Δημήτρης Δαμάσκος Δημήτρης Πλάντζος Πανεπιστημιακή Ανασκαφή Άργους Ορεστικού Κατά την περίοδο 2010 συνεχίσαμε την έρευνα τόσο στο χώρο της αίθουσας όσο και στο χώρο του αιθρίου με σκοπό την περαιτέρω διερεύνηση των υποστρωμάτων των δαπέδων (εικ. 1). Σε όλη την έκταση των υπό έρευνα τομών εντοπίστηκαν συσσωρεύσεις μαρμάρων σε δύο τουλάχιστον αλλεπάλληλες στρώσεις, ανάλογες με εκείνες που είχαν παρατηρηθεί και κατά την ανασκαφή της περιόδου 2009. 1. Οι πλάκες, των οποίων οι διαστάσεις ποικίλουν σημαντικά ανήκουν σε διαφορετικές ποικιλίες μαρμάρου. Σημειώνεται ότι μεγάλες ποσότητες παρόμοιων πλακών, πιθανώς μαρμαροθετήματα ή τμήματα ορθομαρμάρωσης, είχαν βρεθεί και από τον Θ. Παπαζώτο το 1991. Υποθέτουμε ότι η πληθώρα των μαρμάρινων θραυσμάτων προέρχεται από μαρμαροθετήματα στο δάπεδο του ρωμαϊκού κτιρίου, από ορθομαρμαρώσεις στο εσωτερικό της αίθουσας η/και την επένδυση των εδράνων κατά μήκος των δύο μακρών τοίχων και του βάθρου του αγάλματος στο εσωτερικό της κόγχης. Σε καθαρισμούς που έγιναν στο εσωτερικό των τοίχων, στις κάθετες πλευρές των εδράνων κλπ., επιβεβαιώθηκε η ύπαρξη υποστρώματος δαπέδου σε όλη την έκταση της αίθουσας, ενώ δεν εντοπίστηκε άλλο εύρημα κάτω από τις στρώσεις μαρμάρων. Κατά την ανασκαφή περιμετρικά του δυτικού τοίχου της αίθουσας βρέθηκαν δύο νομίσματα, ένα χάλκινο νόμισμα Μαξίμου (εικ. 2: Νομισματοκοπείο Θεσσαλονίκης, 236-238 μ.χ.) και ένα του Κοινού των Μακεδόνων (εικ. 3: 218-249 μ.χ.). 2. 3. Κατά την περίοδο του 2010 η ανασκαφή συνεχίστηκε και στην ανατολική πλευρά του αιθρίου. Σκοπός μας στο σημείο αυτό ήταν να διαπιστωθεί η ύπαρξη εσωτερικής κιονοστοιχίας, καθώς και η ενδεχόμενη ύπαρξη άλλων κτισμάτων στο εσωτερικό του αιθρίου. Κατά μήκος της ανατολικής πλευράς αποκαλύφθηκε μια σειρά τεράπλευρων κατασκευών από τοπικό λίθο, που πιθανόν να υποστήριζαν στοά περιμετρικά του αιθρίου, η ακριβής μορφή της οποίας μένει ακόμα προς διερεύνηση (εικ. 4-5). Πιθανότατα η στοά ήταν κατασκευασμένη από ξύλινους κίονες και κεραμίδες. Στις περισσότερες τομές στο σημείο αυτό διαπιστώθηκε εκτεταμένο στρώμα
καταστροφής της στοάς, με ένα πυκνό στρώμα σπασμένων κεραμίδων, κονιάματος και πωρολίθων, μερικοί από τους οποίους έφεραν γλυφές ως τμήματα διακόσμησης κτίσματος. 4. 5. Οι λόγοι καταστροφής της στοάς δεν είναι ακόμα σαφείς. Είναι πολύ πιθανόν ολόκληρο το κτίσμα να εγκαταλείφθηκε την εποχή του Διοκλητιανού και να καταστράφηκε σταδιακά, δεδομένου ότι δεν υπάρχουν πουθενά στον χώρο δείγματα από φωτιά. Βαθύτερα, 0,80-90μ. χαμηλότερα από τη θέση του υποτιθέμενου στυλοβάτη, και παράλληλα προς αυτόν, εμφανίζεται άλλη κατασκευή, ευρύτερη (εικ. 6: πλάτους 2,80-3,00μ.). 6. Η νέα κατασκευή φαίνεται να ορίζεται στην ανατολική και δυτική παρειά της από αργούς λίθους ενώ το εσωτερικό της είναι γεμισμένο με άλλους, μικρότερους, λίθους. Πρόκειται πιθανότατα για κατασκευή προγενέστερη του ρωμαϊκού κτιρίου (ενδεχομένως για υπόστρωμα δαπέδου επιχρισμένου με ασβεστοκονίαμα). Ελπίζουμε ότι η περαιτέρω διερεύνηση της κατασκευής τα επόμενα χρόνια θα μας δώσει και απτά τεκμήρια για την ερμηνεία και χρονολόγησή της.
Ο ανεσκαμμένος χώρος μετά την περίοδο 2010.
Ερευνήθηκε επίσης η περιοχή στην οποία κατά την περίοδο 2009 είχε βρεθεί το κατώτερο τμήμα ταφικού κτίσματος από αργούς λίθους και ερυθρωπό επίχρισμα, με προσανατολισμό ΒΔ/ΝΑ. Στην περιοχή βρέθηκε χάλκινο νόμισμα Κώνσταντος (εικ. 7 [οπισθότυπος]: 337-350 μ.χ.), που φαίνεται να προέρχεται από το αδιατάρακτο στρώμα καταστροφής το οποίο αναφέρθηκε ήδη. Στο ίδιο περίπου σημείο, αλλά σε επιφανειακό στρώμα, βρέθηκε χάλκινο νόμισμα Κασσάνδρου, με κεφαλή Αλεξάνδρου στον εμπροσθότυπο, που χρονολογείται την περίοδο 306-297 π.χ. (εικ. 8). 7. 8. Μια δεύτερη, αποσπασματικά σωζόμενη κτιστή κατασκευή, ίδιου προσανατολισμού και παρόμοιας τοιχοδομίας με το ήδη γνωστό ταφικό κτίσμα, εντοπίστηκε βορειότερα (εικ. 9-10). 9. 10. Η χρονολόγηση των δύο μνημείων μπορεί να γίνει προς το παρόν μόνο με βάση τη θέση τους στο ρωμαϊκό κτίσμα. Και τα δύο έχουν τον ίδιο προσανατολισμό και βρίσκονται ανάμεσα στον εξωτερικό τοίχο του κτιρίου και στη στοά αμέσως κάτω από το στρώμα καταστροφής ή εγκατάλειψης ολόκληρου του χώρου. Αυτό σημαίνει ότι τα κτίσματα αναγέρθηκαν πιθανότατα μετά την εποχή του Διοκλητιανού, όχι όμως πριν από την ολοκληρωτική καταστροφή του κτιρίου, μια που οι κεραμίδες της στοάς βρέθηκαν πάνω από αυτά. Φαίνεται ότι ο στεγασμένος χώρος χρησίμευσε για την ανέγερση ταφικών κτισμάτων, τα οποία φαίνεται πως είχαν και υπέργεια ανωδομή: τα αρχιτεκτονικά τμήματα από πωρόλιθο που βρέθηκαν γύρω από αυτά και στο προαναφερθέν στρώμα καταστροφής θα αποτελούσαν τμήματα των ταφικών μνημείων. Διαφορετική εικόνα παρουσιάζουν οι ταφές που βρέθηκαν στην ευρύτερη περιοχή των δύο μνημείων. Γύρω από το πρώτο κτίσμα ανασκάφθηκαν πέντε ταφές. Οι τέσσερις από αυτές, τρεις ενήλικων και μία ενός παιδιού, ήταν ακτέριστες με τους νεκρούς τοποθετημένους εκτάδην
απευθείας στο έδαφος (εικ. 11). Το παιδί είχε τοποθετηθεί σε μεγάλες κεραμίδες, επίσης χωρίς κτερίσματα (εικ. 12). 11. 12. Ο πέμπτος, ενήλικας άνδρας κρίνοντας από το μέγεθος των οστών του, ήταν τοποθετημένος και αυτός στο έδαφος (εικ. 13). Στο στήθος του βρέθηκαν οκτώ χάλκινα νομίσματα του 4 ου αι. μ.χ. (εικ. 14: Κωνστάντιος Β, 337-361 μ.χ.) και τμήματα κονιάματος που αποτελούσαν ραβδώσεις δωρικού κίονα. 13. 14. Τα οκτώ νομίσματα του συγκεκριμένου τάφου αποτελούν τον πρώτο γνωστό θησαυρό από τη Δυτική Μακεδονία. Η χρονολόγηση των υπόλοιπων ταφών είναι αδύνατη. Υποθέτουμε πως οι περισσότερες θα μπορούσαν να χρονολογηθούν στα παλαιοχριστιανικά χρόνια, εκτός από μία, στην οποία το κεφάλι του νεκρού βρέθηκε τοποθετημένο σε αρκετά μεγάλο βάθος κάτω από το υπόστρωμα του ρωμαϊκού κτιρίου, και ως εκ τούτου φαίνεται να προηγείται του κτιρίου (εικ. 17-18). Όλες οι ταφές έχουν περίπου τον ίδιο προσανατολισμό, με το κεφάλι να είναι τοποθετημένο με κάποιες αποκλίσεις προς τον βορρά, ακολουθώντας έτσι την κατωφέρεια του λόφου προς το ποτάμι. Η ανυπαρξία κτερισμάτων και η χρησιμοποίηση φαρδιών κεραμίδων μόνο για την ταφή βρεφών και παιδιών φανερώνει την πενία των ανθρώπων αυτών, ενισχύοντας έτσι την εικόνα του αγροτικού χαρακτήρα των κοινοτήτων.
15. 16. Άλλες ταφές αποκαλύφθηκαν λίγο βορειότερα, στο εσωτερικό του αιθρίου (εικ. 15-16). Βρίσκονται σε υψηλότερο επίπεδο από τις προηγούμενες, είναι επίσης κεραμοσκεπείς και περιείχαν ταφές βρεφών και μικρών παιδιών. Πάνω από τη μία ταφή βρέθηκαν τμήματα σπασμένου αμαυρόχρωμου ανοιχτού αγγείου, ενώ σε μικρή απόσταση από άλλη βρέθηκε ολόκληρη αμαυρόχρωμη πρόχους, η οποία χρονολογείται στα υστερορωμαϊκά χρόνια. Ο προσανατολισμός των ταφών είναι περίπου ο ίδιος με τις υπόλοιπες. Η ανυπαρξία σχεδόν των ευρημάτων ενισχύει την παραπάνω υπόθεση για την πενία των κατοίκων της περιοχής τον 4 ο μεταχριστιανικό αιώνα, η ανεύρεση όμως ταφών στο χώρο του προφανώς εγκαταλελειμμένου ρωμαϊκού συγκροτήματος φανερώνει τη συνέχιση της κατοίκησης στην περιοχή από κάποια στιγμή τα πρώιμα ρωμαϊκά, ή ακόμα και τα πρωιμότερα χρόνια, έως τα παλαιοχριστιανικά, χωρίς να παρατηρείται ιδιαίτερη τομή τα χρόνια από τον Διοκλητιανό ως την πλήρη επικράτηση του χριστιανισμού. Φαίνεται ότι από τη στιγμή που ο Διοκλητιανός αποφασίζει τη μεταφορά του πληθυσμού στη Διοκλητιανούπολη εξέλιπε ο λόγος λειτουργίας του παλαιότερου κτιρίου και του αιθρίου του. 17. 18.
Οι κάτοικοι της περιοχής όμως για κάποιο λόγο που δεν μπορούμε σήμερα να γνωρίζουμε με ακρίβεια επιστρέφουν, χρησιμοποιούν τον χώρο αρχικά για νεκροταφείο κι αργότερα για την ανέγερση του μεγάλου παλαιοχριστιανικού μαρτυρίου και της βασιλικής. Η ανεύρεση του σκελετού κάτω από το υπόβαθρο του ρωμαϊκού κτίσματος (εικ. 17-18) πιστοποιεί τη χρήση του χώρου ως νεκροταφείου σε μια πρωιμότερη εποχή, ενδεχομένως σε σχέση με την κατασκευή που εντοπίστηκε βορειότερα. Η επιστροφή των κατοίκων από τη Διοκλητιανούπολη στο σημείο αυτό υποδηλώνει ότι ο χώρος είχε πιθανότατα πολλαπλές λειτουργίες τα προχριστιανικά χρόνια, λειτουργίες οι οποίες όμως περιορίστηκαν όταν η ανέγερση του μεγάλου συγκροτήματος προσδιόρισε το δημόσιο χαρακτήρα του χώρου. Λεπτομέρειες στις διαδοχικές οικοδομικές φάσεις της βασιλικής μαρτυρούν ότι οι χρήστες της είχαν γνώση των ερειπίων, χτίζοντας δίπλα σε αυτά ή ακόμα και πατώντας πάνω σε αρχαιότερο υλικό για τη θεμελίωση των κτισμάτων. 19. Τα εκατοντάδες θραύσματα μαρμάρου από την επένδυση του παλαιότερου δημόσιου κτιρίου, τα οποία τόσο ο Παπαζώτος όσο και εμείς βρίσκουμε επιμελώς στρωμένα στο χώρο της αίθουσας που κάποτε κοσμούσαν (εικ. 19), δείχνουν ότι πρόκειται για συστηματική διευθέτηση του υλικού και όχι απλώς μια τυχαία συσσώρευση λόγω κατάρρευσης του κτιρίου ή μεταγενέστερης επίχωσής τους ώστε να καθαριστεί ο χώρος. Είναι πολύ πιθανόν η διευθέτηση αυτή να αποσκοπούσε στο να αποστραγγίζονται κάπως τα νερά της περιοχής στη σημείο γύρω από την είσοδο της βασιλικής. Η μέχρι τώρα ανασκαφική εικόνα δίνει την εντύπωση ότι ο χώρος της αψίδας του παλιού μεγάρου έτυχε ιδιαίτερης προσοχής κατά την ανέγερση και χρήση της μεταγενέστερης βασιλικής, μιας προσοχής που ενδεχομένως σχετίζεται με τη σημασία των ερειπίων για τη νεώτερη κοινότητα. Ελπίζουμε ότι η περαιτέρω διερεύνηση του χώρου θα μας επιτρέψει να διαμορφώσουμε μια πιο συγκροτημένη άποψη για τη χρήση του κατά τους ρωμαϊκούς και υστερορωμαϊκούς χρόνους.