1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΕΜΠΟΡΙΚΟΥ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ Mάθημα: Εμπορικές Δικαιοπραξίες Διπλωματική εργασία με θέμα: «Ασφαλίσεις προσωπικών κινδύνων σε συνδυασμό με επενδυτικά προγράμματα» Της Ελένης Δ. Ατσαλή (Α.Μ.: 400630/2012) ΕΠΙΒΛΕΠΟΥΣΑ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ: Χατζηνικολάου-Αγγελίδου Ουρανία (Καθηγήτρια) Θεσσαλονίκη, Δεκέμβριος 2014 1
2 ΠΡΟΛΟΓΟΣ Η ασφάλιση προσωπικών ή αλλιώς μη περιουσιακών κινδύνων εκφράζει την ανάγκη του σύγχρονου ανθρώπου να διασφαλιστεί απέναντι σε κινδύνους που απειλούν τη ζωή του καθ όλη τη διάρκειά της και σε όλες τις εκφάνσεις της (διαβίωση, υγεία, επιβίωση). Επειδή ακόμα και στις προηγμένες και εύρωστες οικονομικά κοινωνίες, η κρατική μέριμνα που ασκείται από τους κοινωνικούς φορείς δεν επαρκεί για να εξασφαλίσει ότι το εκτιθέμενο σε κίνδυνο πρόσωπο θα τον αντιμετωπίσει επαρκώς ή ότι δεν θα υποχρεωθεί να μεταβάλλει την ποιότητα της ζωής του στην προσπάθειά του να τον αποκρούσει, η με ατομική πρωτοβουλία των ιδιωτών συνομολόγηση συμβάσεων ασφάλισης προσωπικών κινδύνων με ασφαλιστικές εταιρίες έρχεται να συμπληρώσει το ρόλο της δημόσιας κοινωνικής ασφάλισης και των συστημάτων πρόνοιας 1. Στις μέρες μας, που οι οικονομικές εξελίξεις επηρεάζουν απρόβλεπτα τη ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων ανά την υφήλιο και θέτουν υπό αμφισβήτηση τις παροχές της δημόσιας κοινωνικής ασφάλισης, η ιδιωτική ασφάλιση προσωπικών κινδύνων καλείται να διαδραματίσει προεξέχοντα ρόλο, καλύπτοντας τα «κενά» του κοινωνικού κράτους που διογκώνονται σε απρόβλεπτο για το μέσο πολίτη μέχρι πριν από μερικές δεκαετίες βαθμό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιων δημοσιονομικών εξελίξεων αποτελεί τα τελευταία έτη η χώρα μας, η οποία υπό το βάρος της εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους της έχει προβεί σε πρωτοφανή περιστολή συνταξιοδοτικών 2, υγειονομικών 3 και εν γένει κοινωνικών 4 παροχών με αποτέλεσμα να παρατηρείται σημαντική πτώση του βιοτικού επιπέδου του πληθυσμού της. Μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον αβεβαιότητας, λοιπόν, η σύναψη συμβάσεων ιδιωτικής ασφάλισης προσωπικών κινδύνων διαφαίνεται ως ενδεδειγμένο μέσο διασφάλισης του επιπέδου ζωής του Έλληνα ασφαλισμένου ενόσω το ύψος και η ποιότητα των κρατικών παροχών σύνταξης, υγείας και πρόνοιας τίθενται υπό αμφισβήτηση 5. Με την παρούσα εισήγηση θα επιχειρηθεί η μελέτη των βασικών χαρακτηριστικών των εν λόγω συμβάσεων και η παρουσίαση των συνηθέστερων νομικών ζητημάτων που 1 Ρ.Χατζηνικολάου Αγγελίδου, Ιδιωτικό Ασφαλιστικό Δίκαιο, Β Έκδοση(2008) σελ. 2 ( 2) 2 Βλ. ενδεικτικά Ν.4024/2011, Ν.4093/2012 3 Βλ. ενδεικτικά Ν.3918/2011 4 Βλ. ενδεικτικά Ν.4093/2012 5 Βλ. Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για τη Νομισματική Πολιτική 2012-2013, σύμφωνα με όσα προβλέπει το Καταστατικό της. 2
3 ανακύπτουν κατά τη διάρκειά τους. Επίσης θα γίνει αναφορά στον επενδυτικό χαρακτήρα που μπορούν να λάβουν οι εν λόγω ασφαλιστικές συμβάσεις, ως στοιχείο που τις καθιστά δελεαστικότερες για τον ασφαλισμένο αλλά και ως αναπτυσσόμενο κλάδο της οικονομίας της χώρας μας. 3
4 ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ ΑΚ ΑΕΔΑΚ Βλ ΔΕΕ ΔΟΥ ΕΕ ΕΕμπΔ ΕλλΔνη ΕΝ ΕΟΚ ΕΟΧ ΕπΔικΙΑ ΕπισκΕΔ κτλ μ.χ. ν.δ. ΝΠΔΔ π.δ. π.χ. π.χ. ΤΝΠ ΦΕΚ Αστικός Κώδικας Ανώνυμη Εταιρία Διαχείρισης Αμοιβαίων Κεφαλαίων Βλέπε Δίκαιο Εταιριών κ Επιχειρήσεων Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία Ευρωπαϊκή Ένωση Επιθεώρηση Εμπορικού Δικαίου Ελληνική Δικαιοσύνη Εμπορικός Νόμος Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα Ευρωπαϊκός Οικονομικός Χώρος Επιθεώρηση Δικαίου Ιδιωτικής Ασφάλισης Επισκόπηση Εμπορικού Δικαίου και τα λοιπά μετά Χριστόν Νομοθετικό Διάταγμα Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου Προεδρικό Διάταγμα προ Χριστού παραδείγματος χάριν Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Φύλλο Εφημερίδας Κυβερνήσεως 4
5 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Α. Εισαγωγή σελ. 7 Α.Ι. Ασφάλεια- Ασφάλιση Διακρίσεις της ασφάλισης σελ. 7 Α.ΙΙ. Το ασφαλιστικό δίκαιο, οι διακρίσεις του και η βασική νομοθεσία της ασφάλισης προσωπικών κινδύνων σελ. 9 Α.IΙΙ. Ιδιωτικό διεθνές δίκαιο της ιδιωτικής ασφάλισης σελ.13 Β. Η ασφαλιστική σύμβαση σελ.17 Β.Ι. Νομική φύση της ασφαλιστικής σύμβασης Β.ΙΙ. Μορφές της ασφαλιστικής σύμβασης Β.ΙΙΙ. Συμβαλλόμενα μέρη Β.IV. Συμφωνία των συμβαλλομένων Ασφαλιστήριο σελ.17 σελ.18 σελ.20 σελ.22 Β.V. Οι κυριότερες υποχρεώσεις των συμβαλλομένων μερών κατά τη διάρκεια της ασφαλιστικής σύμβασης σελ.24 Γ. Ασφάλιση προσωπικών κινδύνων σελ.26 Γ.I. Ασφάλιση προσωπικών κινδύνων και ασφάλιση ποσού σελ.27 Γ.II. Τα πρόσωπα που μετέχουν και επηρεάζονται στην ασφάλιση προσωπικών κινδύνων σελ.30 Γ.III. Παρεκκλίσεις από τις γενικές διατάξεις του δικαίου της ασφαλιστικής σύμβασης σελ.32 Δ. Η ασφάλιση επί της ζωής σελ.35 Δ.I. Ασφάλιση θανάτου και ασφάλιση επιβίωσης σελ.36 Δ.Ι.1. Ζητήματα σχετικά με τον ορισμό και την ανάκληση δικαιούχου στην ασφάλιση ζωής τρίτου σελ.40 Δ.Ι.2. Εκχώρηση ή ενεχύραση απαίτησης για ασφάλισμα από το δικαιούχο Δ.II. Το προσυμβατικό καθήκον αναγγελίας στην ασφάλιση επί της ζωής σελ.43 σελ.44 Δ.III. Η αυτοκτονία ή η θανάτωση ως λόγοι απαλλαγής του ασφαλιστή στην ασφάλιση θανάτου σελ.47 5
6 Δ.IV. Ειδικές περιπτώσεις της κατηγορίας ασφαλίσεων ζωής Δ.IV.1. Ασφαλίσεις ζωής που συνδέονται με επενδύσεις (unit linked) Δ.IV.2. Τοντίνες Δ.IV.3. Διαχείριση ομαδικών συνταξιοδοτικών κεφαλαίων (ή προγραμμάτων) Δ.V. Η εξαγορά του ασφαλιστηρίου στην ασφάλιση ζωής Δ.V.1. Η αξία εξαγοράς του ασφαλιστηρίου στην ασφάλιση ζωής σελ.51 σελ.51 σελ.54 σελ.54 σελ.56 σελ.59 Ε. Ασφάλιση ατυχημάτων σελ.62 Ε.I. Ο ενδοτικός χαρακτήρας της διάταξης του άρθρου 31 1 ΑσφΝ Ε.II. Η ύπαρξη περισσοτέρων ασφαλίσεων ατυχημάτων ΣΤ. Ασφάλιση ασθενειών ΣΤ.I. Αναλογική εφαρμογή των διατάξεων για την ασφάλιση ατυχημάτων στην ασφάλιση ασθενειών ΣΤ.II. Ασφάλιση υγείας με διαχείριση όπως η ασφάλιση ζωής Επίλογος ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ σελ.65 σελ.66 σελ.68 σελ.70 σελ.71 σελ.73 σελ.74 σελ.89 σελ.91 σελ.92 6
7 Α. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Α.I. Ασφάλεια- Ασφάλιση Διακρίσεις της ασφάλισης Ασφάλεια σημαίνει προστασία από τον κίνδυνο ή την απώλεια. Η ύπαρξη ασφάλειας αποτελεί κατάσταση μείζονος σημασίας για τον καθένα ξεχωριστά αλλά και για την κοινωνία συνολικά. Γι αυτό και διακρίνουμε την ασφάλεια του προσώπου σε ατομική, δηλαδή σε έλλειψη κινδύνου για την ίδια του τη ζωή και για τα περιουσιακά του αγαθά, και σε κοινωνική, δηλαδή σε οικονομική προστασία του προσώπου και συντήρησή του στο μέλλον π.χ. λόγω αναπηρίας ή γήρατος 6. Τόσο η ατομική όσο και η κοινωνική ασφάλεια οφείλουν να διατηρούνται με κρατική μέριμνα όταν αναφερόμαστε σε προηγμένες πολιτιστικά και οικονομικά κοινωνίες. Ασφάλιση είναι η με οργανωμένο τρόπο εξασφάλιση του ατόμου από πηγές κινδύνων στους οποίους εκτίθεται και αφορούν στις συνθήκες της ζωής του, τους βιομηχανικούς και τεχνολογικούς τομείς. Δεδομένου ότι η κρατική μέριμνα δεν επαρκεί για την εξασφάλιση κάθε ατόμου από όλους εκείνους τους κινδύνους που τον απειλούν σε ικανοποιητικό βαθμό, έχει αναπτυχθεί ο θεσμός της ιδιωτικής ασφάλισης αποσκοπώντας στην αντιμετώπιση των συνεπειών που ανακύπτουν από την επέλευση των επαπειλούντων πρόσωπα ή πράγματα κινδύνων μεταξύ περισσότερων προσώπων 7. Ο θεσμός της ασφάλισης ανατρέχει ιστορικά στη 2 η π.χ. χιλιετία με τη μορφή προβλέψεων «αλληλοβοήθειας» ανάμεσα σε άτομα που εκτελούσαν παρεμφερή είδη εργασίας, καταδεικνύοντας την ανάγκη συλλογικής αντιμετώπισης ορισμένων κινδύνων 8. Στην αρχαία Ελλάδα συναντώνται όροι όπως αυτοί των «ομοτάφων» που θεσπίστηκε με νόμο του Σόλωνα τον 6 ο π.χ. αιώνα και καθόριζε τη λειτουργία εταιριών με σκοπό την κάλυψη εξόδων κηδείας και της «αβαρίας» που συμπεριλαμβανόταν στο δίκαιο της Ρόδου τον 4 ο π.χ. αιώνα και όριζε πως κάθε ηθελημένη θυσία εμπορευμάτων που πραγματοποιούνταν χάριν του πλοίου και του υπόλοιπου φορτίου, επιβάρυνε αναλογικά όλα τα διασωθέντα φορτία. Στην αρχαία Ρώμη καθιερώθηκε το πρώτο συνταξιοδοτικό σύστημα της αρχαιότητας (με τη μορφή αποζημίωσης που λάμβανε κάθε λεγεωνάριος που αποχωρούσε ή που λάμβανε η οικογένειά 6 Ρ.Χατζηνικολάου Αγγελίδου, Ιδιωτικό Ασφαλιστικό Δίκαιο, Β Έκδοση(2008) σελ. 1 ( 2) 7 Α.Αργυριάδη, Ασφαλιστικόν Δίκαιον, 1979, σελ.2 8 Α. Σινανιώτη Μαρούδη, Ασφαλιστικό Δίκαιο, 2014, σελ.4 7
8 του αν πέθαινε σε μάχη). Στο Βυζάντιο και στο 14 ο βιβλίο από τους «Πανδέκτες» που ολοκληρώθηκαν το 553 μ.χ. συναντάμε πρόβλεψη για το θεσμό της δωρεάς αιτία θανάτου που σκόπευε στην οικονομική εξασφάλιση της χήρας και ομοιάζει με τη σημερινή ασφάλιση ζωής. Τη σύγχρονη μορφή της η ασφάλιση την έλαβε το 18 ο αιώνα διακρινόμενη από το παίγνιο. Η ασφάλιση σήμερα βασίζεται στην ασφαλιστική επιστήμη και την ασφαλιστική τεχνική, οι οποίες αξιοποιούν στατιστικούς και μαθηματικούς κανόνες για να υπολογίζεται κάθε φορά ο τρόπος και ο βαθμός ικανοποίησης του προσώπου σε σχέση με τα αποτελέσματα που προκάλεσε ο επελθών κίνδυνος. Κεντρική ιδέα της έννοιας της ασφάλισης είναι η μέσω της μεσολάβησης ενός φορέα (δηλαδή του ασφαλιστή) μετατόπιση του κινδύνου ενός ατόμου σε μία κοινωνία κινδύνων, ώστε να επέρχεται επιμερισμός των συνεπειών από την επέλευση κινδύνου ανάμεσα σε περισσότερα άτομα 9. Η ασφάλιση του ατόμου εμφανίζεται ως συμβατική - ιδιωτική (λαμβάνει χώρα δηλαδή με τη βούληση του ατόμου και για κινδύνους που αυτό επιθυμεί και παρέχεται από ιδιωτικούς φορείς, τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις) και ως υποχρεωτική - κοινωνική 10 (λαμβάνει χώρα κατόπιν υποχρέωσης του ατόμου που πηγάζει από σχετική νομοθεσία ανεξάρτητα από την ιδιωτική βούληση και παρέχεται από ΝΠΔΔ και φορείς κοινωνικής ασφάλισης). Εκτός από την προαναφερθείσα θεμελιώδη διάκριση, η ασφάλιση διακρίνεται ανάλογα με το είδος του ασφαλιζόμενου κινδύνου σε χερσαία (όταν οι ασφαλιζόμενοι κίνδυνοι είναι χερσαίοι), θαλάσσια (όταν οι ασφαλιζόμενοι κίνδυνοι είναι θαλάσσιοι π.χ. φορτίο, ναύλος), και αεροπορική (όταν οι ασφαλιζόμενοι κίνδυνοι είναι αεροπορικοί π.χ. αεροσκάφος, αποσκευές). Όταν ο ασφαλιζόμενος κίνδυνος δεν αποτελεί ούτε θαλάσσιο ούτε αεροπορικό κίνδυνο, τεκμαίρεται ως χερσαίος. Ομοίως με κριτήριο τον ασφαλιζόμενο κίνδυνο, διακρίνουμε την ασφάλιση σε ασφάλιση προσωπικών κινδύνων (όταν οι ασφαλιζόμενοι κίνδυνοι αναφέρονται σε γεγονότα της ζωής π.χ. ασφάλιση ζωής) και ασφάλιση περιουσιακών κινδύνων (όταν οι ασφαλιζόμενοι κίνδυνοι αναφέρονται σε περιουσιακούς κινδύνους, π.χ. ασφάλιση πυρκαγιάς, κλοπής). Ανάλογα με τη μορφή της ασφαλιστικής κάλυψης, διακρίνουμε την ασφάλιση σε ασφάλιση ποσού (όταν με την επέλευση του ασφαλιζόμενου κινδύνου καταβάλλεται ένα συμφωνημένο ποσό ανεξάρτητα αν επήλθε ζημία- άρθρο 27 1 Ν.2496/1997), 9 M. Clark, The Law of Insurance Contracts (2002), σελ. 159 10 Γενικά βλ. Δίκαιο της Κοινωνικής Αφάλισης, Παπαρρηγόπουλος Πεχλιβανίδης, 2013 8
9 χαρακτηριστικότερο παράδειγμα της οποίας είναι η ασφάλιση ζωής, και σε ασφάλιση ζημιών (όταν με την επέλευση του ασφαλιζόμενου κινδύνου αποκαθίσταται η επελθούσα περιουσιακή ζημία και μόνο, αποκλειομένου του πλουτισμού του ζημιωθέντα- άρθρο 11 1 Ν.2496/1997). Η ασφάλιση ζημιών συναντάται και ως ασφάλιση ενεργητικού (όταν ασφαλίζεται η σχέση προσώπου με ενεργητικά στοιχεία της περιουσίας του) ή ασφάλιση παθητικού (όταν ασφαλίζεται η σχέση προσώπου με παθητικά στοιχεία της περιουσίας του). Περαιτέρω, η ασφάλιση εμφανίζεται ως καταναλωτική, όταν συνάπτεται για ιδιωτικούς λόγους και καλύπτει κινδύνους προσωπικής φύσης, και ως επαγγελματική ή εμπορική, όταν συνάπτεται για επαγγελματικούς λόγους, π.χ. ασφάλιση μεταφοράς. Όταν ο ασφαλισμένος επιλέγει το αν θα προβεί σε ασφάλιση και τι θα ασφαλίσει μιλάμε για προαιρετική ασφάλιση, στηριζόμενη στην κατ άρθρο 361 ΑΚ ελευθερία των συμβάσεων, ενώ όταν η ασφάλιση για ορισμένο κίνδυνο κρίνεται από το νομοθέτη απαραίτητη, μιλάμε για υποχρεωτική ασφάλιση, όπως για παράδειγμα στην υποχρεωτική ασφάλιση αστικής ευθύνης από τροχαία ατυχήματα βάσει του κ.ν.489/1976 και στην υποχρεωτική ασφάλιση αστικής ευθύνης πλοιοκτητών βάσει του ν.3450/2006. Τέλος, διακρίνουμε την ασφάλιση ανάλογα με τις ιδρυόμενες με αυτή ασφαλιστικές σχέσεις σε ατομική, όταν ιδρύεται μία μόνο ασφαλιστική σχέση ανάμεσα στον ασφαλιστή και τον ασφαλισμένο, και σε ομαδική 11, όταν ιδρύονται περισσότερες ασφαλιστικές σχέσεις, με την έννοια ότι στη σύναψη της ασφαλιστικής σύμβασης συμμετέχουν ο ασφαλιστής, ο αντισυμβαλλόμενος λήπτης της ασφάλισης και περισσότεροι ασφαλισμένοι, όπως είναι για παράδειγμα η ομαδική ασφάλιση εργαζομένων. Στην παρούσα εισήγηση θα αναφερθούμε στη συμβατική - ιδιωτική, χερσαία ασφάλιση προσωπικών κινδύνων. Όπως θα αναλυθεί εκτενώς παρακάτω, η εν λόγω ασφάλιση εμφανίζεται κυρίως ως ασφάλιση ποσού αλλά μπορεί να συμφωνηθεί και ως ασφάλιση ζημιών και συνομολογείται προαιρετικά ως καταναλωτική συνήθως σύμβαση. Α.ΙΙ. Το ασφαλιστικό δίκαιο, οι διακρίσεις του και η βασική νομοθεσία της ασφάλισης προσωπικών κινδύνων Όσο η ανάγκη του ανθρώπου να αξιοποιεί το θεσμό της ασφάλισης ώστε να αντιμετωπίζει τους κινδύνους που τον απειλούν μεγάλωνε, η έννομη τάξη δημιούργησε ένα 11 Βλ. Ομαδική ασφάλιση, Μπεχρή Κεχαγιόγλου, 2010 9
10 σύνολο κανόνων δικαίου που ρυθμίζει αφενός την ασφαλιστική σχέση των ασφαλισμένων με τους φορείς κοινωνικής ή ιδιωτικής ασφάλισης και αφετέρου το καθεστώς λειτουργίας των ως άνω φορέων και της εποπτείας που τους ασκείται. Οι κανόνες αυτοί συνιστούν το Ασφαλιστικό Δίκαιο, το οποίο έχει εξελιχθεί σε αυτοτελή κλάδο του εμπορικού δικαίου τις τελευταίες δεκαετίες και μελετάται με βάση τη διάκρισή του σε Ιδιωτικό Ασφαλιστικό Δίκαιο και Δίκαιο της Κοινωνικής Ασφάλισης 12. Ειδικότερα, το ασφαλιστικό δίκαιο αποτελεί σύμπλεγμα κανόνων οι οποίοι ρυθμίζουν 13 : α) Τις σχέσεις ασφαλιστή, λήπτη της ασφάλισης, ασφαλισμένου και δικαιούχου της παροχής του ασφαλιστή, δηλαδή τις σχέσεις των προσώπων που συμβάλλονται με σύμβαση που ενδιαφέρει το ασφαλιστικό δίκαιο είτε επηρεάζονται από αυτήν (για τα πρόσωπα αυτά θα γίνει αναλυτική αναφορά στη συνέχεια της εισήγησης). Οι συγκεκριμένοι κανόνες μαζί με τη νομολογία και τη νομική φιλολογία αποτελούν το κατά κυριολεξία δίκαιο της ασφαλιστικής σύμβασης β) Την ίδρυση και λειτουργία των ασφαλιστικών επιχειρήσεων και την ασκούμενη επ αυτών κρατική εποπτεία γ) Την ίδρυση και τη λειτουργία των επιχειρήσεων διαμεσολάβησης στην ιδιωτική ασφάλιση δ) Την ίδρυση και λειτουργία των παρόχων επαγγελματικής συνταξιοδότησης, την ασκούμενη επ αυτών εποπτεία και τις σχέσεις με τα μέλη τους. Οι κανόνες αυτοί αποτελούν το ιδιωτικό ασφαλιστικό δίκαιο με ευρεία έννοια ε) Την ίδρυση και λειτουργία των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου που είναι φορείς άσκησης της κατά κυριολεξία κοινωνικής ασφάλισης, την ασκούμενη επ αυτών κρατική εποπτεία και τις σχέσεις τους με τους ασφαλισμένους τους/ δέκτες κοικωνικοασφαλιστικής παροχής στ) Την ίδρυση και λειτουργία των φορέων (νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου) άσκησης της σε ευρεία έννοια κοινωνικής ασφάλισης, την ασκούμενη επ αυτών κρατική εποπτεία και τις σχέσεις τους με τους ασφαλισμένους τους και τα δικαιώματα αυτών, όταν δεν πρόκειται για δραστηριότητες που εμπίπτουν σε εκείνες που ασκούνται από παροχείς επαγγελματικών συνταξιοδοτήσεων. Από τα παραπάνω, το δίκαιο της ασφαλιστικής σύμβασης αποτελεί το σημαντικότερο από άποψη νομικής καλλιέργειας τμήμα του ιδιωτικού ασφαλιστικού δικαίου και θα μας απασχολήσει στην παρούσα εισήγηση, ενώ το δίκαιο της ασφαλιστικής επιχείρησης και των διαμεσολαβούντων είναι σπουδαιότερο για την ασφαλιστική βιομηχανία. Η κοινωνική ασφάλιση 12 Ρ.Χατζηνικολάου Αγγελίδου, Ασφαλιστική Σύμβαση. Η προστασία του ασφαλισμένου ως καταναλωτή (2002), σελ.11-12 13 Ι. Ρόκα, Ασφαλιστικό Δίκαιο, Εισηγήσεις, 2 η έκδοση, σελ.3 10
11 δεν αποτελεί ιδιωτικό ασφαλιστικό δίκαιο. Τέλος, το δίκαιο των παρόχων επαγγελματικής συνταξιοδότησης έχει μηδαμινή επιστημονική επεξεργασία μέχρι σήμερα στην Ελλάδα, εντούτοις αναμένεται μεγάλη διάδοσή του 14. Το δίκαιο της ασφαλιστικής σύμβασης ρυθμίζεται στη χώρα μας από το ν.2496/1997 (εφεξής Ασφαλιστικό Νόμο ή ΑσφΝ). Πριν από τη θέσπισή του και μέχρι την 17 η -11-1997 ίσχυε το ένατο τμήμα του Ελληνικού Εμπορικού Νόμου της 19 ης -4-1835, ο οποίος ως γνωστόν αποτελούσε μετάφραση του Γαλλικού Εμπορικού Κώδικα του 1807. Σημειωτέον ότι το ένατο τμήμα του Ελληνικού Εμπορικού Νόμου προστέθηκε με το Ν.ΓΨΙΖ/1910, ενώ μέχρι τότε (το έτος 1910 δηλαδή) η χερσαία ασφάλιση ήταν αρρύθμιστη στο δίκαιό μας. Ο πρωτοπόρος και σύγχρονος Ασφαλιστικός μας Νόμος με τη δημοσίευσή του στις 16-5-1997 στο ΦΕΚ κατήργησε το ένατο τμήμα του Εμπορικού Νόμου και τέθηκε σε ισχύ από την 17 η -11-1997. Από τις διατάξεις του διέπονται όσες συμβάσεις συνήφθησαν προηγουμένως και είναι εκκρεμείς, ενώ δεν εφαρμόζεται στις συμβάσεις, στις οποίες η ασφαλιστική περίπτωση πραγματοποιήθηκε πριν την ουσιαστική έναρξη ισχύος του 15. Κατά τη μελέτη της ασφάλισης προσωπικών κινδύνων που θα επιχειρηθεί με την παρούσα, θα μας απασχολήσει κυρίως ο ΑσφΝ, αλλά και οι διατάξεις του Αστικού Κώδικα, του Ν.2251/1994 για την προστασία του Καταναλωτή στο μέτρο που δεν έρχονται σε αντίθεση με ειδικότερες διατάξεις του και του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας ως προς το δικονομικό σκέλος. Επίσης θα μας απασχολήσει η Υ.Α. Ζ1-629-10/5/2005 που αποτελεί ενσωμάτωση στο εθνικό μας δίκαιο της Οδηγίας 2002/65/ΕΚ σχετικά με την εξ αποστάσεως εμπορία χρηματοοικονομικών υπηρεσιών προς τους καταναλωτές και την τροποποίηση των οδηγιών 90/619/ΕΟΚ του Συμβουλίου, 97/7/ΕΚ και 98/27/ΕΚ και ρυθμίζει την εξ αποστάσεως κατάρτιση ασφαλιστικής σύμβασης 16. Αναφορά θα γίνει και στο ν.δ.400/1970, δηλαδή το ελληνικό δίκαιο της ασφαλιστικής επιχείρησης, και στο ν.3587/2005 που ενσωμάτωσε στην ελληνική νομοθεσία την Οδηγία 2005/29/ΕΚ για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές. Αξιοσημείωτη κρίνεται και η προσπάθεια που διεξάγεται τα τελευταία χρόνια σε ευρωπαϊκό ακαδημαϊκό επίπεδο ώστε να συγκλίνουν οι εθνικές νομοθεσίες των ευρωπαϊκών 14 Ι. Ρόκα, Ασφαλιστικό Δίκαιο, Εισηγήσεις, 3 η έκδοση, σελ.4 15 ΑΠ 1124/2005, ΔΕΕ 2006, σελ. 63 16 Α. Σινανιώτη Μαρούδη, Η εξ αποστάσεως εμπορία χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, Το δίκαιο στην ψηφιακή εποχή, 3 ο Πανελλήνιο Συνέδριο e Themis, 2012, σελ.193 επ. 11
12 ηπειρωτικών συστημάτων δικαίου, στα οποία συγκαταλέγεται και το ελληνικό, σε βασικές αρχές και θεσμούς οι οποίες θα πρέπει να διέπουν την ασφαλιστική σύμβαση. Η εν λόγω προσπάθεια συνίσταται σε ένα σύνολο διατάξεων, γνωστών ως «αρχών του ευρωπαϊκού δικαίου για την ασφαλιστική σύμβαση» (Principles of European Insurance Contract Law PEICL 17 ), οι οποίες περιλαμβάνουν όλες τις ασφαλιστικές συμβάσεις, εκτός από όσες αναφέρονται στη θαλάσσια ασφάλιση και την αντασφάλιση, συντάχθηκαν από την ομάδα ακαδημαϊκών του προγράμματος «Restatement of European Insurance Contract Law» και προορίζεται για έναν προαιρετικό Κανονισμό, ο οποίος αν υιοθετηθεί από τις ευρωπαϊκές Αρχές, θα εφαρμόζεται μόνο στις περιπτώσεις όπου θα το επιλέξουν ο ασφαλιστής και ο λήπτης της ασφάλισης υπερισχύοντας ακόμα και έναντι των αναγκαστικού δικαίου διατάξεων της αντίστοιχης εθνικής νομοθεσίας του Κράτους μέλους της ΕΕ. Ακόμα, οι διατάξεις αυτές δεν θα μπορούν να τροποποιηθούν με τη σύμβαση σε βάρος των συμφερόντων των ασφαλισμένων, με εξαίρεση όσες ασφαλιστικές συμβάσεις αφορούν τους μεγάλους κινδύνους κατά το ενωσιακό δίκαιο. Πρόκειται για ένα σύμπλεγμα διατάξεων το οποίο παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με τον ΑσφΝ και αν τελικά υιοθετηθεί ως προαιρετικός κανονισμός θα αποτελέσει το «δεύτερο» μετά τον ΑσφΝ νομοθετικό καθεστώς του ελληνικού δικαίου της ασφαλιστικής σύμβασης, θα ευνοήσει τη διασυνοριακή κυκλοφορία ασφαλιστικών προϊόντων, η οποία δυσχεραίνεται από την ύπαρξη 28 διαφορετικών σχετικών εθνικών νομοθεσιών και θα επηρεάσει θετικά τη δραστηριότητα των ευρωπαϊκών ασφαλιστικών επιχειρήσεων και το σύγχρονο συμβατικό ασφαλιστικό δίκαιο γενικότερα 18. Από την αναφορά στις νομοθετικές πηγές δικαίου του ιδιωτικού ασφαλιστικού δικαίου, δεν θα πρέπει να παραλειφθεί η σχετική μνεία και στις εμπορικές ασφαλιστικές συνήθειες. Αυτές αποτελούν εθιμικές πηγές δικαίου (1 ΑΚ) οι οποίες έχουν διαμορφωθεί στη βάση της καλής πίστης, η οποία συνίσταται στη νομιμότητα της συμπεριφοράς του ασφαλισμένου κατά την κατάρτιση και τη διάρκεια της ασφαλιστικής σύμβασης και η παράβασή τους μπορεί να οδηγήσει σε μετριασμό ή και πλήρη απαλλαγή του ασφαλιστή. Οι εμπορικές ασφαλιστικές συνήθειες πρακτικά εμφανίζονται με τη δημιουργία των ασφαλιστικών όρων στους οποίους συμφωνούν οι συμβαλλόμενοι στην ασφαλιστική σύμβαση. Οι ασφαλιστικοί όροι δεν πρέπει να παραβλέπουν τις αναγκαστικού δικαίου διατάξεις που προβλέπει ο ΑσφΝ (βλ. άρθρο 33) και να περιορίζουν τα δικαιώματα του ασθενέστερου οικονομικά μέρους της σύμβασης, δηλαδή 17 Βλ. www.uibk.ac.at/zivilrecht/restatement/ 18 Ι. Ρόκα, Ασφαλιστικό Δίκαιο, Εισηγήσεις, 3 η έκδοση, σελ.6 12
13 του λήπτη της ασφάλισης και του ασφαλισμένου. Οι ασφαλιστικοί όροι διακρίνονται σε γενικούς, οι οποίοι προδιατυπώνονται μονομερώς από τους ασφαλιστές ώστε να αποτελέσουν τυπικό και ομοιόμορφο περιεχόμενο απροσδιόριστου αριθμού συμβάσεων και έχουν τη μορφή ΓΟΣ, και σε ειδικούς, οι οποίοι συμφωνούνται κατόπιν διαπραγμάτευσης και ισχύσουν σε ορισμένη ασφαλιστική σύμβαση και μόνο 19. Α.ΙΙΙ. Ιδιωτικό διεθνές δίκαιο της ιδιωτικής ασφάλισης Στα πλαίσια της παρούσας εισήγησης με θέμα την ασφάλιση προσωπικών κινδύνων, που αποτελεί κομμάτι του ιδιωτικού ασφαλιστικού δικαίου, δεν θα πρέπει να παραλειφθεί η αναφορά στον Κανονισμό 593/2008(«Ρώμη Ι»), η οποία όσον αφορά τις γενικές ρυθμίσεις της διαδέχθηκε τη Σύμβαση της Ρώμης του 1980 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές και εφαρμόζεται επί ασφαλιστικών συμβάσεων που συνομολογήθηκαν από την 17 η -12-2009 και μετά και εμφανίζουν στοιχείο αλλοδαπότητας. Ο Κανονισμός «Ρώμη Ι» διαδέχθηκε τις Κοινοτικές Οδηγίες δεύτερης γενεάς για την πρωτασφάλιση, συγκεκριμένα την Οδηγία 88/357 (για την πρωτασφάλιση εκτός της ασφάλειας ζωής) και την Οδηγία 90/619 (για την πρωτασφάλιση ζωής, που αντικαταστάθηκε από την Οδηγία 2002/83 για την ασφάλιση ζωής). Στο πεδίο εφαρμογής της «Ρώμη Ι» εμπίπτουν όσα είδη ασφαλιστικών συμβάσεων δεν εξαιρούνται ρητά από αυτό και που δεν εμπίπτουν στην ειδική ρύθμιση του άρθρου 7 του Κανονισμού. Σύμφωνα λοιπόν με την 1 της προαναφερθείσας διάταξης, «Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται σε συμβάσεις προβλεπόμενες στην 2, ανεξαρτήτως του εάν ο καλυπτόμενος κίνδυνος ευρίσκεται σε κράτος μέλος, και σε όλες τις άλλες συμβάσεις ασφάλισης οι οποίες καλύπτουν κινδύνους που ευρίσκονται εκτός της επικράτειας των κρατών μελών. Δεν εφαρμόζεται σε συμβάσεις αντασφάλισης.», ενώ η 2 του ίδιου άρθρου προβλέπει ότι «Οι συμβάσεις ασφάλισης που καλύπτουν μεγάλους κινδύνους, όπως ορίζονται στο άρθρο 5 στοιχείο δ) της πρώτης οδηγίας 73/239/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 24ης Ιουλίου 1973, περί συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη δραστηριότητος πρωτασφαλίσεως, εκτός της ασφαλίσεως ζωής, και την άσκηση αυτής, διέπονται από το δίκαιο που έχουν επιλέξει τα μέρη σύμφωνα με το άρθρο 3 του παρόντος κανονισμού. Στο μέτρο που τα μέρη δεν έχουν επιλέξει το εφαρμοστέο δίκαιο, η σύμβαση ασφάλισης διέπεται από το δίκαιο της χώρας όπου ο ασφαλιστής έχει τη συνήθη 19 Ρ.Χατζηνικολάου Αγγελίδου, Ιδιωτικό Ασφαλιστικό Δίκαιο, Β Έκδοση(2008) σελ. 22 ( 49) 13
14 διαμονή του. Όταν από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης προκύπτει ότι η σύμβαση προδήλως συνδέεται στενότερα με άλλη χώρα, εφαρμόζεται το δίκαιο της άλλης αυτής χώρας.» Όσον αφορά δηλαδή τους μεγάλους κινδύνους, ο κοινοτικός νομοθέτης εναποθέτει τη ρύθμιση του εφαρμοστέου δικαίου στην απόλυτη αυτονομία των συμβαλλομένων μερών, ενώ για τις περιπτώσεις που τα μέρη παραλείπουν να το, ορίσουν ανατρέχει στο δίκαιο της χώρας όπου ο ασφαλιστής έχει τη συνήθη διαμονή του, εκτός αν συνολικά από τις περιστάσεις της υπόθεσης διαφαίνεται προδήλως ότι η σύμβαση συνδέεται στενότερα με άλλη χώρα, οπότε και εφαρμόζεται το δίκαιο της τελευταίας 20. Στη συνέχεια με την 3 του άρθρου 7 του Κανονισμού παρατίθενται τα επιμέρους δίκαια μεταξύ των οποίων τα μέρη μπορούν να ορίσουν ως εφαρμοστέο στην ασφαλιστική σύμβασή τους (εκτός από τις ασφαλίσεις μεγάλων κινδύνων), ενώ θεωρείται ότι ελλείψει τέτοιας πρόβλεψης η σύμβαση διέπεται από το δίκαιο του κράτους μέλους όπου ευρίσκεται ο κίνδυνος κατά τη χρονική στιγμή που συνομολογείται η ασφαλιστική σύμβαση. Η χώρα όπου ευρίσκεται ο κίνδυνος προσδιορίζεται με αναδρομή στο άρθρο 2 στοιχ. δ της δεύτερης Οδηγίας 88/357/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 22-6-1988 για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων για την άμεση ασφάλιση, εκτός από την ασφάλιση ζωής, και τη θέσπιση διατάξεων για τη διευκόλυνση και την αποτελεσματική άσκηση της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών. Όσο για την ασφάλιση ζωής, η χώρα όπου ευρίσκεται ο κίνδυνος είναι η χώρα της ασφαλιστικής υποχρέωσης σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 1 1 στοιχ. ζ της Οδηγίας 2002/83/ΕΚ (βλ. άρθρο 7 5 της «Ρώμη Ι»). Όσον αφορά την ασφάλιση λοιπών κινδύνων ζημιών ή ζωής οι οποίοι εντοπίζονται εκτός ΕΕ αλλά και τις συμβάσεις αντασφάλισης 21, εφαρμόζεται το άρθρο 3 του Κανονισμού, σύμφωνα με το οποίο ( 1) «Η σύμβαση διέπεται από το δίκαιο που επέλεξαν τα μέρη. Η επιλογή πρέπει να γίνεται ρητώς ή να συνάγεται σαφώς από τις διατάξεις της σύμβασης ή τα δεδομένα της υπόθεσης. Με την επιλογή τους τα συμβαλλόμενα μέρη μπορούν να επιλέγουν το εφαρμοστέο δίκαιο στο σύνολο ή σε μέρος μόνο της σύμβαση.» και ( 2) «Τα μέρη μπορούν να συμφωνήσουν οποτεδήποτε την υπαγωγή της σύμβασης σε δίκαιο άλλο από εκείνο που τη διείπε προηγουμένως, είτε δυνάμει προηγούμενης επιλογής κατά το παρόν άρθρο είτε δυνάμει 20 Α. Γραμματικάκη Αλεξίου, Ζ. Παπασιώπη Πασιά, Ε. Βασιλακάκη, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, 2010, σελ.315 21 Ι. Αθανασιάδη, Ζητήματα ιδιωτικού διεθνούς δικαίου στον τομέα της αντασφάλισης, Αρμ2010, 1136 14
15 άλλων διατάξεων του παρόντος κανονισμού. Κάθε μεταβολή του εφαρμοστέου δικαίου που γίνεται μετά τη σύναψη της σύμβασης δεν θίγει, κατά το άρθρο 11, το τυπικό κύρος της σύμβασης ούτε επηρεάζει αρνητικά τα δικαιώματα τρίτων.». Αν και σε αυτές τις περιπτώσεις κινδύνων δεν έχει προβλεφθεί το εφαρμοστέο δίκαιο, κρίσιμο καθίσταται το δίκαιο της χώρας όπου το υπόχρεο σε εκπλήρωση παροχής μέρος έχει τη συνήθη διαμονή του, σύμφωνα με το άρθρο 4 2 του Κανονισμού. Τέλος, με την από 1-3-2002 θέση σε ισχύ του Κανονισμού 22/2001 ΕΚ («Βρυξέλλες Ι») για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, δεν ισχύει στις ασφαλιστικές συμβάσεις του ιδιωτικού ασφαλιστικού δικαίου που μας ενδιαφέρουν ο γενικός κανόνας δικαιοδοσίας υπέρ του δικαστηρίου του κράτους μέλους όπου έχει την κατοικία του ο εναγόμενος, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά του (άρθρο 2 του «Βρυξέλλες Ι»). Έτσι, στις ασφαλιστικές συμβάσεις σύμφωνα με το άρθρο 9 του «Βρυξέλλες Ι» ισχύει ότι ο ασφαλιστής που έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους μπορεί να εναχθεί ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους όπου έχει την κατοικία του ή σε άλλο κράτος μέλος, εφόσον την αγωγή έχει ασκήσει ο αντισυμβαλλόμενος του ασφαλιστή, ο ασφαλισμένος ή ο δικαιούχος, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου ο ενάγων έχει την κατοικία του ή αν πρόκειται για συνασφαλιστή, ενώπιον του δικαστηρίου του κράτους μέλους, στο οποίο έχει εναχθεί ο κύριος ασφαλιστής και όταν ο ασφαλιστής δεν έχει κατοικία στο έδαφος κράτους μέλους, αλλά διαθέτει υποκατάστημα, πρακτορείο ή οποιαδήποτε άλλη εγκατάσταση σε κράτος μέλος, θεωρείται, για διαφορές σχετικές με την εκμετάλλευσή τους, ότι έχει την κατοικία του στο έδαφος αυτού του κράτους μέλους. Με την ως άνω διάταξη εισάγεται πρόβλεψη με σκοπό την προστασία του ασθενέστερου οικονομικά συμβαλλόμενου, με την παροχή δυνατότητας να ασκήσει την αγωγή του και στα δικαστήρια της δικής του κατοικίας 22, κάτι που εκτός από μέριμνα του νομοθέτη υπέρ ασθενέστερου μέρους μπορεί να εκληφθεί και ως παροχή σε αυτόν της ευχέρειας χρήσης των δυνατοτήτων που του προσφέρει η ενιαία ευρωπαϊκή αγορά 23. Σύμφωνα και με το άρθρο 11 του «Βρυξέλλες Ι», «Σε υποθέσεις ασφάλισης αστικής ευθύνης, ο ασφαλιστής μπορεί επίσης να προσεπικληθεί ενώπιον του δικαστηρίου που έχει επιληφθεί της αγωγής του ζημιωθέντος κατά του ασφαλισμένου, αν το δίκαιο του δικαστηρίου 22 Α. Γραμματικάκη Αλεξίου, Ζ. Παπασιώπη Πασιά, Ε. Βασιλακάκη, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, 2010, σελ.432 επ. 23 Ρ.Χατζηνικολάου Αγγελίδου, Ιδιωτικό Ασφαλιστικό Δίκαιο, Γ Έκδοση(2012) σελ. 67 15
16 το επιτρέπει. Οι διατάξεις των άρθρων 8, 9 και 10 εφαρμόζονται σε περίπτωση ευθείας αγωγής του ζημιωθέντος κατά του ασφαλιστή, εφόσον η ευθεία αγωγή επιτρέπεται. Αν το δίκαιο που διέπει την ευθεία αγωγή προβλέπει την προσεπίκληση του αντισυμβαλλόμενου του ασφαλιστή ή του ασφαλισμένου, το ίδιο δικαστήριο έχει δικαιοδοσία και ως προς αυτούς, ενώ η 1 του άρθρου 11 προβλέπει ότι με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 11, τρίτο εδάφιο, η αγωγή του ασφαλιστή μπορεί να ασκηθεί μόνον ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους στο οποίο έχει την κατοικία του ο εναγόμενος, ανεξάρτητα αν είναι αντισυμβαλλόμενος του ασφαλιστή, ασφαλισμένος ή δικαιούχος. 16
17 Β. Η ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ Ο ορισμός της ασφαλιστικής σύμβασης δίδεται στο άρθρο 1 1 του ΑσφΝ ως ακολούθως: «Με την ασφαλιστική σύμβαση η ασφαλιστική επιχείρηση (ασφαλιστής) αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλει, έναντι ασφαλίστρου, στον συμβαλλόμενό της (λήπτη της ασφάλισης) ή σε τρίτον, παροχή (ασφάλισμα) σε χρήμα ή, εφόσον υπάρχει ειδική συμφωνία, άλλη παροχή σε είδος, όταν επέλθει το περιστατικό από το οποίο συμφωνήθηκε να εξαρτάται η υποχρέωσή του (ασφαλιστική περίπτωση).». Η σύναψη της ασφαλιστικής σύμβασης ανατρέχει στην αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων και της ιδιωτικής αυτονομίας των μερών. Βασικό στοιχείο της ασφαλιστικής σύμβασης είναι αυτό του κινδύνου. Πρόκειται για στοιχείο που διαφοροποιεί την συμβατική - ιδιωτική ασφάλιση από άλλες δραστηριότητες του χρηματοιοκονομικού τομέα και ορίζεται ως η αβεβαιότητα ως προς την επέλευση ή μη ενός περιστατικού που είναι σε θέση να δημιουργήσει ένα οικονομικό βάρος. Η ασφαλιστική σύμβαση και η ιδιωτική ασφάλιση γενικότερα δεν σκοπεύει στον αποκλεισμό του μελλοντικού κινδύνου, αλλά στην αποκατάσταση των οικονομικών συνεπειών που θα επιφέρει, έναντι ενός πολύ μικρού αντιτίμου, συγκριτικά με την προκαλούμενη οικονομική ανάγκη 24. Β.I. Νομική φύση της ασφαλιστικής σύμβασης Η ασφαλιστική σύμβαση είναι «επώνυμη» σύμβαση, γιατί ρυθμίζεται και ονοματίζεται ειδικά από τον ΑσφΝ 25. Ως δικαιοπραξία με την οποία δημιουργούνται ενοχικά δικαιώματα και υποχρεώσεις χαρακτηρίζεται ενοχική 26 και τα μέρη υποχρεούνται αναμεταξύ τους σε αμοιβαίες παροχές, που με τη σειρά τους γεννούν αξιώσεις. Έτσι ο λήπτης της ασφάλισης έχει ενοχική αξίωση έναντι του ασφαλιστή για καταβολή του ασφαλίσματος με την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης και ο ασφαλιστής έχει ενοχική αξίωση έναντι του λήπτη της ασφάλισης για καταβολή του συμφωνημένου ασφαλίστρου. Η ασφαλιστική σύμβαση είναι αμφοτεροβαρής, συνεπώς επ αυτής εφαρμόζονται τα άρθρα 374 ΑΚ επ. Με τη συνομολόγησή της γεννάται ανάμεσα στα μέρη μία σχέση παροχής 24 Ι. Ρόκα, Ασφαλιστικό Δίκαιο, Εισηγήσεις, 3 η έκδοση (2014), σελ.19 25 Ι. Ρόκα, Ασφαλιστικό Δίκαιο, Εισηγήσεις, 2 η έκδοση, σελ.18 26 Α. Γεωργιάδη, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, 2002, σελ.345 17
18 αντιπαροχής και αντιστοίχως ενοχικά δικαιώματα και υποχρεώσεις. Η παροχή του λήπτη της ασφάλισης είναι το ασφάλιστρο και η παροχή του ασφαλιστή συνίσταται στην υποχρέωση να φέρει το συμφωνημένο στη σύμβαση κίνδυνο, σύμφωνα με την επικρατούσα θεωρία της ανάληψης του κινδύνου 27. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, η παροχή του ασφαλιστή διέρχεται από δύο στάδια, σε πρώτη φάση πριν την επέλευση του κινδύνου, όταν η ασφαλιστική κάλυψη βρίσκεται σε στατικό στάδιο, δηλαδή δεν καταβάλλεται ασφάλισμα αλλά ο ασφαλιστής εγγυάται την οικονομική κάλυψη σε περίπτωση επέλευσής του κινδύνου, και σε δεύτερη φάση κατά την επέλευση του κινδύνου, όταν η ασφαλιστική κάλυψη βρίσκεται σε δυναμικό στάδιο και ο ασφαλιστής παρέχει το ασφάλισμα στον ασφαλισμένο 28. Περαιτέρω, πρόκειται για διαρκή σύμβαση, καθώς όσο διαρκεί η ασφαλιστική σύμβαση διαρκεί και η υποχρέωση του ασφαλιστή. Το στοιχείο αυτό άλλωστε διαφαίνεται και από τη θεωρία της ανάληψης του κινδύνου, σύμφωνα με την οποία ο ασφαλιστής πρέπει να είναι έτοιμος να καταβάλλει το ασφάλισμα σε όλη τη διάρκεια της σύμβασης. Τέλος, η ασφαλιστική σύμβαση είναι σύμβαση εμπορική. Ο εμπορικός της χαρακτήρας προκύπτει από το άρθρο 3 του β.δ. 2/14-5-1835 «περί αρμοδιότητος των εμποροδικείων» που ορίζει ότι η ανάληψη κινδύνου θαλάσσιας ασφάλισης είναι πράξη εμπορική για εκείνον που τον αναλαμβάνει και το οποίο θεωρείται ότι εφαρμόζεται αναλογικά και στη χερσαία και στην αεροπορική ασφάλιση 29. Συνεπώς εφόσον ο ασφαλιστής συνομολογεί κατά σύνηθες επάγγελμα ασφαλιστικές συμβάσεις, προσλαμβάνει την εμπορική ιδιότητα κατά το ουσιαστικό σύστημα 30 και η εκ μέρους του σύναψη ασφαλιστικής σύμβασης είναι μία πρωτότυπη εμπορική πράξη. Β.II. Μορφές της ασφαλιστικής σύμβασης Στη σύγχρονη οικονομία η ασφαλιστική σύμβαση εμφανίζεται ως «προϊόν» που πωλείται μαζικά. Ο ασφαλιστής απευθύνεται σε απροσδιόριστο αριθμό ατόμων, στα οποίο για λόγους οικονομίας χρόνου αλλά και έλλειψης τεχνογνωσίας του μέσου συναλλασσόμενου, παρέχει ασφαλιστική κάλυψη μέσω ασφαλιστικών συμβάσεων προσχώρησης. Πρόκειται για συμβάσεις με προδιατυπωμένους και στερεότυπους όρους, οι οποίοι τίθενται από τον 27 Α. Αργυριάδη/ρ. Χατζηνικολάου- Αγγελίδου/Λ. Σκαλίδη, Στοιχεία Ασφαλιστικού Δικαίου, 2007, σελ.30 28 Ρ.Χατζηνικολάου Αγγελίδου, Ιδιωτικό Ασφαλιστικό Δίκαιο, Γ Έκδοση(2012) σελ. 45 29 Α. Αργυριάδη, Ασφαλιστικόν Δίκαιον, 1976, σελ.39 30 Ε. Περάκη, Γενικό Μέρος του Εμπορικού Δικαίου, 2011, σελ. 52 επ 18
19 ασφαλιστή, που στην ασφαλιστική σύμβαση αποτελεί το οικονομικά ισχυρότερο μέρος, και είναι γνωστοί σε αυτόν από τη διεθνή συνήθως πρακτική. Οι όροι αυτοί αποτελούν σύνολο, εκ των οποίων κάποιοι χαρακτηρίζονται ως «γενικοί όροι συναλλαγών» επί των οποίων δεν χωρεί διαπραγμάτευση, και άλλοι χαρακτηρίζονται ως «μεμονωμένες ή προπαρασκευασμένες ρήτρες», οι οποίες αφορούν ένα συγκεκριμένο ζήτημα επί του οποίου διαφώνησαν τα μέρη και συμφωνήσαν να το επιλύσουν επιλέγοντας (έτσι προπαρασκευασμένη όπως είναι, μεταξύ πολλών που διαθέτει ο ασφαλιστής) να συμπεριλάβουν τον επίμαχο όρο στη σύμβασή τους. Η έννομη τάξη αποδέχεται γενικότερα τις συμβάσεις προσχώρησης, γιατί εξυπηρετούν τις σύγχρονες απαιτήσεις των συναλλαγών ειδικά όταν οργανώσεις επιχειρήσεων και οργανισμών αποβλέπουν στην ομοιόμορφη εξυπηρέτηση μεγάλου αριθμού πελατών 31. Προκειμένου όμως να αποφευχθεί η οικονομική εκμετάλλευση του ασθενέστερου συμβαλλομένου στις περιπτώσεις αυτές, ο ΑσφΝ επιβάλλει να γίνεται ερμηνεία των ασφαλιστικών όρων κατά τρόπο ευνοϊκότερο προς τον ασφαλισμένο και μάλιστα όταν πρόκειται για καταναλωτικές ασφαλιστικές συμβάσεις επιβάλει την εφαρμογή του Ν. 2251/1994 και την ακυρότητα όρων ως καταχρηστικών 32. Η ασφαλιστική σύμβαση αποδεικνύεται με το ασφαλιστήριο, το οποίο είναι τυποποιημένο έγγραφο ως προς την εξωτερική του μορφή και, ιδίως στις καταναλωτικές συμβάσεις, εκτυπώνεται ή ακόμα συχνότερα πλέον παραδίδεται ηλεκτρονικά στο λήπτη της ασφάλισης ή τον ασφαλισμένο. Κατά κανόνα, η ασφάλιση αφορά συγκεκριμένο λήπτη ή ασφαλισμένο και αποτελεί μία αυτοτελή παροχή (ατομική ασφάλιση). Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις που η ασφαλιστική σύμβαση παρέχεται ως παροχή πρόσθετη παρεπόμενη κάποιας άλλης κύριας, π.χ. στα πλαίσια συμμετοχής σε ένα οργανωμένο ταξίδι, λόγω συμμετοχής σε μία επαγγελματική ένωση. Πρόκειται για περιπτώσεις όπου με ένα ασφαλιστήριο ορίζονται ανάμεσα στον ασφαλιστή και το λήπτη της ασφάλισης περισσότεροι ασφαλισμένοι (ομαδική ασφάλιση). 31 ΠολΠρΘεσ/νικης 2128/1991, Αρμ 1991, 756 32 Ρ.Χατζηνικολάου Αγγελίδου, Ασφαλιστική Σύμβαση Η προστασία του ασφαλισμένου ως καταναλωτή, 2000, σελ.18 19
20 Β.ΙΙΙ. Συμβαλλόμενα μέρη Τα συμβαλλόμενα στην ασφαλιστική σύμβαση μέρη είναι ο ασφαλιστής και ο λήπτης της ασφάλισης, ενώ μπορεί να οριστεί ως ασφαλισμένος και ως δικαιούχος του ασφαλίσματος πρόσωπο διαφορετικό από το λήπτη της ασφάλισης. Ο ασφαλιστής είναι το πρόσωπο που, σύμφωνα με τον ορισμό της ασφαλιστικής σύμβασης του άρθρου 1 1 του ΑσφΝ, αναλαμβάνει την υποχρέωση να καλύψει έναν ασφαλιστικό κίνδυνο έναντι του ασφαλίστρου. Στην Ελλάδα, οι (πρωτ)ασφαλιστικές εργασίες επιτρέπονται μόνο σε ιδιωτικές επιχειρήσεις με καταστατικό τους σκοπό και αποκλειστική δραστηριότητα τη διεξαγωγή ασφαλιστικών εργασιών. Οι επιχειρήσεις αυτές είναι είτε ημεδαπές είτε αλλοδαπές λειτουργούσες στην Ελλάδα με καθεστώς εγκατάστασης ή ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και διέπονται από το ν.δ.400/1970 «περί ιδιωτικής επιχείρησης ασφαλίσεως». Σύμφωνα με το άρθρο 2 του ν.δ.400/1970, η ασφαλιστική επιχείρηση που δραστηριοποιείται στην Ελλάδα είναι είτε ανώνυμη εταιρία που ασχολείται αποκλειστικά με ασφαλιστικές εργασίες, είτε αλληλασφαλιστικός συνεταιρισμός, είτε ασφαλιστική επιχείρηση δημοσίου δικαίου είτε ευρωπαϊκή εταιρία. Από τις διατάξεις του ν.δ.400/1970 προκύπτει ότι η «ασφάλιση» βρίσκεται στον πυρήνα των ασφαλιστικων εργασιών, συνεπώς οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις προβαίνοντας στη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων με σκοπό την κάλυψη κινδύνων προσλαμαβάνουν την εμπορική ιδιότητα. Η έλλειψη της ιδιότητας του ασφαλιστή πάντως στο πρόσωπο εκείνου που διενεργεί ασφαλιστικές εργασίες επιφέρει την ακυρότητα της ασφαλιστικής σύμβασης και προκειμένου να προστατευθεί ο καλόπιστος αντισυμβαλλόμενος του φερόμενου ως ασφαλιστή, η σύμβαση αντιμετωπίζεται ως «ανώνυμη» ενοχική σύμβαση 33. Οι ασφαλισικές επιχειρήσεις δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα μετά από σχετική διοικητική άδεια, η οποία τους χορηγείται με απόφαση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος. Πρόκειται για έκφανση της άσκησης κρατικής εποτείας επί της ασφαλιστικής επιχείρησης, η οποία εξακολουθεί σε όλη τη διάρκεια της λειτουργίας της επιχείρησης από τη Διεύθυνση Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης της Τράπεζας της Ελλάδος, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.δ.400/1970 και το ν.3867/2010. Στόχος της κρατικής εποτείας επί των ασφαλιστικών επιχειρήσεων είτε κατά την ίδρυσή τους είτε κατά τη λειτουργία τους είναι ο έλεγχος της χρηματοποικονομικής τους κατάστασης, αλλά και ο έλεγχος της ορθής 33 ΕφΑθ 7516/1988, ΕΕμπΔ 39, 633 επ 20
21 συναλλακτικής τους συμπεριφοράς ένατι των ληπτών της ασφάλισης, ιδίως των καταναλωτών, και η εν γένει προστασία των ασφαλισμένων 34. Η νομοθεσία η αφορώσα την εποπτεία των ασφαλιστικών επιχειρήσεων αναφέρεται στις σχέσεις της Πολιτείας με τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις και μόνο. Ο λήπτης της ασφάλισης κατά τον ορισμό του άρθρου 1 1 ΑσφΝ, είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο με το οποίο ο ασφαλιστής συνάπτει την ασφαλιστική σύμβαση. Ο ασφαλιστής αναλαμβάνει την υποχρέωση έναντι αυτού του προσώπου να καταβάλλει σε εκείνον ή σε τρίτο πρόσωπο το ασφάλισμα. Σύμφωνα με το άρθρο 6 1 ΑσφΝ, ο λήπτης της ασφάλισης υποχρεούται να καταβάλει τα ασφάλιστρα στον ασφαλιστή και φέρει έναντι αυτού όλα τα ασφαλιστικά βάρη και υποχρεώσεις που προκύπτουν από την ασφαλιστική σύμβαση, εκτός από εκείνες που από τη φύση τους πρέπει να εκπληρωθούν από τον ασφαλισμένο (9 2 ΑσφΝ). Σχηματικά απέναντι στον ασφαλιστή ως επωφελούμενος από την ασφαλιστική σύμβαση μπορεί να βρίσκεται είτε ο λήπτης της ασφάλισης, είτε ο ασφαλισμένος είτε ο δικαιούχος της ασφάλισης. Οι τρεις αυτές ιδιότητες μπορούν να συμπίπτουν στο ίδιο πρόσωπο- στο πρόσπωπο του λήπτη της ασφάλισης και αντισυμβαλλομένου του ασφαλιστή στην ασφαλιστική σύμβαση, μπορεί και όχι. Ως ασφαλισμένος ορίζεται το πρόσωπο που πλήττεται από την πραγματοποίηση του αναλαμβανόμενου από τον ασφαλιστή κινδύνου. Στις ασφαλίσεις κατά ζημιών, ασφαλισμένος είναι ο φορέας του ασφαλιζόμενου πράγματος που πλήττεται από την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου. Στις ασφαλίσεις ζωής που θα μας απασχολήσουν στην παρούσα εισήγηση, ο ασφαλισμένος είναι το πρόσωπο του οποίου η ζωή ασφαλίζεται, ενώ στην έννοια του ασφαλισμένου μπορεί να περιλαμβάνονται και προστατευόμενα μέλη (ο/η σύζυγος, ανύπανδρα τέκνα), τα οποία ασφαλίζονται με κάποια συμπληρωματική κάλυψη 35. Το PEICL χρησιμοποιεί την έννοια του ασφαλισμένου μόνο στις ασφαλίσεις κατά ζημιών, ενώ στις ασφαλίσεις προσώπων χρησιμοποιεί τον όρο «πρόσωπο του κινδύνου». Όταν η ασφαλιστική σύμβαση συνάπτεται για ίδιο λογαριασμό, οι ιδιότητες του λήπτη της ασφάλισης και του ασφαλισμένου ταυτίζονται. Όταν όμως η ασφάλιση συνάπτεται για λογαριασμό τρίτου, δηλαδή προς εξασφάλιση των συμφερόντων διάφορου προσώπου από το 34 ΑΠ 688/2005 ΕΕμπΔ 2005, 749 επ. 35 Α. Σινανιώτη Μαρούδη, Ασφαλιστικό Δίκαιο, 2014, σελ.71 21
22 λήπτη της ασφάλισης, ο τελευταίος και ο ασφαλισμένος δεν ταυτίζονται. Εν αμφιβολία, ασφαλισμένος θεωρείται ο λήπτης της ασφάλισης (9 1 ΑσφΝ). Τέλος, δικαιούχος του ασφαλίσματος είναι το πρόσωπο στο οποίο ο λήπτης της ασφάλισης μεταβίβασε το αβέβαιο δικαίωμα είσπραξης ασφαλίσματος 36. Πρόκειται στην περίπτωση αυτή για ασφάλιση που φέρει το χαρακτήρα γνήσιας υπέρ τρίτου σύμβασης (410, 411 ΑΚ), δηλαδή υπέρ του ορισθέντος ως δικαιούχου του ασφαλίσματος, ο οποίος, με την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης αποκτά ίδιο και άμεσο δικαίωμα επί του ασφαλίσματος, υπό την έννοια ότι δικαιούται να αξιώσει ευθέως το ασφάλισμα από τον ασφαλιστή 37. Ως δικαιούχος του ασφαλίσματος ορίζεται συνήθως πρόσωπο διάφορο του λήπτη της ασφάλισης και του ασφαλισμένου στις ασφαλίσεις ζωής. Β.IV. Συμφωνία των συμβαλλομένων Ασφαλιστήριο Η νομική δέσμευση των μερών στην ασφαλιστική σύμβαση δεν απαιτεί την τήρηση ορισμένου τύπου, ελλείψει σχετικής νομοθετικής απαίτησης. Αρκεί να επέλθει συμφωνία των μερών στα σημεία της σύμβασης που καθιστούν δυνατή την εκπλήρωση της παροχής (δηλαδή της υπόσχεσης κάλυψης) και αντίστοιχα της αντιπαροχής (δηλαδή την καταβολή του ασφαλίστρου), ώστε οι συμβαλλόμενοι να μην χρειάζεται να αναδιαπραγματεύονται και να διαβουλεύονται κάθε φορά που ανακύτπουν ουσιώδη ζητήματα που δεν ρυθμίστηκαν, όπως π.χ. η διάρκεια της σύμβασης την οποία καλύπτει το ασφάλιστρο 38. Για τη συνομολόγηση ασφαλιστικής σύμβασης θα πρέπει ο ασφαλιστής να αποδεχθεί αίτηση ασφάλισης μαζί με περιγραφή των ουσιωδών περιστατικών του ασφαλιζόμενου κινδύνου, όπως συνάγεται και από το άρθρο 1 3 ΑσφΝ. Την αποδοχή του ο ασφαλιστής μπορεί να την εκφράσει με οποιοδήποτε τρόπο (ακόμα και σιωπηρά, με την αποστολή και χωρίς αντίρρηση παραλαβή του ασφαλιστηρίου). Σύμφωνα με το άρθρο 1 2 ΑσφΝ, η ασφαλιστική σύμβαση περιλαμβάνει τουλάχιστον τα στοιχεία των συμβαλλομένων και του δικαιούχου του ασφαλίσματος, αν αυτός είναι διαφορετικό πρόσωπο, τη διάρκεια της ασφαλιστικής κάλυψης, το πρόσωπο ή το αντικείμενο και τη χρηματική αξία του ή την περιουσία που απειλούνται ή σχετίζονται με την επέλευση του κινδύνου, το είδος των κινδύνων 36 Ι. Ρόκα, Ασφαλιστικό Δίκαιο, 2 η έκδοση, σελ.24 37 2141/2011 Εφ Αθηνών, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ 38 Ι. Ρόκα, Ασφαλιστικό Δίκαιο, 3 η έκδοση, σελ.43 22
23 (ασφαλιστικοί κίνδυνοι), το τυχόν ανώτατο όριο ευθύνης του ασφαλιστή (ασφαλιστικό ποσό), τις τυχόν εξαιρέσεις κάλυψης, το ασφάλιστρο και το εφαρμοστέο δίκαιο, αν αυτό δεν είναι το ελληνικό. Το άτυπο της εν λόγω δικαιοπραξίας αλλά και η σύγχρονη συναλλακτική πρακτική ευνοούν τη σύναψη ασφαλιστικής σύμβασης από απόσταση, δηλαδή μέσω τηλεομοιοτυπικού μηνύματος (fax), τηλεφώνου, διαδικτύου κτλ, όταν ασφαλιστής και λήπτης της ασφάλισης δεν βρίσκονται σε άμεση επαφή. Επειδή οι συναλλαγές από απόσταση εγκυμονούν αυξημένους κινδύνους για τους καταναλωτές, η ενωσιακή καταναλωτική νομοθεσία αλλά και η ελληνική νομοθεσία 39 προβλέπουν την υποχρέωση του ασφαλιστή να παρέχει επιπλέον πληροφορίες αποτυπωμένες σε χαρτί ή άλλο ενσώματο σταθερό μέσο για το πρόσωπό του αλλά και για τη συναλλαγή, η παραβίαση της οποίας επιφέρει ακυρότητα της σύμβασης. Σύμφωνα με το άρθρο 2 ΑσφΝ, η ασφαλιστική σύμβαση αποδεικνύεται με έγγραφο που εκδίδεται από τον ασφαλιστή, η με μηχανικό μέσο αποτύπωση της υπογραφής του ασφαλιστή αρκεί και το ασφαλιστήριο μπορεί να εκδοθεί και σε διαταγή ή στον κομιστή. Ακόμα ο ασφαλιστής υποχρεούται να παραδώσει στον λήπτη της ασφάλισης ασφαλιστήριο ή άν έχει συμφωνήσει προσωρινή κάλυψη, έγγραφο προσωρινής κάλυψης. Από τα παραπάνω διαφαίνεται ο αποδεικτικός και όχι συστατικός χαρακτήρας του ασφαλιστηρίου, το οποίο δεν είναι παρά ένα κοινό αποδεικτικό έγγραφο μη αξιογραφικού χαρακτήρα, με εξαίρεση την έκδοση ασφαλιστηρίου σε διαταγή ή στον κομιστή, οπότε και αποτελεί αξιόγραφο υπό στενή έννοια 40 (δυνατότητα που αναφέρεται στις ασφαλίσεις ζημιών, άρθρα 2 1 και 27 3 ΑσφΝ). Το ασφαλιστήριο πρέπει να περιέχει τουλάχιστον τα ουσιωδη στοιχεία της ασφαλιστικής σύμβασης (άρθρο 1 2 ΑσφΝ) και τον τόπο και χρόνο έκδοσής του. Ο λήπτης της ασφάλισης δικαιούται οποτεδήποτε να ζητήσει αντίγραφα των επεξηγήσεων και στοιχείων που τυχόν έδωσε στον ασφαλιστή κατά τη σύναψη της σύμβασης, καθώς και αντίγραφο του ασφαλιστηρίου, σε περίπτωση που τούτο απωλέσθηκε (άρθρο 2 3 ΑσφΝ). Θα πρέπει να σημειωθεί, ότι επειδή σε κάποιες περιπτώσεις το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από την αίτηση ασφάλισης και την αποδοχή ή απόρριψή της εκ μέρους του 39 Οδηγία 2002/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Σεπτεμβρίου 2002 «σχετικά με την εξ αποστάσεως εμπορία χρηματοοικονομικών υπηρεσιών προς τους καταναλωτές και την τροποποίηση των οδηγιών 90/619/ΕΟΚ του Συμβουλίου, 97/7/ΕΚ και 98/27/ΕΚ» (Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 271 της 9.10.2002, σ. 0016-0024) και Υπ. Απ. Αριθ. Z1-629 (ΦΕΚ Β 720/30.05.2005). 40 Αλ.Ρόκα, σε Ασφαλιστική Σύμβαση-Κατ άρθρο ερμηνεία του Ν.2496/1997 (Επιμ.Ι.Ρόκα),σελ.42, ( 10) 23
24 ασφαλιστή είναι μεγάλο, καθώς ο ασφαλιστής τον αξιοποιεί για να επεξεργαστεί τον αναλαμβανόμενο κίνδυο, ο ΑσφΝ (άρθρα 1 3 και 2 3) δίνει τη δυνατότητα στα μέρη να συνομολογήσουν προσωρινή ασφαλιστική σύμβαση. Ο ασφαλιστής έτσι αναλαμβάνει κίνδυνο τον οποίο δεν γνωρίζει καλά έναντι ασφαλίστρου, έως ότου τον αξιολογήσει πλήρως και αποφασίσει αν θα τον αναλάβει και με ποιους όρους. Β.V. Οι κυριότερες υποχρεώσεις των συμβαλλομένων μερών κατά τη διάρκεια της ασφαλιστικής σύμβασης Από την ασφαλιστική σύμβαση γεννώνται υποχρεώσεις του λήπτη της ασφάλισης έναντι του ασφαλιστή, με κυριότερη και θεμελιώδη την καταβολή του συμφωνημένου ασφαλίστρου και αφετέρου την τήρηση των ασφαλιστικών βαρών. Ως ασφαλιστικά βάρη νοούνται οι κανόνες συμπεριφοράς στους οποίους αναμένεται να συμμορφωθεί ο λήπτης της ασφάλισης τόσο κατά το προσυμβατικό στάδιο της ασφαλιστικής σύμβασης όσο και κατά τη διάρκειά της. Η παραβίαση των ασφαλιστικών βαρών έχει ως συνέπεια την απώλεια συμβατικών δικαιωμάτων του λήπτη, όπως η εκ μέρους του ασφαλιστή καταγγελία της ασφαλιστικής σύμβασης, η μερική ή πλήρης απαλλαγή του και η μη τήρηση των συμβατικών υποχρεώσεων του ασφαλιστή 41. Στο πλαίσιο αυτό το άρθρο 3 ΑσφΝ προβλέπει το ασφαλιστικό βάρος της προσυμβατικής δήλωσης του κινδύνου, το οποίο στην πράξη εκπληρώνεται με τη συμπλήρωση ερωτηματολογίου που ο ασφαλιστής υποβάλει στον λήπτη της ασφάλισης ή στον ασφαλισμένο, το άρθρο 4 ΑσφΝ προβλέπει τη μεταβολή (ως επίταση και μείωση) του κινδύνου ως ασφαλιστικό βάρος (εφαρμοζόμενο μόνο στις ασφαλίσεις ζημιών και όχι στις ασφαλίσεις προσώπων) και το άρθρο 7 ΑσφΝ προβλέπει την υποχρέωση αποφυγής ή μείωσης της ζημίας και την ειδοποίηση του ασφαλιστή με την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης επίσης με τη μορφή ασφαλιστικού βάρους. Όσον αφορά τον ασφαλιστή, οι κύριες υποχρεώσεις του συνίστανται στην προσφορά και εξασφάλιση της ασφαλιστικής κάλυψης στον δικαιούχο της ασφάλισης έναντι καταβολής ασφαλίστρου, ενώ δευτερευόντως ενέχει και υποχρεώσεις όπως η παράδοση του ασφαλιστηρίου στον δικαιούχο, η παροχή πληροφοριών κτλ. Το άρθρο 1 1 ΑσφΝ προβλέπει 41 Υπό το προϊσχύον καθεστώς του ΕΝ η παράβαση των ασφαλιστικών βαρών οδηγούσε σε αυτοδίκαιη λύση της ασφαλιστικής σύμβασης και απαλλαγή του ασφαλιστή, συνέπεια η οποία από τον ΑσφΝ περιορίστηκε μόνο στην εκ δόλου παραβίασή τους και κατόπιν καταγγελίας της σύμβασης. 24
25 την εκ μέρους του ασφαλιστή υποχρέωση καταβολής του ασφαλίσματος με την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης στον δικαιούχο, ενώ το άρθρο 6 6 ΑσφΝ προβλέπει την υποχρέωση παροχής πληροφοριών εκ μέρους του ασφαλιστή για ζητήματα όπως το εφαρμοστέο στη σύμβαση δίκαιο, το δικαίωμα εναντίωσης του λήπτη της ασφάλισης, τους όρους και τον τρόπο υπαναχώρησής του, το δικαίωμα εξαγοράς στις ασφαλίσεις ζωής, τον τρόπο πληρωμής του ασφαλιστηρίου και γενικότερα οποιαδήποτε χρησιμη για τον λήπτη της ασφάλισης πληροφορία, ώστε να προχωρήσει στη δήλωση βούλησης κατάρτισης της ασφαλιστικής σύμβασης έχοντας πλήρη επίγνωση των πραττομένων του. Τέλος, σημειώνουμε ότι σύμφωνα με το άρθρο 2 ΑσφΝ ο ασφαλιστής υποχρεούται να εκδώσει και να παραδώσει στο λήπτη της ασφάλισης το ασφαλιστήριο συμβόλαιο, που συνιστά αποδεικτικό τύπο της ασφαλιστικής σύμβασης. 25
26 Γ. Ασφάλιση προσωπικών κινδύνων Όπως αναφέρθηκε ήδη, η ιδιωτική ασφάλιση διακρίνεται σε ασφάλιση περιουσιακών και προσωπικών κινδύνων. Η δεύτερη αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας εισήγησης και ρυθμίζεται από το τρίτο τμήμα του Ασφαλιστικού Νόμου. Οι ασφαλίσεις προσωπικών κινδύνων ή ασφαλίσεις προσώπων αναφέρονται σε φυσικά πρόσωπα και στα γεγονότα που μπορούν να συμβούν κατά τη διάρκεια της ζωής τους. Κατά τον ΑσφΝ υπάρχουν τρία είδη τέτοιων ασφαλίσεων, πρώτον η ασφάλιση ζωής (άρθρα 28-30) που αναφέρεται στο θάνατο, την επιβίωση πέρα από συγκεκριμένο χρονικό σημείο και άλλα δυσμενή περιστατικά της ζωής ενός φυσικού προσώπου, δεύτερον η ασφάλιση ασθενειών (άρθρο 32) και τρίτον η ασφάλιση ατυχημάτων (άρθρο 33). Στο δίκαιο της ασφαλιστικής σύμβασης συχνά χρησιμοποιείται ο όρος «ασφάλιση ζωής» για κάθε ασφάλιση προσώπου. Κι αυτό γιατί και οι τρεις κατηγορίες ασφάλισης προσωπικών κινδύνων που προεκτέθηκαν αναφέρονται σε περιστατικά της ζωής του ασφαλισμένου και διατρέχουν τη ζωή του εν γένει 42. Επίσης και η ταξινόμηση των ασφαλίσεων κατά κλάδους, βάσει του ν.δ. 400/1970 και των χορηγούμενων από τις κρατικές εποπτικές των ασφαλιστικών επιχειρήσεων αρχές αδειών άσκησης κλάδων ασφάλισης, αντιμετωπίζει τις ασφαλίσεις ασθενειών και ατυχήματος ως ασφαλίσεις ζωής, ενώ οι δύο τελευταίες αναφέρονται και ως «ασφαλίσεις σωματικών βλαβών» 43. Συνεπώς με τον όρο ασφάλιση ζωής δεν εννοούμε μόνο την ασφάλιση θανάτου και επιβίωσης 44. Από τις ασφαλίσεις πρωσωπικών κινδύνων, η ασφάλιση ζωής είναι η συχνότερα εμφανιζόμενη στις συναλλαγές. Με την ασφάλιση αυτή συμφωνείται να καταβληθεί ασφάλισμα σε περίπτωση θανάτου ή και επιβίωσης μετά από το συμφωνηθέν χρονικό σημείο, ανεξάρτητα αν η πραγματοποίηση του κινδύνου επέφερε ζημία στον ασφαλισμένο ή στο δικαιούχο του ασφαλίσματος (άρθρο 27 5 ΑσφΝ). Με άλλα λόγια, η ασφάλιση ζωής είναι καθαρά ασφάλιση ποσού. Στα σύγχρονα «προϊόντα» ασφαλειών ζωής συνάπτονται συμπληρωματικά και ασφαλιστικές συμβάσεις προσόδων, ατυχημάτων και ασθενειών. Οι ασφαλίσεις ατυχημάτων και ασθενειών συνάπτονται συνηθέστερα ως μικτές μορφές ασφάλισης, δηλαδή κατά ένα μέρος ως ασφαλίσεις ποσού και κατά το άλλο μέρος ως 42 Ι. Ρόκας, Ασφαλιστικό Δίκαιο, Εισηγήσεις, 2012, 2 η έκδοση, σελ.156 43 Βλ. Άρθρο 13 παρ.2, Ι κλάδος ζωής, στοιχ.3 44 Ρ.Χατζηνικολάου Αγγελίδου, Η ομαδική ασφάλιση προσώπων ως ασφάλιση ποσού, Αρμ.1995, 1126 επ. 26