Μοντέλα ηγεσίας διευθυντών και προσέγγιση διαπολιτισμικής αγωγής σε δημοτικά σχολεία της Κύπρου



Σχετικά έγγραφα
Εισαγωγή. ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: Κουλτούρα και Διδασκαλία

Eπιμορφωτικό σεμινάριο

International Conference Quality and Equity in Education: Theories, Applications and Potentials

Στόχοι και κατευθύνσεις στη διαπολιτισμική εκπαίδευση

Σωτήρης Τοκαμάνης Φιλόλογος ΚΕ.Δ.Δ.Υ. Ν. Ηρακλείου Διαπολιτισμική εκπαίδευση: σύγχρονη ανάγκη

Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΗΓΕΤΙΚΟΥ ΣΤΥΛ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑΣ ΣΤΙΣ ΕΠΔΟΣΕΙΣ ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ ΤΩΝ ΔΗΜΟΤΙΚΩΝ ΣΧΟΛΕΙΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

ΚΕ 800 Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης (κοινωνικοποίηση διαπολιτισμικότητα)

Θέμα ποσοτικής εργασίας 1: «Η Διαπολιτισμική Επάρκεια και Ετοιμότητα των Διευθυντών Σχολικών Μονάδων της Α/βάθμιας Εκπαίδευσης στο σημερινό σχολείο»

Η διαπολιτισμική διάσταση των φιλολογικών βιβλίων του Γυμνασίου: διδακτικές προσεγγίσεις

Πολυπολιτισμικότητα και Εκπαίδευση

Συνεργασία Παιδαγωγικού Ινστιτούτου με τα σχολεία Μέσης Εκπαίδευσης

Στυλιανός Βγαγκές - Βάλια Καλογρίδη. «Καθολικός Σχεδιασμός και Ανάπτυξη Προσβάσιμου Ψηφιακού Εκπαιδευτικού Υλικού» -Οριζόντια Πράξη με MIS

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ & ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΕΚΤΙΚΟΤΗΤΑ & ΤΟ ΣΕΒΑΣΜΟ ΤΗΣ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟΤΗΤΑΣ

Μεθοδολογία Έρευνας Διάλεξη 1 η : Εισαγωγή στη Μεθοδολογία Έρευνας

Διήμερο εκπαιδευτικού επιμόρφωση Μέθοδος project στο νηπιαγωγείο. Έλενα Τζιαμπάζη Νίκη Χ γαβριήλ-σιέκκερη

ρατσισμού και της μισαλλοδοξίας και η προώθηση του σεβασμού και της ισότητας»

ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΓΡΑΠΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΩΣ ΜΕΣΟ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΗΣ ΜΗ ΒΙΑΣ ΤΩΝ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΚΑΙ ΓΗΓΕΝΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ ΣΤΟ ΣΧΟΛΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΘΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

Διγλωσσία και Εκπαίδευση

Σεπτ Αυγ Καινοτοµία

ΕΝΔΟΣΧΟΛΙΚΟ ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ

ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΤΩΝ ΔΙΕΥΘΥΝΤΩΝ ΣΧΟΛΕΙΩΝ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ

Συνεχής επαγγελματική ανάπτυξη του εκπαιδευτικού στο σχολείο: η περίπτωση των ΝΑΠ

Μάριος Βρυωνίδης Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Κύπρου Εθνικός Συντονιστής Ευρωπαϊκής Κοινωνικής Έρευνας

Διαπολιτισμική Συμβουλευτική

Πιλοτική Εφαρμογή της Πολιτικής για Επαγγελματική Ανάπτυξη και Μάθηση

Στόχος υπό έμφαση για τη σχολική χρονιά

Στόχοι και κατευθύνσεις στη διαπολιτισμική εκπαίδευση

Αναπτύσσοντας δεξιότητες επικοινωνίας, συνεργασίας και ενσυναίσθησης μεταξύ μαθητών, εκπαιδευτικών και γονέων

Η ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΔΥΝΑΜΙΚΗΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗΣ ΓΙΑ ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ: ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β ΣΤΟΧΟΣ 2 ος : Η ευαισθητοποίηση κατά του ρατσισμού και της μισαλλοδοξίας και η προώθηση της ισότητας και του σεβασμού

«Ενισχύοντας την κοινωνική ένταξη των μαθητών με διαφορετική πολιτισμική προέλευση»

Αξιολόγηση του Προγράμματος Στήριξης Δημοτικών Σχολείων με μεγάλο αριθμό/ποσοστό παιδιών με αυξημένες πιθανότητες για λειτουργικό αναλφαβητισμό

Β. Πρόγραμμα Βοηθών Διευθυντών Σχολείων Μέσης Γενικής και Μέσης

Α Ρ Ι Σ Τ Ο Τ Ε Λ Ε Ι Ο Π Α Ν Ε Π Ι Σ Τ Η Μ Ι Ο Θ Ε Σ Σ Α Λ Ο Ν Ι Κ Η Σ. Δράση «Επιμόρφωση εκπαιδευτικών και μελών της εκπαιδευτικής κοινότητας»

(Δεκέμβριος 2015) 1. Ταυτότητα της έρευνας

Αειφόρα σχολεία και προαγωγή της Υγείας

Το Μεταναστευτικό ζήτημα στην Ελλάδα. Τμήμα Project 3 1 ο ΕΠΑ.Λ. Άνω Λιοσίων Μαθητές Α Τάξης ΕΠΑ.Λ. Εκπαιδευτικός : Στάμος Γ.

ΣΥΝΕΔΡΙΟ «ΠΡΟΩΘΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ: ΜΙΑ ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ»

ΣΥΧΝΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΡΕΥΝΑ TIMSS

Το νέο κοινωνιολογικό πλαίσιο του πολυπολιτισμικού σχολείου

Πετυχημένη Σχολική Ηγεσία: 10 ισχυρές παραδοχές-προκλήσεις για βελτίωση. Δρ Μάριος Στυλιανίδης, ΕΔΕ ΥΠΠ

κατεύθυνση της εξάλειψης εθνοκεντρικών και άλλων αρνητικών στοιχείων που υπάρχουν στην ελληνική εκπαίδευση έτσι ώστε η εκπαίδευση να λαμβάνει υπόψη

Διαπολιτισμική Εκπαίδευση

Ελένη Μοσχοβάκη Σχολική Σύμβουλος 47ης Περιφέρειας Π.Α.

Eκπαίδευση Εκπαιδευτών Ενηλίκων & Δία Βίου Μάθηση

14 Δυσκολίες μάθησης για την ανάπτυξη των παιδιών, αλλά και της εκπαιδευτικής πραγματικότητας. Έχουν προταθεί διάφορες θεωρίες και αιτιολογίες για τις

Η υποστήριξη της επαγγελματικής μάθησης στη σχολική μονάδα: Ο ρόλος του ηγέτη

Θέμα: Θέματα Εκθέσεων Διαγωνισμού Σχολείων Ευρώπης (ΔΙ.Σ.ΕΥΡΩ)

Αξιολόγηση Προγράμματος Αλφαβητισμού στο Γυμνάσιο Πρώτο Έτος Αξιολόγησης (Ιούλιος 2009)

Δίκτυο Ευρωπαϊκής Πολιτικής για τη Σχολική Ηγεσία

Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΩΝ ΓΟΝΕΩΝ ΣΤΗΝ ΠΡΟΩΘΗΣΗ ΤΗΣ ΜΑΘΗΣΗΣ: ΠΟΡΙΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης

Δρ. Γεώργιος Κ. Ζάχος Διευθυντής Βιβλιοθήκης Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

Διαπολιτισμική Εκπαίδευση

ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΚΑΙ ΠΑΛΙΝΝΟΣΤΟΥΝΤΩΝ ΓΟΝΕΩΝ

ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

Αξιολόγηση του Πρωινού και Απογευματινού Προγράμματος Αλφαβητισμού. στο Γυμνάσιο

ρ. Γεωργία Πασιαρδή, ιευθύντρια Σχολείων ηµοτικής Εκπαίδευσης ρ. Γιάννης Σαββίδης, ιευθυντής Σχολείων ηµοτικής Εκπαίδευσης, Μέλος Σ.Ε.Π. Α.Π.ΚΥ.

Θ ε σ σ α λ ο ν ί κ η

Ο σκοπός της πρότασης

Εκπαιδευτικά Προγράμματα και Δράσεις στη Δημοτική Εκπαίδευση

ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ! Δ. ΜΑΛΑΦΑΝΤΗΣ. το ΠΑΙΔΙ ΚΑΙ Η ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΣΤΑΣΕΙΣ, ΠΡΟΤΙΜΗΣΕΙΣ, Επιστήμες της αγωγής Διευθυντής Μιχάλης Κασσωτάκης.

ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ Πολιτισμική Ετερότητα, Ιδιότητα του Πολίτη και Δημοκρατία: Εμπειρίες, Πρακτικές και Προοπτικές. Αθήνα, 7 8 Μαΐου 2010

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΛΙΤΟΧΩΡΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΕΧΤΕΛΙΔΗΣ, ΥΒΟΝ ΚΟΣΜΑ

4.2 Μελέτη Επίδρασης Επεξηγηματικών Μεταβλητών

Πληροφορίες και υλικό του μαθήματος είναι διαθέσιμα ηλεκτρονικά στην πλατφόρμα eclass.uth.gr


ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ Ανακαλύψτε νέες επιχειρήσεις

Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΩΝ ΓΟΝΕΩΝ ΣΤΗΝ ΠΡΟΩΘΗΣΗ ΤΗΣ ΜΑΘΗΣΗΣ: ΠΟΡΙΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Δομές Ειδικής Αγωγής στην Δευτεροβάθμια. Εκπαίδευση και Εκπαιδευτική Ηγεσία: ο ρόλος. του Διευθυντή μέσα από το υπάρχον θεσμικό.

Στόχοι και κατευθύνσεις στη διαπολιτισμική εκπαίδευση

«Η εξοικείωση των Διευθυντών (εκπαιδευτικών) με τη δυναμική της ομάδας με έμφαση στη βελτίωση της επικοινωνίας και των σχέσεων στη σχολική κοινότητα».

ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

«ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ: Προσθέτει χρόνια στη ζωή αλλά και ζωή στα χρόνια»

Υποστήριξη της λειτουργίας των Συμβουλίων Ένταξης Μεταναστών (ΣΕΜ)

Συμμετοχή των Νέων και Παγκόσμια Πολιτότητα: Προκλήσεις και Συστάσεις για το `Εργο Future Youth Schools Forum. Συνοπτική Έκθεση

Στόχοι και κατευθύνσεις στη διαπολιτισμική εκπαίδευση

Αξιολόγηση του Προγράμματος Εισαγωγικής Επιμόρφωσης Μεντόρων - Νεοεισερχομένων

Διαπολιτισμικές σχέσεις στις πλουραλιστικές κοινωνίες

Παροχή τεχνικής υποστήριξης στα μέλη των Συμβουλίων Ένταξης Μεταναστών (ΣΕΜ), παροχή κατάρτισης στους εμπλεκόμενους σε αυτά σχετικά με τη λειτουργία

Η φύση της προκατάληψης (Allport, 1954).

1 ο Διεθνές Συνέδριο... για να ξαναφανταστούμε το σχολείο...

Εισαγωγή στη θεματική:

Ημερίδα. Διαπολιτισμική Εκπαίδευση: εκπαιδευτική πολιτική, κοινωνία, σχολείο ΠΕΡΙΛΗΨΕΙΣ ΕΙΣΗΓΗΣΕΩΝ

Αξιολόγηση του Μουσικού Σχολείου (Οκτώβριος 2015)

Φύλο και διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης Εσωτερικοποίηση του πολιτιστικού υποσυστήματος και εκπαίδευση: Talcott Parsons

ΜΑΘΗΜΑ:EDG 613 Διδάσκων Κουτούζης Μανώλης ΛΕΜΟΝΙΑ ΜΠΟΥΤΣΚΟΥ F

ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΟΙΟΤΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ

Σχόλια σε Κεφάλαιο από το βιβλίο «Κοινωνική και Πολιτική Αγωγή» της ΣΤ' Δημοτικού

Α ΜΕΡΟΣ 1.ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ

Η διαπολιτισμική διάσταση στην προσχολική εκπαίδευση. Κώστας Μάγος

ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΠΡΟΛΗΨΗΣ ΚΑΙ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ Δ Ρ Ε Λ Ι Ν Α Γ Ε Ρ Ο Σ Ι Μ Ο Υ

Δ Φάση Επιμόρφωσης. Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού Παιδαγωγικό Ινστιτούτο Γραφείο Διαμόρφωσης Αναλυτικών Προγραμμάτων. 15 Δεκεμβρίου 2010

Αξιολόγηση του Εκπαιδευτικού Έργου στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση. Διαδικασία Αυτοαξιολόγησης στη Σχολική Μονάδα

Μετανάστευση, πολυπολιτισμικότητα και εκπαιδευτικές προκλήσεις: Πολιτική - Έρευνα - Πράξη

2. Για ποιους λόγους στην εκπαίδευση ενηλίκων κρίνεται σκόπιμο ένας εκπαιδευτής να αξιολογεί το εκπαιδευτικό έργο που παρέχει;

Transcript:

Μοντέλα ηγεσίας διευθυντών και προσέγγιση διαπολιτισμικής αγωγής σε δημοτικά σχολεία της Κύπρου ΙάσονοςΣωτηρούλα Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου & Ζεμπύλας Μιχαλίνος Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου Εισαγωγή Η συνύπαρξη διαφόρων πολιτισμών στις σύγχρονες κοινωνίες είναι πλέον δεδομένη. Ως αποτέλεσμα, όλες οι κοινωνίες και τα έθνη χαρακτηρίζονται από μεγάλες διαφοροποιήσεις σε ό,τι αφορά την εθνική καταγωγή των πολιτών, το χρώμα του δέρματός τους, το γλωσσικό υπόβαθρο, τις θρησκευτικές πεποιθήσεις, τις φυσικές και πνευματικές ικανότητες, καθώς και τις ατομικές εμπειρίες τους (Tiedt & Tiedt, 2002). Σε αυτό το πλαίσιο, τα σχολεία που «ως μικροκοινωνικά συστήματα τείνουν να παρουσιάζουν τις κυρίαρχες εντάσεις της ευρύτερης κοινωνίας» (Dimmock & Walker, 2005, σελ.195), βρίσκονται αντιμέτωπα με δύο κύριες προκλήσεις: να μεταδώσουν αξίες στο πνεύμα της διαπολιτισμικότητας και να εκπαιδεύσουν ισότιμα όλους τους μαθητές ανεξαρτήτως πολιτισμικής προέλευσης (Παπαναούμ, 2004). Ειδικότερα, ο ρόλος του διευθυντή σχολείου έχει πλέον αλλάξει. Καθήκον του είναι να διασφαλίζει ένα εκπαιδευτικό περιβάλλον που να είναι αποτελεσματικό για όλους τους μαθητές, ανεξάρτητα από το υπόβαθρό τους (Prentice, 1999, οπ. αναφ. οι Georgiou, Papayianni, Savvides & Pashiardis, 2001), αλλά και να εφοδιαστεί με τις απαραίτητες γνώσεις και δεξιότητες για να καταστεί ο ίδιος αποτελεσματικός εκπαιδευτικός ηγέτης σε σχολεία με πολυπολιτισμικό και διαφοροποιημένο περιβάλλον (Herity & Glasman, 1999, οπ. αναφ. οι Georgiou κ.ά., 2001). Η πολυπολιτισμική σύνθεση έχει γίνει πρόσφατα και χαρακτηριστικό της κυπριακής κοινωνίας, με φανερές επιπτώσεις και στο εκπαιδευτικό σύστημα. Ο μέσος όρος «αλλόγλωσσων» 1 μαθητών στα κυπριακά δημοτικά σχολεία ακολουθεί ανοδική πορεία (βλ. Ετήσιες Εκθέσεις ΥΠΠ, 2003, 2004, 2005) με το ποσοστό τους κατά τη σχολική χρονιά 2007-2008 να ανέρχεται στο 7.7% (Α. Τσιάκκιρος, προσωπική επικοινωνία, 4 Φεβρουαρίου 2008). Στο πλαίσιο αυτό, το ΥΠΠ έχει διαμορφώσει συγκεκριμένο σχέδιο δράσης κάτω από τον όρο «Διαπολιτισμική Αγωγή και Εκπαίδευση» με κύρια επιδίωξη την ομαλή «ενσωμάτωση» των ετερόγλωσσων μαθητών στο κυπριακό εκπαιδευτικό σύστημα και όχι την «αφομοίωσή» τους (Ετήσια Έκθεση, 2006). Εντούτοις, διάφοροι ερευνητές και μελετητές στον κυπριακό χώρο, καταλήγουν σε μια μάλλον αρνητική εικόνα σε σχέση με την προσφερόμενη «διαπολιτισμική αγωγή και εκπαίδευση», γεγονός που ενδεχομένως να υπονοεί την ανάγκη για αναθεώρηση και αλλαγή του τρόπου παροχής της. Ενδεικτικά, υπάρχουν αναφορές σε «ανεπάρκεια του συστήματος, με ιδιαίτερη έμφαση στην έλλειψη ακαδημαϊκής και ψυχολογικής στήριξης των μη-γηγενών μαθητών» (Panayiotopoulos & Nicolaidou, 1 Πρόκειται για όρο που χρησιμοποιείται από το ΥΠΠ. Στο κείμενο του «Στρατηγικού Σχεδιασμού για την Παιδεία» (Δεκέμβριος 2007), το ΥΠΠ αναφέρεται στους αλλόγλωσσους μαθητές ως τους μαθητές «για τους οποίους η ελληνική δεν αποτελεί τη μητρική γλώσσα» (σελ.69). Εμείς προτιμούμε τον όρο «ετερόγλωσσοι» μαθητές, στηριζόμενοι στο πρώτο συνθετικό της λέξης, το οποίο παραπέμπει στην «ετερότητα» (βλ. Γκότοβος, 2002, Νικολάου, 2005), ακριβώς για να τονιστεί ότι αυτή θα πρέπει να ληφθεί ως θετικό και εμπλουτιστικό στοιχείο σε μια πολυπολιτισμική κοινωνία. Οι όροι «αλλόγλωσσος» ή «ξενόγλωσσος» παραπέμπουν, σημειολογικά τουλάχιστον, στην αρνητική χροιά της διαφορετικής γλώσσας και τονίζουν τη διαφορά μεταξύ του «δικού μας» και του «ξένου/άλλου». 10 o Συνέδριο Παιδαγωγικής Εταιρείας Κύπρου 442

2007, σελ.65), σε μη επαρκή ενδοϋπηρεσιακή επιμόρφωση των εκπαιδευτικών γύρω από διαπολιτισμικές προσεγγίσεις (Angelides, Stylianou & Leigh, 2003), σε περιθωριοποίηση μαθητών και σε προβλήματα λόγω ρατσιστικών, εθνικιστικών και επιθετικών συμπεριφορών από μέρους Κύπριων μαθητών (Αγγελίδης & Στυλιανού, 2003). Σε αυτό το σκηνικό, ο ρόλος, η σημασία και ειδικότερα η προσέγγιση της σχολικής ηγεσίας σε θέματα πολιτισμικής διαφορετικότητας στα πλαίσια παροχής διαπολιτισμικής αγωγής, δεν έχει απασχολήσει το κυπριακό ερευνητικό πεδίο. H έλλειψη σχετικών ερευνών, η ολοένα και αυξανόμενη πολιτισμική διαφορετικότητα που χαρακτηρίζει το μαθητικό πληθυσμό της δημοτικής εκπαίδευσης, η κήρυξη από την Ευρωπαϊκή Ένωση του έτους 2008 ως Έτους Διαπολιτισμικού Διαλόγου, αλλά και η συμπερίληψη του «Διαπολιτισμικού Διαλόγου» στους υπό έμφαση στόχους του ΥΠΠ για το σχολικό έτος 2007-2008, δίνουν το έναυσμα για πραγματοποίηση μιας έρευνας που να διερευνά την προσέγγιση που ενστερνίζονται οι διευθυντές δημοτικών σχολείων της Κύπρου σε ζητήματα πολιτισμικής διαφορετικότητας σε συνδυασμό με το μοντέλο ηγεσίας που υιοθετούν. Με βάση το ότι ο διευθυντής έχει να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στις αποφάσεις που αφορούν στις πρακτικές διαπολιτισμικής αγωγής των σχολείων, υποστηρίζεται ότι η κατανόηση της προσέγγισης που υιοθετείται σε συνδυασμό με το μοντέλο ηγεσίας, ενδεχομένως να συμβάλει και στη βαθύτερη κατανόηση των διαφόρων μεθόδων εφαρμογής της διαπολιτισμικής αγωγής (και της επιβίωσης τους ή μη) στα σχολεία της Κύπρου. Θεωρητικές Αφετηρίες Προσεγγίσεις πολυπολιτισμικότητας Είναι μεγάλος ο αριθμός των συγγραφέων που έχουν ασχοληθεί και αναλύσει τις διάφορες προσεγγίσεις στο θέμα της πολυπολιτισμικότητας, τόσο σε επίπεδο εκπαιδευτικής όσο και ευρύτερης κοινωνικής πολιτικής. Για τις ανάγκες, όμως, της παρούσας έρευνας, πιστεύουμε ότι οι Kincheloe και Steinberg (1997) προσφέρουν τη διευσδυτική εκείνη ανάλυση των φιλοσοφικών προσεγγίσεων για την πολυπολιτισμικότητα που συμβάλουν σε μια πιο πολυδιάστατη εικόνα του ζητήματος. Ακόμη περισσότερο, η συγκεκριμένη τυπολογία, επιτρέπει τη συσχέτιση με διάφορα μοντέλα ηγεσίας, αλλά και τη δυναμική διαφοροποίηση μεταξύ μορφών διοίκησης διαφοροποιημένων μαθητικών ομάδων (McGlynn, 2008). Στη συνέχεια θα αναλύσουμε σύντομα τις τέσσερις πιο σημαντικές προσεγγίσεις που αναφέρουν οι Kincheloe και Steinberg (1997), αφού αυτό το θεωρητικό μοντέλο αποτελεί το πλαίσιο πάνω στο οποίο στηρίζεται και η δική μας διερεύνηση. Η συντηρητική πολυπολιτισμικότητα (conservative multiculturalism) ή μονοπολιτισμικότητα (monoculturalism), βασίζεται στην «πεποίθηση για την ανωτερότητα του δυτικού πατριαρχικού πολιτισμού» (Κincheloe & Steinberg, 1997, σελ.3). Οι περισσότεροι υποστηριχτές αυτής της προσέγγισης, εύκολα μέμφονται αυτούς που είναι εκτός των ορίων της λευκής, ανδρικής, μέσης τάξης για τα προβλήματά τους (ο.π.). Αγνοώντας ζητήματα σχετικά με την κοινωνική ανισότητα και τη δυστυχία των περιθωριοποιημένων ομάδων, στοχεύουν στην πολυπολιτισμικότητα ως να είναι εχθρός από το εσωτερικό, γι αυτό και επιδιώκουν την εδραίωση του δυτικού πολιτισμού. Η Nieto (1996) επισημαίνει ότι μια τέτοια προσέγγιση, παραπέμπει σε μονοπολιτισμική εκπαίδευση, μια εκπαίδευση 10 o Συνέδριο Παιδαγωγικής Εταιρείας Κύπρου 443

στοχαζόμενη μόνο για τη μια όψη της πραγματικότητας και προκατειλημμένη υπέρ της κυρίαρχης ομάδας. Άτομα που αποδέχονται το μονοπολιτισμικό τρόπο σκέψης, συχνά βλέπουν τα παιδιά των μη λευκών και φτωχών ως αποστερημένα και κατώτερα, «εξισώνουν τη διαφορά με την ανεπάρκεια» (Tiedt & Tiedt, 2002, σελ.53) και ενστερνίζονται, έτσι, το μοντέλο του «πολιτισμικού ελλείμματος» (Manning & Baruth, 1996). Αποτέλεσμα είναι και η προσπάθεια αφομοίωσης οτιδήποτε «διαφορετικού» (Kincheloe & Steinberg, 1997), έτσι ώστε όλοι να είναι πολιτισμικά παρόμοιοι (Tiedt & Tiedt, 2002). Κατά την αφομοιωτική προσέγγιση, οι διαφορές λαμβάνονται ως πρόβλημα, οι «πολιτισμικές διαφορές ως κοινωνικά διχαστικές» (Coelho, 1998, σελ.19) και το έθνος αποτελεί ένα ενιαίο από πολιτισμική και πολιτική άποψη σύνολο (Νικολάου, 2000). Η φιλελεύθερη εκδοχή του πολυπολιτισμού (liberal multiculturalism) υποστηρίζει ότι τα άτομα από διαφορετικές ομάδες φυλής, γένους, τάξης και φύλου μοιράζονται μία φυσική ισότητα και μια κοινή ανθρωπιά (Kincheloe & Steinberg, 1997, Sleeter & McLaren, 1995). Λόγω του ενδιαφέροντoς για την ομοιότητα, οι οπαδοί της προσέγγισης οδηγούνται στην αποδοχή του αξιώματος της «τυφλότητας του χρώματος (color blindness)» (Kincheloe & Steinberg, 1997) και στην προώθηση του επιχειρήματος περί διανοητικής «ομοιότητας» μεταξύ των φυλών (Sleeter & McLaren, 1995). Ιδεώδη όπως η ελευθερία και ισότητα υποστηρίζονται, γιατί δίνουν ελπίδα για μια ακλόνητη συνύπαρξη των ανθρώπων με διαφορετικές αξίες (Duarte & Smith, 2000). Όσον αφορά στην ανισότητα που υφίσταται ανάμεσα στις διάφορες ομάδες, αυτή αποδίδεται σε έλλειψη κοινωνικών και εκπαιδευτικών ευκαιριών που θα βοηθούσαν στον ισότιμο συναγωνισμό στην οικονομία (Kincheloe & Steinberg, 1997) και αναφορικά με τα διάφορα προβλήματα, αυτά αντιμετωπίζονται ως ατομικά και όχι ως «κοινωνικές ή δομικές δυσκολίες που εμπλέκουν ερωτήματα για τη δύναμη» (Gray, 1995, Haymes, 1995, οπ. αναφ. οι Kincheloe & Steinberg, 1997). Η πλουραλιστική προσέγγιση (pluralist multiculturalism) εστιάζεται στη διαφορά και στην προσπάθεια να γιορτάσει την ανθρώπινη διαφορετικότητα (Kincheloe & Steinberg, 1997). Εντούτοις, όπως και στη φιλελεύθερη προσέγγιση, το ζήτημα της πολιτικής και της δύναμης είναι απών και η άνιση υπάρχουσα κατάσταση παραμένει αναμφισβήτητη (McGlynn, 2008). Την αντιμετώπιση αυτή περιγράφει η Ασκούνη (2001) ως «αφελή και απλοϊκή προσέγγιση του αρμονικού πλουραλισμού» (σελ. 91) που αντιμετωπίζει το αίτημα της ισότητας ανάμεσα στις διαφορετικές εθνικές και πολιτισμικές ομάδες ως ζήτημα καλών προθέσεων, «ταυτίζει τις ανισότητες με τις προκαταλήψεις και τις προκαταλήψεις με την άγνοια και πιστεύει ότι αυτές θα αρθούν μέσα από τη γνωριμία με τους άλλους» (σελ.91). Τέλος, σύμφωνα με την κριτική πολυπολυτισμικότητα (critical multiculturalism), τα άτομα παράγουν και αναπαράγουν νοήματα σε ένα πλαίσιο που διαμορφώνεται και αναμορφώνεται σταθερά από τις σχέσεις εξουσίας και οι ομαδικές διαφορές δομούνται από τις σχέσεις αυτές στο κοινωνικό και ιστορικό πλαίσιο (Kincheloe & Steinberg, 1997). Η προσοχή δεν επικεντρώνεται σε «οφθαλμοφανείς» πολιτισμικές διαφορές, «αλλά στις διαφορές που υπάρχουν σε σχέση με τις δυνατότητες πρόσβασης στις επίκαιρες μορφές εξουσίας, στις διαφορές των κοινωνικών θέσεων και στις δομικά προσδιορισμένες διαφορές των συλλογικών εμπειριών» (Γκόβαρης, 2000, σελ. 4). Μέσα στο πλαίσιο μηχανισμών κυριαρχίας, αποκλεισμού και κοινωνικών ανισοτήτων, θεωρείται απαραίτητη η μελέτη των σχέσεων μεταξύ πολιτισμού και πολιτικής (Giroux, 2003) και η πορεία προς την κριτική 10 o Συνέδριο Παιδαγωγικής Εταιρείας Κύπρου 444

πολυπολιτισμική πράξη (praxis), μέσω της οποίας επιχειρείται η αναθεώρηση των υφιστάμενων ηγεμονικών διακανονισμών (Sleeter & McLaren, 1995). Είναι φανερό πως αυτή η προσέγγιση δεν αφήνει χώρο στην ουδετερότητα. Όπως αναφέρει η McGlynn (2008), πρόκειται για μορφή που είναι αφοσιωμένη στην ισότητα και δεσμευμένη στην εξάλειψη της κοινωνικής δικαιοσύνης και κατά τους Kincheloe και Steinberg (1997) μπορεί να οδηγήσει σε κοινωνικό, πολιτικό και εκπαιδευτικό μετασχηματισμό. Ως απαραίτητη προϋπόθεση για αλλαγή, τόσο αυτοί όσο και η Lesliee (1998) αναφέρουν τον αναστοχασμό που οδηγεί τα άτομα στην κατανόηση του εαυτού τους ως κοινωνικά όντα, των οποίων οι πολιτικές απόψεις, η κοινωνικοοικονομική τάξη, οι θρησκευτικές πεποιθήσεις και η φυλετική αυτο-εικόνα, διαμορφώνονται από τις κυρίαρχες προοπτικές. Μοντέλα Εκπαιδευτικής Ηγεσίας Πρώτα απ όλα, είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι η διάκριση σε αναλυτικές κατηγορίες μοντέλων ενδεχομένως να μη δίνει την πραγματική εικόνα της σχολικής ηγεσίας, αφού σύμφωνα με τον Portin (1999), είναι λίγες οι φορές που οι ηγέτες λειτουργούν στα πλαίσια ενός και μόνο μοντέλου. Παρόλ αυτά, μπορεί να συμβάλει στην κατανόηση των διαφόρων τρόπων με τους οποίους οι διευθυντές ηγούνται σχολικών μονάδων, στη συγκεκριμένη περίπτωση, πολυπολιτισμικών. Στη συνέχεια αναφέρουμε σύντομα τα πέντε πιο διαδεδομένα μοντέλα που εντοπίσαμε στη σχετική βιβλιογραφία (βλ. Πασιαρδής, 2004). Το μοντέλο της συναλλακτικής ηγεσίας (transactional leadership) έχει ως επίκεντρο της ηγεσίας τη δράση του ηγέτη και την εξουσία που καθορίζεται από τη θέση που κατέχει (Portin, 1999). Oι ηγέτες που ενστερνίζονται αυτό το μοντέλο, προσπαθούν να διατηρήσουν οργανωτική αρμονία (1982, οπ. αναφ. οι Webb, Neumann & Jones, 2004), βεβαιώνονται ότι τα συστήματα διατηρούνται και αναπτύσσονται, οι στόχοι καθορίζονται και επιτυγχάνονται (Day, Harris & Hadfield, 2001α). Οι συναλλακτικοί ηγέτες δίνουν έμφαση κυρίως σε διοικητικά θέματα και βολιδοσκοπούν τις ανάγκες των υφισταμένων τους προσπαθώντας να τις ικανοποιήσουν και εξαργυρώνοντας αυτή τους την ενέργεια με ανταπόδοση σε έργο ή υπηρεσία από τους υφισταμένους (Πασιαρδής, 2004). Ο όρος μετασχηματιστική ηγεσία (transformational leadership) χρησιμοποιήθηκε από τον Burns για να αναπαραστήσει τους ηγέτες που διαμορφώνουν, μεταβάλλουν και εξυψώνουν τα κίνητρα και τους στόχους των μελών των ιδρυμάτων (1978, οπ. αναφ. οι Webb κ.ά. 2004). Σύμφωνα με το Sergiovanni (1990), στα πλαίσια μιας μετασχηματιστικής ηγεσίας, οικοδομείται ο σεβασμός, η επάρκεια, η αυτονομία, η επίτευξη και ο ηγέτης με τους οπαδούς του ενώνονται σε αναζήτηση υψηλότερων στόχων προσαρμόζοντας το σχολείο προς μια νέα κατεύθυνση. Επίσης, οι μετασχηματιστικοί ηγέτες δίνουν έμφαση στην εσωτερική παρακίνηση (Webb κ.ά., 2004), διευκολύνουν την επαγγελματική ανάπτυξη των οπαδών τους και διαπραγματεύονται μαζί με αυτούς το όραμά τους (Portin, 1999). Oι διευθυντές που ασπάζονται τις ιδέες της επιμεριστικής ηγεσίας (shared or distributed leadership) αποδομούν τη διάκριση μεταξύ ηγετών (McGlynn, 2008) και κατά τον Barker (2005) σχεδιάζουν βάσει μιας πιο πολύπλοκης και βαθιάς ομάδας πηγών γνώσεων για να εκφορτώσουν τις ευθύνες που έχουν. Οι Blase και Anderson (1995) υποστηρίζουν ότι οι ηγέτες που δρουν με αυτό τον τρόπο προσπαθούν να 10 o Συνέδριο Παιδαγωγικής Εταιρείας Κύπρου 445

χρησιμοποιήσουν τη δύναμη με, ή μέσω άλλων ανθρώπων, παρά να ασκούν έλεγχο σε αυτούς και αναφέρονται σε ερευνητικές αποδείξεις για τα αποτελεσματικά σχολεία, οι οποίες υποδεικνύουν ότι «η προώθηση μιας πιο δυναμικής και αποκεντρωμένης προσέγγισης στην ηγεσία συνδέεται με τη σχολική βελτίωση» (σελ.161). Χαρακτηριστικά περιγράφουν αυτού του είδους την ηγεσία ως τέτοια που περιβάλλει όλα τα άτομα στον οργανισμό (overarching leadership) και βρίσκεται σε κάθε όψη της σχολικής ζωής. Σύμφωνα με το εναλλακτικό μοντέλο βασισμένο σε αξίες (values led contingency model), η επιτυχημένη ηγεσία δεν μπορεί να προσδιοριστεί και να καθοδηγηθεί από οργανικά, γραφειοκρατικά και διοικητικά ενδιαφέροντα, αλλά από ατομικά και ομαδικά αξιακά συστήματα (Day, Harris και Hadfield, 2001β). Κατά τους Day, κ.ά. (2001α), «η ηγεσία είναι μια πολύπλοκη, άστατη και περιστασιακά καθ όλα μη ορθολογιστική δραστηριότητα που είναι επιφορτωμένη και καθοδηγούμενη από τις αξίες». Σε έρευνά τους για επιτυχημένους διευθυντές σε εποχές αλλαγών, καταλήγουν στο ότι το όραμα και οι πρακτικές τους σχετίζονται και καθοδηγούνται από ένα αριθμό πυρηνικών αξιών, όπως σεβασμός, αμεροληψία, ισότητα, τιμιότητα και ειλικρίνεια, ενδιαφέρον για την ανάπτυξη και το καλό των μαθητών και του προσωπικού. Σύμφωνα με τους ίδιους, η μετασχηματιστική αυτή προοπτική εστιάζει στις ηθικές αξίες και σε μια καθαρή εστίαση προς τις δημοκρατικές αξίες. Τέλος, η κριτική ηγεσία (critical leadership) είναι μια ομόφωνη αποστολή, ένας διαμοιρασμός ιδεών και υπευθυνοτήτων μεταξύ του ηγέτη και των οπαδών του (Foster, 1989). Στα πλαίσια αυτά, οι μαθητές δεν αντιμετωπίζονται ως προϊόντα του συστήματος, αλλά ως «συμμετέχοντες σε μια εφαρμοσμένη δημοκρατία», στην οποία μπορούν να ασκήσουν δεξιότητες ηγεσίας (Foster, 1989, σελ.59, οπ. αναφ. ο Portin, 1999, σελ.7). Οι Webb κ.ά. (2004) αναφέρονται σε αυτονομία της ομάδας, ιδεοκεντρική δράση και μια διαδικασία απελευθέρωσης όλων των μελών του οργανισμού, κατά την οποία η δύναμη ορίζεται ως η ικανότητα των μελών να αλληλεπιδρούν και σε δεδομένη στιγμή από οπαδοί να γίνονται ηγέτες. Σκοπός της διευκόλυνσης που παρέχει ο ηγέτης είναι η προώθηση της δημοκρατίας και η εξασφάλιση ενός περιβάλλοντος ελεύθερης επικοινωνίας (Portin, 1999). Η εγκαθίδρυση ενός κοινού οράματος και σκοπού που να περιγράφει την ανάπτυξη και τις διαδικασίες αλλαγής, είναι κριτική (McNeill, Cavanagh & Silcox, 2003) και ο στοχασμός που βοηθά στην εισαγωγή της αλλαγής, μπορεί να έρθει από οποιοδήποτε μέλος του οργανισμού (Webb, κ.ά., 2004). Στην περίπτωση της κριτικής ηγεσίας, η αλλαγή δε σχετίζεται μόνο με τον οργανισμό, αλλά και το κοινωνικό του πλαίσιο, αφού το οργανωτικό ενδιαφέρον είναι η απελευθέρωση από εξουσιαστικές δομές (Portin, 1999). Με αυτό τον τρόπο, θέματα κοινωνικής δικαιοσύνης που είναι κεντρικά στην κριτική προσέγγιση, συνδέονται και με την εκπαιδευτική διοίκηση (Gunter, 2001). Εκπαιδευτική ηγεσία και προσεγγίσεις πολυπολιτισμικότητας: Ανασκόπηση υπάρχουσας βιβλιογραφίας Μετά από ανασκόπηση της υπάρχουσας βιβλιογραφίας, έχουν εντοπιστεί στο διεθνή χώρο διάφοροι ερευνητές που επιχείρησαν να δώσουν «απάντηση» σε ερωτήματα που σχετίζονται με θέματα εκπαιδευτικής ηγεσίας και πολιτισμικής διαφορετικότητας. Ενώ, όμως, έχουν μελετηθεί διάφορες πτυχές αυτών των θεμάτων, αυτό που παρατηρείται, είναι ότι έχει διερευνηθεί σε ελάχιστο βαθμό η σχέση που ενδεχομένως να υπάρχει μεταξύ μοντέλων εκπαιδευτικής ηγεσίας και προσεγγίσεων 10 o Συνέδριο Παιδαγωγικής Εταιρείας Κύπρου 446

πολυπολιτισμικότητας. Ειδικότερα, η μόνη ερευνήτρια που έχει εντοπιστεί στη διεθνή βιβλιογραφία να διερευνά την προσέγγιση πολυπολιτισμικότητας σε σχέση με το μοντέλο ηγεσίας που υιοθετείται, είναι η McGlynn (2008), με ερευνητικό δείγμα έξι διευθυντών ενοποιημένων σχολείων (κυρίως Καθολικών και Προτεσταντών μαθητών) της Βορείου Ιρλανδίας. Η έρευνα έδειξε ότι οι περισσότεροι διευθυντές ακολουθούν τη φιλελεύθερη πολυπολιτισμική προσέγγιση και κάποιοι την πλουραλιστική, χωρίς να υπάρχουν ενδείξεις για διευθυντές που ασπάζονται την κριτική πολυπολιτισμικότητα. Παρόλο που οι διευθυντές έδωσαν δείγματα συναλλακτικής ηγεσίας, αφού κατείχαν εκτεταμένα διοικητικά καθήκοντα, αλλά και δείγματα μετασχηματιστικής ηγεσίας, αφού έδιναν έμφαση στην ανάπτυξη των ανθρώπινων πηγών, σε γενικότερο επίπεδο, όλοι εναρμονίζονταν με το μοντέλο της εναλλακτικής ηγεσίας βασισμένης σε αξίες. Όσον αφορά στον κυπριακό χώρο, η ανασκόπηση της βιβλιογραφίας οδηγεί στη διαπίστωση ότι υπάρχει έλλειψη ερευνών στο θέμα που διερευνάται. Κάποιες έρευνες που έχουν εντοπιστεί στο χώρο της διαπολιτισμικής αγωγής στην Κύπρο, δεν έχουν ως ερευνητικό δείγμα διευθυντές. Παρόλο που στα πλαίσια έρευνας του Τριμικλινιώτη (2001) λήφθηκαν συνεντεύξεις από κάποιους διευθυντές πολυπολιτισμικών σχολείων, εντούτοις η έρευνα επικεντρώθηκε στα «προβλήματα από τη φοίτηση των Ποντίων στη Δημοτική Εκπαίδευση» και όχι σε θέματα γενικότερης προσέγγισης των διευθυντών σε θέματα πολιτισμικής διαφορετικότητας σε συνδυασμό με το μοντέλο ηγεσίας που υιοθετείται. Η διαπίστωση της έλλειψης σχετικών ερευνών στον κυπριακό χώρο με δείγμα διευθυντές δημοτικών σχολείων υποστηρίζει τη σκοπιμότητα και αναγκαιότητα της παρούσας έρευνας. Θεωρείται ότι τα πορίσματα που θα εξαχθούν, μπορούν να εμπλουτίσουν τις γνώσεις μας στην περιοχή αυτή και ακόμη να συμβάλουν στη λήψη αποφάσεων που να βελτιώνουν υπάρχουσες πρακτικές και πολιτικές. Μεθοδολογία Έρευνας Ερευνητικά ερωτήματα Ο γενικότερος προβληματισμός της παρούσας έρευνας κινείται με βάση τα παρακάτω ερωτήματα: o Ποια προσέγγιση πολυπολιτισμικότητας ενστερνίζονται διευθυντές που ηγούνται πολυπολιτισμικών σχολείων στην πόλη και επαρχία Λευκωσίας; o Ποιο μοντέλο ηγεσίας υιοθετούν οι εν λόγω διευθυντές σε θέματα που αφορούν στην πολιτισμική διαφορετικότητα του μαθητικού πληθυσμού; o Πώς σχετίζεται η προσέγγιση πολυπολιτισμικότητας και το μοντέλο ηγεσίας που ενστερνίζονται οι διευθυντές; Ερευνητικό εργαλείο Ως κύριο ερευνητικό εργαλείο χρησιμοποιήθηκε η συνέντευξη πρόσωπο με πρόσωπο με επιλογή του ημιδομημένου τύπου. H χρήση της συνέντευξης όταν υπάρχει εστίαση στη διερεύνηση προσωπικών εμπειριών, στάσεων, αντιλήψεων, ιδεών και συμπεριφορών σε σχέση με κοινωνικές διαδικασίες (Kvale, 1996), φαίνεται να σχετίζεται άμεσα με το σκοπό της έρευνας. Ως προς τη διερεύνηση του μοντέλου ηγεσίας, αυτή θα μπορούσε ενδεχομένως να επιτευχθεί και μέσω άλλων ερευνητικών 10 o Συνέδριο Παιδαγωγικής Εταιρείας Κύπρου 447

εργαλείων, όπως η εθνογραφική παρατήρηση. Εντούτοις, λόγω πρακτικών δυσκολιών και περιορισμένου χρόνου, επιλέγηκε η συνέντευξη ως ερευνητικό εργαλείο. Σε αρχικό στάδιο, κατασκευάστηκε ένας σκελετός ερωτήσεων, ο οποίος βασιζόταν στη σχετική με το θέμα βιβλιογραφική ανασκόπηση και αποσκοπούσε στο να «μετατρέψει τους σκοπούς που επιδιώκει η έρευνα σε επιμέρους ερωτήσεις» (Grawitz, Brimo & Jahoda, 1996, σελ.131). Ακολούθως, στα πλαίσια δοκιμαστικής έρευνας (pilot), διεξάχθηκαν δύο πιλοτικές συνεντεύξεις, έτσι ώστε «να υποβληθεί σε δοκιμή το όλο σχήμα συλλογής πληροφοριών και στη συνέχεια να υποβληθεί σε διόρθωση» (Ψαρρού & Ζαφειρόπουλος, 2004, σελ.156). Το αναθεωρημένο ερωτηματολόγιο περιείχε 17 βασικές ερωτήσεις, κυρίως ανοικτού τύπου. Συμμετέχοντες Τον πληθυσμό αποτέλεσαν οι 46 διευθυντές δημοτικών σχολείων της επαρχίας Λευκωσίας, οι οποίοι ηγούνται σχολείων με ποσοστό ετερόγλωσσων παιδιών πάνω από το μέσο όρο (7.1%) των ετερόγλωσσων μαθητών στη συγκεκριμένη επαρχία (Α. Τσιάκκιρος, προσωπική επικοινωνία, 4 Φεβρουαρίου 2008) και το τελικό δείγμα 17 διευθυντές από αυτή την ομάδα. Οι 15 από αυτούς εργάζονται σε σχολεία της πόλης Λευκωσίας και οι υπόλοιποι δύο σε σχολεία μεγάλων προαστίων. Συλλογή και ανάλυση δεδομένων Οι συνεντεύξεις πραγματοποιήθηκαν τους μήνες Οκτώβρη και Νοέμβρη 2007 και είχαν μέσο όρο διάρκειας 50 λεπτά. Μετά από συγκατάθεση όλων των διευθυντών έγινε μαγνητοφώνηση και στη συνέχεια απομαγνητοφώνηση των συνεντεύξεων. Η ανάλυση των δεδομένων αποτέλεσε μια κυκλική και επαναληπτική διαδικασία (Siedel, 1998). Αρχικά καταγράφηκαν, με βάση τη βιβλιογραφική ανασκόπηση, οι κυριότεροι θεματικοί άξονες κάθε προσέγγισης πολυπολιτισμικότητας και μοντέλου ηγεσίας. Ακολούθως, έγινε πολλές φορές ανάγνωση και μελέτη των απομαγνητοφωνημένων συνεντεύξεων, ώστε να σχηματιστεί μια πρώτη εικόνα. Η κωδικοποίηση των δεδομένων με σύντομους, περιγραφικούς κωδικούς, οδήγησε στον περιορισμό και στην οργάνωσή τους (περιλήψεις συνεντεύξεων, παρουσίαση σε μορφή πινάκων). Η κατηγοριοποίηση των δεδομένων έγινε με βάση την ολική εικόνα που παρουσίαζε ο κάθε συμμετέχων και έτυχε συνεχών αναπροσαρμογών κατά τη συλλογή και ανάλυση των δεδομένων. Η βαρύτητα των ερευνητικών δεδομένων δεν εξαρτήθηκε κυρίως από τη συνολική τους ποσότητα, αλλά από την αξία που παρουσίαζαν σε σχέση με το σκοπό της έρευνας. Αφού επιλέγηκαν αυτούσια αποσπάσματα από κάθε συνέντευξη με πλαίσιο αναφοράς το εκάστοτε συγκείμενο, ακολούθησε αρχειοθέτηση των συνεντεύξεων και καταβλήθηκε προσπάθεια ώστε να μην υπάρχουν επικαλύψεις της μιας κατηγορίας στην άλλη. Κατά την ανάλυση χρησιμοποιήθηκε το θέμα ως ενότητα ανάλυσης και αναζητήθηκαν σχέσεις ανάμεσα στις διάφορες κατηγορίες. Σημειώνεται ότι λήφθηκαν υπόψη ακόμη και οι ελάχιστες αλλαγές που έγιναν στα αποτελέσματα από κάποιους διευθυντές στα πλαίσια του «ελέγχου μελών» (member checking). Πιο συγκεκριμένα, ο «έλεγχος μελών» διεξάχθηκε με σκοπό την αύξηση του βαθμού εγκυρότητας της παρούσας έρευνας και σε αυτόν είχαν την ευκαιρία οι συμμετέχοντες να ενημερωθούν για αποτελέσματα της έρευνας, έτσι ώστε να διορθωθούν τυχόν λανθασμένα συμπεράσματα που έχουν εξαχθεί (Αβρααμίδης & Καλυβάς, 2006). Για το σκοπό αυτό, στάλθηκαν σε όλους τα 10 o Συνέδριο Παιδαγωγικής Εταιρείας Κύπρου 448

κύρια αποτελέσματα που σχετίζονταν με τη συνέντευξη που ο καθένας παραχώρησε και σε μεταγενέστερη επικοινωνία, οι διευθυντές τα επικύρωσαν. Αποτελέσματα Γενικά, τρεις ήταν οι κύριες προσεγγίσεις πολυπολιτισμικότητας που εντοπίστηκαν: η συντηρητική, η φιλελεύθερη και η κριτική, με τέσσερις διευθυντές να παρουσιάζουν στοιχεία από δύο προσεγγίσεις. Επίσης, η πλουραλιστική προσέγγιση που συναντάται ως δεσπόζουσα αρχή για την πολυπολιτισμική εκπαίδευση (Kincheloe & Steinberg, 1997), δεν είχε αντιπροσώπους στο ερευνητικό δείγμα, πέραν ενός μόνο διευθυντή που παρείχε κάποιες ενδείξεις έμφασης στη διαφορά. Ταυτόχρονα, μικρός αριθμός διευθυντών εκδηλώνουν την προσπάθειά τους για γεφύρωση ομοιοτήτων και διαφορών, χωρίς, όμως, αυτή να στηρίζεται στη βάση μιας συγκεκριμένης πολιτικής των σχολείων για έμφαση στις διαφορές. Συγκεκριμένα, οι μισοί σχεδόν διευθυντές (8 από τους 17) έδωσαν στοιχεία τα οποία δείχνουν ότι ενστερνίζονται τη συντηρητική προσέγγιση, ένας διευθυντής τη συντηρητική και τη φιλελεύθερη προσέγγιση, τρεις διευθυντές τη φιλελεύθερη, ένας διευθυντής τη φιλελεύθερη με κάποια στοιχεία πλουραλιστικής προσέγγισης, δύο τη φιλελεύθερη σε συνδυασμό με την κριτική και δύο διευθυντές την κριτική προσέγγιση. Όσον αφορά στα αποτελέσματα που σχετίζονται με τα μοντέλα ηγεσίας, υπήρχαν ενδείξεις συναλλακτικής ηγεσίας, μετασχηματιστικής, κριτικής και εναλλακτικού μοντέλου βασισμένου σε αξίες. Η ηγεσία με την οποία δε δικαιολογήθηκε η σύνδεση κανενός από τους διευθυντές ήταν η επιμεριστική, αφού οι σχετικές αναφορές που έγιναν ήταν ελάχιστες. Επίσης, κατά τη διερεύνηση πιθανών σχέσεων μεταξύ προσεγγίσεων και μοντέλων ηγεσίας, φάνηκε ότι όλοι οι διευθυντές που ενστερνίζονται τη συντηρητική προσέγγιση, παρέχουν ενδείξεις συναλλακτικής ηγεσίας, με εξαίρεση δύο διευθυντές που παρείχαν ανεπαρκή στοιχεία για κατηγοριοποίηση όσον αφορά στο μοντέλο ηγεσίας. Αντίθετα, οι διευθυντές που ακολουθούν φιλελεύθερη ή κριτική προσέγγιση, κινούνται μεταξύ εναλλακτικού μοντέλου βασισμένου σε αξίες, μετασχηματιστικού, κριτικού μοντέλου ηγεσίας ή και συνδυασμού αυτών των μοντέλων. Επίσης, το εναλλακτικό μοντέλο βασισμένο σε αξίες, εμφανίζεται με μεγαλύτερη συχνότητα σε σχέση με το κριτικό και μετασχηματιστικό μοντέλο και παρουσιάζεται ως περισσότερο συνδεδεμένο στο παρόν δείγμα με τη φιλελεύθερη προσέγγιση πολυπολιτισμικότητας. Στην παρούσα εργασία, λόγω περιορισμένου χώρου, αναπτύσσονται μόνο δύο πορίσματα που κρίθηκαν ως καίρια, γιατί αφορούσαν στη μεγαλύτερη ομάδα των συμμετεχόντων. Πρόκειται για τη συντηρητική προσέγγιση που όπως αναφέραμε εμφανίζεται στους μισούς περίπου συμμετέχοντες και τη στενή σχέση αυτής της προσέγγισης με τη συναλλακτική ηγεσία. Στη συνέχεια, γίνεται ανάλυση των αποτελεσμάτων στη βάση αυτών των δύο πορισμάτων. Συντηρητική προσέγγιση Μέσα από τη μελέτη των εννιά συνεντεύξεων, φάνηκε ότι οι απαντήσεις των διευθυντών κατηγοριοποιούνται με βάση τέσσερις κύριους θεματικούς άξονες: την πεποίθηση για την ανωτερότητα του ελληνικού πολιτισμού και την ύπαρξη κινδύνων από την παρουσία ετερόγλωσσων στην κοινωνία, τη διαφορά στην αντιμετώπιση των ετερόγλωσσων στο σχολείο και την κοινωνία και τέλος την προτίμηση προς την πολιτική της αφομοίωσης με έμφαση στην ομοιότητα. 10 o Συνέδριο Παιδαγωγικής Εταιρείας Κύπρου 449

Ανωτερότητα ελληνικού πολιτισμού: Κίνδυνοι από την παρουσία ετερόγλωσσων στην κοινωνία. Η αντίληψη για την ανωτερότητα του ελληνικού πολιτισμού σε σχέση με τους υπόλοιπους, αλλά και η πεποίθηση ότι η Κύπρος διατρέχει πολλούς κινδύνους λόγω της παρουσίας ετερόγλωσσων, κυρίως στην κοινωνία, εκφράστηκε από όλους σχεδόν τους διευθυντές αυτής της ομάδας. Ένας από τους διευθυντές διερωτάται «γιατί να είναι έτσι η κατάσταση και γιατί να έχουμε περισσότερους και να καταστρέφουν τον τόπο μας». Σχόλια στα οποία προβαίνει, παραπέμπουν στην πεποίθηση για την κατωτερότητα των ετερόγλωσσων και την ανωτερότητα των Κυπρίων επισημαίνοντας ότι: Είναι ένα αναγκαίο κακό πλέον. Τους χρειαζόμαστε. Πρέπει εμείς να αναγκαστούμε να τους κάμουμε καλούς....η αλήθεια εν τούτη. Πάντα τους θεωρούμε κατώτερους. Κατώτερους από εμάς. Πολλές φορές λέμε, ήρταν και χαλάσαν μας τον τόπο μας, ήρταν αλλάξαν τις συνήθειες μας, εφέραν μας όλες τις καταστροφές, λέμεν το τούτο. Δυστυχώς. Κάποιος άλλος προσδιορίζει την ανωτερότητα στο θέμα των αξιών, της καλύτερης συμπεριφοράς και του χαρακτήρα. Πιστεύει ότι οι διάφορες πολιτισμικές ομάδες μπορούν να ανυψωθούν πολιτισμικά μέσα από τη συνύπαρξη με τους Κύπριους που έχουν ως βάση τον ελληνικό πολιτισμό. Υποθέτει ότι η «έλλειψη αξιών» αρκετών ετερόγλωσσων μαθητών που συνάντησε, ενδεχομένως να αποδίδεται στο «περιεχόμενο» των γονιών τους, το οποίο εμφανίζει ως κατώτερο από το «περιεχόμενο» των Κύπριων γονιών και πολιτισμικά αποστερημένο. Συγκεκριμενοποιεί την έννοια της «έλλειψης αξιών» δηλώνοντας: Όσον αφορά τις αξίες μπορεί να σου πει ψέματα, μπορεί να κάμει κάτι και να μην το παραδεχτεί ας πούμε, εκείνη η ευγένεια της ψυχής λείπει. Υπάρχει εκείνο το συμφέρον, πώς να το πω, το ψέμα, λείπουν οι αξίες... Ο ίδιος συσχετίζει την παρουσία των ετερόγλωσσων με την επικράτηση του ατομικισμού, του συμφέροντος και εκφράζει το φόβο αλλοίωσης των ελληνοχριστιανικών ιδεωδών, των αξιών που σχετίζονται με την ανθρωπιά και την αρετή. Η άποψη του έθνους ως ομοιογενές σύνολο, η έμφαση στην εθνική ταυτότητα, η εθνικότητα ως το κυριότερο πολιτισμικό στοιχείο και η στατική θεώρηση του πολιτισμού, είναι θέματα που αναδύονται στο λόγο του. Θα ήθελα να μένουν σταθερά....είμαστε Έλληνες, είμαστε χριστιανοί, αυτοί είμαστε οι Έλληνες της Κύπρου. Να μείνει τούτο. Δηλαδή να μη χαθεί η εθνική ταυτότητα, οι ρίζες του πολιτισμού να μείνουν. Να πάρουμε, αλλά να μείνουμε. Να μην αλλοιωθεί η εθνική ταυτότητα....να μείνει ως έχει ο πολιτισμός μας. Κάποιοι διευθυντές υποστηρίζουν ότι ήδη έχουν γίνει διαφοροποιήσεις στον πολιτισμό της πλειονότητας, με έναν από αυτούς να αναφέρεται με αρνητικό τρόπο σε «νέες νοοτροπίες, νέα ήθη, νέες καταστάσεις». Συνεχίζει λέγοντας πως «αντί να πάρουν οι ίδιοι από τον πολιτισμό μας ή από τον τρόπο που σκεφτόμαστε ή τον τρόπο που ενεργούμε, βλέπουμε ότι μας το φέρνουν οι ίδιοι». Με τη σειρά του κάποιος άλλος διευθυντής, υποστηρίζει ότι ο ίδιος δε χαρακτηρίζεται από ρατσιστική διάθεση, αλλά διαβλέπει το ενδεχόμενο επιβολής των ετερόγλωσσων στην κοινωνία της Κύπρου, με αποτέλεσμα «εμείς να νιώθουμε ξένοι στην πατρίδα μας» και την πιθανότητα εθνικής άλωσης. 10 o Συνέδριο Παιδαγωγικής Εταιρείας Κύπρου 450

Η άποψη μου είναι ότι ως ελληνισμός, ως Έλληνες της Κύπρου πρέπει να ανησυχούμε, χωρίς να σημαίνει ότι είμαι ρατσιστής. Μπορεί ύστερα από μερικά χρόνια να είναι περισσότεροι από εμάς εδώ στην πατρίδα μας. Θα επιβάλουν, νοουμένου ότι αυξάνονται ανεξέλεγκτα, οπότε κάποια στιγμή θα αποκτήσουν και δικαιώματα και πλειοψηφίες. Αναφορές σε κινδύνους και αρνητικές καταστάσεις λόγω της παρουσίας ετερόγλωσσων στην κοινωνία, έγιναν και από άλλους διευθυντές του δείγματος. Πιο συγκεκριμένα, έγινε αναφορά σε προβλήματα που σχετίζονται με ναρκωτικά, οικογενειακά διαζύγια, σε κρίση που περνά ο θεσμός της οικογένειας όσον αφορά ζητήματα αξιών και αρχών, σε ηθική διαφθορά, εγκληματικότητα και αίσθημα ανασφάλειας. Διαφορά στην αντιμετώπιση ετερόγλωσσων στο σχολείο και στην κοινωνία. Οι πιο πάνω πεποιθήσεις, οι οποίες αφορούν κυρίως στο επίπεδο της κοινωνίας, αποτελούν τη βάση της αντιμετώπισης προς την ομάδα των ενήλικων ετερόγλωσσων. Σε επίπεδο, όμως, σχολείου, φαίνεται πως ισχύει μια διαφορετική αντιμετώπιση, αφού οι διευθυντές εκφράστηκαν πιο θετικά προς τον ετερόγλωσσο μαθητικό πληθυσμό. Μίλησαν για αισθήματα κατανόησης, έγνοιας, αγάπης προς τα ετερόγλωσσα παιδιά και αρκετοί δήλωσαν ότι η συνύπαρξη όλων των μαθητών σε ένα ευτυχισμένο σχολικό περιβάλλον, αποτελεί και την επιδίωξή τους. Όταν κλήθηκαν να δικαιολογήσουν τη μεγάλη διαφορά στην αντιμετώπιση ετερόγλωσσων στο σχολείο και την κοινωνία, αναφέρθηκαν σε «ιδανική» κοινωνία στο σχολείο, στο καθήκον τους να βοηθήσουν όλα τα παιδιά και σε πιο «εύκολη» αντιμετώπιση των ετερόγλωσσων μαθητών, παρά των ενήλικων. Σύμφωνα με ένα διευθυντή, «δεν έχεις τίποτα να φοβηθείς από το μικρό το παιδί, ενώ τους μεγάλους τους βλέπεις με κάποια δυσπιστία, κάποιο φόβο», ενώ κάποιοι άλλοι υποστηρίζουν ότι το σχολείο μπορεί να «ελέγξει» την κατάσταση και ότι «στα σχολεία δεν παρατηρείται το φαινόμενο της έντονης διαφορετικότητας, δηλαδή να νιώθουν τα παιδιά τα δικά μας ότι οι άλλοι είναι διαφορετικοί από αυτούς». Προτίμηση προς την πολιτική της αφομοίωσης/έμφαση στην ομοιότητα. Χαρακτηριστικό του λόγου των διευθυντών που ακολουθούν συντηρητική προσέγγιση είναι και η προτίμηση που επιδεικνύουν προς την πολιτική της αφομοίωσης, στα πλαίσια της οποίας δίνεται έμφαση στην ομοιότητα μεταξύ των μαθητών, η διαφορά θεωρείται «πρόβλημα» με τα κριτήρια να τίθενται από τον κυρίαρχο πολιτισμό. Ακόμη και στις περιπτώσεις που οι συμμετέχοντες αναφέρουν ότι προτιμούν την πολιτική της «ενσωμάτωσης», τα λεγόμενά τους παραπέμπουν σε αφομοίωση. Συγκεκριμένα, δύο διευθυντές δηλώνουν ευθέως ότι αξιολογούν θετικά την πολιτική της αφομοίωσης, με τον πρώτο να υποστηρίζει ότι σε επίπεδο σχολείου «βοηθά στην προώθηση των στόχων μας», «οι οποίοι είναι να βοηθήσουμε όλα τα παιδιά, να τους προσφέρουμε αγωγή και μόρφωση, σύμφωνα με τα δεδομένα που έχουμε μπροστά μας». Κατά τον ίδιο, η προσπάθεια για αφομοίωση των ετερόγλωσσων μαθητών δεν είναι συνειδητή, όμως αναπόφευκτη, αφού «σιγά σιγά τα παιδιά μοιάζουν μεταξύ τους». Επιχειρηματολογεί υπέρ της πολιτικής αυτής λέγοντας ουσιαστικά ότι με αυτό τον τρόπο οι διαφορές δεν οδηγούν σε προβλήματα, αφού αποφεύγονται αρνητικές καταστάσεις που θα δυσκόλευαν το έργο του εκπαιδευτικού στην τάξη αντιπαλότητες, ρατσιστικές συμπεριφορές, αντιζηλίες μεταξύ των μαθητών. Ο δεύτερος διευθυντής προτείνει ως εναλλακτική λύση, τη φοίτηση των ετερόγλωσσων μαθητών σε ξεχωριστά σχολεία πιστεύοντας ότι με αυτό τον τρόπο θα γίνει καλύτερη εργασία στο μαθησιακό τομέα. Θεωρεί δεδομένη την πορεία των 10 o Συνέδριο Παιδαγωγικής Εταιρείας Κύπρου 451

μαθητών αυτών προς την αφομοίωση και δεν πιστεύει ότι υπάρχει διαχωρισμός των πολιτικών αφομοίωσης και ενσωμάτωσης. Εκφράζει, επίσης, το φόβο πως αν δεν αφομοιωθούν οι ετερόγλωσσοι, «θα καταντήσουμε εμείς η μειονότητα και θα μας αφομοιώσουν αυτοί, αντί εμείς αυτούς». Όσον αφορά στα λεγόμενα των υπόλοιπων διευθυντών, αυτά κινούνται μεταξύ μιας προτίμησης προς την αφομοίωση και μιας άλλης προς την ενσωμάτωση, αφού υποστηρίζουν την ενσωμάτωση μιλώντας, όμως, με όρους αφομοίωσης των ετερόγλωσσων από τον κυρίαρχο πολιτισμό. Ενδεικτικά, κάποιος κάνει αναφορά σε «ομαλή προσαρμογή, ούτως ώστε να μη νιώθουν οποιοδήποτε κόμπλεξ είτε κατωτερότητας είτε διαφορετικότητας» δίνοντας, έτσι, το μήνυμα ότι θεωρεί ως πρόβλημα την εμφάνιση της διαφοράς, κάτι που συνάδει με την αφομοίωση. Άλλος διευθυντής που υποστηρίζει την ενσωμάτωση, παραδέχεται ότι ενδεχομένως να αποτελεί κίνδυνο για τον πολιτισμό των μειονοτικών μαθητών, ο επηρεασμός από τον κυρίαρχο πολιτισμό, αλλά πιστεύει ότι με αυτό τον τρόπο «θα βελτιώσει την ομάδα του, δηλαδή την επίδοση και την απόδοση της ομάδας του σχολείου του». Η πεποίθηση ότι θα πρέπει να επιδιώκεται η έμφαση στην ομοιότητα και όχι στη διαφορά, εκδηλώνεται και από τους εννιά διευθυντές. Αρκετοί από αυτούς, αν και αναφέρονται σε σεβασμό και αποδοχή της διαφοράς, συνδέουν την εμφάνισή της με την εκδήλωση προβλημάτων στους κόλπους της εκπαίδευσης και της ευρύτερης κοινωνίας. Ενδεικτικά, γίνονται αναφορές σε εχθρότητα μεταξύ των μαθητών και πρόκληση ρατσιστικών προβλημάτων. Άλλοι δε βλέπουν να φανερώνεται η πολιτισμική διαφορετικότητα στο σχολείο τους, ειδικότερα αφού πρόκειται για μικρά παιδιά. Το μόνο είδος διαφορετικότητας που βλέπουν είναι η γλωσσική, αφού τα περισσότερα παιδιά που κατάγονται από άλλες χώρες, αντιμετωπίζουν δυσκολίες σε θέματα ανάγνωσης, γραφής και προφορικού λόγου και η διαφορετικότητα ως προς το χρώμα του δέρματος. Κάποιοι διευθυντές αναφέρουν ότι οι μαθητές «δεν έχουν διαφορετικότητα, εντάχθηκαν» και «κάνουν ό,τι κάνουν οι άλλοι χωρίς να ξεχωρίζουν», ενώ ένας άλλος δηλώνει ότι δε χρειάζεται στο σχολείο του να τεθούν στόχοι όσον αφορά στην πολιτισμική διαφορετικότητα. Φράσεις του τύπου «θέλουμε να μη διαφέρουν τα παιδιά μας, να είναι όλα το ίδιο», «είναι σαν να είναι όλα όμοια, σαν να είναι όλα δικά μας», «συμμετέχουν κανονικότατα σαν να μη συμβαίνει τίποτα», «συμπεριφέρονται όπως τα παιδιά τα κανονικά», μεταδίδουν έμμεσα το μήνυμα της έμφασης στην ομοιότητα, στα πλαίσια μιας αφομοιωτικής προσέγγισης. Στα πλαίσια αυτής της έμφασης και της εξάλειψης της διαφορετικότητας, κάποιος διευθυντής θα προτιμούσε μια ομοιογενή κυπριακή κοινωνία, χωρίς ετερόγλωσσους, λόγω των προβλημάτων που πιστεύει ότι επέφερε η παρουσία τους. Προφίλ εκπαιδευτικών ηγετών με στοιχεία συναλλακτικής ηγεσίας Εφτά από τους διευθυντές που προσεγγίζουν την πολυπολιτισμικότητα με συντηρητικό τρόπο παρουσίασαν στο λόγο τους δείγματα συναλλακτικής ηγεσίας. Παρόλο που δεν επιχειρείται γενίκευση της σχέσης αυτής του τύπου αίτιο αποτέλεσμα, πιστεύεται ότι η εύρεσή της, ενδεχομένως να συμβάλλει σε μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα των συγκεκριμένων διευθυντών, αν θεωρηθεί η σχέση αυτή ως γεφύρωση της θεωρίας και της πράξης, δηλαδή των προσωπικών αντιλήψεων των διευθυντών και του τρόπου διοίκησης σε θέματα πολιτισμικής διαφορετικότητας. Ενδεικτικά, αναφέρεται ότι κάποιοι από τους διευθυντές εκδήλωσαν μια τάση 10 o Συνέδριο Παιδαγωγικής Εταιρείας Κύπρου 452

διατήρησης της οργανωτικής αρμονίας στο σχολείο τους, χωρίς τα «προβλήματα» με τα οποία συνδέονται συνήθως τα πολυπολιτισμικά σχολεία. Όπως επισημαίνει, «δε δημιουργήθηκε κάποιο πρόβλημα από τα ετερόγλωσσα παιδιά, ώστε να έχουν κάποιον να τα χειρίζεται», όπως για παράδειγμα μια ομάδα εκπαιδευτικών που να ηγείται πρωτοβουλιών σε σχέση με τη διαπολιτισμική αγωγή. Την ίδια ακριβώς άποψη που συνδέει τον καθορισμό στόχων σχετικών με την πολιτισμική διαφορετικότητα με την εμφάνιση προβλημάτων ή συγκρούσεων μεταξύ ετερόγλωσσων και Κυπρίων μαθητών, υιοθετούν και άλλοι διευθυντές. Όπως κάποιος αναφέρει, ο ρόλος του δεν αλλάζει, αφού «δε δημιουργείται κανένα πρόβλημα από τα αλλοδαπά παιδιά για να πει ότι πρέπει να βάλει στόχους». Από την άλλη, «σχολείο με πολλά παιδιά από διαφορετικούς πολιτισμούς δε θα το ήθελε». Προτιμά να ηγείται σχολείου που δεν έχει μεγάλο ποσοστό ετερόγλωσσων μαθητών, όπως αυτό στο οποίο εργάζεται την παρούσα σχολική χρονιά. Σε αντίθετη περίπτωση, «θα υπήρχαν διαφορετικοί στόχοι, διαφορετικά προγράμματα», κάτι που δε θα προτιμούσε, ενδεχομένως γιατί θα άλλαζε την υφιστάμενη κατάσταση. Στο σχολείο του «δεν του αναφέρουν οι δάσκαλοι» δραστηριότητες που να σχετίζονται με το θέμα της πολιτισμικής διαφορετικότητας. Την προτίμησή του προς την υφιστάμενη κατάσταση και τη μη αναζήτηση διαφορετικών στόχων, φαίνεται να δείχνει και ένας άλλος διευθυντής. Απαντώντας σε ερώτηση σχετική με το όραμά του, νιώθει ότι «είναι εντάξει» το σχολείο του «όπως το έχει τώρα» και αυτό που χρειάζεται είναι «να τονίζεται τακτικά ο σεβασμός στο διαφορετικό που έχουν κάποια παιδιά». Πρόκειται για διευθυντή που θέλει να βεβαιώνεται ότι η υλοποίηση των στόχων γίνεται με βάση τις οδηγίες του ΥΠΠ, δείγμα σύνδεσης του ρόλου του με μια ανώτερη εξουσία και διεξαγωγής δραστηριοτήτων στα πλαίσια των παρεχόμενων, εκ των άνω, οδηγιών. Σε διαδοχικές του αναφορές, τονίζει: Της δίνουμε (της διαφορετικότητας) τη σημασία που πρέπει, αλλά δεν παύουμε να προσφέρουμε την εκπαίδευση όπως πρέπει και σύμφωνα με τις οδηγίες του Υπουργείου Παιδείας....Σεβόμαστε την ιδιαιτερότητα, σεβόμαστε την προέλευση τους αλλά μέσα στα πλαίσια των οδηγιών του Υπουργείου Παιδείας. Την ίδια περίπου σχέση με το ΥΠΠ, φαίνεται πως τηρούν και οι άλλοι διευθυντές. Ενδεικτικά, ένας διευθυντής δεν τοποθετείται σε προσωπικό επίπεδο ως προς το όραμα που έχει ως ηγέτης σχολείου με πολιτισμική διαφορετικότητα, αλλά παραπέμπει στην πολιτική του ΥΠΠ αναφέροντας ότι αυτό «εξαρτάται από τους στόχους του ΥΠΠ» και την κοινή πολιτική που θα πρέπει να θέσει. Η δήλωση αυτή συνάδει με την προτίμησή του να ηγείται σχολείων χωρίς πολιτισμική διαφορετικότητα, αφού θεωρεί την ηγεσία ενός τέτοιου σχολείου πρόβλημα, παρά πρόκληση. Συζήτηση Η ανάλυση των αποτελεσμάτων έδειξε ότι οι μισοί περίπου διευθυντές του δείγματος, που ενστερνίζονται την συντηρητική προσέγγιση, θέτουν κριτήρια του κυρίαρχου πολιτισμού, προβαίνοντας σε «συγκριτική αξιολόγηση των πολιτισμών» (Λινάρδος, 2005, σελ.61) με βάση τον ελληνικό και δίνοντας έμφαση στις ομοιότητες μεταξύ των μαθητών στα πλαίσια της αφομοίωσής τους από τον κυρίαρχο πολιτισμό. Ταυτόχρονα, η συγκεκριμένη ομάδα διευθυντών συνδέει τους ετερόγλωσσους με 10 o Συνέδριο Παιδαγωγικής Εταιρείας Κύπρου 453

διάφορα προβλήματα που υπάρχουν στην κυπριακή κοινωνία προβάλλοντας το «λόγο (discourse) του φόβου» (Ζεμπύλας, 2008) - αισθήματα ανασφάλειας, πολλά κρούσματα εγκληματικότητας, χαλάρωση οικογενειακών δεσμών και αξιών. Με αυτό τον τρόπο, μέμφονται αυτούς που είναι εκτός των ορίων της δικής τους τάξης και καταγωγής για τα προβλήματα στην κυπριακή κοινωνία (βλ. Kincheloe & Steinberg, 1997). Αυτό το αρνητικό κλίμα εύκολα μεταφέρεται έμμεσα και στην εκπαίδευση, όπως σημειώνει ο Γκότοβος (2002). Απόψεις του τύπου, «θα επιβάλουν εκείνο που θέλουν στο τέλος και εμείς θα νιώθουμε ξένοι στην πατρίδα μας» και «αντί να πάρουν οι ίδιοι από τον πολιτισμό μας, βλέπουμε ότι μας το φέρνουν οι ίδιοι», παραπέμπουν στην πεποίθηση ότι «οι μετανάστες (οι «άλλοι») απειλούν το «εμείς»» (Ζεμπύλας, 2008, σελ.3). Στο πλαίσιο αυτό, στο οποίο η εθνική ταυτότητα είναι αντιληπτή ως διαχρονικά αναλλοίωτη, αναδύεται ταυτόχρονα και μια στατική θεώρηση του πολιτισμού. Παρόλο που κατά τον Γκόβαρη (2000), ο πολιτισμός χαρακτηρίζεται από δυναμική που περιλαμβάνει δυνατότητα συνεχούς ανταπόκρισης στις αλλαγές των συνθηκών και αλληλεπίδραση με άλλους πολιτισμούς, οι διευθυντές συντηρητικής προσέγγισης δίνουν μηνύματα αρνητικής αξιολόγησης της επαφής με άλλους πολιτισμούς και δεν παρέχουν ενδείξεις θεώρησης της διαφορετικότητας ως θετικού και εμπλουτιστικού στοιχείου (Manning & Baruth, 1996). Έτσι, οι διευθυντές της συντηρητικής προσέγγισης υποστηρίζουν την πλήρη «αφομοίωση» των ετερόγλωσσων παιδιών στην κυρίαρχη κουλτούρα, παρόλο που χρησιμοποιούν όρους ενσωμάτωσης. Αν θεωρήσουμε ότι η μονοπολιτισμική θέση είναι κατανοητή με βάση τις σχέσεις εξουσίας (Kincheloe & Steinberg, 1997), τότε αυτή η θέση ενισχύεται με τις ανησυχίες κάποιων διευθυντών για ενδεχόμενη επιβολή των ετερόγλωσσων, λόγω του ολοένα και αυξανόμενου αριθμού τους, ή ακόμη και με το αίσθημα του εφησυχασμού ότι δεν υπάρχει πιθανότητα υπερίσχυσης του ξένου στοιχείου στα σχολεία, γιατί οι Κύπριοι μαθητές αποτελούν τη μεγαλύτερη ομάδα. Ακόμη περισσότερο, το μονοπολιτισμικό πλαίσιο στο οποίο λειτουργούν οι διευθυντές αυτοί, φαίνεται μέσα από τις πεποιθήσεις τους για την εμφάνιση της πολιτισμικής διαφορετικότητας. Είναι χαρακτηριστικό ότι για τους περισσότερους διευθυντές δεν είναι αντιληπτή η διαφορετικότητα ή δε φανερώνεται στο σχολείο, κάτι που έχει διαπιστωθεί και από τα ερευνητικά πορίσματα των Goddard και Hart (2007) στον Καναδά, σχετικά με την αντίσταση των διευθυντών στην αναγνώριση της διαφορετικότητας. Επίσης, δείγμα των μονοπολιτισμικών συνθηκών στο χώρο του σχολείου, αποτελούν και οι αναφορές στην έμφαση που πρέπει να δίνεται στις ομοιότητες μεταξύ των μαθητών και στην αντίληψη της διαφοράς «ως πρόβλημα... ως κάτι για να αφομοιώσεις, να καλύψεις ή να κρύψεις» (Garcia & Lopez, 2005, σελ.437), αφού σύμφωνα με κάποιους διευθυντές αυτής της προσέγγισης, η έμφαση στη διαφορά, μπορεί να προκαλέσει ρατσιστικά προβλήματα ή «σύμπλεγμα» διαφορετικότητας. Η ανάλυση των αποτελεσμάτων της συντηρητικής πολυπολιτισμικότητας έδειξε, επίσης, ότι υπάρχει διάσταση μεταξύ της αντιμετώπισης των ετερόγλωσσων μαθητών στο σχολείο και των μεγαλύτερων στην κοινωνία, κάτι που θα μπορούσε να λεχθεί και ως αμφισημία (ambivalence) στη στάση των διευθυντών. Φαίνεται, όμως, πως αυτή η στάση συνοδεύεται από κατηγοριοποιήσεις που στηρίζονται σε ορισμένα χαρακτηριστικά. Οι ενήλικες (ετερόγλωσσοι) παρουσιάζονται ως αυτοί που δημιουργούν πολλά κοινωνικά προβλήματα και οι μαθητές ως τα παιδιά που το 10 o Συνέδριο Παιδαγωγικής Εταιρείας Κύπρου 454

σχολείο έχει καθήκον να μορφώσει, να δώσει αγάπη, κατανόηση και ένα περιβάλλον στο οποίο να νιώθουν ευτυχισμένα. Μια τέτοια αντιμετώπιση παρουσιάζει το σχολείο αποκομμένο από την ευρύτερη κοινωνία και παραπέμπει σε απλοϊκά συστήματα δυαδικών μηνυμάτων, με αποτέλεσμα την απουσία χώρου για αμφισβήτηση και αντιλογία. Ακόμη και οι διευθυντές που δικαιολογούν αυτή τη διάσταση ορίζοντας το σχολείο ως χώρο που μπορεί να «ελέγξει την κατάσταση» σε αντίθεση με την κοινωνία, ενδεχομένως να περνούν μηνύματα που σχετίζονται με ζητήματα πολιτικά, δηλαδή ζητήματα σχέσεων εξουσίας ανάμεσα στο άτομο και την κοινότητα/ κοινότητες που εμπλέκονται (Ζεμπύλας, 2008). Επιβεβαιώνουν, με άλλα λόγια, ότι η φιλοσοφική τους προσέγγιση είναι ο συντηρητισμός, που περιλαμβάνει τον έλεγχο των άλλων εθνοτικών ομάδων και τη διατήρηση της υπάρχουσας κατάστασης. Βέβαια, η έκφραση των συγκεκριμένων απόψεων που φαίνονται εκ πρώτης όψεως αντίθετες, ενδεχομένως να είναι και αποτέλεσμα της πολυπλοκότητας της κατάστασης που έχουν να αντιμετωπίσουν οι διευθυντές σε σχολεία με πολιτισμική διαφορετικότητα στο μαθητικό πληθυσμό. Δε θα πρέπει, ακόμη, να παραλείπεται το γεγονός ότι η «πρωτοφανής παρουσία αλλοδαπών» (ΥΠΠ, Φακ 7.1.05.20, 2007, σελ.1) στην κοινωνία, αλλά και στα σχολεία, έφερε τους διευθυντές να ηγούνται πολυπολιτισμικών σχολείων χωρίς να είναι προετοιμασμένοι, όπως κάποιοι από αυτούς ανέφεραν. Ακόμη, περισσότερο, ίσως να μην είχαν το χρόνο να κατανοήσουν τις δικές τους «πολιτισμικές υποθέσεις», διαδικασία που κατά την Powell (2001) είναι σημαντική για τα άτομα ως «προϊόντα των εμπειριών» τους (σελ.11), ή ακόμη να αποβάλουν διάφορες πολιτισμικές ταξινομήσεις/κατηγοριοποιήσεις (cultural encapsulation) με τις οποίες, ίσως να έχουν μεγαλώσει (Banks, 1994). Είναι ενδιαφέρον, πάντως, ότι το συναλλακτικό μοντέλο εμφανίζεται στενά συνδεδεμένο με τη συντηρητική προσέγγιση πολυπολιτισμικότητας έτσι συμφωνούμε με την υπόθεση της McGlynn (2008) ότι ενδεχομένως κάποιες προσεγγίσεις πολυπολιτισμού να συνδέονται με συγκεκριμένους τύπους ηγετικών μοντέλων. Μέσα από την ανάλυση μας φάνηκε ότι η ομάδα αυτή των διευθυντών ενστερνίζεται το ηγετοκεντρικό πλαίσιο αναφοράς (Portin, 1999) αφού, όπως αναφέρουν και οι διευθυντές, στόχος τους είναι η διατήρηση της οργανωτικής αρμονίας (Webb κ.ά., 2004) και των υπαρχουσών δομών του σχολείου και της κοινωνίας. Αυτές οι ενδείξεις δημιουργούν την εικόνα μιας ομάδας διευθυντών που θέλει να διατηρήσει την επαγγελματική ταυτότητα που το ίδιο το σύστημα της έδωσε μέσω του ΥΠΠ και που δε θεωρεί ότι «οι διαφορές μεταξύ των μαθητών που απορρέουν από εθνικά και πολιτισμικά υπόβαθρα, συμβάλλουν σημαντικά στην ταυτότητα των σχολείων τους» (Goddard, Billot & Cranston, 2006). Επιπρόσθετα, η προσπάθεια για εύρεση πιθανών σχέσεων μεταξύ συντηρητικής προσέγγισης και συναλλακτικού μοντέλου ηγεσίας, οδήγησαν στη διαπίστωση ότι η επιδίωξη της ομοιομορφίας και της διατήρησης της υπάρχουσας κατάστασης ήταν μία από τις βασικές κοινές τους επιδιώξεις. Αυτές οι επιδιώξεις γίνονται ορατές μέσα από δηλώσεις που σχετίζονται με την αντίληψη της ηγεσίας ενός πολυπολιτισμικού σχολείου, της παρουσίας ετερόγλωσσων στην κυπριακή κοινωνία ως «πρόβλημα» και συνακόλουθα με την προτίμηση για ηγεσία σχολείου και τη συμβίωση σε μια κοινωνία, χωρίς μεγάλο ποσοστό πολιτισμικής διαφορετικότητας. Επίσης, φανερώνονται μέσα από αναφορές που συνδέουν άμεσα τις πράξεις των διευθυντών, ή και το όραμά τους, με το ΥΠΠ ως την ανώτερη εξουσία, μέσα από την προτίμηση 10 o Συνέδριο Παιδαγωγικής Εταιρείας Κύπρου 455

στην πολιτική της αφομοίωσης και την πεποίθηση ότι δεν τίθεται θέμα επιβολής της μειονότητας στην πλειονότητα. Αυτές οι αναφορές υποδηλώνουν μια ιδιαίτερα αμυντική και προστατευτική στάση, σε περιπτώσεις όπου υπάρχει το αίσθημα απειλής της υπάρχουσας πολιτισμικής ηγεμονίας (βλ. Kincheloe & Steinberg, 1997, Saiti, 2007). Επίλογος Τα αποτελέσματα της παρούσας έρευνας δείχνουν ότι η διοίκηση ενός πολυπολιτισμικού σχολείου παρουσιάζει σημαντικές προκλήσεις και αξίζει να τύχει πιο συστηματικής προσοχής, τόσο ερευνητικά όσο και από την πολιτεία. Εάν ο διευθυντής αντιμετωπίζει με αρνητικότητα το ζήτημα της πολυπολιτισμικότητας, ως «προβλήματος» δηλαδή και όχι ως ευκαιρίας εμπλουτισμού του σχολείου, τότε αυτή η στάση δεν μπορεί παρά να αντανακλάται και στη σχετική φιλοσοφική και πρακτική προσέγγιση της πολυπολιτισμικότητας στη σχολική του μονάδα. Πάντως, η εικόνα που παρουσιάζει στην πλειοψηφία του το συγκεκριμένο δείγμα για υιοθέτηση μιας συντηρητικής προσέγγισης σε συνδυασμό με ενδείξεις συναλλακτικού μοντέλου ηγεσίας σε θέματα διαπολιτισμικής αγωγής, θα μπορούσε να οδηγήσει τους αρμόδιους, από πλευράς εκπαιδευτικής πολιτικής, στην αναζήτηση τρόπων με τους οποίους οι διευθυντές, μέσα από αλλαγή στην προσέγγιση και το μοντέλο ηγεσίας που υιοθετούν, να συμβάλουν και σε θετικές αλλαγές όσον αφορά στις πρακτικές διαπολιτισμικής εκπαίδευσης. Θα μπορούσε ακόμη να αναζητηθούν με ερευνητικό, ίσως, τρόπο, διευθυντές που υιοθετούν μοντέλα ηγεσίας που μπορούν να οδηγήσουν σε αλλαγή της υφιστάμενης κατάστασης, όπως το κριτικό ή μετασχηματιστικό μοντέλο. Ενδεχομένως, οι διευθυντές αυτοί, να μπορούν να αποτελέσουν και τους πυρήνες για επιτυχέστερη εφαρμογή της διαπολιτισμικής αγωγής. Φαίνεται πως οι προσπάθειες για επιτυχέστερη εφαρμογή της διαπολιτισμικής αγωγής, μπορούν να κινηθούν και προς παρεμβάσεις με στόχο την αλλαγή του μοντέλου ηγεσίας των διευθυντών και όχι μόνο την αλλαγή του τρόπου με τον οποίο προσεγγίζεται η πολυπολιτισμικότητα. Βιβλιογραφία Ελληνόφωνη Αβρααμίδης, Η. & Καλυβάς, Ε. (2006). Μέθοδοι έρευνας στην Ειδική Αγωγή: Θεωρία και Εφαρμογές. Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση. Αγγελίδης Π. & Στυλιανού Τ. (2003). Πολυπολιτισμική Εκπαίδευση στην Κύπρο: μια χύτρα πολιτισμικής αφομοίωσης. Σύγχρονη Εκπαίδευση, 128, 91-98. Ασκούνη, Ν. (2001). Εθνοκεντρισμός και πολυπολιτισμικότητα: η αναζήτηση ενός νέου προσανατολισμού της εκπαίδευσης. Στο: Αλ. Ανδρούσου, Ν. Ασκούνη, Κ. Μάγος & Σ. Χρηστίδου-Λιοναράκη, Εκπαίδευση: Πολιτισμικές Διαφορές και Κοινωνικές ανισότητες Τόμος Β (σσ.67-112). Πάτρα: Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο. Banks, J. A. (2002). Εισαγωγή στην πολυπολιτισμική Εκπαίδευση. Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση. Γκόβαρης, Χ. (2000). Διαπολιτισμική εκπαίδευση και το δίλημμα των «πολιτισμικών διαφορών», Παιδαγωγικός Λόγος, 3, 23-30. Γκότοβος, Α. Ε. (2002). Εκπαίδευση και ετερότητα. Αθήνα: Μεταίχμιο. Ετήσια Έκθεση 2006 (2007). Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού: Λευκωσία. Ετήσια Έκθεση 2005 (2006). Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού: Λευκωσία. Ετήσια Έκθεση 2004 (2005). Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού: Λευκωσία. 10 o Συνέδριο Παιδαγωγικής Εταιρείας Κύπρου 456

Ετήσια Έκθεση 2003 (2004). Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού: Λευκωσία. Ζεμπύλας, Μ. (2008, Ιανουάριος). Κριτική Διαπολιτισμική Προσέγγιση: Προκλήσεις και προοπτικές στην Κύπρο του σήμερα και του χτες. Παρουσίαση στο συνέδριο του ΖΕΠ Παναγίας Θεοσκέπαστης Πάφου. Πολιτιστικό Κέντρο Λαϊκής Τράπεζας Πάφου. Πάφος. Λινάρδος, Ν. Β. (2005). Εκπαίδευση μαθητών με γλωσσικές και πολιτισμικές ιδιαιτερότητες παρούσα κατάσταση και προοπτικές. Νέα Παιδεία, 113, 58-64. Νικολάου, Γ. (2005). Διαπολιτισμική Διδακτική - Το Νέο Περιβάλλον - Βασικές Αρχές. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα. Νικολάου, Γ. (2000). Ένταξη και εκπαίδευση των αλλοδαπών μαθητών στο Δημοτικό Σχολείο. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα. Παπαναούμ, Ζ. (2004). Η ηγεσία της σχολικής μονάδας στη σύγχρονη πολυπολιτισμική πραγματικότητα. Στα: Πρακτικά 1 ου Εκπαιδευτικού Συνεδρίου «Το σχολείο μπροστά στη διαφορετικότητα των γλωσσών και των πολιτισμών», Κοζάνη. Πασιαρδής, Π. (2004). Εκπαιδευτική ηγεσία: Από την περίοδο της ευμενούς αδιαφορίας στη σύγχρονη εποχή. Αθήνα: Μεταίχμιο. Στρατηγικός Σχεδιασμός για την Παιδεία (2007). Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού: Λευκωσία. Τριμικλινιώτης, N. (2001). Τα προβλήματα από τη φοίτηση των Ποντίων στη Δημοτική εκπαίδευση: Προκαταρκτική Έρευνα και Έκθεση. Σύνδεσμος Κοινωνιολόγων Κύπρου. Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού (2007). Φάκελοι Αρχείου, Φακ.1.05.20. Ψαρρού, Μ. Κ. & Ζαφειρόπουλος, Κ. (2004). Επιστημονική έρευνα: Θεωρία και εφαρμογές στις κοινωνικές επιστήμες. Αθήνα: Δαρδάνος/ Τυπωθήτω. Αγγλόγλωσση Angelides, P., Stylianou, Τ. & Leigh, J. (2003). Forging a Multicultural Ethos in Cyprus: Reflections on Policy and Practice. Intercultural Education, 14, (1), 57-66. Barker, B. (2005) Transforming schools: illusion or reality? School Leadership and Management, 25 (2), 99-116. Blase, J. & Anderson, G.L. (1995). The micropolitics of educational leadership Coelho, E. (1998). Teaching and learning in multicultural schools: an integrated approach. Clevedon: Multilingual Matters. Day, C., Harris, A. & Hadfield, M. (2001a). Challenging the orthodoxy of effective school leadership. International Journal of Leadership in Education, 4 (1), 39-56. Day, C, Harris, A. & Hadfield, M. (2001b). Grounding knowledge of schools in stakeholder realities: a multi-perspective study of effective school leader, School Leadership & Management, 21 (1), 19-42. Dimmock, C. & Walker, Α. (2005). Educational leadership: culture and diversity. London: Sage. Duarte E. M., & Smith, S. (2000). Foundational perspectives in multicultural education. New York: Longman. Foster, W. (1989). Towards a Critical Practice of Leadership. In J. Smyth (ed) Critical Perspectives on Educational Leadership. London: The Falmer Press. Garcia, O. M. & Lopez, R. (2005). Teachers initial raining in cultural diversity in Spain: attitudes and pedagogical strategies, Intercultural Education, 16 (5), 433-442. 10 o Συνέδριο Παιδαγωγικής Εταιρείας Κύπρου 457

Georgiou, M., Papayianni, O., Savvides, I. & Pashiardis, P. (2001). Educational leadership as a paradox: The case of Cyprus. Στο: P. Pashiardis (Ed.), International perspectives on educational leadership (σσ.70-92). Hong Kong: Centre for Educational Leadership & The University of Hong Kong. Giroux, H. (2003). Pedagogies of Difference, Race and Representation Film as a Site of Translating and Politics. Στο: P. Trifonas (Επιμ.). Pedagogies of Difference (σσ. 83-109). Νέα Υόρκη: Routledge. Goddard, Τ. J., Billot, J. & Cranston, N. (2006). Decision making by school principals: The impact of ethnocultural diversity. Πρακτικά CCEAM Annual Conference. Goddard, Τ. J. & Hart, A. C. (2007). School leadership and equity: Canadian elements. School Leadership & Management, 27 (1), 7-20. Grawitz, M., Brimo, A. & Jahoda, M. (1996). Εισαγωγή στη Μεθοδολογία και τις επιστήμες των κοινωνικών επιστημών, Γενική Εποπτεία: Βασίλης Φίλιας. Αθήνα: Gutenberg. Gunter, H. M. (2001). Leaders and Leadership in Education. London: Sage. Kincheloe, J. L. & Steinberg, S. R. (1997). Changing multiculturalism. Φιλαδέλφεια: Open University Press. Kvale, S. (1996). Interviews: An Introduction to Qualitative Research Interviewing. Thousand Oaks: Sage. Lesliee, A. (1998). The Rhetoric of Diversity and the Traditions of American Literary Study: Critical Multiculturalism in English. Greenwood Publishing Group. Manning, M. L. & Baruth, L. G. (1996). Multicultural education of children and adolescents. Boston: Allyn and Bacon. McGlynn, C. (2008). Leading integrated schools: a study of the multicultural perspectives of Northern Irish principals. Journal of Peace Education, 5, (1), 3 16. McNeill, N., Cavanagh, R., & Silcox, S. (2003). Beyond instructional leadership: Towards pedagogic leadership, Παρουσίαση στο Ετήσιο Συνέδριο του Australian Association for Research in Education, Auckland. Nieto, S. (1996). Affirming diversity : the sociopolitical context of multicultural education. Νέα Υόρκη: Longman. Panayiotopoulos, C. & Nicolaidou, M. (2007). At a Crossroads of Civilizations: Multicultural Educational Provision in Cyprus through the Lens of a Case Study. Intercultural Education, 18 (1), 65-79. Portin, B. S. (1999, Οκτώβρης). Manifestations of Critical Leadership in Tides of Reform: Contradiction or Opportunity? Παρουσίαση στο Annual Meeting of the University Council for Educational Administration, Μινεάπολη. Powell, R. (2001). Straight Talk: growing as multicultural educators. Washington: Peter Lang. Saiti, A. (2007). School leadership and educational equality: analysis of Greek secondary school date. School Leadership & Management, 27 (1), 65-78. Sergiovanni, T. (1990). Value- Added Leadership: How to get extraordinary performance in schools. Λονδίνο: HBJ. Siedel, S. (1998). Wondering to be done: The collaborative assessment conference. Στο: D. Allen, Assessing student learning: From grading to understanding (σσ.21-39). Νέα Υόρκη: College Press. Sleeter, C. & McLaren, P. (1995). Multicultural education, critical pedagogy, and the politics of difference. Albany: State University of New York Press. 10 o Συνέδριο Παιδαγωγικής Εταιρείας Κύπρου 458

Tiedt, P.L. & Tiedt, I.M. (2002). Multicultural teaching: A handbook of activities, information and resources (6th ed.). Boston: Allyn & Bacon. Webb, P.T., Neumann, M. & Jones, C.L. (2004). Politics, school improvement and social justice: a triadic model of teacher leadership. The Educational Forum, 68 (3), 254-262. 10 o Συνέδριο Παιδαγωγικής Εταιρείας Κύπρου 459