastern and western Germany, which took place under influence and interaction of international and internal parameters and actors, was only possible because of a binding acceptance of international and European partners on the one hand and the commitment on the part of Germany on the other. After the end of the European division, with the collapse of Soviet Union and the dissolution of the socialist block, all European countries have been confronted with the question what kind of power they have. For any other State that question was not as difficult as for Germany. The reservations of European partners against German unification forced the German diplomacy to handle cases very carefully, to dissolve the mistrust. Simultaneously fears the economic impact of consolidation forced the negotiating Germany's leaders to get increasingly harder negotiating positions at the European level. This phenomenon is a combination of soft power and hard negotiating positions is interpreted as a change in German strategy at E E-level which is mainly due to the effects of German unification. 1. Εισαγωγή [2]
Είναι εγγενές στοιχείο του ιστορικού γίγνεσθαι ο άκαµπτος νόµος σχετικής και χρονικά περιορισµένης υπόστασης πολιτικών καθεστώτων 1. Μεταβολή και αλλαγή, ακµή και παρακµή, εξέλιξη και φθορά εναλλάσσονται ορίζοντας σηµεία αφετηρίας ή σηµεία τελικού χρονικού προορισµού πολιτικών ηγεσιών και καθεστώτων. Στην πιο καθαρή της µορφή εκφράστηκε η νοµοτέλεια αυτή µε την σχετικά πρόσφατη διεθνή αποκαθήλωση των συστηµάτων υπαρκτού σοσιαλισµού, ως µακροχρόνια και όχι πάντοτε προβλέψιµη διαδικασία και µε πρώτο κορυφαίο γεγονός την λεγόµενη «ειρηνική επανάσταση» στην ανατολική Γερµανία. Ακολούθησαν αλυσιδωτές πτώσεις όλων των παρεµφερών καθεστώτων της νότιο και κεντροανατολικής Ευρώπης και τελικώς της ίδιας της Σοβιετικής Ένωσης, ως κέντρο αναφοράς. Ένα από τα σηµαντικότερα αποτελέσµατα της προαναφερθείσας διαδικασίας είναι η συνακόλουθη ενοποίηση ανατολικής και δυτικής Γερµανίας η οποία συντελέστηκε υπό επίδραση και διάδραση διεθνών και εσωτερικών παραµέτρων και δρώντων και ήταν µόνο εφικτή, λόγω της δεσµευτικής αποδοχής διεθνών και ευρωπαϊκών εταίρων αφενός και λόγω της ανάληψης δεσµεύσεων εκ µέρους της Γερµανίας αφετέρου 2. Ιδιαίτερη βαρύτητα δίδεται στην διεθνή βιβλιογραφία στο καθεαυτού γεγονός της λεγόµενης «ειρηνικής επανάστασης» που µε το κύριο αίτηµα «λαϊκής κυριαρχίας», εξέπληξε και συγκίνησε την διεθνή κοινή γνώµη. Εν προκειµένω είναι χαρακτηριστική και εξίσου παραστατική η αναφορά του Francois Mitterand: «ήταν µία λαϊκή επανάσταση στην οποία συνηθισµένοι άνθρωποι, επέβαλαν σε όλον τον κόσµο την άποψη τους [.]. Τελικά υπήρχε µία πίεση προς επανενοποίηση, η οποία σάρωσε όλες τις συµβάσεις 3». Φυσικά η γερµανική ενοποίηση δεν αντιµετωπίστηκε µόνο µε ενθουσιασµό και µε την ευφορία της νέας αρχής. Υπήρξαν σηµαντικές επιφυλάξεις, ιδιαιτέρως εκ µέρους κρατών µελών της Ε Ε, λόγω της αναµενόµενης διεθνούς αναβάθµισης ισχύος της Ο.. Γ, συνακολούθως του ενδεχόµενου εγχειρήµατος ανάληψης ηγεµονικού ρόλου εκ µέρους της στο ευρωπαϊκό πλαίσιο αναφοράς. 1 Klages, W (2001), σελ. 1 2 Βλ. Görtemaker, M ( 2000), σελ. 7-12. 3 Ελεύθερη µετάφραση από: Feulenbach, J,Einleitung zum Band, Die deutsche Wiedervererinigung,. Aus Politik und Zeitgeschichte Heft 250, 2000, σελ. 1-2. [3]
Η Margaret Thatcher συµπύκνωσε τις επιφυλάξεις ως εξής: «Η πραγµατική προέλευση της Γερµανικής αδηµονίας είναι ο βασανισµός της αυτογνωσίας. Όπως ήδη έχω εξηγήσει, αυτός είναι ο λόγος γιατί τόσοι Γερµανοί, κατά την άποψη µου λανθασµένα,,θέλουν την Γερµανία ενταγµένη σε µία συνοµοσπονδιακή Ευρώπη. Είναι σαφέστατα πιθανόν ότι στα πλαίσια µιας διαρθρωτικής δοµής αυτού του τύπου η Γερµανία θα αναλάβει τον ηγετικό ρόλο, εφόσον επανενωµένη [ ] είναι αρκετά µεγάλη και πολύ ισχυρή ώστε να αρκεστεί στο ρόλο του απλού παίκτη στο ευρωπαϊκό τερέν.. Πέραν τούτου η Γερµανία προσανατολιζόταν ανέκαθεν και σε ανατολική κατεύθυνση και όχι µόνο δυτική, παρότι η σύγχρονη παραλλαγή τέτοιων τάσεων αποσκοπεί µάλλον σε οικονοµική παρά σε πολεµική εδαφική επέκταση. Ως εκ τούτου η Γερµανία από δυτικά θα είναι µία µάλλον αποσταθεροποιητική παρά σταθεροποιητική δύναµη στην ευρωπαϊκή δοµή. Μόνο η στρατιωτική και πολιτική δραστηριότητα των ΗΠΑ στην Ευρώπη και η στενή συνεργασία δύο άλλων ηγετικών ευρωπαϊκών κρατών, δηλαδή της Μεγάλης Βρετανίας και της Γαλλίας µπορούν να εξισορροπήσουν την ισχύ της Γερµανίας. Στα πλαίσια ενός ευρωπαϊκού υπερκράτους αυτό θα ήταν αδύνατον. Ένα εµπόδιο στην κατεύθυνση αυτής της εξισορρόπησης ήταν κατά την δική µου κυβερνητική θητεία η άρνηση του προέδρου Mitterand. να ακολουθήσει τα ευρεία γαλλικά ένστικτα και να κηρύξει την µάχη στα γερµανικά συµφέροντα, διότι αυτό θα σήµαινε την εγκατάλειψη του γερµανο-γαλλικού άξονα στον οποίο στηριζόταν ο Mitterand 4» Αρκετά χρόνια µετά την ένωση των δύο Γερµανιών οι επιφυλάξεις Thatcher εν πολλοίς δεν επιβεβαιώθηκαν. Αντιθέτως η Γερµανία φαίνεται να περνάει µέσα από µία κρίση «συλλογικής ταυτότητας», εφόσον τη ευφορία του πρώτου καιρού εξανεµίστηκε προ πολύ και τα πραγµατικά προβλήµατα φάνηκαν στον ορίζοντα. Τα ο δεύτερο οικονοµικό θαύµα άργησε να έρθει και για µεγάλο διάστηµα επικράτησε η οικονοµική στασιµότητα, παρότι επενδύθηκαν υπέρογκα ποσά στην ενοποίηση. 4 Bλ.Margaret, Thatcher, Downing Street Nr.10. Die Errinerungen, 2 Auflage, Düsseldorf 1993, σελ. 1095 [4]
Από το 1991 έως το 1999 δαπανήθηκαν από δηµόσια ταµεία πάνω από 629 δις. Ευρώ για τα νέα κρατίδια. Οι πόροι αυτοί προήλθαν κυρίως από φόρους αλληλεγγύης που επιβάρυναν κυρίως τους δυτικογερµανούς 5. Λόγω της οικονοµικής επιβάρυνσης συγκροτήθηκε σταδιακά ένα διαχωριστικό δέος των δυτικογερµανών απέναντι στους ανατολικογερµανούς, γεµάτο στερεότυπα και προκαταλήψεις. Συνακολούθως και οι ανατολικογερµανοί διαφοροποιούνται αισθανόµενοι αφενός την «εχθρότητα» της άλλης πλευράς και αφετέρου την µεγάλη κοινωνικοοικονοµική απόκλιση και ανισότητα σε σχέση µε αυτήν 6. Στην σηµερινή Γερµανία µάλιστα γίνεται λόγος περί «νοητικού τοίχους» µεταξύ των δύο πλευρών το οποίο περιλαµβάνει εκτός των κοινωνικοοικονοµικών, πολιτικές και πολιτισµικές παραµέτρους. Το συνολικό πλέγµα πάντως της διαδικασίας προσέγγισης µεταξύ των δύο Γερµανιών οδήγησε σε αρκετές δυσκολίες οι οποίες απαιτήσανε µια µερική εσωτερίκευση από την άποψη επένδυσης δυσανάλογων ενεργειών εκ µέρους ηγετικών εθνικών δρώντων προς σύνθεση αντιθέσεων και εξοµάλυνση τυχόν συγκρούσεων. Πρόκειται για διαδικασία εξοπλισµού εθνικής ταυτότητας, όπως εύστοχα επισηµαίνει η Aleida Assmann που εµπλέκεται µε το γεγονός ότι η οικονοµική αποδοτικότητα δεν αντιστοιχούσε επί µακρόν και απαραιτήτως µε κοινωνική ασφάλεια, πράγµα που έστω και προσωρινά αναθέρµανε παλιές κοινωνικές διαφοροποιήσεις που ενωµένες µε νέα ρήγµατα πυροδοτούν σηµαντικές εξάψεις και ανασφάλειες 7. Υπό αυτές τις προϋποθέσεις η επιστροφή ή αναπαραγωγή παλιών πολιτισµικών αξιών είναι εύλογη επιλογή µε την έννοια προτίµησης του οικείου σε σχέση µε το ανοίκειο. Ωστόσο η παραπάνω θέση αποτελεί µόνο αποσπασµατική εξήγηση για την σχετική αποστασιοποίηση των ανατολικογερµανών από το δυτικό µοντέλο και την από έρευνες κοινής γνώµης επισηµασµένη νοσταλγία τους για το παρελθόν µε την έννοια αναζήτησης των παλιών κοινωνικών δεσµών που απότοµα ρευστοποιήθηκαν. 5 Βλ. Görtemaker, F (2000), σελ. 11 6 Βλ. Abbe, T,( 2004),σελ. 12-22. 7 Βλ. Woderich, R (2000), σελ. 1-3 [5]
Η νοσταλγία αυτή σε καµία περίπτωση δεν ερµηνεύεται, ως συνειδησιακή επαναφορά του παλιού αυταρχικού πολιτικού καθεστώτος. Ωστόσο το δηµοκρατικό έλλειµµα πολιτικής κουλτούρας στα ανατολικά κρατίδια θεωρήθηκε αναµφισβήτητο. Πέραν τούτων πάντως η πτώση του πραγµατικού τοίχους και η γερµανική ενοποίηση αποτελούν εποχικές τοµές της νεότερης ευρωπαϊκής και παγκόσµιας ιστορίας µετά τον δεύτερο παγκόσµιο πόλεµο. Αποτέλεσαν στάδια αποσύνθεσης της κοµµουνιστικής και επικράτησης της καπιταλιστικής ισχύος που σηµατοδότησαν συγχρόνως το τέλος του ευρωπαϊκού διχασµού και του ψυχρού πολέµου. Η Γερµανία επανέκτησε την πλήρη κυριαρχία της και την κεντρική της θέση στην Ευρώπη. Παρότι όµως ενισχυµένη δεν επιχείρησε έστω και µερικώς την αυτονόµηση της από την Ε Ε αλλά προσδέθηκε µε αυτήν ακόµη περισσότερο. Στα επόµενα κεφάλαια θα επιχειρηθεί η ανάδειξη των µετατοπίσεων της θέσης ισχύος της Ο Γ και αντιστοίχως της εξωτερικής πολιτικής της µετά την ενοποίηση. Μέσα από την ιστορική εξέλιξη ( Κεφ. 2 και 3) η οποία µας επιτρέπει να κατανοήσουµε κεντρικές τάσεις και συντεταγµένες πολιτικών κεφ 6), λαµβάνονται ενδογενής και εξωγενής παράγοντες (κεφ 5 και 6) υπ όψιν που επηρέασαν καταλυτικά. [6]
2. Το γερµανικό ζήτηµα 2.1 Από το 1871 έως το 1945 Την εποχή του εθνικισµού το «γερµανικό ζήτηµα 8», δηλαδή η το πρόβληµα ενοποίησης µιας σειράς αυτοδύναµων γερµανικών κρατιδίων τα οποία ανήκαν από το 1815 στην λεγόµενη Γερµανική οµοσπονδία υπήρξε κεντρικό ζήτηµα στην «Μεσευρώπη» πάνω από ένα αιώνα. Για τα κράτη αυτά υπήρχαν ουσιαστικά δύο αλληλο-αποκλειόµενες λύσεις. Αφενός η «µεγαλογερµανική» λύση ως σύζευξη όλων των Γερµανών στο κέντρο της Ευρώπης υπό την Μοναρχία των Habsburg και αφετέρου η «µικρογερµανική λύση», που δεν προέβλεπε την ένταξη στην Μοναρχία. Η ίδρυση του Γερµανικού Reich το 1871 από τον Bismarck άλλαξε τα δεδοµένα στην κεντρική Ευρώπη πλήρως. Προτιµήθηκε η «µικρογερµανική» λύση µέσω ίδρυσης εθνικού κράτους ως λύση του Γερµανικού ζητήµατος. Παρότι η σύζευξη των Γερµανικών κρατών διενεργήθηκε στην βάση «οίκων ηγεµόνων» το γερµανικό Reich αυτοπροσδιορίστηκε µε κοινές συνιστώσες γλώσσα, πολιτισµό και ιστορία, άρα µε την έννοια αυτή είχε εθνικά χαρακτηριστικά. Αυτά ήταν τα µόνα κοινά στοιχεία που µπορούσαν να τροφοδοτήσουν τον εθνικισµό των µικρών κρατών και των Γερµανών στα πλαίσια της Μοναρχίας Habsburg. Tα σλαβικά έθνη της µοναρχίας δεν διέθεταν δικά τους κρατικά µορφώµατα και οι Γερµανοί δεν είχαν εθνικοκρατική παράδοση όπως οι Γάλλοι ή Ισπανοί. Τα γεγονότα στην Γερµανία του 1871 αφορούσαν κυρίως τα νοτιοανατολικά κράτη Ουγγαρία και Αυστρία. Με την δηµιουργία του Γερµανικού Reich, καταργήθηκε η αυτοδυναµία των επιµέρους γερµανικών κρατών και διαχωρίστηκε η Αυστρία και Ουγγαρία από την Γερµανία. Το Reich ως εθνικό κράτος υπό την πρωτοκαθεδρία της Πρωσίας 9 δεν συµβάδιζε µε τους µακροπρόθεσµους στόχους της Αυστριακής πολιτικής. 8 Βλ. Görtemaker, M(2001),σελ. 1-12 9 Για τον ρόλο της Πρωσίας ως ηµι-ηγεµονικής υπερδύναµης εντός Γερµανίας,βλ. Michael, Stürmer: Nationalstaat und Klassengesellschaft im Zeitalter des Bürgers. In: Albertin, Lothar/ Link, Werner (εκδ.), Politische Parteien auf dem Weg zur parlamentarischen Demokratiein Deutschland. Düsseldorf,1981 [7]
Το Reich αυτό-αντιλαµβανόταν την οντότητα του δηλαδή την διαδικασία εθνικής ολοκλήρωσης του, ως ατελειοποίητη, εφόσον η συγκυριακή σύνθεση δεδοµένων πολιτικής ισχύος εκείνης της περιόδου το εµπόδισαν ως προς αυτό. Η λανθάνουσα όµως τάση προς εθνική ολοκλήρωση οδήγησε τελικώς στην πρώτη απόπειρα γερµανικής ηγεµονίας στην Ευρώπη η οποία απέτυχε µε την ήττα των δυνάµεων του κεντρικού άξονα το 1918. Με την συνθήκη των Βερσαλιών του 1919 περιορίστηκε µεν το γερµανικό δυναµικό ισχύος σηµαντικά, αλλά το γερµανικό ζήτηµα δεν λύθηκε οριστικά. Πέραν τούτου συγκροτούσαν οι άφθονες γερµανικές µειονότητες στα διάδοχα κράτη Αυστρίας και Ουγγαρίας καθώς επίσης οι ανταγωνιστικές σχέσεις των κρατών αυτών µεταξύ τους ένα άκρως συγκρουσιακό πολιτικό σκηνικό στην µεσανατολική Ευρώπη. Η συνένωση όλων των Γερµανών στην κεντρική Ευρώπη σε ένα ισχυρό εθνικό κράτος, δηλαδή de facto µία µεγάλη Γερµανία υπό την ηγεσία του Βερολίνου µέσω ενός κατακτητικού πολέµου (1934-45) επικράτησε ως µαξιµαλιστικό εγχείρηµα το οποίο οδήγησε στην φασιστική Γερµανία µε τις γνωστές σε όλους συνέπειες 10. Ο δεύτερος παγκόσµιος πόλεµος ήταν συνέχεια του πρώτου ως εγχείρηµα ηγεµονικής ανάδειξης της Γερµανίας στην Ευρώπη, ιδιαιτέρως στην ανατολική. Η απόλυτη ήττα και η παράδοση άνευ όρων του τρίτου Reich τον Mάη του 1945σήµανε το τέλος του ανοικτού και βίαιου γερµανικού επεκτατισµού στην Ευρώπη. Όσον αφοράει τα αίτια των ηγεµονικών εγχειρηµάτων της Γερµανίας υπάρχουν πληθώρες προσεγγίσεις. Κατά τον Hildebrandt 11 το ζήτηµα της κεντρικής θέσης ήταν το κύριο πρόβληµα. Οι δύο πόλεµοι κατά την άποψη του ήταν απόπειρες εξόδου και µετακίνησης από την γεωπολιτικά εύθραυστη ζώνη αυτή. Άλλες προσεγγίσεις εστιάζουν περισσότερο στο ζήτηµα της οικονοµικής δύναµης και στις εσωτερικές δοµές ως παράγοντες που επηρέασαν την εξωτερική πολιτική της Γερµανίας κατά τον 19ο ως τις αρχές του 20ού αιώνα προσπαθώντας να αναδείξουν µία συνέχεια 12. 10 Βλ. Hildebrandt, K (1995), σελ. 849-898. 11 στο ίδιο 12 Fischer F, (1984), σελ 1 [8]
Στο σηµείο αυτό είναι ενδεχοµένως σκόπιµο να επισηµάνουµε ότι η επιστροφή της Γερµανίας µετά την ενοποίηση της το 1989/90 στην κεντρική της θέση δεν σηµαίνει αναγκαία επιστροφή σε ηγεµονικές βλέψεις έστω και πιο ήπιας µορφής. Η Γερµανία είναι µία δύναµη µε προβληµατική ιστορία, µεγάλη οικονοµική ισχύ και ευρύ πολιτισµικό δυναµικό που επηρεάζουν τις εξελίξεις στην «Μεσευρώπη». Όλοι αυτοί οι παράγοντες αποτελούν κεντρικά σηµεία αναφοράς στην σύγχρονη συζήτηση περί γερµανικής εξωτερικής πολιτικής µετά την ενοποίηση. 2.2 Το Γερµανικό ζήτηµα 1945-1989 Το Γερµανικό ζήτηµα µετά το 1945 χαρακτηρίζεται από την γεωπολιτική θέση της Γερµανίας µεταξύ των δύο µπλόκ ισχύος. Ο χωρισµός της Γερµανίας και το Βερολίνο αποτελούσαν σύµβολα της διχασµένης Ευρώπης και όπως δείξανε οι εξελίξεις ήταν µόνο προσωρινή λύση του Γερµανικού ζητήµατος το οποίο επιβάρυνε την ειρηνική συνύπαρξη στη Ευρώπη έως το 1945. Ο Timothy Gordon Ash χαρακτήρισε µάλιστα το σύνολο των συµφωνιών της Γιάλτας ( 4-11 Φεβρουαρίου 1945) ως σηµείο καµπής προς τον διαχωρισµό της Ευρώπης και επισήµανε ότι ήτανε µία «δραστική παραπλανητική συστολή των γεγονότων µίας µεγάλης ιστορικής διαδικασίας που είχε σηµείο εκκίνησης τουλάχιστον το 1914 13». Μετά το 1945 η Γερµανία αναγκαία παραχώρησε ένα τµήµα της παραδοσιακής της δύναµης και της εθνοκρατικής της υπόστασης στην Ε Κ. Άλλωστε πίσω από το σχέδιο ίδρυσης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα ( Ε Κ Α Χ) το 1950 µετά από πρόταση του R. Schumann υποκρυπτόταν η επιδίωξη της Γαλλίας να µην επιτρέψει ξανά στην Γερµανία να παίξει κυριαρχικό ρόλο στην Ευρώπη. Η ενσωµάτωση της Γερµανίας σε ένα υπερεθνικό σύστηµα εκτιµήθηκε ως η καλύτερη λύση. 14 Ο Adenauer εκτίµησε από την πλευρά του ότι ο µόνος τρόπος για να ανακτήσει η Γερµανία το χαµένο κύρος και τον διεθνή ρόλο της ήταν η συµµετοχή της στο ευρωπαϊκό υπερεθνικό πλαίσιο. 13 Gordon-Ash, T,(1995), σελ, 1 14 Fontaine, P (1995) σελ 11 [9]
Η συµµετοχή της Γερµανίας στην Ε Κ Α Χ αποτελούσε το πρώτο βήµα για την διεθνή νοµιµοποίηση της 15. Η συµµετοχή και πρόσδεση της Γερµανίας στην Ε Κ ήταν ο µόνος τρόπος να διατηρήσει τουλάχιστον µερικώς την κυριαρχία της. Η ιστορική εµπειρία δύο κατακτητικών και ηγεµονικών πολέµων οδήγησαν στην διάχυτη πεποίθηση ότι ασφάλεια και σταθερότητα επιτυγχάνεται µόνο µέσω πρόσδεσης της Γερµανίας και συνεργασίας µαζί της 16. Ενταγµένη στο ευρωπαϊκό πλαίσιο συνεισέφερε σηµαντικά στην διαδικασία ενοποίησης της γηραιάς ηπείρου, εφόσον µαζί µε την Γαλλία αποτέλεσε κινητήρα διεύρυνσης και εµβάθυνσης της Ε Κ και κατόπιν της Ε Ε. Πολύ σηµαντική ήταν και η χρηµατοοικονοµική προσφορά της Γερµανίας προς τους προϋπολογισµούς της κοινότητας. Τέσσερις δεκαετίες η χώρα περιορίστηκε σε ρόλο «καθαρά εµπορικού κράτους 17», εφόσον δεν της επιτρεπόταν για την υλοποίηση στόχων η χρησιµοποίηση άλλων µέσων µε βαρύτητα εκτός των οικονοµικών. Ως πρωταρχική προτεραιότητα εξωτερικής πολιτικής προσδιορίστηκε η επίτευξη σταθερότητας και ασφάλειας µέσω πολυµερούς συνεργασίας. 15 στο ίδιο 16 Lamers, K(1997), σελ. 105 17 Hacke, C (1997), σελ. 11 [10]
3. Ο νέος ρόλος Η ενοποίηση της Γερµανίας το 1989/90 σήµανε την οριστική λύση του γερµανικού ζητήµατος, είχαν µείνει όµως στη συγκεκριµένη στιγµή µία σειρά ερωτηµάτων ανοικτά: -Πώς θα επηρέαζε η γερµανική ενοποίηση τους στόχους γερµανικής εξωτερικής πολιτικής; -Ποια συµφέροντα θα είχε διεκδικούσε; η ενωµένη Γερµανία και µε ποιους τρόπους θα τα -Θα παρέµενε η ενσωµάτωση στη Ε Ε πρωταρχικό σηµείο αναφοράς ή θα υπάρξουν πολύπλευρες διευρύνσεις γερµανικών στρατηγικών προς το ευρύτερο διεθνές σύστηµα; -Πώς θα συµπεριφερόταν η «πανεθνική» πλέον Γερµανία στην «Μεσευρώπη»; -Θα οδηγούσε το ενισχυµένο ειδικό βάρος της εντός της Ε Ε σε ηγεµονισµούς ή θα συνέχιζε η πορεία συνκαθορισµού της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης ; -Θα οδηγηθούµε σε µία ευρωπαϊκή Γερµανία ή σε µία Γερµανική Ευρώπη; -Θα άλλαζε ο προσανατολισµός της χώρας προς την κεντροανατολική Ευρώπη εις βάρος της δυτικής; -Θα αξιοποιούσε η Γερµανία τον νέο της ρόλο για να ασκήσει αυτοδύναµες πολιτικές και να συνάψει συµµαχίες µε χώρες εκτός της Ε Ε όπως η Ρωσία; Όσον αφορά την κεντροανατολική Ευρώπη η ιστορική δραστηριότητα της Γερµανίας στην περιοχή ήταν πάντοτε καθοριστική. Επίσης οι σχέσεις της µε την Ρωσία εντάθηκαν µετά την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισµού κυρίως στον ενεργειακό τοµέα. [11]
Οι σχέσεις της µε την ατλαντική συµµαχία δεν πέρασαν από σοβαρές κρίσεις, εάν εξαιρέσουµε την πρόσφατη στάση του Schröder όσον αφορά τον πόλεµο στο Irak. Κεντρικό ζήτηµα ήτανε περισσότερο αν η χώρα πορευτεί προς µία εξωτερική πολιτική ισχύος ή ακολουθήσει µία αξιακά καθορισµένη πολιτική εκπολιτισµού των διεθνών σχέσεων. Πολλές προσεγγίσεις πρόκριναν µία εξωτερική πολιτική µεγαλύτερης εµβέλειας και αυτοπεποίθησης και άλλες τάχθηκαν υπέρ της συνέχειας 18. Η πρώτη άποψη υποστήριξε ότι η νέα ισχύ µετά την ενοποίηση πρέπει να αντιστοιχηθεί µε µία αυτοδύναµη και δυναµικότερη παρουσία στη διεθνή σκηνή χωρίς αποσύνδεση από τη Ε Ε και χωρίς επανάληψη των λαθών του παρελθόντος δηλαδή µε µεγαλοµανής βλέψεις σε παγκόσµια κλίµακα. Ο Baring υποστηρίζει την άποψη ότι η Γερµανία ως ηγετική οικονοµική δύναµη στην Ευρώπη δεν αποκτά κυριαρχικό ρόλο κεντροανατολικά, διότι η γενική φιλελευθεροποίηση της συγκεκριµένης περιοχής επιδρά µε τέτοιον τρόπο στους Γερµανούς ώστε από µόνοι τους να αρνούνται ηγεµονικό ρόλο 19. Αυτή η άποψη παρακάµπτει το γεγονός ότι η επέκταση των ευρω-ατλαντικών δοµών ανατολικά δύσκολα επιτυγχάνεται χωρίς ενεργό συµµετοχή της Γερµανίας. Με τη έννοια αυτή η Γερµανία παραµένει πάντοτε λόγω της γεωπολιτικής της θέσης ένας στρατηγικός παράγοντας πρώτου βαθµού 20 Ο James Kurth επισήµανε τον κίνδυνο επαναφοράς µετά το 1990 του προβλήµατος της «Μεσευρώπης». Η Γερµανία επηρεάζει την συγκεκριµένη περιοχή δραστικά και εξελίσσεται όλο και περισσότερο σε µαγνήτη στο γεωπολιτικό επίκεντρο της. Με τον τρόπο αυτό κατά τον Kurth η Γερµανία διαµορφώνει την «Μεσευρώπη» κατά το δικό της συµφέρον, εντάσσοντας την Πολωνία, την Τσεχία, την Ουγγαρία και την Σλοβακία στην δική της σφαίρα επιρροής 21. 18 Hellmann, G: (1997), σελ. 24-33 19 Baring, Arnulf: Deutschland, was nun?.ein Gespräch mit Jobst Siedler, Berlin, 1991, σελ 87 20 Rühl, Lothar: Deutschland als europäische Macht.Nationale Interessen und internationale Verantwortung, Bonn 1996,σελ. 122 21 Kurth, J (1995), σελ 383 [12]
Φυσικά από άποψη πολιτικής ισχύος η Γερµανία επανέκτησε µετά το 1990 την δυνατότητα καθιέρωσης ως περιφερειακής υπερδύναµης, επιστρέφοντας στην φυσική γεωπολιτική της θέση 22. Εξάλλου και στην δεκαετία του 1950 η παλιά Ο Γ λόγω της οικονοµικής ισχύος της και λόγω του ηπειρωτικού στρατού που διέθετε στα πλαίσια του ΝΑΤΟ, είχε ρόλο περιφερειακής υπερδύναµης πράγµα που αυτοµάτως προέκυπτε από την γεωπολιτική θέση της 23. Μετά το 1989 έδρασαν και θεσµικές µεταβολές πολλαπλασιαστικά στην κατεύθυνση συγκρότησης κυριαρχικού ρόλου. Η ολική απόσυρση της σοβιετικής υπερδύναµης από την περιοχή και η διάλυση του συµφώνου της Βαρσοβίας άφησαν εκ των πραγµάτων ένα κενό το οποίο η Γερµανία κάλυψε µε µερική επιτυχία. Ορισµένες προσεγγίσεις υποστηρίζουν την άποψη ότι η επιστροφή της Γερµανίας στην οµαλότητα συνδυάστηκε µε σχετική ανεξαρτητοποίηση της εξωτερικής της πολιτικής, γεγονός που διαφάνηκε ιδιαιτέρως στην µονοµερή και πρόωρη αναγνώριση της Κροατίας και Σλοβενίας εκ µέρους της το 1991 24. Η παραβίαση της πολυµέρειας ως ένδειξη επανάκτησης αυτοδυναµίας αποτέλεσε πάντως εξαίρεση και όχι κανόνα 25. Κατά µία άλλη άποψη η ΕΚ και η Ε Ε µέσω ενσωµάτωσης και εξευρωπαϊσµού εξουδετέρωσαν τυχόν εθνικές φιλοδοξίες κυριαρχίας της Γερµανίας 26. Μέσω εκτεταµένης ένταξης σε υπερεθνικές και διεθνείς οργανώσεις επιτεύχθηκε η αναπροσαρµογή των εθνικών δρώντων της χώρας µε όρους που καθορίζονται κυρίως από το ευρωπαϊκό πλαίσιο αναφοράς. Αυτό αφορά εξίσου και τους πολιτικούς δρώντες της ανατολικής Γερµανίας µε χαρακτηριστικό παράδειγµα το διάδοχο κόµµα (PDS) του καθεστωτικού κοµµουνιστικού κόµµατος SED, το οποίο διατηρεί άριστες σχέσεις µε όλα τα ευρωπαϊκά συγγενικά κόµµατα και συµµετάσχει ενεργά µέσω των ευρωβουλευτών του στους ευρωπαϊκούς θεσµούς. Οι υπερεθνικά ενταγµένοι εθνικοί δρώντες από την µεριά τους µεταφέρουν πρότυπα κατά πολλαπλασιαστικό τρόπο, εµβαθύνοντας και επεκτείνοντας την διαπλοκή µεταξύ εσωτερικής και διεθνούς/ ευρωπαϊκής πολιτικής. 22 Schwarz, P: (1994), σελ 7 23 Markovits, Ai S/ Rεich, S: (1998), σελ 12 24 Hellmann, G1 (1999), σελ 836-847 και Bulmer, S/,Jeffrey, C/ Paterson, W (1998). σελ. 32 25 Nugent, N (2004) σελ 56 26 στο ίδιο σελ 62-65 [13]
Η στρατηγική πρόσδεσης διευρύνει τα πεδία δράσης και εξουδετερώνει το ενδεχόµενο φυγόκεντρης ενεργοποίησης σε κρίσιµα πεδία πολιτικής. ιασφαλίστηκε λοιπόν διπλά η σύζευξη της Γερµανίας µε το ευρωπαϊκό σύστηµα αλληλεξάρτησης. Αφενός λόγω ζωτικού οικονοµικού συµφέροντος σχετικά µε την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και τα µε αυτήν συνυφασµένα πλεονεκτήµατα εξουσίας και ευηµερίας. Αφετέρου λόγω δοµικής αντιστοίχισης εθνικής και ευρωπαϊκής σφαίρας πολιτικών. Ως εκ τούτου η λογική ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και διεθνούς διασύνδεσης καθόρισαν την πορεία της γερµανικής ενοποίησης και τις µε αυτήν συνυφασµένες πολιτικές. Ο πρωτοποριακός ρόλος της χώρας στην Ευρώπη συνεχίστηκε όχι µε ανατρεπτικές πολιτικές ισχύος αλλά µε χρήση διπλωµατικών µέσων, οικονοµικής διείσδυσης και την «εξουσία του καλού παραδείγµατος». Η συνεπής πολυµέρεια, ο εξανθρωπισµός των διεθνών σχέσεων και η ειρηνική διαχείριση κρίσεων αποτέλεσαν συνιστώσες εξωτερικού προσανατολισµού της νεότερης Γερµανίας 27 Πέραν τούτων όµως η συστολή του πολύπλοκου πολιτικού περίγυρου µέσω µίας πολιτικής ισχύος ενδεχοµένως είχε επιφέρει άκρως αντιπαραγωγικά αποτελέσµατα 28. Προφανώς αυτή η εκτίµηση επικράτησε στις πολιτικές ελίτ της νεότερης Ο Γ. Στην άκρως ενδιαφέρουσα δική του προσέγγιση ο Czempiel τονίζει την µεγάλη σηµασία της ευρωπαϊκής ενσωµάτωσης, αλλά και των διεθνών παραµέτρων που καθόρισαν την πολιτική της Γερµανίας. Τονίζει ότι αφενός η Γερµανία έχει αναλάβει ευθύνες για τον εκδηµοκρατισµό των πολιτικών συστηµάτων της µεσανατολικής Ευρώπης και αφετέρου δεν µπορεί να περιοριστεί αποκλειστικά στην συνεργασία για την διατήρηση της ειρηνικής τάξης πραγµάτων στην Ευρώπη. Ο γερµανικός ρόλος είναι η δράση υπέρ της Ευρώπης αφενός και µία διεθνή πολιτική αφετέρου που αποσκοπεί στην ενεργή παρέµβαση για επίλυση συγκρούσεων ανά τον κόσµο, την αντιµετώπιση της οικονοµικής ανέχειας, την κοινωνική αδικία και την πολιτική καταπίεση. Προς τον σκοπό αυτό απαιτείται κατά τον Czempiel ενεργοποίηση κυρίως των οικονοµικών ελίτ, διότι οικονοµική διείσδυση αποτελεί το καλύτερο µέσον εκδηµοκρατισµού. 27 Hans W. Maull: Quo vadis, Germania? Aussenpolitik in einer Welt des Wandels,.In : Blätter für deutsche und internationale Politik 42-1997, 1245-1256 28 Harnisch Sebastian :Change and Continuity in post-unification german foreign policy. In; German Politics 10 (2001) σελ. 35-39 [14]
Εάν η Γερµανία επιδείξει µία τέτοια διεθνή δραστηριότητα κανείς δεν θα µπορέσει κατά τον Czempiel να κατηγορήσει την χώρα για τάσεις υπερδύναµης και πολιτικής ισχύος 29. Ο Czempiel τάσσεται κατά µίας αυτοδύναµης και αυτοσυνείδητης εξωτερικής πολιτικής της Γερµανίας και υπέρ µίας «civilizing foreign policy» η οποία θα υποχρέωνε την Γερµανία να δρα διεθνώς υπέρ του εκδηµοκρατισµού και κατά στρατιωτικών συγκρούσεων 30. Σε αντίθεση µε την λογική Czempiel η νεορεαλιστική άποψη στηρίζεται στην µεταβλητή πολιτικής ισχύος µε βάση την αντίληψη ότι η Γερµανία όλο και περισσότερο θα αναζητήσει την αυτονοµία της ( Autonomy seeking policy) και θα προσπαθήσει να αυξήσει την επιρροή της 31. O Link εάν και θιασώτης αυτής της άποψης, θέτει τον περιορισµό ότι εάν η Γερµανία επιδιώξει µεγαλύτερη αυτονόµηση η ισχύ της θα εξισορροπείται από τα πλαίσια της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Η φιλελεύθερη-ωφελιµιστική αντίληψη εστιάζεται κυρίως στο γεγονός ότι οι υπερεθνικοί δρώντες της Γερµανίας ενδιαφέρονται πρωτίστως στο να εξασφαλίσουν τα κεκτηµένα πλεονεκτήµατα και κέρδη τους και ενδεχοµένως να τα διευρύνουν, άρα η δράση τους θα είναι πολυµορφική στην κατεύθυνση αυτή. Τονίζεται ότι η οι µεταβολές στο εσωτερικό σκηνικό της χώρας επηρεάζουν άµεσα τις κατευθύνσεις εξωτερικής πολιτικής. Εάν δεν µεταβληθούν τα συµφέροντα των κύριων πολιτικών δρώντων στο εθνικό επίπεδο δεν µεταβάλεται και η εξωτερική πολιτική. Η φιλελεύθερη άποψη τάχθηκε ανεπιφύλακτα υπέρ της µείωσης της γερµανικής οικονοµικής συνεισφοράς προς την ΕΕ 32 Τέλος η κανονιστική αντίληψη αναφέρεται στο αξιακό σύστηµα κανόνων και υποστηρίζει την συνέχεια της γερµανικής εξωτερικής πολιτικής αλλά µε µεταβολές σε ειδικές περιπτώσεις. 29 Czempiel, Ernst-Otto:Determinanten zukünftiger deutscher Aussenpolitik.. Aus Politik und Yeitgeschichte 24-2000,σελ 18 30 στο ίδιο σελ 15 31 Link, Werner (2004), σελ 4. 32 Rittberger, Volker/ Freund, Cor;ina : Utilitarian liberal foreign policy, in Rittberger..s99-100 [15]
4. Οι ευρωπαϊκοί θεσµοί και η γερµανική ενοποίηση. Τα ερµηνευτικά µοντέλα που στηρίζονται αποκλειστικά στις υλικές και γεωπολιτικές συνιστώσες, δεν είναι σε θέση από µόνα τους να φωτίσουν επαρκώς τους πιθανούς στρατηγικούς στόχους της γερµανικής εξωτερικής πολιτικής καθώς και τον τόπο υλοποίησης τους. Η συνέχεια ή ασυνέχεια πολιτικών συνδέεται αναπόσπαστα µε µία σειρά µη υλικών παραγόντων όπως π χ την γερµανική ταυτότητα. Ενώ οι περισσότεροι αναλυτές συνηγορούν µε την άποψη ότι υφίσταται µία συνέχεια γερµανικής εξωτερικής πολιτικής,αυτό δεν σηµαίνει ότι δεν υπάρχουν µετατοπίσεις στην κατεύθυνση µίας περισσότερο αυτοδύναµης παρουσίας της Γερµανίας στην διεθνή πολιτική σκηνή. Στην γερµανική πάντως περίπτωση διαδραµάτισαν οι θεσµοί κεντρικό ρόλο στην διαµόρφωση µίας γερµανικής ταυτότητας η οποία επέδρασε µαζί µε τον διεθνή περίγυρο στην συγκρότηση και υλοποίηση εξωτερικών πολιτικών. Όπως τονίζει ο Katzenstein οι θεσµοί είναι κανονιστικό πλαίσιο αναφοράς το οποίο συγκροτεί και διαµορφώνει πολιτικούς, κοινωνικούς και οικονοµικούς δρώντες και προσφέρει ένα σετ κανόνων µέσω του οποίου το κύρος και η υπόληψη των δρώντων αποκτάει νόηµα και αξία 33. Η γερµανική ταυτότητα µε την σηµερινή µορφή της είναι ιστορικά σχετικά πρόσφατη. Προέκυψε µέσα από την αναχαίτιση του γερµανικού εθνικισµού και µιλιταρισµού λόγω της απόλυτης ήττας στον 2 ο παγκόσµιο πόλεµο και διαµορφώθηκε πάνω στην αντίθεση µε αυτόν 34. Ο εκδηµοκρατισµός της πολιτικής κουλτούρας µετά το κίνηµα του 1968, η µακρόβια συζήτηση περί συλλογικής ευθύνης για τα εγκλήµατα του ναζισµού και το Holaocaust συνέβαλαν στην πολιτισµική επεξεργασία της αυταρχικής παράδοσης του παρελθόντος. Τον πιο ουσιαστικό όµως ρόλο έµελλε να παίξει το γερµανικό σύνταγµα που καθιερώθηκε µετά την λήξη του πολέµου τις 23/05/1949. ίνοντας προτεραιότητα στην αξιοπρέπεια του ανθρώπου, στα ανθρώπινα δικαιώµατα και στο κοινωνικό κράτος δικαίου δηµιούργησε προϋποθέσεις διάχυσης 33 Katzenstein,P J ( 1979), σελ 12 34 Hyde-Price, A ( 2000), σελ 39 [16]
της ηµοκρατίας σε θεσµούς, σε επιµέρους νοµοθετικά πλαίσια και στην δράση των πολιτικοκοινωνικών δρώντων. Το απαράβατο των ανθρωπίνων δικαιωµάτων αποτέλεσε ανώτατη αρχή συγκρότησης του νέου κράτους, ενώ µέσω της πρόβλεψης ενός συνταγµατικού δικαστηρίου µε ευρείες αρµοδιότητες διασφαλίστηκαν εκείνες οι απαραίτητες εγγυητικές προϋποθέσεις που είναι απαραίτητες για την απρόσκοπτη λειτουργία ενός δηµοκρατικού πολιτεύµατος. Με το άρθρο 20 παρ. 1 του συντάγµατος η Γερµανία αυτοπροσδιορίστηκε ως δηµοκρατικό και κοινωνικό οµοσπονδιακό κράτος δικαίου. Κατοχυρώθηκαν δηλαδή ταυτόχρονα η αρχή της ηµοκρατίας, η αρχή του ρεπουµπλικανισµού και η αρχή της κοινωνικής υφής του κράτους 35. Η κοινωνική πολιτική προς όφελος των κοινωνικά αδύναµων συνάγεται ως εκ τούτου από το ίδιο το σύνταγµα και ακολουθήθηκε λιγότερο ή περισσότερο από όλες τις γερµανικές κυβερνήσεις ανεξαρτήτως ιδεολογικής κατάταξης 36. Το σύνταγµα λειτούργησε µε τον τόπο αυτό ως µηχανισµός εσωτερικής ενσωµάτωσης και κοινωνικοποίησης και καθόρισε τις οριζόντιες σχέσεις µεταξύ των πολιτών βάση ρεπουµπλικανικών αρχών και όχι βάση «εθνικών 37» Βάση των παραπάνω αρχών οικοδοµήθηκε κλιµακωτά µια νέα ποιοτική σχέση εµπιστοσύνης µεταξύ κράτους και πολιτών και µία νέα υπερηφάνεια των γερµανών πολιτών για την νέα υπόσταση που απέκτησαν. Το φαινόµενο αυτό χαρακτηρίστηκε από τον Dolf Sternberger στα τέλη του 1970 ως «συνταγµατικός πατριωτισµός» 38. Με σηµείο αναφοράς το «Αµερικανικό µοντέλο» ο Sternberger προσπάθησε να αναπροσδιορίσει την έννοια του πατριωτισµού για τα δεδοµένα της Ο Γ. εδοµένου ότι κάθε είδος εθνικού προσδιορισµού είχε καταστεί απαράδεκτος στην µεταπολεµική Γερµανία και δεδοµένου του χωρισµού του Γερµανικού έθνους σε δύο κρατικές οντότητες, ο Sternberger έβλεπε στο σύνταγµα ως µόνο θεµέλιο εθνικής πίστης και προσήλωσης προς την Ο Γ. 35 Tiederrmann, P ( 2003), σελ. 1 36 στο ίδιο σελ 17 37 Offe, C (1998), σελ 1, 3 38 Sternberger, D (1979).σελ 5-22 [17]
Χρησιµοποιώντας το παράδειγµα της Αµερικής αλλά και της µεταπολεµικής γερµανικής πραγµατικότητας, ο Sternberger υποστήριξε το εύλογο επιχείρηµα ότι και µία «πολιτειακή ιδεολογία» και όχι µόνο το στοιχείο εθνικής καταγωγής, είναι δυνατόν να αποτελέσει την συνδετική ύλη ενός έθνους 39. Την δεκαετία του 1990 0 J. Habermas 40 χρησιµοποιώντας τον ίδιο όρο του «συνταγµατικού πατριωτισµού» ανέπτυξε το επιχείρηµα ότι οι Γερµανοί µετά το Auschwitz έχασαν κάθε δικαίωµα προσδιορισµού της ταυτότητας τους εκτός των συνταγµατικά καθορισµένων ορίων. Ως εκ τούτου απέκτησαν σταδιακά µία µεταεθνική ταυτότητα καθορισµένη από πολιτικούς όρους συλλογικότητας. «Με εκείνη την θεµελιώδη τοµή της συνέχειας, οι Γερµανοί απώλεσαν την δυνατότητα να στηρίξουν την πολιτική ταυτότητα τους σε κάτι άλλο από τις οικουµενικές κρατικοδικαιακές αρχές 41». Ο Habermas πηγαίνοντας ένα βήµα παραπέρα µετέφερε το µοντέλο συνταγµατικού πατριωτισµού πάνω στην διαδικασία Ευρωπαϊκής ενοποίησης. Κατά την άποψη του το κοινοτικό µοντέλο εθνικής οντότητας δεν χωράει την ποικιλοµορφία της Ε Ε και ότι αποτελεί αντίφαση στην ανηλειµένη υποχρέωση της να προστατέψει την ποικιλοµορφία από συγκεντρωτικές και τυποποιητικές τάσεις. Κατά τον Habermas οι πολίτες µπορούν και οφείλουν να διατηρήσουν την εθνοτική τους ταυτότητα κατά την διάρκεια οικοδόµησης µίας Ευρωπαϊκής πολιτικής κοινωνίας, εφόσον ασπάζονται τις συνταγµατικές αξίες και είναι διαθέσιµοι να αξιολογήσουν την εθνοτική τους παράδοση µέσα από το πρίσµα των συνταγµατικών αξιών 42. Ο Habermas στήριξε το επιχείρηµα του στην έννοια του «κράτους πολιτών» όπως αυτό συνδέθηκε µε την Γαλλική επανάσταση, χρησιµοποίησε όµως τα παραδείγµατα της Αµερικής και της Ελβετίας ως πρακτικά και ιστορικά επιτυχηµένα µοντέλα που συγκροτήθηκαν πάνω σε µία δηµόσια φιλοσοφία τυποποιηµένη σε σύνταγµα 43. 39 στα ίδια 40 Habermas, J (1990), σελ 219-239 41 στο ίδιο σελ 219 42 στο ίδιο, σελ 4-12 43 στο ίδιο [18]
Ιδιαίτερα η αµερικανική εµπειρία αποτελεί για τον Habermas πρότυπο µοντέλο συνταγµατικού πατριωτισµού και υπόδειγµα προς µίµηση για την δηµιουργία µιας ευρωπαϊκής υπερ-εθνικής πολιτείας. Η εµπειρία «συνταγµατικού πατριωτισµού» υπήρξε πάντως καθοριστική για την µεταπολεµική Ο Γ. Βάση αυτής συγκροτήθηκε η δηµοκρατική της πολιτική κουλτούρα. Κάτι ανάλογο όµως δεν ίσχυσε για την Λ Γ. Μετά το τέλος του πολέµου η Γερµανία εξήλθε διχασµένη από το ναζιστικό καθεστώς. Η δυτική πλευρά ενσωµατώθηκε πολιτικά και κοινωνικά βάση έλλογων κανόνων και νόµων και οι πολίτες της διαπαιδαγωγήθηκαν αναλόγως. Επανέκτησαν την εµπιστοσύνη στον εαυτό τους και στο κράτος, αντιλαµβανόµενοι ευθύνες, καθήκοντα αλλά και δικαιώµατα που έχουν στην ηµοκρατία. Παράλληλα η διάχυση της ευηµερίας λόγω του οικονοµικού θαύµατος σφυρηλάτησε ακόµη περισσότερο την αυτοπεποίθηση των υτικογερµανών και την πίστη τους στην ηµοκρατία. Αντιστρόφως στην Λ Γ η παντοδυναµία του κράτους, η κατάργηση πολιτικών ελευθεριών και η ισοπέδωση του δηµόσιου βίου δεν επέτρεψε την καλλιέργεια δηµοκρατικών αξιών και κανόνων. Η υποταγή των πολιτών υπό την καθολική επιστασία της Stasi ( υπηρεσία κρατικής ασφαλείας) ανταλλάχτηκε µε την κάλυψη βασικών βιοποριστικών αγαθών. Αυτό το έλλειµµα «δηµοκρατικής πολιτικής κουλτούρας» που µετέφεραν µαζί τους οι ανατολικογερµανοί στην διαδικασία και πορεία της γερµανικής ενοποίησης είναι ο κυριότερος λόγος εκτός των οικονοµικών και κοινωνικών ασυµµετριών, για την διαφορά που επικρατεί στις δύο Γερµανίες. Άλλωστε τα υψηλά ποσοστά ακροδεξιών πολιτικών κοµµάτων στην ανατολική Γερµανία και η αναβίωση παραδοσιακών «σοσιαλιστικών» ιδανικών αποτελούν ενδείξεις Για του παραπάνω λόγους ο Offe συµπεράνει ότι η απλή µεταφορά των δηµοκρατικών θεσµών στην ανατολική Γερµανία δεν ήταν δυνατόν να οδηγήσει στα αναµενόµενα αποτελέσµατα εφόσον αυτοί δεν αντιστοιχούσαν στον εµπειρικό κόσµο των ανατολικογερµανών. [19]
Η περιχαρακωµένη «µη πολιτική» κοινωνία της Λ Γ µετασχηµατίστηκε κατά τον Offe σε µία αποδιοργανωµένη κοινωνία χαρακτηρισµένη από βία και έλλειµµα αλληλεγγύης 44. Το δηµοκρατικό έλλειµµα τονίζεται σχεδόν από όλους τους νεότερους στοχαστές, µεταξύ άλλων και από την Noelle-Neumann η οποία στηρίζεται µάλιστα σε εµπειρικά στοιχεία 45. Περί δυαδικότητας της κοινωνίας στα πλαίσια ενός ενωµένου κράτους η οποία εκφράζεται µέσω δύο υπο-κοινωνιών, δύο εκ διαµέτρου διαφορετικών συλλογικών ταυτοτήτων κάνουν λόγο οι Koch και Cavalli, κάτι που σχετίζεται µε την διαφορετική ιστορική πορεία των δύο Γερµανιών µετά τον 2 ο παγκόσµιο πόλεµο έως το 1990 46. Πέραν του στοιχείου δηµοκρατικής πολιτικής κουλτούρας, η πρόσδεση της Ο Γ στους ευρωατλαντικούς θεσµούς υπήρξε καθοριστική για την διαµόρφωση µίας διεθνοποιηµένης γερµανικής συλλογικής ταυτότητας. Μετά το 1989 δεν υπήρξε ουσιαστική µεταστροφή ως προς την διεθνή, κυρίως ευρωπαϊκή κατεύθυνση Γερµανικής πολιτικής. Το Μάαστριχτ αποτέλεσε την συνέχεια της αναγκαίας οριοθέτησης ή πρόσδεσης της αναβαθµισµένης Γερµανικής ισχύος στις ευρωπαϊκές δοµές. Ο Katzenstein µάλιστα χαρακτήρισε το Μάαστριχτ ως σύνοδο διεθνοποίησης της Γερµανίας 47 Η γερµανική ενοποίηση ωστόσο έφερε στο φως µία σειρά νέων ερωτηµάτων σχετικά µε την µελλοντική πορεία του συνολικού εξευρωπαϊσµού της γερµανικής πολιτικής κοινωνίας. Ενώ η κρατική οντότητα της χώρας είχε αλλάξει µορφή, οι πολιτικές ελίτ της Ο Γ παρέµειναν ενταγµένες στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι 48. Οι εσωτερικοί θεσµοί και η εξευρωπαϊσµένη ταυτότητα παρέµειναν παράγοντες κλειδιά της γερµανικής εξωτερικής πολιτικής. Ως εκ τούτου δεν προέκυψαν σηµαντικές ρήξεις στον διάλογο περί «εθνικών συµφερόντων» εντός της Ε Ε 49. 44 Οffe, C ( 1994), σελ 29-35 45 Noelle-Neumann, E (1995), σελ 5 46 Reissig, W ( 1998), σελ 12 47 Katzenstein, P (1997), σελ 26 48 Banchoff, T ( 1999), σελ 282 49 Katzenstein, P (1997),σελ 26 [20]
Βεβαίως όµως προέκυψε ζήτηµα πολιτικής, οικονοµικής, πολιτικής και πολιτισµικής υστέρησης του εκσυγχρονισµού και εξευρωπαϊσµού της ανατολικής Γερµανίας κάτι που πυροδότησε συγκρούσεις κυρίως εντός της χώρας. Πάνω στο έως σήµερα ισολογισµό της γερµανικής ενοποίησης συγκρούονται η κυρίαρχη αντίληψη του εκσυγχρονισµού και η «κριτική» προσέγγιση του συµπεριφορισµού 50. Η πρώτη άποψη υποστηρίζει ότι ο εξευρωπαϊσµός και εκσυγχρονισµός της ανατολικής Γερµανίας, διαδραµατίστηκε µε σχετικά γρήγορους ρυθµούς και είχε αναλόγως των περιστάσεων επιτυχή έκβαση. Η καθιέρωση του πλουραλιστικού δηµοκρατικού συστήµατος και του οµοσπονδιακού µοντέλου εκτιµάται ως αποτελεσµατική, επίσης η ταχύρυθµη υιοθέτηση του ευρωπαϊκού νοµικούκανονιστικού πλαισίου. Άλλωστε το τελευταίο ίσχυσε άµεσα στα νέα κρατίδια, αµέσως µετά την ενοποίηση. Το θεσµικό νοµοθετικό πλαίσιο της Ε Ε σχετικά µε το εξωτερικό εµπόριο, τους δασµούς, τις κατευθυντήριες γραµµές εναρµόνισης και σύγκλισης, τις διατάξεις περί διακίνησης κεφαλαίου, υπηρεσιών και εργασίας καθώς και τα νοµοθετικά πλαίσια περί ανταγωνισµού και ελεύθερης εγκατάστασης κ λ π. τέθηκαν άµεσα σε ισχύ 51. Θετικά αξιολογείται επίσης από την εκσυγχρονιστική σχολή η διεύρυνση του πολιτικού πεδίου σε σχέση µε τα δεδοµένα του «υπαρκτού σοσιαλισµού», µε την έννοια ότι η αρχή της ηµοκρατίας, νοητή ως πολυµορφία κοµµατικών σχηµατισµών, ελευθερία λόγου και ελευθερία τύπου και επικράτησε και διαχύθηκε ευρέως 52. Η ίδια σχολή σηµειώνει και σηµαντική πρόοδο στον τοµέα υλικής ευηµερίας, παρότι υφίστανται ακόµη σηµαντικές αποκλίσεις µεταξύ των ανατολικών και δυτικών κρατιδίων 53. Στον τοµέα σταθερότητας των θεσµών και των εξισορροπητικών τους ικανοτήτων σηµειώνεται επίσης µεγάλη πρόοδο, κάτι που φαίνεται από την επιτυχή διαδικασία κάλυψης θεσµικών ρόλων, κατανοµής πόρων και την εγκατάσταση κανονιστικού πλαισίου για τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων και διαχείρισης κρίσεων 54 50 Reissig, R ( 1998), σελ 1 51 Toepel, K/ Weise, C (2000), σελ 180-85 52 Reissig, W (1998), σελ 2-6 53 στο ίδιο σελ 9 54 στο ίδιο σελ 11 [21]
Ορισµένοι συγγραφείς όπως µεταξύ άλλων οι Wiesenthal / Lembruch/Zapf/ Hradil σηµειώνουν την µοναδικότητα του ανατολικογερµανικού εγχειρήµατος σε σχέση µε άλλες κοινωνίες µετάβασης του τέως ανατολικού µπλόκ 55. Παρά την γενικά αισιόδοξη εκτίµηση της εκσυγχρονιστικής σχολής όσον αφοράει την σταθερότητα της κλιµακούµενης πορείας µετασχηµατισµού, κρίνει ως προβληµατικό το ζήτηµα ελλειµµατικής αποδοχής και συνειδησιακής θεµελίωσης του εξευρωπαϊσµού και εκσυγχρονισµού στον πληθυσµό των ανατολικών κρατιδίων 56. Επισηµαίνει επίσης σηµαντικά προβλήµατα κυβερνησιµότητας της πορείας µετασχηµατισµού. Οι επικριτές της ενοποίησης τόνιζαν από την µεριά τους, ότι η πρόγνωση αυτοδύναµης οικονοµικής ανάπτυξης των νέων κρατιδίων δεν επιβεβαιώθηκε κάτι που δεν αναµένεται ούτε στο εγγύς µέλλον 57. Πέραν τούτου εντοπίζονται µεγάλες αποκλίσεις του βιοτικού επιπέδου από τα δυτικά κρατίδια και ένα ανοίκειο προς τις προσλήψεις των ανατολικογερµανών θεσµικό πλαίσιο 58 Ως εµπειρικά στοιχεία η άποψη αυτή αναφέρει την εικόνα εγκατάλειψης που παρουσιάζει η οικονοµία στα ανατολικά κρατίδια, την υψηλή ανεργία η οποία σε πολλές περιοχές ξεπερνάει το 25%, τον κατακερµατισµό της αγοράς εργασίας, την εγκατάλειψη ολόκληρων πόλεων κ λ π. Οι παραπάνω παράγοντες ευθύνονται κατά την άποψη των συµπεριφοριστών για την ελλειµµατική αποδοχή της νέας πολιτικής τάξης πραγµάτων από τους ανατολικογερµανούς και για την σταδιακή φθορά του κύρους της Ε Ε στις συνειδήσεις τους. 59 Η ευθραυστότητα και ο κατακερµατισµός της τοπικής οικονοµίας και κοινωνίας αντιµετωπίστηκε µέχρι σήµερα µόνο λόγω των υψηλών ενισχύσεων από την δυτική Γερµανία και την Ε Ε. Οι κριτικές προσεγγίσεις συµπεραίνουν ότι η Γερµανία βρίσκεται ακόµη πολύ µακριά από την εσωτερική της ενοποίηση και ταξινοµούν την ανατολική της πλευρά ως ξεχωριστό επικοινωνιακό, κοινωνικό και πολιτικό δηµόσιο χώρο δράσης. 55 στο ίδιο σελ 14 56 Bulmahn, T (2000), σελ 29-37 57 στο ίδιο 58 στο ίδιο 59 Reissig, W (1998), σελ 9 [22]
Ανεξάρτητα πως θα αξιολογηθεί η γερµανική ενοποίηση οι περισσότερες προσεγγίσεις παραβλέπουν ότι ο ανατολικογερµανικός πληθυσµός δεν κοινωνικοποιήθηκε υπό την επίδραση ενός διάχυτου συνταγµατικού πατριωτισµού και ενός ενδελεχούς εξευρωπαϊσµού του πολιτικού πεδίου. Ευλόγως λοιπόν παρουσιάζεται µία υστέρηση πολιτικής κουλτούρας για τη αναίρεση της οποίας όχι µόνον χρόνος απαιτείται αλλά και ενεργές πολιτικές. Μονοδιάστατες προσεγγίσεις που τονίζουν µόνον την µία η την άλλη πτυχή της ενοποίησης στην ουσία απαλλάσσουν τους πολιτικούς δρώντες από µια ενεργητικότερη πολιτική παρέµβαση στην κατεύθυνση ενός νέου ρεύµατος συνταγµατικού πατριωτισµού» συνδεδεµένου µε την ευρωπαϊκή ενοποίηση. Ένα τέτοιο ρεύµα ενδεχοµένως θα επιδρούσε όχι µόνο διαπαιδαγωγώντας εκ νέου τον πληθυσµό βάση ρεπουµπλικανικών αξιών, αλλά θα αποτελούσε και γεφύρωµα µεταξύ των δύο Γερµανιών. Η φθίνουσα αποδοχή της Ε Ε στα ανατολικά κρατίδια όντως υφίσταται, δεν πρέπει όµως να υπερεκτιµηθεί. Άλλωστε είναι αποδεδειγµένο ότι όσο πιο ευνοϊκές είναι οι εσωτερικές οικονοµικές συνθήκες µίας χώρας ή περιοχής, τόσο υψηλότερα είναι τα επίπεδα αποδοχής της Ε Ε 60. Η εθνική και εσωτερική διαµεσολάβηση είναι σηµαντική διότι αφενός επηρεάζει την αποτίµηση του ρόλου και των λειτουργιών της Ε Ε Και αφετέρου τις δοµές πρόσληψης της ευρωπαϊκής πολιτικής, ιδιαίτερα σε τοµείς για τους οποίους οι πολίτες έχουν συγκεχυµένες πληροφορίες 61 Εφόσον η Ε Ε αποδεδειγµένα το πρώτο διάστηµα µετά την γερµανική ενοποίηση είχε υψηλή αποδοχή 62 στα ανατολικά κρατίδια και στην συνέχεια τα όργανα της κοινότητας έδρασαν µε ιδιαίτερο ζήλο για την επίτευξη σύγκλισης και κοινωνικής δικαιοσύνης, είναι λογικό να υποθέσουµε ότι παράγοντες εθνικής πολιτικής επηρέασαν σε αρνητική κατεύθυνση όσον αφορά την αποδοχή της Ε Ε 63. Εποµένως η αρνητική εικόνα που έχουν πρόσκαιρα κάποιες πληθυσµιακές οµάδες για την Ε Ε, δεν αποτελεί στοιχείο της ταυτότητας τους και µε τις κατάλληλες εθνικές πολιτικές ανατρέπεται. 60 Λάβδας, Κ (2004), σελ 240 61 στο ίδιο σελ 246 62 Toepel,K/Weise, C ( 2000), σελ 189 63 στο ίδιο, σελ 190 [23]
Το ευρωπαϊκό αξιακό πλαίσιο και η διαπολιτισµική επαφή στα πλαίσια της Ε Ε θα µπορούσαν µε την κατάλληλη εθνική διαµεσολάβηση να αποβούν πλεονέκτηµα στην προσέγγιση µεταξύ των δύο γερµανικών κοινοτήτων. Ο εξευρωπαϊσµός ως διάσταση συνακολούθως θα ανέτρεπε ενδεχοµένως την διάχυτη µειονεκτικότητα που αισθάνονται οι ανατολικογερµανοί έναντι των δυτικογερµανών, διότι τους επιβλήθηκε κάτι θεσµικά µη οικείο. Σε κάθε περίπτωση πάντως πρέπει να υποθέσουµε ότι τα προβλήµατα της γερµανικής ενοποίησης επηρεάζουν σηµαντικά την δυναµική της γερµανικής εξωτερικής πολιτικής λόγω µεγαλύτερης εσωστρέφειας των κεντρικών πολιτικών δρώντων, και λόγω των µεγάλων οικονοµικών δαπανών υπό συνθήκες οικονοµικής ύφεσης. Το Profil της Γερµανίας ως οικονοµικής υπερδύναµης έχει υποστεί ρωγµές, κάτι που παράλληλα σηµατοδοτεί µειωµένη διαπραγµατευτική δύναµη στην διεθνή πολιτική σκηνή. [24]
5. Ο αναπροσδιορισµός της γερµανικής εξωτερικής θέσης µετά την ενοποίηση Μετά την ενοποίηση της η Γερµανία αναµφισβήτητα απέκτησε µία νέα «ταυτότητα» εξωτερικής πολιτικής η οποία σχετίζεται µε µία σειρά παραµέτρων που θα µπορούσαν να συνοψιστούν σε τέσσερα κεντρικά σηµεία: -Η Γερµανία επανέκτησε την κεντρική της γεωγραφική θέση, η οποία σε συνδυασµό µε το οικονοµικό και πολιτικό δυναµικό της χώρας αναβάθµισε την συνολική ισχύ της. Λόγω όµως της παράλληλης πρόσδεσης προς τα δυτικά, η θέση αυτή χαρακτηρίζεται µάλλον ως πολυµερής 64. -Το κέντρο βάρος της Γερµανίας µετακινήθηκε βορειανατολικά Η µεταφορά της πρωτεύουσας και της κυβερνητικής έδρας από την Βόννη στο Βερολίνο δεν είχε µόνο συµβολική σηµασία αλλά ήταν ένδειξη προσπάθειας αναπροσαρµογής στα νέα δεδοµένα. -Η κατάργηση του Μάρκου υπέρ του Ευρώ σήµαινε παράλληλα την αναίρεση ενός εθνικού συµβόλου ευηµερίας στην µεταπολεµική Γερµανία, κάτι που δεν έµεινε χωρίς αρνητικές συνέπειες για την αποδοχή της Ε Ε από τον δυτικογερµανικό πληθυσµό. -Η αλλαγή γενιάς στην διαχείριση κρατικών υποθέσεων και εξωτερικής πολιτικής, εκφράστηκε κατά τον καλύτερο τρόπο µε τους Gerhard Schröder, Joschka Fischer και Otto Schilly oi οποίοι ανήκαν όλοι στην µεταπολεµική γενιά και στην παράδοση του κινήµατος του 1968. Οι πολιτικοί της νέας γενιάς δεν άλλαξαν τις κεντρικές κατευθύνσεις γερµανικής εξωτερικής πολιτικής και διατήρησαν την συνέχεια 65, ωστόσο όµως µετατόπισαν το κέντρο βάρους της προς µία ήπια µορφή ισχυρότερης παρουσίας. Χαρακτηριστικό είναι ότι η κυβέρνηση Schröder τόνιζε την σταθερότητα του ιστορικού τόπου γερµανικής εξωτερικής πολιτικής και µετά την γερµανική ενοποίηση και συνέδεε τις πολιτικές της µε την πορεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, δεν 64 Hyde-Price, A (2000), σελ 557 65 Link, W ( 2004),σελ 3 [25]
παρέλειπε όµως να τονίζει ότι ο εκσυγχρονισµός εξωτερικής πολιτικής σηµαίνει µία πολιτική πεφωτισµένου ιδιοσυµφέροντος. Η Γερµανία καλά θα κάνει έλεγε ο Schröder να δει το εαυτό της ως µεγάλη δύναµη στην Ευρώπη όπως το κάνουν και πολλές γειτονικές χώρες και να αναπροσαρµόσει την εξωτερική της πολιτική αναλόγως 66. Με την Βόννη ως πρωτεύουσα αγκυροβολήθηκε η ηµοκρατία στην Γερµανία. Η µεγαλύτερη πρόκληση για την ηµοκρατία του Βερολίνου παραµένει η διαχείριση της νέας ισχύος µε υπευθυνότητα και σύνεση. Σε κάποιες περιπτώσεις αυτό αµφισβητήθηκε έντονα όχι µόνο από αντιπάλους της κυβέρνησης Schröder. Στο Kosovo για πρώτη φορά στην µεταπολεµική ιστορία ενεπλάκη γερµανικός στρατός ενάντια σε κυρίαρχη χώρα. Για πρώτη φορά «αριστερή» κυβέρνηση µετά το 1918 έστειλε στρατιώτες σε πόλεµο 67. Για τον λόγο αυτό το Κosovo οριοθετήθηκε ως τοµή στην νεότερη ιστορία γερµανικής εξωτερικής πολιτικής 68. Όσον αφοράει την άρνηση της Γερµανίας να συµµετάσχει στην επέµβαση στο Irak, αυτή ερµηνεύτηκε από πολλούς στα πλαίσια της γερµανο-γαλλικής προσέγγισης ως προσπάθεια σταδιακής ευρωπαϊκής αυτονόµησης από τον ατλαντικό άξονα 69. 66 Schröder, G (1999), σελ 395 67 Hyde-Price, A (2000), σελ 5 68 Hellmann, G (1999), σελ 838 69 Φιρεγκερ, Μ (2005), σελ 1-4 [26]
6. Γερµανική ισχύς και Ευρώπη Μετά το τέλος του ευρωπαϊκού διχασµού τα όλα τα ευρωπαϊκά κράτη βρέθηκαν αντιµέτωπα µε το ερώτηµα τι είδους ισχύ διαθέτουν. Για κανένα άλλο κράτος το ερώτηµα αυτό δεν ήταν τόσο δύσκολο όσο για την Γερµανία 70. Το ζήτηµα προσδιορισµού ισχύος για την ενωµένη Γερµανία στα πλαίσια του ευρωπαϊκού πλέγµατος εµπλέκεται µε την ασαφή σχέση της ως προς αυτό στην µεταπολεµική περίοδο 71. Από τον χαρακτήρα της γερµανικής διπλωµατίας δεν δύνανται να συναχτούν σαφείς ενδείξεις για το µέγεθος της γερµανικής ισχύος εντός του ευρωπαϊκού πεδίου. Οι Simon Bulmer και William Patterson περιγράφουν την Γερµανία ως gentle giant στο διπλωµατικό πεδίο 72. Κατά την άποψη τους η γερµανική διπλωµατία µετά το 1990 χαρακτηρίζεται από µία προσπάθεια επικάλυψης της πραγµατικής ισχύος που διαθέτει η Γερµανία ως µεγαλύτερο κράτος µέλος της ΕΕ. Όχι µόνο η επίσηµη διπλωµατία του Βερολίνου, αλλά και ιδιωτικοί δρώντες, επενδυτές, εταιρείες καθώς και ο κόσµος του πνεύµατος και του πολιτισµού συνθέτουν ένα πολύπλοκο δίκτυο επιρροής το οποίο επιδρά καθοριστικά στην ευρωπαϊκή πορεία ολοκλήρωσης Η ισχύς ενός υπερεθνικού δρώντος εντοπίζεται κατά τον Lübkemeier βάση των «πόρων και του δυναµικού» που διαθέτει 73. Κατά τον Kaiser η Γερµανία είναι η ισχυρότερη σε πόρους χώρα της δυτικής Ευρώπης 74. Εποµένως όσο περισσότερο διαπλέκεται η Γερµανία µε την Ε Ε, τόσο περισσότερο µεγαλώνει το πεδίο δράσης της αλλά παράλληλα εµποδίζεται ένας ηγεµονικός της ρόλος απέναντι στις άλλες χώρες µέλη. Από την άλλη πλευρά, η Γερµανία δεν υπερέχει έναντι άλλων χωρών στρατιωτικά διότι δεν διαθέτει πυρηνικά όπλα. Από την εξέχουσα οικονοµική θέση της Γερµανίας δεν συνάγονται εύκολα απόλυτες απαιτήσεις κυριαρχίας. 70 Garton Ash, T ( 1995), σελ 557 71 Markovits, A S/ Reich, S ( 1998), σελ 326 72 Bulmer, S/ Paterson W ( 1996), σελ 32 73 Lübkemeier, E (1998), σελ 11 74 Kaiser, Κ (1995), σελ 8 [27]
Κάθε προσπάθεια σε µία τέτοια κατεύθυνση θα επηρέαζε αρνητικά εξαγωγές τις και εποµένως θα αποδυνάµωνε την χώρα 75. Κατά ορισµένους Αµερικάνους συγγραφείς η εµπορική και νοµισµατική υπεροχή της Γερµανίας,της εξασφαλίζει την οικονοµική κυριαρχία στην Ευρώπη 76. Κατά την ίδια άποψη η Γερµανία δεν επιχειρεί προγραµµατισµένα να επικυριαρχήσει οικονοµικά αλλά στοχεύει περισσότερο στην οικονοµική και πολιτική σταθεροποίηση κεντροανατολικών κρατών και την αποφυγή εισαγωγής πληθωρισµού. Με την στάση αυτή συνδυάζονται και οι θέσεις της χώρας όσον αφοράει τις αλλεπάλληλες διευρύνσεις της Ε Ε οι οποίες κατ ουσία µειώνουν την γερµανική βαρύτητα, αλλά δεν καταργούν το δυναµικό ισχύος που διαθέτει. Η ισχύ της Γερµανίας δεν εντοπίζεται στους «σκληρούς πόρους» (hard resources) ή στην στρατιωτική δύναµη, αλλά περισσότερο στην δυνατότητα να θέτει προτεραιότητες και να περιορίζει της εναλλακτικές δυνατότητες δράσης των γειτόνων της 77. Εποµένως η Γερµανία είναι εξοπλισµένη µε «ήπια δύναµη» (soft power) δηλαδή οικονοµική, πολιτισµική επιρροή και µια στρατηγικά σηµαντική κεντρική θέση. Η δηµοκρατική Γερµανία προτίµησε εξ αρχής την πολυµερή συνεργασία ( exaggerated multilateralism) και πρόκρινε πάντοτε µία βασισµένη σε αυτήν την αρχή εµβάθυνση και διεύρυνση της Ε Ε 78. Οι επιφυλάξεις των ευρωπαϊκών εταίρων έναντι της γερµανικής ενοποίησης ανάγκασαν την γερµανική διπλωµατία να χειρίζεται υποθέσεις πολύ προσεκτικότερα για να διαλυθούν οι φοβίες. Ταυτόχρονα όµως οι οικονοµικές επιπτώσεις της ενοποίησης ανάγκαζαν τους διαπραγµατευτικούς ηγέτες της Γερµανίας να παίρνουν όλο και περισσότερο σκληρότερες διαπραγµατευτικές θέσεις στο ευρωπαϊκό επίπεδο 79. Το φαινόµενο αυτό συνδυασµού ήπιας δύναµης και σκληρών διαπραγµατευτικών θέσεων ερµηνεύεται ως µεταβολή της γερµανικής στρατηγικής σε επίπεδο Ε Ε η οποία οφείλεται κυρίως στις επιπτώσεις της γερµανικής ενοποίησης. 75 Lübkemeier, E (1998), σελ 22 76 Μarkovits, AS/ Reich, S ( 1998), σελ 19 77 στο ίδιο 78 Anderson, J ( 1997), σελ 85 79 στο ίδιο, σελ 106 [28]